RELEASE ATHENS 2016 - Day 4 [Sigur Ros, The Black Angels, DIIV] live @ Πλατεία Νερού - 13/06/2016
RELEASE ATHENS 2016 - Day 4 [Sigur Ros, The Black Angels, DIIV] live @ Πλατεία Νερού - 13/06/2016
Τέταρτη και ύστατη ημέρα για το Release Athens Festival, ένα νέο κύκλο συναυλιών στην πρωτεύουσα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σαν ένα ενδιαφέρον καλλιτεχνικό πείραμα που μακάρι να έχει συνέχεια. Σα διοργάνωση στέφτηκε με επιτυχία, από την άποψη ότι και οι τέσσερις ημέρες της διεξάχθηκαν κανονικά και χωρίς κανένα πρόβλημα, απ’ όσο τουλάχιστον υπέπεσε στην αντίληψή μας. Ο ήχος κρίθηκε γενικά ικανοποιητικός, ο χώρος είναι καταπληκτικός, όπως γνωρίζαμε κι από άλλες ανάλογες διοργανώσεις στην ίδια τοποθεσία, μακάρι ν’ αποδείχθηκε κι οικονομικά βιώσιμη ώστε να επαναληφθεί. Την ημέρα άνοιξαν οι Afformance, καταλαμβάνοντας την καταραμένη θέση του εναρκτήριου ονόματος της ημέρας, σε μία ώρα όμως που δυστυχώς, ελάχιστοι μπορούν να βρίσκονται στην ώρα τους να παρακολουθήσουν – κι εγώ δεν ήμουν ένας από αυτούς, έχουμε κι έναν επιούσιο να βγάλουμε… Ειλικρινά τώρα, δεν ξέρω αν έχει κάποιο νόημα να βγαίνει κάποιος στις 5 το απόγευμα και να παίζει μπροστά σε λιγοστούς θεατές, όταν ο καυτός απογευματινός ήλιος κάνει την εμπειρία ελαφρώς βασανιστική και για τις δύο πλευρές. Τους είχα δει βέβαια πέρυσι τέτοιες πάνω κάτω ημέρες στο Plissken Festival και πρόκειται για ένα γκρουπ που επεξεργάζεται μια σκληρότερη πλευρά του post rock, με κάποια metal στοιχεία κι έμφαση ασφαλώς στις κιθάρες.
Η συνέχεια ανήκε στον Theodore και ήμουν εκεί να τον δω για πρώτη φορά. Έχει κάνει πολλά πράγματα τα τελευταία χρόνια που ανεβάζουν το προφίλ του, κι ήρθε η ώρα να τσεκάρουμε αν η μουσική του δικαιολογεί το θόρυβο γύρω από το όνομά του (παρεμπιπτόντως, δεν πρόκειται κατά τα φαινόμενα για τον ίδιο Theodore που είχε κυκλοφορήσει το 2004 ένα άλμπουμ για λογαριασμό της εκλεκτικής Λονδρέζικης ετικέτας Lo Recordings με τίτλο A Summer She Has Never Been, A Winter She Fears. Το ξεκαθάρισα κι αυτό με την ευκαιρία). Είναι καλός, και σίγουρα έχει διάφορα ενδιαφέροντα στοιχεία στα τραγούδια του, απλά δεν ξέρω αν θα ήθελα να μιλήσω με ενθουσιασμό σχετικά με την ανακάλυψή μου για τη μουσική του. Δείχνει να έχει ξοδέψει πολύ κόπο και χρόνο να χτίσει ένα χαρακτήρα για λογαριασμό της, ο οποίος όμως εμένα προσωπικά μου διαφεύγει. Ποπ τραγούδια με ένα κάλυμμα έντεχνης ενορχήστρωσης και ροκ διαθέσεων, χωρίς να κάθονται καλά σε κανένα από τα δύο αυτά άκρα, κάτι που είναι ταυτόχρονα το προτέρημα και το δυστύχημά τους. Πέρασα καλά ακούγοντάς τον, δε νομίζω πάντως να μου έμεινε ισχυρή η εντύπωση από τα όσα είδα κάτω από έναν ήλιο που έδειχνε να μην αστειεύεται την ώρα εκείνη.
Οι πιτσιρικάδες DIIV που ακολούθησαν, αντίθετα, ξεκαθάρισαν εξ αρχής τις προθέσεις τους και το τι ακριβώς θέλουν να πετύχουν με τη δική τους μουσική. Ποπ πανκ χωρίς έλεος αλλά με αξιώσεις, αυτό παίζουν και το κάνουν καλά. Στη φούρια τους επάνω να ακουστούν σαρωτικοί, σε πιάνουν από το t-shirt και σε ταρακουνούν ώστε να μη μείνεις ακίνητος σε καμία στιγμή του σετ τους. Από τους δύο δίσκους τους γνωρίζαμε και είχαμε δεδομένο τον ανεβαστικό χαρακτήρα της μουσικής τους, κι αυτός επάνω στη σκηνή παίρνει bonus διαστάσεις κι ηχεί όπως ακριβώς θα έπρεπε από ένα σχήμα που απαρτίζεται από πιτσιρικάδες που παίζουν ποπ πανκ με άκρατη μελωδικότητα και τη χαρά της ζωής ένθετη στις νότες τους. Ψιλομουρλοκομεία μου έκαναν, και τι καλύτερο απ’ αυτό όντας δίπλα στη θάλασσα (άσχετο αν αυτό ήταν μόνο μέρος του θαυμάσιου σκηνικού και δεν προϋπέθετε απαραίτητα βουτιά μέσα στην αγκαλιά της) και με τη μπύρα να κάνει τις πρώτες της καταβάσεις στα διψασμένα λαρύγγια μας.
Δεν ξέρω αν ο κόσμος έδινε αληθινή προσοχή στα όσα συνέβαιναν επάνω στη σκηνή, είδα πολλούς να κάνουν βόλτες να βρουν τους φίλους τους ή να τους συναντούν και να λένε τα νέα τους, κι αυτό είναι ισοδύναμα υπέροχο: φτάνει κάπου με τον ψυχαναγκασμό του να πρέπει να κάνεις ησυχία στις συναυλίες! Κάποιες φορές δεν είναι ανάγκη να μετατρέπεται σε εκκλησία κάθε χώρος που ένα συγκρότημα παίζει τη μουσική του ζωντανά! Κάθε άλλο, για ροκ μουσική μιλάμε! Η συναυλία είναι μια βραδιά έξω, εντάσσεται στις εκδηλώσεις διασκέδασης και είναι, κατά την άποψή μου, το πρότυπο μιας τέτοιας, η τέλεια αφορμή να συμμετέχεις σε μια μουσική γιορτή παρέα με τους φίλους σου, ή ακόμη κι όσους έχεις καιρό να δεις, όταν εκεί τους βρίσκεις επιτέλους μετά από καιρό. Οι DIIV δεν είναι η πεμπτουσία της μουσικής έκφρασης, φαντάζομαι ότι το ξέρουν και οι ίδιοι, είναι όμως μια περίφημη μπάντα για να ακούς – είτε live είτε σε δίσκο – και να νοιώθεις χαρούμενος, είτε είσαι, είτε όχι. Εξ ου λοιπόν και το σετ τους λειτούργησε καταλυτικά για το υπόλοιπο της βραδιάς, ακόμη κι αν η τροπή της άλλαξε δύο ακόμη φορές προς άλλες κατευθύνσεις.
Οι Black Angels τώρα που ακολούθησαν, είναι περίπτωση ενός γκρουπ έρχεται να δει την πελατεία του, κι όχι απαραίτητα με την κακή έννοια! Όσο κι αν αγαπάς όμως (ή απλώς σου αρέσει) ένα συγκρότημα, δεν είναι κακό να κάνεις λίγο καιρό να το δεις, για να το επιθυμείς και να το απολαμβάνεις περισσότερο όταν έρχεται η στιγμή αυτή που το βλέπεις. Στην περίπτωσή τους, κάθε χρόνο έρχονται απαρέγκλιτα, και ίσως να μην αργήσει η ώρα που θα γίνουν ο Moby και οι Placebo μιας άλλης γενιάς. Δεν κατακρίνω την έλευσή τους, παρατηρώ μόνο. Δε μου έδωσαν και την αφορμή να το κάνω εξάλλου, μιας που η απόδοσή τους ήταν αναμενόμενα μεγαλειώδης. Το ξέραμε αυτό, τι είπαμε πιο πάνω; Κι όχι μονάχα αυτό, κάθε φορά που τους βλέπω μου φαίνονται και καλύτεροι! Στην εν λόγω βραδιά, είχαν κι ένα καταπληκτικό light show, που έδινε άλλες διαστάσεις στα κομμάτια τους. Από εκεί και πέρα, δεν είναι κανείς σε θέση νομίζω να πει ότι υπήρχε κάτι στη συνολική τους εικόνα που να πρόδιδε μια κούραση, μια μειωμένη απόδοση εκ μέρους τους. Ήταν όσο τέλειοι θα μπορούσαν, που σε ποσοτικά μεγέθη μεταφράζεται υπερβολικά για κάθε οπαδό τους, πολύ για κάθε αντικειμενικό παρατηρητή μιας ροκ συναυλίας.
Αλίμονο, ξέρουν πια πολύ καλά πώς να μετουσιώνουν σε ενέργεια τα υψηλής εκκένωσης ψυχεδελοπόπ τραγούδια τους και τίποτα δεν πηγαίνει λάθος, δεν λειτουργεί εναντίον τους. Η εμφάνισή τους ήταν ένα ταξίδι σε μια παράξενη χώρα, όπου τα χρώματα περίσσευαν και οι παραισθήσεις ήταν φυσικό επακόλουθο μιας ρουτίνας που τείνει να γίνει συνηθισμένη μα κρύβει πάντα τις δικές της εκπλήξεις, αναμενόμενες και ταυτόχρονα απόλυτα καλοδεχούμενες. Το ρεπερτόριο γνωστό και σταθερό, χτίζει απλά ένα οικείο φόντο όπου επάνω του προβάλλονται ανοίκειες συγκινήσεις. Άντε, και στην επόμενη! (Τέτοια κάνουν και μας τουμπάρουν πάντα οι μπαγάσηδες…). Με διάφορους περίεργους τρόπους, πολλά απ’ όσα αναφέραμε για να περιγράψουμε το live των Black Angels, ισχύουν μέχρι κεραίας και για το μεγάλο όνομα που ηγήθηκε της βραδιάς. Θα ήταν καλή ιδέα να ξεκινήσουμε από το light show, που είχε όλα τα φόντα να κλέψει την παράσταση, αν δεν ήταν τόσο δυνατά τα υπόλοιπα επιμέρους στοιχεία της συναυλίας.
Πραγματικά, είχαμε χρόνια να δούμε (αν είχαμε δει ποτέ και δεν θυμάμαι τώρα) ένα οπτικό μέρος τόσο εξελιγμένο τεχνολογικά, τόσο θεαματικό στην όραση και τόσο ταιριαστό στη μουσική όσο εκείνο που κουβαλούσαν μαζί τους οι Sigur Ros. Όχι ότι η μουσική τους δεν είναι ικανή από μόνη της να δημιουργεί εικόνες – πρόκειται για τους τελευταίους που θα μπορούσαμε να πούμε κάτι αντίστοιχο – αλλά κι αυτά που μας έδωσαν σα συνοδεία στο παίξιμό τους ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Βρεθήκαμε μέσα στα δάση, εν μέσω αδιευκρίνιστων νεφών, στον πυρήνα εκρήξεων, μετέωροι σε αόριστες ενώσεις από ψηφιακές γραμμές που σχηματοποιούσαν τελικά τα χέρια και τα όργανα των μουσικών, μεταφέροντάς μας ξανά στην αρχή και το τέλος των πάντων, που είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση η μουσική. Η μουσική, ε; Τι είχαν να παίξουν οι Sigur Ros που δεν το έπαιξαν; Πάρα πολλά, και τίποτα απολύτως άλλο. Με λίγα, θα έλεγες, έκαναν τόσα πολλά.
Αν θα θέλαμε να συμπυκνώσουμε σε μία λέξη όσα ζήσαμε εκείνο το βράδυ, θα ήταν «θαύματα». Πώς καταφέρνουν και ηχούν τόσο τεράστιοι, τόσο μεγαλειώδεις τρεις άνθρωποι επάνω στη σκηνή; Σιγά τώρα, ο Jonsi και οι λοιποί δύο (πια, έχουν μείνει τρίο εδώ και τρία και κάτι χρόνια, αν δεν παρακολουθείτε τέτοιου είδους εξελίξεις) το έχουν σπουδάσει το αντικείμενό τους και το διδάσκουν εδώ και χρόνια! Με ορισμένα προηχογραφημένα μέρη και πολλά πολλά εφέ, μπορούν να βγάλουν από τα ηχεία τέρατα, που έχουν πρώτα τιθασεύσει μέσω ήχων μαγ(ευτ)ικών και απόκοσμων. Ξέραμε καλά τι θ’ ακούσουμε εκείνο το βράδυ (έστω κι αν από σπόντα εννοούμε ότι το set list ήταν όμοιο σε σύνθεση και σειρά κομματιών μ’ αυτό που παίζουν παντού, με εξαίρεση τις φεστιβαλικές τους εμφανίσεις όπου ερμηνεύουν ένα κομμάτι λιγότερο), αλλά αυτό είχε τη μικρότερη σημασία. Το ίδιο ξέραμε ότι πολύ σύντομα, με το ξεκίνημα κιόλας, οι Ισλανδοί θα μας είχαν υπό την επήρρειά τους. Είχαμε τις αναμνήσεις από την προηγούμενή τους εμφάνιση στην πόλη, έντονες ακόμη κι ας έχουν περάσει 13 ολόκληρα χρόνια από τότε. Το σκηνικό στο Θέατρο Βράχων είχε τη δική του μαγική διάσταση, ενώ η συνοδεία τους από κουαρτέτο εγχόρδων, μας είχε τινάξει το μυαλό. Σήμερα, τώρα, μπόρεσαν να προκαλέσουν παρόμοιες συγκινήσεις (ή και μεγαλύτερες, ανάλογα ποιον ρωτάς…), με μικρότερο μα εξίσου πανίσχυρο σχήμα. Σαν να μην είχαν καμία διαφορά αυτές οι δύο βραδιές, ενώ είχαν τόσες πολλές τελικά…
Μία απ’ αυτές, σαν ένα αναπάντεχο δώρο, το γεγονός ότι ελάχιστα μετά το ξεκίνημα της συναυλίας, άρχισε να βρέχει. Δεν ξέρω πώς μπορεί να εξηγηθεί, αλλά ο κόσμος (που δεν κουνήθηκε από τη θέση του παρά το άβολο της κατάστασης) ένιωσε να βιώνει μια σχεδόν μεταφυσική εμπειρία κάτω από αυτές τις συνθήκες, που βέβαια τον οδήγησε επίσης στο να γράφει και υπερβολές στα κοινωνικά δίκτυα. Δεν ήρθαμε πιο κοντά στο ισλανδικό κλίμα με τον τρόπο αυτό, δεν ζήσαμε παρόμοιες κλιματολογικές καταστάσεις που να μας φέρνουν πιο κοντά στη μουσική τους, καλοκαίρι είχαμε (και έχουμε) κι αυτό δεν αλλάζει. Εν τω μεταξύ, το δοξάρι του Jonsi έπεφτε επάνω στις χορδές της κιθάρας με την αδυσώπητη βαρύτητα της βροχής, και ο οργανωμένος θόρυβος γέμιζε τον αέρα και την ψυχή με ομορφιά και γαλήνη. Ταυτόχρονα, η φωνή του, η γλώσσα του, αφαιρούσαν κάθε γήινη επαφή με το περιβάλλον γύρω μας, μας μετέφεραν σε μακρινές χώρες, ή σε τόπους που κρύβονται βαθιά μέσα μας. Κι όλα αυτά είναι που θα κρατήσουμε από εκείνη τη βραδιά, όσα βρήκαμε λέξεις να περιγράψουμε μα τελικά δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα ένοιωσε ο καθένας μας ξεχωριστά και κράτησε για τον εαυτό του, μαζί με την ευχή να μπορέσουμε να ζήσουμε σύντομα μια ανάλογη εμπειρία, μολονότι σίγουρα δε θα συγκρίνεται μ’ αυτό που ονομάζεται «συναυλία των Sigur Ros».
Μάνος Μπούρας
Photos: Μιχάλης Λαζαρίδης