Είχαμε πει για το νέο τους άλμπουμ πριν λίγο καιρό, φαίνεται ότι το θρυλικό συγκρότημα της παλιάς 4AD Records επαναδραστηριοποιείται για τα καλά. Για πρώτη φορά οι Modern English θα βρεθούν στα μέρη μας για μια συναυλία στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2017 με την αυθεντική σύνθεση του γκρουπ.
Αναπάντεχη επιστροφή στην δισκογραφία για τους Modern English, με την αυθεντική τους σύνθεση μάλιστα για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια.
Φτάσαμε στην τέλος του αφιερώματος μας και εδώ πλέον βλέπετε τους 20 καλύτερους δίσκους της δεκαετίας του 1980 όπως ψηφίστηκαν από συνεργάτες και προσκεκλημένους του Postwave.gr με ένα μικρό κέιμενο για τον καθένα. Links για τα 4 προηγούμενα μέρη για όποιον θέλει να φτάσει μέχρι την 200ή θέση υπάρχουν στο τέλος του θέματος.
Νέο δίσκο ανακοίνωσαν οι Merchandise, με την υπόσχεση δια στόματος του τραγουδιστή τους Carson Cox ότι αυτή την φορά θα επανεφεύρουν τους εαυτούς τους ως ποπ μπάντα, παραμένωντας πιστοί στην διαστρεβλωμένη πραγματικότητά τους, όπως χαρακτηριστικά είπε.
...ή αλλιώς ένα αστικό άλμπουμ που θα σας μεθύσει με τα ίδια συστατικά της καθημερινότητάς σας καθότι συνοψίζει ήχους, ρυθμούς και αρκετές από τις διαθέσεις και την πολύπλοκη ατμόσφαιρα μιας σύγχρονης μητρόπολης.
Άκουσα αποσπάσματα από το διπλό άλμπουμ ‘With love', κατά τύχη σε μια περιήγησή μου για cds στη Rough Trade East και το αποτέλεσμα ήταν να πιάσω και να αφήσω διάφορα cds μέσα στο μαγαζί και τελικά να το πάρω μαζί μου. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ν'αφήσω ό,τι είχα στα χέρια μου, ν' αγοράσω το cd το συντομότερο, να βγω έξω και να ξεκινήσω μια βόλτα που θα κρατούσε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Ήμουν στο Ανατολικό Λονδίνο, την ιδανική τοποθεσία για την εκκίνηση μιας τέτοιας βόλτας υπό τις μουσικές οδηγίες του Zomby. Ήταν μια μέρα όπου είχα τη διάθεση κάποιος να μου δώσει μουσικές οδηγίες. Ήταν η ιδανική μέρα για να διαπιστώσω πως η 4AD μεταλλάσσεται και περιλαμβάνει πλέον μουσικούς σαν τον Zomby.
Πέρασαν αρκετές μέρες από τότε και τελικά αποφάσισα να κάνω ένα πείραμα. Το cd κι εγώ έχουμε κάνει βόλτες σε τρεις μεγάλες πόλεις και μπορώ να πω ότι ως τώρα με κάνει να θέλω να κάνω το ίδιο σε όποια άλλη πόλη βρεθώ και έχει τόσες πολλές δυναμικές ανθρώπων, περιοχών, θορύβων, προσώπων, διαθέσεων, οχημάτων κλπ.
Οι τρεις βόλτες με οδήγησαν σε παρόμοια συμπεράσματα. Το πιο ενδιαφέρον είναι πως από μόνη της η μουσική σχεδόν υπαγορεύει τον τρόπο, το ρυθμό της κίνησης και τα σημεία εστίασης του ενδιαφέροντος. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως αν αποπειραθείτε κάτι αντίστοιχο και παρασύρεστε εύκολα από τη μουσική, τότε καλό είναι η διαδρομή σας να μην περιλαμβάνει περιοχές όπου απαιτούν παραπάνω αντανακλαστικά από σας !
Ένα κολάζ με όλα τα συστατικά της electronica και φόντο τις σύγχρονες μητροπόλεις
Με αφετηρία το πολύπαθες, σκοτεινό, κατασταλτικό, διαχωριστικό, κακό και συχνά πολύ βίαιο Λονδίνο, οι ιδέες για τα κομμάτια προέρχονται από διάφορα μουσικά είδη που κατά τη γνώμη μου είναι ικανά να περιγράψουν τις δυναμικές της ζωής στις πολυπολιτισμικές μητροπόλεις του κόσμου.
Όλα ξεκινούν την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως τη μέση περίπου της δεκαετίας του 1990 όπου οι μεταλλάξεις που προκαλούσαν οι djs στην electronica δημιουργούν αναρίθμητα και δυσπροσδιόριστα μουσικά υποείδη. Με αφετηρία πολύπαθες πόλεις όπως το Detroit και το Chicago, περιοχές όπως το Bronx και τρόπους παραγωγής μουσικής με πρότυπα στη μουσική σκηνή της Τζαμάικα και της Καραϊβικής η ηλεκτρονική underground μουσική κουλτούρα άπλωσε σιγά σιγά τα πλοκάμια της προς την Ευρώπη.
O Zomby δε μένει ανεπηρέαστος και επιλέγει να συστηθεί στον κόσμο αρκετά αργότερα το 2008, με ένα άλμπουμ του οποίου ο τίτλος και μόνο ‘Where were you in ‘92' αυτομάτως φίλτραρε τους ακροατές του ανάμεσα σ' εκείνους που αντιλαμβάνονταν σε τι ακριβώς αναφερόταν η φράση και σ' εκείνους που θεωρούσαν τον τίτλο αυτό μια άκυρη ερώτηση. Εκείνο το άλμπουμ έκανε μια ετεροχρονισμένη κριτική στην είσοδο της techno στο mainstream κομμάτι της μουσικής το 1992 διαρρηγνύοντας τα κανάλια της underground κουλτούρας από την οποία δημιουργήθηκε.
Άλλωστε η ‘χρυσή' εποχή της techno στη μουσική και όσων τη συνόδευαν στα clubs, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, τα ‘παιδιά της techno' έπεσαν σε χημικές παγίδες, μεγάλωσαν, καταστάλθηκαν ως κοινωνικά άτομα και σε ό,τι αφορούσε το μουσικό τους γούστο και τώρα, αφού επιβραδύνθηκε ο ρυθμός με τον οποίο χόρευαν, επισκέπτονται parties για μυημένους, κάτω από τις γέφυρες των μητροπόλεων ή αλλιώς σε αστικά κενά όπως αρέσκονται να τα αποκαλούν οι αρχιτέκτονες.
Στο ‘With Love' ο Zomby καταλαγιάζει τα πάθη σε σχέση με το παρελθόν και συνδυάζει με μινιμαλισμό, ρυθμούς που παραπέμπουν στους αρχέγονους αλλά υποβλητικούς θορύβους που ακούγονται σε τελετουργίες, απομονωμένων από τον αποδεκτά αναπτυγμένο κόσμο, φυλών με στοιχεία jungle μουσικής και των υποειδών της drum ‘n bass ( ‘777', ‘Entropy Sketch', ‘Sphinx', ‘Vast emptiness'), atmospheric drum ‘n bass, ambient (‘Horrid') doomcore, darkcore κλπ (‘Vi-Xi'), στοιχεία από psychedelic trance (‘Overdose'),downtempo (‘ Ascension', ‘Memories', ‘Pray for me', ‘Vanishment', ‘Glass Ocean', ‘How to Ascend', ‘With Love'), dubstep (‘Orion'), trip-hop, στοιχεία από το jazzy κομμάτι της house (‘Isis') (με αναφορές στην house του Chicago στα μέσα της δεκαετίας του 1980), πειραματισμό και την έμπνευσή του. Το αποτέλεσμα είναι μελωδικό, έχει ανησυχητική διάθεση και πληθώρα από samples πάνω σε ένα κορμό downtempo και trip hop ρυθμών και διαθέσεων. Κρατώντας μικρές διάρκειες και αργούς ρυθμούς στο μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ, ακούμε κομμάτια στα οποία κυριαρχεί ο μεταλλικός ήχος βασισμένος σε κρουστά ή samples από κρουστά και πνευστά, υπό το φόντο ‘μπουκωμένων' tempos. Ο Zomby αφήνει τη σφραγίδα του αλλαγμένη σε σχέση με το πρόσφατο δισκογραφικό του παρελθόν, έτη μακρυά από το debut άλμπουμ του, με πιο συνειδητοποιημένα ψυχεδελικά ξεσπάσματα, πιο σκοτεινή αλλά περισσότερο υπνωτική (?) και εθιστική διάθεση.
Τα δικά μου αγαπημένα είναι τα πιο ambient υποχθόνια και σκοτεινά ‘Horrid', ‘ If I will', ‘Isis', ‘Orion', ‘The things you do', ‘Sphinx', ‘Soliloquy', ‘Vast emptiness'.
Ένα πολεοδομικό άλμπουμ που καθιστά τη μουσική εργαλείο ανάλυσης του ανθρώπινου και μη ανθρώπινου περιβάλλοντος μιας μητρόπολης.
Το τρίτο συμπέρασμα από την περιήγησή μου στις πόλεις, ήταν πως τα κομμάτια με φωνητικά, οδηγούν το βλέμμα στα πρόσωπα των περαστικών ( ‘If I Will', ‘It's time'), ορισμένα με πιο έντονα chill out χαρακτηριστικά εστιάζουν την προσοχή σε βιομηχανικά κτίρια (‘Vanishment'), ορισμένα στην αίσθηση που προκαλεί η κίνηση των οχημάτων (‘Orion', ‘Overdose', ‘Vi-Xi',), στα διάφορα ημιτελή κτιριακά (και όχι μόνο) έργα (‘ 777', ‘Black Rose') άλλα (‘Isis') στην εντύπωση που αφήνουν οι διαφορετικοί ελεύθεροι χώροι μιας πόλης. Τέλος υπήρχαν και κάποια κομμάτια τα οποία προσωπικά με ώθησαν στο να κάνω συγκρίσεις ανάμεσα στη ζωή της Αθήνας το 2000 και το 2013 (‘Memories', ‘Pray for me').
Τα σημεία στίξης μιας πόλης ως τρόποι εναλλαγής κομματιών
Η εναλλαγή των κομματιών χωρίς καμία προειδοποίηση προσομοιάζει μοναδικά τις συνθήκες κίνησης στους δρόμους μιας πολύβουης μητρόπολης. Τα κομμάτια τελειώνουν ξαφνικά, σχεδόν απρογραμμάτιστα και η διαδικασία μοιάζει με αυτή της διακοπή της προσοχής μας από ξαφνικούς θορύβους (κλάξον, φωνές, επιθέσεις διαφόρων τύπων με πολλαπλούς ή έναν, αποδέκτες κλπ) ή έκτακτα γεγονότα που συμβαίνουν μπροστά μας όταν κινούμαστε σε μια πόλη.
Υπάρχουν όμως κομμάτια όπως το ‘The Things you do', τα οποία για πολύ μικρό χρονικό διάστημα τράβηξαν με απόλυτο τρόπο την προσοχή μου σε βαθμό που δεν έλεγχα ούτε την πορεία μου, ούτε μπορούσα να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο.
Αν η μουσική μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πολεοδομικού σχεδιασμού τότε το ‘With Love' θα ήταν μια καλή αρχή για μια προσπάθεια κωδικοποίησης της πόλης με στόχο την ανάπτυξη προτάσεων για αυτήν.
Εσείς όμως προς το παρόν βάλτε το cd ή το mp3 σας να παίζει Zomby και απολαύστε κατά το σούρουπο, ένα κατά τα άλλα κυρίως συλλογιστικό παρά χορευτικό άλμπουμ με πολύ ενδιαφέρουσα σύνθεση ήχων!
Rating: 7 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Στην αυγή ενός αιώνα κατά τον οποίο τα μουσικά "πυροτεχνήματα" σκάνε και εξαφανίζονται με ρυθμούς που θυμίζουν πρωτοχρονιά στο κέντρο της Αθήνας, οι καλλιτέχνες με σταθερή πορεία και διαχρονικά ποιοτική δισκογραφία είναι ανεκτίμητοι. Οι National, άφθαρτοι μετά από 12 χρόνια δισκογραφικής δραστηριότητας, αποδεικνύουν με το νέο, θαυμάσιο album τους ότι ανήκουν στην αφρόκρεμα του ανεξάρτητου rock.
Το "Trouble Will Find Me" δεν είναι αριστούργημα. Και δεν είχε την πρόθεση να είναι. Το έχει δηλώσει και η μπάντα άλλωστε: μετά το πολυβραβευμένο, έξοχο "High Violet", δεν τους ενδιέφερε να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, αλλά να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που αγαπούν, απαλλαγμένοι από το βάρος της επιτυχίας. Και μπορεί το παραπάνω να έχει αποτελέσει άλλοθι για ανέμπνευστες προχειρότητες από πολλούς καλλιτέχνες στο παρελθόν, όμως στην περίπτωση των National τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Ο δίσκος επιβάλλει από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα ακρόασης τη λιτότητά του. Ήχος πιο άδειος, ενορχηστρώσεις back to basics, μελωδίες απλούστερες, τεχνική σχεδόν ανύπαρκτη. Εξαίρεση αποτελούν κάποια σχετικά σύνθετα μέτρα που ξεφεύγουν από τα τετριμμένα 4/4 και 3/4 που κυριαρχούν στο 95% της pop και της rock. Συνολικά, ωστόσο, κυριαρχεί μια λογική αφαιρετική, η οποία απογυμνώνει τη μελαγχολική ατμόσφαιρα και φωτίζει τα βαρύτονα φωνητικά του Matt Berninger, που είναι και το μεγαλύτερο αναγνωριστικό της μπάντας. Το σημαντικότερο, όμως, όλων είναι ότι ακόμα και με τα στοιχειώδη συστατικά, οι National σερβίρουν για μια ακόμη φορά αξιοζήλευτα κομμάτια. Κομμάτια που μπορεί να μην εντυπωσιάζουν τόσο όσο το Fake Empire, το Bloodbuzz Ohio ή το Terrible Love, όμως είναι πανέμορφα μέσα στην απλότητά τους.
Οι συνεργασίες στο πλαίσιο του "Trouble Will Find Me" πολλές και ενδιαφέρουσες. Μεταξύ άλλων συνεισέφεραν μεγαθήρια της indie όπως ο Sufjan Stevens, η St. Vincent, η Sharon Van Etten και ο Richard Reed Parry των Arcade Fire (άσχετο με το θέμα μας, αλλά η αναμονή για το νέο τους album έχει καταντήσει μαρτυρική), χωρίς όμως να έχει αποσαφηνιστεί η συμβολή του καθενός. Η κινητικότητα αυτή, πάντως, γύρω από την παραγωγή του εν λόγω δίσκου αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του συγκροτήματος.
Ο μοναδικός σκεπτικισμός που δημιουργεί ο δίσκος αφορά τη θεματολογία του και την ατμόσφαιρά του. Όσο καλοί κι αν είναι οι National στην αποτύπωση της ανθρώπινης θλίψης, όσο ώριμα και αν προσεγγίζουν τη μοναξιά και το μαρασμό, όσο επιδέξια κι αν αποφεύγουν το μελό, μετά από τόσα χρόνια μοιάζουν αυτοπαγιδευμένοι σε αυτή την εκφραστική μανιέρα. Είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστεί κανείς το συγκρότημα να ανοίγει ορίζοντες για κάτι διαφορετικό και -γιατί όχι;- κάτι πιο εύθυμο. Και αυτό μόνο καλό δεν είναι. Πόσες ακόμα εκφάνσεις της ψυχικής αιμορραγίας τούς έχουν μείνει για να θίξουν, μέχρι να αρχίσουν να ξεχειλώνουν το ζήτημα και να καταλήξουν γραφικοί;
Το παραπάνω, βέβαια, δεν αφορά το παρόν, παρά μόνο δημιουργεί προβληματισμό για το μέλλον. Για την ώρα, το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος είναι να αφεθεί στην ατόφια ηχητική ομορφιά του "Trouble Will Find Me" και να απολαύσει μια μπάντα πιο σίγουρη από ποτέ για τον εαυτό της.
Rating : 8 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Έπειτα από αρκετά EPs και singles, το πρώτο ολοκληρωμένο album των Daughter στην ιστορική 4AD είναι γεγονός. Η μπάντα μάς έρχεται από το Λονδίνο, γεγονός που φωνάζει από τη μουσική τους. Πρόκειται για μια εντελώς εναλλακτική άποψη της folk, με αιθέριες ηλεκτρικές κιθάρες αντί για ακουστικές (οι οποίες ακούγονται πολύ σπάνια), pop φωνητικά με πεντακάθαρη βρετανική προφορά (αλλά καθόλου βαριά...Λονδίνο βλέπετε) και ήχο που θυμίζει το μινιμαλισμό των xx (συμπολίτες τους φυσικά). Οι μελωδίες είναι οι κλασικές που συναντάμε στα indie folk και pop συγκροτήματα της τελευταίας πενταετίας.
Η μελαγχολική, εύθραυστη ατμόσφαιρα του If You Leave μπορεί να θυμίζει χιλιάδες μέτριες χιπστεριές που βγαίνουν και τυχαίνει να ακούμε καθημερινά, ωστόσο εδώ υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Οι στίχοι της μπάντας είναι τόσο καλοί, που καθίσταται σχεδόν απαγορευτικό να την κατατάξουμε μαζί με τις άλλες. Με άλλα λόγια, αποκλείεται να είναι δήθεν.
Οι αφηγήσεις της Elena Torna, καταφέρνουν να είναι ταυτόχρονα και ποιητικές, αλλά και αυθόρμητες. Εκεί που η στιχουργική δημιουργεί τη μία εικόνα μετά την άλλη και παραπέμπει στη λογική του "έντεχνου", ξαφνικά σου πετάει απλές φράσεις τόσο ευαίσθητες, που σε στέλνουν αδιάβαστο εσένα που σνόμπαρες τους στίχους και άκουγες τις μπάντες μόνο για τη μουσική τους. Προσέξτε, για παράδειγμα, πόσο όμορφα μεταβαίνει από το ένα ύφος στο άλλο στο Tomorrow:
"By tomorrow we'll be lost amongst the leaves,
in a wind that chills the skeletons of trees,
and when the moon, it shines, I will leave two lines.
Find my love, then find me.
Don't bring tomorrow,
'cause I already know...
... I'll lose you..."
Είναι εκπληκτικό το πώς οι στίχοι καταφέρνουν να είναι σκοτεινοί και μακάβριοι και την ίδια στιγμή ουσιαστικοί, χωρίς δηλαδή να ακούγονται στιλιζαρισμένοι και επιτηδευμένοι.
Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να παραθέσω μερικά ακόμη αποσπάσματα. Στο Youth, κομμάτι που περιέργως μετρά εδώ και καιρό πολλά εκατομμύρια views στο youtube και είναι και το καλύτερο ίσως του δίσκου, ακούμε την Torna να τραγουδάει:
"And if you're still breathing, you're the lucky ones
'Cause most of us are heaving through corrupted lungs
Setting fire to our insides for fun
Collecting names of the lovers that went wrong"
για να συνεχίσει με το συγκινητικό:
"We are the reckless
We are the wild youth
Chasing visions of our futures"
Άλλες εξίσου όμορφες στιχουργικά στιγμές έχουμε στο Human:
"Underneath the skin there's a human
Buried deep within there's a human
And despite everything I'm still human"
Αλλά και στο Smother:
"In the darkness I will meet my creators
And they will all agree, that I'm a suffocator"
Γενικότερα, είναι τόσο εμπνευσμένοι οι στίχοι των Daughter, που δύσκολα δεν θα λυγίσεις. Δεν συνηθίζω να στέκομαι τόσο πολύ στον τομέα αυτόν, αλλά σπάνια γράφονται τόσο σπουδαίοι στίχοι πλέον. Όποιος ακούσει το album χωρίς να δώσει σημασία στους στίχους, θα έχει γευτεί λιγότερο από το 50% της ομορφιάς του. Διότι μουσικά, η σκοτεινή πειραματική folk του συγκροτήματος εμφανίζεται κάπως λειψή. Από μόνη της δεν συνιστά κάτι το εντυπωσιακό. Δεν οδηγεί σε πολύ δυνατές συνθέσεις, ούτε συνιστά μία ιδιόκτητη ακριβώς ταυτότητα για το συγκρότημα. Επειδή όμως είναι εμφανές ότι ταλέντο και ψυχή υπάρχουν, αν εξελιχθούν μουσικά ενδεχομένως να ακούσουμε θαύματα από αυτούς στο μέλλον.
Rating : 7 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Φέτος θα μπορούσε να πει κανείς ότι η χρονιά αυτή ανήκει δικαιωματικά στην Grimes. Ένα όνομα που εισέβαλε στην ζωή μας από την ανακοίνωση και μόνο της υπογραφής συμβολαίου με την ιστορική και αγαπημένη δισκογραφική εταιρεία 4AD στις αρχές του χρόνου. Πρώτη μου επαφή ήταν βλέποντας το βίντεο του "Oblivion" και οι εντυπώσεις που μου άφησε ήταν θετικές. Γλυκιά ποπ (σχεδόν retro-bubblegum pop) με urban αισθητική και με την αιθέρια φωνή και παρουσία της Claire Boucher να μαγεύει αυτιά και φακό. Ένα αποτέλεσμα αν μην τι άλλο φρέσκο.
Γενικότερα το τελευταίο καιρό έχω ακούσει πολλά για την Grimes (εφευρετικό έργο της Claire Boucher). Από το ότι είναι η αγαπημένη όλων των hipsters μέχρι ότι αποτελεί πνευματικό παιδί του Burial (τελικά αυτός ο τύπος με δύο δίσκους κατάφερε να δημιουργήσει δική του σχολή!). Εγώ απλά πιστεύω ότι ήρθε η ώρα της να βγει μπροστά. Είναι μια καλλιτέχνης που αντλεί τις επιρροές της όχι μόνο από το παρελθόν αλλά και το σήμερα. Η Claire Boucher, που κατάγεται από το Βανκούβερ, είναι 24 χρονών σήμερα και το "Visions" αποτελεί το τρίτο της άλμπουμ και το πρώτο στην 4AD. Παρά τις R&B και hip-hop επιρροές της, ταιριάζει εντυπωσιακά στον dream pop κατάλογο της 4AD. Η ίδια θα αναφέρει μια μεγάλη γκάμα από επιρροές, όπως Skinny Puppy, Nine Inch Nails, Cocteau Twins, How to Dress Well, Swans, Dandi Wind, Beyoncé, Mariah Carey, Outkast, Dungeon Family, Drake, The Weeknd, καθώς και μεσαιωνική μουσική και industrial καλλιτέχνες.
Σύμφωνα με την Claire Boucher, το άλμπουμ το έγραψε αφού πέρασε εννέα ημέρες στην απομόνωση στο διαμέρισμα της. «Μετά από εννέα ημέρες δεν έχεις καμία διέγερση, έτσι ώστε το υποσυνείδητο σου αρχίζει να συμπληρώνει τα κενά. Άρχισα να αισθάνομαι σαν να επικοινωνώ με πνεύματα». Με την χρήση loops και διάφορες layering τεχνικές, ιδιαίτερα με φωνητικά, που σε κάποια τραγούδια φτάνουν πάνω από πενήντα διαφορετικά στρώματα, δημιουργεί ένα μοναδικό αιθέριο αποτέλεσμα.
Ο δίσκος ακούγεται ολόκληρος ευχάριστα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι συνάμα ρυθμικός και ατμοσφαιρικός, ιδανικός για χορό αλλά και για μοναχικές νυχτερινές ακροάσεις. Ο ηχητικός πειραματισμός του τρέχει μέσα από ένα ποπ φίλτρο κάνοντας τον να ηχεί νεανικό, να αποπνέει μια δόση σχιζοφρένιας και εσωτερικής αναζήτησης, να μοιάζει με ένα ταξίδι μέσα στο απροσδιόριστο ακόμη έδαφος ενός post-internet κόσμου. Μια ποικιλία ήχων που εναρμονίζονται και αποφέρουν (παρά την ψυχεδέλεια) μια πνευματικότητα από την μια αλλά και μια πιο χειροπιαστή και γήινη ταυτότητα . Το καλοκαίρι βγήκε το παρανοϊκό βίντεο του "Genesis" το όποιο έχει σκηνοθετήσει η ίδια. Εδώ φαίνονται όλες αυτές οι αντικρουόμενες επιρροές και διαθέσεις των Grimes κάνοντας την Lady Gaga να φαίνεται γραφική, επιτηδευμένη και παρωχημένη.
Το μικρό αυτό 'one man show' ξωτικό με που μετακόμισε στο Μόντρεαλ και δημιούργησε τους Grimes στην αναπτυσσόμενη DIY σκηνή της πόλης, κατάφερε να ταράξει τα παγκόσμια μουσικά νερά. Γενικότερα έχουμε δει αξιόλογα πράγματα να βγαίνουν από τον Καναδά τα τελευταία χρόνια. Ας ελπίσουμε η άνοδος της να έχει συνέχεια και να μην αποτελέσει απλά ένα πυροτέχνημα. Όπως και αν έχει το "Visions" σημαδοτεί κατά την άποψη μου την φετινή χρονιά. Τόπος στα νιάτα λοιπόν, γιατί όσο να'ναι το φρέσκο είναι καλύτερο από το ξαναζεσταμένο και συντηρημένο.
Rating: 7,8 / 10
Νίκος Δρίβας
Ο Mark Lanegan, πρώην τραγουδιστής των αγαπημένων Screaming Trees, επιστρέφει με το πρώτο solo album του εδώ και 8 χρόνια. Κι ενώ κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για έλλειψη παραγωγικότητας -έχοντας συνεργαστεί τα τελευταία χρόνια με καλλιτέχνες όπως ο Greg Dulli, η Isobel Campbell, ο Josh Homme και οι Soulsavers- παρά μάλλον για αρκετή εσωστρέφεια και μετριοφροσύνη, φαίνεται πως έφτασε η στιγμή να ξαναπάρει τη θέση του κάτω απ' το spotlight, χωρίς να το μοιράζεται αυτή τη φορά. Μια θέση που στο νέο album του μοιάζει συχνά με το μάτι του κυκλώνα, το κέντρο γύρω απ' το οποίο στροβιλίζονται μέσα απ' τις ιστορίες του Lanegan τα blues, οι «μπλέ διάβολοι» της μελαγχολίας και της θλίψης, για να καταλήξουν στην τελική κάθαρση: μία blues funeral.
Και πώς αλλιώς να ξεκινήσει μια «κηδεία» παρά με σκάψιμο: το Gravedigger's Song, που είναι και το πρώτο single του δίσκου, κάνει μια δυναμική βουτιά σε συναισθηματικές -και μη- εμπειρίες τύπου "six feet under"/ " eight miles high", σε σχέσεις ή γεγονότα καταλύτες που ενώ μας άφησαν νωρίς, ίσως και να μην μας "άφησαν" ποτέ, τουλάχιστον όχι ακριβώς ίδιους.
"to the stars my love,
to the sea.
to the wheels my love,
till they roll over me."
Το εναρκτήριο κομμάτι λειτουργεί εύστοχα σαν το στοιχείο που ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα και αναταράσσει τις ισορροπίες. Είναι η καταιγίδα που μετά το πέρας της φουσκώνουν τα θολά νερά και αναδύεται ό,τι ήταν αρκετά βαρύ και σκοτεινό για να κατακάτσει στον πάτο..
"lord now the rain done come
muddy water rising up."
Το Bleeding Muddy Water, μια απ' τις πιο εσώστρεφες στιγμές του album, "ζωγραφίζει" με την υπνωτιστική μελωδία του ένα τοπίο γκρι αποχρώσεων, μια φαινομενικά νεκρή φύση, στο υπέδαφος της οποίας σιγοβράζουν οι σκοτεινοί χυμοί της καταστροφής και της δημιουργίας: το γκρι που γίνεται μαύρο, και το μαύρο που γίνεται τραγούδι.
Και τι τραγούδι... Το Gray Goes Black, ένα απ' τα πιο όμορφα κομμάτια του δίσκου, παραπέμπει σε συχνότητες που δεν πιάνει όποιος δεν έχει κάνει τουλάχιστον τις εισαγωγικές συστάσεις με το "αποκοιμισμένο θεριό", τον σκιώδη "ξένο" μέσα του. Στιχουργικά ο Lanegan παίζει με την ιδέα ενός συμβολικού πομπού που εκπέμπει από και πρός την αιωνιότητα, διυλίζοντάς την μέσα απ' τους υλικούς και χρονικούς περιορισμούς της ίδιας του της πεπερασμένης ύπαρξης. Και είναι απ' αυτήν ακριβώς τη φθαρτότητα, που φαίνεται να αντλεί την έμπνευση και τη θεματολογία του. Διατηρώντας τις ποιότητές του σαν "ήρεμη δύναμη", ο Lanegan προβάλλει στα τραγούδια του τα alter-egos της Σκιάς του, αυτοσαρκάζεται, αναπολεί, και αγγίζει δύσκολα θέματα χωρίς να γίνεται μελό ή μίζερος, αλλά με νεύρο και δυναμισμό. Είναι άλλωστε κι ο ίδιος ένας αρκετά παλιός στο κουρμπέτι "shadow king":
"so long light, you're bound to fall
now isn't that a shame
casting shadows on the wall
too late to learn another game."
Μουσικά, ολόκληρο το Blues Funeral δείχνει τη διάθεση του Lanegan να πειραματιστεί και να εξελίξει τον ήχο του - από εκεί που τον άφησε με το Bubblegum του 2004- εμπλουτίζοντάς τον με στοιχεία και επιρροές που αποκόμισε τόσο από την προσωπική του διαδρομή όσο και απ'τις ενδιάμεσες συνεργασίες του. Σύμφωνα με δηλώσεις του, είναι η πρώτη φορά που δοκίμασε να αφήσει στην άκρη την κιθάρα του και να χρησιμοποιήσει πλήκτρα και drum machine για την αρχική σύνθεση κάποιων απ' τα κομμάτια του δίσκου. Και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι κιθάρες παραμελούνται -κάθε άλλο- η χρήση ηλεκτρονικών στοιχείων και η αρμονική τους ενσωμάτωση στην bluesy ατμόσφαιρα του album φαίνεται να του πάει καλά και να δίνει μια φρεσκάδα στο όλο εγχείρημα. O Lanegan, κάτω απ' τον ενωτικό μανδύα των blues, προσφέρει μια ποικιλία ηχοχρωμάτων στον ακροατή του: απ' τον rock δυναμισμό των Riot in my House και Quiver Syndrome μέχρι την gospel αισθητική του St. Louis Elegy, κι απ' τα "voodoo" blues του υπέροχου Leviathan μέχρι τη μελαγχολική synthpop του Ode to Sad Disco. Υπάρχουν βέβαια στιγμές που το αποτέλεσμα παρουσιάζει λιγότερο ενδιαφέρον απ' αυτό της πλειοψηφίας των τραγουδιών, όπως στο Harborview Hospital (που U2-ίζει αρκετά για τα γούστα μου) ή στο σχετικά μέτριο Tiny Grain of Truth, που εξυπηρετεί μεν το ρόλο του στο κλείσιμο του δίσκου αλλά δεν έχει να επιδείξει κάτι το ιδιαίτερο ως ξεχωριστό κομμάτι. Παρόλα αυτά, το γενικό επίπεδο του album, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, και η επιτυχημένη και αφοπλιστικά ανθρώπινη απόδοση του έξυπνου concept του, καθιστούν το Blues Funeral μια απ' τις καλύτερες μέχρι στιγμής κυκλοφορίες του 2012.
Rating: 8,5 / 10
Κωνσταντίνα Μπασκουρέλου
"Τελικά είναι επίφοβο να παίζεις με τη φασαρία". Σε αυτή τη φράση συνοψίζονται οι σκέψεις μου, έπειτα από αρκετές ακροάσεις της νέας δουλειάς των (κάποτε πολλά υποσχόμενων) The Big Pink.
Έντονοι ρυθμοί, άφθονη μελωδικότητα και πραγματική έμπνευση είναι τα απαραίτητα εφόδια που διαχωρίζουν τον καλό noise pop δίσκο από τη σκέτη ηχορρύπανση. Και αν το ντεμπούτο των Big Pink ή ο προπέρσινος δίσκος των Sleigh Bells είχαν τα παραπάνω και κατάφεραν περίφημα να αποφύγουν την παγίδα του θορύβου, το Future This ως επί το πλείστον αποτυγχάνει παταγωδώς. Εντάξει, το genre είναι τέτοιο που καθιστά τις προσδοκίες των κατεξοχήν μουσικόφιλων για ουσία ή βάθος σχεδόν ανεδαφικές. Ωστόσο, ο εν λόγω δίσκος στο σύνολό του είναι τόσο ανέμπνευστος, που ούτε καν διασκεδαστικός δεν μπορεί να γίνει.
Ας αφήσουμε, όμως, τις γενικολογίες και ας περάσουμε σε πιο συγκεκριμένα στοιχεία. Παρόλο που οι λονδρέζοι Robbie Furze και Milo Cordell (που αποτελούν τον πυρήνα του συγκροτήματος) αυτή τη φορά άφησαν το ρόλο του παραγωγού και παρέδωσαν τα ηνία της παραγωγής στα έμπειρα χέρια του Paul Epworth (Adele, Plan B, Florence + The Machine), το αποτέλεσμα δεν απέχει και πολύ από το γνώριμο ήχο τους. Έτσι, έχουμε κομμάτια με δυνατά beats ως βάση, ντυμένα με μια σωρεία ηλεκτρονικών ήχων, αλλά και ήχων από φυσικά όργανα. Το album γενικά μοιάζει να προσπαθεί να αναπαράγει τις πιο μελωδικές και "εύπεπτες" στιγμές του ντεμπούτου, συνήθως όμως όχι με επιτυχία.
Από το πρώτο κιόλας πέρασμα στην track list, γίνεται εμφανές ότι υπάρχουν λίγα μόνο πολύ δυνατά κομμάτια που ξεχωρίζουν και πολλά των οποίων ο ρόλος περιορίζεται στο γέμισμα του χρόνου. Κρίνοντας, μάλιστα, από την ποιότητά τους, φαίνεται ότι έγινε μεγάλη προσπάθεια για να συμπληρωθεί η δεκάδα των κομματιών και να υπάρξει επαρκές υλικό! Το εναρκτήριο "Stay Gold" είναι και το καλύτερο κομμάτι, αν και η ομοιότητά του με το παλιό και επιτυχημένο "Dominos" δεν μπορεί να μην απογοητεύσει. Το "Hit The Ground" και (λιγότερο) το "Give It Up" αποτελούν μια καλή, ευχάριστη συνέχεια. Και από αυτό το σημείο και πέρα... το χάος! Η τετριμμένη μελωδία του "The Palace" και η κουραστική φασαρία του "1313" αρχίζουν να δημιουργούν υποψίες πονοκεφάλου, στις οποίες αργότερα έρχονται να προστεθούν και χασμουρητά, χάρη στην πεζότητα του Rubbernecking, αλλά και το αδιάφορο "Jump Music". Το "Lose Your Mind" με το νεύρο και τη μελωδία του κάνει φιλότιμες προσπάθειες να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον, αλλά έρχονται τα νερόβραστα και άτονα "Future This" και "77" ως τελειωτικό χτύπημα, για να σπρώξουν ξανά το album στον κατήφορο.
Τελικά, η αίσθηση που δίνει το νέο πόνημα των The Big Pink είναι ότι καταφεύγει στην ανακύκλωση των παλιών ιδεών, κάνοντας συγχρόνως και μικρά βήματα προς την εμπορική κατεύθυνση. Με την έμπνευση, όμως, να έχει πάει περίπατο, τις συνθέσεις να έχουν κατέβει αρκετά επίπεδα και τη φασαρία να καταντάει συνήθως ηχορρύπανση, είναι μάλλον απίθανο να αγαπηθεί από πολλούς. Τελικά είναι επίφοβο να παίζεις με τη φασαρία...
Rating : 5,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Pages