Συνέντευξη με τους Mechanimal!
"...μια μηχανή, φτιαγμένη με ασύμβατα μεταξύ τους εξαρτήματα, που με κάποιο μαγικό τρόπο λειτουργεί!" Έτσι μας συστήθηκαν και με κάποιο παρόμοιο μαγικό τρόπο λειτουργούν θαυμάσια και απροσδιόριστα οι υπόγειες κινηματογραφικές συνθέσεις τους. Με το ξεκίνημα κέρδισαν τις ενυπώσεις, πατάνε γερά στις βάσεις που δημιούργησε ο πρώτος τους δίσκος στην Inner Ear και ετοιμάζονται για μια σειρά από συναυλίες, με πρώτη αυτή στο Fuzz το ερχόμενο Σάββατο παρέα με τους Victory Collapse. O Γιάννης Παπαιωάννου (synthesizers / electronics) και ο Τάσος Νικογιάννης (κιθάρες) μιλάνε στο Postwave.gr για τους "κανόνες" των Mechanimal.
Πριν μας χαιρετήσει το 2012, η κυκλοφορία του "Mechanimal" απέσπασε εντυπωσιακά σχόλια από περιοδικά, βρήκε θέση σε λίστες με τους πιο αγαπημένους μουσικούς προορισμούς για τη χρονιά που πέρασε. Κάποιοι το κατέταξαν στις πολύ καλές δισκογραφικές στιγμές της ελληνικής σκηνής γενικά. Εκτός από χαρούμενοι, πώς νοιώθετε που διαβάζετε μόνο καλά λόγια για τη μουσική σας;
ΓΠ: Είτε μας αρέσει είτε όχι, όταν το έργο όποιας Τέχνης γίνεται εμπορεύσιμο προϊόν τότε πρέπει να «διακινηθεί» με χίλιους τρόπους όπως κριτικές, ΔΤ, τηλέφωνα, email και άλλες διαδικασίες που τα μπορεί να εκφράζουν τα σύγχρονα ΜΜΕ. Έτσι ανάμεσα στο δημιουργό και το κοινό υπάρχουν ξαφνικά «παρεμβολές» που αναμφίβολλα επιδρούν. Μιλώντας προσωπικά για μένα είναι αναμφίβολλα «μαγικό» το ότι η άλλη πλευρά των ΜΜΕ διάλεξε και τίμησε το ντεμπούτο μας με πολύ καλά λόγια, με τίτλους και εξαιρετικά σχόλια, αλλά πάλι όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ. Και μέσα σ' αυτό, όλοι ξέρουμε ότι μπορεί να υπάρξουν και η αυθάδεια, και ο εγωισμός και η υπεροψία και τα άσχημα σχόλια. Κι αυτές παρεμβολές είναι, ούτε καν θόρυβος. Τουλάχιστον από την μεριά μου γνωρίζω, πολύ καλά τόσα χρόνια πια, ότι δεν το παίρνω και πολύ στα σοβαρά αυτό το παιχνίδι. Αντίθετα, παίρνω σοβαρά τους δικούς μου καλλιτεχνικούς κανόνες, στους οποίους και παραμένω τουλάχιστον συνεπής.
ΤΝ: Εμένα μου αρέσει να διαβάζω πράγματα για τη μουσική μας, γιατί έτσι μαθαίνω πολλά, ειδικά για αυτόν ή αυτή που τα γραφει.
Υπάρχουν πράγματα στα οποία θα θέλατε να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον του κόσμου που σας άκουσε, αλλά θάφτηκαν κάτω από γενικά θετικά σχόλια; Έχετε νοιώσει ποτέ στην πορεία σας ως μουσικοί ότι μια ή περισσότερες φορές η προσπάθειά σας δε βρήκε απήχηση, ή δεν εκτιμήθηκε όπως και όσο θα «έπρεπε»;
ΓΠ: Ένας μεγάλος και σοφός άνθρωπος μου είχε πει κάποτε ότι δε σβήνει ποτέ η δίψα των καλλιτεχνών για φήμη. Είναι μια μεγάλη αλήθεια: οι καλλιτέχνες δεν είναι ποτέ ικανοποιημένοι με το έργο τους, πόσο μάλλον με την απήχησή του.
ΤΝ: Παράπονα δικαιούμαστε να έχουμε μόνο από τους εαυτούς μας, όταν δεν είμαστε αληθινοί απέναντι μας. Η απήχηση δεν αποτελεί αυτοσκοπό - ούτε καν σκοπό.
Ο χαρακτηρισμός «αστική» έχει επισημανθεί ιδιαίτερα για την ατμόσφαιρα της μουσικής των Mechanimal. Από ποιες πλευρές της πόλης νοιώθετε ότι αντλείτε έμπνευση; Ποια θα μπορούσατε να πείτε ότι είναι η πιο «μουσική» εικόνα της Αθήνας; Τι σας ενοχλεί περισσότερο στην πόλη που κυκλοφορείτε;
ΤΝ: Δεν αναλύω αυτό που κάνουμε, πόσό μάλλον αυτό που μας εμπνέει. Απλώς αντιδρώ στα ερεθίσματα που παίρνω απο τους band mates μου. Όσο για την Αθήνα, είναι ένας κακός εθισμός.
ΓΠ: Υπάρχουν πολλές εικόνες από την Αθήνα στην μουσική των Mechanimal. Άλλες σκηνές μιας δύσκολης καθημερινότητας κι άλλες σκηνές, πιο νυχτερινές, μια πόλης που αλλάζει πρόσωπο το βράδυ.
Πάμε για λίγο στο παρελθόν. Γιάννη, ως ιδρυτικό μέλος των Rehearsed Dreams, πως σου φαίνεται όλο αυτό το κύμα επανεκδόσεων ελληνικών δίσκων από εκείνη την εποχή? Να περιμένουμε και τους Rehearsed Dreams να μπουν στην ήδη μεγάλη λίστα?
ΓΠ: Ναι, ήδη ετοιμάζεται μια επανέκδοση του "Repulsion" από την Geheimnis Records, η οποία θα συμπεριλαμβάνει και ένα ακόμη άλμπουμ με τα δύο πρώτα demo των Rehearsed Dreams, ηχογραφημένα το 1983 και το 1984. Αυτά περιέχουν κομμάτια των Rehearsed που δεν έχουν ακουστεί ποτέ, κάποια πολύ δυσεύρετα κομμάτια, πολύ διαφορετικά στο ύφος τους από το άλμπουμ, πιο ηλεκτρονικά και μίνιμαλ. Επίσης υπάρχει ακυκλοφόρητο το υλικό από το δεύτερο άλμπουμ μας, που ηχογραφήσαμε το χειμώνα του 1985 μαζί με τον Σπύρο και χωρίς τον Βασίλη τον ντράμερ μας, και με καλεσμένους τον Fill και τον Ανδρέα από τους Yell-O-Yell στο θρυλικό Columbia στον Περισσό. Από αυτό το υλικό κυκλοφόρησε πέρυσι το σιγνκλ «Τrip» από την Inner Ear.
Πως ήταν η συνεργασία σου με τον συγχωρεμένο Fill Scars των Yell-O-Yell στο αλμπουμ που κάνατε για την Creep Records?
ΓΠ: O Fill ήταν ένας πολύ ταλαντούχος άνθρωπος, πρωτοποριακός, γεμάτος ιδέες, και προ πάντων δεν είχε κανέναν καλλιτεχνικό ενδοιασμό, κανένα κόλλημα. Ήταν όχι μόνο χαρά μου αλλά και τιμή μου που είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί του και ειδικά στις ηχογραφήσεις του δεύτερου ακυκλοφόρητου άλμπουμ μας. Πραγματικά το διασκεδάζαμε τότε. Μπορεί να φαίνεται ως μια μεγάλη αντίθεση αλλά όσο σκοτεινή μπορεί να ήταν η μουσική μας, άλλο τόσο περνάγαμε καλά στο στούντιο κάνοντας πλάκα μεταξύ μας. Ακόμα και οι βόλτες μας στη σκοτεινή τότε Αθήνα, ήταν γεμάτες γέλια και πλάκες. Επίσης, δεν πρόκειται να ξεχάσω, όταν γύρω στο 1986 ο Fill είχε εκφράσει την ιδέα να φτιάξει ένα προσωπικό άλμπουμ με διασκευές και δύο από τα κομμάτια που είχαμε δοκιμάσει ήταν το All Tomorrow's Parties των Velvet και το Decades των Joy Division. Αυτές οι πρόβες στο θρυλικό στούντιο μας στο Βύρωνα, είναι κάτι που δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
H Elfish Records που έφτιαξες στην αρχή των 90's μαζί με τον Μάκη Φάρο ήταν τελικά ένα πείραμα που πέτυχε ή απέτυχε?
ΓΠ: Σαφώς απέτυχε και βασικά οικονομικά. Ωστόσο, είχε και αυτή η εμπειρία, αν θέλεις, στιγμές οι οποίες τουλάχιστον σημάδεψαν την πορεία μου, στιγμές που ακόμα και σήμερα νιώθω πολύ καλά που τις έκανα ή τις τόλμησα. Μια από αυτές, περιλαμβάνει όλη την αλληλογραφία με τη δικηγόρο και αντζέντισα του J.G. Ballard η οποία δεν μας έδινε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε το όνομα του συγγραφέα στο εξώφυλλο της συλλογής Crash που είχαμε φτιάξει. Φυσικά δεν την άκουσα ποτέ. Η συλλογή κυκλοφόρησε ως Crash: A Tribute to J.G. Ballard και ακόμα νιώθω πολύ περήφανος που τελικά έγινε μια τόσο ομαδική δουλειά για το έργο του Ballard. Κάτι που χάρη στο φίλο Ηρακλή Ρενιέρη έφτασε και στον ίδιο το συγγραφέα, ο οποίος μάλιστα είχε απορήσει που είχε τόσους φαν μουσικούς στην Ελλάδα.
Σημείο των καιρών, πρόοδος, κατάπτωση, πείτε το όπως θέλετε, αλλά ένα ερώτημα που πλέον έχει λογική να διατυπώνεται είναι : Αγοράζετε μουσική; Η εμμονή ή αδιαφορία αρκετού κόσμου στο μέσο εγγραφής της μουσικής (mp3, βινύλια, cd) έχει νόημα για σας, ή τη βρίσκετε ανούσια νοσταλγία, αδιαφορία για την ποιότητα, θυσία στην ευκολία κλπ;
ΓΠ: Αγοράζω τα πάντα. Παίζω με τα πάντα. Και σέβομαι όλα τα μέσα που κρύβουν μέσα τους μουσική. Το καθένα έπαιξε το ρόλο του στην πορεία μου. Εξάλλου, ένα μεγάλο κομμάτι από το υλικό των Rehearsed Dreams «ανακτίθηκε» μέσα από ξεχασμένες κασσέτες. Ναι, είμαι πολύ χαρούμενος για τη συλλογή μου η οποία περιέχει βινύλια, flexidiscs, επίσημες κασσέτες, πειρατικές κασσέτες, μαγνητοταινίες, DAT, bootlegs, συλλεκτικά κουτιά, αριθμημένα αντίτυπα, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, μαζί με αμέτρητα mp3, τα οποία (αλήθεια είναι) βοηθούν πολύ στην καθημερινή ακρόαση. Κι όλα αυτά εξυπηρετούν ένα και μόνο πράγμα: την μουσική. Και μου αρέσει αυτό.
ΤΝ: Αδιαφορώ για τα formats διακίνησης της μουσικής. Ως μουσικός, προτιμώ τον ακροατή που κατέβασε παράνομα το άλμπουμ μας για να το λιώσει στο iPod του και να έρθει να ζήσει την εμπειρία ενός λάιβ μας, παρά εκείνον που θα τον αγοράσει για να τον κρατήσει σφραγισμένο στη δισκοθήκη του.
Τι απαντάτε όταν σας ρωτάνε τι μουσική ακούτε;
ΤΝ: Ακούω τα πάντα. Αυτό δε σημαίνει ότι μου αρέσουν τα πάντα. Αγαπώ τους Talking Heads της περιόδου Eno, τους Sonic Youth και τον Trent Reznor.
ΓΠ: Εγώ απαντώ «ξένες μοντέρνες επιτυχίες».
Κάποια συγκροτήματα που πιθανότατα έχουν επιδράσει στον ήχο σας, όπως οι Can, οι Neu!, οι Joy Division,οι Kraftwerk, οι Neubauten, χαρακτηρίστηκαν εκτός των άλλων, από την προσπάθεια να απαλλαγούν από τη μουσική του παρελθόντος, να αποδομήσουν το παλιό και να ανοίξουν το δρόμο για κάτι νέο και αντισυμβατικό. Τι πιστεύετε ότι χαρακτηρίζει τη δικιά σας γενιά μουσικών;
ΓΠ: Η δική μου γενιά είναι παλιά και αν τη σημάδεψε κάτι αυτό ήταν ο μηδενισμός του punk.
ΤΝ: Η εμμονή στη δημόσια εικόνα.
Έχω την εντύπωση ότι όσο πάει και η μουσική που κυκλοφορεί φοβάται τη ρήξη με το παρελθόν όλο και περισσότερο... Συμφωνείτε;
ΤΝ: Δεν θεωρώ ότι η ρήξη με το παρελθόν είναι η συνταγή που θα μας δώσει τη μουσική του μέλλοντος. Η αποδοχή του παρελθόντος και η χρησιμοποίηση αυτών που μάθαμε από αυτό, ίσως.
ΓΠ: Θα συμφωνήσω, και θα προσθέσω ότι η πρόοδος της μουσικής τεχνολογίας έχει ξεφύγει τα τελευταία χρόνια. Μαζί της και οι μουσικές που βγαίνουν μέσα από νέες μηχανές. Το Dubstep ένα καλό παράδειγμα, δεν με έχει ενθουσιάζει, ούτε με έχει συγκινήσει όπως με συγκίνησε ας πούμε το καινούργιο των My Bloody Valentine, που πέρα από τον μύθο του, πατάει γερά σε παλιές φόρμες και γεννάει ένα απίστευτα μοντέρνο αποτέλεσμα.
Φαίνεται ότι η εικόνα και η σύνδεσή της με τον ήχο, έχει μεγάλη σημασία για εσάς. Πώς προσπαθείτε να «στήσετε» αυτή τη συνεργασία στις συναυλίες σας, και ποιος πιστεύετε ότι θα ήταν ο τέλειος τρόπος να δίνετε συναυλίες για να υποστηρίξετε μουσική και εικόνες;
ΓΠ: Υποστηρίζουμε τις ζωντανές εμφανίσεις μας με προβολές visuals τις οποίες επιμελείται το «τέταρτο» μέλος των Mechanimal, η Αγγελική Βρεττού. Πέρα από ένα ποσοστό που αποτελείται από ένα κολάζ σκηνών από arthouse κινηματογράφο, όλα τα υπόλοιπα είναι σχεδιασμένα και μονταρισμένα στην μουσική μας. Ιδανικά, θέλουμε κάποια στιγμή όλη τη διάρκεια μιας παράστασής μας να την καλύπτουν βίντεο τα οποία έχουν σκηνοθετηθεί και φτιαχτεί πάνω στην μουσική μας.
Οι οικονομικές δυσκολίες δεν εμποδίζουν τη φαντασία: ποιο θα ήταν ένα ιδανικό line up για τα γούστα σας, ενός φεστιβάλ το καλοκαίρι;
ΓΠ: Για μένα ένα ιδανικό φεστιβάλ θα ήταν ένα μεγάλο ελληνικό φεστιβάλ. Εκεί που θα έπαιζαν μαζί o Μιχάλης Δέλτα, οι Keep Shelly In Athens, οι Wonky Doll & The Echo, ο Lee Burton, οι BLML, οι Μy Wet Calvin, η May Roosevelt, o Serafim Tsotsonis, οι Baby Guru, οι Victory Collapse, οι Mohammad, οι Drobbs, οι Victim Of Society, ο Sunset Blvd., o Pan Pan, o Φανταστικός Ήχος, ο Larry Gus, οι Hana, οι Drog_A_Tek. Όλοι μαζί, αν ήταν ποτέ δυνατόν!
ΤΝ: Θέλω να δω τους Yeah Yeah Yeahs, τον Lee Ranaldo και τους The National.
Ποιο ελληνικό group σας έχει κάνει την καλύτερη εντύπωση τελευταία;
ΓΠ: Τώρα τελευταία έδωσα ιδιαίτερη προσοχή στους Victim Of Society, τους Sugar Factory και τους The You And What Faction Army. Μου αρέσουν πολύ όλοι τους.
TN: Εκτιμώ οποιαδήποτε μπάντα βάζει την ψυχή της σε αυτό που κάνει. Τρία ονόματα που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό: BLML, The Rattler Proxy και Ku.
Τόσα χρόνια ο καθένας από σας έχει χαράξει τη δικιά του πορεία στη μουσική, έχει μαζέψει ξεχωριστές εμπειρίες. Τι είναι εκείνο που λειτουργεί καλύτερα στη συνεργασία των Mechanimal; Ποιο λάθος δε θα θέλατε με τίποτα να επαναλάβετε;
ΓΠ: Η ανάγκη μου του να εκφραστώ μέσα από διαφορετικά είδη μουσικής με ώθησε να δημιουργήσω τους Mechanimal. Ως συγκρότημα, ως πρότζεκτ, ως μια ιδέα στην οποία όποιος συμμετέχει βάζει πάνω από τις προσωπικές του φιλοδοξίες το καλό του συνόλου. Αυτός είναι ο «κανόνας» των Mechanimal. Αυτό πηγάζει και από λάθη του παρελθόντος όταν κάποια πολύ δυνατά σχήματα (όπως οι Spider's Web) πήγαν εντελώς χαμένα.
ΤΝ: Οι Mechanimal είναι μια μηχανή, φτιαγμένη με ασύμβατα μεταξύ τους εξαρτήματα, που με κάποιο μαγικό τρόπο λειτουργεί. Δε θέλω να ξεχάσουμε τους αληθινούς λόγους για τους οποίους κάνουμε αυτό που κάνουμε.
Αν σας παίρνατε εσείς συνέντευξη, τι ερώτηση θα θέλατε οπωσδήποτε να σας κάνετε;
ΓΠ: Are "friends" electric? Nαι ή όχι;
TN: Paul ή John; Απάντηση: George Martin.
Contribution: Κώστας Μπρέλλας