Το σχήμα κυκλοφόρησε πέρυσι το ντεμπούτο του άλμπουμ ''Here And Gone'' σε περιορισμένο αριθμό βινυλίων μόνο και μας πήγε πίσω, στην παλιά γνώριμη ιεροτελεστία του πικάπ και καλωσόριζε τον ακροατή σε γνώριμα τοπία χαμηλών συχνοτήτων και αιθέριων, δύστροπων μελωδιών. Ήταν ένας δίσκος που απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή και αφοσίωση αλλά αντάμειβε καλά στο τέλος.Πριν ακούσω δεύτερο άλμπουμ τους, ''Black Tigers'', ήμουν περίεργος προς τα που θα εξελισσόταν ο ήχος τους.
Με το πρώτο άκουσμα δεν μπορούσα να προσδιορίζω κάποιο κεντρικό άξονα παρά μόνο διασκορπισμένες μελωδικές φράσεις και ρυθμούς σε ένα ολοένα μεταβαλλόμενο αιθέριο ηχητικό περιβάλλον.
Χρειάστηκαν μερικά ακούσματα ακόμα για να φανούν οι λεπτές μελωδίες πίσω από τις κιθάρες του Housework και τα διακριτικά ρυθμικά στοιχεία του George K. και του Fivos, αλλά και οι θαυμάσιες ''αόρατες'' ambient στρώσεις των πλήκτρων του Κώστα Κούζα.
Η γενική αίσθηση είναι αυτή ενός ανοικτού ηχητικού πεδίου που διακρίνεις κομμάτια από τον ήχο του D.Sylvian, των Tuxedomoon, του Michael Brook, των Shriekback και του B.Eno σε ακόμα πιο αιθέρια και χαλαρή μορφή, ένα όνειρο νυχτός που σε βγάζει από το σώμα σου και πετάς μαζί του. Αυτή τη φορά τα παιδιά δεν μένουν στη γη αλλά διυλίζονται σε αβαρή νετρόνια με υπόγειες μελωδίες που δεν βγαίνουν μπροστά αλλά απογειώνουν τα τραγούδια τοποθετημένα σε χαρακτηριστικά σημεία. Υπάρχει ισορροπία ηχοχρωμάτων και αν σας πει κάποιος ότι ο Housework τραγουδά ή ψιθυρίζει, η ότι ο Φοίβος παίζει ρυθμούς μάλλον δεν ακούει τη γενική ηχητική εικόνα. Όλοι παίζουν ένα ρόλο σε αυτό το περίεργο, κρυστάλλινο, ηχητικό νέφος του άλμπουμ. Κανένα εγώ, κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να υπερτονίζεται και να προβάλλεται. Ένα ηχητικό, ελκυστικό και σαγηνευτικό ηχητικό κέντημα με μικροσκοπικά ηχοχρώματα που σκάνε αλλάζοντας τη συχνότητα και την εντύπωση του ήχου, ακαθόριστο αν αυτό που ακούμε είναι ή κατατάσσεται τελικά κάπου κι ας έχει κοντινές αγαπημένες αναφορές.
Δεν υπάρχει κεντρικός άξονας τελικά καθώς οι διαθέσεις αλλάζουν συνεχώς. Μένουν βέβαια οι κιθάρες να παίζουν το ρόλο της πυξίδας αλλά και αυτές ατμοποιούνται στο γενικό σύνολο. Οι Dreamline στο δεύτερο άλμπουμ τους αναχωρούν από τις αναφορές τους και ανοίγουν δικά τους δρομάκια που πρέπει να τα διαβείς χωρίς προκατάληψη. Η εμμονή τους στη μορφή του βινυλίου με ανάγκασε σε νυχτερινές ακροάσεις (με ακουστικά τώρα πια), χωρίς οθόνη μπροστά μου, κάτι που είχα χρόνια να κάνω και για να σας πω την αλήθεια ήταν αρκετά όμορφα. Ο δίσκος τους είναι προσκολλημένος σε αξίες που πλέον λίγοι ακολουθούν και ακόμα λιγότεροι θα κατανοήσουν δυστυχώς. Όμως ο δίσκος είναι εκεί και περιμένει. Θα αφήσετε την πρόκληση να περάσει έτσι;....
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
Ξεκινάμε αποδεχόμενοι το γεγονός της τραγωδίας και της επίδρασης της πάνω στο συνθετικό και ερμηνευτικό μέρος των καινούριων τραγουδιών του Nick Cave.
Γνωρίζουμε τον Cave σε όλες τις φάσεις τις ζωής του τα τελευταία 36 χρόνια. Ο ίδιος δεν αρνήθηκε ποτέ και δεν συγκάλυψε τίποτα απ' όσα καλά ή άσημα ή άτυχα έχουν συμβεί στη διάρκεια των χρόνων αυτών. Κάθε άλμπουμ του περιείχε λίγο ή πολύ στοιχεία του. Φυσιολογικό.
Μπορεί ο καθένας να έχει τις δικές του προτιμήσεις για το ποιά ήταν τα αγαπημένα ή όχι από την πλούσια δισκογραφία του N.Cave & The Bad Seeds όμως ειναι καθαρά υποκειμενική υπόθεση σε μια δισκογραφία ξεχωριστή και σημαντική και κανείς δεν χρειάζεται να κρίνει ξεκινώντας από το πόσο καλή ζωή ή όχι κάνει ο αρχηγός για να κρίνει το αποτέλεσμα. Το στούντιο ή η σκηνή είναι τόποι εξαγνισμού και εξορκισμού των καλλιτεχνών και ότι γίνεται εκεί μέσα οφείλουμε να το σεβαστούμε και να το κρίνουμε με ψυχραιμία και σεβασμό.
Ο Cave και οι Bad Seeds του εικοστού πρώτου αιώνα εξελίχθηκαν όσο μεγάλωναν σε ηλικία και καλλιτεχνικά ειδικά, έχουν ξεχωριστή σφραγίδα και ποιότητα που δεν τους κατατάσσει κανείς σε κανένα είδος πλέον. Αγνοώ τελείως τις αντιρρήσεις για το πόσο οι παλαιοί του θαυμαστές είναι απογοητευμένοι με αυτή τη μορφή, γιατί πλέον δεν φλέγεται εξωτερικά. Στις ζωντανές του εμφανίσεις αποδεικνύεται ότι έχει επίγνωση τόσο του ροκ αλλά και του ρεαλισμού.Κανείς δεν μπορεί να είναι IGGY POP, για να κοντράρει το χρόνο. Άλλωστε όταν μένεις πιστός στην εξέλιξη σου σαν άνθρωπος και ενσωματώνεις και τη μουσική σου εκεί, είναι πιο τίμιο να μην το παίζεις νεανίας. Εκτός κι αν λέγεσαι Iggy Pop βέβαια και αυτό θα πρέπει να γίνει σεβαστό.
Το ''Skeleton Tree'' λοιπόν, έρχεται σαν τη σκοτεινή και βαριά αισθητική συνέχεια του ''Push The Sky Away''. Ο πυρήνας και ο γενικότερος τόνος των τραγουδιών είναι κοντά στο ''Push The Sky Away'', μόνο που η διάθεση είναι απλά μαύρη λόγω του τραγικότερου γεγονότος και σκιάζεται από κατάμαυρα σύννεφα που δεν θα φέρουν ποτέ τη λύτρωση της βροχής.
Ambient περάσματα, σκοτεινές country αποχρώσεις, χωρίς ίχνος νοσταλγίας και ηρεμίας, με λίγες χαρακτηριστικές μελωδίες και περισσότερους θορύβους και ακαθόριστα ηχητικά πλέγματα.
Η υποβλητική ατμόσφαιρα που δημιουγούν οι Bad Seeds με γενικό μαέστρο και κατά μεγάλο ποσοστό διαμορφωτή του νεότερου μουσικού στυλ τους Warren Ellis, δεν παίζει με τον θεατρινισμό του μελοδράματος αλλά δημιουργεί το κατάλληλο, μαύρο, περισσότερο αιθέριο από ποτέ και φορτωμένο συναισθηματικά περιβάλλον, για την πιο εύθραυστη ερμηνεία από ποτέ του Cave που πλέον δεν τραγουδά, αλλά μαζεύει τα συντρίμμια του με τη φωνή του και συχνά συγκινεί με την ειλικρινή γύμνια της, μακριά από την ένταση και το χιούμορ που τον διακατέχει.
Όλο το μουσικό σύστημα είναι χαμηλότονο και συγκεντρώνεται πάνω από την εσωτερική συναισθηματική αναταραχή και θλίψη που κυριαρχεί στο άλμπουμ
Το καταλαβαίνει κανείς από την υποβλητική, βαριά εισαγωγή του ''Jesus Alone”. Με τα έγχορδα του Ellis να ανοίγουν απόκοσμες τρύπες στο μουσικό σύμπαν των Bad Seeds και τον Cave να τραγουδά και πάλι για Θάνατο όμως όχι από την πλευρά του αφηγητή, αλλά σαν κάποιον που έχει γευτεί ένα μεγάλο κομμάτι του. Η ένταση χαμηλώνει με το ''Rings Of Saturn'', αλλά η κουρασμένη χροιά στη φωνή του Cave του δίνει ένα τόνο πιο σκούρο από ότι θα το ακούγαμμε σε άλλες εποχές. Δεν υπάρχει καμμία φωτεινή ή ήρεμη στιγμή στο ''Skeleton Tree''. Όλες οι συνθέσεις αποκαλύπτουν ένα εσωτερικό πεδίο, ενδοσκόπησης ή ακόμα και υπόγειου θρήνου. Στο φίλμ ''One More Time With Feeling'' το καταλαβαίνουμε από τους μονολόγους/ ψιθύρους του Cave, στο άλμπουμ από την χαμηλότονη ερμηνεία του που χαρακτηρίζει το ''Girl In Amber'', το μελαγχολικότερο από όλα τα τραγούδια του άλμπουμ.
Μετά τις, πριν την καταιγίδα νηνεμία, συνθέσεις ''Magneto'' και ''Anthrocene'' έρχεται η ομορφιά του ''I Need You'' να γεμίσει με πολλά περισσότερα συναισθήματα το άλμπουμ. Το ''Distant Sky'' με τα φωνητικά της Else Torp, είναι το τραγούδι που κρύβει μία φλόγα μέσα στο σκοτάδι του άλμπουμ και είναι αλήθεια ότι φέρνει το άλμπουμ κοντά στο ξημέρωμα και το τέλος του σκοταδιού. Είναι όμως ένα ξημέρωμα θλίψης και το ομώνυμο που κλείνει το άλμπουμ γεμίζει το διάστημα με αβάσταχτη νοσταλγία. Από το απόκοσμο ''Jesus Alone'' στο επίγειο, εύθραυστο και πικρό σαν χειμωνιάτικος πρωινός αέρας του ''Skeleton Tree'' λοιπόν. Τα οκτώ καινούρια τραγούδια του Nick Cave & The Bad Seeds, λοιπόν.
Αυτή τη φορά είναι ο Cave που πρωταγωνιστεί στις ιστορίες του. Η ζωή του και των γύρω του. Ευάλωτος, εκτεθειμένος αλλά και με πλήρη έλεγχο σε όλα. Με στίχους που προσεγγίζουν το δράμα αλλά και τις εσωτερικές του αναταράξεις.
Να πω ότι είναι το πιo συγκινητικό του άλμπουμ; Να το δηλώσω κιόλας...
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
Ένα χρόνο μετά τη ''Μαύρη Συχνότητα'' o ΙΟΝ γ.κ.ως Γιάννης Παπαϊωάνου, επιστρέφει με το ''Unsound'', ένα άλμπουμ που ηχητικά κινείται όπως και το εξώφυλλό του. Σε νεφοσκεπή περιβάλλοντα, παραδοσιακές φθινοπωρινές διαθέσεις και ονειρικές εξερευνήσεις. Σε πρώτη φάση και πάλι η φύση μόνο που τώρα υπάρχει και η Αστική παράμετρος καθώς ακούμε λίγο βαρύτερους ρυθμούς από το προηγούμενο άλμπουμ και περισσότερο γκρίζο στην ηχο-παλλέτα. Σαν ION ο Γ. Παπαϊωάνου είναι πλέον από τους λίγους που δεν τον κατατροπώνει το στούντιο και τα συνθετητικά περιβάλοντα και μέσω της μουσικής του διακρίνονται στοιχεία της Φύσης (υγρασία, νερό, αιθέρας κλπ) κάνοντας κάθε άλμπουμ του απόλυτα εναρμονισμένο με την τρισδιάστατη πραγματικότητα. Πιό πίσω, βλοσυροί ρυθμοί, έναστρες περιβάλλουσες και ένα τραγούδι που δίνει το κάτι καινούριο στο Ιον- ικό ηλεκτρο περιβάλλον.
Το ''And Then We Will Become A Cloud'', μπαλάντα, με τη φωνή της Heather Haley και τις ακουστικές του Ηλία Κατελάνου και του Γιώργου Θεοφανίδη, μπαίνει στο juke-box παρέα με τραγούδια της Marissa Nadler και της Angel Olsen, κρατώντας αποστάσεις από τις αμερικάνικες λεωφόρους αλλά όχι και από το αγνό συναίσθημα. Ένα τραγούδι που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ορχηστρικά, γιατί φέρνει κοντύτερα το συναισθηματικό παράγοντα στη μουσική του ION και θα ήταν μια καλή εισαγωγή για περισσότερα τέτοια τραγούδια στο μέλλον (;).
Στο ''Ovale Pantograph'' εντοπίζεται το παλιό άρωμα των RAW και στο ''All Be Good'' πιάνω τον εαυτό μου να ίπταται. Είναι η κορύφωση του άλμπουμ. Ένα ηχητικό ανάλογο απελευθερωτικής σπειροειδούς πτήσης από κύκλο ζωής σε έναν καινούριο. Το εισαγωγικό ''Adrift In Time'' είναι σύνθεση που ανανεώνει το στυλ του καλλιτέχνη, ένα όμορφο παιχνίδι σταθερού και χαλαρού ρυθμού με τα μελωδικά στρώματα που θυμίζουν πολύ τα σύννεφα του εξαιρετικού και πάλι εξώφυλλου. Και αυτά είναι μόνο τέσσερα. Τα υπόλοιπα επτά έχουν και αυτά στοιχεία που ξεχωρίζουν και αποκαλύπτονται με κάθε άκουσμα. Ας πούμε στο ''Hospital California'', η ακουστική κιθάρα και τα εξαϋλωμένα, αργά d'n'b κρουστά δημιουργούν το νοσταλγικό υπόστρωμα για να εξαπλωθούν τα ambient περάσματα και να δώσουν την λιγότερο φθινοπωρινή σύνθεση του άλμπουμ με το τρίτο άκουσμα.
Το ''Unsound'', αποτελεί το έβδομο κατά σειρά άλμπουμ υπό το όνομα ION και σε γενικές γραμμές συνεχίζει μια δεκαετή παράδοση εξαιρετικών κυκλοφοριών του καλλιτέχνη χωρίς να φαίνεται καμμία ραγάδα ή ρυτίδα στην ηχητική αισθητική του καλλιτέχνη που παραμένει συνθετικά ακμαίος και παραγωγικός, κόντρα στην αντικαλλιτεχνική κατάσταση της εποχής. Αναμφισβήτητα από τις εγχώριες κυκλοφορίες της χρονιάς που ξεχωρίζουν.
Ο δίσκος κυκλοφορεί την 1η Οκτωβρίου σε 100 cd, 50 κασέττες και ψηφιακά. Παραγγείλτε τον στο https://ionmusik.bandcamp.com/album/unsound.
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος