M'era Luna 2007 (Festival report and pictures)
M'era Luna 2007 (Festival report and pictures)
Το Hildesheim είναι μια μικρή πόλη μισή ώρα πριν το Ανόβερο που κάθε χρόνο φιλοξενεί το gothic festival M’era Luna. Οι ντόπιοι το λένε απλά festival και γεμίζουν την πόλη τους με διακριτικές πινακίδες για να σου δείξουν το δρόμο, πήγαινε ευθεία, στρίψε αριστερά, ξανά ευθεία, δεξιά και πάλι αριστερά κι αν δεν έχεις ήδη χάσει το δρόμο έχεις φτάσει σε ένα παλιό αεροδρόμιο. Για να βρεθούμε όμως εκεί διανύσαμε 2000 περίπου οδικά χιλιόμετρα, 18 ώρες οδήγησης με μια ανάσα για να καταφέρουμε να είμαστε στην ώρα μας λίγο πριν ξεκινήσει το φεστιβάλ. Και όπως ήταν φυσικό, αφού επιβιώσαμε στον αυτοκινητόδρομο Α7 όπου έβρεχε καρέκλες, όταν εμφανίστηκε επιτέλους μπροστά μας η πινακίδα που έγραφε ‘Hildesheim’ ήταν σαν να ανακαλύπταμε ξανά την Αμερική.
Ήδη έχουμε βγάλει τα πρώτα συμπεράσματα: οι Γερμανοί δεν μιλάνε Αγγλικά οπότε η όποια συνεννόηση πρέπει να γίνει στη διεθνή γλώσσα της νοηματικής ως επί το πλείστον. Οι Γερμανοί δεν πίνουν νερό, αλλά τη βρίσκουν με ένα υγρό που περιέχει μπουρμπουλήθρες. Οι Γερμανοί δε σε αφήνουν να παρκάρεις όπου θες, αλλά σου βγάζουν την πίστη για να βρεις ελεύθερο πάρκιν το οποίο και πρέπει σχεδόν πάντα να πληρώσεις. Οι Γερμανοί όμως μπορούν και διοργανώνουν φεστιβάλ που φιλοξενούν έως και 50.000 κόσμο χωρίς προβλήματα διαμονής & επιβίωσης με μεγάλη συνέπεια. Στον ατελείωτο χώρο του παλιού αεροδρομίου του Hildesheim λοιπόν φιλοξενούνταν ένας σκασμός από campers σε σκηνές, δυό-δυό τουλάχιστον σε κάθε σκηνή γιατί το βράδυ κάνει κρύο. Αλλά στη Γερμανία βρέχει συνέχεια και βρέχει πολύ. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου έβρεχε συνεχώς, τόσο που μέχρι να ξημερώσει είχαμε μείνει με την απορία αν το φεστιβάλ θα γίνει και κάτω από ποιες συνθήκες.
Κάποιος όμως ευτυχώς μας λυπήθηκε, η βροχή σταμάτησε για το διήμερο του φεστιβάλ αφήνοντας λάσπες παντού, κάνοντας τις 12ποντες κατά μέσο όρο πλατφόρμες των campers να βυθίζονται στη λασπουριά. Πλατσουρίζοντας λοιπόν φτάσαμε στο χώρο χάνοντας τα πρώτα γκρουπ μέχρι να εγκλιματιστούμε και να προσανατολιστούμε. Δεξιά κι αριστερά πριν τον κυρίως χώρο όπου βρίσκονταν τα δύο stage (main stage και hangar) κιόσκια με merchandise, αναμνηστικά, ρούχα, cd’s, φαγητό και ποτό. Σωματικός έλεγχος (η χαρά του πορτιέρη) και αργά βήματα μέσα στις λάσπες πλησιάζοντας την κεντρική σκηνή όπου έκαναν φασαρία κάποιοι πιτσιρικάδες που αποκαλούνταν Necro Facility. Στα γρήγορα τρεχάλα μέχρι το υπόστεγο που ονομαζόταν Hangar χωρητικότητας περίπου 5.000 ατόμων όπου έκαναν επίσης φασαρία κάποιοι Animal Alpha. Μέχρι να αρχίσουν λοιπόν οι Client είχαμε το χρόνο να φτιάξουμε το πρόγραμμα του πήγαινε – έλα από την κεντρική σκηνή στο υπόστεγο για το υπόλοιπο της μέρας του φεστιβάλ και να χαζέψουμε τους Γερμανούς τριγύρω μοιράζοντας αφειδώς κίτρινες και κόκκινες κάρτες: αυτή η φυλή φτάνει και ξεπερνάει τα όρια του κιτς, σου δίνει τρελή όρεξη για κράξιμο και σου θυμίζει ότι τα παιδάκια πίσω στην πατρίδα είναι συγκριτικά απόφοιτοι του κατηχητικού. Και ούτε λόγος για επαγγελματίες φωτογράφους ή για μυημένους ερασιτέχνες την πρώτη μέρα λόγω Toolαπαγόρευσης (πονάνε τα ματάκια του Maynard από τα φλας φαίνεται…). Οι cyber-goths όμως δεν είχαν κανένα πρόβλημα, κάθε φορά που τους έβαζα στα μούτρα μια μικρή ψηφιακή αυτοί σταματούσαν και πόζαραν με χαμόγελο…
Radio, Pornography, It's Rock And Roll ήταν τα πρώτα τραγούδια των Client που έφεραν μαζί τους κι ένα ελαφρό αεράκι απόλυτα ταιριαστό με τη μουσική που έβγαζε το 4μελές γκρουπ. Ένας ντράμερ για τις ανάγκες του live, οι Αγγλίδες Client A, Client B και Client E ντυμένες ομοιόμορφα με φουστίτσες μέχρι το γόνατο λικνίζονταν αργά και νωχελικά στους electronica ρυθμούς τους, τόσο αργά όμως που η μπασίστρια ή ντρεπόταν ή θα την έπαιρνε ο ύπνος πάνω στη σκηνή. Ένα καλό ζέσταμα για τους Αμερικάνους εκπρόσωπους της ebm που θα ακολουθούσαν, τους Assemblage 23. Άραγε μόνο σε μένα ο Tom Shear φέρνει στο μυαλό τον Ronan Harris ή είναι απλά ιδέα μου? Πίσω του ένας πληκτράς και μια πληκτρού ξεκίνησαν με τραγούδια από την τελευταία τους κυκλοφορία, το Meta και σιγά σιγά έκαναν μια αναδρομή στα καλύτερα τους από το Contempt έως και το Storm. To boom boom syndrome που δονούσε μεσημεριάτικα το M’era Luna έδειξε κάπως ξεπερασμένο όμως και δεν έκανε το κοινό να ακολουθήσει θερμά ούτε στα highlights του Let The Wind Erase Me και Let Me Be Your Armor. Ίσως επειδή ήταν ακόμα νωρίς και τα καλύτερα έπονταν.
Για να κάτσουμε ούτε λόγος καθότι είχαμε ήδη βυθιστεί στις λάσπες, ορθοστασία και αναμονή γιατί ξεκινάνε όπου να ‘ναι οι Covenant. Μέσα στο καταμεσήμερο, τέταρτη φορά που θα τους έβλεπα ζωντανά, μην ξέροντας τι περισσότερο να περιμένω από τις προηγούμενες, τρυπώνουμε όσο πιο κοντά μπορούμε ενώ ο κόσμος αρχίζει για πρώτη φορά μέσα στην πρώτη μέρα να συνωστίζεται. Δικαίως, γιατί με τις πρώτες και επιβλητικές νότες του Ritual Noise φαινόταν ότι ο Eskil μέσα στο λευκό κοστούμι-καπέλο-γραβάτα του ήταν σε μεγάλα κέφια. Τα ρέστα μου για πρώτη φορά μέσα στην ημέρα κι όχι μόνο τα δικά μου, αλλά και του υπόλοιπου κοινού που έδειχνε να συμμετέχει, να διασκεδάζει, να τραγουδάει και να χορεύει. Χωρίς εκπλήξεις, αλλά με πολλά χαμόγελα, αφού περάσαμε από τις περισσότερες επιτυχίες τους φτάσαμε στο τέλος, στο Call The Ships To Port, όπου τα ήδη υψωμένα χέρια ορθώθηκαν ακόμα πιο ψηλά χειροκροτώντας και αποχαιρετώντας τους Σουηδούς.
Πίσω λοιπόν στο υπόστεγο όπου μόλις είχαν ξεκινήσει οι Άγγλοι Nosferatu χωρίς να καταφέρουν να το γεμίσουν. Με το μυαλό στην Emilie που θα εμφανιζόταν στον ίδιο χώρο αργότερα παρακολουθήσαμε για ένα μισάωρο tracks από τη 15χρονη πορεία τους ανάμεσα σε καπνούς, μαύρα γυαλιά και κόκκινα χρώματα. Gothic rockers που μετά από αρκετά albums, singles και συμμετοχές σε διάφορες συλλογές παραμένουν στο ημίφως της μετριότητας όσο κι αν προσπαθούν να μας κεντρίσουν το ενδιαφέρον με στιχουργικές ιστορίες που παραπέμπουν σε νοσηρά και παρανοϊκά διηγήματα.
Ήδη όμως από την κεντρική σκηνή ακουγόταν μια υπερβολική φασαρία, τόση πολλή φασαρία που κατάλαβα γιατί πολλοί από τους παρευρισκόμενους φορούσαν ωτοασπίδες. Ήταν οι Γιαπωνέζοι Dir En Grey που μέσα σε δέκα χρόνια κατάφεραν να αλλάξουν κάμποσες φορές τις στιλιστικές και τις μουσικές τους επιλογές. Κι όλα αυτά για να καταλήξουν στο nu-metal και να χτυπιούνται στη σκηνή μέχρι να γίνουνε φραπές. Δεν τολμήσαμε να πλησιάσουμε παρά αρκεστήκαμε να τους βλέπουμε από μακριά να ουρλιάζουν και να ξελαρυγγιάζονται. Για να μην πάθουμε και τίποτα και για καταφέρουμε να δούμε από όσο πιο κοντά γίνεται το επόμενο live, αποχαιρετάμε τους Γιαπωνέζους και πάμε προς το υπόστεγο όπου μας περίμενε ένα μυστήριο, η Emilie Autumn, ενώ η σκηνή είχε ήδη διαμορφωθεί σε ίδρυμα για απείθαρχα βικτωριανά κορίτσια. Για μία ώρα έμεινα χαζεύοντας με ανοιχτό στόμα σε σημείο νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα να το ξανακλείσω. Ζωντανά ήταν μόνο η κρυστάλλινη φωνή της 28χρονης Καλιφορνέζας, μερικά σόλα του βιολιού της και ένα piano-organ σε κάποια τραγούδια. Όλα τα άλλα ήταν μια προηχογραφημένη θεατρική παράσταση βασισμένη πάνω στην περσινή δουλειά της, το Opheliac, που την επόμενη φορά θα ήθελα να την παρακολουθήσω θεματικά περισσότερο προετοιμασμένος. Η Emilie και τα τρία victorian girls της μας ταξίδεψαν νοερά σε μια άλλη εποχή, μια φαινομενικά αγνή εποχή που κάτω όμως από το τραπέζι παλεύουν τα συναισθήματα της χαράς και της κατάθλιψης, του ολοκληρωτικού μίσους και της ολοκληρωτικής αφοσίωσης, της αστάθειας και της σταθερότητας, χωρίς να δείχνει τελικά ποιο απ’ όλα είναι αυτό που θα υπερισχύσει. Κανένα μάλλον, εκτός από το πείσμα της Emilie, την επιβλητική της παρουσία και τη διάθεσή της να ξεμπροστιάσει τον εαυτό της και το κοινό που την παρακολουθούσε. I want to see your pain, are you suffering? Liar. I want my innocence back.
Με αργά βήματα, προσπαθώντας να αφομοιώσουμε αυτά που είδαμε πάμε προς την κεντρική σκηνή όπου διαδραματίζεται κάτι που δείχνει να αρέσει πολύ στους Γερμανούς, αλλά και σε εμάς: οι Schandmaul θα μας κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον με τους folk/medieval rock ρυθμούς τους. Αν και στ΄ αυτιά μου ηχούσε ακόμα το Misery Loves Company και το Opheliac, με μεγάλη μου χαρά διαπίστωσα ότι οι Schandmaul αξίζουν 100% την προσοχή μας. Ένας μελωδικός αλλά και δυνατός συνδυασμός κλασσικών μουσικών οργάνων με βιολιά και κάποια άλλα όργανα που δεν κατάλαβα τι ήταν, αλλά ότι κι αν ήταν ακουγόταν υπέροχα.
Μετά απ’ όλα τα παραπάνω οι My Dying Bride που ξεκίνησαν στο υπόστεγο μου φαινόντουσαν πολύ λίγοι, βαρετοί και αδιάφορα μεταλλικοί. Οπότε αφού ακούσαμε 2-3 τραγούδια ήταν ώρα για μια ανάσα για να ετοιμαστούμε για αυτό που αποδείχθηκε να είναι ένα από τα αγαπημένα γκρουπ των Γερμανών, τους And One.
Φωτιά στα Σαββατόβραδα με την εμφάνιση του Steve Naghavi στην σκηνή, με εκείνο το γνωστό πονηρό χαμόγελο, τη διάθεση για πόζες και σβούρες, τα δύο φωτιζόμενα με neon λάμπες συνθεσάιζερς που είδαμε και στο live τους στην Αθήνα και χιλιάδες πόδια και χέρια να κουνιούνται ρυθμικά σε όλη τη διάρκεια της μίας ώρας και δεκαπέντε λεπτών ακριβώς που κράτησε το σετ τους. Αυτή τη φορά ο Chris Ruiz βγήκε μπροστά αρκετά νωρίς και εναλλάσσονταν με τον Naghavi στα φωνητικά, στις πόζες και στις φιλοφρονήσεις. Κακός χαμός στα περισσότερα τραγούδια που έπαιξαν, στο Timekiller των Project Pitchfork, σε μια διασκευή Cure που δε θυμάμαι ποια ήταν και φυσικά χιλιάδες κόσμος να χοροπηδάει και να διασκεδάζει με το Military Fashion Show. Ήταν τέτοιο το κέφι που έβγαζαν οι And One που ξεχάσαμε ότι έπρεπε να φύγουμε λίγο πριν το τέλος για να δούμε τους Suicide Commando στο υπόστεγο κι όταν το θυμηθήκαμε ήταν πια αργά. Το υπόστεγο όχι μόνο είχε τιγκάρει αλλά πήγαινε να εκραγεί κιόλας. Απ’ έξω πάντως ακουγόταν λες και οι Βέλγοι Commando είχαν έρθει με σκοπό να το διαλύσουν και μείναμε με την απορία: όσοι είναι μέσα θα καταφέρουν να βγουν ή θα μείνουνε στον τόπο?
Λίγες ανάσες μείνανε μέχρι να εμφανιστούν οι headliners της πρώτης μέρας, οι Tool. Δεν πολυκατάλαβα βέβαια τι δουλειά είχαν στο M’era Luna, αλλά αν κρίνω από το γεγονός ότι χιλιάδες λαός στεκόταν ακόμα όρθιος για να τους παρακολουθήσει πάω πάσο. Με τη βοήθεια της νύχτας, του αψεγάδιαστου ήχου και του υπέροχου φωτισμού της σκηνής μου θύμισαν ότι είναι ένα μεγάλο συγκρότημα. Ο Maynard μετά τον χαιρετισμό που απεύθυνε...’hello campers’…παρέμεινε στο ημίφως του βάθους της σκηνής κοιτάζοντας πλάγια και χωρίς να γυρίσει το πρόσωπό του προς το κοινό όσο τραγουδούσε. Τα Schism και Sober που περίμενα να ακούσω με έκαναν να αναρωτηθώ αν έχω ξανακούσει ζωντανά καλύτερο και καθαρότερο ήχο στην κιθάρα. Πολύχρωμες εικόνες στα projections και τέλειο performance απ’ όλο το γκρουπ με τα τραγούδια να αποδίδονται καλύτερα κι από τους δίσκους τους. Όμως, ακόμα και μέσα από αυτό που έδειχνε τέλειο, οι συνθέσεις τους με κουράζουν από ένα σημείο και μετά κι ύστερα από 12 ώρες ορθοστασίας κινηθήκαμε προς την έξοδο με τον εγκέφαλο να προσπαθεί να δώσει τις τελευταίες οδηγίες στα ποδαράκια μας για να βρούμε το δρόμο μας προς το πολυπόθητο hotel.
Την επόμενη μέρα το πρώτο πράγμα που μου ήρθε το μυαλό ήταν οι IAMX και οι Deine Lakaien. Δυστυχώς ο χρόνος έπρεπε να μοιραστεί ανάμεσα στα δύο γκρουπ με προτεραιότητα στους Deine γιατί δεν πρόκειται μάλλον να τους ξαναδούμε live μετά φιλαρμονικής. Ειδικά για τους IAMX, μετά από όσα είδα, παρακαλείται θερμά ένας καλός, γλυκός και φανταστικός διοργανωτής συναυλιών στη χώρα μας να προσπαθήσει να μας τους φέρει για να τους παρακολουθήσουμε ζωντανά και στη χώρα μας.
Η άφιξή μας στο χώρο του φεστιβάλ έγινε αυτή τη φορά υπό τους ήχους του Sophia των Cruxshadows κάνοντας πολλά ποδαράκια να τρέχουν προς την κεντρική σκηνή. Λοιπόν, τα Αμερικανάκια είναι πολύ δημοφιλή στους Γερμανούς και με το δίκιο τους. Αν και εμφανίστηκαν στις 3 το μεσημέρι, έβγαλαν τον κόσμο από τις σκηνές, απλώθηκαν σε όλο το μήκος και πλάτος της μεγάλης σκηνής του M’era Luna κάνοντας την για 45 λεπτά δικαιωματικά δική τους. Πιο ώριμοι από την προ 2ετίας περίπου εμφάνισή τους στο Gagarin, δύο go-go dancers δεξιά κι αριστερά της σκηνής, η βιολίστρια στο κέντρο να δίνει ρεσιτάλ με την παρουσία και το παίξιμό της, ο μοικανός στην κιθάρα στο βάθος και ο Rogue να πηγαινοέρχεται παντού & να χάνεται ανάμεσα στο πλήθος του κοινού όπως το συνηθίζει άλλωστε. Το έδειξε επανειλημμένα, αλλά ειδικά τη στιγμή του Marilyn, My Bitterness o Rogue βάλθηκε να πείσει το κοινό και τους διοργανωτές ότι η θέση των Cruxshadows στο line up έπρεπε να ήταν πολύ αργότερα μέσα στη μέρα.
Οι Cruxshadows τελείωσαν στο σετ τους μέσα σε χειροκροτήματα κι εμείς ενώ ακόμα κουνιόμασταν στους ρυθμούς τους τρέχουμε προς το υπόστεγο πάλι όπου ξεκινάνε οι 32 Crash, το project των Implant και του Jean-Luc De Meyer των Front242. Αρκετά ενδιαφέρον, ο Jean-Luc στα φωνητικά παραμένει σταθερή αξία και έδενε πολύ καλά με τους άλλους δύο στα synths και στα live drums. Με το EP Humanity που πρόσφατα κυκλοφόρησαν και με tracks από την τελευταία δουλειά των Implant στην οποία συμμετέχει και ο Jean-Luc μας κράτησαν το ενδιαφέρον καλύπτοντας παράλληλα τη μικρή σκηνή του hangar με κίτρινα φώτα από τους προβολείς που έπεφταν επάνω σε ένα μαύρο φόντο.
Η ώρα της απογοήτευσης πλησίαζε κι ας μην το ήξερα ακόμα έως ότου οι 69 Eyes βγήκαν στην κεντρική σκηνή. Το μουσικό σχήμα που κάποτε με είχε τραβήξει ακούγοντας το Wasting The Dawn και το Framed In Blood δεν υπάρχει πια. Αντί αυτού υπάρχει ένα κακέκτυπο των Motley Crue που ειδικά στο Perfect Skin (και σε όσα tracks έπαιξαν από το Angels) παραλίγο να με κάνει να ξεράσω. Θα μείνω με τις αναμνήσεις του παρελθόντος και δεν θέλω να συζητήσω άλλο για αυτούς τους Φιλανδούς. Ευχαριστώ.
Και γαμώ την τύχη μου δε μου έφτασε η άθλια εμφάνιση των παραπάνω, αλλά δεν μπόρεσα να μπω στο υπόστεγο που είχε γεμίσει ασφυχτικά με κόσμο που παρακολουθούσε τους Welle:Erdball. Ούτε αυτό θέλω να το συζητήσω κι ούτε οι Skinny Puppy που έδειχναν να αρέσουν στους Γερμανούς στην κεντρική σκηνή μου είπαν τίποτα. Το Mythmaker που πρόσφατα κυκλοφόρησαν δεν έλεγε και πολλά, όμως αυτοί κατάφεραν να ουρλιάζουν επί σκηνής για μια ώρα, το ίδιο και όσοι βρίσκονταν στις μπροστινές σειρές χωρίς να μπορώ να καταλάβω το γιατί.
Για να μην την ξαναπάθουμε, έγκαιρα αυτή τη φορά πιάνουμε μπροστινή θεσούλα στο υπόστεγο όπου θα ξεκινούσαν σε λίγο οι IAMX. Λόγω τεχνικού προβλήματος άργησαν να εμφανιστούν 10 ολόκληρα λεπτά κι αν αυτό ακούγεται υπερβολικό ήταν ίσως η μόνη καθυστέρηση που υπήρξε σε ολόκληρο το φεστιβάλ καθότι όλα τα live ξεκινούσαν και τελείωναν ακριβώς στον καθορισμένο χρόνο. Δέκα εκνευριστικά λεπτά. Και ξαφνικά ο Dean πιάνει την κιθάρα, η Janine το μπάσο, ο Tom κάθεται στα τύμπανα, ακούγονται οι πρώτες κιθαριστικές στιγμές του The Alternative και ο Chris Corner εισβάλει νευρικά στη σκηνή. Ο χρόνος σταμάτησε στις 18:40 τοπική ώρα Γερμανίας. Χ για το υποσυνείδητο, την τέχνη, τον έρωτα και την αλήθεια μέσα από την κατακίτρινη και avant-garde αισθητική του. Καμία τέχνη τελικά δεν διαπερνά το υποσυνείδητό μας και δεν απευθύνεται τόσο άμεσα στα συναισθήματά μας όσο η μουσική. Όσα κι αν έχει δει κανείς, η εμφάνιση και ο τρόπος που παρουσιάζει τη δουλειά του ο Chris Corner στη σκηνή μαζί με την παρέα του είναι μοναδικός και δύσκολος να περιγραφτεί. Σίγουρα δε μοιάζει με τίποτα άλλο, είναι οι IAMX που μπορεί να σε κάνουν να αγαπήσεις ξανά το βρώμικο αέρα που αναπνέεις. Ντυμένος με μαύρο στενό κοστούμι, με μια τεράστια ριγέ ασπρόμαυρη γραβάτα, δραματικός, σκοτεινός, οργισμένος και απίστευτα συναισθηματικά φορτισμένος πηγαινοερχόταν ανάμεσα στην κίτρινα ντυμένη μπασίστρια, τον κόκκινα ντυμένο κιθαρίστα και τον κίτρινα ντυμένο ντράμερ του. Τη μία στιγμή το μικρόφωνο χανόταν ανάμεσα στα χέρια του, την επόμενη βρισκόταν με νευρικές αλλά επιβλητικές κινήσεις να παίζει στα σύνθια.
Μαγεμένος κινήθηκα προς την έξοδο του υπόστεγου για να φτάσω μέχρι την κεντρική σκηνή όπου ήδη είχε στηθεί η Νέα Φιλαρμονική της Φρανκφούρτης στα πλαίσια της 20 Years of Electronic Avantgarde περιοδείας των Deine Lakaien. Πριν ακόμα προλάβουμε να συνέλθουμε απ’ ότι είδαμε προ ολίγου, ο Ernst Horn παίρνει τη θέση του στο πιάνο έτοιμος να διευθύνει την ορχήστρα και ο Alexander Veljanov με την εντυπωσιακή, βαρύτονη και επιβλητική χροιά της φωνής του ξεκινάει με το Over And Done. Τα συναισθηματικά χαστούκια διαθέχονται το ένα το άλλο, γύρω μας δεν κουνιέται φύλλο παρά τα μάτια όλων που είναι καρφωμένα σε όσα διαδραματίζονται στη μεγάλη σκηνή που έχει γεμίσει με βιολιά, τσέλα, κιθάρες, πιάνα, φλάουτα και γυναικείες φωνές πίσω από αυτή του Veljanov. Οι Γερμανοί και μαζί τους κι εμείς κουνιούνται μόνο ανάμεσα στα τραγούδια κι αυτό μόνο για να χειροκροτήσουν τον κάθε ύμνο των Deine Lakaien, αυτόν που τελείωσε κι αυτόν που έπονταν. Mirror Man…Dark Star…Reincarnation…Into My Arms και Love Me To The End για το τέλος. Μόνο παράπονο ότι ο ήλιος δεν έλεγε ακόμα να δύσει, όλα τα άλλα έδειχναν να είναι τόσο τέλεια…
Φυσικά, μέχρι να συνέλθουμε κι από αυτό η Anne Clark είχε ήδη ξεκινήσει στο υπόστεγο το οποίο για ακόμα μία φορά αποδείχθηκε απλησίαστο και πολύ μικρό για να μας χωρέσει. Ποιοι παίζουν μετά? Ναι, οι Jesus And Mary Chain είναι οι headliners. Οι πεθαμένοι Σκωτσέζοι που έχουν σαν σπορ να τσακώνονται τη μία μεταξύ τους, την άλλη με τα media και την επόμενη με το κοινό, αυτοί που επανασυνδέθηκαν για τα φράγκα. Και στο κάτω κάτω πεθαμένοι αυτοί, πεθαμένοι απ’ την κούραση κι εμείς, ας κάτσουμε να ακούσουμε πώς θα ξεκινήσουν, αλλά μας έβλεπα να τους κουνάμε σύντομα το μαντήλι. Είχα γυρισμένη την πλάτη στη σκηνή απ’ ότι θυμάμαι τη στιγμή που ο Jim Reid έπιασε το μικρόφωνο και ο William Reid έπιασε τις πρώτες νότες στην κιθάρα. Και δεν χρειάστηκε ούτε ένα λεπτό της ώρας για να πάρουν φτερά τα ποδαράκια όλων και να στηθεί ένα τρελό πάρτυ κάτω από τους ήχους των Head On, April Skies, Cracking Up, Come On, Darklands, Sidewalking και όλων των άλλων επιτυχιών που ευχόσουν να μην τελειώσουν. Ο ήχος άπταιστος και παρότι βρεθήκαμε στις μπροστινές σειρές η ένταση δεν μας ενόχλησε καθόλου. Υπήρξαν στιγμές που η μπάλα και ο χρόνος είχαν παντελώς χαθεί κι όλα αυτά από ένα γκρουπ που δεν έπαιξε κανένα επικοινωνιακό παιχνίδι με το κοινό, ένα γειά χαρά μόνο στην αρχή, μια ερωτησούλα αν περνάμε καλά κάπου στη μέση του setlist κι αυτό ήταν όλο. Στο τέλος, απλά χαιρέτησαν κι έφυγαν έχοντας σκορπίσει χαμόγελα παντού.
Κι όλα αυτά με 75€ το άτομο για το διήμερο. Σα να κλέβεις εκκλησία…
Βασίλης Παπαδογεωργόπουλος
Photos © Jan Blok, Frank Schildener
frllinientreu, Nigel Baker, Michael Gamon