And Also The Trees - exclusive interview!
“If you can’t hear any joy or happiness in our music, we have failed you...”
Μπορεί να ήταν το παράξενο όνομα τους, ίσως και το πυκνό δάσος στο εξώφυλλο του πρώτου τους album που μου τράβηξαν την προσοχή πριν 20 χρόνια και βάλε. Αγαπημένα παιδιά των Cure στο πρώτο μισό των 80s, καταθλιπτικά επαρχιωτάκια με εξιζητημένη γκαρνταρόμπα για μια μερίδα του τότε Αγγλικού τύπου, που πολύ γρήγορα μια σειρά από μοναδικής έμπνευσης δίσκους τους έκανε να τρώνε τα γραπτά τους. Τα αδέλφια Jones και η μπάντα τους από το Inkberrow παρέμειναν συνεπείς στην δισκογραφία μέχρι σήμερα, είχαμε την τύχη να τους απολαύσουμε και στην Αθήνα πριν 4 χρόνια και πρόσφατα κυκλοφόρησαν το δέκατο studio album τους με τίτλο “(listen for) the Rag and Bone Man”. O Simon Huw Jones, τραγουδιστής των And Also The Trees, μας μιλάει για τη μουσική τους τότε και τώρα, την αγγλική εξοχή και τα «χαρμολυπητερά» τραγούδια τους...
Κάποιες φορές πιστεύω ότι είναι ένα θαύμα το γεγονός ότι ένα συγκρότημα όπως οι And Also the Trees συνεχίζει να υπάρχει και να δημιουργεί τόσο ποιοτική και ρομαντική μουσική. Κάθε κυκλοφορία έχει μοναδικότητα, βάθος και ένα ιδιαίτερο υπερφυσικό στοιχείο. Δεν επηρεάζεστε όταν γράφετε μουσική από την καθημερινότητα και τη μη ποιητική πλευρά της; Δεν μπορεί κάποιες χαρούμενες στιγμές να γίνονται τραγούδια;
Simon Huw Jones: Πρώτα απ’όλα, σ’ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση στην ερώτησή σου, αλλά αν δεν μπορείς να ακούσεις χαρά ή ευτυχία στη μουσική μας, τότε έχουμε αποτύχει. Πρέπει να υπάρχει φως στο σκοτάδι. Και η καθημερινότητα είναι παρούσα- ένας χοντρός άντρας που ξυρίζεται, μια κοπέλα που στέκεται στον κήπο, το περπάτημα προς μια pub ενώ βρέχει, η μυρωδιά του τηγανισμένου ψαριού και της μπύρας, το να σηκώνεις το τηλέφωνο – δεν είναι τόσο ποιητικό, έτσι; Προσπαθούμε να φτιάχνουμε μια ισορροπία… αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις από το δεύτερο κομμάτι του (τελευταίου) δίσκου, νομίζω πως συνοψίζουν αυτά που προσπαθώ να πω – “I came upon a house, somewhere I’d never been before, and in this place of light and dark I feel my heart sing joyously inside me”.
Η φύση είναι μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για τη μουσική σας. Τα τοπία που αλλάζουν με την αλλαγή των εποχών, και καθρεφτίζονται στην ακίνητη επιφάνεια ενός νερόλακκου (millpond)… Αλλά οι αναφορές στους ανθρώπους είναι πολύ λιγότερες και πολύ διαφορετικές, οι άνθρωποι μοιάζουν με αφηρημένες ψυχές, σαν μια αύρα. Βρίσκετε τις απεικονίσεις ανθρώπινων χαρακτήρων λιγότερο ελκυστικές, ή πιο δύσκολες στο να περιγραφούν;
Simon Huw Jones: Δεν το είχα συνειδητοποιήσει αυτό, αλλά έχεις δίκιο. Όταν ακούω τη μουσική, πριν να γράψω τη μελωδία για τα φωνητικά και τους στίχους, τείνει να με ταξιδεύει σε μέρη… τοπία ή δωμάτια, πόλεις, ωκεανούς…οτιδήποτε. Ως στιχουργός μ’αρέσει να κινούμαι προς και ανάμεσα σ’αυτές τις εικόνες, αλλά επίσης μ’αρέσει να αφήνω πολλές από τις λεπτομέρειες, και οι χαρακτήρες μένουν αφηρημένοι, χωρίς να παρουσιάζονται.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια δοκιμή, και να δημιουργήσουμε κάποιες προσωπογραφίες στο μέλλον… θα ήταν ένα ενδιαφέρον πείραμα.
Το The Millpond Years είναι δύσκολο, σκοτεινό, ποιητικό, είναι θυμωμένο και σε στοιχειώνει. Πως ήταν το κλίμα κατά την ηχογράφησή του, ή στις συναυλίες αυτής της περιόδου; Τόση ένταση και δημιουργικότητα οδηγεί μερικές φορές σε απρόσμενες καταστάσεις στα πλαίσια ενός συγκροτήματος.
Simon Huw Jones: Η ατμόσφαιρα ήταν συναρπαστική τότε. Ήταν εποχή μεγάλων ανακαλύψεων για μένα. Όσο ζούσαμε και μεγαλώναμε μαζί, το κλίμα στο συγκρότημα ήταν αξιόλογα σταθερό, αυτό έκανε τις συναυλίες και την ηχογράφηση πραγματικά εντυπωσιακές εμπειρίες, καθώς ήμασταν όλοι ο εαυτός μας, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει κάτι ο ένας στον άλλο.
Οι συναυλίες είχαν πολλή ένταση, αλλά πάντοτε έτσι ήταν… πίναμε πολύ τότε, αλλά αυτό γενικά το ξεπεράσαμε. Όταν ακούω ξανά το “The Millpond Years”, εύχομαι να μπορούσα να ελέγχω τα συναισθήματά μου περισσότερο, καθώς τα φωνητικά μου ακούγονται πολύ έντονα τώρα πια, αλλά όχι και τότε… ούτε και σε κανέναν μας τέλοσπάντων. Δε είχα συνειδητοποιήσει τότε ότι ακόμα και όταν τραγουδάω χωρίς συναίσθημα, είναι αρκετό.
Το γαλλικό και το γερμανικό κοινό αγάπησαν τη μουσική σας, αλλά το κοινό στην πατρίδα σας δε φαίνεται να ενδιαφέρθηκε και τόσο. Αρχικά αυτό δείχνει απογοητευτικό. Πιστεύετε όμως ότι αυτό το γεγονός σας προστάτευσε από την ενδεχόμενη πίεση της δημοσιότητας, και σας βοήθησε να εκφράσετε και να εξελίξετε τη μοναδικότητα του ήχου σας με πολύ πιο υγιή και εύκολο τρόπο;
Simon Huw Jones: Ναι, αυτό συνεισέφερε στο να γίνουμε αυτό που είμαστε, και στη μουσική μας το ίδιο… αλλά δεν ξέρω πόσο υγιές είναι να ζεις για τόσο καιρό σε τέτοια απομόνωση. Εάν είχαμε μετακομίσει κάπου όπου η μουσική μας είχε μεγαλύτερη απήχηση, θα μας βοηθούσε περισσότερο δημιουργικά και πνευματικά, καθώς και οι γενικότερες συνθήκες δουλειάς για ένα συγκρότημα όπως εμείς θα ήταν καλύτερες, εάν είχαμε επαφή με ανθρώπους που εμπλέκονταν με τη μουσική ή την τέχνη κατά κάποιο τρόπο.
Το να ζούμε στην επαρχία είχε κάτι ιδιαίτερο, φυσικά, εμπνευστήκαμε απ’αυτήν και ακόμα εμπνεόμαστε καθώς αποτελεί μέρος της ζωής μας.
Το “Blind Opera” είναι εξαιρετικό κομμάτι, σαν θεατρικό έργο, ο μονόλογος των καταραμένων. Τι είδους εικόνες σου έρχονται στο μυαλό όταν παίζετε ζωντανά αυτό το πολύ δυνατό κομμάτι;
Simon Huw Jones: Σκέφτομαι τις γέρικες μηλιές στο θερμοκήπιο που ήταν μπροστά στο σπίτι που ζούσα, και φαντάζομαι να τις κόβουν… κάτι που ήταν πολύ δυσάρεστη εμπειρία για μένα. Όλα τα κλαδιά κόπηκαν και οι κορμοί των δέντρων στέκονταν για μερικές μέρες, προβάλλοντας από τη γη σαν βασανισμένες φιγούρες κάτω από τον επίπεδο χειμωνιάτικο ουρανό. Σκέφτομαι τους άρχοντες του Morton, όποιοι κι αν ήταν, και τους παλιούς κατοίκους που λέγεται ότι είχαν ταφεί κάτω από το θερμοκήπιο όταν αυτό ήταν νεκροταφείο κατά το Μεσαίωνα. Φέρνω στο μυαλό μου τα δέντρα όταν ήταν ολάνθιστα την άνοιξη και τα πουλιά που πετούσαν ανάμεσά τους. Το “Blind Opera” είναι ίσως το σκοτεινότερο κομμάτι που γράψαμε ποτέ.
Οι ζωντανές εμφανίσεις σας είναι πολύ έντονες, επικοινωνείτε με το κοινό με έναν μη συμβατικό τρόπο. Πώς νιώθετε όταν παίζετε live;
Simon Huw Jones: Όταν όλα πηγαίνουν καλά, νιώθω πιο ζωντανός από ποτέ. Το σημείο που επικοινωνούμε καλύτερα με το κοινό δείχνει να είναι, περιέργως, όταν ξεχνάμε ότι υπάρχουν. Χρειάζεται μια ιδιαίτερη αρμονία για να συμβεί αυτό.
Το Klaxon θεωρήθηκε ως κομβικό σημείο στον ήχο σας, σαν ένα μεγάλο βήμα μπροστά ως προς το χρόνο, ή μια μεταφορά από την ήρεμη ύπαιθρο στη θορυβώδη νυχτερινή ζωή της πόλης. Τι είδους επιρροές σας οδήγησαν να συνθέσετε αυτά τα ιδιαίτερα κομμάτια; Φοβάστε τις αλλαγές στη ζωή; Πώς τις αντιμετωπίζετε;
Simon Huw Jones: Ναι, έπρεπε να ξεφύγουμε από τις ρίζες μας πριν αυτές μας παγιδέψουν. Το “Klaxon” ήταν σαν μια αρχή ενός μουσικού ταξιδιού από την εξοχή, στον υπόλοιπο έξω κόσμο. Η κιθάρα του Justin έδειξε το δρόμο και οι υπόλοιποι ακολουθήσαμε.
Δε νομίζω ότι φοβόμαστε περισσότερο τις αλλαγές στη ζωή απ’ότι ο κάθε άνθρωπος.
Λοιπόν βρισκόμαστε στο 2008. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, τέσσερις νέοι από ένα μικρό χωριό αποφασίζουν να φτιάξουν ένα συγκρότημα. Στις μέρες σας ήταν το punk. Σήμερα, που θα πρέπει να ψάξουν για να βρουν τη μουσική σπίθα, που θα μπορέσει να προκαλέσει δημιουργικές εκρήξεις στις καρδιές τους;
Simon Huw Jones: Δεν έχω ιδέα, ήμασταν τυχεροί να βρισκόμαστε εκεί, όταν το εμφανίστηκε το punk, άλλαξε τα πάντα – υποθέτω ότι η rap, η house, το hip hop έκανε κάτι παρόμοιο, ενώ είναι καλλιτεχνικά προσβάσιμα είδη… με αυτό εννοώ ότι δε χρειάζεται κανείς ιδιαίτερη εκπαίδευση για να αρχίσει να κάνει τέτοιου είδους μουσική…είναι ένα καλό όχημα για ωμή έκφραση.
Επομένως, ένα συγκρότημα σε μια παράλληλη κατάσταση θα ξεκινούσε γράφοντας hip hop τραγούδια με ένα τυπικό αστικό αίσθημα, μετά από λίγο όμως θα συνειδητοποιούσαν ότι γράφουν μουσική για κάτι που δεν αποτελεί μέρος της ζωής τους… τότε θα άρχιζαν να επηρεάζονται από το πραγματικό τους περιβάλλον, ή τουλάχιστον θα σταματούσαν να προσπαθούν να δείχνουν κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι.
Πιστεύεις ότι ήσασταν πάντα ανοιχτοί σε μουσικές και στιχουργικές επιρροές, καθ’όλη τη διάρκεια της πορείας σας; Ή θεωρείτε ότι έχετε καταλήξει σε μια τελική οπτική που σας βοηθά να ακούτε και να δημιουργείτε μουσική;
Simon Huw Jones: Πάντα είμαστε ανοιχτοί σε επιρροές…
Και πόσο εύκολο ήταν για σένα να ντύσεις στιχουργικά τον 50’s ήχο της κιθάρας και τον πιο αμερικάνικο ήχο του Angelfish και του Silver soul; Απ’όσο ξέρω, πρώτα γράφετε τη μουσική και μετά τους στίχους. Δυσκολεύτηκες να ακολουθήσεις την αλλαγή της μουσικής;
Simon Huw Jones: Δεν ήταν καθόλου εύκολο, και γενικά ποτέ δεν έβρισκα εύκολο το να γράφεις στίχους. Ήταν ένα ξένο τοπίο που ζωντάνεψε μπροστά μου εικόνες του Edward Hopper και σκηνές που μου θύμισαν αποσπάσματα που είχα διαβάσει στις νουβέλες του Fitzgerald και των μπίτνικ. Ο μόνος τρόπος που ένιωθα ότι υπήρχε για να το καταφέρω, ήταν να το βλέπω σαν ένα ταξίδι.
Το τελευταίο σας album "(Listen for) The Rag and Bone Man" συνεχίζει την πορεία του προηγούμενου "Further From The Truth", αλλά θα έλεγε κανείς ότι είναι λίγο πιο σκοτεινό, ή πιο ονειρικό. Πως προσεγγίσατε τα νέα κομμάτια κατά την ηχογράφηση;
Simon Huw Jones: Η γενική ιδέα, και η δικιά μας επίσης, είναι ότι το τελευταίο album είναι αρκετά διαφορετικό απ’το προηγούμενο –αν και φυσικά δέχομαι ότι δεν ακούμε όλοι τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Παρά τις μουσικές διαφορές και τις διαφοροποιήσεις στα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν, το ‘(Listen for) the rag and bone man’ έχει αρκετά διαφορετική αίσθηση στους στίχους, προήλθαν από διαφορετική περιοχή του μυαλού μου.
Τι ακριβώς είναι ένας “Rag and bone man”;
Simon Huw Jones: Κανονικά οι άνθρωποι αυτοί γύριζαν από σπίτι σε σπίτι συλλέγοντας κομμάτια από χαρτί και παλιά πανιά, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως συστατικό για να φτιαχτούν πορσελάνες. Οι εποχές άλλαξαν και οι “rag and bone men” συλλέγουν οτιδήποτε πιστεύουν ότι μπορεί να πουληθεί και να αγοραστεί.
Γιατί τόση βία στο “The Legend of Mucklow”; Η φωνή, οι στίχοι, ο ήχος, είναι τρομαχτικά. Σίγουρα μια εντυπωσιακή και απρόσμενη μπαλάντα θανάτου, αλλά αρκετά ασυνήθιστη.
Simon Huw Jones: Υπάρχει μια υπόγεια αίσθηση βίας σε πολύ από τη μουσική μας, αλλά συνήθως δε βγαίνει στην επιφάνεια. Αυτό γίνεται στο ‘The legend of Mucklow’, υπήρχε κάτι πολύ απειλητικό στη μουσική και όσο πιο πολύ το ακούω τόσο πιο πολύ βυθίζεται το μυαλό μου σ’αυτόν το χαρακτήρα. Πραγματικά δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται στους στίχους, η βία είναι αρκετά αφηρημένη και ο ρόλος του Mucklow δεν είναι προφανής. Κρεμάστηκε για ζωοκλοπή (όπως λέει ο μύθος) και το φάντασμά του ακόμα περιφέρεται στα σοκάκια, αλλά το τι ακριβώς κάνει σ’αυτό το τραγούδι δεν το ξέρω. Πραγματικά, μ’αρέσει αυτή η αμφιβολία.
Πότε πιστεύεις ότι κάτι μπορεί να περιγραφεί ως «κλασσικό»; Είναι θέμα χρόνου, ποιότητας, δημοσιότητας, ή …
Simon Huw Jones: Υποθέτω ότι είναι ένας συνδυασμός όλων των παραπάνω, αν και δεν είμαι σίγουρος για το θέμα της «δημοσιότητας»… Για παράδειγμα, θεωρώ ότι το ‘No more shall we part’ είναι ο κλασσικός δίσκος των Bad Seeds, αλλά δεν είμαι σίγουρος για το αν είναι ο πιο δημοφιλής τους.
Έχετε αισθανθεί ποτέ εξαντλημένοι από έμπνευση;
Simon Huw Jones: Ναι, πολλές φορές.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου ποιητές;
Simon Huw Jones: Βασικά δεν είμαι πολύ φίλος της ποίησης… τα αγαπημένα μου είναι μάλλον οι συλλογές ποιημάτων του Haiku.
Ποια ήταν η άποψή σας για το ελληνικό κοινό αφού παίξατε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 2004; Ήταν μια συναυλία που πολλοί την περίμεναν για πολύ καιρό. Υπάρχει καμιά πιθανότητα να έρθετε και να παίξετε κάποια στιγμή σύντομα;
Simon Huw Jones: Περάσαμε πολύ καλά όταν ήρθαμε στην Αθήνα, τα πήγαμε μια χαρά με όποιον γνωρίσαμε και είχαμε μια πολύ δυνατή συναισθηματική ανταπόκριση από το κοινό. Θέλουμε να ξαναέρθουμε, αλλά γενικά τα ταξίδια παρουσιάζουν προβλήματα. Έχουμε μιλήσει με κάποιον υπεύθυνο για να παίξουμε κάποια στιγμή μέσα σ’αυτό το χρόνο. Πραγματικά το ελπίζω.
Σε παρακαλώ, δώσε μας μια δυο λέξεις (ένα χαρακτηριστικό, ένα όνομα, ένα συναίσθημα… οτιδήποτε!) που σου έρχεται στο μυαλό όταν διαβάζεις τα παρακάτω. Ένα μικρό παιχνίδι που πάντα μου άρεσε.
Inkberrow - Τώρα το γράφω ?nkberrow
Robert Smith - Ωραίος τύπος με ξεθωριασμένο μπουφάν μηχανόβιου.
Slow Pulse Boy - Ένα ερημικό δρομάκι στο Βέλγιο
Αγγλία - πατρίδα, ουτοπικοί πράσινοι λόφοι με πρόβατα
The Fruit Room - γιασεμί, και το κρεβάτι με το φως του ήλιου πάνω του. Σπίτι.
Ρομαντισμός - Ένα παλιό βιβλίο που ξεφυλλίζω, αλλά ποτέ δε διάβασα
Τέχνη - Η πανέμορφη γκαλερί του Tate
The Young Gods - Καλοί γείτονες για να έχει κανείς.
Lol Tolhurst - Γυαλιά ηλίου.
Stay away from the accordion girl - αστέρια στον ουρανό πάνω από τα αμπέλια.
And also the trees - Καθισμένοι έξω από ένα εστιατόριο με fish and chips μετά την πρώτη μας συναυλία -ενθουσιασμένοι και χαρούμενοι...
where do you take me my little girl - πράγματι...
Συνέντευξη:
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Νίκος Δρίβας
Intro text:
Κώστας Μπρέλλας
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος