Η μουσική, όπως και όλες οι τέχνες (υποθέτω) αντλεί τη μαγεία της από το γεγονός ότι δε μπορεί να μπει σε καλούπια ούτε να εκφραστεί με μοντέλα που βασίζονται στη λογική. Δεκτόν. Δε χρειάζονται περίπλοκες αναλύσεις για να εξηγήσεις τη συγκίνηση που σου προκαλεί το αγαπημένο σου άλμπουμ: Απλά στην προκαλεί και αν έχει κανείς αντιρρήσεις τα μπογαλάκια του και σε άλλη γειτονιά. Επειδή ωστόσο στο postwave μας αρέσει να πηγαίνουμε κόντρα στο ρεύμα, θα επιχειρήσουμε αμέσως τώρα, ψυχαναγκαστικά και οπωσδήποτε με μια γερή δόση αυθαιρεσίας, να ορίσουμε τον δεκάλογο ενός καλού δίσκου:
1.Υφολογική συνέπεια: Το σωστό άλμπουμ δεν πρέπει να φαντάζει ως συρραφή ετερόκλητων κομματιών αλλά να αποτελείται από συνθέσεις που έχουν ομοιογένεια, ηχητική συγγένεια και αβίαστη εναλλαγή.
2.Ιδιαίτερη ταυτότητα: Το να αντιγράψεις πετυχημένες συνταγές καλλιτεχνών γνωστής αξίας μπορεί να δώσει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, όμως η πραγματική αξία βρίσκεται στην πρωτοτυπία, την υιοθέτηση νέων ιδεών και τη δημιουργία ενός έργου προσωπικού που σε χαρακτηρίζει ως συγκρότημα.
3.Ευελιξία: Τα μουσικά ιδώματα - ταμπέλες δεν πρέπει να λειτουργούν ως φραγμοί. Το συγκρότημα που σέβεται τον εαυτό του θα καταφέρει να συγκεράσει όλες τις μουσικές επιρροές του, από shoegaze, post-rock μέχρι και 70's ψυχεδέλεια και Χατζηδάκι, που λέει ο λόγος.
4.Η μελαγχολία δε συνεπάγεται κατ' ανάγκη και βαρεμάρα: Ακόμα και οι πιο αργές συνθέσεις δικαιούνται να έχουν βάθος, χρώμα και εναλλαγές. Και να σου αποκαλύπτουν ένα νέο επίπεδο με κάθε ακρόαση. Εκεί βρίσκεται και η ομορφιά τους.
5.Ούτε η νοσταλγική διάθεση συνεπάγεται ότι ο δίσκος είναι και παλιομοδίτικος. Δεν είναι δυνατόν να απαιτούμε από κάθε κυκλοφορία να αλλάξει τον τρόπο που ακούμε τη μουσική. Όσο χρειαζόμαστε τους δίσκους - ορόσημα, άλλο τόσο θέλουμε και κυκλοφορίες που να μας θυμίζουν τι αγαπάμε στη μουσική με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο. Και δεν πρέπει αυτή η προσέγγιση να χαρακτηρίζεται ελαφρά τη καρδία ως ανακύκλωση, γιατί μπορεί να γίνεται με τέτοιο μεράκι και ταλέντο που να είναι όσο φρέσκια χρειάζεται.
6.Ερασιτεχνική δουλειά δε σημαίνει κατ' ανάγκη και προχειρότητα. Ακόμα και αν το στούντιο βρίσκεται στο δωμάτιό του, ο καλλιτέχνης που έχει όραμα θα βγάλει αποτέλεσμα ανώτερο από συναδέλφους του που μπορεί να διαθέτουν πολλαπλάσια μέσα.
7.Η εσωστρέφεια είναι συνήθως κακός σύμβουλος. Το ότι ανήκεις (και άρα απευθύνεσαι) σε μία μικρή αγορά δεν αποτελεί άλλοθι για οποιουδήποτε είδους προχειρότητες και παραλείψεις.
8.Η μουσική εξέλιξη ενός συγκροτήματος πρέπει να αποτελεί βασικό στοιχείο της ταυτότητάς του, ακόμα και αν το συγκρότημα έχει παραδώσει δύο μόλις κυκλοφορίες.
9.Εξίσου βασικό στοιχείο είναι η σεμνότητα και οι χαμηλοί τόνοι. Έχουμε κουραστεί από "καλλιτέχνες" με συμπεριφορά χιλίων καρδιναλίων και φουσκωμένα μυαλά που καταλήγουν να διαγράφουν πορεία πυροτεχνήματος.
10.Και ναι, θα το πω και αυτό: Η ποιότητα ενός δίσκου μπορεί να φανεί παντού. Ακόμα και στο εξώφυλλό του.
Προφανώς καταλάβατε ότι ο παραπάνω "δεκάλογος" μόνο τυχαίος δεν ήταν. Το Mets των No Clear Mind είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εγχώριες κυκλοφορίες που έχω ακούσει ποτέ και αποτελεί από κάθε άποψη έναν άρτιο, ολοκληρωμένο δίσκο που δε χορταίνεις να επαναλαμβάνεις κάθε ώρα της ημέρας. Συγκεντρώνει τις επιρροές του με κομψότητα και χάρη, περιέχει μία πληθώρα ολοκληρωμένων ιδεών και δεν αφήνει ούτε στιγμή τον ακροατή ξεκρέμαστο. Είναι πάντα όμορφο όταν με τόσο απλά υλικά κατορθώσεις να φτιάξεις μία ωραία συνταγή. Οι No Clear Mind αποτελούν μία δυνατή προσθήκη στο πολύ καλό ρόστερ της Inner Ear και ελπίζουμε να μας φιλοδωρήσουν και μελλοντικά με εξίσου ποιοτικές κυκλοφορίες.
Rating: 8 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Το βρίσκω σχεδόν αδύνατον να ακούσω μία οποιαδήποτε ελληνική κυκλοφορία χωρίς να αναλογιστώ πόσο πολύ έχει αλλάξει το τοπίο στην εγχώρια μουσική βιομηχανία ("βιομηχανία"... λέμε τώρα...) την τελευταία δεκαετία - δεκαπενταετία. Από το σημείο εκείνο όπου αρκούσε η ύπαρξη ενός κιθαρίστα και μίας απλά ανεκτής φωνής για να εξασφαλίσουν ένα τσούρμο συγκροτήματα συμβόλαια, και μάλιστα σε καλές δισκογραφικές, ενώ ταυτόχρονα ο Σφακιανάκης γινόταν εφτά και οκτώ φορές πλατινένιος, φτάσαμε στο σημείο όπου οι εταιρείες αυτές μας άφησαν χρόνους, τα παραδοσιακά δισκάδικα του κέντρου όπου κατεξοχήν πάιρανμε μάτι τις νέες κυκλοφορίες έγιναν (ως επί το πλείστον) φούρνοι και ο Notis μας κλείνει το μάτι από τα περίπτερα, ανάμεσα σε περιοδικά μαγειρικής και σταυρόλεξα. Και όσο τετριμμένη κι αν ακούγεται αυτή η σκέψη, δε μπορώ να μην αναρωτιέμαι πόσο καλύτερη μουσική θα ακούγαμε αν κάποια σχήματα είχαν την τύχη να γεννηθούν λίγα χρονάκια πιο πριν.
Γιατί το ταλέντο υπάρχει, φτάνει και περισσεύει και γίνεται πιο "χειροπιαστό" σε περισσότερο εξειδικευμένα μουσικά ιδιώματα (metal, post-rock κλπ), εκεί όπου ο "ορκισμένος" ακροατή με την αφοσίωσή του θα καλύψει το κενό του ανύπαρκτου promotion, θα διαδώσει σε blogs και forums τη νέα του μουσική "ανακάλυψη", θα ενημερωθεί από πιο ανεξάρτητες πηγές και, γιατί όχι, θα καταθέσει και τον οβολόν του τιμώντας τη μπάντα που κατάφερε να του τραβήξει το ενδιαφέρον μέσα από το πλήθος. Και τελικά, εκμεταλλευόμενοι (με την καλή έννοια) την αγάπη και τη στήριξη "στοχευμένων" οπαδών, πολλοί καλλιτέχνες καταφέρνουν μέσα στη ζοφερή αυτή πραγματικότητα και να επιπλεύσουν και να μας φιλοδωρούν συχνά-πυκνά με αξιόλογες κυκλοφορίες. Μία από αυτές τις περιπτώσεις καλλιτεχνών, όχι ιδιαιτέρως γνωστοί στο ευρύτερο κοινό, είναι και οι Afformance.
Μετρώντας σχεδόν μία δεκαετία ύπαρξης, μπορεί να μην έχουν μεγάλη δισκογραφική στέγη, ωστόσο έχουν στο ενεργητικό τους ήδη μία μεγάλου μήκους κυκλοφορία (A Glimpse To The Days That Pass, 2010) η οποία έγινε δεκτή με πολύ καλές κριτικές στους κύκλους των "μυημένων", με αποκορύφωμα την ανακήρυξή της ως άλμπουμ της εβδομάδας στο πολύ ενημερωμένο blog-βίβλο του post-rock ΤheSirensSound. Παραμένουν ταυτόχρονα και αρκετά δραστήριοι συναυλιακά, με πολλές εμφανίσεις εντός Ελλάδας αλλά και περιοδείες εκτός συνόρων. Και μας απασχολούν τώρα με την πρόσφατη, μικρού μήκους δουλειά τους που ακούει στο όνομα The Place και που, ενώ ξεκίνησε ως soundtrack μίας χοροθεατρικής παράστασης (στα χνάρια του BA BA TI KI DI DO των Sigur Ros) μπορεί να σταθεί πολύ άνετα ως αυτούσια κυκλοφορία. Και παρουσιάζει μάλιστα και ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως μία πολύ καλοδεχούμενη εξέλιξη του τρόπου γραφής της μπάντας.
Αφήνοντας τα αμιγώς κιθαριστικά μονοπάτια του ντεμπούτου τους, οι Afformance δείχνουν μία υπέρμετρη διάθεση να διευρύνουν τον ήχο τους, υιοθετώντας περισσότερα ηλεκτρονικά στοιχεία και εστιάζοντας περισσότερο στο βάθος των συνθέσεών τους και λιγότερο στην ένταση. Το εναρκτήριο Dough Claws κάνει νωρίς-νωρίς σαφείς τις πειραματικές τους διαθέσεις, είναι ambient χωρίς να γίνεται ούτε δευτερόλεπτο βαρετό και δημιουργεί ένα κλίμα επιβλητικό που διατηρείται καθ' όλη τη διάρκεια της ακρόασης. Τα Stride και Covered In Scales που ακολουθούν αποτελούν δύο πλήρεις συνθέσεις, ενδεικτικές ίσως του νέου στυλ γραφής τηης μπάντας, με το δεύτερο να έχει πιο έντονες διακυμάνσεις και ξεσπάσματα αλλά το πρώτο να κλέβει τις εντυπώσεις για τη συνθετική ισορροπία του και την ευκολία με την οποία κάνει να χωρέσουν τόσες ιδέες σε ένα κομμάτι που είναι κάτω από 5 λεπτα. Το Narcoleptic που λήγει την εμπειρία δε δικαιολογεί καθόλου τον τίτλο του, είναι δυνατό και ψυχωμένο και σου δημιουργεί την ανάγκη να ακούσεις το EP ακόμα μία φορά. Έχουμε τελικά να κάνουμε με μία δουλειά που δε θα κάνει κανέναν να λυπηθεί τα απανωτά 20λεπτα που θα ξοδέψει για να την ακούσει. Και αυτό από μόνο του είναι μία πρώτης τάξης επιτυχία.
Το The Place είναι μία κυκλοφορία μικρού βεληνεκούς και κάπως περιορισμένων φιλοδοξιών, δε μπορεί να το αρνηθεί κανείς αυτό. Ωστόσο, αποτελεί μία δουλειά ικανή να αποτελέσει το εφαλτήριο των Afformance ώστε να εκτιναχθούν σε άλλο επίπεδο. Η παραγωγή είναι πάρα πολύ καλή, επαγγελματική σε βαθμό... παρεξήγησης, αναδεικνύει άψογα τον ήχο του συγκροτήματος και αποτελεί ένα μεγάλο κερδισμένο στοίχημα. Σε συνδυασμό με την φυσική εξέλιξη των συνθέσεων της μπάντας προς πιο πειραματικά μονοπάτια, το ΕP αυτό αφήνει υποσχέσεις ότι το δεύτερο full album των Afformance θα αποτελέσει μία ακόμα πιο πλήρη εμπειρία που όχι μόνο θα φέρει νέους οπαδούς, αλλά θα κάνει και το αποφασιστικό βήμα προς την καθιέρωση στην εγχώρια post-rock σκηνή. Ταλέντο υπάρχει, ιδέες υπάρχουν και ο επαγγελματισμός τους θυμίζει παίχτες μεγαλύτερης κατηγορίας. Παρακολουθούμε άραγε μια σπουδαία μπάντα που γεννιέται; Ο χρόνος θα μας δείξει...
Rating: 8,5 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Στην σκηνή του dark alternative πάντα ξεπεταγόταν ένα νέο όνομα που θα τάραζε λίγο τα νερά. Τα τελευταία χρόνια μόνο, στην δεκαετία που διανύουμε, μου έρχονται κατά νου τρία ονόματα, οι Phoenix Catscratch που δυστυχώς όμως διαλύθηκαν πολύ σύντομα, οι Wonky Doll And The Echo και οι Electro Vampires που μας απασχολούν σε αυτό εδώ το κείμενο. Μια και αρκετοί ίσως να μην έχετε ακόμα επαφή με το συγκρότημα, λίγα βιογραφικά για αρχή.
Οι Electro Vampires δημιουργήθηκαν στη Θεσσαλονίκη το 2010 και ήρθαν όπως λένε οι ίδιοι «να ξαφνιάσουν με το μεθυστικό και σκοτεινό ήχο τους που άλλες φορές σε ταξιδεύει και άλλες φορές σου ανεβάζει την αδρεναλίνη με το συναίσθημα που βγάζει προς τα έξω, παίζοντας τραμπάλα με το εσωτερικό ψυχικό σου κόσμο. Bauhaus διάθεση, βαρύγδουπες μπασογραμμές, κραυγές, μαύρους στίχους και καταστροφικές creepy κιθάρες». Έχουν δώσει αρκετές συναυλίες, μερικές από τις οποίες ήταν ανοίγοντας για συγκροτήματα όπως 13th Moon, Puressence, Pierced Arrows, Ozric Tentacles και Peter Hook στην συμπρωτεύουσα.
Τους είχα δει όταν πραγματοποίησαν την δεύτερη τους ζωντανή εμφανίση στην Αθήνα πριν ένα χρόνο περίπου. Δεν ήξερα τίποτα για αυτούς τότε και μπορώ να πω ότι με κέρδισαν πολύ εύκολα. Δυναμικοί πάνω στην σκηνή, έδωσαν ένα πολύ καλό performance, ανεβάζοντας το κοινό με τις crossover, dark, deathrock, electronic, vampire αναφορές τους και συνθέσεις όπως με το "Vamp" που σίγουρα αποτελεί το πρώτο τους χιτάκι. Μάλιστα το παρευρισκόμενο κοινό ήταν γνώριμο στο άκουσμα του και αρκετά ενθουσιώδες στην απόδοση του.
Καταφέρνουν να ενσωματώνουν το στοιχείο των βαμπίρ με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μην γίνεται γραφικό η κουραστικό. Μάλιστα το χρησιμοποιούν όπως παλιότερα πρωτοπόρα συγκροτήματα του είδους που διέθεταν και το κατάλληλο χιούμορ και την προσωπικότητα. Ο ήχος τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σκοτεινό post-punk/garage rock. Με πολλές επιρροές από κλασικές ασπρόμαυρες ταινίες τρόμου, δείχνουν να κατέχουν καλά την horror αισθητική, κάτι που έχω να δω δεκαετίες από συγκρότημα. Το μεγάλο τους όπλο όμως είναι ότι καταφέρνουν με έναν διαολεμένο τρόπο να ακούγονται σύγχρονοι, φρέσκοι και καθόλου παρωχημένοι.
Η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά που τιτλοφορείται "Behind The Eyes Of The Shadow" είναι ένας δίσκος που ηχογραφήθηκε σε τέσσερις μέρες με κάποια overdubs στις κιθάρες και πλήκτρα, προσπαθώντας έτσι να δημιουργήσουν ένα ωμό και ζωντανό ήχο, διατηρώντας την ενέργεια και τη στάση του συγκροτήματος που υπάρχει επί σκηνής. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, δείχνουν δουλεμένο και δεμένο σύνολο και οι συνθέσεις τους είναι αξιοπρόσεκτες. Ακροβατώντας ανάμεσα στο σκοτεινό ("Point Of View", "Angel Reaper") και το garage ροκ ("Sadistic Secret Love", "Bottom", "Show Me Love"), μπορούν να σε εκπλήξουν και με εύθραυστες μπαλάντες όπως το "Confusion", που αναδιπλώνει ένα συναισθηματικό φόρτο και κορυφώνεται όσο ρέει το κομμάτι εμπλουτισμένο με τα κατάλληλα έγχορδα. Ξεχωρίζει ακόμα το "Machine Gun" που οδηγείται από ένα ασυγκράτητο alternative groove. Προσωπικές μου αδυναμίες είναι το "Eternal Love In Sickness And In Death" που έχει το προσωπικό ήχο του συγκροτήματος και δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί εύκολα και το "Procreation Of The Wicked" που είναι λες και ξεπήδησε από τις πρώιμες μέρες των Bauhaus. Τελευταίο κομμάτι ποιο άλλο, το "Vamps"!
Οι Electro Vampires είναι οι Lens (κιθάρα), Go Sha (πλήκτρα), Y.O.P.J. (τύμπανα), Nicola (μπάσο) και Sugar (φωνητικά) και κρίνοντας από το ντεμπούτο τους πιστεύω ότι έχουν χαράξει πλώρη για ακόμα καλύτερα πράγματα. Μέχρι τότε απολαύστε το "Behind The Eyes Of The Shadow" και έχω την αίσθηση πως η ιστορία αυτή μας αφήνει με τους κλασικούς τίτλους τέλους των σχετκών ταινιών: To be continued...
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας