Sivert Hoyem live @ Fuzz club - 23 / 10 / 2010
Sivert Hoyem live @ Fuzz club - 23 / 10 / 2010
Εξέλιξη. Το Α και το Ω στην πορεία της ζωής. "'Ο,τι δεν εξελίσσεται πεθαίνει" μας μάθαιναν στη βιολογία στο λύκειο - τέσσερις λέξεις που βρίσκουν την αμείλικτη εφαρμογή τους σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας. Ναι, πήγα με ανάμικτα συναισθήματα να παρακολουθήσω τη συναυλία του Sivert Hoyem το Σαββατόβραδο στο Fuzz. Τυχαίο δεν είναι: Οι Madrugada στη χώρα μας λατρεύονταν φανατικά και όλοι οι δίσκοι τους είχαν κατά καιρούς λιώσει στο cd player. Και δε νομίζω να συμβαίνει αυτό επειδή ως λαός έχουμε κάποια αόρατη ροπή προς τη βορειοευρωπαϊκή μελαγχολία. Με τέτοιο βάθος στις συνθέσεις τους και τον σκοτεινό λυρισμό που απέπνεαν όλα σχεδόν τα τραγούδια τους, μάλλον είναι να απορεί κανείς που δεν έγιναν παγκόσμιο φαινόμενο. Τέλος πάντων, γνωστά και χιλιοειπωμένα αυτά - και ανήκουν στο παρελθόν...
Το παρόν βρίσκει τον 35χρονο Sivert για μια ακόμα φορά στην Αθήνα, έναν περίπου χρόνο μετά την προηγούμενη επίσκεψή του, και μάλιστα στο πλαίσιο τριών παρακαλώ live (Θεσσαλονίκη και Πάτρα οι άλλες δύο τυχερές πόλεις). Βρίσκει ένα γεμάτο Fuzz να τον περιμένει με κέφι και ενθουσιασμό, με ζωντανές ακόμα τις αναμνήσεις από τα παλιότερα sold out. Βρίσκει επί σκηνής έναν Hoyem σε εξαιρετική φόρμα, συνοδευόμενο από μία αξιοπρεπέστατη ομάδα μουσικών - ο δε κιθαρίστας, κάτι σαν τον Olof Melberg στο λίγο πιο γεροδεμένο και με περούκα, ήταν πραγματικά απολαυστικός. Και βρίσκει στο τέλος και εμένα, μετά τις δύο περίπου χορταστικές ώρες του live, ομολογουμένως αρκετά μπερδεμένο.
Δεν τρελαίνομαι για συγκινητικές ματιές στο παρελθόν - γι'αυτό και μου άρεσε που οι αναφορές στους Madrugada ήταν λίγες, εκλεκτές και πάνω απ' όλα διακριτικές. Αρκετές όμως για να με βάλουν σε σκέψεις. Κατ' αρχάς, να εξηγηθώ: Θεωρώ και τα τρία solo άλμπουμ του Hoyem αρκετά αξιόλογα. Διαθέτει το χάρισμα της τραγουδοποιΐας, έχει συγκλονιστική και αναγνωρίσιμη φωνή, δουλεμένες συνθέσεις και δείχνει πέραν του δέοντος αυθεντικός. Όλα αυτά τα στοιχεία αν τα προβάλλει κανείς σε μία συναυλία δημιουργούν έναν εγγυημένο συνδυασμό. Οι στιβαρές ερμηνείες (γεμάτες highlight, από τα οποία καθαρά λόγω προσωπικού γούστου θα ξεχώριζα τα Johny, Lost at Sea και What Are You Doing With Him) για κανέναν λόγο δε μπορούν να περάσουν αδιάφορες. Το πάθος κυριολεκτικά ξεχείλιζε σε κάθε ερμηνεία του και με σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο και μία φωνή που ζωντανά είναι ακόμα καλύτερη από το cd, συνεπήρε με άνεση το πολυπληθές κοινό. Και αν δεν υπήρχαν τα τραγούδια από την παλιά του μπάντα, το μόνο σημείο που ίσως θα σήκωνε λίγη κουβέντα θα ήταν η στυλιστική ανομοιογένεια μεταξύ των κομματιών - το εσωστρεφές Woman ή το διακριτικά μελωδικό Into the Sea ακούγονται πολύ διαφορετικά από τα πιο ηλεκτρισμένα κομμάτια στα οποία δείχνει πλέον προτίμηση. Προσωπικά πιστεύω (και φαντάζομαι οι περισσότεροι συμφωνούν) ότι του ταιριάζουν περισσότερο οι χαμηλοί τόνοι. Όσο περισσότερο φορτώνονται τα τραγούδια του με κιθάρες, πλήκτρα και σπιρτόζικα σόλο, δείχνουν μετέωρα και κάπως αμήχανα και, από ένα σημείο και μετά, κουράζουν. Όλες αυτές οι κουβέντες βέβαια έχουν περισσότερο φιλολογικό χαρακτήρα, γιατί μέσα σε ένα δίωρο live οι εναλλαγές ύφους λειτουργούν μία χαρά και κανένας δε μένει παραπονεμένος. Ωραία λοιπόν ως τώρα. Και πού κολλάνε οι Madrugada στην εξίσωση;
Είναι απλό. Αρκούν τρεις συγκεκριμένες επιλογές αγαπητών και εξαιρετικά επιδραστικών τραγουδιών από το παρελθόν (The Kids Are On High Street, Majesty, Honey Bee) για να καταλάβει κανείς ότι ο κύριος Hoyem δε θα μπορέσει ποτέ να αποκοπεί από το παρελθόν του. Αυτόν τον καταιγισμό συναισθημάτων και δημιουργικότητας μάλλον (γιατί δε μπορούμε να γίνουμε μάντεις) δε θα τον φτάσει ποτέ ξανά. Ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο - και είναι πολύ ζόρικος εχθρός. Όσα reunion και αν κάνουν στο μέλλον οι Madrugada (όλοι πιστεύουμε και ελπίζουμε ότι θα κάνουν), όσο ζεστό χειροκρότημα κι αν λαμβάνει σε κάθε του εμφάνιση σήμερα ο frontman τους, δεν πάυει να δίνει την εντύπωση ενός καλλιτέχνη του οποίου οι καλύτερες στιγμές δεν αναμένοννται, αλλά βρίσκονται στο παρελθόν.. Σκληρό αυτό για έναν frontman τόσο εγνωσμένης ποιότητας και αξίας, πλην όμως αληθινό. Έπιανα τον εαυτό μου συνεχώς να απολαμβάνει το άκουσμα αυτής της τόσο γνώριμης φωνής, να χαίρεται με τα τραγούδια και να χαζεύει μα τα καμώματα της μπάντας επί σκηνής, και λίγα δευτερόλεπτα μετά να με κυριεύει μία έντονη και γλυκόπικρη αίσθηση νοσταλγίας. Α, ρε Sivert, τι μας κάνεις...
Δε νομίζω να έφυγε κανείς παραπονεμένος από το live - το κοινό πήρε όσα ήθελε και πολύ περισσότερα. Και αν κάποιοι αποχωρήσαμε ελαφρώς μπερδεμένοι, σίγουρα δεν έχει να κάνει με την ποιότητα όσων είδαμε. Στην τελική, είναι ωραίο μία συναυλία κάποιο Σάββατο βράδυ να σου ξυπνάει σκέψεις και συναισθήματα που ασυνείδητα απωθούσες. Όσοι βρέθηκαν εκεί λίγο - πολύ το γνωρίζουν, και την επόμενη φορά θα είναι πάλι πιστοί στο ραντεβού τους.
Κωνσταντίνος Γούλας