Covenant + 23rd Underpass live @ Κύτταρο - 01 / 10 / 2011
Covenant + 23rd Underpass live @ Κύτταρο - 01 / 10 / 2011
Η εμφάνιση ενός σχήματος όπως οι Covenant που κατατάσσεται στην electro/ebm σκηνή του χρονικού πλαισίου των 90s, η οποία αναμφίβολα γεννήθηκε από την μήτρα της 80s synth, είναι πραγματική πρόκληση πλέον. Με live programming πιο εμπλουτισμένο από το ηχογραφημένο, ο Eskil Simonsson κατάφερε να συνάψει το δίπολο μουσικής - «κατευθυνόμενου» κοινού με την tech και dark synth ατμόσφαιρα των δυο μουσικομηχανών του (αν και ο Joakim Montelius απουσίαζε και πάλι) και να επιφέρει την ολοκλήρωση της παλμικής ροής μιας ζωντανής παράστασης. Με την θερμή υποστήριξη των 23rd Underpass ξεκίνησε η βραδιά, γνωστοί ή άγνωστοι για το κοινό, έδωσαν την αντιπροσωπευτική τους italo - synth pop σφραγίδα όπως και στις υπόλοιπες μέχρι τώρα εμφανίσεις τους. Είναι αδύνατον να μην ξεχωρίσεις την μουσική ταυτότητα και τον επαγγελματισμό στις συνθέσεις του Κώστα Ανδριόπουλου και στην αύρα του αθηναϊκού ντουέτου γενικότερα. Αν και δεν κατάφεραν να ξεσηκώσουν στα καθιερωμένα πλαίσια ενός warm up, ήταν απόλυτα συγκεντρωμένοι στη δουλειά τους και γέμισαν ήλεκτρα και φουτουρισμό την αίθουσα...
Ίσως αυτό προκύπτει από το ότι δεν είναι αρκετά γνωστοί ή το συγκεκριμένο κοινό δεν απλώνεται σε τέτοιου είδους ηλεκτρονικό παρακλάδι, πράγμα παράξενο μιας και η σημερινή electro, dance μέχρι και τη σύγχρονη rave έχουν γερές ρίζες στην italo disco και την minimal synth.
Ακούστηκαν τα γνωστά πλέον hits που τους αντιπροσωπεύουν στις ιντερνετικές σελίδες καθώς και κομμάτια που έχουν ξαναπαίξει παλαιότερα στις εμφανίσεις τους. Πολύ ενδιαφέρον σχήμα και θα έλεγα ότι αυτή (η τρίτη μόλις) ήταν η καλύτερη εμφάνισή τους μέχρι τώρα.
Οι πρωταγωνιστές Covenant ξεκίνησαν με μια μακροσκελή εισαγωγή, αρκετή για να προκαλέσει τον ενθουσιασμό του κοινού που τους περίμενε ανυπόμονα. Στο πρώτο «κεφάλαιο», το We Stand Alone, κομμάτι - χρονομηχανή με προορισμό την disco-tech των 80s και το Detroit, ηλεκτρονικοί πίδακες μας ξεσηκώνουν. Η χορευτική διάθεση είναι διάχυτη τη στιγμή που ο Eskil, χωρίς να σταματά να ακολουθεί τον ρυθμό, αναπτύσσει μια διαλλακτική επικοινωνία, όχι με το κοινό του όπως θα περίμενε κανείς, αλλά με μια υποτιθέμενη ιδέα, ένα φανταστικό περιβάλλον, και μας συμπαρασύρει σε πλασματικούς ορίζοντες.
Με το Beauty and the Grace, έξυπνο τέχνασμα για την μετάβαση στο δεύτερο μέρος, ένα εσωτερικό κύμα περνά τους ρυθμούς αυτούσιους στο είναι μας και μας συντονίζει απόλυτα μαζί τους. Στο Happy Man είμαστε πλέον κυριευμένοι, αλλά τη μέγιστη μουσική ισχύ την δεχόμαστε στο Dead Stars, όπου το κοινό φορτίζεται και εκφορτίζεται στην κάθε νότα, ενώ μια ολοκληρωμένη μουσική περιήγηση δεν θα μπορούσε να αφήσει απέξω το Ritual Noise.
Αναμφίβολα αυτή τη φορά οι Covenant αποδείχθηκαν επαγγελματίες που γνωρίζουν το αντικείμενό τους σε όλη του την έκταση, σεβάστηκαν το κοινό τους που σχεδόν γέμησε το Κύτταρο και μας πρόσφεραν μια ιδιαίτερη βραδιά χρωματίζοντας με ξεχωριστό τρόπο τα στουντιακά τραγούδια τους.