Τους είδαμε για πρώτη φορά το 2011 στην σκηνή του After Dark, μας κέντρισαν το ενδιαφέρον όταν έπαιξαν support στους Dirty Beaches –όπου και οριακά απέσπασαν πιο ενθουσιώδη σχόλια από τους headliners, και έκτοτε δόθηκε η ευκαιρία να πειραματιστούμε αμφότερα με τον καινούριο ήχο και να αλληλεπιδράσουμε στα live των Disappears, Moon Duo και Black Angels. Την ίδια χρονιά με την πρώτη τους live εμφάνιση, κυκλοφορεί και το πρώτο δείγμα δουλειάς τους –ακόμη εκτός studio, με την μορφή κασέτας αλλά και με το γνωστό πλέον digital EP, Fake Friends στο soundcloud.
Ο λόγος για τους A Victim of Society, όπου και ξεκίνησαν σαν one man band αλλά αρχικά για τις ανάγκες των live, και έκτοτε με διαφορετικό προσανατολισμό ως προς τις παραγωγές τους κατέληξαν δύο, κυκλοφόρησαν μετά από τρία χρόνια απουσίας το πρώτο τους LP, εν ονόματι “Distractions” από την Inner Ear. Ηχογραφημένο στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, υπό την επιμέλεια του Νίκου Τριανταφύλλου, στο στούντιο Sonic Playground και με mastering από τον Jamal Ruhe στο West West Side Music Studio στη Νέα Υόρκη.
Το ντουέτο από την Αθήνα (aka Βαγγέλης Μακρής & Φώτης Ντούσκας), παλιοί γνώριμοι από την μπάντα Daylight Robbery, δεν θέλουν να τους ρωτάνε αν θα προστεθεί και drummer στους AVOS, και ξεκίνησαν σαν άλλη μία lo-fi μπάντα καθώς η πρώτη ηχογράφηση έγινε σε σπίτι και για μικρόφωνο χρησιμοποίησαν ένα τροποποιημένο τηλέφωνο. Όταν άκουσαν τα distorted vocals αποφάσισαν πως αυτό ήταν με το οποίο ήθελαν να συνοδέψουν τις φασαριόζικες μελωδίες τους.
Το «Distractions» όμως εκτός από ένα άλμπουμ αφετηρίας είναι και ο λόγος που μπήκαν για πρώτη φορά στο studio, μία διαδικασία που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο για το ηχητικό τους αποτέλεσμα. Δεν άλλαξαν μουσική πορεία, ούτε και τις βασικές τους κατευθυντήριες, όμως στουντιακά εξερεύνησαν τις δυνατότητες τους, αυτήν την φορά από άλλο πρίσμα. Απόδειξη των παραπάνω το «Jane’s insane», τέταρτο και πλέον ώριμο κομμάτι του δίσκου με πηγαία dark διαθέσεις και άψογο «χτίσιμο».
Το album ξεκινά με το «Unfair», τον υπόκωφο βόμβο του και το επαναλαμβανόμενο, σχεδόν κλειστοφοβικό μοτίβο. Μία δίνη που καθιστά σαφές το ύφος και τις προθέσεις της μπάντας. Επιρροές από Spacemen 3 και Suicide (funny thing is πως τους τελευταίους τους άκουσαν αφού είχε γίνει το release ισχυρίζονται) μας οδηγούν στο Enough Said με συγκρατημένες και to the point αυτή την φορά τις άλλοτε fuzzy κιθάρες, και με τα αλλοιωμένα φωνητικά σε πρωταρχικό ρόλο. Είναι ουσιαστικά η πρώτη νύξη για την post-urban κουλτούρα που φέρει το «Distractions», κάτι μεταξύ post-punk, ψυχεδέλειας και soundtrack για αιματηρές σκηνές. Ακριβώς σε αυτό το σημείο, έρχεται το «Once Again» να ανεβάσει ρυθμούς, με rhythm sections σαφώς πιο πολυδιάστατα και όρεξη για λίγο περισσότερο groove.
Μετά το κινηματογραφικό creepy trip του «Jane’s Insane» και τις ατμοσφαιρικές, στιβαρές λούπες, σε ίδιο μοτίβο ακολουθεί και το «Certain Sense» πλην με πιο προηγμένα φωνητικά και λίγο πιο γρήγορο ρυθμό. Αν όμως κάπου στον δίσκο ακούμε garage είναι σίγουρα στο «Torley Health», με θορυβώδη μελωδία, άγχος, ένταση, όλα μαζί σε έναν experimental, δυνατό ήχο. Εκρηκτικό και θυμωμένο θα ακολουθήσει το «Sweet Girl», με ψυχωτικό κιθαριστικό ήχο και προφανή επιθετικότητα, μόνο και μόνο μάλλον ώστε η αρχή του τελευταίου κομματιού «Choices» να αποφορτίσει την ένταση, να δώσει το χρόνο για δύο ανάσες, και να οδηγήσει πανηγυρικά στην κορύφωση. Βαβούρα, punk, ψυχεδέλεια, ένα κάποιου είδους συγκρατημένο χάος και rock ‘n’ roll, όπως θα ΄πρεπε να είναι κάθε ξέσπασμα πρώτου ολοκληρώμενου album, καινούριου πλην πολλά υποσχόμενου συγκροτήματος.
Συνολικά, οι A Victim of Society με την δουλειά εντός στούντιο, διατήρησαν μεν ίδιο ήχο, απομακρύνθηκαν όμως από τα ακραία lo-fi φωνητικά και δημιουργώντας έναν πιο καθαρό ήχο, που παραμένει όμως αλλοιωμένος και σχετικά ζοφερός, με το «Distractions» και παρουσία που γέμιζε την σκηνή στα live τους, έχουν σίγουρα πετύχει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και ιδιάζoν πρώτο βήμα.
Μαργαρίτα Χωματιανού
Οι Insomnia ήταν ένα dark wave Αθηναϊκό σχήμα που έδρασε από τo 1988 μέχρι τo 1993 και ο μοναδικός τους δίσκος ''Days Of Alcyone'', έμεινε σε χειμερία νάρκη πολλά χρόνια μέχρι την τελική του κυκλοφορία το 2013 από την Geheimnis Records, μια εταιρεία που ειδικεύεται σε επανακυκλοφορίες αλλά και ειδικές κυκλοφορίες μικρών αλλά ισχυρών καλλιτεχνών του χώρου που το πέρασμα του χρόνου ενδυνάμωνε την ανάγκη για επιβίωση.
Το γιατί κυκλοφόρησε ο δίσκος τώρα και όχι σε πολυεθνική το 1992 που ήταν προγραμματισμένο είναι μια πικρή ιστορία που δικαίωσε όμως το σχήμα και τη φήμη του. Πιθανόν αν έβγαινε τότε να μην είχε τύχη, γιατί όπως ξέρετε εν μέσω ετοιμοθάνατου grunge, ανατολής της νέας brit pop σκηνής και μιας ηλεκτρονικής σκηνής που άρχισε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον, κανένας δεν θα είχε διάθεση για σκοτεινό ρομαντισμό και νεοκυματικές εξάρσεις. Λίγοι ήταν αυτοί που ασχολούνταν με το θέμα εκείνες τις μέρες.
Όμως η αύρα του δίσκου, ο ήχος, η συναισθηματική του φόρτιση, η εξαιρετική για τα δεδομένα της εποχής παραγωγή, παρέμειναν και διατηρήθηκαν αναλλοίωτα όπως αποδείχτηκε.
Όπως και με τους άγνωστους στο πλατύ κοινό δίσκους ψυχεδελικού ροκ που επανακυκλοφορούσαν σε καταιγιστικούς ρυθμούς τη δεκαετία του '80, η άνοδος του σκοτεινού ήχου στις αρχές των '00'ς και ειδικά η αναζωπύρωση του new wave στην Αμερική στις μέρες μας, προκάλεσε μια εκ νέου αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για παλιά νεοκυματικά άλμπουμ που είτε κυκλοφόρησαν σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων είτε έμειναν στο ράφι. Στις μέρες μας πια τίποτε δεν μένει κρυφό και όπως πλέον ξέρουμε η μουσική ανακυκλώνεται συνέχεια όπως το κάθε τι.
Το ''Days Of Alcyone'' περιέχει μέσα σε δέκα τραγούδια,όλη τη μουσική που επηρέασε τα πέντε μέλη του σχήματος και την τρέχουσα συναισθηματική τους ταυτότητα. Θα μπορούσε να ανήκει και σε ευρύτερη ομάδα Κεντροευρωπαϊκών σχημάτων εκείνης της εποχής -όπως αυτά της Lively Art (Rise & Fall of a Decade, Little Nemo, Asylum Party, κλπ)- που πάσχιζαν, μάταια, να κρατήσουν ζωντανή τη νεοκυματική αύρα των '80'ς στη νέα δεκαετία τότε των '90'ς.
Πέρασαν σχεδόν 22 χρόνια από τότε που αυτός ο δίσκος μου ήρθε το Φθινόπωρο του '92 σε μορφή κασέτας στον ραδιοφωνικό σταθμό για την "Πτήση πανω απ'το Λαβύρινθο'' του Rock FM. Θυμάμαι ότι μου έκανε εντύπωση η καθαρή παραγωγή και η ακόμα πιο ξεκάθαρη και αποκρυσταλλωμένη άποψη του σχήματος. Το καλύτερο όμως έρχεται όταν ξανακούω για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια το άλμπουμ. Καταλαβαίνει κανείς ότι έρχεται από εκείνες τις μέρες αλλά αν δεν ξέρει τίποτε μπορεί και να το δεχτεί σαν μια εξαιρετική αναπαλαίωση.
Οι σημειώσεις στο εσώφυλλο λύνουν την οποιαδήποτε απορία. Οι μουσικές αναφορές των INSOMNIA είναι ξεκάθαρες. Όμως αν τότε έψαχνε να βρει ο ακροατής, ποιόν αντέγραψαν και ποια στοιχεία, σήμερα απλά απολαμβάνει λεπτές ενορχηστρωτικές λεπτομέρειες που δεν πρόσεχε παλιά, ποιοτικούς στίχους, κλασσικές dark /new/post wave συγχορδίες και όμορφες, νοσταλγικές μελωδίες. Kάποιοι ηχητικοί πλατειασμοί ακούγονται πολύ ευχάριστα και δεν αλλοιώνουν την τελική εντύπωση νοσταλγίας και υγρής Φθινοπωρινής αίσθησης που μας υποβάλλει ο δίσκος των INSOMNIA. Μπορεί ο τίτλος να παραπέμπει στις φωτεινές μέρες των Αλκυονίδων ημερών αλλά ο ήχος πηγαίνει κάπου αλλού.
Είναι το μελαγχολικό, χαρακτηριστικό μπάσο, οι ανήσυχες μελωδίες που παραπέμπουν κυρίως σε Mecano, αλλά βγάζουν γνήσιο συναίσθημα και όχι απλό στυλ, τα μετά τη βροχή πλήκτρα που χρωματίζουν αλλά και δίνουν βαρύτητα σε όλα τα κομμάτια του άλμπουμ και κυρίως οι κιθάρες που σε δύο περιπτώσεις (''Medieval Portrait'' και ''Haunted Dance'') ανεβάζουν τόσο πολύ τη δυναμική των συνθέσεων και τις προχωρούν σε ψυχεδελικά τοπία, που σχεδόν τις ''κλειδώνουν'' στην αιωνιότητα. Είναι δύο συνθέσεις που ξεχωρίζω πλέον καλά. Τότε δεν τις αξιολόγησα όσο θα έπρεπε (όπως και μερικά ακόμα από τα τραγούδια του δίσκου) αλλά σήμερα ακούγονται ολοκληρωμένες και ισχυρές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι υπόλοιπες υστερούν σε κάτι.
Ο χρόνος είναι ένας βασικός παράγοντας για τη μουσική. Και αν ακούσει κανείς ακόμα προσεκτικότερα το ''Days OF Alcyone'' σήμερα, καταλαβαίνει ότι τα παιδιά ζούσαν το όνειρο τους τότε αλλά ταυτόχρονα ένιωθαν και την ανάγκη να εκφράσουν τις αγωνίες τους και τα συναισθήματα τους και αυτό που δημιούργησαν ζει και θα ζει στο χρόνο γιατί είναι κάτι που είναι γνήσιο. Δεν λειτουργεί όμως μόνο σαν ένα ντοκουμέντο γνήσιας δημιουργίας σε μια επιφυλακτική έως και αρνητική μουσική εποχή για τα Ελληνικά σχήματα που δεν είχαν ελληνικό στίχο ή δεν έμοιαζαν σαν τις ΤΡΥΠΕΣ ή δεν είχαν γκάζι στις κιθάρες. Λειτουργεί και ως ένα ποιητικό έργο μετ εφηβικής αναζήτησης και συναισθημάτων που ειδικά στους οπαδούς του βαθύ μπλε ή σκοτεινού ήχου, των υγρών τοπίων, του υπαρξισμού αλλά και των μινόρε μπορεί να επικοινωνήσει και να προσφέρει μερικά λεπτά «προστασίας» από την αισχρότητα των ημερών και κάθε ημερών όλων των εποχών. Χωρίς να πρωτοτυπεί (ποιος νοιάζεται), χωρίς να κάνει θόρυβο (hipsters-free), νικά το χρόνο και έστω σε 324 αντίτυπα (δυστυχώς ήδη εξαντλημένα) για τους απανταχού βινυλιοφετιχιστές, αλλά πλέον και σε ψηφιακή (πεντακάθαρη) μορφή είναι πλέον εκεί έτοιμος για τον καθένα που θα τον αναζητήσει.
Και είναι κάτι εξαιρετικά ελπιδοφόρο να βρίσκει θετική ανταπόκριση σε μια καινούρια γενιά μουσικόφιλων, νέων παιδιών που έχουν μουσικό κριτήριο πάνω από το φυσιολογικό σε σύγκριση με παλιότερες γενεές ακροατών και αξιολογούν καλύτερα κυκλοφορίες που στην εποχή τους απλά τις προσπερνούσαν σαν κάτι παράξενο, σαν κάτι που δεν ταιριάζει, σαν κάτι παρωχημένο. Έχει ο καιρός γυρίσματα λοιπόν, μόνο που απευχόμαστε να κάνει κύκλους τόσο μεγάλης χρονικής διάρκειας.....
Χρήστος Μίχος