Στο δεύτερο τους δίσκο εδώ, βρίσκουμε τους New Zero God με νέα σύνθεση, η οποία περιλαμβάνει πλέον τρία original μέλη των πάλαι ποτέ Flowers Of Romance, τους Μιχάλη Πούγουνα (φωνή), Χάρη Σταύρακα (μπάσο) και Αχιλλέα (Lao) Γερομόσχο (κιθάρες). Συμπληρώνει το ιδρυτικό μέλος των New Zero God, Δημήτρης Sidheog Στεβής (τύμπανα), πρώην μέλος και αυτός με την σειρά του των The Drops και Nexus. Έχουν απλοποιήσει ακόμα πιο πολύ τον ήχο τους από το ντεμπούτο του σχήματος "Fun Is A Four Letter Word" πίσω στο 2010. Τώρα μένουν εντελώς στα βασικά, φωνή, κιθάρα, μπάσο και τύμπανα. Το "MMXIII" γενικά περιέχει δέκα συνθέσεις που κατά βάση κινούνται στο κιθαριστικό Gothic/Post Punk χώρο και όπως είχαμε πει και τότε ακολουθούν την περπατημένη του είδους που καρποφόρησε στην Γηραιά Αλβιώνα. Πράγμα που μάλλον λειτούργησε ως καταλύτης για την ανταπόκριση της αγγλικής Secret Sin Records που κυκλοφόρησε τον δίσκο. Όλες οι συνθέσεις έχουν ένα δυναμισμό, που κάνουν το δίσκο να ροκάρει (βλέπε "Hypnotized", "No Cure For Love", "Angeline").
Η έκπληξη έρχεται από την αρχή με το εναρκτήριο και επικό "Damaged" που μας πάει πολλά χρόνια πίσω στις πρώτες εποχές των Fields Of The Nephilim και του "Dawnrazor" ειδικότερα. Ο καλπάζον ρυθμός στα τύμπανα στρώνει το πεδίο για τις slide κιθάρες και την μεταμορφωμένη φωνή του Μιχάλη Πούγουνα που εδώ φέρει το κατάλληλο γρέζι. Ξεχωρίζει ακόμα το "Sinners & Lovers" που αποτελεί και την αποκάλυψη του δίσκου. Εδώ οι New Zero God χτυπούν φλέβα και μας πάνε σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η χρυσή εποχή των 80's, όπου το νέο-ροκ μεσουρανούσε και όλα φαινόντουσαν πιθανά. Η νεοκυματική διάθεση επικρατεί και σου δίνεται μια αίσθηση ότι ακούς όλα σου τα αγαπημένα στοιχεία από την συγκεκριμένη εποχή μέσα σε ένα μόνο κομμάτι. Ακούσματα που αγγίζουν ευαίσθητες χορδές και πιάνουν κάτι από The Cult μέχρι Simple Minds! Τα ίδια περίπου μπορούμε να πούμε και για το ανεβαστικό "In Dreams We Trust" που αποπνέει μια πιο αισιόδοξη νότα. Το "Until The End Of The Line" που κλείνει το δίσκο μας επιφυλάσσει μια ακόμη έκπληξη. Το sustain της κιθάρας φέρνει λίγο σε "Heroes" , σαφώς επηρεασμένο από τις τεχνικές που εφηύραν ο Bowie και ο Eno πίσω στην δεκαετία του '70 και άλλαξαν το πρόσωπο της ροκ μουσικής.
Αυτό που αντιλαμβάνεται κανείς από τις συνθέσεις καθώς παίζουν στο player είναι ότι τα μέλη διαθέτουν μια φοβερή συνθετική ικανότητα και καταφέρνουν με απλά μέσα να παρουσιάσουν τόσο ολοκληρωμένα και καλά δουλεμένα κομμάτια. Τα τραγούδια ρέουν αβίαστα, γεμάτα μελωδίες, ωραίους σκοπούς και μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων και riff στην κιθάρα. Οι συνειρμοί με Flowers Of Romance είναι αναπόφευκτοι. Αν ήταν να έβγαινε σήμερα δίσκος τους το "MMXIII" θα κάλυπτε την θέση αντάξια. Φυσικά και ηχεί ρετρό, άλλωστε μιλάμε για old school goth rock, αλλά οι New Zero God εδώ σπάνε τα όποια trend στερεότυπα και παρουσιάζουν κάτι που είναι απενοχοποιημένο από κολλήματα και γεμάτο αυθορμητισμό. Πιστοί προσέλθετε!
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Το "Lappuggla" είναι αναμφισβήτητα μία μοναδική κυκλοφορία, όχι μόνο για τα εγχώρια δεδομένα. Μας παρουσιάστηκε το περασμένο φθινόπωρο, αθόρυβα, χωρίς πολλά και μεγαλεπήβολα, παρά μόνο με ένα live presentation και μας μάγεψε από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Το γεγονός μάλιστα ότι ένα σχετικά «δύσκολο» άλμπουμ, ψηφίστηκε στην 2η θέση των polls του Postwave.gr ενισχύει ακόμα περισσότερο την αξία του.
Η Lappuggla, το "Φάντασμα του Βορρά", ένα είδος κουκουβάγιας του Βόρειου Ημισφαίριου, δεσπόζει σε όλο το άλμπουμ, δίνοντας αμέσως το στίγμα του δίσκου και μεταδίδοντας μια Σκανδιναβική πνοή. Η Etten μας είχε προετοιμάσει άλλωστε για κάτι τέτοιο με το "Northern Lights" από τον πρώτο της δίσκο "I Know You're Behind Me But I'm Not Scared". Η όλη ατμόσφαιρα ενισχύεται σημαντικά και από την επιμελημένη χάρτινη συσκευασία - βιβλίο, το εξώφυλλο του οποίου κοσμεί το πρωτότυπο έργο της ζωγράφου Ελένης Γλύνη. Στολισμένο με συναφή εικονίδια, σύμβολα αλλά και τους στίχους γραμμένους με στυλ που παραπέμπει σε αρχαίους βόρειους λαούς.
Τρία χρόνια μετά το πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο της, στο οποίο έμπλεκε ιδανικά την electronica με το προσωπικό της όραμα, η Etten (Ελένη Τζαβάρα) μοιάζει να έχει τελειοποιήσει το στυλ της ξεφεύγοντας από γνώριμα είδη και ταμπέλες. Ωριμάζοντας πλέον και συνθετικά (το ερμηνευτικό μέρος έτσι κι αλλιώς το είχε εδώ και χρόνια) και δαμάζοντας τις επιρροές της το αποτέλεσμα φαντάζει τελείως πρωτότυπο και ιδιαίτερο. Μουσικά, θεματικά, εικαστικά, εμπνέει μια αυθεντικότητα που δύσκολα βρίσκεις τη σήμερον ημέρα. Η Etten από παλιά έχει αποδείξει ότι κατέχει δυνατή και εκφραστική προσωπικότητα σε πολλά επίπεδα και με πολλαπλές διεξόδους, μουσικές και μη. Δείχνει προσηλωμένη στο έργο της και αυτό διαγράφεται στη μουσική της.
Στο "Lappuggla", θέλοντας να εισαγάγει όργανα όπως το σαντούρι, η άρπα, το hang drum, ο συνεργάτης της, Coti K. κατασκεύασε δύο νέα μουσικά όργανα το «Διαπαντός» και το «Διαμέσον», που εντάσσονται στην οικογένεια των σαντουριών και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις ηχογραφήσεις του δίσκου. Το ηλεκτρονικό στοιχείο παραμερίζεται κατά κάποιον τρόπο, αφήνοντας τα ακουστικά όργανα αλλά και την ερμηνεία της να έχουν τον καταλυτικό ρόλο.
Μέσα από τις έντεκα συνθέσεις του άλμπουμ η Etten εξιστορεί μικρές ιστορίες, με ένα ενιαίο concept για τον σεβασμό στη φύση, τη μητέρα Γη, την ανάγκη απεγκλωβισμού από το βιομηχανοποιημένο κόσμο που ζει σε βάρος του περιβάλλοντος και των ζώων. Από το πρώτο κιόλας κομμάτι, με τον σχεδόν tribal ρυθμό, μας εισάγει στον κόσμο της και ξυπνά πρωτόγονα ένστικτα. Είναι απίστευτο πώς πετυχαίνει να μεταδίδονται τόσο ζωντανά εικόνες που σε κάνουν να ταξιδεύεις μαζί με την μουσική. Σαν να βιώνεις μια πτήση, μέσα από τα μάτια της Lappuggla, πάνω από ένα κατάλευκο χιονισμένο τοπίο. Το "Chant" επηρεασμένο από τα στοιχεία της φύσης, τη βροχή, τα φύλλα, υπενθυμίζει όλα τα μικρά πράγματα που αποτελούν τη ζωή γύρω μας και που ο άνθρωπος ξεχνά και αγνοεί ζώντας στην σύγχρονη βαβούρα των μεγαλουπόλεων. "Circle" σημαίνει κύκλος, ο κύκλος της ζωής, η αναγέννηση. Στο εκδικητικό "Get Rid of the Hunter" παίρνει την θέση της προστάτιδας, εκπρόσωπου του ζωικού Βασιλείου "Lets hunt him down, lets scratch him now, bite him with teeth, bite him with beaks..." μέσα σε ένα post-industrial ύφος, που οδηγεί στο υπνωτικό "Goodbye Cocoon", μια εσωτερική αναζήτηση. Με το βελούδινο ψίθυρό της, η Etten στο down-tempo "Place Your Ears On the Ground" κάνει έκκληση κατανόησης και μετάνοιας, παρομοίως και στα ποιο up-tempo "Four Legs" και "Fox". Οι ρυθμοί καταλαγιάζουν πάλι με τα "Dust (Ode To the Human)", ένα λεπτεπίλεπτο νανούρισμα και το αιθέριο, παιχνιδιάρικο και γεμάτο αθωότητα "In the Tree". Το "Song of A Seed", που κλείνει το δίσκο, είναι ένα καταπληκτικό τραγούδι, εξαιρετικής ευαισθησίας, που μέσα από το μυστικισμό του εμπνέει και εκπέμπει μια αισιοδοξία, σαν λαμπερή ηλιαχτίδα που διαπερνά τον χειμωνιάτικο συννεφιασμένο βόρειο ουρανό. Απελευθερωτικό, στους στίχους του συνοψίζεται με τον ομορφότερο τρόπο η φιλοσοφία του δίσκου "The sun entangles his hands on my leaves and we dance..."
Όσοι είχαν την τύχη να παρευρεθούν τον περασμένο Νοέμβριο στο Six D.O.G.S. εκτίμησαν και ζωντανά τη δύναμη των συνθέσεων, την αξία των νέων οργάνων που χρησιμοποιήθηκαν, την απόλυτα εκφραστική και θεατρική Etten. Όλα ήταν εκεί παρόντα. Η τέχνη, η φύση, η Lappugla. Μαζί με την μπάντα που την πλαισίωνε μετέφερε όλη της την μαγεία στο ακροατήριο, αποπνέοντας την αύρα του μακρινού βορά. Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση όπου το πρόσωπο ταυτίζεται με την τέχνη του.
Και δεν είναι ότι στο Postwave έχουμε αδυναμία στην τοπική σκηνή, αλλά τέτοιες δουλειές αξίζουν παγκόσμιο ενδιαφέρον. Όπως εξελίσσονται τα πράγματα, πλέον είναι στο χέρι του μουσικόφιλου να ανακαλύπτει και όχι να του σερβίρονται σκουπίδια. Και όπως κάναμε παλιά με τη μέθοδο "από στόμα σε στόμα" μπορούμε σήμερα να διαδώσουμε τα καλά κρυμμένα διαμαντάκια απλά με ένα Like ή Share. Θετικό και απλό.
Rating: 8,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Πρώτον, είναι μεγάλη η χαρά μας που βλέπουμε μια δουλειά πολλών ετών να βρίσκει επιτέλους τον δρόμο της προς τα βιβλιοπωλεία, και δεύτερον νιώθουμε ιδιαίτερη περηφάνια, μια και πρόκειται για έργο του Νίκου Δρίβα, συνεργάτη μας εδώ στο Postwave από την δημιουργία του.
Αρχικά, μη μπερδευτείτε και νομίζετε ότι έβγαλαν νέο δίσκο οι Άγγλοι με το ίδιο όνομα, που μας άφησαν 5 πολύ καλά albums την περίοδο 1984-1990. Οι "δικοί μας" Venus In Furs, όπως όλα τα γκρουπ (ειδικά τα ελληνικά) κουβαλάνε την δική τους πολύπαθη ιστορία. Το αθηναϊκό αυτό post-punk συγκρότημα που ξεκίνησε το 1985 έφτασε σε απόσταση αναπνοής από το να κυκλοφορήσει δίσκο το 1991. Το ντεμπούτο τους άλμπουμ έμεινε τελικά μόνο στο στάδιο του test-pressing (τυπώθηκαν δοκιμαστικά μόνο καμιά δεκαριά αντίτυπα) και έμελλε να χαρακτηριστεί ως δίσκος φάντασμα, προσελκύοντας φυσικά τους συλλέκτες βινυλίου και δημιουργώντας έτσι ντόρο γύρω από το όνομα τους.
Το 2010, τα δύο ιδρυτικά μέλη των Venus In Furs, ο Γιώργος Καρατζάς (κιθάρες, samples) και ο Περικλής Μποζινάκης (τραγούδι, μπάσο, samples), επανασυνδέουν το γκρουπ ηχογραφώντας εκ νέου κομμάτια από το ‘χαμένο' ντεμπούτο τους μαζί με νέο υλικό το οποίο κυκλοφορεί με τίτλο "Νew Ηorizon" το 2011. Προστίθενται τότε στο σχήμα ο Χρήστος Σπηλιωτόπουλος στην ρυθμική κιθάρα και ο Μπάμπης Παυλής στα ντραμς. Με την κυκλοφορία αυτή θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι Venus In Furs έκλεισαν επιτέλους μια εκκρεμότητα είκοσι ετών, αφήνοντας έτσι πίσω τους ό,τι τους συνέδεε με το παρελθόν. Φέτος, με το δεύτερο άλμπουμ με τίτλο "Dead Europe" μπορούμε πλέον να τους κρίνουμε ως ενεργό σχήμα του σήμερα και όχι ως κάποιο με επανακυκλοφορία. Πράγμα που βλέπουμε κατά κόρον τον καιρό αυτό με αναμάσημα του παρελθόντος με ένα σωρό από επανακυκλοφορίες αλλά και ακυκλοφόρητο υλικό που βλέπει τώρα το φως της μέρας.
Επί του θέματος όμως. Κρατώντας στα χέρια μου το "Dead Europe", η πρώτη θετική εντύπωση έρχεται από το πολύ καλαίσθητο εξώφυλλο. Κάτι που εκτιμάς περισσότερο σε μορφή 12" και όχι σε μεγέθος CD. Αμέσως μετά μου κολλάει ο ίδιος ο τίτλος "Dead Europe", που κουβαλάει μια βαρύτητα και φέρνει στο μυαλό σκοτεινές εποχές άλλων δεκαετιών, όπου η Ευρώπη έδειχνε να έχει φτάσει σε ένα τέλμα, να φαντάζει γηρασμένη, ταλαιπωρημένη και διχοτομημένη με την απειλή του ψυχρού πόλεμου να σκιάζει επικίνδυνα από πάνω της. Καταστάσεις δυστυχώς επίκαιρες, που δεν απέχουν από τη σημερινή εικόνα της ηπείρου, που οδεύει και πάλι σε αδιέξοδο. Το ίδιο το συγκρότημα χαρακτηρίζει την νέα του δουλειά σαν έναν δίσκο που πάλλεται από τις αντηχήσεις της παγκόσμιας μεταμόρφωσης, με συνθήματα να κοσμούν το ένθετο του, τύπου: Death to the International Economic dictatorship.
Στο μουσικό κομμάτι τώρα. Το εναρκτήριο "Kingdom Of Nothing" κινείται πάνω σε ένα ηχητικό υπόβαθρο πιστό στα σκοτεινά 80s με τα χαρακτηριστικά στοιχειωμένα synth. Έχει όμως μια πιο επιθετική ερμηνεία στα φωνητικά από τον Περικλή Μποζινάκη από ότι θα περίμενα, που αλλοιώνει την ατμόσφαιρα που σου καλλιεργεί αρχικά η μουσική. Είναι θα έλεγα πολύ in your face και όχι όσο absent και μελαγχολική θα άρμοζε, αλλιώς θα μιλάγαμε για διαμαντάκι. Στη συνέχεια με το "Paradox Visit" αλλάζει το ύφος και εδώ διαφαίνονται οι ψυχεδελικές επιρροές του συγκροτήματος με τα φωνητικά μάλιστα να παραπέμπουν ελαφρός σε late 60's David Bowie. Αλλά χωρίς αυτήν την σπίθα και ποπ ευαισθησία της εποχής εκείνης. Το ίδιο συμβαίνει και στο "Gravity Shatters" με την διαφορά ότι διαθέτει ένα post-punk τσαγανό.
Στο ομώνυμο σκυθρωπό "Dead Europe" εισάγονται και παραδοσιακά στοιχεία διαφοροποιώντας το λίγο από το υπόλοιπα. Το διακατέχει μια πεσιμιστική διάθεση που διακρίνεται ακόμα και στους στοίχους: "My bags swing heavy in my hands, I look older than I am...". Τελικά βέβαια, βρίσκουμε να υπάρχουν ακόμα κρίκοι που τους συνδέουν με το παρελθόν, μιας και το κομμάτι "Under My House" υπήρχε στον ακυκλοφόρητο δίσκο τους. Εδώ σε πιο αργή εκτέλεση, λιγότερο ελκυστική όμως και άτονη σε σχέση με αυτήν του πρωτότυπου, που ήταν όλο νεύρο και που έφερνε κάτι από το καταραμένο garage/blues των πρώιμων Bad Seeds και Crime And The City Solution. Το κλείσιμο του δίσκο μας επιφυλάσσει και την πιο ρυθμική σύνθεση που ακούει στο όνομα "The Gift". Ένα μελωδικό ποπ τραγούδι σε καθαρό new wave ύφος που νομίζω γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν του συγκροτήματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το LP αυτό κυκλοφορεί σε 300 αριθμημένες κόπιες βινυλίου, από τις οποίες οι 150 πρώτες είναι σε έγχρωμο (βιολετί) βινύλιο και οι υπόλοιπες 150 σε κλασσικό μαύρο. Ότι πρέπει για συλλέκτες δηλαδή!
Rating: 6 / 10
Νίκος Δρίβας
Με το Pleasant Thoughts των Wonky Doll and the Echo δεν παίζει να αστοχήσεις, πέφτεις πάνω σε κάτι που αγαπάς. Δεν είναι λίγα αυτού του είδους τα άλμπουμ που συναντά κανείς στις αναζητήσεις του, ούτε και πολλά βέβαια, αλλά χωρίς αυτά πώς συνεχίζεις; Για όσους ένοιωσαν κάτι ξεχωριστό με τη σκοτεινή πλευρά των κιθαριστικών 80's, το group από την Αθήνα έρχεται να κάνει λίγο χώρο στη δισκοθήκη τους για άλλο ένα μικρό καταφύγιο νοσταλγίας και ρομαντισμού. Είσαι στο δισκοπωλείο (λέμε τώρα), έχεις πελαγώσει στο αν θα ξαναπροσπαθήσεις με τους Aphex Twin, προσπαθείς να θυμηθείς τι σου είπε ποιος για το καινούργιο των Muse, κοιτάς με λίγη δυσπιστία κανα-δυό πανέμορφα εξώφυλλα με σκανδιναβικά τοπία και έναν καλλιγραφικό σιδηρόδρομο στο πλάι για όνομα, κάνεις αφαιρέσεις απ'το χαρτονόμισμα στην τσέπη. Ακούγεται από τα ηχεία η κιθάρα του the Cut, θυμάσαι τους Interpol, τους Chameleons, κάτι γλυκαίνει στο χώρο, ρωτάς το κλασσικό «τι είναι αυτό που παίζει;» παίρνεις το δίσκο με κίνδυνο να μη βγει η αφαίρεση, και φεύγεις ανακουφισμένος. Α, πριν καταδικαστεί η ιστορία αυτή ως τετριμμένη, σκεφτείτε και πότε σας συνέβη τελευταία φορά. Μια τέτοια ιστορία είναι το Pleasant Thoughts.
Οι Wonky Doll and the Echo σχηματίστηκαν το 2010, και παίζουν πολλή από τη μουσική που οι ίδιοι έχουν αγαπήσει. Post punk, darkwave, λίγα ηλεκτρονικά minimal στοιχεία, συναισθηματικοί στίχοι. Παρουσίασαν ζωντανά την πολύ φροντισμένη πρώτη κυκλοφορία τους πριν λίγες εβδομάδες, σε μια συναυλία που ενθουσιασμένοι, δεν έκρυψαν τίποτα απ'όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την ομορφιά και την απλότητα των κομματιών τους. Στριμωγμένοι στη σκηνή του 6 d.o.g.s. ένοιωθε κανείς την ευχαρίστηση που έπαιρναν παίζοντας, και αυτή η εικόνα είναι ίσως η καλύτερη εξήγηση για τον όρο "post punk revival" που αναφέρουν στη σελίδα τους. Ξεπερνάω τη σημασία της αντιγραφής - απομίμησης - ιστορικής αποτύπωσης που συνήθως παίρνει αυτή η έννοια. Είναι ίσως η ανάγκη να ζωντανεύουν όλα αυτά πουτα μέλη της μπάντας λάτρεψαν στις δύο πρώτες λέξεις αυτού του όρου. Το «δέος» στις κιθάρες του Script from the Bridge, το βαθύ μπλε στο εξώφυλλο του Ocean Rain, το make-up του Smith, το πένθιμο live των I Like Trains, το ανέγγιχτο από το χρόνο Clint του 2009, και πόσα άλλα θα μπορούσαν να αποκαλύψουν, πόσα δε συνειδητοποιούν. Οι Wonky Doll and the Echo θέλουν να γράφουν και να παίζουν μουσική για όλα αυτά, για να τα ανακαλύψουν, να τα ζήσουν και να τα μοιραστούν μέσα από τα δικά τους μάτια, τις δικές τους αναμνήσεις...
...και η εισαγωγή του εναρκτήριου Physical σε ρίχνει κατ'ευθείαν σε μια τέτοια ονειροπόληση. Η πρώτη επαφή με την πολύ ζεστή φωνή του Γιώργου, τη μελαγχολική ατμόσφαιρα του Pleasant Thoughts. Είναι οι ίδιες σκέψεις που έκανα για το ντεμπούτο των Mary Onettes που συγκέντρωσαν ο,τι τους ενθουσίαζε σε τόσες μουσικές και ρυθμούς χωρίς να εγκλωβίζονται σε συγκεκριμένα group ή χρονικές περιόδους. Κι όπου βγει. Όπου βγει και για τους Wonky, αλλά στην έμπνευση, γιατί η παραγωγή και ο ήχος του άλμπουμ τους έχει κατεύθυνση προς έναν ενιαίο ατμοσφαιρικό σκοτεινό ήχο, που ενώνει την Joy Division-ική αυστηρότητα του From Town to Town με το θλιμμένο μινιμαλισμό των Fra Lippo Lippi του ομώνυμου κομματιού. Εντάξει, μπορεί κανείς να αναφέρεται σε τόσα ονόματα καλλιτεχνών που ξεσηκώνονται μοιραία από τις νότες των τραγουδιών, το οποίο στην καλύτερη περίπτωση να τιμήσει τους τέσσερις μουσικούς, στη χειρότερη να κάνει τις φράντζες των παιδιών να φύγουν απ'τη θέση τους. Αλλά το παιχνίδι των αναμνήσεων είναι αμφίδρομο, όπως και η χαρά του να «μαντεύει» ο ακροατής τη σχέση της δημιουργίας με την έμπνευση, χτίζοντάς την ο ίδιος με τους δικούς του προσωπικούς δεσμούς. Το εντυπωσιακό είναι ότι όλα τα κομμάτια προκαλούν τέτοιους κύκλους του παρελθόντος, καθρεφτίζονται σε γνωστές μουσικές και προς όποιο ράφι μιας new wave δισκοθήκης κι αν σημαδεύουν, ανακινούν εκτός από τους ήχους του, και τα συναισθήματά του.
Οι πρώτοι μικροί εθισμοί για μένα βρέθηκαν στο Pleasant thoughts, στην εξαιρετική μουντή Depeche Mode ανάμνηση του Something is Wrong With You.
Το Pleasant Thoughts προδίδει ανυπομονησία και πολλή δουλειά, φτάνει στα χέρια μας στην αγαπημένη μορφή βινυλίου και σε digital download, χρησιμοποιεί γνώριμα χρώματα για να εγγυηθεί ταξίδια σε καινούργια αλλά πραγματικά φιλόξενα μέρη. Το λες ταξίδι ή και αναβίωση, όταν τριγυρνάς με νοσταλγία σε αναμνήσεις, είναι το ίδιο πράγμα.
Rating: 8 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Εάν θέλει κάποιος να περιγράψει με μια ολοκληρωμένη πρόταση την νέα δουλειά των Transistor μπορεί να αντιμετωπίσει δυο θέματα. Ποια είναι αυτά; Το πρώτο και αναπόφευκτο είναι η σύγκριση, που θα έκανε ο καθένας μας, με τον προηγούμενο δίσκο και το δεύτερο είναι το λεγόμενο «πρόβλημα μη συνοχής των λέξεων» για την δημιουργία μιας πρότασης ή μιας παραγράφου... and yes, this is actually a good thing.
Οι λέξεις συνήθως αποτυγχάνουν στην προσπάθεια να προσεγγίσουν, να μαγειρέψουν και να βάλουν όρια σε μια νοητική οπτικοποίηση της μουσικής. Αυτό γίνεται διότι παρόλο που κάθε άλμπουμ αποτελεί ένα νέο μονοκύτταρο οργανισμό, η μουσική μπορεί να συνεχίσει να εξελίσσει τον ίδιο της τον εαυτό εφόσον κάθε κύτταρο ξεχωριστά καταφέρει να μεταλλάσσεται από μόνο του. Έτσι σαν αποτέλεσμα καταφέρνει να θέσει ένα νέο ορισμό ή ένα καινούργιο αντίδοτο στο δηλητήριο της ρουτίνας. Θα μπορούσαμε επίσης να κάνουμε μια παράφραση και να αναφέρουμε ότι «ξαφνικά το όλο ξεπερνά σε ομορφιά το άθροισμα των επιμέρους μερών του». Στον Resting in the shade of the family tree μπορείς να ανακαλύψεις με την φαντασία σου πάμπολλους χρωματικούς συνδυασμούς και παρόλο που το εξώφυλλο έχει άσπρο φόντο με γκρι γράμματα έχει τόσο πολλά χρώματα ακούγοντας το που είναι ικανό να σου προκαλέσει μια μικρή μουσική επιληπτική κρίση.
Η μουσική του group σου αφήνει μια αίσθηση ότι ανοίγει διάπλατα, σχεδόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανθίζει, εκπέμπει φως, γίνεται πιο σταθερό και αρμονικά κυματιστό από άποψη παραγωγής (μάλλον απόρροια της σχεδόν απόλυτης έκφρασης;) ξεφεύγοντας από την φόρμα του "hit" διότι έχει μια πιο indie, χαρωπή και βρετανική αισθητική ακόμη και στα πιο slow κομμάτια. Αγγίζει τα περίεργα και άγρια καθαριστικά όρια του rock, καθώς δεν χάνει τον προσανατολισμό του έχοντας post στοιχεία και ηλεκτρονικά ξεσπάσματα. Πολύ απλά σε ωθεί σε μια ψυχαναγκαστικά καλαίσθητη αυτοκαταστροφική μανία... "You should love me to death" ή "Don't raise that flag, your name is written nowhere".
Η κυκλοφορία αυτού του δίσκου εκτός από την χαρά μιας πολύ ευχάριστης ακρόασης με έκανε να πιστέψω ότι αυτό που καλώς ή κακώς ονομάζεται αγγλόφωνη ανεξάρτητη μουσική σκηνή στην Ελλάδα, δεν σταματά σε "one hit wonders", αλλά έχει ονόματα που φαίνεται ότι έχουν καλλιτεχνικό μέλλον και εφ'όσον δεν έχουμε λεφτά να γεμίσουμε το στομάχι μας, ας ταΐσουμε το μυαλό και την φαντασία μας, μπας και πάρουν μπροστά και τα υπόλοιπα.
Rating : 8 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Barock. Έτσι ονομάζει το πρώτο προσωπικό της album η Nalyssa Green, μέλος της κολεκτίβας του Λεών. Όπως εξηγεί, ο τίτλος του δίσκου είναι ένας υβριδικός συνδυασμός των λέξεων baroque και rock και δημιουργήθηκε για να ορίσει το ύφος του δίσκου, ως μια μίξη υποβλητικής ατμόσφαιρας που μυρίζει παρελθόν και σκονισμένα ανάκτορα με μια δυναμική κάπως πιο σύγχρονη και ροκ.
Το δεύτερο σκέλος είναι μάλλον και το πιο εύληπτο, μιας και ο ήχος κατευθείαν παραπέμπει σε εναλλακτικό rock, αναμεμειγμένο με indie pop στοιχεία, ενίοτε post-punk ρυθμούς, υποψίες folk, χωρίς να λείπουν και τα electropop περάσματα. Η μουσική της είναι καθαρά βασισμένη στο στιχουργικό και φωνητικό κομμάτι, με τη μουσική, λιτή και απέριττη, να περιορίζεται σε συνοδευτικό ρόλο. Κιθάρες (κυρίως ακουστικές ή ηλεκτρικές σε χαμηλούς τόνους), πλήκτρα, θέρεμιν και διάφορα κρουστά στολίζουν ηχητικά το σκελετό των κομματιών.
Η Nalyssa δεν έχει σπουδάσει μουσική, αλλά γράφει τραγούδια γιατί νιώθει την ανάγκη να το κάνει. Η πηγαία αυτή έκφρασή είναι έκδηλη αν ρίξει κανείς μια ματιά στους στίχους, το μεγαλύτερο ίσως ατού του δίσκου. Ιδιαίτερα προσωπικοί και ειλικρινείς, ορισμένες φορές εικονοπλαστικοί, πάντα συναισθηματικοί, αλλά ποτέ υπερβολικοί, αποτελούν τον πιθανότερο λόγο για να δεθείς με τη συγκεκριμένη δουλειά. Τα όμορφα φωνητικά δένουν άψογα με το σύνολο και προσθέτουν αρκετά στο όλο αποτέλεσμα.
Αντίθετα, η μουσική μάλλον υστερεί και άρα στερεί από το δίσκο αρκετή από τη δυναμική που θα μπορούσε να έχει. Η αυθορμητισμός της έκφρασης (πιθανότατα σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες) οδήγησε σε μια εντελώς handmade παραγωγή, γνωστό δίκοπο μαχαίρι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα "αρχαία" μέσα ηχογράφησης (εκεί έγκειται το baroque;) και η αδιαφορία για την "επαγγελματική, πεπατημένη οδό", που επικαλείται η καλλιτέχνης, έχουν ως αποτέλεσμα έναν ήχο άδειο και άψυχο, που δυσκολεύεται να μεταδώσει στον ακροατή τα συναισθήματα που διαπραγματεύονται οι στίχοι.
Πέρα όμως από το ηχητικό ενδιαφέρον που θα είχε μια καλύτερη παραγωγή, οι συνθέσεις αυτές καθ' αυτές δεν καταφέρουν να ξεπεράσουν τα επίπεδα του "αξιοπρεπούς" (χωρίς βέβαια να πέφτουν ποτέ κάτω από αυτό). Δηλαδή, ναι μεν πρόκειται για τραγουδοποιία ώριμη και με την καλώς εννοούμενη απαραίτητη σοβαρότητα, αλλά πολλές από τις συνθέσεις είναι αδύναμες μελωδικά ή γίνονται μονότονες. Άλλες πάλι παραείναι απλοϊκές και σε συνδυασμό με τη λιτή ενορχήστρωση νιώθεις τελικά ότι κάτι λείπει.
Εξαιρέσεις, βέβαια, υπάρχουν, αν μη τι άλλο ο δίσκος έχει αξιόλογο υλικό. Το "Indagattah", για παράδειγμα, είναι ολοκληρωμένο και στρωτό κομμάτι, με κλιμάκωση και κορύφωση και με όμορφη μελωδία που μένει. Πολύ καλή μπαλάντα είναι και το "Thick Air" , απλό και ουσιαστικό και με κάτι το ελληνικό στον ήχο του. Από εκεί και πέρα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ιδιαίτερο "Let Them Eat Cake", με τις εναλλαγές των συγχορδιών.
Γενικά, το Barock πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια, με ορισμένες πολύ καλές στιγμές. Με τους στίχους ανά χείρας και με λίγη υπομονή έχει αρκετά να δώσει. Ωστόσο, δεδομένου ότι η έμπνευση, τα ερεθίσματα και η καλλιτεχνική φλέβα υπάρχουν, η Nalyssa Green σίγουρα μπορεί να πετύχει πολύ καλύτερα πράγματα αν βελτιώσει το μουσικό και τεχνικό κομμάτι μελλοντικά.
Rating : 6,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Σκέψου να έχεις κάτσει για καφέ, έξω να κάνει κρύο, να παραγγείλεις ένα γαλλικό καφέ για να απολαύσεις τα επόμενα 39(και κάτι) λεπτά από την ζωή σου και κατά την διάρκεια της κατανάλωσης του συγκεκριμένου αφεψήματος να αντιλαμβάνεσαι ότι έχει ένα άρωμα και μια γεύση όπου δεν μπορείς να προσδιορίσεις. Σ'αρέσει, αλλά έχει λίγο από φουντούκι ή μοιάζει με βανίλια, αν και δεν είσαι σίγουρος, μπορεί να είναι απλά αρωματικός ή όντως σου θυμίζει κάτι από καραμέλα. Σ'αρέσει όμως.
Οι "БIOTECH" έχουν λίγο απ'όλα μέσα, σαν *τα σουβλάκια "o Draminos", μας μπέρδεψαν γιατί μαζί με ένα ύφος alternative συγκροτήματος που έχουμε ακούσει έντονα τα τελευταία χρόνια στην εγχώρια αγγλόφωνη σκηνή ξαφνικά πετάγεται μια funky πινελιά στο μπάσο, κλασσικά ελληνικά παραδοσιακά κρουστά αλα τουμπερλέκια και κάπου στο ενδιάμεσο νομίζεις ότι ο Vangelis στο soundtrack του Blade Runner ξέμεινε από ιδέες κι έκλεψε το "Set the controls to the heart of the sun" των Pink Floyd, από μια άλλη διάσταση ενός δισκογραφικού multiverse, όπου οι ίδιοι ακούγονταν αλα Daft Punk. Όσο βαρύγδουπο και bizarre κι αν ακούγεται αυτό.
Τα καλά στοιχεία του άλμπουμ δεν σταματούν στον άκρατο αλλά με προσοχή πειραματισμό με μπλιμπλίκια, σύνθια, sound FX, samples και άλλα όμορφα καλούδια που συνοδεύουν τα «πραγματικά» μουσικά όργανα. Συνεχίζουν με αυτά που έχει να πει η Μαρία με τους έξυπνους, καθόλου προχειρογραμμένους, σχεδόν καυστικούς και απόλυτα ταιριαστούς με την μουσική στίχους, που στοχεύουν με έναν απλά εκρηκτικό κάποιες στιγμές τρόπο και πιο ήπιο κάποιες άλλες το lifestyle, το τρόπου που απλά ψοφολογάει ο ελάχιστα ενεργός (ή ότι έχει απομείνει) εγκέφαλος του μέσου Έλληνα.
So, tell me what you gonna be? Sex, cars n R'n'B?
Κάνοντας λοιπόν έναν τελικό απολογισμό, μπορώ με τόλμη να αναφέρω ότι ακούγοντας το συγκεκριμένο δισκάκι, ξανά και ξανά και ρουφώντας τα κομμάτια με σαδισμό ένα προς ένα, ότι όλα τους είναι above the average. Είτε σαν μουσική, είτε σαν στίχοι είτε πολύ απλά σαν μια πρώτη προσπάθεια. Αλλά, εεεεεε ψιτ, περιμένουμε και τους επόμενους δίσκους για να πειστούμε.
*P.S.: το αστειο είναι ότι στην Myspace (ψψψ τι θυμήθηκα τώρα) σελίδα των παιδιών, στα influences μαζί με τους Pink Floyd, Rage Against the Machine, και τους Massive Attack βάζουν τις κοτομπουκιές στο βρώμικο της Μιχαλακοπούλου, την Κίμολο, την Λίμνη Ευβοίας, το American History X και φυσικά τα σουβλάκια "o Draminos", όποιος κι αν είναι αυτός. No advertising was intended... really!
Listening to the new Бiotech album => Faith in humanity restored.
Rating : 7,5 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Η στροφή στον ήχο των Cyanna που σηματοδότησε το προηγούμενο τους άλμπουμ έχει πλέον ολοκληρωθεί και τώρα μπαίνουνε στην τελική ευθεία. Είναι πλέον «κανονική» μπάντα, έχουν συμπληρώσει τα απαραίτητα μέλη στα όργανα και δουλεύουν ολοκληρωμένα. Εδώ έχουμε τέσσερα καινούργια κομμάτια, με σκοπό να δοκιμάσουν έναν πιο οργανικό ήχο ως προέκταση του ‘end is near'. Τα ηλεκτρονικά στοιχεία και τα samples περάσαν στην άκρη και τα φυσικά όργανα βγήκαν στο προσκήνιο.
Κυριάρχη θέση στο ep κατέχει το I Am Cannibal. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα σκοτεινό κάντρυ κομμάτι και ακόμα ότι είναι επηρεασμενο από Doors, αλλά τί δουλειά έχει ο μπαγλαμάς (το μουσικό όργανο, ε?) μέσα; Οπως και να έχει το φάντασμα του Johnny Cash το στοιχειώνει φανερά και εδώ είναι που μεγαλουργούν. Τσαλακώνονται και δημιουργούν ένα μη εμπορικό τραγούδι, που έχει όμως τα φόντα να γίνει επιτυχία και που φαντάζομαι θα έχει σημαντική θέση στην ιστορία τους κάποια στιγμή στο μέλλον.
Τα υπόλοιπα τρία κομμάτια δείχνουν την ικανότητα τους να γράφουν όμορφα πιασάρικα pop-rock κομμάτια. Ξεχωρίζουν τα πλήκτρα του Nick καθώς και η μαντόλα που δίνει ένα ξεχωριστό ηχοχρώμα στο Τo Love Forever. Ο στακάτος pop ρυθμός του It Don't Matter το κάνει ιδανικό για συνεχόμενα repeat στο πρωινό ξύπνημα. Ε, σου φτιάχνει την διάθεση όπως και να το κάνουμε. Ολόκληρο το EP έχει μια αίσθηση Madrugada που πλανάται στην ατμόσφαιρα. Αξίζει για τέλος μια μνεία στην στιχουργική πλευρά. Χωρίς σοφιστικέ, βαρύ, δυσνόητο τρόπο, ατάκες in your face όπως λένε και οι φίλοι μας από το νησί, που έχουν την ικανότητα να σου τριγυρίζουν στο μυαλό συνεχώς. Ενα μπράβο εδώ στον Spyrea.
Chase the sun and gather speed you're the animal. Οι Cyanna μαζεύουν δυνάμεις και είναι έτοιμοι να τις ξαμολύσουν στην κανονική τους κυκλοφορία. Πλέον περιμένουμε με μεγάλες αξιώσεις και περισσότερες απαιτήσεις το επόμενο άλμπουμ τους. Αν όλα πάνε καλά κάπου στα τέλη του 2012 θα ξαναχτυπήσουν. Μέχρι τότε μεγαλώνουν το όνομά τους .Well done boyz.
PS: Στις 15 του μηνός παρουσιάζουν την δουλειά τους στο SIX dogs όπου στο εισιτήριο περιλαμβάνεται το εν λόγω EP σε βινύλιο και cd. Αξίζει να σημειώσουμε ότι είναι η πρώτη κυκλοφορία της μπάντας σε βινύλιο. Το ep έχει την δυνατότητα να το ακούσει κανείς στο official site των Cyanna.
Αποστόλης Ζώτος
Τρία χρόνια μας χωρίζουν από την στιγμή που ήρθε στην επιφάνεια το πρώτο άλμπουμ των Your Hand In Mine, το Every Night Dreams. Γραμμένο για να αποτελέσει το soundtrack για την βουβή ταινία του Mikio Naruse "Yogoto No Yume", η δισκογραφική εμφάνιση του Μάνου Μυλωνάκη και του Γιώργου Παπαδόπουλου ακούστηκε για πρώτη φορά live στο 48ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η κινηματογραφική αισθητική δεν απουσιάζει ούτε από τις εννέα συνθέσεις της νέας τους δουλειάς, του The Garden Novels, πλάθοντας σε κάθε ενορχήστρωση του, μυστικιστικά τοπία και φανταστικούς ήρωες. Συγκρίνοντας τα δύο άλμπουμ τους, είναι εμφανής μια δημιουργική εξέλιξη για την μπάντα. Αν στη πρωτόλεια δημιουργία τους, οι Your Hand In Mine επένδυσαν στις προυπάρχουσες εικόνες της ταινίας για να συνθέσουν την μουσική, αυτή την φορά οι ήχοι και οι μελωδίες τους γεννούν τις λέξεις και τις εικόνες, στήνοντας μια ταινία για κάθε ακροατή.
Στη νέα τους κυκλοφορία, vintage ήχοι, αναλογικά synth, και συνηθισμένα και ασυνήθιστα όργανα αναμιγνύονται με μια πλειάδα από γνωστές επιρροές και παλιές μνήμες. Από τον Χατζιδάκι μέχρι τον Tiersen, και από το μαντολίνο και το ακορντεόν μέχρι την βρετανική ύπαιθρο και την ελληνική εξοχή, οι συνθέσεις γεννούν κύματα λυρισμού και μελαγχολίας μαζί με συναισθήματα και εικόνες.
Παιδικές μνήμες ξεδιπλώνονται όσο προχωράει η ακρόαση. Από το εναρκτήριο Foreword και το Desert Flags (που ακούσαμε για πρώτη φορά στο Audiobook 4), οι εντάσεις κορυφώνονται όταν οι λέξεις αποκτούν αντήχηση στο ληθαργικό Nightly Drums, την μοναδική σύνθεση του άλμπουμ που γίνεται χρήση φωνητικών, για να πέσουν οι ρυθμοί με τα πιο φωτεινά The Tin Can Parade και Rosin, δίχως κάποια αξιοσημείωτη λυτρωτική έκρηξη ή εκτόνωση.
Η δεκτικότητα κάθε ακροατή καθορίζει και την αποδοχή του δίσκου. Οι πολυάσχολοι θα το προσπεράσουν, κάποιοι περαστικοί θα σταθούν με ενδιαφέρον και ορισμένοι θα αναζητήσουν σίγουρα στις συνθέσεις του The Garden Novels καταφύγιο από την πολύβουη καθημερινότητα.
Στην καθημερινότητα που ζούμε και βράζουμε σήμερα και απαξιώνουμε οικονομίες, πολιτισμούς και κοινωνίες με αδηφάγο ρυθμό, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς εγχώριο δίσκο με περισσότερο λυρισμό και μελωδικότητα. Με χειροποίητο ταλέντο και ανθρώπινες ερωτεύσιμες αδυναμίες.
Rating: 8 / 10
Βασίλης Παπαευσταθίου
Pages