Madrugada - αποκλειστική συνέντευξη!
Περιμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει, το μυαλό τρέχει άτακτα δύο περίπου χρόνια πριν, την προηγούμενη φορά δηλαδή που οι Madrugada επισκέφτηκαν την χώρα μας. Με το επιτυχημένο εμπορικά Τhe Deep End στις αποσκευές τους, η νορβηγική μπάντα όργωνε για έξι μήνες την Ευρώπη (επισκεπτόμενη δύο φορές την Ελλάδα), απολαμβάνοντας έτσι την αποδοχή του mainstream δισκογραφικού εγχειρήματος του George Drakulias. Εξάλλου, οι Madrugada διένυσαν με μόχθο αρκετό δρόμο για να φτάσουν μέχρι εκεί. Οκτώ χρόνια μετά την κυκλοφορία του αριστουργηματικού Industrial Silence, δεκάδες συναυλίες σε ολόκληρη την Ευρώπη, μια απαραίτητη για κάθε group βερολινέζικη δισκογραφική στάση με το Grit, και η πρώτη live συλλογή συνοδεία ενός dvd (Live at Tralfamadore) ήταν αρκετές ενδείξεις ότι οι Madrugada είχαν κατακτήσει το δικαίωμα να απολαμβάνουν μια ευρύτατη αποδοχή. Το ξημέρωμα της 12ης Ιουλίου 2007 βρήκε νεκρό τον κιθαρίστα και ιδρυτικό μέλος της μπάντας Robert Buras στο διαμέρισμά του στη Νορβηγία, ταράσσοντας για τα καλά την ζωή της μπάντας, αποδεικνύοντας πως το απρόβλεπτο ρίχνει την σκιά του σε κάθε ανθρώπινο μελλοντικό σχέδιο. Τον αιφνιδιασμό και την θλίψη διαδέχτηκε η αποστασιοποίηση και οι επανειλημμένες δηλώσεις για διάλυση των Madrugada και η κυκλοφορία του τελευταίου, πέμπτου studio άλμπουμ τους ως μικρό φόρο τιμής στον αγαπημένο φίλο τους. Ένα επίμονο κουδούνισμα και το ζεστό καλωσόρισμα του Sivert Hoyem με επαναφέρουν στην πραγματικότητα...
Πως είσαι?
S. Hoyem: Καλά. Τι γίνεσαι?
Όλα οκ. Χαίρομαι που αποφασίσατε να βγείτε πάλι σε περιοδεία.
S. Hoyem: Είναι όλα πολύ παράξενα και πολύ δοκιμαστικά. Τον Ιανουάριο δώσαμε μια συναυλία προώθησης του καινούριου δίσκου για δημοσιογράφους και φίλους στο Gamle Logen στο Όσλο, και παρότι το κοινό ήταν ιδιαίτερο, το συναίσθημα ήταν γνώριμα υπέροχο. Το ένστικτό μας προέτρεψε να ξαναβγούμε στους δρόμους για περιοδεία.
Είμαι σίγουρος ότι θα έχεις κουραστεί να σε ρωτάνε, αλλά επειδή ενδιαφέρει κάθε φίλο της μπάντας, αποφάσισες εσύ και ο Frode, για το μέλλον των Madrugada?
S. Hoyem: Ειλικρινά όχι. Όχι ακόμη. Βασικά δεν ξέρω και αν θα αποφασίσουμε ποτέ. Για την ώρα παίρνουμε τα πράγματα όπως έρχονται. Τώρα έχουμε κανονίσει αυτή την περιοδεία, που ξεκινά στις αρχές Μαΐου. Θα επισκεφτούμε αρκετές πόλεις και θα παίξουμε ξανά μετά από καιρό. Περιμένω με αγωνία να δω πως θα εξελιχθούν αυτές οι συναυλίες. Μετά βλέπουμε. Στο σημείο που βρισκόμαστε απλά αποφασίσαμε να παίρνουμε κάθε πράγμα στο καιρό του.
Σε μια απ’τις παλιές σου συνεντεύξεις χαρακτήριζες την κιθάρα του Robert ως την ψυχή των Madrugada.
S. Hoyem: Ακριβώς. Είναι αλήθεια. Η απώλεια του Robert προκάλεσε σοκ σε όλους μας. Δεν ξέρω αν έχω συνέλθει πλήρως ακόμη. Εννοείται πως πολύ δύσκολα μπορεί να αναπληρωθεί έστω και μέρος του κενού του. Για την περιοδεία μας επιλέξαμε τον Cato Salsa και τον Alex Closter Jensen να υποστηρίξουν τα κιθαριστικά μέρη. Ο Alex είχε παίξει μαζί μας ξανά στην Αθήνα, όταν τον Ιούλιο του 2003 κάναμε το support στον Iggy Pop και τους Stooges και ήταν ένας από τους καλύτερους φίλους και συνοδοιπόρος του Robert στους My Midnight Creeps (σ.σ. το side-project του Robert Buras). Ειλικρινά ήταν ότι πιο κοντινό μπορούσαμε να βρούμε σε κείνον.
Δώδεκα χρόνια πριν, ο Robert χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού του Frode ζητώντας να συγκατοικήσουν και να παίξει στην μπάντα που σκαρώνατε…
S. Hoyem: Μεγαλώσαμε σαν Abbey’s Adoption σ’ένα Οσλο που θυμάμαι σκοτεινό και πολύ κρύο. Οι μέρες εκείνες ήταν γεμάτες ένταση, γεμάτες υπέροχες στιγμές. Κάθε μέρα ανακαλύπταμε και κάτι καινούριο, κάναμε ένα μικρό ή μεγάλο βήμα μπροστά. Ήμασταν μια πολύ δυνατή παρέα, που βρέθηκε την στιγμή που η δημιουργικότητά μας έφτανε στο απόγειο, ατομικά και ομαδικά. Ήταν και θέμα συγχρονισμού και θέμα τύχης, πάντως δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω εκείνα τα χρόνια. Ο Robert ζούσε κάθε στιγμή της μέρας δυνατά και με ένταση. Είχε μια απίστευτη δισκοθήκη και έπαιζε με την κιθάρα του όλη την ώρα. Ζούσε σ’ένα μόνιμο δημιουργικό οίστρο, ήταν αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στην τέχνη του.
Ξέρεις, αυτή η ακραία καλλιτεχνική ανησυχία που περιγράφεις αποτυπώνεται στην ταινία του Bergman, Hour Of The Wolf, που πρέπει να’xει προγονικές σχέσεις με το τραγούδι Hour Of The Wolf, που έχετε στον καινούριο δίσκο.
S. Hoyem: Έχεις απόλυτο δίκιο. Στο Vargtimmen, που κυκλοφόρησε στις αγγλικές αίθουσες ως Hour Of The Wolf, ο Ingmar Bergman περιγράφει ένα καλλιτέχνη που κατατρέχεται από εσωτερικούς δαίμονες, ειδικά την στιγμή εκείνη της νύχτας, που ο Bergman αποκαλεί Hour of the wolf, το οποίο αν το μεταφράσουμε στα ισπανικά μας οδηγεί στην λέξη Madrugada. Οι ομοιότητες είναι προφανείς για να τις αγνοήσουμε, αλλά πέραν τούτου το κομμάτι είναι αφαιρετικό για να συζητήσουμε κάτι παραπάνω σε αυτό. Ξέρεις, το Vargtimmen ήταν μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες του Robert.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι τέχνες έχουν επηρεάσει την στιχουργική σας από τον Billy Pilgrim, ήρωα του “Slaughterhouse-Five” του Kurt Vonnegut μέχρι την πιο πρόσφατη αναφορά σας στον μυθικό πλανήτη Tralfamadore.
S. Hoyem: Δεν παύουμε να εμπνεόμαστε από όλων των μορφών τις τέχνες, όπως από την ποίηση και την λογοτεχνία μέχρι την φωτογραφία και την ζωγραφική. Για παράδειγμα έχουμε χρησιμοποίησει για τα covers των κυκλοφοριών μας από την δουλειά της Ribisi (σ.σ. «The Deep End») μέχρι το “The Sea Fight Off La Rochelle” (σ.σ. «Exiles»). Δεν θα πάψουμε στιγμή να υποστηρίζουμε την έντονη και δημιουργική αυτή αλληλεπίδραση.
Ο θάνατος του Robert σε έβαλε σε σκέψεις για τον τρόπο ζωής των μουσικών και πως θα σκεφτόσουν τον εαυτό σου σε δέκα-είκοσι χρόνια από τώρα ?
S. Hoyem: Σίγουρα προβληματίστηκα αρκετά, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις μακροπρόθεσμα σχέδια. Το απροσδόκητο πάντα κάπου παραμονεύει. Η ζωή των μουσικών είναι ακραία, δημιουργική και απρόοπτη, τις περισσότερες φορές γοητευτικά απρόοπτη. Μπορώ να σου πω πως έχω αποφασίσει να παίζω μουσική μέχρι να πεθάνω. Να’ χω μια ενεργή δισκογραφία, να επικοινωνώ με το κοινό μου, να εργάζομαι στην μουσική γιατι ζω και αναπνέω γι’ αυτήν. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο, για παράδειγμα να δούλευα σ’ ένα βιβλιοπωλείο ή σε κάποιο γραφείο. Η τέχνη μου είναι η μουσική. Ξέρεις, εκτιμώ πολύ καλλιτέχνες, όπως o Neil Young ή ο Van Morrisson, που έχουν τις αντοχές και δημιουργούν μουσική και περιοδεύουν συνέχεια, ερχόμενοι σε επαφή με νέο κόσμο. Πρόσφατα, διάβασα μια συνέντευξη του Keith Richards που ισχυρίζεται ότι το rock αφορά μόνο τις ηλικίες από 18 μέχρι 25. Τι μεγάλη μαλακία.
Αφού ισχυρίζεται κάτι τέτοιο γιατί συνεχίζει να βγάζει δίσκους με τους Stones?
S. Hoyem: Μόνο ο Θεός ξέρει γιατί. Έχει πολύ άδικο όμως. Αυτό που ανακάλυψα χρόνο με τον χρόνο είναι ότι χρειάζεται καιρός για να μάθεις να στέκεσαι στην σκηνή. Συναυλία με την συναυλία γινόμασταν καλύτεροι, μαθαίναμε τα λάθη μας, πειραματιζόμασταν. Το ίδιο και δισκογραφικά. Κανένας δίσκος μας δεν μοιάζει με τον προηγούμενο. Χρειάζεται αρκετό καιρό και μεγάλη πορεία για να αποκτήσεις την σοφία της μουσικής.
Υπάρχει κάτι που διαβάζεις ή ακούς τώρα τελευταία που σε εντυπωσίασε?
S. Hoyem: Έχω καιρό να διαβάσω κάτι. Στο παρελθόν αφιέρωνα αρκετό χρόνο στα βιβλία, αλλά τώρα δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Από μουσική, τελευταία ακούω συνέχεια το Everybody Know This Is Nowhere του Neil Young και μ’ αρέσουν πολύ οι Band Of Horses. Ξέρεις μου θυμίζουν τον εαυτό μας όταν κάναμε την πρώτη δισκογραφική μας εμφάνιση με το Industrial Silence.
Είσαι ικανοποιημένος απ’το αποτέλεσμα του Madrugada album ?
S. Hoyem: Κοίτα, το άλμπουμ είχε σχεδόν ολοκληρωθεί πριν τον θάνατο του Robert. Είχαμε κάνει πρόβες και ηχογραφήσεις στη Νέα Υόρκη και στο στούντιο των The Soundtrack Of Our Lives και είχαμε καταλήξει σε κάποιο κορμό. Να φανταστείς όλα τα κιθαριστικά μέρη των τραγουδιών ανήκουν στον Robert, και μάλιστα κλείνει το δίσκο τραγουδώντας…
…μ’ ένα υπέροχο τραγούδι…
S. Hoyem: …Για να πω την αλήθεια δεν ξέραμε ότι ηχογράφησε το Our Time Won’t Live That Long μέχρι που το ανακαλύψαμε στις μείξεις τους άλμπουμ. Μείναμε έκπληκτοι και αποφασίσαμε αμέσως να είναι ο επίλογος του άλμπουμ. Είμαι πολύ ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και για να σου πω την αλήθεια, ένας από τους λόγους που τιτλοφορείται Madrugada είναι γιατι ο σκοτεινός rock ήχος των δύο πρώτων άλμπουμ μας Industrial Silence (1999) και The Nightly Disease (2001) έχει επιστρέψει. Μας εκφράζει απόλυτα και είναι το καλύτερο άλμπουμ που έχουμε κάνει εδώ και χρόνια και την ίδια στιγμή είναι τραγικό που ο Robert δεν μπορεί να απολαύσει τον αντίκτυπό του.
Από τις αρχές Μαΐου θα ξεκινήσετε την ευρωπαϊκή περιοδεία σας, παίζοντας αρχικά στην Ολλανδία και μετέπειτα σε διάφορες χώρες. Η αποδοχή του κοινού στην ιδιαιτερότητα αυτής της περιοδείας σας, που μπορεί να’ναι και η τελευταία, σε αγχώνει?
S. Hoyem: Σίγουρα, αλλά ξέρεις, βγαίνουμε στον δρόμο γιατι ειλικρινά μας έλειψε αυτό το συναίσθημα. Η συναυλία μας στο Όσλο, μας έδωσε ώθηση να ζητήσουμε δύναμη από τον κόσμο, τον δικό μας κόσμο, και εξάλλου χρωστάμε αυτές τις συναυλίες στα τραγούδια του νέου μας άλμπουμ. Χρωστάμε τις εμφανίσεις μας στο άλμπουμ Madrugada και πιστεύω ότι έτσι όπως σχηματίστηκε η μπάντα που θα μας συνοδεύσει, τα κομμάτια θα αποδοθούν με μεγάλη πιστότητα και υψηλή ποιότητα.
Γνωρίζεις ότι έχετε πολλούς fans στην Ελλάδα. Πες μου ειλικρινά 3 πράγματα που πέρασαν απ’το μυαλό σου, όταν υπογράψατε για τις δύο επερχόμενες συναυλίες στην Αθήνα.
S. Hoyem: Χμμμ, σίγουρα διακοπές. Ξέρεις όταν ήμουν μικρός ερχόμουν στην Ελλάδα την περίοδο των διακοπών, και έτσι την έχω συνδυάσει με διακοπές και όμορφες στιγμές. Έπειτα, πιστεύω ότι το πάθος σας χαρακτηρίζει πολύ. Είστε πολύ συναισθηματικοί και παθιασμένοι με διάφορα πράγματα και ιδίως με ψυχρούς ψηλoύς Νορβηγούς, όπως εμάς!