REPORT: Winter Plisskën Festival - 2 και 3 Δεκεμβρίου 2016 - Piraeus Academy
REPORT: Winter Plisskën Festival - 2 και 3 Δεκεμβρίου 2016 - Piraeus Academy
Λένε ότι ορισμένα πράγματα τα εκτιμάς περισσότερο όταν σου λείψουν ή όταν τα χάσεις. Βέβαια, στην περίπτωση του PliskkenFestival, δεν είναι ότι μας έλειψαν οι συναυλίες το καλοκαίρι που μας πέρασε, ούτε ότι το χάσαμε εντελώς, όπως αποδείχθηκε από τη χειμερινή του επιστροφή. Το γεγονός πάντως είναι ότι η θερινή εκδοχή έχει γίνει γρήγορα ένα σημείο αναφοράς για τα συναυλιακά πεπραγμένα στη χώρα μας, και σίγουρα κάποια από τα ονόματα που μας παρουσιάζει δεν επρόκειτο κανείς άλλος να δοκιμάσει να τα φέρει και να μας τα γνωρίσει – ή να μας χαρίσει τη χαρά να τα δούμε από κοντά, έχοντας απολαύσει τις δισκογραφικές τους δουλειές.
Η νέα χωροταξική διανομή των σκηνών πιθανώς να δημιούργησε κάποια προβλήματα, στο μυαλό πιο πολύ παρά σε επίπεδο απόστασης ανάμεσά τους. Εγώ πρώτος λοιπόν δεν έκανα πολλές προσπάθειες να μετακινηθώ από την κεντρική σκηνή (που στεγάστηκε στο γνωστό πια συναυλιακό χώρο του Peiraeus 117 Academy), μιας που τα βασικά ονόματα ήταν πολύ ενδιαφέροντα, οι χρόνοι ανάμεσα στους καλλιτέχνες σύντομοι και οι παρέες άφθονες! Επίσης, οι άλλες τρεις σκηνές μοιράστηκαν με djs και hiphop καλλιτέχνες (Tunnel), ελληνικά σχήματα που καλώς ή κακώς έχουμε δει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (Republic) και djs με αδιαπραγμάτευτο χορευτικό προσανατολισμό που η κουλτούρα των ακροατών τους υπαγορεύει την εμφάνισή τους σε ώρες σχεδόν απαγορευτικές, που δεν ανταποκρίνονται στα δικά μας μέτρα και συνήθειες ζωής (Aquarium). Κατά τα άλλα, δεν εντόπισα κάποιου είδους προβλήματα στη συνολική διοργάνωση προσωπικά, όπως εξάλλου και παλιότερα που έχω παρακολουθήσει το συγκεκριμένο φεστιβάλ. Μου κατέθεσαν φίλοι όμως ουρές στα εισιτήρια το Σάββατο που έφταναν σε χρόνο αναμονής μέχρι και 20 λεπτά, όπως και στο μπες – βγες στις αίθουσες όπου χρειαζόταν να δείχνεις το βραχιόλι σου και να σε ψάχνουν κάθε φορά που χρειαζόταν να μετακινηθείς – εκεί που παλιότερα όλα γίνονταν μια φορά, στην αρχική είσοδο.
Μπαίνουμε λοιπόν στο χώρο του mainstage τη στιγμή ακριβώς που ξεκινούν οι PsychicIlls, και το θέαμα είναι ως συνήθως αποκαρδιωτικό. Καμιά εκατοστή άτομα σκόρπια στη μεγάλη αίθουσα, να κοιτούν στη σκηνή ένα σχήμα που είμαι σίγουρος ότι είχε ξενερώσει με τη ζωή του να παίζει εκείνη την ώρα. Η αλήθεια είναι ότι θυμάμαι να τους έχω δει παλιότερα στο Αν Club, σε μικρότερο και ζεστότερο χώρο, με περισσότερο κόσμο και μια πολύ πιο ωραία ατμόσφαιρα, και να μου αρέσουν ειλικρινά.
Αυτή τη φορά, χωρίς να μπορέσω να ρίξω κάποιο συγκεκριμένο φταίξιμο στο ίδιο το γκρουπ που έπαιξε όπως άρμοζε στην περίσταση, δεν κατάφεραν να με κερδίσουν και μου φάνηκαν βαρετοί. Η μουσική τους έτσι κι αλλιώς είναι πολύ εύκολο να πέσει στην παγίδα ενός τέτοιου χαρακτηρισμού, έτσι αργόσυρτα όπως σέρνει τα βήματά της μέσα σ’ ένα αδιόρατο σύννεφο ψυχεδελισμού και ποπ ευαισθησίας για προχωρημένα μυαλά. OTresWarren μας υποδέχθηκε με λευκό κουστούμι και στατική παρουσία επί σκηνής – όπως ήταν αναμενόμενο – δίπλα του η ElizabethHart, πάντοτε πανέμορφη και βράχος στα μπασιστικά της καθήκοντα, συν τρία ακόμη μέλη στα πλήκτρα, slide κιθάρα και τύμπανα. Το υλικό τους παραμένει αγαπημένο πάντως. Η έμφαση δόθηκε στο πιο πρόσφατο, φετινό τους για την ακρίβεια, άλμπουμ InnerJourneyOut, αν και όταν έφτασαν στο highlight του IDon’tMind, τα φωνητικά της HopeSandoval έλειψαν… Ατυχής η συγκυρία λοιπόν, επιφυλασσόμαστε να περάσουμε καλύτερα μαζί τους κάποια προσεχή φορά.
Οι FourOwls που ακολούθησαν είναι στη χώρα μας ένα γνωστότερο όνομα απ’ όσο φαντάζεστε. Πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα νέα ονόματα του σύγχρονου Βρετανικού hiphop, με πολλούς φίλους εδώ, εξ ου και έρχονται σχετικά συχνά για συναυλίες, είτε σαν κουαρτέτο, είτε το κάθε μέλος ξεχωριστά για να παρουσιάσει τις προσωπικές του δουλειές. Το ίδιο ισχύει και για όλα τα υπόλοιπα ονόματα της ετικέτας HighFocus στην οποία ηχογραφούν, και οι χώροι όπου εμφανίζονται είναι συνήθως γεμάτοι. Έτσι και η συναυλία τους ξεκίνησε με ένα κομμάτι από το δίσκο του ομόσταυλού τους OceanWisdom (τσεκάρετέ τον!), πριν ανέβουν οι Τέσσερις Κουκουβάγιες στη σκηνή και αρχίσουν να φτύνουν τις δικές τους ρίμες. Από εκεί και μετά, τίποτα δεν έπεσε κάτω από τα όρια του καταπληκτικού, αρκεί ασφαλώς να σου αρέσει το είδος και να κατανοείς την αισθητική που προσφέρουν από σκηνής τέτοιου τύπου σχήματα. Ένας dj έριχνε τα κομμάτια και οι τέσσερις ράπερ αλώνιζαν το σανίδι, παίρνοντας σειρές στην πρωτοκαθεδρία των φωνητικών με τους λοιπούς να προσθέτουν τονισμούς κάποιων λέξεων συν διάφορα yo κτλ κτλ.
Οι φανατικοί τους ανάμεσα στο κοινό ήταν συγκριτικά λιγοστοί (σε σχέση με τις δικές τους συναυλίες), οπότε ήταν λογικό που λίγοι μονάχα μπροστά χόρευαν στους ρυθμούς τους, εκεί που θα έπρεπε να κάνουν όλουςστην αρένα να χοροπηδάνε στα πόδια τους. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, δεν έπαιξαν όλα τα αγαπημένα από τους δύο δίσκους τους και δεν άφησαν άριστες εντυπώσεις, αρκεί να ήσουν συντονισμένος στο δικό τους μήκος κύματος. Από τις θετικές στιγμές του φεστιβάλ. (Τα ίδια πάνω κάτω ισχύουν και για ένα άλλο γκρουπ της HighFocus που έπαιξε την ίδια ημέρα, το ντουέτο των StrangeU, όπως με πληροφόρησαν οι πράκτορές μου).
Περιμέναμε με συγκρατημένη ανυπομονησία τον Zomby που ακολούθησε. Εγώ προσωπικά επειδή έχει χρηματίσει καλλιτέχνης της 4AD, και κάποια κολλήματα δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψουν ποτέ, μα κι επειδή οι δίσκοι του είναι όντως καλοί. Ο πιο πρόσφατός του Ultra έχει βγει στην Warp και δεν αλλάζει θεαματικά τα πράγματα, είναι εμπνευσμένος και τον παρουσιάζει να εγκαταλείπει (και πολύ σοφά) το dubstep σαν κεντρική ιδέα που διατρέχει τη δουλειά του αλλά υπάρχει σαν φάντασμα που ευκαιριακά περιφέρεται επάνω από τα κομμάτια. Ανέβηκε στη σκηνή φορώντας κλασικά τη μάσκα του από τους Anonymous, και είχε μια μικρή πλάκα που συχνά πυκνά χρειαζόταν να την παραμερίζει ελαφρά για να καπνίζει το τσιγάρο του. Από εκεί και πέρα, ξεκίνησε κάπως μουδιασμένα κι άτεχνα παίζοντας electronica με techno ρυθμούς, μην καταφέρνοντας να κινητοποιήσει τα πόδια του ακροατηρίου. Αργότερα έγινε καλύτερος, διατρέχοντας περισσότερα στυλ ηλεκτρονικού ήχου, περνώντας περιφερειακά από το dubstep και φτάνοντας μέχρι ένα σύντομο φόρο τιμής στο jungle. Με το τέλος της εμφάνισής του, έδειξε να είχε οριακά σώσει την παρτίδα, αν και είχε πέσει κι αυτός θύμα της ακατάλληλης ώρας εμφάνισης σε σχέση με τη μουσική του, κι αυτό είναι κάτι που βιώσαμε κάμποσες φορές κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ.
Οι Prefuse 73 που ακολούθησαν είναι ο ScottHerren, γιατί να κοροϊδευόμαστε; Αντίστοιχα, και παρά τη διαβεβαίωση στην ανακοίνωση ότι θα παίξει live, ήταν μόνος του με τα κομπιούτερ και τα samplers του, οπότε αυτό δεν ήταν live, γιατί να κοροϊδευόμαστε;
Προφανώς το live δε σημαίνει ότι θα έβγαινε επί σκηνής με κανονική μπάντα και κλασικά όργανα αλλά ότι θα έπαιζε μόνο δικό του υλικό κι όχι κομμάτια άλλων που πιθανώς θα έκανε σε κάποιο djset; Ποιος ξέρει, δε θα μάθουμε ποτέ ίσως… Αυτό που μάθαμε σίγουρα, είναι ότι όσα ακούσαμε από πλευράς του δεν ήταν ιδιαίτερα συναρπαστικά, περισσότερο μια σειρά από κομμάτια με μέτρια χορευτική μεταδοτικότητα ατάκτως ερριμμένα, χωρίς ιδιαίτερο ειρμό και χωρίς κάποιο επικοινωνιακό χάρισμα. Το αποτέλεσμα ήταν εμφανώς ορατό μέχρι το μέσο της εμφάνισής του κιόλας: η μισή αίθουσα είχε αδειάσει, με πολλούς να ψάχνουν να βρουν μεγαλύτερες συγκινήσεις κάπου αλλού. Επίσης, εκεί που στο μυαλό μου τον είχα σαν ένα όνομα που έπαιζε hiphop με όρους ηλεκτρονικού σχήματος, δεν διέκρινα έστω και ένα ελάχιστο ψήγμα αυτής της μουσικής σε όσα άκουσα. Δεν είχε καμία προσωπικότητα η παρουσία του με άλλα λόγια, και θα την χαρακτήριζα από τις απογοητεύσεις του φεστιβάλ.
Αντίθετα, αυτοί που ακολούθησαν μάλλον ήταν ότι καλύτερο είδα και στις δύο ημέρες, επιβεβαιώνοντας το κλισέ του «ο παλιός είναι αλλιώς». Λειτουργεί καθοριστικά και το συναισθηματικό στοιχείο σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν δηλαδή πρόκειται να δεις κάτι που αγαπάς από παλιά, και έρχεται να σε στοιχειώσει εκ νέου μετά από 30τόσα χρόνια από την πρώτη σου επαφή μαζί του. Οι Tuxedomoon λοιπόν ήταν έτοιμοι να μας παρουσιάσουν το ντεμπούτο τους άλμπουμ Half-Mute εξ ολοκλήρου, όπως συνηθίζουν τόσες και τόσες μπάντες να κάνουν, κάποτε παίρνοντάς το σαν βολική αφορμή για να κάνουν ένα ακόμη reunion ή μία ακόμη περιοδεία. Στην περίπτωση της μπάντας από το Σαν Φρανσίσκο (και την Ευρώπη σαν πατρίδα της καρδιάς τους), όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν. Ήταν κάποιου είδους δώρο μια τέτοια επιστροφή, που τους φανέρωσε να βρίσκονται σε εξαιρετική φόρμα, αν και δεν αμφιβάλλαμε ποτέ επ’ αυτού. Η συναυλία τους ήταν αφιερωμένη στο μέλος της μπάντας BruceGeduldig, που έφυγε από τη ζωή μέσα στην τρέχουσα χρονιά, άτυπα (είμαι σίγουρος) και στο Νικόλα Τριανταφυλλίδη που τους αγάπησε όσο λίγοι στη χώρα μας. Οι υπόλοιποι τέσσερις της κλασικής σύνθεσης ήταν παρόντες, με την προσθήκη ενός ακόμη ατόμου σε ρόλο-γρίφο πίσω από τα μηχανήματά του (συγνώμη, δεν συγκράτησα το όνομά του).
Το μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισής τους λοιπόν κάλυψε ο δίσκος με τη σειρά εμφάνισης των κομματιών στο βινύλιο (έτσι το πρωτακούσαμε αν θυμάστε...), με κάποια απ’ αυτά να ξεχωρίζουν ως τα πιο γνωστά (59 Το 1, What Use?) ή τα πιο καταπληκτικά (Nazca, Volo Vivace, ο καθένας προσθέτει ή αφαιρεί κατά βούληση). Το σημαντικότερο είναι ότι οι μουσικοί ήταν σε εξαιρετική ημέρα, δίνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε να ελπίζει κανείς απ’ αυτούς. Το δοξάρι του Blaine Reininger γλιστρούσε απαλά επάνω στις χορδές ή άλλοτε έβγαζε σπίθες, ο Steven Brown θριαμβολογούσε με το κλαρινέτο και το σαξόφωνό του, ο Peter Principle βράχος με το στιβαρό του μπάσο, ο Luc Van Lieshout στα μετόπισθεν ελαφρώς μα καίριος στις προσθήκες της τρομπέτας του.
Έτσι κύλησε η βραδιά, με σπουδαίες μουσικές να ξεπηδούν από τα ηχεία, μέχρι να τελειώσει ο κύκλος του Half-Mute. Η συνέχεια επιφύλαξε επιπλέον εκπλήξεις: το άνοιγμα του επόμενου άλμπουμ Desire με το East/Jinx, το Τime To Lose από ένα δωδεκάρι τους, μέχρι να έρθει το κλείσιμο με το Ισπανόφωνο Muchos Colores, μέσα σε ένα σχεδόν κατανυκτικό κλίμα συγκίνησης. Δεν με έχουν απογοητεύσει ποτέ οι Tuxedomoon (ίσως στο Λυκαβηττό να ήταν ελαφρώς κατώτεροι των προσδοκιών), αυτή τη φορά τολμώ να πω ότι ήταν από τις καλύτερες που τους έχω δει!
Ημέρα 2η
Η δεύτερη ημέρα είχε κατά τα φαινόμενα περισσότερο κόσμο από την πρώτη, παρά το γεγονός ότι έβρεχε, που είναι πάντοτε ανασταλτικός παράγοντας. Πέρασα πριν το ξεκίνημα από την σκηνή Republic που ήταν ανοιχτή, κι αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσε να παρακολουθήσει ο κόσμος τις συναυλίες σε περίπτωση που δυνάμωνε η βροχή. Δεν το έμαθα ποτέ αυτό... Χώθηκα λοιπόν ξανά στην αίθουσα της κεντρικής σκηνής, όπου μόλις είχαν ξεκινήσει το σετ τους οι Mueran Humanos. Ντουέτο αγόρι / κορίτσι, με καταγωγή από την Αργεντινή κι έδρα στο Βερολίνο, περιγράφουν το μουσικό τους όχημα σαν ένα μέρος ενός συνολικού art project, ισχυρισμός αρκετός να με κάνει να θέλω να το βάλω στα πόδια όσο περισσότερο γρήγορα γίνεται! Μόλις τους αντίκρισα επί σκηνής, θυμήθηκα ότι τους είχα δει στο φετινό Primavera Sound αλλά ούτε που είχα συγκρατήσει την εμπειρία μου αυτή, ώστε να τη συμπεριλάβω στο ανάλογο κείμενο καταγραφής που ακολούθησε. Το ίδιο συνέβη και τη δεύτερη βραδιά του Pliskken. Τους βρήκα απίστευτα δήθεν, να φλερτάρουν με την αλητεία κάποιων όπως οι Kills για παράδειγμα (για να κρατήσουμε και την αντιστοιχία της φόρμας) μα να μην έχουν ούτε ένα ψίχουλο από τη γοητεία και το ταλέντο των πρώτων. Χτυπιούνταν χωρίς ιδιαίτερο λόγο, προσπαθούσαν να αρθρώσουν ένα μουσικό λόγο βρώμικο και θορυβώδη χωρίς να ξέρουν πώς ακριβώς γίνεται σωστά κάτι τέτοιο, ο μπασίστας έπαιζε μόνιμα μία νότα και η κοπέλα έκανε ότι έπαιζε γενικώς, και, για να μην τα πολυλογούμε έπληξα αφόρητα.
Η συνέχεια ήταν σαφώς καλύτερη, όχι ότι ήταν και πολύ δύσκολο εδώ που τα λέμε. Αλλά ο Dominic Fernow με το καλλιτεχνικό του Vatican Shadow (έχει κι άλλα πολλά, αν σας ενδιαφέρει να τον ψάξετε διεξοδικότερα) που εμφανίστηκε, θα μπορούσε να περάσει επάνω από οποιαδήποτε άλλη μπάντα ή όνομα θα τολμούσε να σταθεί στο διάβα του ή να αμφισβητήσει την παντοκρατορία του στο χώρο που κινείται.
Εμφανίστηκε στην πιο ακατάλληλη ώρα, 9 το βράδυ, για να παίξει ένα σετ που θα λειτουργούσε περίφημα τουλάχιστον ένα εξάωρο αργότερα, όταν το αλκοόλ και η αδρεναλίνη είχε φτάσει σε υψηλότερα επίπεδα στο αίμα! Ακόμη κι έτσι βέβαια, το ανελέητο, καταιγιστικό techno του έπαιξε τον άτυπο ρόλο ενός χαστουκιού που σε έφερνε στην πραγματικότητα ενός Σαββατόβραδου που έβραζε και περίμενε να οδηγήσει όσους βρεθούν στην αγκαλιά του στα (όποια) άκρα. Ο ήχος έμοιαζε με οδοστρωτήρα που σάρωνε ό,τι έβρισκε στο διάβα του, εξίσου ενεργητική ήταν και η παρουσία του καλλιτέχνη στη σκηνή. Βρήκα απείρως ειλικρινέστερο το ότι έβγαινε από το τείχος των μηχανημάτων του, αφήνοντάς τα να παίζουν μόνα τους, ενώ ο ίδιος επιδιδόταν στο μανιασμένο χορό του, κλωτσώντας τον αέρα και κουνώντας σε επικίνδυνο βαθμό το κεφάλι του, παρά να έμενε πίσω τους και να έκανε ότι ρυθμίζει κάτι φροντίζοντας εκείνη τη στιγμή για τα όσα ακούμε. Με τον τρόπο αυτό, παρέσυρε το κοινό σε χορό, παρότι όπως είπαμε δε βοηθούσε η ώρα και η κατάσταση του μυαλού κάποιες φορές. Πολύ ωραίος, ακόμη κι αν η μουσική του δεν ήταν your cup of tea, που λένε εύστοχα και στην αλλοδαπή.
Τον επόμενο είχα ψιλοαπωθημένο να τον δω, μιας που δεν είχα καταφέρει να τον συναντήσω στις δύο προηγούμενες φορές που έχει έρθει στα μέρη μας. Το μοναδικό του άλμπουμ Engravings είναι ένα κλασικό έργο της δεκαετίας μας, από εκείνα που σε κάνουν άμεσα οπαδό που θέλει να εξερευνήσει περαιτέρω τον άνθρωπο πίσω από τη δημιουργία του. Ο Matthew Barnes, που είναι ο Forest Swords, θέλοντας μάλλον να ευχαριστήσει το εγχώριο κοινό που αγκάλιασε τόσο γρήγορα τη δουλειά του, εμφανίστηκε με μπλουζάκι με την ελληνική σημαία, σαν αυτά που πουλάνε στην Πλάκα, κι όσο κι αν φάνηκε ελαφρώς γραφικό, δεν μπόρεσε να αλλάξει τη γνώμη μας για τα όσα μας παρουσίασε.
Σκαλίζοντας εναλλάξ τα ηλεκτρονικά του και μία ηλεκτρική κιθάρα, κι έχοντας απέναντί του έναν μπασίστα, έπαιξε την ενδοσκοπική του electronica και τραγούδησε με μία ταπεινότητα σχεδόν και μία ευαισθησία που σε αιχμαλώτιζε. Οι ρυθμοί του χαλαροί, οι συνθέσεις του ουσιαστικές και γεμάτες ατμόσφαιρα, δεν είμαι σίγουρος ότι ταίριαζαν στο συγκεκριμένο περιβάλλον και περίσταση, μα δε θα έλεγα ότι ήταν κι από άλλο πλανήτη τελικά, ούτε ότι είδα να ενοχλείται κανένας απ’ αυτό που έβλεπε. Παραδόξως, ενώ πρόκειται για μουσική που θα ήθελε να απολαύσει κανείς χωρίς ομιλίες γύρω του, όλα γύρω μου έρεαν μέσα σε κλίμα αλλεγγρίας, ένα αίσθημα ευφορίας κυκλοφορούσε ελεύθερα στον αέρα κι όλα συνηγορούσαν στο ότι η βραδιά θα κυλούσε άψογα. Το ωριαίο περίπου σετ του Forest Swords δεν είχε κορυφώσεις, εξυπηρετούσε περίφημα το σκοπό του κρατώντας ένα χαμηλό και ουσιαστικό προφίλ, και μας άφησε μια γλυκιά γεύση στο μυαλό και την καρδιά, όπως και μιαν ευχή να τον δούμε ξανά αλλού, αλλιώς.
Οι επόμενοι αποτέλεσαν για όλους μας σχεδόν την έκπληξη του φεστιβάλ, και μάλλον από εκεί που δεν το περιμέναμε. Γιατί εντάξει, έχουμε ακούσει τους δίσκους των Γάλλων La Femme, ξέρουμε ότι αποτελούν μικρές δροσοσταλίδες εφαρμοσμένης ποπ διασκέδασης, αλλά το πώς τους μετουσιώνουν σε συναυλιακές γιορτές, δεν το είχαμε υπόψη μας. Αυτό που παρακολουθήσαμε ήταν ένα καλομελετημένο σόου, που στόχο του είχε να μη μείνει κορμί ακίνητο και χείλια που να μην δίνουν το πιο μεγάλο τους χαμόγελο! Σεξτέτο που σαν αιχμή του δόρατός του είχε τη γλυκύτατη Clemence Quelennec, μια νέα Jane Birkin που προσπαθούσε να αγγίξει το σκέρτσο και την ξεκάθαρα σεξουαλική δική της αύρα. Επαρκής στα φωνητικά και την κινησιολογία, έδινε έναν άτυπο ρυθμό στην όλη διεργασία κινητοποίησης του ακροατηρίου και τα κατάφερνε όσο λίγες που έχουμε δει. Οι άντρες που τη συνοδεύουν είναι σαν μέλη ενός θιάσου που μόνοι τους θα είχαν προ πολλού σκορπίσει. Κάποιοι άγγιζαν τα όρια του γελοίου, όπως ο τύπος με το μουστάκι που δεν έκανε βασικά τίποτα πέρα από το να πίνει όλο πόζα από ένα μπουκάλι ουίσκι, ή ακόμα και ο δευτεραγωνιστής βοκαλίστας που έχει την κατανόησή μας μιας που συμπαθούμε γενικά το Γαλλικό έθνος (δε θα μιλήσω για το ντράμερ, που πρέπει να είναι ο πιο άκαμπτος κι ανέκφραστος που έχω δει ποτέ. Κάποια στιγμή μίλησε με το μπασίστα, και ο Τάσος δίπλα μου λέει “να ρε συ, μιλάει”. “Του μιλάνε που και που να σιγουρευτούν ότι δεν θα τον πάρει ο ύπνος” του απάντησα...).
Τέλος πάντων, όπως κι αν φανούν στον καθένα μας οπτικά οι La Femme, σημασία έχει ότι δεν τους πήρε πολύ ώρα μέχρι να κάνουν όλους όσους τους παρακολουθούσαν να χορεύουν ασταμάτητα. Τους βοηθούσε η μουσική τους, τους βοηθούσε ο τρόπος που είχαν να μεταδίδουν το δικό τους κέφι στον κόσμο, και να αποθεώνουν τελικά την έννοια του live, του πηγαίνω να δω μία συναυλία και να περάσω καλά. Είμαι σίγουρος ότι όσοι τους είδαν θέλουν να τους ξαναδούν, κι αυτός είναι ένας λόγος που κάτι μου λέει – και φωναχτά μάλιστα – ότι δε θα αργήσουμε να τους ξανασυναντήσουμε στα μέρη μας.
Αν οι La Femme έδωσαν ένα υποδειγματικό live, οι επόμενοι έκαναν το ακριβώς αντίθετο. Δεν ξέρω τι γυρίζει αυτό το διάστημα στο μυαλό του Richard Fearless, εκείνο πάντως που μας παρουσίασε σαν εμφάνιση των Death In Vegas ήταν επιεικώς απαράδεκτο. Κατ’ αρχήν θα δεχτούμε καλή τη πίστη ότι αυτοί που είδαμε ήταν οι Death In Vegas, μιας που μπάντα μια φορά δεν ήταν. Τους έχουμε δει παλιότερα σαν τέτοια, με ντράμερ / μπασίστα κτλ και ξέρουμε. Τώρα ήταν μόνος ο Fearless με έναν ακόμη, που δεν έχω καν τη διάθεση να ψάξω το όνομά του, όχι ότι έχει και καμία σημασία. Από εκεί και πέρα, ήρθε υποτίθεται να παρουσιάσει το νέο του(ς) άλμπουμ, γι’ αυτό είχε τέτοια (ν)τροπή η συναυλία. Μην του κάνει λοιπόν εντύπωση που αυτοί τη στιγμή οι DIV είναι άφαντοι στο σύγχρονο μουσικό χάρτη. Πού να πήγαν να παίξουν έτσι και να γούσταρε ο κόσμος;
Σκοτεινή κι ατμοσφαιρική η μουσική, με ρυθμούς που χτίζονται αργά και παίρνουν την ώρα τους να σε βάλουν στο τριπ τους, και πάνω που όλα αρχίζουν και μπαίνουν σε μία συγκεκριμένη τροχιά, στοπ, τελείωσε το κομμάτι, χειροκρότημα, ευχαριστούμε, και πάλι από την αρχή. Εισαγωγή τρίλεπτη, γυρίζεις στους φίλους σου, “να πάμε για κανένα σουβλάκι μετά, νοιώθω ότι πεινάω”, ο Fearless και ο άλλος κάτι ξεκινούν να χτίζουν πάλι, ένα beat σκάει από κάπου κι αρχίζει και γίνεται έντονο, σύντομα όλοι είμαστε σε full flight mode, όχι για πολύ όμως γιατί τελείωσε το κομμάτι και πρέπει να ξεκινήσει το επόμενο (αργά και πάλι). Αυτό δεν ήταν συναυλία, αυτό ήταν killjoy και δυστυχώς ένα ατυχές κλείσιμο σε ένα φεστιβάλ που μας έκανε ξανά να περάσουμε καλά, μας παρουσίασε και πάλι ονόματα που θέλαμε πολύ να δούμε, κι ευελπιστούμε το ραντεβού μας μαζί του να ανανεωθεί για το επόμενο καλοκαίρι.
Μάνος Μπούρας
Photos: Ντιάνα Καλημέρη