Kurt Vile + Pall Jenkins + Egg Hell live @ Gagarin 205 - 01 / 04 / 2014
Kurt Vile + Pall Jenkins + Egg Hell live @ Gagarin 205 - 01 / 04 / 2014
Η πρώιμη άφιξή μου στο Gagarin για το live του Kurt Vile επεφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη. Ο χώρος μπροστά από το stage ήταν γεμάτος με καρέκλες, τραπέζια και αναμμένα κεριά, ένα σε κάθε τραπέζι, θυμίζοντας περισσότερο μια τυπική "μουσική σκηνή", παρά χώρο που ετοιμαζόταν να υποδεχθεί έναν indie καλλιτέχνη. Διερωτώμενος αν επρόκειτο για πρωταπριλιάτικο αστείο ή συνειδητή επιλογή, οι Έλληνες Egg Hell (τους οποίους ομολογώ πως δεν γνώριζα) εμφανίστηκαν στη σκηνή και από τα πρώτα δευτερόλεπτα το πράγμα φάνηκε.
Παρά το άβολο της κατάστασης με τα τραπέζια, η μπάντα κατάφερε να παρουσιάσει ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από πρώτο act σε συναυλία με τρία ονόματα. Για περίπου 35 λεπτά παρακολουθήσαμε με αμείωτο ενδιαφέρον μια ηχητική παρέλαση της μισής εναλλακτικής σκηνής του '90, από indie rock και shoegaze, μέχρι post-rock και grunge. Μια μπάντα πραγματική έκπληξη, με ωραίες συνθέσεις, δουλεμένο ήχο και έναν εξαιρετικό drummer. Δικαίως εισέπραξε το θερμό χειροκρότημα του κοινού στο τέλος του performance.
Η συνέχεια, πάλι, με τον Pall Jenkins των Black Heart Procession κατάφερε να κατεδαφίσει τον όποιον ενθουσιασμό είχαν χτίσει οι Egg Hell. Αφού στήθηκε ένα χαριτωμένο acoustic σκηνικό με μια πολυθρόνα, ένα τραπεζάκι με πορτατίφ και μια μικρή tv, ο Pall Jenkins εμφανίστηκε φορώντας το καπέλο και τα κίτρινα γυαλιά του, θρονιάστηκε, έπιασε την κιθάρα του και για τρία τέταρτα της ώρας παρουσίασε το... υπνωτιστικό set του. Η προηχογραφημένη μουσική που έπαιζε πίσω από κάποια κομμάτια θύμιζε τους πλανόδιους μουσικούς της Ακρόπολης και του Μοναστηρακίου, όπως εύστοχα σχολίασε μια φίλη, ενώ το πριόνι, το οποίο με τη χρήση ενός δοξαριού και με μεταβολή της καμπυλότητας έβγαζε περίεργους ήχους σε διάφορες συχνότητες, κινητοποιούσε τη φαντασία μας προς εύρεση εναλλακτικών χρήσεών του. Ίσως να θεωρούσα τον εαυτό μου ιδιότροπο που τον βρήκα μουσικά, φωνητικά και κιθαριστικά αδιάφορο και απελπιστικά βαρετό, αν δεν παρατηρούσα ότι ο κόσμος δεν έδινε μεγάλη σημασία στο performance και προτιμούσε να μιλάει με τους διπλανούς του. Αχ αυτοί οι "αγαπημένοι του ελληνικού κοινού"...
Εξοπλισμένος με 2 ακουστικές κιθάρες διαφορετικά κουρδισμένες και ένα banjo, ο Kurt Vile ανέβηκε στο ίδιο σκηνικό στις 11:45, δηλαδή υπερβολικά αργά δεδομένου ότι η επόμενη μέρα ήταν εργάσιμη. Η αλήθεια είναι ότι με δύο συνεχόμενα ακουστικά performances εκτιμήσαμε ιδιαιτέρως τα τραπεζάκια, τα οποία έμαθα εκ των υστέρων ότι ήταν επιθυμία του ίδιου του καλλιτέχνη. Όποιος είχε δει τον Vile χωρίς τους Violators πάνω κάτω ήξερε τι να περιμένει, αν και προσωπικά θα προτιμούσα μια full band εμφάνιση που θα αναδείκνυε με πιο ολοκληρωμένο τρόπο τα κομμάτια, μιας και θεωρώ ότι το δυνατό σημείο του αμερικανού είναι οι σπουδαίες συνθέσεις και όχι οι ιδιαίτερες, αλλά αρκετά ερασιτεχνικές κιθαριστικές δεξιότητες.
Η setlist περιείχε κομμάτια από ολόκληρη τη δισκογραφία του, με έμφαση στο "Smoke Ring For My Halo" (2011). Ο τελευταίος δίσκος ("Wakin On A Pretty Daze", 2013) ήταν προς μεγάλη μου έκπληξη εντελώς παραμελημένος, μιας και από αυτόν ακούστηκαν μόνο τα "Goldtone" και "Snowflakes Are Dancing", αν δεν μου ξέφυγε κάτι. Απογοητευτικό, δεδομένου ότι πρόκειται για τον πιο επιτυχημένο και κατά τη γνώμη μου καλύτερο δίσκο του.
Η εμφάνιση ξεκίνησε κάπως αμήχανα, στην πορεία όμως βελτιώθηκε και ολοκληρώθηκε μετά από μία ώρα και κάτι, στην κατάλληλη στιγμή δηλαδή πριν αρχίσει να κουράζει. Είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις το ενδιαφέρον του κοινού για πολλή ώρα με ένα αναπόφευκτα μονότονο ακουστικό set, η αλήθεια να λέγεται. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για το "ατίθασο" ελληνικό κοινό, που όμως ήταν σχετικά αφοσιωμένο για τα δεδομένα του. Βέβαια, ο Kurt Vile φάνηκε να κερδίζει πραγματικά τον κόσμο μόνο στο "Snowflakes Are Dancing" και στο "Baby's Arms", το οποίο μάλιστα κράτησε για το encore, μαζί με τον Pall Jenkins και το πριόνι του.
Εντέλει, η συναυλία μού άφησε ανάμεικτες εντυπώσεις. Ήταν ένας Kurt Vile αξιοπρεπέστατος, σε μια εμφάνιση όμως δίχως ούτε ένα ενεργειακό crescendo. Μια όμορφη βραδιά που ευχαρίστησε κοινό και καλλιτέχνη, αλλά όχι από αυτές που θα θυμάμαι για χρόνια.