RELEASE ATHENS 2016 - Day 1 [Beirut, Daughter, Cass McComb, etc] live @ Πλατεία Νερού - 01/06/2016
RELEASE ATHENS 2016 - Day 1 [Beirut, Daughter, Cass McComb, etc] live @ Πλατεία Νερού - 01/06/2016
’Ξυπόλητος περπατώ μέσα από κυκλώνες φωτιάς που καίνε τα πάντα σαν μια τεράστια αυτοκρατορία, τα όνειρα μου κυνηγάω σε πύρινους εφιάλτες κι όταν ξυπνάω αυτές οι φλόγες είναι παντού’’
Με τους στίχους του Take it all away που ο ίδιος ο Δημήτρης Αρώνης, ο μουσικός που γνωρίζουμε πλέον ως Moa Bones, απήγγειλε στα ελληνικά, πήρε το βάπτισμα του πυρός το νέο φεστιβάλ μουσικής της Αθήνας, το Release Athens 2016. Χτισμένο από τα χέρια έμπειρων διοργανωτών και διαλέγοντας ένα χώρο που διακρίνεται από μαγευτική ομορφιά πλάι στη θάλασσα και με κυκλοφοριακές ευκολίες στην προσβασιμότητα του, το Release Athens φρόντισε να υποδεχτεί τους καλεσμένους του και το κοινό του σε μια καλοστημενη πλατεία με χρηστικά διατεταγμένα ολόγυρα της τα λιτά αλλά αρκετά περίπτερα εξυπηρέτησης . Το μεγάλο όπλο όμως του νέου αυτού φεστιβάλ ήταν η επένδυση στον ήχο, τόσο στην επιλογή των μουσικών όσο και στην ολοφάνερα κρυστάλλινη απόδωση της μουσικής τους. Αξιομνημόνευτη είναι και η τυπικότητα στη διαχείριση του προγράμματος, με όλους τους καλλιτέχνες να βγαίνουν στη σκηνή στην ώρα τους και τα φώτα να σβύνουν λίγο μετα τις 12 τη νύχτα.
Ο Moa Bones που ξεκίνησε στις 17.15 είναι ένας ιδιοσυγκρασιακός μουσικός γεμάτος υπόγεια ενέργεια και ξεκάθαρη δέσμευση στην country και blues του Αμερικανικού νότου. Και μέσα στο καμίνι που σιγόβραζε τον χώρο του φεστιβάλ, ακροβολίζοντας τους περίπου διακόσιους παρευρίσκοντες σε πρόχειρες σκιές και μικρές αυτοσχέδιες παρέες κατάφερε με χιούμορ, επιδεξιότητα αλλά και τραχύτητα να γδύσει τα τραγούδια του τελευταίου του περσινού δίσκου Spun. Δίνοντας reverb αέρα στις χορδές και χορευτικές δονήσεις με την πανίσχυρα φτιαγμένη μπότα, προσθέτοντας φυσαρμόνικα και αλλοιώνοντας το χρόνο διάρκειας κομματιών όπως τα The journey, Hey και Olddays κέρδισε το χειροκρότημα παίζοντας με την αφηγηματική ανατριχίλα των ιστοριών που καταγράφουν τα τραγούδια του.
Η εναλλαγή με την μελωδικότατη χαρισματική φωνή της Ειρήνης Σκυλακάκη και της πληθωρικής της μπάντας που περιελάμβανε βιολι, κοντραμπάσο, μπάντζο, ντραμς, κιθάρα και πλήκτρα ήταν επιτυχημενη. Εχοντας δύο δίσκους στο ενεργητικό της και μια εξελισσομενη συνεργασία με τον παραγωγό των Coldplay έφερε στη σκηνή σε ρυθμό ταχυβόλου στιχουργικές μπαλάντες και χορευτικά φλέρτ με το βιολί, short movies κοριτσίστικων στιγμών και country φόλκ τραγούδια σκεφτικά πάνω στην ενηλικίωση αλλά και τη διαχείριση του πόνου που γεννούν οι σχέσεις και οι καθημερινές επιλογές μας. Θα ερμηνεύσω την αφαιρετική της σκηνική παρουσία σε κίνηση και ντύσιμο ως αποτέλεσμα της θερμόπληκτης ώρας. Η φωνή της ωστόσο κυριαρχούσε γαλήνια στα όργανα δίνοντας ρυθμό στη νευρώδη ορχήστρα και βγάζοντας το καλύτερο από τραγούδια σαν τα Dawn, Absence, Clock, Naked feeling, Wrongdirection, Tame my mind που το κοινό αναγνώριζε άμεσα και έστηνε χορό ακολουθώντας το δαιμονιώδες βιολί του Χρήστου Πετεβή. Κλείνοντας με το γλυκόπικρο Into the Light και την φροντισμένη διασκευή του Guns of Brixton, ολοκλήρωσε την ελληνική συμμετοχή στην πρώτη μερα του φεστιβάλ με τον καλύτερο τρόπο.
Νομάδας στη φύση του, πολυτεχνίτης και άνθρωπος της γης του ο Cass McCombs, μεγαλωμένος στην Αμερική της Δυτικής ακτής των συνειδητοποιημένων αλλαγών της δεκαετίας του 70 και θρήσκος της συμπεριφοράς παρά των Θεικών παρεμβολών στα ανθρώπινα, συλλέγει εμπειρίες του δρόμου και χαρακτήρες της παγκόσμιας Αμερικής όπως ειρωνικά σχολιάζει τον επαρχιώτικο καθωσπρεπισμό και τη σοβαροφάνεια. Αυτά μετατρέπει σε τραγούδια εδω και 13 χρόνια ηχογραφώντας δίσκους ανά τον κόσμο κι αναρρωτιέμαι τι αποκόμισε ως εντύπωση από το ελληνικό κοινό. Βλέπετε η χαμηλότονη inflected folk του που θυμίζει έναν σύγχρονο Neil Young κακόπεσε με την εισβολή στον χώρο του φεστιβάλ της πλειονότητας των παρευρισκομένων μετατρέποντας την παρέα των πεντακοσίων σε πλήθος πάνω από δύο χιλιάδων ατόμων. Συνέπεσε και η χαμηλή ένταση του μικροφώνου του (και η ασυναίσθητη σχεδόν διαφυγή του από αυτό σε κάθε ευκαιρία) με τον υπερτονισμό της κιθάρας του αλλά και των άλλων τριών μουσικών που ισότιμα τον συνόδευσαν σε ala Fleetwood Mac ενορχηστρώσεις.
Ξεκίνησε με το δυναμικό, σχεδόν θριαμβευτικό Big Wheel χαράζοντας γραμμή. Ομως σταδιακά το αποτέλεσμα ήταν ένα χλιαρό μεν αλλά έντεχνο ψυχεδελίζον βαριετέ, ενίοτε κοσμοπολίτικη αφηγηματική ποπ και δράσεις εμβόλιμων σόλων από καθέναν των τεσσάρων πάνω στη σκηνή. Κυριάρχησαν τραγούδια από τους πρόσφατους του δίσκους Catacombs(09), Wit’sEnd(11) και Big Wheel and Others (13). Η αργή έλευση της νύχτας άλλαξε κάπως τον τόνο των τραγουδιών κι από τα ευφορικά Night of the World, Dreams come true girl και Brighter περάσαμε στην protopunk εκτέλεση του Young man’s dream και στην φορτισμένη και ατελείωτηχρονικά εκδοχή του County Line. Για πρώτη συναυλία της καλοκαιρινής περιοδείας του και νεοελληνικό ποδαρικό μπορώ να πω ότι προβιβάζεται επαρκώς, σιγώντας με επιτυχία το θορυβώδες κοινό που έστηνε ακουστικό ιστό για τη μαγεία των Daughter που ακολούθησαν.
Δύο στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι Daughter ήταν η πιο σημαντική στιγμή της πρώτης ημέρας του Release Athens είναι τα χαρακτηριστικά της αμφίδρομης γέφυρας που στήθηκε ανάμεσα στο κοινό και στο συγκρότημα ή για να είμαστε πιο ακριβείς στην Elena Tonra, τη γοητευτικη, αιθερια, στυλιστικά γοτθική και μακάρια τραγουδίστρια του συγκροτήματος. Με την κομψή ελίτσα στα αριστερά των χειλιών της. Στην πλειοψηφια τους νεαρά κορίτσια κι αγόρια το κοινό, γνώριζαν πολύ καλα το θεώρημα των Daughter. Τη σχέση με το υπερβατικό του έρωτα, με τους οικειους, με την κατάσταση, τη χημικη ανισορροπια που ενίοτε γεννά αγγέλλους ή τέρατα σε αυτές τις ηλικίες. Και το συγκρότημα παράθεσε αντίκρυ τους ένα δίδυμο ή κουαρτέτο αν υπολογίσουμε τα ντράμς και τα πλήκτρα να κλείνουν το καρτιέ του στησίματος πάνω στη σκηνή. Ξεκίνησαν λίγο μετά τις 20.40 με τον shoegaze άνισο παιάνα του How και συνέχισαν ασταμάτητοι μ ετα Tomorrow και Numbers, δομημένα σ εμια χαυνωτική φωνή που πολλαπλασιαζόταν με το εκούσιο χαμόγελο της Elena Tonra και τον σπαστικό ενθουσιασμό του κιθαρίστα Igor Haefeli που ακομπάνιαρε ρευστά τα μεστά ντράμς του πρόσφατου νέου μέλους Remi Aguilela.
Τα σετ τους είναι συνήθως προκαθορισμένα, 15-16 τραγούδια από την μικρή δισκογραφία τους που περικλείει δύο άλμπουμ και μερικά ep’s. Με αυτά δούλεψαν το χρόνο που τους ανατέθηκε, ανεβοκατέβασαν αρκετές φορές τον ρυθμό, η Elena μας εξηγούσε πότε θα τρέξουν τα αισθήματα και πότε θα βυθιζόταν στην επώδυνη άβυσσο και κάπως έτσι ανταποκρινόταν το κοινό, πότε με χορό και πότε με παύσεις. Ο φωτισμός του χώρου, μιας και η νύχτα είχε ήδη αποκαθηλώσει στο μισό της συναυλίας τον βασανιστικό ήλιο, επέτεινε τη συγκινησιακή φόρτιση με αιχμηρές εκρήξεις λάμψης και το κυανό στα πιό όμορφα κομμάτια τους, όπως τα Alone with you, Do theright thing, Smother και Youth. Η πληρότητα του χώρου είχε φτάσει σε ψηλά νούμερα (πάνω από 4.500) καθώς πέρα από τον κυρίως υπήρχε πολύς κόσμος καθισμένος πίσω από το stage της ηχοληψίας παρακολουθώντας τη συναυλία από τα μόνιτορ που έχαναν μεν λεπτομέρειες λόγω μικρής ανάλυσης της εξαιρετικής καλυψης με κάμερες, αλλά προσέφεραν συγκινήσεις με τα κοντινά πλάνα και τις έξυπνες γραφιστικές επεξεργασίες της εικόνας. Λιτή και στον αποχαιρετισμό η μπάντα κέρδισε αβίαστα το πρώτο standing ovation της βραδιάς.
Το 2016 βρήκε τον Zach Condon με θεραπευμένη κρίση έμπνευσης, ένα νέο δίσκο (Νο Νο Νο) και μια δυναμική περιοδεία μπροστά σε γνώριμο κοινό που εκθειάζει το έθνικ μαριάτσι των εμιγκρέδων της Σαντα Φε. Πράγματι τα τελευταία χρόνια οι Ελληνες αγάπησαν ξανά τις ορχήστρες και τα περιπετειώδη πνευστά. Αρκετά χρόνια μετά λοιπόν και πάλι εδώ, σχολίασαν και οι ίδιοι και χωρίς προοικονομία ήχων με τρομπόνι, ukulele και τρομπετα στην πρώτη γραμμη, κι έναν κημπορντίστα χαμένο πίσω από το οικογενειακού μεγέθους YAMAHA όργανο, επικάθισαν στα κουρασμένα μέλη μας ως διεγερτικό. Scenic world και As needed για αρχή, Elephant gun, East harlem και Santa Fe στη συνέχεια, μετέτρεψαν το εντυπωσιακό κοινό σε ομόθυμη χορευτική ομάδα. Πολλά από τα τραγούδια των Beirut έχουν τίτλους γεωγραφικών προορισμών, γεωαστερισμών πλανητικής οκτάβας που ταλαντεύεται ανάμεσα στη φαλτσέτο φωνή του Condon και τα σαλπίσματα του πορτοκαλί ήλιου της Αριζόνα που προσέφεραν άπλετα τα φωτιστικά στη σκηνή.
Κι ήταν αυτοί οι φωτισμοί που καθοδηγούσαν την ένταση των πνευστών, τη διάρκεια των εξορμήσεων τους αλλά και την κομβική συνενοχή του κόσμου με χειροκροτήματα, αλαλαγμούς και διαρκή ρυθμική κίνηση. Μοιρασμένος ο χρόνος των τραγουδιών από όλους τους δίσκους τους, από το Νο Νο Νο του πρόσφατου στο Postcards from Italy του πρώτου κι από το Rip tide του ομώνυμου άλμπουμ στο My night with the prostitute from Marseille από το ep του 2009. Αργόσυρτοι daft punkίκοι ηλεκτρικοί ερεθισμοί από τα keyboards συναντούσαν το σαρωτικό κύμα ηρεμίας των λιτανεύοντων πνευστών και πήγαν τη συναυλία μέχρι το τέλος και την συνέχεια στο πιο προφανές encore που ακολούθησε με το σέρβικο Cocek, το γεμάτο τονικές περιπτύξεις In the mausoleum και στο τέλος το Gulag orkestar να στοχοποιεί και να οριοθετεί τον μουσικό μας εγκλεισμό στο μυαλό και στην καρδια του ανιδιοτελή Αμερικάνου. Αλλωστε, στο τέλος, το μόνο που ζήτησε από εμάς ήταν το κλειδί ενός απο τα παραπλέοντα σκάφη για θαλάσσια φυγή. Μάλλον είναι ώρα να τον ακολουθήσουμε κι εκεί.
Διονύσης Ρήγας
Photos: Μιχάλης Λαζαρίδης