London Report: EINSTURZENDE NEUBAUTEN ‘Lament’ tour - Live at Koko - 19 / 11 / 2014
London Report: EINSTURZENDE NEUBAUTEN ‘Lament’ tour - Live at Koko - 19 / 11 / 2014
‘War is building itself up slowly in movements believed forgotten…’
Δεν είναι ασυνήθιστο ειδικά τα τελευταία χρόνια να βλέπουμε μουσικούς να διατυπώνουν τη δική τους αφήγηση για τους δυο μεγάλους πολέμους της Ιστορίας. Το να κωδικοποιήσει κανείς ένα πόλεμο ενδεχομένως να φαντάζει ως μια εύκολη υπόθεση και οι noise μπάντες το έχουν κάνει ήδη αυτό εδώ και χρόνια με το δικό τους αφαιρετικό και συχνά αμφιλεγόμενο τρόπο. Όταν όμως κανείς προσεγγίζει το θέμα πιο συνετά, με ειλικρινές ενδιαφέρον για όλες τις πτυχές του και κυρίως με τον απαιτούμενο σεβασμό ιδίως ως προς τα θύματα, τότε συνήθως το αποτέλεσμα έχει άλλες ποιότητες. Ο Zbigniew Preisner (βλ. ‘Diaries Of Hope’), o Max Richter (βλ. ‘Sarajevo’) και τώρα οι Einsturzende Neubauten είναι οι μουσικοί που μέχρι τώρα, έχουν κατά τη γνώμη μου πλησιάσει με πολύ ενδιαφέροντα και σαφή τρόπο τέτοιες ντροπιαστικές και βίαιες συρράξεις στην Ιστορία του ανθρώπου.
‘First of all I have a problem with the term avant-garde because it’s military term, It means the guard that runs before the rest of the soldiers and if I want to see myself represented in military terms I don’t want to be part of that. I want to be one of the deserters. I want to be in the woods maybe…’ (από τη μοναδική συνέντευξη που έδωσε ο Blixa Bargeld για το Lament’ στον Andrew Lloyd Hughes στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης)
Το ‘Lament’ ανατέθηκε στους Neubauten από τις τοπικές αρχές της Φλάνδρας με στόχο τη δημιουργία μιας μουσικής παράστασης για τον εορτασμό των 100 χρόνων από την έναρξη (ανορθόδοξο καθότι είθισται να γιορτάζονται οι λήξεις των πολέμων) του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε μια εβδομάδα περίπου πριν την επέτειο λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στο Λονδίνο το συγκρότημα εμφανίστηκε στο κατάμεστο Koko 8 μέρες μετά. Ο Blixa Bargeld έχει παραδεχτεί ανοιχτά πως δεν είχε καμία πρόθεση ν’ ασχοληθεί με κανέναν από τους πολέμους και πως αντιμετώπισε τη συγκεκριμένη ανάθεση ως δουλειά.
Support band δεν υπήρχε αλλά δεδομένου του θέματος του ‘Lament’ και λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι το άλμπουμ αυτό είναι μια μουσικοθεατρική παράσταση, θα ήταν ομολογουμένως παράδοξο να υπάρχει support band. Δυστυχώς το ότι δεν υπήρχε dj αποκλειστικά γι’ αυτή τη συναυλία, δε βοήθησε στο να προετοιμαστεί η ψυχολογία του κοινού όσο περιμέναμε.
‘Art is nourishment. You can’t nourish everything…So you have to be careful what you turn into art and what you want to consume…’ (από τη συνέντευξη που έδωσε ο Blixa Bargeld στον Andrew Lloyd Hughes)
Στη σκηνή είχαν ήδη πάρει τη θέση τους οι ογκώδεις, πρωτότυπες και ειδικές για την παράσταση, ηχητικές κατασκευές οι οποίες είχαν επιβληθεί στο χώρο. Σεβόμενοι πλήρως την ώρα που είχε ανακοινωθεί, οι Neubauten πήραν τις θέσεις τους πίσω από τις κατασκευές τους ενώ όλα τα φώτα της σκηνής άναψαν ξαφνικά. Η πρώτη από τις 25 πινακίδες που κρατούσε μπροστά μας ο Blixa Bargeld κατά τη διάρκεια του πρώτου κομματιού ‘Kriegsmaschinerie’ έγραφε ‘War does not break out and it is never caught or chained…’. Σε όλη τη διάρκεια αυτού του πρώτου κομματιού συνεχιζόταν η τελετουργική παράθεση πινακίδων ενώ ο Alexander Hacke με τον Andrew Unruh μετέφεραν ογκώδη μεταλλικά στοιχεία τα οποία συναρμολογούσαν σε μια μεταλλική βάση ενώ έκαναν θορύβους με αλυσίδες. Οι φράσεις που αναγράφονταν στις πινακίδες ήταν μια σαφής αντιπολεμική δήλωση και ένας φιλοσοφικός αφορισμός του πολέμου. Το ‘Hymnen’ που ακολούθησε, είναι ένα κομμάτι που αποτελεί διασκευή του κοινού μουσικού θέματος που υπάρχει στους ύμνους των μοναρχιών της Αγγλίας (ισχύει ως σήμερα το ‘God Save The Queen’) και της Γερμανίας (1871-1918). Το κομμάτι αλλάζει γλώσσα ανά δύο στροφές και αναφέρεται στις μοναρχίες της Ευρώπης, πάντα με επικριτική διάθεση. Ο κόσμος χειροκρότησε μετά το τέλος του κομματιού και ο Blixa Bargeld, σοβαρός και σκυθρωπός, απάντησε στο χειροκρότημα ρωτώντας μας ‘Είστε σίγουροι ότι θέλατε να χειροκροτήσετε αυτό το κομμάτι?’. Σα να μην έφτανε το αρχικό μας ‘μούδιασμα’, μόλις ειπώθηκε αυτή η καυστική πρόταση δεν απάντησε κανείς από το κοινό (άλλωστε πώς θα μπορούσε από τη στιγμή που ήταν τόσο εύστοχος ο Blixa Bargeld!). Μήπως τελικά αυτό που θ’ ακολουθούσε απείχε από μια συμβατική συναυλία?
Ηχητικές κατασκευές με αρχιτεκτονικούς και οχυρωματικούς συμβολισμούς
Το setlist σε όλη την περιοδεία των Neubauten περιλαμβάνει τα ίδια κομμάτια με την ίδια σειρά ενώ το συγκρότημα δεν αφήνει με τη στάση του κανένα περιθώριο ούτε για requests αλλά ούτε και για ν’ αποσπαστεί η προσοχή μας απ’ ό, τι συμβαίνει στη σκηνή. Ο Blixa Bargeld ανέλαβε το ρόλο του αφηγητή και μας εξηγούσε το κάθε κομμάτι αλλά και το ρόλο των ηχητικών κατασκευών όπου αυτός ήταν σημαντικός. Για παράδειγμα στο κομμάτι ‘Der 1. Weltkrieg (percussion version)’ χρησιμοποιήθηκε μια τεράστια κατασκευή από συνδεδεμένους μεταξύ τους, πλαστικούς σωλήνες, οι οποίοι αντιπροσώπευαν τις χώρες που συμμετείχαν στον πόλεμο. Ο καθένας είχε πάνω του ένα αυτοκόλλητο με τη σημαία της χώρας που αντιπροσώπευε. Όπως μας εξήγησε ο Blixa Bargeld το συγκεκριμένο κομμάτι, αποτύπωνε τη σειρά με την οποία οι διάφορες χώρες μπήκαν στον πόλεμο ξεκινώντας από την Αμερική (28/7/14) ήταν δηλαδή ένα μουσικού τύπου χρονοδιάγραμμα. Η Ελλάδα ήταν τελευταία (26/6/17). Ορισμένοι σωλήνες ήταν συνδεδεμένοι σε ομάδες κι αυτό αντιπροσώπευε τις αποικιοκρατικές δυνάμεις μαζί με τις αποικίες τους και τις λοιπές εξαρτήσεις που δημιουργούσαν. Όπως και στα περισσότερα κομμάτια του ‘Lament’, ο τόνος ήταν αφηγηματικός και το άκουσμα του ονόματος κάθε χώρας είχε επικριτική χροιά. Αναπαριστώντας κάθε μέρα πολέμου με ένα χτύπο, οι Neubauten έπαιζαν 120 χτύπους ανά λεπτό σε ρυθμό 4/4 ώστε ν’ αποτυπώσουν στη διάρκεια του κομματιού όλη τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η παράσταση ήταν υπολογισμένη με ακρίβεια και το μόνο που διέκοπτε τη ροή της ήταν οι πολύ χρήσιμες επεξηγήσεις του Blixa Bargeld. Κατά τη διάρκεια των 2 ωρών σκεφτόμουν κατά πόσο θα πήγαινε το μυαλό μου στον πόλεμο αν δεν ήξερα τίποτα για το θέμα του ‘Lament’. Μάλλον δε θα έκανα τις συνδέσεις και πολλά σημεία θα μου ήταν ή ακατανόητα ή θα τα αντιμετώπιζα ως μέρος της μουσικής εφευρετικότητας των Neubauten. Η διαπίστωση πως ένας πόλεμος είναι δύσκολο να κωδικοποιηθεί μουσικά παραμένει.
Τα κομμάτια ‘On patrol in No Man’s Land’, ‘All of No Man’s Land Is Ours’ γράφτηκαν με αφορμή μια από τις δυο πιο σημαντικές ανακαλύψεις που έκαναν οι Neubauten κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για το ‘Lament’, τους Harlem HellFighters, τους αφροαμερικάνους και πορτορικάνους στρατιώτες οι οποίοι αποτέλεσαν μια από τις πιο δημοφιλείς στρατιωτικές μπάντες. Και τα δυο κομμάτια βασίζονται στις ηχογραφήσεις των Harlem HellFighters οι οποίοι υπηρέτησαν στην 369ο τάγμα πεζικού ή αλλιώς την 15η μονάδα εθνοφρουράς της Νέας Υόρκης. Η συγκεκριμένη μονάδα ήταν επιφορτισμένη με την ανύψωση του ηθικού των στρατιωτών λόγω της μουσικής των Harlem Hellfighters που επίσης θεωρείται ότι μύησαν τους Βρετανούς, τους Γάλλους και άλλες εθνικότητες στη μέχρι τότε άγνωστη γι’ αυτούς τους λαούς, τζαζ μουσική. Το ‘On Patrol In No Man’s Land’ συγκεκριμένα γράφτηκε μέσα στα χαρακώματα και αναπαριστά με λέξεις κάποιους ήχους της μάχης. Οι διάφορες παγίδες που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες, έπαιξαν για τους Harlem Hellfighters το ρόλο μιας πρωταρχικής μορφής ντραμς κι έτσι αναπαριστούσαν τους ήχους των όπλων μέσα στα τραγούδια τους. Το ‘All Of No Man’s Land Is Ours’ με το οποίο και έκλεισαν το live οι Neubauten, είναι ένα ανατριχιαστικό κομμάτι των Harlem Hellfighters οι οποίοι επέστρεψαν στην Αμερική από τον πόλεμο τραγουδώντας ‘All of No Man’s Land is Ours, dear, now I have come back home to you, my honey true…’και ενώ θεωρούσαν ότι ο ρατσισμός εναντίον τους θα είχε μειωθεί, κάτι τέτοιο δεν έγινε, παρότι στους δρόμους τους Harlem εκθειάζονταν ως ήρωες. Τα δυο αυτά κομμάτια μαζί με τα ‘Lament’, ‘How Did I Die’, το παλιότερο ‘Let’s Do It A Da Da’ και τη διασκευή στο ‘Where Have All The Flowers Gone’ της Marlene Dietrich, δημιούργησαν καταπληκτική και αποστομωτική ατμόσφαιρα στο θέατρο και ήταν πραγματικά μαγικό το να γυρνάμε ο ένας στον άλλο, άγνωστοι μεταξύ μας, απλά για να παραδεχτούμε πόσο ωραία ήταν η ατμόσφαιρα στην οποία βρισκόμασταν!
Η δεύτερη σημαντική ανακάλυψη των ερευνητών που συνεργάστηκαν με τους Neubauten για το ‘Lament’ ήταν οι ηχογραφήσεις που είχαν γίνει κατά τον πόλεμο σε κέρινους κυλίνδρους. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του πολέμου εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από γλωσσολογικής, φωνητικής και ακουστικής πλευράς όσον αφορά στην προφορά λέξεων από άτομα διαφορετικής εθνικότητας. Χρησιμοποιώντας για την ηχογράφηση μικρόφωνα Edison και κέρινους κυλίνδρους, μουσικολόγοι και γλωσσολόγοι βρέθηκαν στα στρατόπεδα κράτησης αιχμαλώτων πολέμου και ζητούσαν (άραγε εθελοντικά ή υποχρεωτικά;) από τον καθένα να πει κάποιο κείμενο στη γλώσσα του. Αν οι αιχμάλωτοι δεν ήξεραν κάποιο κείμενο τους ζητούσαν να πουν στο μικρόφωνο, την ιστορία του Άσωτου Υιού της Καινής Διαθήκης. Λόγω του ότι η Καινή Διαθήκη είχε ήδη μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες, οι επιστήμονες υπέθεταν πως όλοι θα ήξεραν τη συγκεκριμένη ιστορία. Ο στόχος τους ήταν να ηχογραφήσουν το διαφορετικό τρόπο εκφοράς των λέξεων ώστε να εμπλουτιστούν οι φωνητικές συλλογές των ήδη υπαρχουσών βιβλιοθηκών (η πρώτη είχε ήδη δημιουργηθεί από τον Wilhelm Doegen στις Βρυξέλλες το 1910) και να διευκολυνθεί η διδασκαλία των γλωσσών. Όλες αυτές οι ηχογραφήσεις και οι κύλινδροι διασώθηκαν και οι Neubauten τις ενσωμάτωσαν αυτούσιες μέσα στο κομμάτι ‘Lament’ και συγκεκριμένα στο τρίτο και τελευταίο μέρος του που έχει τίτλο ‘Pater Peccavi’. Τον ίδιο τίτλο έχει και ένα οκταφωνικό αναγεννησιακό τραγούδι που γράφτηκε το 1630 από τον Clemens non Papa. Οι Neubaten διασκεύασαν το κομμάτι αυτό φτιάχνοντας μια εκδοχή για έγχορδα. Η σύνδεση με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έγκειται στο ότι ο τάφος του Clemens non Papa βρίσκεται στην φλαμανδική πόλη Diskmuide απ’ όπου ξεκίνησε ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος. Από την πόλη αυτή ξεκίνησε και η περιοδεία των Neubauten. Ο Blixa Bargeld, ο Alexander Hacke και ο Rudi Moser κρατούσαν μπροστά στη σκηνή μικρά κυβικά (5cm x 5cm) μεγάφωνα που έπαιζαν αυτούσιες αυτές τις ηχογραφήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη συνέντευξη του Blixa Bargeld, τα συγκεκριμένα ντοκουμέντα χρησιμοποιήθηκαν ως εύθραυστα αντικείμενα, με σεβασμό στους ανθρώπους αυτούς. Οι ηχογραφήσεις, επισημαίνει, δεν αναζητούν σφραγίδες γνησιότητας, ούτε ενσωματώθηκαν για λόγους εντυπωσιασμού.
Η a capella διασκευή στο κομμάτι της Marlene Dietrich ‘Where Have All The Flowers Gone’ ήταν μέρος του encore και ο Blixa Bargeld εμφανίστηκε στη σκηνή φορώντας πάνω από το μαύρο του κοστούμι μια κάτασπρη κάπα που φαινόταν σα να ήταν φτιαγμένη από αφρό. Με το φωτισμό να τονίζει μόνο τη δική του φιγούρα στη σκηνή, οι αντιθέσεις στα χρώματα του έδιναν εξωκοσμικές διαστάσεις. Όπως εξηγεί ο ίδιος, η Marlene Dietrich είχε σαφή και ξεκάθαρη αντιναζιστική θέση την οποία είχε εκφράσει ανοιχτά όταν συμμετείχε στον αμερικάνικο στρατό που πολεμούσε τη Γερμανία. Η στάση της αυτή θεωρήθηκε εθνική προδοσία. Οι Neubauten ενσωμάτωσαν αυτό το κομμάτι επιδιώκοντας να εκφράσουν την άποψή τους ότι ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτελεί συνέχεια του πρώτου και ότι όσοι εξακολουθούν στη Γερμανία να θεωρούν ότι η Dietrich πρόδωσε τη χώρα αποδεικνύουν ότι ο πόλεμος συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Παρ’ όλ’ αυτά δεν γίνεται κατά τη γνώμη μου σαφές κάτι τέτοιο και η ίδια η άποψη αυτή φαντάζει ασαφής. Η ενέργεια του θεάτρου που όσο περνούσε η ώρα όλο και αυξανόταν, ευτυχώς ξέσπασε στο παλιότερο κομμάτι ‘Let’s Do It A Da Da’ που ήταν και το μοναδικό παλιό κομμάτι του setlist, το οποίο συμπεριλήφθηκε επειδή οι Neubauten θεώρησαν πως σε συμβολικό επίπεδο είναι συναφές με τα υπόλοιπα κομμάτια του ‘Lament’. Ενδιαφέρον σημείο του live ήταν επίσης η εκτέλεση του κομματιού ‘The Willy-Nicky Telegrams’ που είναι ουσιαστικά η μουσική αναπαράσταση των τηλεγραφημάτων που αντάλλαξε ο Kaiser (Willy) με τον τσάρο Nicholas (Nicky) της Ρωσίας. Τα υποκοριστικά του τίτλου αποτελούν ευθεία κριτική σε όσα αντιπροσώπευαν οι δυο μονάρχες. Ο Alexander Hacke είχε το ρόλο του Nicky ενώ ο Blixa Bargeld του Willy και ο Andrew Unruh έπαιζε κρουστά κάνοντας σήματα Mors! Παρ’ όλ’ αυτά αν δεν ξέραμε περί τίνος επρόκειτο τίποτα από την ερμηνεία ή τον τρόπο εκφοράς των στίχων ή κάτι άλλο δε θα οδηγούσε εκεί το μυαλό μας. Στο κομμάτι ‘In De Loopgraaf’ χρησιμοποιήθηκε μια μεγάλη κατασκευή που είχε ένα σωλήνα ο οποίος στεκόταν πάνω σε μια ξύλινη βάση με 5 σειρές από συρματόπλεγμα οι οποίες συμβόλιζαν την τραυματική εμπειρία της μάχης. Προς έκπληξη όλων, ο Andrew Unruh ‘έπαιζε’ αυτά τα σύρματα σα να ήταν τα πλήκτρα ενός ξυλοφώνου. Συγκινητική ήταν η στιγμή όπου ο Alexander Hacke περπατούσε στη σκηνή με μια ‘μουσική’ πατερίτσα η οποία στο κάτω μέρος της είχε ένα μικρόφωνο που έβγαζε ένα ‘πνιγμένο’ θόρυβο στο κάθε βήμα του. Ο στόχος τους ύπαρξης αυτού του ‘οργάνου’ ήταν να συμβολίσει τους τραυματίες του πολέμου, τους η χρήση του δεν περιορίστηκε εκεί. Οι Neubauten είχαν βάλει μια χορδή ανάμεσα και παράλληλα στα δυο μακριά ξύλα τους πατερίτσας και τους αποστόμωσαν όταν έβγαλαν ήχο από ‘κει με ένα πριόνι που είχε το ρόλο του δοξαριού!
Δεν ξέρω αν οι υπόλοιποι έφυγαν προβληματισμένοι τους εγώ από αυτό το live ούτε αν εκτίμησαν τους εγώ τους τους πληροφορίες που, μέσω τους μουσικής, τους έδωσαν οι Neubauten. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό που είδα και άκουσα και κυρίως η υπευθυνότητα και η αυθεντικότητα των ιδεών των Neubauten σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα. Η επιλογή των πτυχών τους θέματος που θα τονιστούν σ’ ένα έργο, δεν είναι ούτε απλή υπόθεση ούτε κάτι το δεδομένο. Το ότι υπήρχαν πτυχές με μουσικό/ηχητικό ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια τους τους φρικαλέας σύρραξης ήταν κάτι που έπρεπε ν’αναδειχτεί. Τους αυτό που θα μου μείνει από αυτή την παράσταση είναι η εξαιρετική πνοή που έδωσαν στα θύματα και τους πληγωμένους αυτού του πολέμου όπου αλλού τους εμφάνιζαν ως βασανισμένα φαντάσματα τους Ιστορίας που δε μπορούν να ησυχάσουν ταλαντευόμενα ανάμεσα σε δυο κόσμους (‘How Did I Die’) και αλλού τους έδιναν μια στοιχειωμένη μορφή μέσα από αντικείμενα (βλ. ‘μουσική’ πατερίτσα και ‘In De Loopgraaf’).
Ανταπόκριση και φωτογραφίες: Νάντια Σαββοπούλου