RELEASE ATHENS 2016 - Day 3 [PJ Harvey, Slowdive, The Brian Jonestown Massacre] live @ Πλατεία Νερού - 07/06/2016
RELEASE ATHENS 2016 - Day 3 [PJ Harvey, Slowdive, The Brian Jonestown Massacre] live @ Πλατεία Νερού - 07/06/2016
Φτηνά τη γλυτώσαμε… Οι μεσημεριάτικες καταιγίδες είχαν θέσει σε σοβαρή αμφισβήτηση την διεξαγωγή της τρίτης ημέρας του πρώτου Release Festival, ευτυχώς για όλους όμως, έριξε όση βροχή είχε να ρίξει κι ο ουρανός απέμεινε σχετικά καθαρός ώστε να δούμε αυτά που τόσο διακαώς επιθυμούσαμε. Βέβαια, μια σχετική αναστάτωση δημιουργήθηκε, γεγονός που με εμπόδισε να βρεθώ εγκαίρως στο γνώριμο πλέον χώρο της Πλατείας Νερού για να παρακολουθήσω τα δύο πρώτα συγκροτήματα από την εγχώρια σκηνή, τους Noise Figures και τους Closer.
Τους έχω δει αμφότερους πολλάκις, ποτέ δε με απογοητεύουν, και οι δύο είχαν νέες δουλειές να παρουσιάσουν, οπότε είμαι σίγουρος ότι έκαναν το ιδανικότερο μπάσιμο για μια βραδιά που έδινε μύριες υποσχέσεις για σπουδαία συναυλιακά δρώμενα. Βέβαια, δεν παύεις ποτέ να σκέφτεσαι ότι είναι άδικο και άχαρο για τις υποστηρικτικές μπάντες να παίζουν μέσα στον ήλιο. Πιστεύω ότι ούτε εκείνες το απολαμβάνουν, ούτε και το ακροατήριό τους. Δε λέω ότι μπορεί να γίνει κάτι επ’ αυτού, ο χρόνος είναι αμείλικτος και για να προφτάσουν να παίξουν πέντε συγκροτήματα, κάποιοι πρέπει να ξεκινήσουν νωρίς. Απλά δεν αποφεύγεις να το μελετάς ενώ βλέπεις τους μουσικούς να παίζουν κάποτε υπό συνθήκες στις οποίες δε θα ήθελες να βρεθείς εσύ ο ίδιος. Επίσης, επειδή η επίδοση πιθανώς να είναι πεσμένη από την πλευρά των καλλιτεχνών, υπάρχει η σοβαρή πιθανότητα να αδικηθεί κάποιος και να θεωρηθεί ως μη ικανός να κάνει κάποια διαφορά με τη μουσική του, ενώ το πρόβλημα να έγκειται και στο ότι το ακροατήριο δεν είναι και στην καλύτερή του φάση να παρακολουθήσει με όρεξη κάτι που διαδραματίζεται την ώρα που θα προτιμούσε να πιει την πρώτη μπύρα της βραδιάς, να χαλαρώσει από τη δουλειά που εγκατέλειψε με την ψυχή στο στόμα προκειμένου να προλάβει, να συναντήσει τους φίλους με τους οποίους έχει δώσει ραντεβού νωρίτερα κοκ. Χώρια που σε ορισμένα συγκροτήματα, το φως δεν ταιριάζει με τη μουσική τους. Όπως στους Slowdive για παράδειγμα, που ξεκίνησαν το χορό των ξένων ονομάτων.
Ήταν λίγο άκομψο να βλέπεις τους βασιλιάδες της ατμόσφαιρας και της νυχτερινής μυσταγωγικής ηχητικής έκφρασης να παίζουν με τον ήλιο στα μάτια, ακόμη αρκετά ψηλά όταν ανέβηκαν στη σκηνή. Όχι ότι έδειξαν να έχουν κάποιο πρόβλημα να αποδώσουν τα μέγιστα, αλλά ήταν προφανές ότι όσο ο ήλιος προχωρούσε προς τη δύση του, η συνολική εικόνα που μας έδιναν γινόταν ολοένα και καλύτερη, ολοένα και μαγευτικότερη. Είναι πάνω από δύο χρόνια τώρα που έχουν επανασυνδεθεί και κάνουν συναυλίες, οπότε δεν τίθεται θέμα να ψάχνουν να βρουν το βηματισμό τους σ’ αυτή την αναγέννησή τους. Είναι το ίδιο πλήρης μπάντα όπως και παλιά, με ένα υλικό που το κοινό τους διψάει να ακούσει ζωντανά, μιας που οι περισσότεροι δεν είχαν την τύχη να το ακούσουν live στην πρώτη τους περίοδο. Και κανείς ασφαλώς δεν απογοητεύτηκε από τα όσα έπαιξαν στη μία περίπου ώρα της εμφάνισής τους.
Το σετ ήταν αναμενόμενα ένα greatest hits από τους δίσκους τους, τίποτε πονηρό και τίποτε ψαγμένο που θα αναγνώριζαν μόνο οι πιστότεροι από τις λεγεώνες των ανθρώπων που τους έχουν ερωτευθεί σε ολόκληρη την παράξενη πορεία τους. Ξεκίνημα με το ομώνυμο του γκρουπ κομμάτι, σύντομα ήρθε το Catch The Breeze σαν περιγραφικό του τοπίου και του κλίματος τραγούδι, τιμήθηκε αναμενόμενα το Souvlaki Space Station στη χώρα που όφειλαν περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη να παίξουν, έριξαν τους τόνους στο Dagger, κλασική Alison ένα βήμα πριν την έξοδο και τελείωμα με μία διασκευή στο Golden Hair του Syd Barrett, εκεί όπου οι κιθάρες γίνονται μεγαλύτερες από την ίδια τη ζωή κι αφήνουν τη σκηνή μέσα σε κλίμα απόλυτου κιθαριστικού οργασμού. Γενικά προκαλούσε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο αναπαράχθηκε τόσο πειστικά ο ήχος της κιθάρας στο live, το πώς ο Neil Halstead (γενειοφόρος και με καπέλο όμοιο ενός Αμερικανού που έχει ξεμείνει στην ακτή του ωκεανού κι έχει ξεχάσει ότι το αληθινό του σπίτι βρίσκεται μακριά, στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού!) ξεσπούσε στην εξάχορδή του κάνοντάς την να ουρλιάζει με μια ζεστή φωνή που καθόρισε το εμβληματικό ύφος του shoegaze, ενόσω η Rachel Goswell δίπλα του ήταν η οικεία σταθερά στην εικόνα και τη φωνητική τους έκφραση και ο μπασίστας Nick Chaplin έδινε μια post punk νότα – κι όχι μονάχα με το Bauhaus μπλουζάκι του – που θα μπορούσε να ήταν αταίριαστη στο συνολικό αποτέλεσμα μα τελικά ήταν κάθε άλλο παρά… Αποχώρησαν κάτω από επευφημίες, τις ίδιες πάνω κάτω με τις οποίες υποδεχθήκαμε τους επόμενους.
Δε γνωρίζω εάν οι Brian Jonestown Massacre απολαμβάνουν το ίδιο status υστεροφημίας με τους Slowdive, το θέμα είναι πάντως ότι συνολικά στάθηκαν όμοια εξαιρετικοί κι απολαυστικοί με τους προηγούμενους, αν και με διαφορετικό τρόπο. Άλλη είναι η ειδικότητά τους, δεν εμμένουν στο να δημιουργήσουν κάποια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα παρά μόνο ένα ηχητικό περιβάλλον που να αποπνέει ψυχεδελικά χρώματα κι αρώματα κι ατόφιο ροκ εν ρολ συναίσθημα. Δε θα καυχηθώ ότι είμαι ο μεγαλύτερός τους οπαδός, τους έβγαλα πάντως το καπέλο εκείνο το βράδυ (όπως και στο άλλο τους live, όταν έπαιξαν στο Fuzz Club) για την ικανότητά τους να κερδίζουν το λαό με τις σταθερά σπουδαίες τους δουλειές, που επάνω στη σκηνή μετουσιώνονται σε διονυσιακές τελετές μαύρης ηχητικής μαγείας.
Το σχήμα του Anton Newcombe είναι αδιαμφισβήτητα μια καλολαδωμένη μηχανή (πώς θα μπορούσε να μην είναι μετά από τόσο τεράστια δισκογραφία;) που δε θέλει να βγει από το γκαράζ της μα το κάνει για να διαδώσει το λόγο ενός φιλεύσπλαχνου Θεού που αγκαλιάζει κάτω από τις φτερούγες του όλα τα άσωτα παιδιά που αγαπούν τη μουσική και τις πονηρές απολαύσεις περισσότερο από μια θέση σ’ έναν αμφίβολο παράδεισο. Με τις τρομερές του φαβορίτες, ορατές από χιλιόμετρα πια, ο Newcombe προέδρευσε του συνεδρίου εκμάθησης βασικών, στοιχειωδών κανόνων ροκ εν ρολ δεξιότητας και γνώρισε την αποθέωση από το ποίμνιό του. Είναι από τους καλύτερους πλέον στο είδος του, και καθόλου άδικα δε θα δείτε να αναφέρουν τους BJM σαν την καλύτερη μπάντα στον κόσμο. Αν κατοικείς σε κάποιες πολύ συγκεκριμένες πτυχές αυτού του πλανήτη (και δεν εννοώ γεωγραφικά αλλά σαν κατάσταση μυαλού και τρόπου ζωής), ο παραπάνω ισχυρισμός κάθε άλλο παρά υπερβολικός είναι. Και φτάνουμε στο ζουμί της βραδιάς, στον αδιαφιλονίκητο headliner της διοργάνωσης.
Η PJ Harvey είναι αντικείμενο λατρείας για πολλούς, όχι ένα ακόμη όνομα που πηγαίνεις να δεις για να γεμίσεις μια βραδιά που έχεις ελεύθερη. Εξ ου και η προσέλευση ήταν ανάλογη ενός προσκυνήματος κατά τη διάρκεια θρησκευτικής εορτής, με τον ίδιο μάλιστα σεβασμό και κατάνυξη που θα περίμενες από κάτι αντίστοιχο. Πιστεύω ότι δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για πολλούς κατά πόσο ήταν ωραίο ή όχι το πιο πρόσφατό της άλμπουμ. Θα πήγαιναν ούτως ή άλλως, μόνο και μόνο να καταθέσουν την ευγνωμοσύνη τους στα πόδια της για όλες τις ανυπέρβλητες στιγμές που κατά καιρούς τους έχει χαρίσει. Και η ίδια κάνει ότι μπορεί να ανταποδώσει. Έχει συναρμολογήσει ένα άλμπουμ που λέει πολλά για το πού ακριβώς βρίσκεται η ίδια αυτή την περίοδο, καθώς και ένα σόου που ξεφεύγει από τα τετριμμένα, τα δικά της και γενικότερα. Ακόμη λοιπόν κι αν βρίσκεις μέτριο το The Hope Six Demolition Project (κι εγώ ανάμεσά τους, ας μην κρυβόμαστε…), περίμενε μέχρι να το ακούσει παιγμένο ζωντανά, με εννέα ακόμη μουσικούς στο πλάι της, κι έλα να το ξανασυζητήσουμε! Είναι δεδομένη η στροφή της σε πιο έντεχνες φόρμες – κι όχι τώρα μάλιστα, από τους δύο προηγούμενους δίσκους της είχαμε πάρει μυρωδιά που (περίπου) το πάει.
Όποιος λοιπόν ήθελε και περίμενε να τη δει να ανεβαίνει με μία κιθάρα ηλεκτρική ζωσμένη να βάζει φωτιά στο Φάληρο, μάλλον έφυγε απογοητευμένος. Όποιος πάλι είχε ανοιχτούς τους αισθητήρες του να δεχτεί όσα είχε αυτή τη φορά να μας χαρίσει, τότε μάλλον έζησε μια νέα συγκλονιστική εμπειρία υπό την επιμέλειά της. Αυτό που είδαμε δεν ήταν συναυλία ουσιαστικά, περισσότερο με παράσταση έμοιαζε – και ήταν τελικά, είναι σκηνοθετημένη κανονικά, σκηνογραφημένη και με το κουστούμι / φόρεμα που φοράει σχεδιασμένο ειδικά για εκείνη. Αυτό λοιπόν παρουσιάζει βασικά, και μάλιστα στην ολότητά του – πλην ενός κομματιού. Δίπλα του στέκονται τρία ακόμη κομμάτια από το προηγούμενο Let England Shake – που διέπονται από την ίδια ηχητική και στιχουργική λογική – μαζί με ένα ακόμη από το εσωστρεφές White Chalk. Μας μένουν επομένως τρία μόλις τραγούδια από τα παλιά κι αγαπημένα (50 Ft. Queenie, Down By The Water και To Bring You My Love για όσους τα σημειώνουν αυτά), συν δύο ακόμη στο encore (Working For The Man και A Perfect Day Elise, που δεν θα τις έλεγες από τις δυνατές στιγμές του παρελθόντος της).
Παρόλα αυτά, δε νομίζω να αποχώρησε κανείς απογοητευμένος από τις επιλογές της αυτές, αν και δεν κοίταξα πίσω να επιβεβαιώσω επειδή η προσοχή μου ήταν καθηλωμένη στη σκηνή. Παραμένει μαγνητική, ακόμη κι αν πια αντί για ένα ηλεκτροφόρο εξάχορδο τέρας κρατάει (και παίζει εννοείται) το εξίσου σέξι κατά τα άλλα σαξόφωνο. Έχει, όπως προείπαμε, εννέα ακόμη μουσικούς δίπλα της ώστε να ευοδώνεται απροβλημάτιστα το όραμά της. Γνωστά αγόρια όλα τους από το παρελθόν (της): ο χρόνια συνοδοιπόρος της John Parish, o πρώην Κακός Σπόρος Mick Harvey, ο James Johnston από τους Gallon Drunk, ο έχω-παίξει-με-τους-πάντες-σαξόφωνο Terry Edwards, το πολυεργαλείο με το όνομα Alain Johannes κτλ. Εκείνη δε χρειάζεται να κάνει πολλά, ερμηνεύει μόνο με τον αμίμητο τρόπο της και περιφέρει τη Θεοσύνη της μπροστά μας. Πόσο άσχημα θα μπορούσαν να έχουν πάει τα πράγματα; Καθόλου, όπως αποδείχθηκε, πλην εκείνων που περίμεναν να σταθεί εκεί και να τους υπενθυμίσει στιγμές από τη δική τους νιότη, πίσω στα ‘90ς, τότε που έβραζε το αίμα όλων, το δικό της και το δικό μας. Όμως αυτό είναι κάτι που δεν την ενδιαφέρει να κάνει και δικαίως. Η ζωή τραβάει μπροστά, το ίδιο και η Τέχνη της, κι όποιος επιθυμεί ανεβαίνει στο άρμα της. Το ταξίδι είναι διαφορετικό μα παραμένει μαγικό, όπως και η βραδιά που μας χάρισε (για πέμπτη φορά στη χώρα μας) εκεί, δίπλα στη θάλασσα, σ’ ένα σκηνικό που με παράξενους τρόπους – και χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το γιατί ακριβώς – της ταίριαζε απόλυτα.
Μάνος Μπούρας
Photos: Μιχάλης Λαζαρίδης