20ο Wave Gotik Treffen - 9-13 Ιουνίου 2011, Λειψία [part 1]
20ο Wave Gotik Treffen - 9-13 Ιουνίου 2011, Λειψία [part 1]
**Το πρώτο μέρος της ανταπόκρισης από τον Tec-Goblin, θα ακολουθήσει σε λίγο το δεύτερο μέρος από τη Ν. Σαββοπούλου, καθώς και ξεχωριστό section με φωτογραφίες.
Το 20ό Wave Gotik Treffen ξεκινούσε με ψηλά τον πήχη, όχι μόνο για τον επετειακό του χαρακτήρα, αλλά και για το χρέος του: χρωστούσε τους Legendary Pink Dots και την Diamanda Galas που ακυρώθηκαν πέρσι. Χρωστούσαμε κι εμείς μαζί στο postwave μια σωστή ζωντανή κάλυψη από το twitter αλλά και σωστή, αποκλειστική φωτογραφική κάλυψη. Και, σαν τους Λάνιστερ, δεν ξεχνούμε ποτέ τα χρέη μας ;). Βάλτε μουσικούλα, πάρτε κάτι για να μη στεγνώσει ο λαιμός και ακολουθείστε μας στο μεγαλύτερο γεγονός της σκοτεινής εναλλακτικής σκηνής...
Πέμπτη
Την Πέμπτη είχαμε την επανάληψη του πρώτου Wave Gotik Treffen, με τα ίδια συγκροτήματα, για να τιμηθεί η 20ή επέτειος. Δυστυχώς, θα σας απογοητεύσουμε: η αποστολή του postwave έφτασε πολύ αργά για να προλάβει αυτή τη συναυλία. Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι Das Ich εμφανίστηκαν με υπηρεσιακό σχήμα, αφού ο τραγουδιστής, ο Ackermann, έχει ένα σοβαρό - και δυστυχώς πιθανώς ανυπέρβλητο - πρόβλημα υγείας.
Παρασκευή
Χρειάζεται να επαναλάβω σε αυτό το σημείο μερικές βασικές πληροφορίες για τον παλμό της πόλης κατά τη διάρκεια του γεγονότος: οι έξαλλες ενδυμασίες και ο μαυροντυμένος κόσμος κατακλύζουν όχι μόνο τους δεκάδες συναυλιακούς χώρους αλλά και το κέντρο της πόλης. Κάθε λογής γότθοι, rivetheads, death rockers και νοιζάδες απαντιόνται σε γκρουπάκια, όχι μόνο στα τρένα που οδηγούν στην πόλη, αλλά και στο αεροδρόμιο του Βερολίνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν Γερμανοί που έρχονται μόνο για αυτή τη γιορτή και όχι για να δουν συγκροτήματα. Ευτυχώς για όλους μας, εμείς στο postwave δεν θα αφήναμε ποτέ μια καλή ευκαιρία να δούμε ένα συγκρότημα!
Μετά την χαρά της απόκτησης του δημοσιογραφικού πάσου, και την λιγότερο μεγάλη χαρά του ελαφρώς πλαστικοποιημένου χάρτινου βραχιολιού, ακολούθησε μια χαλαρή βόλτα στο μεσαιωνικό χωριό. Υπό τη μυρωδιά της τσίκνας από τις ψησταριές και τα τηγάνια, περιτριγυρισμένος από τη φύση και τους γότθους και κάτω από έναν καυτό ήλιο παρακολούθησα τους Neun Welten να... ασελγούν πάνω στα κομμάτια τους. Γιατί αυτά τα ξερά ροκ κρουστά, και γιατί τόσο δυνατά ρε παιδιά; Στα σημεία που σιωπούσαν, μπόρεσα πράγματι να ακούσω τις γλυκές και σύνθετες μελωδίες του συγκροτήματος να σχηματίζονται γύρω από το βιολί της Aline.
Με τη γεύση ενός πατατο-λάνγκος με κάτι σαν τζατζίκι χωρίς αγγούρι στο στόμα έφυγα για τους 18 Summers (θυμίζω ότι πρόκειται για τους Silke Bischoff, που αναγκάστηκαν να μετονομαστούν μετά από μια δικαστική διαμάχη με την οικογένεια του άτυχου κοριτσιού που δεν ήθελε να βλέπει το όνομά της σε αφίσες στους δρόμους). Η ιδέα της κατάληψης των συνθ από μια κοπελιά με αθλητικό μαγιό η οποία έμοιαζε να έχει ζήσει όντως μόνο 18 καλοκαίρια ήταν ευχάριστη, αλλά δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο για τον τραγουδιστή. Φαίνεται ότι το ακίνητο αγγούρι που έλειπε από το λάγκος ήταν στη συναυλία: για να βρω πιο ακίνητο άνθρωπο πρέπει να πάω στο Σύνταγμα να κοιτάξω τον τσολιά όταν δεν βηματίζει. Σε συνδυασμό με την επιμονή των 18 Summers να μην πειράξουν σοβαρά τον ήχο για να δώσουν περισσότερη ενέργεια στα (κατά τ'άλλα αγαπημένα και γλυκύτατα κομμάτια), παραλίγο να μας στείλει για ύπνο.
Τον παρατάω και τρέχω προς το Πάνθεον. Εκείνη την ώρα, δυστυχώς, γίνονταν ακόμα έργα, με αποτέλεσμα η κοντινότερη πρόσβαση σε αυτό να είναι κλεισμένη. Με την αναμπουμπούλα, βρέθηκα στον γειτονικό χώρο όπου είδα τους... Ιορδανούς Bilocate να παίζουν κάτι μεταξύ black και gothic metal (οι ειδήμονες του χώρου ας με διορθώσουν). Σε κάποια στιγμή έκαναν μια βάρβαρη διασκευή σε Paradise Lost, αλλά το τελικό αποτέλεσμα ήταν αρκετά ευχάριστο. Ήξεραν να παίζουν καλά τα όργανά τους και είχαν καλή χημεία. Επίσης, πρέπει να έχει πέσει φτώχεια και να μην τρώνε καλά εκεί στην Ιορδανία, ήταν σαν τους 7 νάνους χωρίς τη Χιονάτη και δυο νάνους. Ας ελπίσουμε ότι θα τηρήσει ο βασιλιάς τους τις υποσχέσεις του
Τέλος πάντων, δεν μπορούσα να αφήνω τους γάμους και να χαζεύω τα πουρνάρια για πολύ... έτρεξα στο Pantheon όπου εμφανώς είχε αλλάξει το πρόγραμμα και το Anti-Group/TAGC έπαιζε για περισσότερο από το αναμενόμενο μέσα από έναν υφασμάτινο κύβο στον οποίο προβάλλονταν υπέροχες προβολές με σχήματα που παρέπεμπαν στη φύση και σε αρχαίους πολιτισμούς. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μαγευτικό, καλύτερα να το περιγράψω με εικόνες
Δυστυχώς, δεν προλάβαινα να τους δω μέχρι τέλους. Αφού ο κύριος Hands, συνεχίζοντας την περσινή συζήτηση, μού εξήγησε ότι σε 2-3 μήνες και η Hands Records θα έχει ηλεκτρονική διαμονή, και αφού τον έκανα αρκετά πλουσιότερο αγοράζοντας ό,τι δεν με βόλευε να πάρω ταχυδρομικώς, έτρεξα στο κέντρο της πόλης.
Εντάξει, έτρεξα, τρόπος του λέγειν: μέχρι αυτό το σημείο είχα ξαναεξοικειωθεί με τα τραμ της πόλης, και πρόλαβα να βρεθώ στο ιδιαίτερα επίσημο Κεντρικό Θέατρο για να παρακολουθήσω τον Sieben. Ο Βρετανός έκανε αυτό που ξέρει να κάνει καλά: με γλυκάδα, χιούμορ αλλά και κάποια μελαγχολία έχτιζε με το βιολί του μελωδίες και ρυθμούς, τις ηχογραφούσε σε λούπες μία μία και κατέληγε σε πλούσια και σύνθετα neo-folk-οειδή τραγούδια. Η ικανότητά του να δημιουργεί θορύβους και drums απλά χτυπώντας το βιολί του ή ξύνοντας τα δόντια του σε αυτό είναι αξεπέραστη. Έχει επίσης ενδιαφέρον το ότι χρησιμοποιεί τρόπους να χτιστεί ένα κομμάτι που εμφανίστηκαν στο Bolero του Ravel αλλά είναι πια συνηθισμένοι στην trance, και καταφέρνει με αυτές τις πρώτες ύλες να διασκευάσει το Transmission των Joy Division. Συνίσταται!
Με αυτούς τους ήχους στο μυαλό βρέθηκα πίσω στο Πάνθεον για να δω τους ιστορικούς Clock DVA να παίζουν στον ίδιο κύβο στον οποίο έπαιξε και το Anti-Group. Δεν είχα πολύ χρόνο, αλλά δεν χρειαζόμουν κιόλας: ο ήχος τους ήταν ακατέργαστος και οι προβολές ανέμπνευστες. Είναι εκπληκτικό το πώς ωχριούσαν μπροστά στους «νέους» Anti-Group.
Δεν πειράζει, γιατί ακολουθούσε ένα συγκρότημα-εγγύηση: οι Deine Lakaien. Τώρα τι να σας πω; Αν τους έχετε δει, ξέρετε τι να περιμένετε. Αν δεν τους έχετε δει, κανονίστε να τους δείτε, διότι οι ζωντανές ενορχηστρώσεις του Horn και η επιβλητική παρουσία του Veljanov κάνουν τα studio album να μοιάζουν φτωχά. Μπορώ μόνο να παρατηρήσω ότι δεν ήταν η καλύτερη συναυλία τους που έχω δει. Δεν φταίνε τα νέα κομμάτια (που σε γενικές γραμμές δούλεψαν καλά). Ήταν ο ξερός χώρος και η απουσία της μίας βιολίστριας και του κιθαρίστα που έκαναν τη συναυλία λίγο λιγότερο μαγική.
Σάββατο
Το Σάββατο χάσαμε λίγο χρόνο γυρίζοντας από το ξενοδοχείο μετά τη Δρέσδη, και έτσι δεν πρόλαβα να δω τον Destroid, αλλά μικρό το κακό. Βρέθηκα να βλέπω τους Σουηδούς Agrezzior οι οποίοι, αν και δεν ήταν ακόμα 7 η ώρα, είχαν κάνει το κοινό να χορεύει στους ήχους EBM παλαιάς κοπής. Ο τραγουδιστής μετέδιδε την ενέργειά του, αν και ο κόσμος δεν πρέπει να κατάλαβε το πώς πείραζε ζωντανά τούς στίχους, φροντίζοντας να τσαλακώνει τον εαυτό του. Αποκορύφωμα ήταν όταν τραγούδησε πάνω από ένα κομμάτι τους το ρεφραίν του Popular, του κομματιού που έστειλε φέτος η Σουηδία στη Eurovision! (Και ναι, το αναγνώρισα :p)
Ακολούθησαν μετά οι Faderhead, έχοντας τη στόφα του μεγάλου συγκροτήματος. Τι εννοώ; Κατάφεραν να ενθουσιάσουν ένα μεγάλο ετερόκλιτο κοινό (πάνω από 5000). Έπαιξαν έξυπνα με την προσμονή μας (με αντίστροφη μέτρηση και πλάνα από τα καμαρίνια) και έκαναν σόου με τα όλα του (ανέβηκαν σε τραπέζια, μιλούσαν στο κοινό και μας ωθούσαν στο να συμμετέχουμε). Τα φωνητικά ήταν υπερβολικά δυνατά και τόσο καθαρά που έμοιαζαν σκηνικά περισσότερο με μια EBM μπάντα σαν τους VNV Nation στα πιο ενεργητικά τους κομμάτια παρά με TBM djs, και είχαν την ανάλογη ανταπόκριση από το κοινό. Μένει τώρα να κάνουν κάτι για να κάνουν τις περισσότερες συνθέσεις τους να μη μοιάζουν με μισοτελειωμένα κομμάτια ή fillers με μηδενική μελωδία.
Για να μην τρέχω πάνω κάτω, αποφάσισα να μείνω να δω Feindflug: αυτή τη φορά από μια απόσταση ασφαλείας από το κεντρικό βρωμόξυλο. Στο Agra Hall στην αρχή δεν έπεφτε καρφίτσα, παρά το ότι οι Feindflug δεν είχαν κάτι καινούριο να παρουσιάσουν. Ο μοναδικός ενεργητικός μιλιταριστικός και ψυχρός τους ήχος, αλλά κα το αντίστοιχο σόου με τα τύμπανα και την κιθάρα (στο οποίο δεν έκαναν τον κόπο να μας μιλήσουν) φαίνεται ότι έχουν τους φανατικούς τους.
Και μετά ακολούθησε για μένα το highlight του φεστιβάλ, το συγκρότημα του οποίου τα μπλουζάκια συναντούσες πιο συχνά, οι Front 242. Οι δημιουργοί του όρου «EBM» τα έσπασαν κανονικά! Μπροστά σε ένα μικρό και φιλικό mosh pit, και με λαό πιο ήρεμου κοινού να γεμίζει την υπόλοιπη αίθουσα, άρχισαν τους ήχους του Body 2 Body. Οι προβολές, η ενέργεια και ο χορός τους έφτιαχναν μια ατμόσφαιρα έκστασης η οποία έκανε το κορμί να χτυπιέται στους σύνθετους χορευτικούς ρυθμούς τους. Ακολούθησαν με το Together και συνέχισαν εναλλάσσοντας παλιά με νέα κομμάτια, χωρίς να χαλαρώνει το κοινό ποτέ. Δυστυχώς, κάποιο τεχνικό πρόβλημα τούς χτύπησε στο χειρότερο σημείο: στο Welcome to Paradise. Προσπάθησαν να συνεχίσουν για άλλο λίγο, αλλά αναγκάστηκαν να τα παρατήσουν. Φτάσαμε στην πηγή, αλλά ήπιαμε μόνο λίγες γουλιές νερό.
Τουλάχιστον εγώ είχα μια εναλλακτική: σε δέκα λεπτάκια ήμουν με την παρέα του Lucifer στο μεσαιωνικό χωριό, όπου ο καιρός είχε χαμογελάσει στους φαν των Faun: μπροστά σε πολύ κόσμο έπαιζαν καθαρά και όμορφα τους ήχους που αντλούν από την παράδοση όλης της Ευρώπης. Δεν τους έχω παρακολουθήσει αρκετά για να είμαι σίγουρος, αλλά πρέπει να μας έπαιξαν και κομμάτια από το επερχόμενο άλμπουμ τους. Δυστυχώς, μιας και είχαν ξεκινήσει την ίδια ώρα με τους Front 242, δεν πρόλαβα να τους χορτάσω.
Περιέργως, είχαμε ακόμα κουράγιο μετά για μια γύρα στα μπαράκια της πόλης. Η Sixtina είχε απαγγελία ποίησης (τη λυπήθηκα την κοπελιά, 10 άνθρωποι την άκουγαν), και όπως πάντα μια τεράστια ποικιλία σε αψέντια. Το Darkflower δεν παλευόταν: είχε υπερβολικά πολύ κόσμο για να είναι εφικτός κάποιος χορός, και οι djs κάνανε τόσο άκυρα περάσματα που νόμιζα ότι έπαιζε το shuffle του media player τους.
Κυριακή
Η Κυριακή ξεκίνησε με μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη με τον Σουηδό Cryo. Θα την βρείτε εδώ, οπότε εδώ θα επικεντρωθώ στα συναυλιακά. Πάντως, λόγω συνέντευξης, της ακύρωσης των Love is Colder than Death και της εκλεκτής παρέας, δεν μπόρεσα να επαναλάβω τον περσινό άθλο των 11 συγκροτημάτων σε μια μέρα.
Ευτυχώς, η ποιότητα υπερκέρασε την ποσότητα. Ξεκίνησα με τον Cryo (ποιον άλλον;), ο οποίος έπαιζε, μαζί με τον σύντροφο από τους Project X, σε μια κατάφωτη σκηνή μπροστά σε ένα πάρκο. Εντελώς άκυρο σκηνικό, ο ντροπαλούλης τραγουδιστής ήταν λίγο έξω από τα νερά του, η κίνησή του ήταν περίεργη, αλλά η μουσική μάς αποζημίωσε. Αρκετός κόσμος χόρεψε στα έξυπνα και σύνθετα ηλεκτρονικά αυτού του συγκροτήματος και πολλοί άλλοι παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τον Martin να ντύνεται με την πορτοκαλί στολή των κρατούμενων του Γκουαντάναμο και να τραγουδάει για λίγο με μαύρη κουκούλα χωρίς οπές στο κεφάλι.
Με το που τέλειωσαν οι Cryo, πήρα το λεωφορείο και βρέθηκα στο Werk II, όπου μόλις τέλειωναν το sound check οι 13th Monkey. Ε, λοιπόν, η μαϊμού μάς ξέσκισε. Ήταν η συναυλία που ευχαριστήθηκα περισσότερο: ασταμάτητο κοπάνημα με πολύ δουλεμένους θορύβους και από τα δυο άλμπουμ τους. Όταν λέω ασταμάτητο, το εννοώ κυριολεκτικά: ήταν ένα τεράστιο set στο οποίο παίζανε ζωντανά με τα κομμάτια τους, αυτοσχεδιάζοντας χωρίς να θυσιάζουν το ρυθμό και τη δύναμη του tecnoise τους. Είναι ενδιαφέρον ότι ένας από αυτούς είναι βασικό μέλος των KieW, οι οποίοι δεν φημίζονται για τους σταθερούς χορευτικούς ρυθμούς τους.
Μετά από αυτό, ήταν δύσκολο να με συνεπάρουν οι 100Blumen. Όπως και στους δίσκους τους, είναι ένα πολύ περίεργο συγκρότημα: είχαν το σύμβολο της αναρχίας στο φόντο (με εξαίρεση το σημείο στο οποίο εμφανίστηκε το «Love Music, Hate Fascism»), έκαναν αναφορές στον Αλέξη Γρηγορόπουλο και ήταν γεμάτοι ενέργεια και έξυπνες συνθέσεις από θορύβους. Το πρόβλημά τους είναι αυτή η περίεργη αντίληψη του ρυθμού που έχουν, η οποία τούς κάνει να αποφεύγουν πραγματικά χορευτικούς ρυθμούς ή κλασσικά kicks. Έδωσαν έμφαση στο τελευταίο άλμπουμ τους, που είναι πρωτότυπο αλλά και πολύ δύσκολο. Αποζημίωσαν τελικά τον πολύ κόσμο που τους έβλεπε με το World of Grief, ένα εξαιρετικά πρωτότυπο και δυνατό κομμάτι θορυβώδους punk, στο οποίο τολμούν να τραγουδήσουν, με επιτυχία.
Ακολούθησαν (όντως; ) οι Noisex, το συγκρότημα που έφτιαξε τον όρο power noise (αν και οι συνθέσεις τους ξεπερνούν τα όρια των ειδών). Στην αρχή είχα αμφιβολίες αν είναι αυτοί. Κατ' αρχήν o Ραούλ ήταν αυτή τη φορά μαζί με μια γυναίκα στη σκηνή. Δεύτερον, τα πρώτα τους κομμάτια, από τις τελευταίες κυκλοφορίες τους, είχαν ρυθμό εντελώς από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα (και όχι με τον έξυπνο τρόπο του breakcore). Εντάξει, η φράση «In noise we trust and sex we do» πίσω τους δεν άφηνε πολλές αμφιβολίες για το ποιοι είναι - και όσες αμφιβολίες είχαμε λύθηκαν όταν μπήκε το πιο γνωστό Serious Killer στα οποία άρχισε και ο πραγματικός χορός. Η σκηνική τους παρουσία ήταν σχετικά υποτονική, αλλά σε αυτές τις συναυλίες πάμε για να χορέψουμε και να ακούσουμε στις κατάλληλες συνθήκες αυτό το είδος μουσικής. Γενικά πάντως φαίνεται ότι δεν έχει δώσει αρκετή ώρα στο συγκρότημα: το site είναι ένα ερείπιο, η διανομή ανύπαρκτη, οι προβολές πρόχειρες. Κρίμα!
Σε αυτό το σημείο χρειάστηκε να αφήσω πίσω μου το συμπαθητικότατο (και συχνά μη γότθικο) noise κοινό για να μεταβώ στο Κεντρικό Θέατρο. Τα κακά νέα είναι ότι είχαν ακυρωθεί (όπως προανέφερα) οι Love is Colder than Death, αλλά τα καλά είναι ότι βρήκα χρόνο να περάσω από την Villa, ένα στέκι στο οποίο άκουσα έναν dj να παίζει ένα δικό του κομμάτι ζωντανά. Πρόλαβε επίσης να καπαρώσω θέση στις πρώτες σειρές του θεάτρου για την Monica Richards των Faith and the Muse. Η καλλιτέχνιδα έκανε ένα πειραματικό σόου, στο οποίο δοκίμαζε πράγματα που θα δούμε στην φθινοπωρινή περιοδεία. Ακούγεται κακό; Δεν είναι! Ναι, θα ήταν καλύτερα να βλέπαμε τους ίδιους τους Faith and the Muse, και ναι, κάποιες στιγμές η σχετικά επαναλαμβανόμενη μουσική ερχόταν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στον σαγηνευτικό τελετουργικό χορό της χορεύτριας. το τελικό αποτέλεσμα όμως είναι αυτό που μετράει, και ήταν ένα ονειρικό ταξίδι στο οποίο ανακατεύονταν προβολές, χορός, φυσικά όργανα και η φωνή της Μόνικας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι guest παρουσίες του Lucas των Cinema Strange στο μπάσο ενός κομματιού αλλά και του lustmord που διασκεύασε το Reine La Belle έδωσαν την απαραίτητη ποικιλία, αρκετή ώστε να παρακολουθεί προσεκτικά και ο τραγουδιστής των Clan of Xymox. Αντίστοιχη συνεργασία έγινε και στη συναυλία των Cinema Strange (για την οποία άκουσα τα καλύτερα). Θα μου άρεσε ακόμα περισσότερο αν είχαν λίγο μικρότερες εισαγωγές και στις συνεργασίες συμπεριλαμβάνονταν οι tzolk'in ή οι morn'omina!
Δευτέρα
Τη Δευτέρα έχει πάντα λιγότερο κόσμο το φεστιβάλ, αφού κάποιοι ήδη έχουν ξεκινήσει το ταξίδι του γυρισμού λόγω εργασίας. Φέτος, όμως, αυτό ήταν μόνο καλό: σήμαινε ότι θα είχαμε περισσότερο χώρο να χορέψουμε σε κάποια πολύ μεγάλα ονόματα που εμφανίστηκαν.
Μεγάλο όνομα βέβαια δεν ήταν οι Aun που είδαμε για λίγο μετά από μια βόλτα στο επιβλητικό μεγαθήριο Völkerschlachtdenkmal και στο κομψό σχεδόν παγανιστικό νεκροταφείο δίπλα του. Οι Aun ακολούθησαν την τυπική συνταγή των συναυλιών της dark ambient: αργές μελαγχολικές προβολές και δυο άτομα χαμένα μπροστά από τους υπολογιστές τους. Ούτε η μουσική τους ήταν αρκετά έξυπνη ούτε το σόου είχε κάτι να με κρατήσει, και έτσι φύγαμε γρήγορα για να πιάσουμε μια αξιοπρεπή θέση στη διπλανή αίθουσα στην οποία θα έπαιζαν οι In the Nursery.
Η αίθουσα με τον τρούλο στο Pantheon είναι περίεργη για τέτοια συγκροτήματα που μαζεύουν πολύ κόσμο και απαρτίζονται από 4 άτομα. Αν και αμφιθεατρική, οι κολώνες εύκολα κόβουν την ορατότητα προς κάποια μέλη του συγκροτήματος. Τελικά τα καταφέραμε να βρούμε μια σωστή θέση, και απολαύσαμε τους δυο δίδυμους, την Ντολόρες και τον τυμπανιστή. Για όσους τους έχουν δει στην Ελλάδα, δεν έχω να προσθέσω τίποτα, πέρα από το ότι και οι καινούριες κυκλοφορίες έχουν αρκετά δυνατά κομμάτια για να σταθούν επιβλητικά ζωντανά, αλλά και οι πρώτες κυκλοφορίες, στις οποίες θυμίζουν Joy Division, έχουν τη χάρη τους. Για όσους δεν τους έχουν δει, να περιγράψω ότι πρόκειται για ένα μεγάλο θέαμα δεξιοτεχνίας στα κρουστά, συνδυασμένη με χάρη, σκέψη και μελωδία. Το συγκρότημα κρύβει πολύ καλά την ηλικία του και καταχειροκροτήθηκε από ένα κοινό που δεν ήθελε να εγκαταλείψει την αίθουσα (περάσανε κάπου 4 λεπτά μέχρι να αποφασίσουν να ανοίξουν τα φώτα για να μας δείξουν ότι δεν έχει encore).
Στη διπλανή Halle 15 έπαιζαν οι Plastic Noise Experience. Ο Claus ήταν εξαιρετικά θεατρικός, παρά την αύρα του geek που αναδύει η ψυχρή και τεχνολογική ηλεκτρονική του μουσική. Τουλάχιστον για όσο πρόλαβα να τον δω, εστίασε στα πιο σκοτεινά του κομμάτια (βλ. Dream Destruction). Οι φαν του καλλιτέχνη θα έμειναν ευχαριστημένοι, αν και η αίθουσα, ειδικά κατά τη διάρκεια της μέρας, δεν ταιριάζει σε τόσο σκοτεινή μουσική.
Το ακριβώς αντίθετο μπορώ να πω για το εγκαταλελειμμένο θεατράκι στο οποίο έπαιξαν οι Legendary Pink Dots. Άλλο ένα συγκρότημα που μπορεί να έχετε ήδη δει στην Ελλάδα, και αν όχι, αξίζει να προσπαθήσετε να το δείτε. Οι 3 παππούληδες βάλανε τα γυαλιά σε πολλούς νέους με την αγάπη και προσοχή στη δημιουργία ήχου και ατμόσφαιρας, με τον τραγουδιστή να ακούγεται καθαρά σαν το cd, αλλά τα κομμάτια να έχουν τροποποιηθεί για να μεταδώσουν το «θεατρικό» που μας παρουσίασαν. Τέχνη που άγγιζε την όραση, την ακοή και την κιναισθησία, αφού μάς ταξίδευε σε ονειρικούς χορούς. Μου έκανε εντύπωση ότι πολύ λίγοι χόρεψαν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το λιγοστό κοινό δεν έμεινε καθηλωμένο. Γιατί λιγοστό; Σίγουρα δεν βοηθούσε το πόσο απομακρυσμένος ήταν ο χώρος και πόσο αραιές οι συγκοινωνίες (ούτε ο ταξιτζής που είχε θρονιαστεί στις ράγες του τραμ), αλλά ούτε και το γεγονός ότι για να τους δούμε έπρεπε να θυσιάσουμε (τουλάχιστον εν μέρει) Dive, Estampie, Hocico και Medieval Baebes. Οι Legendary Pink Dots μάς αντέμειψαν παίζοντας τουλάχιστον ένα τέταρτο επιπλέον από τον προβλεπόμενο χρόνο (γεγονός πολύ σπάνιο για ένα φεστιβάλ τέτοιου μεγέθους).
Ευτυχώς υπήρχε χρόνος για να μεταβούμε στον έναν από τους headiners της μέρας (ο άλλος ήταν οι Misfits). Οι διοργανωτές φάνηκαν αποφασισμένοι να μας κρατήσουν αυτή τη φορά το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι την τελευταία στιγμή και διέθεσαν στους Νitzer Ebb την σχετικά ευρύχωρη (πλην όμως ιδιαίτερα άβολη και χωρίς ψυχή) Halle 15. Και οι Nitzer Ebb έβαλαν τα δυνατά τους, παίζοντας ένα best of διανθισμένο από πολλά κομμάτια από το τελευταίο τους άλμπουμ. Δυστυχώς, η επιλογή από τα τελευταία δεν ήταν η πιο λογική που θα μπορούσαν να κάνουν, και σε μπαλάντες όπως το Hit You Back η μονοτονία και απλότητα του ήχου τους έδωσε τη χαριστική βολή σε πολλούς από όσους είχαν αντέξει την κούραση των 4-5 ημερών μέχρι εκείνο το σημείο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι να τελειώσουν τη συναυλία είχαν χάσει περίπου έναν στους 2 από το αρχικό κοινό (αν και η απώλεια είχε εν μέρει αναπληρωθεί από τον κόσμο που κατέφτανε καθυστερημένος σιγά σιγά). Όσοι, όμως, έμειναν ως το τέλος ανταμείφθηκαν με ενεργητική και αγέραστη ερμηνεία του Murderous η οποία έκανε την αίθουσα να το ρίξει στο χορό, παρά την έλλειψη προβολών και την ένδεια των οπτικών εφέ. Η νοσταλγία ήταν αρκετά ισχυρή.
Και με τη νοσταλγία θα μείνουμε για τους επόμενους μήνες, μέχρι να αρχίσουν να ανακοινώνονται τα ονόματα του επόμενου WGT και η νοσταλγία να γίνει προσμονή! Μέχρι τότε, μπορούμε να χαζεύουμε τις βιντεοσκοπήσεις...
photos: Αιμιλία Σάββα