Fraternity Of Sound Festival [The Soft Moon, NWW, Thurston Mooore, etc live in Athens] - 26-27-28-29/10/2017
Fraternity Of Sound Festival [The Soft Moon, NWW, Thurston Mooore, etc live in Athens] - 26-27-28-29/10/2017
Είναι πραγματικά ευχάριστο να βλέπεις να ανακοινώνονται τέτοιου είδους φεστιβάλ σε μία πόλη (και χώρα) που δείχνει να διψά διαρκώς για νέες συναυλιακές συγκινήσεις, μα αποδεικνύεται ότι τελικά δεν έχει το αντίστοιχο κοινό για να τις υποστηρίξει. Ίσως από μία άποψη να μη φταίει το ίδιο το κοινό, μιας που τελευταία έχουν μαζευτεί τόσες πολλές ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις ώστε όντως χρειάζεσαι αρκετά χρήματα να τις παρακολουθήσεις όλες, ή έστω όσες θεωρείς απαραίτητες μετά από ένα αναγκαστικό ξεκαθάρισμα – ειδικά δε όταν τα μουσικά σου γούστα είναι ευρεία και σε ενδιαφέρουν πολλά και διαφορετικά μουσικά πράγματα. Αυτό ίσως να εξηγεί τους λόγους που η προσέλευση του κόσμου δεν ήταν και η πλέον ικανοποιητική, παρά το γεγονός ότι ορισμένα από τα ονόματα που κόσμησαν το lineup του φεστιβάλ ήταν πολύ μεγάλα στο χώρο τους και δικαιολογούσαν την παρουσία τους σαν headliners ή ακόμα και δευτεραγωνιστές κάποιας ημέρας.
Βέβαια, όπως έχουμε δει και σε παλιότερες αντίστοιχες διοργανώσεις, τα μικρά και άγνωστα συγκροτήματα και καλλιτέχνες δεν λειτουργούν απαραίτητα σαν πόλοι έλξης για μεγάλα (ή μεγαλύτερα, σωστότερα) ακροατήρια, ενώ μπορούν μια χαρά να αποτελέσουν μια εξαιρετική λύση για μια βραδιά σε ένα μικρό μπαρ με ένα μικρότερο αντίτιμο. Δεν θέλουμε ασφαλώς να πούμε ότι τέτοιες πρωτοβουλίες δεν είναι ευπρόσδεκτες, αλλά εκ του αποτελέσματος αποδεικνύονται έως και μάταιες… Από τη μεριά μας, το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε είναι να συνεχίσουν να γίνονται, όσο μπορούν οι άνθρωποι που βρίσκονται πίσω από αυτό να το υποστηρίζουν, πραγματικά δεν ξέρω τι άλλο να πω.
Του τριήμερου φεστιβάλ προηγήθηκε μια προ-φεστιβαλική βραδιά που έγινε στο club Temple Productions, έναν χώρο που, απ’ ότι έχω καταλάβει, θα επισκεπτόμαστε συχνά πυκνά εφ’ εξής, μιας που πρόκειται να γίνει μια μόνιμη στέγη για μετακλήσεις μικρών (ή όχι και τόσο) ονομάτων. Εκεί εμφανίστηκαν τα πρώτα πέντε ονόματα και ήταν τα εξής:
Το ξεκίνημα έγινε με τους δικούς μας Dead Gum και την Puce Mary, που κατάφερα να χάσω λόγω προσωπικού κολλήματος. Οι πρώτοι είναι το γνωστό και δραστήριο μέλος της εγχώριας μουσικής σκηνής Παναγιώτης Σπούλος, που με την κιθάρα και τα samples του διατρέχει ένα ευρύ φάσμα πειραματικής κιθαριστικής αισθητικής, ενώ η Puce Mary παίζει με τις συχνότητες και λοιπά ηλεκτρονικά τρικ για τη δημιουργία καθηλωτικών συναισθηματικών ταξιδιών. Ήρθε για δεύτερη φορά στη χώρα μας κι ελπίζω την τρίτη να είναι και η φαρμακερή και να μην τη χάσω!
Ακολούθησε ο Colin Potter, θρυλικός μουσικός και παραγωγός που δραστηριοποιείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 τόσο με δικές του παραγωγές (που αρχικά κυκλοφορούσαν μόνο σε κασέτες, ακολουθώντας το βολικό ρεύμα του DIY και της φθηνής αυτόνομης παραγωγής) όσο και με συνεργασίες με άλλους, όπως οι Nurse With Wound, οι Current 93, οι Organum και πολλοί άλλοι. Η εμφάνισή του ήταν βασισμένη σε ηλεκτρονικά ηχοτοπία που άλλοτε ξέφευγαν από τις νόρμες κι άλλοτε τις ακολουθούσαν με αρκετή πίστη, κι ενίοτε έπιανε την ηλεκτρική του κιθάρα και προσγείωνε τη μουσική του σε περισσότερο βατά πεδία. Ήταν απολαυστικός, κατάφερνε να σε βάζει κάποιες φορές στο δικό του τριπμα δεν θα έλεγα ότι υπήρξε σε καμία στιγμή εξαιρετικός ή καθηλωτικός. Ποτέ όμως και βαρετός ή ασήμαντος.
Τα παραπάνω επίθετα δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να τα χρησιμοποιήσω για να περιγράψω τη μουσική του Croatian Amor που ακολούθησε. Η σκηνή είχε διακοσμηθεί με φυτά για κάποιο λόγο – που προφανώς ο καλλιτέχνης είχε βρει χαριτωμένο – και πίσω τους εκείνος ακολουθούσε την κλασική ρουτίνα που έχουμε συνηθίσει πια από όσους δραστηριοποιούνται στην ηλεκτρονική μουσική: έκανε ότι πατούσε κάτι κουμπάκια, ότι ρύθμιζε κάποιες στάθμες ήχου, κι από καιρό σε καιρό πατούσε και κάποια keyboards σε καίρια σημεία. Έβαζε πολλά δείγματα από γυναικείες φωνές σε έξαψη, παρμένα μάλλον από ταινίες, κι από κάτω τους το ηχητικό χαλί ήταν τις περισσότερες φορές ότι να ’ναι, χωρίς ειρμό ή συγκεκριμένο προορισμό. Όχι είναι απαραίτητα κακό αυτό, απλά στη δική του περίπτωση ένοιωθα ότι το έκανε αποκλειστικά για λόγους εντυπωσιασμού παρά επειδή είχε κάτι ιδιαίτερο στο μυαλό του.
Αποχώρησα πριν το τέλος του, γεγονός που σημαίνει ότι έχασα τον Jay Glass Dubs που θα έκλεινε τη βραδιά. Τον είχα δει σχετικά πρόσφατα όμως, ως σαπόρτ στην εμφάνιση των SunAraw, κι είχα ακούσει το ενδιαφέρον μείγμα ηλεκτρονικών ήχων με έντονες αναφορές στη βαριά dub κληρονομιά. Σε στιγμές ακούγεται καταπληκτικός, εκείνο το βράδυ όμως μου είχε φανεί ότι το σετ του είχε τραβήξει αξιοσημείωτα σε διάρκεια. Αξίζει πάντως να τσεκάρετε τη δουλειά του στο bandcamp ή στις κασέτες που με αφοσίωση στο format κυκλοφορεί.
Πρώτη μέρα
Κλασικά, όταν ένα φεστιβάλ αρχίζει πολύ νωρίς για τα δεδομένα της χώρας μας, το θέαμα όταν προσέρχεσαι στην ώρα σου είναι αποκαρδιωτικό. Καμιά τριανταριά άτομα σκόρπια στο χώρο, βρίσκονται εκεί να δουν το σχήμα που ανοίγει την κανονική αυλαία του φεστιβάλ. Την τιμή έχουν οι Σουηδοί Maggot Heart, ή καλύτερα Σουηδέζες, μιας που το γκρουπ απαρτίζουν τρεις κοπέλες κι ένας άντρας. Πρόκειται για το συγκρότημα της Linnéa Olsson, γνωστότερης από τη συμμετοχή της σε γκρουπ όπως οι The Oath και οι Grave Pleasures. Αυτό που είδαμε ήταν μια άσκηση σε κλασικές μετά-ροκ φόρμες, που κρατούν τον αλήτικο χαρακτήρα τους και μια σχετική βρωμιά στον ήχο. Πιστεύω ότι η μπροστάρισα λατρεύει κάποια σαν τη Brody Dalle ή ακόμα και την Courtney Love, και κάνει ότι μπορεί να σταθεί στο ύψος τους τόσο σε επίπεδο μουσικό, όσο κυρίως σε επίπεδο attitude και σκηνικής παρουσίας. Δεν κατέφυγε σε ακρότητες ή δηθενιές, έπαιξε ένα τίμιο κι αξιοπρεπές παιχνίδι και αποχώρησε έχοντας κερδίσει θετικές εντυπώσεις, ακόμη και για το γεγονός ότι το σετ της έκλεισε με μία διασκευή στο Final Solution των Pere Ubu.
Η συνέχεια ανήκε στους δικούς μας Kooba Tercu. Δε μπορώ να θυμηθώ πόσος καιρός έχει περάσει από την προηγούμενη φορά που τους είδα, παραμένουν όμως ένα από τα σπουδαίοτερα εγχώρια σχήματα, από εκείνα μάλιστα που δείχνουν να ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν, τι σόι επιρροές οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν στις δικές τους μουσικές ιδέες, όπως και πώς να τις κάνουν να προσδίδουν κάτι στο συνολικό ήχο τους χωρίς να τον καταστρατηγούν και να τον αλλοιώνουν. Ψυχεδελικά χρώματα ανακατεμένα με tribal ρυθμούς, σκληροί στον ήχο μα όσο πρέπει, ώστε να αναδεικνύονται οι συνθέσεις τους, και συνολικά δεν ξέρει πού να τους κατατάξεις και τι να περιμένεις από αυτούς σε κάθε νέο, επόμενό τους κομμάτι. Όχι ότι χρειάζεται βέβαια…
Και φτάνουμε στο όνομα που δίχασε περισσότερο τις γνώμες από ολόκληρο το φεστιβάλ. Τους Φιλανδούς Circle δεν τους γνώριζα μέχρι πρότινος, δε θα πω ψέματα, μέχρι που τους έβαλε το περιοδικό The Wire στο εξώφυλλό του. Διαπίστωσα ότι πρόκειται για ένα συγκρότημα που μετράει μια 25ετία καριέρας και πάνω από δύο σελίδες κυκλοφορίες στο discogs, για βετεράνους με άλλα λόγια που έχουν παίξει ένα σωρό διαφορετικά πράγματα και με μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία, όπως με διαβεβαίωσαν φίλοι μου. Στο φεστιβάλ επέλεξαν να εμφανιστούν με κολάν, γούνινες γκέτες, δερμάτινα περικάρπια με καρφιά και λοιπά εκκεντρικά αξεσουάρ, και να αποδυθούν σε μία σκηνική παρουσία που η λέξη κραυγαλέα είναι λίγη για να αποδώσει το θέαμα. Κι όσο κι ήταν προφανές ότι μιλάμε για σπουδαίους μουσικούς (και η ικανότητά τους ήταν όντως εμφανής), όσο κι αν το υλικό που είχαν επιλέξει να παίξουν εκείνο το βράδυ δεν ήταν του γούστου μου – προερχόταν στην πλειοψηφία του από το πρόσφατό τους άλμπουμ Terminal, που είχα ακούσει νωρίτερα κι ήξερα ότι αυτό το νοσταλγικό ταξίδι πίσω στις ημέρες του πρώιμου heavy metal με μπόλικες δόσεις από τη ριφολογία των Stooges δύσκολα θα με κέρδιζε – η εικόνα έξι μαντράχαλων που έπαιρναν ηδυπαθείς πόζες και έκαναν διαφόρων ειδών καραγκιοζιλίκια έκανε το παιχνίδι ολοκληρωτικά χαμένο. Πολλοί αναγνώρισαν σε όλο αυτό έναν «χαβαλέ», και η αλήθεια είναι ότι αποχώρησαν εν μέσω επευφημιών. Δεν ήταν όμως λίγοι κι αυτοί που, όπως κι εγώ, δε γέλασαν καθόλου και βρήκαν την όλη φάση μια μεγάλη φάρσα και εντελώς κακόγουστη. Ίσως να μην έχω εγώ χιούμορ, ίσως απ’ την άλλη να το παράκαναν κι εκείνοι με το δικό τους. Ποιος ξέρει, ίσως να ήταν γραφτό να μη συναντηθούμε εμείς οι δύο (οι πλευρές) ποτέ…
Οι επόμενοι ήταν πολυαναμενόμενοι στη χώρα μας, και μου δόθηκε η αίσθηση ότι πολλοί είχαν έρθει μονάχα γι’ αυτούς. Θρυλικοί οι Nurse With Wound αναμφισβήτητα, έχουν μεγάλη ιστορία στο ενεργητικό τους, κι ένα μικρό κομματάκι της αν βλέπαμε θα θεωρούσαμε τον εαυτό μας τυχερό. Τους είχα δει προ ετών σ’ ένα Primavera Festival και δεν είχα εντυπωσιαστεί, ίσως επειδή οι προσδοκίες σε τέτοιου είδους περιπτώσεις είναι πολύ μεγάλες, μεγαλύτερες απ’ αυτό που τελικά σου δίνουν – ή παίρνεις εσύ – από εκείνους. Τέλος πάντων, ένα μεγάλο τραπέζι με μηχανήματα φορτωμένο στήθηκε για λογαριασμό τους και μπροστά του παρατάχθηκαν οι Steven Stapleton, Colin Potter και Andrew Liles για να μας πάρουν από το χέρι και να μας παρασύρουν κάπου σκοτεινά κι ολίγον τρομακτικά. Το ταξίδι αυτό είχε τα σκαμπανεβάσματά του, άλλοτε ήταν γοητευτικό κι άλλοτε έμοιαζε να μας οδηγεί σε βαλτώδη νερά και κάπου εκεί μέσα να κολλάμε… Ορισμένοι από τους ήχους που χρησιμοποιήθηκαν είχαν όντως τη δύναμη να σε κάνουν να γυρίζεις πίσω σου και να τσεκάρεις αν όλα πάνε καλά, άλλοτε πάλι δεν σου έκαναν πολλά εντύπωση από εκείνα που ξεπηδούσαν από τα ηχεία, και δύο φορές χρειάστηκε να καλεστεί στη σκηνή o Manos Six (των δικών μας Skull & Dawn) για να δώσει ώθηση στη διαδικασία με τα εξαιρετικά, απόκοσμα, κι ως εκ τούτου ταιριαστά στην ατμόσφαιρα της μουσικής φωνητικά του. Αυτό που μας έμεινε είναι ότι ο Stapleton παραμένει ο στρατηγός της υπόθεσης NWW, o Potter ο απόλυτος εκτελεστής των διαταγών του, και ο Liles ένας ακούραστος εργάτης για το κοινό καλό. Κατόπιν όλων τούτων, μια θετική άποψη και όχι πολλά περισσότερα.
Τη βραδιά έκλεισαν οι Soft Moon, που εκείνο το βράδυ ήταν, όπως και όλα τα υπόλοιπα, οι Soft Moon. Που σημαίνει ότι ήταν αναμενόμενα καλοί, που με τη σειρά του σημαίνει χωρίς καμία έκπληξη, σχεδόν εκτελώντας ένα καλά προβαρισμένο νούμερο σχεδιασμένο να κερδίζει τους οπαδούς και να αφήνει μια καλή εικόνα σε όλους τους υπόλοιπους. Στη σκηνή παρουσιάστηκαν σαν τρίο, με μπασίστα και ντράμερ (ο οποίος κυκλοφορούσε πριν με θεϊκό μπλουζάκι The Cleaners From Venus, δωράκι προφανώς από την εταιρία τους Captured Tracks! Αργότερα στη σκηνή ανέβηκε με φτηνό μπλουζάκι παραλλαγής…) να πλαισιώνουν τον Luis Vasquez που είναι η ψυχή του συγκροτήματος. Μπόλικος καπνός και με ακρίβεια κινήσεις ενός περφόρμερ που βαδίζει με πρόγραμμα, δεν ήταν κακοί επειδή μας αρέσει πολύ η μουσική τους. Σε διαφορετική περίπτωση, δε θα μου έκανε εντύπωση αν κάποιος τους έβρισκε μέτριους. Έχει γράψει πάντως ο μπαγάσας κάμποσους ύμνους σκοτεινής νεοκυματικήςποπ, οπότε είμαστε εκεί και ρουφούσαμε το σόου χωρίς πολλές πολλές δεύτερες σκέψεις. Έπαιξε και κάποια καινούργια τραγούδια, βγάζει νέο άλμπουμ στις αρχές της επόμενης χρονιάς, και ποιος ξέρει, ίσως να είναι και πάλι καλό ή μέχρι και πολύ καλό. Ανάλογα σε ποιο βαθμό (θα) τον έχει μπουχτίσει ο καθένας από εμάς!
Δεύτερη ημέρα
Καινούργια ημέρα, καινούργια άδεια αίθουσα για το όνομα που ανοίγει τη βραδιά. Οι Pharaoh Overload είναι οι Circle με κανονικά ρούχα, στατικοί και ουσιαστικοί επί σκηνής, να παίζουν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που παίζουν με την άλλη τους μπάντα. Δύο στα ντραμς αυτή τη φορά, τρεις κιθαρίστες, και ο μπασίσταςμπασίστας. Αργόσυρτες συνθέσεις με κλασικές αναφορές στην ψυχεδέλεια (όπως αυτή εννοείται στις ημέρες μας κι όχι όπως την εννόησαν εκείνοι που ηθελημένα ή άθελά τους την πρωτοέπαιξαν στη δεκαετία του ’60), στον βαρύ ήχο όπως τον θέλουν οι ασκούντες το doom ιδίωμα, λίγο Black Sabbath και λίγο Sunn O))), και το πράγμα δε θέλει και πολύ να έρθει εκεί που πρέπει. Έχω την εντύπωση ότι για να απολαύσεις αυτό που κάνουν χρειάζονται κάποιες ειδικές συνθήκες, στο ξεκίνημα μιας βραδιάς που ήταν δεδομένο ότι θα τραβήξει δεν ήταν οι ιδανικές. Αποχώρησαν πάντως σε κλίμα θριαμβευτικό, όταν έκλεισαν με μια καλή επειδή ήταν πιστή διασκευή στο Revolution των Spacemen 3, με το οποίο μεταξύ μας, είναι κομμάτι δύσκολο να χάσει κανείς…
Συνέχεια και πάλι με κάτι από την εγχώρια σκηνή, τους Omega Monolith αυτή τη φορά. Ντουέτο με τύμπανα που τσακίζουν κόκκαλα, κιθάρα που παίζει ριφ επάνω από ριφ, κι αφού λουπαριστούν όλα μαζί καταλήγουν να έχουν χτίσει ένα στιβαρό ηχητικό κάστρο, το οποίο στηρίζεται επάνω από μηχανικούς ρυθμούς και λοιπούς προηχογραφημένους ήχους. Κάνουν καλά αυτό που κάνουν οι Omega Monolith, είναι και ο λόγος αυτός που έχουν ήδη εξασφαλισμένο ένα ακροατήριο στη χώρα μας, και μακάρι να μπορέσουν να βρουν το δρόμο για ένα μεγαλύτερο κοινό έξω από τα σύνορα της χώρας μας. Προς το παρόν, παρουσίασαν σ’ εμάς το ζογκλερικό τρόπο του να κινείσαι με επιδεξιότητα ανάμεσα στα είδη, με το postrock και το postmetal και το posteverything να διεκδικούν κομμάτι από την πίτα της μουσικής τους, και όλα να βρίσκονται εκεί μέσα και τίποτα να μην είναι ικανό να την ορίσει. Χάρηκα πολύ που τους είδα, αναμένω άμεσα την επόμενη.
Για τους επόμενους δε θα πρέπει να γράψω τίποτα, κι αυτό ακριβώς θα κάνω. Οι Βρετανοί Ghold από το soundcheck κιόλας έδειξαν ότι θα παίξουν δυνατά. ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΑ! Κι αυτό ακριβώς έκαναν. Δε χάρισαν ντεσιμπέλ σε κανέναν, έσπρωξαν την ένταση επάνω από το δέκα, όπως στο Spinal Tap (που όμως είχε εμφανιστεί την προηγούμενη ημέρα…). Εγώ λοιπόν τα αυτάκια μου δεν τα έχω για να μου τα καταστρέψει το κάθε ατάλαντο γκρουπάκι που προσπαθεί να καλύψει την ανεπάρκειά του με το θόρυβο που κάνει. Γιατί αν είχε κάτι ουσιαστικό να καταθέσει με τη μουσική του, δε θα το συζητούσαμε τώρα. Αλλά αυτοί έπαιζαν δύο ακόρντα, κι αυτά με το ζόρι γατί τόσο τους κόβει. Κάθισα λοιπόν στο φουαγιέ και κράτησα δυνάμεις για τα επόμενα που θα ακολουθούσαν.
Να πω εδώ ότι ούτε τους Unsane που έπαιξαν κατόπιν είχα ψάξει ιδιαίτερα στο παρελθόν. Δεν ξέρω γιατί, ήταν από τα συγκροτήματα που πέφτουν στις χαραμάδες ανάμεσα σε όσα ακούς και επενδύεις στη μουσική τους (κι ας έχω έναν δίσκο τους, ούτε που το θυμόμουν… Ντρέπομαι τόσο…). Το τρίο λοιπόν από τη Νέα Υόρκη και τη σχεδόν τριακονταετή πορεία με τίναξε στον τοίχο, μου άλλαξε τα φώτα, μου δίδαξε με τον καλύτερο και πλέον αναντίρρητο τρόπο τι εστί αγνό θορυβώδες ροκ εν ρολ, με περιεχόμενο και αληθινό τσαμπουκά. Ο ορισμός του powertrio, δεν έπαιρναν αιχμαλώτους, προχωρούσαν μπροστά κι οτιδήποτε έμπαινε στο δρόμο τους απλά το ποδοπατούσαν. Μπάσο οδοστρωτήρας, κιθάρα ηλεκτρικό πριόνι, τύμπανα που έπεφταν σαν τσεκούρι μα είχαν χειρουργική ακρίβεια. Ήταν εμφάνιση για σεμινάριο, ένα ανώτερο μάθημα στο πώς μπορείς να βγάζεις ακόμη καθαρόαιμη οργή με τον ήχο σου χωρίς να γίνεσαι γραφικός, ή να μπαίνουν σε κάποιον ιδέες αν το συγκρότημα εννοεί αυτά που παίζει και λέει με τους στίχους του. Με άλλα λόγια, απέδειξαν ότι αυτό που λέμε ότι «ο παλιός είναι αλλιώς» είναι βγαλμένο από τη ζωή κι όχι ένα απλό ευφυολόγημα!
Κλείσιμο με ένα ακόμη γκρουπ που πολύς κόσμος περίμενε καρτερικά δεκαετίες για να δει ζωντανά στη χώρα μας. Οι Godflesh έχουν γράψει κι αυτοί τα δικά τους χιλιόμετρα στο χώρο του μεταλλικού ήχου, με διαφορετικό τρόπο όμως απ’ αυτόν που το έχουν κάνει άλλες μπάντες με περισσότερο παραδοσιακή προσέγγιση στον ήχο τους. Οι μηχανικοί ρυθμοί τους προέρχονταν από το χώρο του industrial και τα φωνητικά τους συναντήσαμε πολλά χρόνια αργότερα στις death metal μπάντες. Όλα αυτά όμως τα έκαναν από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Εγκέφαλός τους ο πολυπράγμων Justin Broadrick, που μέσα σε πυκνά σύννεφα καπνού έπαιξε κάποιες από τις πιο επικίνδυνες κιθάρες που ακούστηκαν στο τριήμερο φεστιβάλ. Δίπλα του ο μπασίστας G. C. Green, σταθερός και στιβαρός όσο χρειάζεται για να αντέξουμε τα τραχιά κιθαριστικάριφς. Και πάλι θα πω ότι οι Godflesh δεν ήταν ποτέ κάτι που άκουγα φανατικά (ή άκουγα, για να είμαι πιο συγκεκριμένος, μιας που το μέταλ δεν ήταν ποτέ mycupoftea, που λένε), αλλά αυτό που είδα και άκουσα ήταν σπουδαίο. Φαντάζομαι ότι οι οπαδοί του συγκεκριμένου σχήματος και είδους θα εκτοξεύτηκαν στην στρατόσφαιρα – και δικαίως – οι υπόλοιποι θα αποχώρησαν ικανοποιημένοι που μια ακόμη κουραστική βραδιά (με τις σχετικές καθημερινές καθυστερήσεις στην εμφάνιση των ονομάτων) είχε φτάσει με τέτοιο τρόπο στο τέλος της.
Τρίτη ημέρα
Στην τρίτη και φαρμακερή ημέρα, την αυλαία άνοιξε ένα ελληνικό σχήμα, οι Afformance. Αρκετά δραστήριοι, και δισκογραφικά (με δύο μάλιστα καινούργια άλμπουμ κυκλοφορημένα πριν από καμιά δεκαριά μέρες) αλλά και συναυλιακά (πρόσφατα είχαν ανοίξει τη συναυλία των Slowdive στην Αθήνα), έκαναν μια τυπικά για εκείνους πολύ καλή εμφάνιση που στέκεται αντάξια της μουσικής τους. Ακολουθούν τα γνωστά μονοπάτια του postrock και προσπαθούν να κάνουν κάτι διαφορετικό μέσα στα πεπερασμένα όρια του είδους, άλλοτε με επιτυχία κι άλλοτε όχι. Σε κάθε περίπτωση, είναι εξαιρετικοί σ’ αυτό που κάνουν κι οφείλετε να τους τσεκάρετε.
Τους διαδέχτηκε στη σκηνή ο Drew McDowall, γνωστός μας από τις συνεργασίες του με τους Coil και Psychic TV μα κι από την περυσινή του εμφάνιση στην Αθήνα, μέσω της οποίας τον γνωρίσαμε λιγάκι καλύτερα. Οι ηλεκτρονικές του συνθέσεις έχουν έναν ξεχωριστό χαρακτήρα και καταφέρνουν να σε ενθυλακώσουν στη διάθεσή τους, ακολουθώντας ένα μίτο που περίτεχνα ξεδιπλώνει ο δημιουργός τους. Τίποτα δε δείχνει να είναι τυχαίο στον κόσμο του McDowall, όλα μοιάζουν να είναι ένα απόσταγμα από μια ενασχόληση δεκαετιών με την ηλεκτρονική μουσική κι εμείς οι τυχεροί που μπορούμε να το κοινωνούμε. Η δημιουργία εντυπώσεων δε δείχνει να αποτελεί καθόλου ενδιαφέρον γι’ αυτόν, δεν ιδρώνει να αποδείξει κάτι κι αφήνει απλά τους ήχους του να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα, να σε στέλνουν σε εξωπραγματικές διαστάσεις που όμως φαντάζουν ταυτόχρονα οικείες και καθόλου εχθρικές ή ξένες. Κι όλα αυτά χωρίς να ιδρώνει για να τα καταφέρει, με ένα cool που θα περίμενες από κάποιον της ηλικίας του κι έλειπε συνεπακόλουθα από κάποιον που είδαμε αργότερα…
Στη συνέχεια είδαμε το καλύτερο act του φεστιβάλ, κατά την άποψή μου. Το ντουέτο των Zonal απαρτίζεται από τον Justin Broadrick που είχαμε δει και την προηγούμενη ημέρα, παρέα με έναν άλλο πολυπράγμονα μουσικό και παραγωγό, τον Kevin Martin ή The Bug, όπως είναι ένα από τα ψευδώνυμά του κι αυτό που χρησιμοποιεί στο παρόν project. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ρυθμούς, αυτοί είναι που έχουν το πάνω χέρι και που λειτουργούν καταλυτικά στο τελικό αποτέλεσμα. Βρώμικα μα όχι σπασμένα beats, σε απευθείας σύνθεση με το Θεό του dub, σε αρπάζουν από τα πόδια και σε ταρακουνάνε θέλεις δε θέλεις. Κάτω από αυτά – και πάνω τους και δίπλα – ήχοι που προσπαθούν να κερδίσουν το δικό τους χώρο, και κάποτε το καταφέρνουν κι αυτό. Νομίζω όμως ότι η ηχητική προσωπικότητα του Bug είναι εκείνη που λάμπει εδώ, χωρίς να θέλω να υποβιβάσω τη συμβολή του έτερου στο ντουέτο. Πήχτρα στην κάπνα η αίθουσα για μία ακόμη φορά, βλέπαμε τους δύο ελάχιστα μα δεν είχε καμία σημασία αυτό. Κουνιόμαστε στο ρυθμό για να σώσουμε τη ζωή μας! Πρέπει να έπαιξαν για καμία ώρα, όση ακριβώς χρειαζόταν για να μην αρχίσει να γίνεται βαρετό το συνολικό πακέτο, κι όση ακριβώς μπορούσαν τελικά να αντέξουν τα μη συνηθισμένα σε τέτοιου είδους ρυθμικές επιθέσεις τα γέρικα πόδια μας!
Απ’ ότι αποδείχθηκε – κάτι που περιμέναμε άλλωστε – η πλειοψηφία του κόσμου είχε τιμήσει την τρίτη ημέρα για τον Thurston Moore. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αλλιώς; Ο Θεός της κιθάρας στους SonicYouth, εδώ και χρόνια ακολουθεί εξίσου ένδοξη σόλο καριέρα, με αξιόλογες δισκογραφικές απόπειρες και σταθερά καλές ζωντανές εμφανίσεις. Μια τέτοια μας χάρισε εκείνο το βράδυ, όπως ακριβώς το περιμέναμε και την περιμέναμε, χωρίς εκπλήξεις (που είναι κάποτε και το ζητούμενο, εδώ που τα λέμε). Με τον Steve Shelley σταθερά πλάι του στα τύμπανα και την Deb Googe από τους My Bloody Valentine στο μπάσο (κι έναν εξαιρετικό δεύτερο κιθαρίστα που ακούει στο όνομα JamesSedwards), έπαιξε τα πάντα όσα τον χαρακτηρίζουν: σπουδαίος συνθέτης, καίριος κιθαρίστας, ανήσυχος πειραματιστής, μεγάλος ηγέτης μιας ροκ εν ρολ μπάντας που μπορεί να μη μπορεί να συγκριθεί με τους άφταστους Sonic Youth, μα δεν υπολείπεται και δυναμικής ή καλλιτεχνικής συνέπειας. Η εμφάνισή του μας άφησε απόλυτα ικανοποιημένους, ήταν μετρημένη σε όλες της τις πλευρές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν προβλέψιμη. Τουλάχιστον όχι στο εκατό τοις εκατό…
Ο Ben Frost που είχε αναλάβει το καθήκον να κλείσει τη βραδιά, είχε τα φόντα να το κάνει με μεγαλειώδη τρόπο. Ακόμη κι αν η μουσική του προμηνύει μια ικανότητα για μεγαλύτερα από τη ζωή γούστα, υπήρξαν και πάλι κάποια πράγματα που με έκαναν να μην πειστώ για τις ικανότητές του. Το πρόσφατο the Centre Cannot Hold άλμπουμ του που βασικά παρουσίασε είναι εξαιρετικό στο είδος του, τραχύ κι άβολο ώστε να μη χαϊδέψει κανενός τα αυτιά. Όταν όμως ανεβαίνει στη σκηνή να το παρουσιάσει ένας ξανθός σαν σέρφερ καλλιτέχνης, ντυμένος με ένα designer μπλουζάκι που αφήνει ακάλυπτο το μυώδες σώμα του, που κάθε 5 δευτερόλεπτα τινάζει τη φράντζα του, τρέχοντας από το ένα μηχάνημα στο άλλο γεμάτος άγχος να πατηθούν έγκαιρα τα κουμπιά που δε θέλουν πάτημα, που έχει εκεί δίπλα μια ηλεκτρική κιθάρα που πιάνει κι αφήνει και δεν παίζει ποτέ, και που γενικά προσπαθεί ΠΑΡΑ πολύ να πείσει ότι εκεί επάνω γίνεται πολύ δουλειά για να ακούσουμε όσα ακούμε, τότε δε μπορείς παρά να σταθείς δύσπιστος στο τελικό αποτέλεσμα – το οπτικό και συνεπακόλουθα το ηχητικό. Είχε πάει και πολύ αργά η ώρα, η επόμενη εργάσιμη ημέρα είναι αδυσώπητη στους χρόνους της, δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος να αποχωρήσει… Είχε και πολύ ωραίο backdrop, μην ξεχάσω να συμπληρώσω…
Μάνος Μπούρας
photos of Omega Monolith & NWW w/ Manos Six: Ιωάννα Ζαχαροπούλου