Οι Phoenix Catscratch αποφάσισαν να διαλυθούν λόγω κάποιων προσωπικών προβλημάτων. Θέλουμε να ευχαριστήσουμε όλους εσάς για την αγάπη και την υποστήριξη.
P.C
Αυτά ήταν και τα τελευταία νέα που είχαμε από το ελληνικό συγκρότημα των Phoenix Catscratch. Ο μουσικός κόσμος αποδείχτηκε αφιλόξενος για αυτούς, μας άφησαν όμως με αρκετές ωραίες συναυλιακές αναμνήσεις, πολλά απειλητικά βλέμματα από τη σκηνή, ήχους άλλης εποχής, μυστηριώδη αισθητική και φυσικά το άσπρο δισκάκι του Nectars & Wrinkles. Αυτά που θέλουν να ξέρουμε για αυτούς θα τα βρείτε εύκολα σε διάφορα σημεία του διαδικτύου, οπότε ας κοιτάξουμε καλύτερα τι γίνεται σ'αυτή τη θαμπή ρετρό φωτογραφία του ντεμπούτου τους, ενός άλμπουμ που δε γινόταν να πέσει έξω στο αποτέλεσμα και την αποδοχή του.
Ο ήχος των Phoenix Catscratch φανερώνεται από το πρώτο άκουσμα, σταθερά και πειθαρχημένα. Οι δραματικοί ρυθμικοί στροβιλισμοί του death punk και οι σκοτεινές minimal wave παρεμβολές, χτίζονται γύρω από το ταίριασμα των φωνών του Apostoli και της Valisia. Οι στίχοι είναι η σκοτεινή και διεστραμμένη σήμανση για την πορεία κάθε κομματιού, κάθε μεθυσμένης απαισιόδοξης πορείας προς την καταστροφή. Xmal Deutschland, Bauhaus, Christian Death, Martin Dupont, Virgin Prunes. Χωρίς ενοχές και εγωπάθειες, οι επιρροές είναι παντού ο darkwave προσανατολισμός ξεκάθαρος, τα στοιχεία του Nectars & Wrinkles που θα σε κάνουν να το πάρεις στα σοβαρά βρίσκονται σε όλα αυτά τα γνωστά και άγνωστα συστατικά του. Το ερημωμένο μελανόχρωμο τοπίο αρχίζει να ξεδιπλώνεται από το εναρκτήριο Faces are lying, bodies are dying. Η φωνή του Apostoli προειδοποιεί για τον κίνδυνο, της Valisia για την ελκυστική μορφή του, και αυτή η εναλλαγή τους γίνεται εμμονή σε όλα τα κομμάτια.
Το Magdalene είναι μια δυνατή στιγμή στα live των Phoenix Catscratch, συσσωρεύει την ένταση στο οργισμένο κήρυγμά του και την αγχωτική post punk κιθάρα. Γενικά σε όλο το δίσκο έχουν περισσότερο χώρο τα πιο μινιμαλιστικά ηλεκτρονικά στοιχεία, θα προτιμήσω να έχω στο μυαλό μου την ενέργεια των συναυλιών τους, ακόμα και τον αρνητισμό της ορισμένες φορές, που έκανε τα πάντα πιο αυθεντικά, πιο ανισσόροπα και επικίνδυνα. Η αργή εισαγωγή React μας πετάει μπροστά σε μια τέτοια ημιφωτισμένη σκηνή και την επιβλητική παρουσία της Valisia. Ένα ξέσπασμα που ουσιαστικά ποτέ δεν έρχεται, μια επανάληψη που ποτέ δεν αντιγράφεται. Το Desire και το Murder βουτάνε στην ίδια καταιγιστική αισθητική, κορυφώνουν το σύνολο των 7 κομματιών, ρίχνουν τις λέξεις τους στον ίδιο βίαιο χορό που τρέλαιναν τις δικές τους οι Alien Sex Fiend.
Οι Phoenix Catscratch ασχολούνται με τα κομμάτια τους σαν να είναι τα φετίχ τους, τα θέλουνε με τη λεπτομέρεια που τα φαντάζονται, και τα πραγματοποιούν με τον αυθορμητισμό που γράφτηκαν. Σαν παλιό b-movie τρόμου με ξεκάθαρους χαρακτήρες, σκηνές δολοφονιών χωρίς φαντασία που προκαλούν όμως την πραγματικότητα, ερμηνείες γοητευτικά άσχημων πλασμάτων που αναπαράγουν τις προβληματικές πτυχές τους με φυσικότητα και ειρωνία, χωρίς να είναι κανείς σίγουρος για το πότε να περιμένει το ένα και πότε το άλλο. Χωρίς αρχή, μέση, τέλος, χωρίς εκπλήξεις, με σκηνές που τις περιμένεις με ηδονική σιγουριά. Όσες φορές και να τις ξαναδείς, είτε τρομάξεις είτε σκάσεις στα γέλια.
Rating: 7,5 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Ένα πόνημα τόσων χρόνων, αποσπάσματα του οποίου άκουγα πριν καν φύγω από την Ελλάδα αν θυμάμαι καλά, είναι πολύ δύσκολο να το βάλεις στο χειρουργικό τραπέζι και να το τεμαχίσεις, να δεις τα μέρη του και να αξιολογήσεις ανεξάρτητα τα όργανα που δεν έχουν ρόλο έξω από το σώμα.
Αν λοιπόν ξέρετε ποιοι είναι οι High Level Static και είχατε χάσει κάθε ελπίδα ότι θα κυκλοφορήσει το δεύτερο άλμπουμ, μη διαβάσετε παρακάτω. Το άλμπουμ είναι επιτέλους εδώ, μπορείτε να το απολαύσετε. Αν πάλι όχι, και θέλετε μια γνώμη, μιας και δεν είναι διαθέσιμο σε συνδρομητικά ηλεκτρονικά μουσικομάγαζα ώστε να το δοκιμάζατε δωρεάν και άκοπα, μπορεί να σας φανώ λιγάκι χρήσιμος.
Οι High Level Static κινούνται στο χώρο του EBM, με επιρροές (φυσικά) από τα διαφορετικά τους ακούσματα. Εδώ και χρόνια μού είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον το blade runner, αν και σαφώς δεν μιλάμε για μια διαφορετική κατεύθυνση από το πρώτο άλμπουμ που δεν με είχε ενθουσιάσει. Και γιατί να αλλάξουν κατεύθυνση; Δεν ζούμε στο 2002, όταν δεν είχαμε τι να κάνουμε όλα αυτά τα γκρουπάκια EBM που ξεπηδούσαν σαν μανιτάρια.
Το άλμπουμ σε μια πρώτη ακρόαση δείχνει το χρόνο που χρειάστηκε να φτιαχτεί. Κάθε κομμάτι είναι δυνατό και catchy. Κάθε κομμάτι, από το γρήγορο psygon ως το χαρούμενο (σε ήχο, όχι στίχο) ghosts (inside) έχει κάποιον ήχο, drums ή λούπα που δικαιολογεί την ύπαρξή του, και όλα μαζί δένουν από τη χρήση κοινών συνθ και τα φωνητικά του Ερμή. Αχ αυτά τα φωνητικά... Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, αλλά για μένα είναι από τα σημεία που το συγκρότημα θα μπορούσε να βελτιώσει, γιατί ακούγονται πνιγμένα και υπνωτικά. Βέβαια, προς τιμήν του δεν τα βυθίζει σε ένα τόνο παραμόρφωσης: αντιθέτως είναι από τα μελωδικά στοιχεία των κομματιών.
Είναι λοιπόν δύναμη ο χρόνος που πέρασε για αυτό το άλμπουμ; Όχι όση θα έπρεπε. Τα κομμάτια δίνουν την εντύπωση ότι γράφτηκαν όλα τότε. Ότι το breakcore, το TBM, η σημερινή παραγωγή, η dutch trance (για να δώσω μόνο μερικά παραδείγματα πιθανόν επιρροών) δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτό δεν είναι από μόνο του κακό, αλλά αν δεν εμπλουτίζεις την τράπουλα θα πρέπει να είσαι τελειοποιήσεις το παίξιμο με τα χαρτιά που έχεις. Και οι High Level Static σηκώνουν κάποια ακόμα δουλίτσα σε αυτό το θέμα. Σχεδόν πάντα οι λούπες τους μπαίνουν χωρίς προετοιμασία και μένουν πιο πολύ απ' όσο πρέπει. Υπάρχει κάποιο όριο στο πόσο μπορείς να κρατήσεις την επανάληψη 8 catchy νοτών χωρίς να παίξεις με κάποια παράμετρό τους.
Και να που εκεί που πάω σαν γερο(λολ)γκρινιάρης να κλείσω με μια άσχημη αίσθηση, μου πετούν ένα Thoughtforms II και γλυκαίνουν τα πάντα. Ενδιαφέρουσες drumlines, ωραίο χτίσιμο, πολύ συναίσθημα στο οποίο η φωνή ταιριάζει, ένα κομμάτι που λικνίζει το μυαλό και το σώμα και σε βυθίζει σε μια όμορφη χαλάρωση. Ε ναι λοιπόν άξιζε τελικά!
Rating: 7 / 10
tec-goblin
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ K. THE CLOWN
Κόντεψε να περάσουν κοντά δυο σεζόν για να επιστρέψουν οι 2L8 με νέα επεισόδια, πράμα διόλου παράξενο αν αναλογιστεί κανείς τι τράβηξε ο Κλόουν στον προηγούμενο Kύκλο. Όσο και αν πάλεψε, όσο κ αν νευρίασε, ο πομπώδης λυρισμός του "He & She" δεν έφτανε για να φωτίσει τα Σκοτεινά Χρόνια που ζούμε. Τουναντίον, life goes on and on και σκοτείνιασε τόσο που γίναμε σχεδόν αόρατοι. Το έβλεπε και ο ίδιος να συμβαίνει. "Soon I will disappear", ψέλλισε και σύρθηκε στην κρυψώνα του για να καταστρώσει την επόμενη κίνηση. Χρειαζόταν καινούρια στρατηγική. Γιατί ναι μεν το "Join the Resistance, fall in love" έγινε γκράφιτι, ήταν όμως σε σημείο που το έβλεπαν λίγοι. Αυτήν την φορά έπρεπε να τα πει έξω από τα δόντια. To the point, χωρίς φανφάρες και λουστραρίσματα. Να πέσει από τα σύννεφα σαν έκπτωτος άγγελος, κι ας θυσιαστεί στην τελική, ο χρόνος του τελειώνει. No more poetry, only raw meat? Ποιος ξέρει με τον Κλόουν που μπλέξαμε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην εποχή που η αφραγκιά είναι trending topic, το ότι προσχώρησαν τόσοι στην Αντίσταση και τον ενίσχυσαν μέσω Pledge στις νέες του μάχες, ήταν μια καθαρή νίκη. Όμως ο Κλόουν ξέρει πολύ καλά ότι το να κερδίσει μια μάχη, δεν σημαίνει ότι κέρδισε και τον Πόλεμο.
Φέροντας την πεμπτουσία των ομώνυμων ταινιών του Fukasaku, το τρίτο εγχείρημα των 2L8 σφήνωσε άνετα και δικαίως στη μικρή μου λίστα με τους καλύτερους δίσκους των τελευταίων χρόνων. Στο πρώτο πέσιμο εξερράγη πάνω μου σε χίλια κομμάτια που σαν doppelgangers πήραν την θέση του Κλόουν και έφτιαξαν ευφυέστατα ένα bastard pop musical υπό τις μαεστρικά ανορθόδοξες ορχηστρικές οδηγίες του. Ντου από παντού, όλα κάτι μου θύμιζαν αλλά για τίποτα δεν ήμουν βέβαιη. Ξεχάστε το theremin, δεν γουστάρει πια υπνωτισμένους. Παίρνει την κιθάρα του και τραγουδά με απαράμιλλη πιστότητα το Χρονικό ενός Πολέμου για να μάθουμε από τα λάθη του. Η απροσδόκητη brilliance που επέφερε η (παρα-/μετα-) μόρφωση του σε διπολικό αντιήρωα, δεν μπορεί να αγνοηθεί, αν και δεν κρύβω πως αρχικά σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν να λείπουν μερικά από τα 32 τραγούδια. Με την διάθεση του για πιο straightforward και «easy listening» συνθέσεις να καταφαίνεται από το τρίτο μόλις τραγούδι (το "Innocent Smile"), εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί δεν κυκλοφόρησε μόνο τις κομματάρες (και είναι πολλές!) σε ένα μονό cd. Όμως, το νόμισμα έχει δυο όψεις και προτού βιαστείτε να διαλέξετε κορώνα ή γράμματα, μελετήστε το καλά για να κρίνετε την πραγματική του αξία. Μετά την δεύτερη ακρόαση, λοιπόν, και αφού ξαναδιάβασα το (καταρχάς) self explanatory ένθετο κόμικ μαζί με το υπόλοιπο βιβλίο, είδα πόσο εθιστικά περίεργο καταντά το ό λ ο θέμα και όχι μόνο τα best of του διπλού δίσκου.
Αλλά και τι δεν είναι περίεργο στο σύμπαν του Κλόουν? Με επίκεντρο τον ίδιο σε ένα πλανητικό σύστημα που πότε κοιτά τον Ήλιο και πότε το Φεγγάρι, ασκεί τέτοια βαρύτητα γύρω του που συμπαρασύρει μια ολόκληρη μπάντα στο χορό του Ζαλόγγου, όσο αυτός κάνει σβούρα γύρω από τον εαυτό του. Ποια Μοίρα θα επιλέξει? Η ώρα της Κρίσης πλησιάζει.
Μάχες σε Φωτεινό Background (Sunlight)
Το εξώφυλλο του Sunlight σε πετάει με μιας στο Κολοσσαίο, δεν είναι δύσκολο να πιάσεις καλή θέση. Με δυο αντίθετων κατευθύνσεων κλαδιά ελιάς να σχηματίζουν προστατευτικά γύρω του τον Κότινο της Αγίας Τριάδας (Ειρήνη-Σοφία-Νίκη), ο πρωταγωνιστής φοράει ως ασπίδα της Ανωνυμίας του το nameless face του Κλόουν (και όχι του Guy Fawkes ή ένα κενό Ερωτηματικό) και προσεύχεται με ύφος παραπονιάρικου Puss in Boots για Ενωμένα Έθνη. Μόνο αν είσαι τυφλός δεν βλέπεις στον καθρέπτη της ψυχής του την επιθυμία για Αλλαγή. Το θέμα είναι πως οι πρώτες ακτίνες του Ήλιου ξάφνιασαν τον Κλόουν και τον έκαναν να σφυρίξει ακούσια την έναρξη του Αγώνα. Και τώρα που άρχισαν τα όργανα, οφείλει να χορέψει.
Ένα δύο τρία Πάμε. Κάτι τρέχει στα γύφτικα. Όσο βαράνε τα νταούλια, τόσο ο παρίας Balkan Nigger θα χορεύει στο πανηγύρι μια τσιγγάνικη version του Caucasian Walk των Virgin Prunes. Και όσο μανιάζει αντιμέτωπος με το reset της Eurotrash αυτοκαταστροφικής ύπαρξης του, τόσα περισσότερα Mazoo and the Zoo θα δραπετεύουν, και άντε να τα δαμάσει μετά. Όταν φτάνει η στιγμή της επιλογής στρατοπέδου στο "Borderline", η πιο μεταιχμιακή της ύπαρξης του, από την μια He Wants Revenge και από την άλλη παραλύει από φόβο. Αντί να πιστέψει τον Adrian Borland του Winning και να βγει στην επιφάνεια, αυτός το βιολί του. Διαμελισμένος πλέον και πολυσχιδής, αρπάζει με το ζόρι τους Neubauten να παίξουν τσίγκο λε λε τα και οδεύει χοροπηδώντας στην Φωλιά του Κούκου.
Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Από τις στάχτες του αστείου, γελαστού, γλυκομίλητου και ρομαντικού Μεσσία του "He and She" αναστήθηκε ο τρομακτικός, νευριασμένος, βρωμόστομος, κυνικός αντι-Μεσσίας του "Interlude" που δεν τον νοιάζει το μέλλον, αλλά να καβατζώσει μια θέση στον Ήλιο. Έχοντας τις μοιρολογίστρες πάνω από το ζεστό του πτώμα στο "Strange Too" να ψάλλουν πως "η ιδιοκτησία είναι δουλεία" και την καρδιά του να προειδοποιεί για όσο ακόμα χτυπά "Abandon hope all ye who enter here", χρειαζόταν να τον στοιχειώσει ο Τρίτος Μπάρμπας των Bauhaus, για να σπιντάρει ξανά στο "Fight" και να ριχτεί στην μάχη. Being cattle is fun, αλλά ως εδώ. Όμως, "to calm our brother fears" δεν είναι εύκολο πράμα. Όπως σε κάθε επεισόδιο έρχεται η στιγμή που οι προβολείς σβήνουν την ύπαρξη του χαρακτήρα, έτσι και σε αυτό το πλατό κάποια στιγμή ο Ήλιος θα άρχιζε να δύει. Με μια υποβλητική φωνή αλά Till Lindenmann μες το μυαλό του να τον απειλεί, τα φαντάσματα του παρελθόντος τού κόβουν το αίμα και το χρησιμοποιούν ως μελάνι στο συμβόλαιο τους.
"Respect the Brightness of our souls", αλλά πολλά ζητάει. Αυτές οι μάχες δεν έχουν honor ούτε humanity, για αυτό και ξεμένει με την Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο που τον οδήγησαν οι Placebo στο "Fading". Γιατί όσο κι αν το φως του Ήλιου εξουδετερώνει την μαυρίλα της ψυχής του, οι πληγές που σκουπίζει με το "Velvet" παραμένουν ανοιχτές. Και όπως είπε και ο Neil, It's better to burn out than fade away.
Μάχες σε Σκοτεινό Background (Moonlight)
Το Moonlight δεν επιδιώκει να κλέψει τις Δάφνες από το Sunlight. Δεν είναι του χαρακτήρα του άλλωστε, αλλά και να το ήθελε, το Φως του αντιπάλου του είναι πολύ δυνατό για να ξεφύγει από την σκιά του. Παρά το low profile του, όμως, μερικά αστέρια στον ουρανό του λάμπουν τόσο πολύ που αρχικά μοιάζουν με ήλιους. Μη μπορώντας να δει και ο εκείνος πλέον ποια είναι η πηγή φωτός τους, τα μαύρα δάκρυα του αναλαμβάνουν να γράψουν τις νότες και τους στίχους στις επόμενες σελίδες της Ειμαρμένης του. Ζωγραφίζει το σύνθημα τού Αγώνα σε μια παγκόσμια γλώσσα, κοτσάρει και μερικά αρχετυπικά σκίτσα ύφους Niki de saint Phalle δίπλα του και παίρνει μια ανάσα, πριν συρθεί σακατεμένος για να θρηνήσει την ντροπιαστική Πτώση μιας μεγαλειότητας τραπουλόχαρτου. Έτσι κι αλλιώς, πρέπει να κρυφτεί από την "Lover" που με τους funky τσαχπίνικους ρυθμούς της θέλει να τον παρασύρει ξανά στο πεδίο της μάχης. Τα τραύματα του είναι πολύ βαθιά για να ανταπεξέλθει. Ας μείνει πολεμικός ανταποκριτής. Rest now, weary head, άκου το "Healing Song", you will get well soon. Από Super Man που όλους τους κακούς νικάει και όλα τα κακά σκορπάει συρρικνώνεται στον Fool γκοθά του "Lost Pictures", που του δείχνουν το φεγγάρι, αλλά αυτός κοιτάει τα αστέρια. Εξαπατημένος και κατακερματισμένος βυθίζεται στην δίνη της μαρμότας του "Sleepless" για να κάνει με την ησυχία του τον απολογισμό αυτού του Πολέμου.
Πήρε λάθος μονοπάτι, το ξέρει πια, και στο βαθιά εξομολογητικό "Don't follow me", που για κάποιον λόγο μού προκαλεί την ίδια συγκίνηση με το Hope There's Someone του Antony, χρησιμοποιεί τον πιο δραματικό πειστικό τόνο που μπορεί να εφεύρει, προκειμένου να μην πάρει κανέναν άλλον στον λαιμό του. Με στριγκλιές που παραπέμπουν στον Cobain και soundtrack γεννημένο από A Guitar and a heart των M83, τραβάει κινηματογραφικά την σκανδάλη στο "Love is gone" και δίνει ένα τέλος. Αυτός ο Κύκλος πρέπει να κλείσει, οπότε "Circle the Pencil Mr Ink", δεν είναι καιροί για Pixies. Ο αφοπλιστικός κυνισμός του "The Forgotten Dolls choose to Die" , τραγούδι που θα έκανε την Phoebe από τα Φιλαράκια να σκάσει από την ζήλεια της που δεν έγραψε τέτοιο σουξέ, τον πετάει στην ζοφερή αλήθεια λίγο πριν την Αυγή. Γιατί μπορεί η Lisa Gerrard και οι Sigur Rós να φυσούν την «πιο ελαφριά και από πούπουλο» ψυχή του στο "Close your eyes when orbiting new planets", αυτός, όμως, δεν βρίσκει νέα τροχιά να τρυπώσει. Μην έχοντας τίποτα πια παρά το τραγούδι του, ακούει την "Ancient Voice" να του προσφέρει την λύση. Κακά τα ψέματα, ξέρει τι πρέπει να κάνει. Σε λίγο ξημερώνει.
No more happy productions? Θα δείξει στον επόμενο Κύκλο. Προς το παρόν αφήνω στο repeat αυτό το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ και τρώω τις καραμέλες και τα γλειφιτζούρια που έστειλε στους pledgers συμπολεμιστές του για να γλυκάνω την πίκρα. Αν μη τι άλλο, αυτός ο Κλόουν φροντίζει τα παιδιά του. Εκτός από τις λιχουδιές, το πακέτο με τα πυρομαχικά των New Battles περιελάμβανε και τις δέκα καρτ ποστάλ που συμπληρώνουν το σετ της Μεγάλης Αρκάνα (οι υπόλοιπες βρίσκονται διάσπαρτες στο Έργο του) για να επικοινωνήσουμε κωδικοποιημένα το διπλό κρυφό μήνυμα του, όπως επιβάλλεται εν καιρώ πολέμου. Εγώ πάλι προτιμώ να τις ξαναρίξω, μπας και αλλάξει το ριζικό μας σε αυτούς τους αιμοσταγείς χρόνους που ζούμε. After all... tomorrow is another day.
Βαθμολογία: 9.8 / 10
Εva Me.
2L8 official
Download the album
Buy "new battles"
Παλιά, σε ημέρες ανούσιου κατά την γνώμη μου ρομαντισμού, η πολιτιστική βιομηχανία είχε μία απλή και κατανοητή δομή. Υπήρχαν οι κοινότητες του mainstream που αγκάλιαζαν όλη την αγορά, υπαγόρευαν το εμπορικό βάσει του οποίου ετεροκαθοριζόταν το indie, το οποίο με την σειρά του κουβαλούσε σε ένα μάρσιπο το DIY ως εμβρυακή μορφή του. Τότε η κατανάλωση μουσικής είχε μία υλική διάσταση: ο δίσκος αγοραζόταν, απαιτούσε κίνηση στο κατάστημα, αναζήτηση, επικοινωνία με τον μαγαζάτορα ή άλλους μουσικόφιλους ή χρειαζόταν να αντιγραφεί σε απτή κασσέτα ή σιντί. Η δε ακρόασή του ήταν πιο εύκολο να επαναληφθεί, αφ' ενός λόγω του περιορισμού που έθετε η αγοραστική απαίτηση, αφ' ετέρου λόγω της μεγαλύτερης ευκολίας με την οποία δημιουργούσε κοινότητες ακρόασης. Οι πιθανότητες να μοιράζεσαι ακούσματα με κάποιον ήταν μεγαλύτερες.
Μετά εμφανίστηκε το διαδίκτυο και οι κοινότητες άρχισαν να γίνονται πιο τυχαίες, σποραδικές, στιγμιαίες και διάχυτες. Το ζήτημα που θέτει το απαλλοτριωμένο θησαυροφυλάκιο του διαδικτύου δεν είναι ο ανούσιος διαξιφισμός (προσβλητικά: κονταρομαχία) για το αν αποτελεί παράδεισο, κόλαση ή καθαρτήριο της μουσικής δημιουργίας. Η μύχια αλήθεια που επικαλύπτουν αυτές οι ιπποσύνες είναι ότι η διαδικασία της αισθητικής αίρει πλέον εν ριπή οφθαλμού τον διαχωρισμό παραγωγής και κατανάλωσης τέχνης. Όλα γίνονται περάσματα, υπάρχει μουσική να παίζει και γραφιστική να βλέπεται. Τεχνοκράτες ή συντηρητικοί όμως, όλοι έχουμε εγγραφές από την ρομαντική μηχανή Και όλοι γινόμαστε νοσταλγοί.
Η μεγαλύτερη, νομίζω, νοσταλγία που προκύπτει αφορά την εγγύτητα με το μουσικό έργο. Αυτή πλέον εμφανίζεται μόνο με τεχνικό τρόπο. Μόνο εκεί που συνυπάρχουν η αισθητική ταύτιση, η ιστορική σύμπτωση, η γεωγραφική εμπειρία και η θυμική ομοιομορφία προβάλει η κουτσουρεμένη μορφή της εγγύτητας. Εκεί πληθαίνουν οι ακροάσεις και η κυβερνητική συνουσία με την μήτρα του διαδικτύου γίνεται ενεργητική, συνειδητή και στοχευμένη.
Το Paper Plane Flight Recorder υπήρξε μία τέτοια περίπτωση εγγύτητας. Από την πρώτη ακρόαση παροτρύνει σε δεύτερη. Ο Logout είναι ένας ζεστός, μελαγχολικός, χειμερινός τραγουδοποιός. Και πρώτα απ' όλα: είναι τραγουδοποιός. Περιορίζει την εννοιολογική τέχνη και τον πειραματισμό στις επιλογές της ενορχήστρωσης, συγκεκριμένα στο live-looping (όπως με αφορμή τον δίσκο έμαθα ότι λέγεται), την τεχνική που συναντάμε και στον Matt Elliott και η οποία συνίσταται στην ηχογράφηση ενός φωνητικού ή κιθαριστικού μέρους και την αναπαραγωγή και παραμόρφωσή του μέσω πεταλιών ενόσω ο δημιουργός απλώνει νέα φωνητικά ή κιθαριστικά μέρη από πάνω. Κοινώς, αποτελεί την μουσική εκδοχή του "μιλάω μόνος μου" στην ψηφιακή εποχή. Και φυσικά, όταν μιλάει κανείς μόνος του, απαραίτητα τίθεται το ζήτημα της μοναξιάς.
Κατά Logout, η μοναξιά φαίνεται να είναι μία όμορφη κατάσταση. Η ηλεκτρο-ακουστική μελαγχολία του δεν έχει την τραχύτητα του αλκοολικού φυγά όπως την καθιέρωσαν ως πρότυπο φιγούρες σαν τον Johnny Cash και τον Tom Waits. Απλώνει γαλήνιες εικόνες σπιτιών τονίζοντας τον άδειο χώρο ανάμεσα στην κτισμένη ύλη. Εκεί είναι που διαφοροποιείται και από τον Matt Elliott. Εκεί που ο τελευταίος προτάσσει την υποβόσκουσα οργή (Bomb The Stock Exchange), ο Logout κοιτάει ηδονικά τον άδειο χώρο και την κατάσταση μόνιμης απουσίας που επιβάλει η σύγχρονη εποχή. Εκεί βρίσκει την παιχνιδιάρικη δυστυχία (π.χ. στα παιδικά ακόρντα του "Establishment" που διακόπτονται από μια σπαρακτική απόδοση των στίχων "now the days have gone and went/ I walk around the establishment") και την γλυκιά βαρύτητα του Tim Buckley (π.χ. Στο "Winter + Summer"). Και απ' αυτή την άποψη, ίσως βρίσκεται πιο κοντά στο εξαιρετικό "The Forest and the Sea" του Leafcutter John" παρά στον Matt Elliott. Όπως και να έχει, Χριστούγεννα έρχονται και μαζί με τον Matt Elliott και τον Leacutter John αποτελεί μία ιδανική μουσική συνοδεία για να κρεμαστείτε απ' τον πολυέλαιο.
Rating: 8 / 10
Γιάννης - Ορέστης Παπαδημητρίου
"Το νέο άλμπουμ των Misuse περιλαμβάνει 5 οργανικά κομμάτια μεγάλης διάρκειας, το κάθε ένα από τα οποία είναι χωρισμένο σε δύο μέρη", διαβάζω στο δελτιο τύπου και τοποθετώ το δισκάκι στο cd-player. Με το πρώτο άκουσμα, αυτό που παρατηρεί κανείς είναι ότι το συγκρότημα έχει εξελιχθεί πάρα πολύ από τον τελευταίο του δίσκο και έχει απομακρυνθεί αισθητά από το post rock. Ο κιθαριστικός ήχος παραμένει μεν αλλά τα ηλεκτρονικά στοιχεία πλέον υπερτερούν. Η προετοιμασία για τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2011, από όπου προκύπτει και ο τίτλος του δίσκου, μαρτυρώντας την "ανοιξιάτικη" δημιουργική διάθεση του συγκροτήματος. Ανοιξιάτικη ως προς την άνθιση και την πολυχρωμία ιδεών και πειραματισμών και όχι τη μουσική ευδιαθεσία.
Οι Misuse δίνουν την εντύπωση ότι δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου με το δεύτερο "δύσκολο" άλμπουμ τους μιας και οι συνθέσεις ρέουν αβίαστα. Ταυτόχρονα όμως, διαφαίνεται και η συλλογική σκληρή δουλειά. Η μουσική τους εδώ έχει κάτι το ταξιδιάρικο, αφαιρετικό και γι' αυτό χαλαρωτικό, αυτό που κατορθώνει να περικλείει πληθώρα συναισθημάτων. Όπως έχει ξαναειπωθεί, η απουσία φωνητικών δίνει την ελευθερία στον καθένα να ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο τη μουσική. Ήχοι που ταιριάζουν σε οποιοδήποτε περιβάλλον. Από το φυσικό περιβάλλον, όπως απεικονίζεται στο εξώφυλλο, ως το αστικό τοπίο, τη μέρα ή τη νύχτα ανάλογα με τη διάθεση και τη στιγμή.
Το συγκρότημα διανύει μια πολύ δημιουργική φάση, ώριμη, με τις επιρροές τους να έχουν κατασταλάξει. Εμπλουτίζοντας τη συνθετική τους ικανότητα, διευρύνουν τους ορίζοντές τους μένοντας ανοιχτοί σε πειραματισμούς και νέες τάσεις απ' όπου αποπλέουν νέες ερμηνείες. Τα μέλη του γκρουπ αφομοιώνουν τα γύρω τους ερεθίσματα και τα απελευθερώνουν έξυπνα μέσα στα κομμάτια, αφού ο κάθ' ένας έχει εντρυφήσει στον τομέα του. Οι Δημήτρης Πατσαρός και Λευτέρης Βολάνης στις κιθάρες, βάζουν τις απαραίτητες πινελιές, άλλοτε λεπτεπίλεπτες και άλλοτε σκληρές (βλέπε "Dear hunter"). Ο Κώστας Στεργίου στα πληκτροφόρα δίνει ρεσιτάλ παιξίματος κατά τη γνώμη μου, χρωματίζοντας όλα τα κομμάτια με διαφορετικό τρόπο. Ο Σταύρος Μαραγκός στο μπάσο έχει υιοθετήσει ένα πιο βελούδινο παίξιμο ενώ ο Νίκος Δημητρακάκος στα ντραμς μεταδίδει τον ρυθμό και χωρίς να το καταλάβεις κινείσαι σ' αυτόν (βλέπε "Marsupial pt IΙ").
Επί της ουσίας τώρα, η εισαγωγή με το "Marsupial pt I" αποπνέει μυστήριο, ένα κάλεσμα που σου κεντρίζει το ενδιαφέρον και σε απορροφά. Η μετάβαση στο "Marsupial pt IΙ" φανερώνει το νέο πρόσωπο της μπάντας. Τα πρόσθετα ηλεκτρονικά στοιχεία παραπέμπουν στον πρωτοποριακό για την εποχή του δίσκο "What A Long, Strange Journey This Has Been" των 2 By Bukowski του 1998. Στο "8", κομμάτι που χτίζεται σιγά σιγά και κορυφώνεται διατηρώντας πάντα το downtempo στυλάκι του, επικρατούν κατά κύριο λόγο τα πλήκτρα, κάπως νοσταλγικά και ρετρό, θυμίζοντάς μου κάτι από το γαλλικό ντουέτο των Air. Ακολουθεί το "Dear hunter", που είχε κυκλοφορήσει σε διαφορετική εκτέλεση στη συλλογή "First Steps: 2 Years Of Puzzlemusik", το 2008. Εδώ σε δύο μέρη σύμφωνα με το concept, το "Dear hunter pt I" με το πιάνο να αιωρείται γαλήνιο, προσδίδοντας μια ελαφρά μελαγχολία, σε βρίσκει ευάλωτο σε συναισθήματα ενώ το "Dear hunter, pt II", τραγούδι καλειδοσκόπιο που λειτουργεί λυτρωτικά, εκπλήσσει με μια ελεγχόμενη έκρηξη όπου όλοι οι συντελεστές οργιάζουν και οι κιθάρες ουρλιάζουν παθιασμένα και αγριεμένα, διατηρώντας το αρχικό ισορροπημένο ύφος. Το "Bela" με φιλμ νουάρ αισθητική αποτείνει φόρο τιμής στον Bela Lugosi (γνωστού για τους ρόλους του Κόμη Δράκουλα, αλλά και για τη συμμετοχή του στις cult ταινίες του Ed Wood). Οι Misuse καταφέρνουν να δημιουργήσουν την κατάλληλη γκραν γκινιόλ ατμόσφαιρα όπως αρμόζει στον διάσημο Ούγγρο ηθοποιό. Ο δίσκος κλείνει με τα δύο μέρη του "Techtris". Νυχτερινό οδοιπορικό, ονειροπόλο περιγράφει εικόνες από φώτα που αναβοσβήνουν έξω από ένα βρεγμένο παράθυρο, από τοπία που σε προσπερνούν σε κάποιο ταξίδι. Οι στίχοι που δεν ειπώθηκαν ποτέ παίρνουν μορφή απ'τον κάθένα ακροατή.
Καμιά φορά δεν χρειάζεται πολύ ανάλυση. Απλά ακούς τη μουσική και την αφήνεις να λειτουργήσει μόνη της. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση, είτε ακούγοντας μεμονωμένα κομμάτια είτε ολοκληρωμένα το άλμπουμ, η ακρόαση αποδεικνύεται μια ιδιαίτερη εμπειρία. Πριν χρόνια είχαμε πει ότι το συγκρότημα διαθέτει μεγάλα εφόδια και αφήνει πολλές υποσχέσεις για ακόμη ωραιότερα πράγματα στο μέλλον. Με αυτό τον δίσκο το πετυχαίνουν με τον καλύτερο τρόπο.
Rating: 8,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Tελευταία, βλέπουμε να επανακυκλοφορούν αρκετοί δίσκοι που έχουν εξαντληθεί πολλά χρόνια και μάλιστα σε βινύλιο! Έχουμε όμως και μερικές κυκλοφορίες από δουλειές που έμειναν ακυκλοφόρητες για διαφόρους λόγους. Η από έλλειψη ενδιαφέροντος της εποχής της δημιουργίας τους, από έλλειψη χρημάτων για την ολοκλήρωση της παραγωγής η πολύ απλά από την διάλυση του συγκροτήματος. Εδώ θα ασχοληθούμε με την νέα κυκλοφορία "Cities Of Steel and Neon" των In Trance 95 (Αλεξ Μαχαίρας - Νίκος Βελιώτης) που έχει λίγο από όλα τα παραπάνω.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τα συγκροτήματα της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής έχουν περάσει από πολλές δυσκολίες καθ'όλη την διάρκεια της ύπαρξης της. Μια σκηνή με λίγη προβολή, ελάχιστα μέσα και με μικρό κοινό. Οι δυσκολίες γίνονταν ακόμα μεγαλύτερες αν κάποιος κινούνταν στο χώρο της ηλεκτρονικής σκηνής, ειδικά τότε πίσω στην δεκαετία του '80. Οι In Trance 95 όμως από την αρχή δεν πτοήθηκαν και με την χρήση φορητών analogue synthesizers και drum machines, έγιναν από τους πρώτους καλλιτέχνες στην Ελλάδα που αποφάσισαν να κινηθούν στο λεγόμενο minimal-synth / cold wave / EBM στην χώρα μας πετυχαίνοντας και σχετική αναγνώριση πέραν των συνόρων μας φτάνοντας έως και το MTV.
Το πρώτο τους σιγνκλ, "Desire To Desire / Brazilia" που κυκλοφόρησε 1988 από την Wipe Out, έχει γίνει από τα πιο περιζήτητα 7ιντσα για τους συλλέκτες δίσκων. Ένα δισκάκι που συνδύαζε άψογα το παρελθόν με το μέλλον της electro μουσικής, όπου μελωδίες, ρυθμός, σκοτεινή ατμόσφαιρα και χορευτική διάθεση γίνονται ένα. Κατά την γνώμη μου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σιγνκλ που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα. Για το "Desire To Desire" θα φτιάξουν και βίντεο κλιπ, το οποίο γονάτισε οικονομικά το σχήμα και αποτέλεσε το κύριο λόγο να μην κυκλοφορήσουν το δεύτερο σινγκλ τους "Presidente". Την ίδια εποχή αυτή θα έχουν ηχογραφηθεί και άλλα κομμάτια που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Το καλοκαίρι του 1990 κυκλοφόρησαν την πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά τους, το mini LP "Code Of Obsession" και πάλι από τη Wipe Out. Ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα το EP "Warm Nights Driving On Wet Streets" στην ανεξάρτητη εταιρεία Elfish. Το 1996 συμμετείχαν στο φεστιβάλ Rock Of Gods και μετά ο Νίκος Βελιώτης θα αποχωρίσει. Μετά από πολλά χρόνια ο Αλεξ Μαχαίρας θα επανέλθει κάτω από το όνομα ITENEF. Όταν θα τους καλέσουν να ανοίξουν την εμφάνιση των Recoil στο κλαμπ Fuzz το 2010 θα καλέσει να συμμετάσχει και ο Νίκος Βελιώτης. Το συγκεκριμένο live στάθηκε η αφορμή και συνετέλεσε στην οριστική επανασύνδεση των In Trance 95.
Τότε θα έρθει σε επαφή μαζί τους η Veronica Vasicka, η δημιουργική δύναμη της Minimal Wave Records με έδρα την Νέα Υόρκη, της δισκογραφικής εταιρείας που επανέφερε το new wave της δεκαετίας του 80 στο προσκήνιο. Έτσι συμφωνήθηκε να μαζευτούν όλες οι πρώτες ηχογραφήσεις των In Trance 95 της περιόδου 1988-1989 και κυκλοφορήσουν κάτω από το τίτλο "Cities Of Steel And Neon". Η συλλογή περιλαμβάνει στην ουσία τα τραγούδια που είχαν στα δύο πρώτα 7ιντσα καθώς και εφτά ακυκλοφόρητα στο minimal-synth / wave ύφος του συγκροτήματος εκείνης της εποχής που έχουν αρκετές αναφορές και παραπομπές στους πρωτεργάτες του είδους, Kraftwerk. Αρχή γίνεται με το κλασσικό "Desire To Desire" και το πολύ καλό και άγνωστο μέχρι σήμερα "Fairweather Friends", ένα minimal synth κομμάτι με τα ανατολίτικα ριφ να του προσδίδουν ένα ταξιδιάρικο ύφος. Ακολουθεί το δυνατό "21st Century European Temptation", από το από split σιγνκλ με Dada Data του 1989, εδώ σε μια σπάνια εκτέλεση. Το "Presidente" μαρτυρά την στροφή στον ήχο του σχήματος και προδιαθέτει το τι θα επακολουθούσε στην χορευτική μουσική των 90's. Συνοπτικά, το "Cities Of Steel And Neon" μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα μνημείο-αναφορά στην εγχώρια ηλεκτρονική σκηνή, με το νεανικό τότε ντουέτο να προσπαθεί να αποτυπώσει τις κεντρο-ευρωπαϊκές τάσεις του είδους, με αυθορμητισμό και αφέλεια. Σήμερα θα το αποκαλούσαμε old-school EBM, τότε το λέγαμε απλά ebm ή nb (new beat) σε περιπτώσεις. Αν πρέπει να γράψω ονομαστικά αναφορές, θα διάλεγα τους παλιους Front 242 και Die Krupps, τους Clock DVA και τους Cabaret Voltaire, με μικρά ψείγματα από την electropop του πρώτου δίσκου των OMD και την ατμόσφαιρα των συγκροτημάτων της Factory.
Μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα κυκλοφορία, σε περιορισμένη έκδοση 999 αντιτύπων βινυλίου 180 γρ. Επειδή το παραπάνω κείμενο είναι ουσιαστικά παρουσίαση-αναδρομή παρά δισκοκριτική, μια και πρόκειται για παλιό υλικό, να σημειώσουμε ότι οι In Trance 95 σύντομα θα κυκλοφορήσουν και καινούριο album στην ίδια εταιρεία το οποίο και αναμένουμε με πολύ ενδιαφέρον και θα ασχοληθούμε εκτενέστερα.
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Δύο στρατόπεδα φαίνεται να έχουν φτιαχτεί γύρω απ'τον The Boy: το ένα τον θέλει δήθεν, μίζερο, κλαψιάρη, ενοχλητικό. Το άλλο τον θέλει άξιο συνεχιστή των Stereo Nova, του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Φλωρινιώτη και του Γιώργου Μάγκα, την μουσική αποκάλυψη που όλοι περίμεναν στα βαλτωμένα νερά της ελληνικής δισκογραφίας, κοκ.
Δεν με νοιάζει αν ο The Boy είναι ο γιός του Βούλγαρη σήνιορ, δε με νοιάζει πόσο (δεν) κακοπέρασε στα παιδικά του χρόνια, δε με νοιάζει πόσο 'γνήσιο' είναι το αποτέλεσμα της Ηλιοθεραπείας. Η κουβέντα περί γνησιότητας άλλωστε μάλλον έχει ξεπεραστεί, και η περσόνα του The Boy είναι γενικά συνεπέστατη, σε βαθμό που και τίποτα άσχημο να μην έζησε ποτέ, το ζεί μέσα απ'τη μουσική του. Ένα αυτό.
Δεύτερον (και όντως η σύγκριση με τους Στέρεο Νόβα σε κάτι τέτοια πιάνει τόπο) παράγει λόγο για την πόλη, για την αισθητηριακή εμπειρία του να ζείς στην αθήνα, έναν λόγο που αν και δεν είναι ο πιο φρέσκος, βρίσκει σίγουρα κοινά σημεία με τους υπόλοιπους αθηναίους που στοιβάζονται και ιδρώνουν στο six dogs και το k44.
Η ταυτότητα του The Boy επίσης είναι υδράργυρος, μέσα στο δίσκο, και μέσα στα ίδια τα κομμάτια πολλές φορές. Kάνει άλματα απ'τον σχεδόν αφελή ρομαντισμό, στο γκροτέσκο, στον (αυτο)σαρκασμό, από αξιωματικές δηλώσεις σε παραληρήματα, και όλα αυτά ντυμένα με εξαιρετικά πιασάρικες μελωδίες (βλ. Σιωπηλή).
Η ιδέα του να προσθέσει στο πιάνο μπότα και πιατίνι δε μου έκανε εντύπωση παρά μόνο όταν τον είδα λάηβ χωρίς αυτά, μόνο με πλήκτρα. Στον αυτιστικό ρυθμό (που είναι τέτοιος και λόγω περιορισμού, αλλά πιστεύω και λόγω άποψης) χρωστάνε τα κομμάτια της Ηλιοθεραπείας τη μισή τους ένταση, αλλά και το πόσο χορευτικά γίνονται εν τέλει.
Επίσης ενδιαφέρουσα είναι η απουσία των ηλεκτρονικών στοιχείων που υπήρχαν στο Κουστουμάκι (και που μου είχαν φανεί μάλλον ακαλαίσθητα). Yπάρχει και εδώ επεξεργασία βέβαια αλλά το αποτέλεσμα είναι οργανικότατο, νιώθεις ότι μπορεί να ξεφεύγει και κανά λάθος ακόμα και αν δεν το ακούς τελικά, και συναντά τους στίχους εκεί που και αυτοί νομίζεις ότι θα σπάσουν, ότι θα του κλείσει η φωνή, ότι θα μαζευτεί και δε θα ξανατραγουδήσει.
Η εσωστρέφεια του The Boy μου φαίνεται πέρα για πέρα ειλικρινής. Δεν είναι μισάνθρωπη, δεν είναι κακιασμένη, έχει τρυφερότητα όταν αναρωτιέται αν σου αρέσει απ'τον κώλο ή αν απλά το κάνεις για να τιμωρηθείς, όπως είχε και όταν αναρωτιόταν γιατί δε χορεύουν στον πρώτο του δίσκο.
Μια καλά κρυμμένη αφιέρωση στον Νικολαίδη (δική μου ανάγνωση αυτό), γλυκιά μελωδία/μαζοχιστικοί στίχοι, εχθροί και φανατικοί που κράζουν και αγαλλιάζουν εκατέρωθεν απ'το στρέφη μέχρι το γκάζι, ένα κλείσιμο που πασχίζει να ανοιχτεί, ένας μικρός φόρος τιμής σ'αυτή την κλισέ πλέον αθλιότητα της πόλης που σκοτώνει πληγώνει και ερωτεύεται. Δε χρειάζεται να είναι μουσική αποκάλυψη ο The Boy για να είναι καλός, δε χρειάζεται να είναι στο κέντρο αυτού του κύκλου του χάηπ που είτε θα χαντακώσει είτε θα αγιοποιήσει, δε ξέρω καν αν θέλει να είναι εκεί. Ξέρω ότι όλη αυτή η συζήτηση γύρω του (συμπεριλαμβανομένης αυτής της κριτικής) δεν είναι ιδιαίτερα αναγκαία, εμένα μου φτάνει αυτός ο μικρός, πολύτιμος χώρος που δημιουργεί η Ηλιοθεραπεία, και ας μη χωράνε όλοι, και ας μη χωράω κι εγώ πολλές φορές.
Rating: 8 / 10
Γιάννης Γαλιάτσος
Κάποτε η μουσική είχε ως σκοπό να ηρεμεί και να ευφραίνει την ψυχή του κάθε ακροατή. Στην πορεία χρησιμοποιήθηκε για να δίνει τον ρυθμό σε ολόκληρες στρατιές, ενώ δεν έλειψε και από τις εκάστοτε λατρείες του κάθε λαού. Μουσική, μουσική, μουσική. Παντού μουσική για το οτιδήποτε. Μέσα σε αυτό το άπειρο παζλ, ένα μικρό κομματάκι ανήκει και στους δικούς μας Absent Without Leave.
O Γιώργος Μαστροκώστας είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από αυτό το σχήμα, το οποίο κλείνει αισίως μία δεκαετία ζωής. Το "Faded Photographs" είναι το τρίτο άλμπουμ, ανάμεσα στις κατά τα άλλα πολλές κυκλοφορίες του, αλλά και συνεργασίες που είχε στο παρελθόν με διόλου ευκαταφρόνητους καλλιτέχνες. Ο ήχος των Absent Without Leave χαρακτηρίζεται από τον ήχο της κιθάρας του Γιώργου Μαστροκώστα. Ένας ήχος δοσμένος με τέτοιον τρόπο που να δημιουργεί ρίγη συγκίνησης και γλυκές αναμνήσεις του παρελθόντος. Δεν μπορούσε λοιπόν να είναι διαφορετικός και σε αυτό το άλμπουμ, με την διαφορά ότι ο μουσικός έχει προσθέσει μία πλειάδα μουσικών οργάνων, όπως τσέλο, βιολί, μελόντικα, άρπα και τόσα άλλα, προσκαλώντας καλούς του φίλους να τον συνοδεύσουν στις μουσικές του αναζητήσεις. Αυτοί λοιπόν οι καλοί φίλοι, δεν είναι άλλοι από μέλη των Hood, Epic45, Millimetrik... (σίγουρα κάποιον θα ξεχνώ). Το mastering έγινε στην Γένοβα από τους πολύ συμπαθείς Port - Royal, με τους οποίους έχει συνεργαστεί και στο παρελθόν. Τελικά ο Γιώργος Μαστροκώστας έκανε τίποτα σε αυτό το άλμπουμ; Μα φυσικά!! Έκανε την μίξη στην κρεβατοκάμαρά του!
Η ιδιαιτερότητα του "Faded Photographs" είναι ότι έχει ηχογραφηθεί σε διάφορα μέρη του κόσμου. Από την Αθήνα και την Βιέννη, μέχρι το Κεμπέκ και το Ρέικιαβικ -και όχι μόνο. Αναπόφευκτα μπορεί κανείς να κατανοήσει τις εμπειρίες του καλλιτέχνη να αποτυπώνονται με αγαστό, αλλά συνάμα απλό τρόπο, στις μελωδίες που ξετυλίγονται όπως ένα φωτογραφικό άλμπουμ. Και εδώ αξίζει να αναφερθεί η απλή μεν, έξυπνη δε κίνηση, να κυκλοφορήσει το άλμπουμ σε μορφή cdr σε 500 αντίτυπα, αλλά το κάθε ένα από αυτά να έχει από μία αληθινή φωτογραφία στο εξώφυλλο, διαφορετική σε κάθε αντίτυπο (κάτι αντίστοιχο έχουν κάνει οι Mint Julep στο παρελθόν). Ασυνείδητα λοιπόν ο κάτοχος ενός από τις 500 κόπιες του άλμπουμ, θεωρεί ότι αυτό είναι ένα μοναδικό κομμάτι που φτιάχτηκε μόνο για τον ίδιο, χωρίς ο καλλιτέχνης να γνωρίζει την ύπαρξή του. Όντως, μπορεί να μην την γνώριζε και ενδεχομένως να μην την μάθει και ποτέ, αλλά το άλμπουμ είναι τόσο όμορφα φιλοτεχνημένο, τόσο σχεδιαστικά, όσο και μουσικά, που από το πρώτο άγγιγμα στο ανακυκλωμένο χαρτόνι να δημιουργείται μία κτητική αίσθηση. Ο καλλιτέχνης έχει αφεθεί στην έμπνευσή του, την έχει κάνει οδηγό του και εμάς τους ακροατές του, συνεπιβάτες του.
Θα ήταν άδικο να γράψω ότι το άλμπουμ απευθύνεται στο κοινό από τον ευρύτερο χώρο του post rock. Άδικο πρωτίστως για τον ίδιο τον καλλιτέχνη και ασφαλώς για τον κάθε μουσικόφιλο που θέλει να απολαύσει ένα πραγματικά όμορφο άλμπουμ. Θα σταθώ κυρίως στον επίλογο του "Faded Photographs", το Above The Trees. Αν δεν γνώριζα από ποιον προέρχεται το συγκεκριμένο κομμάτι, θα αναρωτιόμουν πότε δημιούργησαν καινούργιο project οι Epic45 με τους July Skies. Ηχοτοπία που παραπέμπουν σε καταπράσινα λιβάδια του βορρά και ήχοι που μας κάνουν να αφουγκραζόμαστε την κάθε μας στιγμή και να της δίνουμε την αξία που πρέπει, όπως και το κάθετι που μας περιτριγυρίζει. Ένας περίπατος με συντροφιά το "Faded Photographs" θα σας πείσει.
Νίκος Τσίνος
Έτοιμη και η έκτη, πιθανότατα και η καλύτερη μέχρι την επόμενη τουλάχιστον και ο στόχος των 10 είναι πλέον αρκετά κοντά. Μετά αλλάζουμε το concept.. Το feedback που παίρνουμε για τα Audiobooks παραμένει εντυπωσιακό και τα 150 αντίτυπα είναι ελάχιστα σε σχέση με τη ζήτηση, αλλά δυστυχώς με τις παρούσες συνθήκες δεν έχουμε δυνατότητα για περισσότερα. Στο Audiobook 6, τη νέα συλλεκτική συλλογή του postwave.gr αφιερωμένη στην ελληνική alternative σκηνή, η επιλογή των τραγουδιών καθώς και το layout και η αισθητική του cd ακολουθεί των concept των προηγούμενων audiobooks, συνδυάζοντας ακυκλοφόρητα tracks γνώριμων συγκροτημάτων με νέα αλλά επίσης αξιόλογα ονόματα.
Το χρώμα που επιλέχτηκε για να ντύσει το artwork αυτή τη φορά είναι το γκρι, περιέχει 14 πολύ όμορφα τραγούδια, βγαίνει σε 150 αριθμημένα cd και θα έχει χειροποίητη digipack συσκευασία με υφασμάτινη επένδυση και μεταξωτυπία.
Οσοι έχουν τις προηγούμενες συλλογές στα χέρια τους θα ξέρουν πως ότι γίνεται στα audiobook γίνεται με πολύ μεράκι και προσοχή, χωρίς να υπολογίζουμε το κόστος και με ιδιαίτερο σεβασμό στον κόπο των καλλιτεχνών που συμμετέχουν. Στον player πιο κάτω υπάρχει και audio megamix με αποσπάσματα από όλα τα τραγούδια για να πάρετε μια πρώτη γεύση.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε για άλλη μια φορά όλα τα συγκροτήματα που ανταποκρίθηκαν, το Artracks Recording Studio για το mastering και όσους αναμίχθηκαν ώστε να έχει συνέχεια η προσπάθειά μας.
Tέλος, όσα συγκροτήματα επιθυμούν να συμμετέχουν σε κάποιο από τα επόμενα cd της σειράς Audiobook μπορούν να μας στείλουν mail στο info@postwave.gr και θα επικοινωνήσουμε μαζί τους.
IMPORTANT
Το Αudiobook 6 θα δωθεί δωρεάν στο παρτυ του postwave.gr που θα γίνει στο Sin City club (Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009) σε 150 αριθμημένα αντίτυπα και σε πολυτελή digipack συσκευασία με υφασμάτινη επένδυση και μεταξωτυπία. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.
The tracklist
TALES ON TAPE – father
Ένα παλιό σεντούκι στη σοφίτα. Ένα σκονισμένο ημερολόγιο παραμορφωμένο από το χρόνο, με παραμύθια που συνέβησαν στ' αλήθεια. Καθε ημερομηνία και μία μικρή σκοτεινή ιστορία, μία κιτρινισμένη σελίδα που αν τη γυρίσεις μπορεί να σκιστεί για πάντα...Οι Tales on Tape είναι ένα concept-side-project των Alexx Decode και Alexandros Raptis (Decode) που βγαίνει δειλά για πρώτη φορά στο φως!
EGOSTRIKE – avant noir
Δύο από τα κορυφαία electro ελληνικά σχήματα, οι Astralon και οι Notte, ενώνουν τις εμπνεύσεις τους και το αποτέλεσμα είναι οι EgoStrike. Synthpop διάθεση, υποχθόνια beats και συναισθηματικά φωνητικά, το avant noir κεντρίζει αμέσως το ενδιαφέρον του ακροατή και ανυπομονούμε για τη συνέχεια!
BONEYARD – Gizela
Boneyard είναι το προσωπικό Project του κιθαρίστα και συνθέτη των Drama Queen. Σε αρκετά διαφορετικό ύφος εδώ, με σκοτεινά electronics, wave κιθάρες, σχεδόν gothic φωνητικά και κολλητική μελωδία, η Gizela θα ενθουσιάσει τους οπαδούς του dark-minimal ήχου .
MONSIEUR MINIMAL – dreams of my dreams
Αν περιμένετε κάποιο ποπ ευκoλομνημόνευτο τραγούδι από τον Monsieur Minimal έχετε πέσει πολύ έξω. Το dreams of my dreams είναι ένα από τα νέα τραγούδια του, θα υπάρχει στο 2ο album του, και εκπλήσει ηχητικά. Σκοτεινή electronica, φανταστείτε κάτι ανάμεσα σε Future Sound Of London και τις πρώτες δουλειές των Delerium.
ELECTREE – beautiful screamers
Τους Electree τους είχαμε ακούσει αρχικά στην πρώτη συλλογή του Postwave.gr και τους προσκαλέσαμε και πάλι με αφορμή την ηχογράφηση του νέου τους υλικού. Electro-goth ατμόσφαιρα με ποπ elements και ωραίες εναλλαγές αντρικών-γυναικείων φωνητικών, το beautiful screamers είναι ένα από τα πιθανότερα "χιτάκια" του audiobook 6.
MIKRO – more love
Για τους Mikro περιγραφή δεν χρειάζεται, είναι εδώ και μια 10ετία από τα κορυφαία και πιο πετυχημένα ελληνικά σχήματα. Το more love είναι ολοκαίνουριο, ηχογραφήθηκε στα sessions του νέου album που ετοιμάζουν οι Mikro (κυκλοφορεί τον Νοέμβριο), αλλά θα το βρείτε αποκλειστικά και μόνο στην δική μας συλλογή!
PHOENIX CATSCRATCH – denim hunger
Οι Phoenix Catscratch είναι οι επίτιμοι καλεσμένοι του πάρτι μας, μια και θα έχουμε την ευκαιρία να τους δούμε ζωντανά στην σκηνή του Sin City. Ποτισμένοι με την ενέργεια και την αισθητική της new wave και post-punk σκηνής των αρχών της δεκαετίας του 80, αναμένουμε την πρώτη τους δουλειά σύντομα παίρνοντας μια πρώτη γεύση με το denim hunger !
VELLO LEAF – skies ending (vocals by Alexandra McKay)
Oι Vello Leaf είναι από τις προσωπικές μου αδυναμίες, από τότε που κυκλοφόρησαν το πρώτο τους mini album. Με διάχυτη την μελαγχολία στην μουσική τους, θάλασσες από strings και θορυβώδη ξεσπάσματα, το skies ending (από το επερχόμενο album τους "Tonight, I'm Leaving...") πραγματικά καθηλώνει! Στα lead vocals η μαγευτική φωνή της Alexandra McKay.
ABBIE GALE – fall
Πολύ γνωστοί μας και οι Abbie Gale, έχουν ήδη 2 πανέμορφα albums στο ενεργητικό τους. Το εκρηκτικό fall αρκετοί θα το έχετε ήδη ακούσει από την κυκλοφορία του σε 7ιντσο single βινυλίου, εμείς το λατρεύουμε και το βρίσκετε στο audiobook 6 για πρώτη φορά σε CD.
PLAYGROUND NOISE - today
Οι Playground Noise είναι από την Πάτρα, ανοίκουν στο δυναμικό της Ιnner ear και έχουν κυκλοφορήσει ώς τώρα ένα 7" single. Σκοτεινή ατμόσφαιρα με έντονο μπάσο, θα μπορούσαμε να τους εντάξουμε στους post-punk αναβιωτές και μπάντες όπως οι Editors. Περιμένουμε σύντομα ντεμπούτο cd, για την ώρα στο repeat το αγωνιώδες 'today'.
THE EMPTY FRAME – take over the city
Αθηναικό συγκρότημα με εξαιρετικές Live εμφανίσεις τον τελευταίο καιρό, οι Empty Frame χρησιμοποιούν τσέλο, βιολί και πιάνο σε συνδυασμό με τα παραδοσιακά ροκ όργανα. Μάλλον πιο κοντά στους Tindersticks παρά στους Bad Seeds, σίγουρα ξεχωρίζουν από την πληθώρα των group που επιχείρησαν κάτι ανάλογο.
INFIDELITY - conflict
Δυστυχώς μας πρόλαβε η κυκλοφορία του 2ου album τους, αλλά δεν μπορούσαμε να αφήσουμε κάτι τόσο ενδιαφέρον εκτός της συλλογής και κάναμε μια μικρή εξαίρεση. Τρομερό track από το νέο album των Infidelity που κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε αρκετούς θα θυμίσει τις καλύτερες στιγμές των Arcade Fire!
TRIPWIRE – REC2
Ισως η πιο "ραδιοφωνική" καινούρια μπάντα που άκουσα τελευταία στον χώρο της alternative pop/rock. Oι Tripwire φαντάζομαι θα μας απασχολήσουν αρκετά στο κοντινό μέλλον, μια και μόλις τελείωσαν τις ηχογραφήσεις του πρώτου τους δίσκου που αποκλείεται να περάσει απαρατήρητος!
AN ORANGE END – collage
Το ντεμπούτο τους πριν μερικούς μήνες στην Inner ear ήταν μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της χρονιάς, ένα ποπ κομψοτέχνημα που μας θύμισε τις παλιές καλές μέρες της Sarah records. Το collage είναι καινούριο, ακυκλοφόρητο, ακουστικό και τόσο γλυκά νοσταλγικό!
Κώστας Μπρέλλας
postwave.gr
Related links:
Το πράγμα άρχισε να στραβώνει το 1984. Τουλάχιστον στα δικά μου «οπαδικά» τότε και εφηβικά αφτιά, που δεν είχαν χορτάσει ακόμα από ελεκτρο-φουτουριστικά μπλιπ-μπλιπ. Πρώτο σημαντικό δείγμα ήταν το "The Lebanon" των Human League. Μια χαρά το τραγούδι βέβαια, αλλά το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Όταν το απόλυτο synthpop συγκρότημα της εποχής μοιάζει να «απατάει» τα synthesizers και να γλυκοκοιτάει τις ηλεκτρικές κιθάρες, είναι από μόνο του σημείο αναφοράς. Την ίδια χρονιά οι OMD κυκλοφορούν το "Junk Culture" έχοντας βάλει τα περισσότερα αναλογικά στην άκρη και φορτώνοντας το album τους με ακουστικούς ήχους πνευστών και εγχόρδων. Μετά η λογική της χιονοστιβάδας. Οι Duran Duran να φλερτάρουν με το funk, οι Talk Talk με την jazz (!), oι China Crisis με την soul, o John Foxx με την avant-garde, οι Tears For Fears με τους Beatles...και η λίστα δεν έχει τελειωμό (έχει βέβαια επιστροφή, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Ακόμα και ο Vince Clarke αντικατέστησε το SH-101 με μια αστραφτερή ασημένια κιθάρα (η «χορεύω στην βροχή» σκηνή με μια κιθάρα αγκαλιά στο "sometimes" να καταχωρηθεί ως η πιο απογοητευτική και αστεία της περιόδου παρακαλώ). Βαρύγδουπες δηλώσεις περί πιο «ανθρώπινου ήχου», εξέλιξης και δεσμευτικών ορίων των συνθετητών με έκαναν να βαριέμαι και να νιώθω προδομένος. Mόνο οι Depeche Mode είχαν διαφορετική άποψη (η δική τους απιστία ήρθε αρκετά χρόνια μετά) και δεν είναι τυχαίο που κράτησαν ζεστούς και πιστούς τους fans τους τόσα χρόνια.
Τι σχέση έχουν τώρα όλα αυτά με τις Marsheaux και το νέο τους CD? Oι Marsheaux αποδεικνύονται πολύ πιο πιστές στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα, το οποίο ουσιαστικά αναβιώνουν, πολύ περισσότερο τουλάχιστον από τους προ 30ετίας εμπνευστές του. Στο τρίτο τους πλέον album, και έχοντας ήδη κλείσει μια πενταετία και βάλε στη δισκογραφία, οι sleazy electronica πινελιές που διακοσμούσαν σε σημεία το Peak-a-Boo έχουν σβηστεί και η «κοριτσίστικη» electropop επανέρχεται περήφανη, ομοιόμορφη και ξεδιάντροπα παλαιομοδίτικη! Ηχητικά, το Lumineux Noir είναι 2 κλικ ανώτερο από ότι έχουμε ακούσει ως τώρα από την Σόφη και τη Μαριάνθη, οι επιλογές στους ήχους και οι ρυθμίσεις στις κυμματομορφές των synths πιο φροντισμένες από ποτέ ( τα synth-strings στο Thousand Leds είναι απολαυστικά και soooo 80ish!), παίζοντας και εναλλάσσοντας τις χαρωπές και φωτεινές μελωδίες με ελαφρώς σκοτεινιασμένα ηχοχρώματα. It's luminous and black έλεγαν στο blog τους και μάλλον βρήκαμε το concept του album. Πάμε στα τραγούδια.
Παρατήρηση 1: Το κοιταζα μπρος, το κοίταζα πίσω, αναποδογύρισα το κουτάκι μπας και πέσει κανα cd ακόμα, έψαχνα για hidden tracks, αλλά τίποτα. Για πρώτη φορά λοιπόν δεν υπάρχει ούτε μία διασκευή ανάμεσα στα 12 τραγούδια του Lumineux Noir. Δεδομένου ότι στα 2 προηγούμενα albums είχαν συνολικά 5 (σε Lightning Seeds, Chris & Cosey, New Order, When In Rome και στο popcorn) εξαιρετικά πετυχημένες απόπειρες, μη ξεχνάμε και το "Being Boiled" των Human League στο Audiobook 4, η έκπληξη δεν ήταν και μικρή. Ομολογώ ότι θα ήθελα να ξεθάψουν πάλι κάποιο «αδικημένο» 80's διαμαντάκι, όπως στην περίπτωση του "the promise", πιθανότατα όμως ένιωσαν ότι έχουν κατά ένα μέρος ταυτιστεί με αυτές ή απλά δεν ήξεραν τι να πρωτοδιαλέξουν!
Παρατήρηση 2: To «τι μου θυμίζει;» παιχνίδι που μου άρεσε να παίζω με τις μελωδίες σε αρκετές συνθέσεις τους, στο Lumineux Noir δεν κατάφερα να το παίξω και νευρίασα. Ουσιαστικά περιορίστηκα στο "summer", έφαγα ένα μισάωρο ν'αναρωτιέμαι και εγκατέλειψα. Όσοι είπατε αβίαστα "wishing" από A Flock Of Seagulls σοβαρευτείτε... Τα μισά electropop anthems μοιάζουν με το wishing. Ντο-ρε-μι-ρε, παμ-παμ, χάσαμε... Πάντως το συγκεκριμένο τραγούδι είναι από τα καλύτερα στο CD, πάει full για χιτάκι και μπορεί να αντικαταστήσει επάξια στα καλοκαιρινά mixtapes σας το Pale Movie των Saint Etienne!
Παρατήρηση 3: To breakthrough ξεχωρίζει πανεύκολα με το πρώτο άκουσμα σαν τη μύγα μες το γάλα, η επιλογή του ως single απόλυτα σωστή και τα πάει ήδη περίφημα στα γερμανικά radio charts. Πιο επιθετικό και άμεσο από τα υπόλοιπα 11, όχι όμως και το καλύτερο...
Παρατήρηση 4: ...το οποίο είναι το "So Far". Είναι χορευτικό, είναι μελαγχολικό, βγάζει μια ακατανόητα ελκυστική cinematic αισθητική, έχοντας «τεράστια» synth bass-lines να το οδηγούν (θυμηθείτε για παράδειγμα καλές italo-disco στιγμές) και μερικά βρώμικα synth-strings για γαρνιτούρα.
Παρατήρηση 5: Στο νέο album των Marsheaux βρίσκουμε και το πιο σκοτεινό κομμάτι που έχουν γράψει ποτέ. Μιλάμε για το Sorrow που κλείνει τον δίσκο με επικά τύμπανα και αγωνιώδη synthesizers. Ξεκάθαρες επιρροές από Depeche Mode εδώ, που βέβαια πάντα υπήρχαν στα τραγούδια τους, απλά στο sorrow άλλαξε η περίοδος. Είναι η ίδια περίοδος που έχει στοιχιώσει και τους Mesh για να καταλάβετε...
Παρατήρηση 6: H δομή των τραγουδιών τους παραμένει απλή. Όσοι αρέσκεστε σε πειραματισμούς και ανατροπές, απλά προσπεράστε και συνεχίστε να ακούτε Radiohead.
Παρατήρηση 7: Στιχουργικά είναι κάπως αφελές και επιφανειακό θα πουν πολλοί. Μαζί σας κι εγώ. Οι στίχοι των Marsheaux απευθύνονται σε όσους γουστάρουν να τραγουδάνε το "don't you want me" των Human League κάθε φορά που παιζει σε κάποιο club. Σε μένα και σε εσάς δλδ, σας έχω δει...
Τέλος, καταλαβαίνω ότι οποιοσδήποτε διαβάζει μπορεί να μου ανατρέψει με ευκολία όλα τα παραπάνω και να ορίσει ακριβώς ανάποδα τα πράγματα, αλλά εγώ μετά από την 5η ακρόαση του album νιώθω ιδιαίτερα luminous, βλέπω τα πράγματα θετικά και και θέλω να πάω διακοπές. Επίσης, τον μικρό εκνευρισμό που μου προξένησε το επιβεβλημένο, για να ακούσεις το cd, σκίσιμο της παράξενης συσκευασίας (πολύ ωραία, μπράβο) να μου τον απαλύνει κάποιος με μια καινούρια κόπια για το αρχείο μου. Lumineux κοριτσάκια με σκοτεινά γυαλάκια...
Rating: 8 / 10
Κώστας Μπρέλλας
Pages