Πέρασαν 5 χρόνια από το πιο αργό και πιο minimal στους ρυθμούς, ‘Noir Magnetique’ ενώ οι ζωντανές εμφανίσεις τους σταμάτησαν χωρίς προειδοποίηση. Αναμενόμενο? Ίσως. Θεμιτό? Όχι και τόσο. Θα περίμενε κανείς μεγαλειώδη live από πλευράς setlist από ένα συγκρότημα με ιστορία 35 χρόνων. Δυστυχώς τα πράγματα δε λειτουργούν έτσι…
Σηματοδοτώντας την αρχή τους το 1977 με την κυκλοφορία κασετών σε άκρως πειραματική διάθεση οι Die Form υπέγραφαν ένα αποτέλεσμα περισσότερο αφηγηματικό παρά μουσικό. Στοιχεία που ακούμε αργότερα στους Haus Arafna αλλά και σε συγκροτήματα όπως οι Bakterielle Infektion, είναι ήδη παρόντα στις πρώτες ομώνυμες κασέτες τους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι Die Form μας παρουσίασαν το μουσικό πρόσωπο που θα κυριαρχούσε ως ένα βαθμό τα επόμενα χρόνια, με το άλμπουμ ‘Some Experiences with Shock’. Κομμάτια όπως τα ‘Heart of the Monster’, ‘Masochist’, ‘Savage Logic’, ‘Hidden Cage’ και ‘Autolyse’ άφησαν πολύ δυνατό αποτύπωμα παρότι γράφτηκαν σε μια περίοδο που σε γενικές γραμμές ο ηλεκτρονικός πειραματισμός ήταν μια διευρυμένη τάση, τουλάχιστον στην εναλλακτική μουσική. Το κομμάτι ‘Red Action’ έδωσε μια επιπλέον και διαφορετική μορφή στην πειραματική διάθεση των Die Form που ως τότε παρέμενε μάλλον ακατέργαστη και χωρίς φωνητικά. Αργότερα το ‘Es Lebe der Tod’ με τα κομμάτια ‘Psychotrope’ και ‘Tote Kinder Aus Deutschland’ αλλά και το μεταγενέστερο ‘Little Boy’ ‘έβαψαν’ οριστικά και σχεδόν αμετάκλητα τη μουσική των Die Form με τα πιο σκοτεινά χρώματα ενώ αποκρυστάλλωσαν τα στοιχεία που τους έκαναν αναγνωρίσιμους από τότε και στο εξής. Ακόμα και τα πιο εμπορικά κομμάτια τους που πάντα ήταν ενταγμένα στις τάσεις της εκάστοτε δεκαετίας ( ‘Strangulation’, ‘Slow Love’, ‘Metaphase’) έφεραν την προσωπική σφραγίδα της μπάντας με τη δυνατότητά τους να συνδυάζουν πειραματισμό, μινιμαλισμό και μια επικίνδυνα δυσάρεστη, δυστοπική ατμόσφαιρα με τα φωνητικά, η οποία ήταν σχεδόν εθιστική και διαμόρφωσε το κοινό τους παραμένοντας έξω από τις εμπορικές τάσεις.
Το ‘Rayon X’ και τα σημεία αναφοράς του
Το EP ‘Schaulust’ έδωσε το δείγμα γραφής του άλμπουμ ‘Rayon X’ που ακολούθησε και μάλλον έπρεπε να σταματήσει εκεί η δημιουργικότητα των Die Form καθότι δεν πρόσφεραν τελικά κάτι παραπάνω.
Το ‘Rayon X’ αποδεικνύει την ύπαρξη δυο τάσεων τη μια εκ των οποίων εκφράζει ο Philippe με κομμάτια λίγο πιο αργά σε ρυθμούς και πιο μινιμαλιστικά σε χαρακτήρα, πανομοιότυπα όμως μεταξύ τους, στα οποία κυριαρχούν τα φωνητικά του (π.χ. ‘Bipolarity’, ‘Perpetual Motion( Perpetuum Mobile)’, ‘Amnesia(Amnesium)’, ‘ Neo Fiction’,) και την άλλη η Éliane με τα ‘In the Void of Hell’, ‘Iron Cross’, ‘Schaulust(Scopic Pulsion)’. Στο άλμπουμ εναλλάσσονται κομμάτια αυτών των δυο στυλ ενώ το παλιότερο σκοτεινό παρελθόν διαφαίνεται μόνο στο ‘Black Leather Gloves ’ στην εισαγωγή του ‘Iron Cross’ (για 45") και στο ‘Mon Amour 2’. Κατά τα άλλα, το ‘Rebirth/ReDeath (Ich Bin Tot)’ είναι ένα τυπικό ebm/industrial κομμάτι ο ρυθμός του οποίου είναι χιλιοακουσμένος και προσωπικά δε μου προκαλεί κανένα ενδιαφέρον. Το ‘Iron Cross’ έχει σχεδόν εκνευριστικό επαναλαμβανόμενο beat και κανένα ενδιαφέρον, το ‘Politik’ μοιάζει με το industrial remix του παλιότερου ‘Double Life’ και τo‘Mecanomania(c)’ μοιάζει με την pop εκδοχή του ‘Savage Logic’. Η ομοιότητα των beats των ‘Zoanthropia’, ‘Neo Fiction’ με τα beats future pop κομματιών είναι φανερή, παρότι τα φωνητικά της Éliane P. στα γαλλικά, επιδιώκουν να θολώσουν αυτή την ομοιότητα. Τo ‘In The Void of Hell’ παρότι η εισαγωγή ξεγελάει τελικά μοιάζει με το ‘Iron Cross’ ενώ έχει καταπληκτική ομοιότητα με τo παλιότερo ‘Double Life’ σα να είναι το remix του. Η γενική εντύπωση που αφήνει το άλμπουμ είναι αυτή ενός συνόλου από remixes του ίδιου κομματιού. Κουράζει επιπλέον το γεγονός ότι σε κανένα σημείο αυτού του άλμπουμ οι ρυθμοί δεν αλλάζουν χαρακτήρα ούτε χαμηλώνουν. Έτσι δυσκολεύεται κανείς να συγκρατήσει κάποιο κομμάτι όπως και την ουσία αυτής της δουλειάς. Η αλληλουχία των electro/industrial ήχων θα ήταν κατά τα άλλα εντελώς αδιάφορη αν δεν υπήρχαν τα οπερετικά φωνητικά της Éliane P. και η αντίθεσή τους με τη φωνή του Philippe. Αν αυτό το άλμπουμ δεν υπογραφόταν από τους Die Form, προσωπικά θα το είχα απορρίψει πολύ νωρίτερα.
Οι Die Form εγκαταλείπουν τον εαυτό τους…?
Οι Die Form, ένα συγκρότημα με 35 χρόνια ιστορίας στη μουσική και γι’αυτό έχει πολλά και πολύ ισχυρά σημεία αναφοράς. Έχοντας κυκλοφορήσει τόσο αυθύπαρκτα άλμπουμ με καταπληκτική σκοτεινή και δυστοπική ατμόσφαιρα όπως τα ‘Fetish’, ‘Poupée Mécanique’ ,‘ Suspiria de Profundis‘, ‘Ad Infinitum’, ‘InHuman’ και κομμάτια που ακόμα προκαλούν ρίγη πολλαπλής φύσης όπως τα ‘Masochist’, ‘Savage Logic’, ‘Hidden Cage’, ‘Todes Kinder’, ‘Silent Order’, ‘Deep Skin’, ‘Bite of God’, ‘Doctor X’, ‘Cantique’, δε μπορεί κανείς να θεωρήσει πως όλα ήταν απλά μέρη μιας φάσης της μπάντας. Το ‘Rayon X’ δε μου άρεσε γιατί βασίστηκε στο πιο ‘εμπορικό’ και ανέμπνευστο κομμάτι ενός μονοπατιού το οποίο έχει εξαντλήσει το ενδιαφέρον του εδώ και αρκετά χρόνια. Επιπλέον το άλμπουμ περιλαμβάνει κομμάτια που μοιάζουν υπερβολικά μεταξύ τους!
Διαπιστώνω πως τα παλιότερα ‘Savage Logic’ και ‘Masochist’ μάλλον ήταν οι κυρίαρχες πηγές έμπνευσης για το ‘Rayon X’, το αποτέλεσμα όμως είναι ποιοτικά υποδεέστερο. Το πειραματικό στοιχείο εκμηδενίζεται ενώ ως τάση φαίνεται να υποχωρεί στο συγκρότημα τελευταία και η μανία του συγκροτήματος με το φετιχισμό και το θάνατο (φανερή στα booklets αλλά και στους τίτλους των κομματιών) έχει ξεχαστεί.
Η έλλειψη έμπνευσης είναι εμφανής ακόμα και στο artwork του άλμπουμ το οποίο ακόμα και στην limited box εκδοχή του περιορίζεται σε μια απλούστατη συσκευασία που απέχει έτη φωτός από την αισθητική και ποιοτική αξία των άλμπουμ του παρελθόντος. Ενδεχομένως το φτηνό βαμμένο μαύρο ξύλινο κουτί που περιέχει μόνο το διπλό cd και τίποτ’ άλλο, να είναι κάποιου είδους υπενθύμιση μιας σκληρής και θλιβερής πραγματικότητας που περιμένει όλους μας στο μέλλον, παρ’ όλ’ αυτά, συγκριτικά με όσα έχουν κάνει οι Die Form στο παρελθόν είναι πολύ ‘λίγη’ αυτή η παρουσίαση. Το εξώφυλλο, αμέσως παραπέμπει σε μια πιο διακοσμημένη εκδοχή του εξωφύλλου του ‘Random Access Memories’ των Daft Punk, ομοιότητα ιδιαιτέρως παράδοξη αν λάβει κανείς υπ’ όψη του ότι τα άλμπουμ των Die Form σόκαραν αισθητικά σχεδόν πάντα ακόμα και τους πιστούς ακολούθους τους. Δε θα μπορούσαν με κανένα τρόπο τα κομμάτια του ‘Rayon X’ να βρίσκονται στο ‘Poupée Mécanique’ που έχει τόσο σκοτεινό εξώφυλλο.
Ακούγεται συχνά πλέον το επιχείρημα ότι τα παλιά συγκροτήματα ‘αναγκάζονται’ να κάνουν εκπτώσεις στο στυλ τους ή να γίνουν πιο εμπορικά όταν θέλουν να παραμείνουν στη δισκογραφία, προκειμένου να εξασφαλίσουν καλές πωλήσεις. Μοιάζει σχεδόν ηττοπαθής η επιθυμία απεύθυνσης στο έτοιμο εμπορικό νεανικό κοινό της electro industrial σκηνής το οποίο έχει συνηθίσει να χορεύει μια ‘εύπεπτη’ μουσική στα clubs. Προσωπικά ήδη έχω απορρίψει αυτό το άλμπουμ και περιμένω καρτερικά το επόμενό τους ακούγοντας όλη τη δουλειά τους μέχρι το 2004…
5/10
Νάντια Σαββοπούλου
Είναι εύλογη η απορία μόνο και μόνο από την είδηση ότι οι Echo & The Bunnymen κυκλοφορούν νέο άλμπουμ. Τι έχουν να μας πουν εν έτει 2014 οι εκφραστές μιας ολόκληρης γενιάς της δεκαετίας του ’80? Τι θα ωφελήσει ένα ακόμα άλμπουμ στην πλούσια δισκογραφία τους? Για πολλούς η ιστορία τους τελείωσε με τα πέντε πρώτα άλμπουμς που βγήκαν στα eighties και δικαίως. Τότε είναι που το συγκρότημα από το Λίβερπουλ κατάφερε με το προσωπικό του στυλ να καθιερωθεί. Ένα στυλ που δύσκολα μπορούσε να αντιγραφεί κάνοντας τους να ηχούν μοναδικοί. Η συνέχεια της πορείας τους μπορεί να μην ήταν ανάλογη, αλλά είχε τις καλές στιγμές της. Μερικοί συμπαθητικοί δίσκοι που κατάφεραν να κρατήσουν το όνομα τους στην επιφάνεια και αρκετές καλές συναυλίες που έδωσαν την ευκαιρία σε πολύ κόσμο να τους δει ζωντανά.
Εδώ λοιπόν στο "Meteorites" οι Ian McCulloch και Will Sergeant (τα μόνα εναπομείναντα original μέλη) μαζί με τoν παραγωγό Youth μας παρουσιάζουν δέκα νέες συνθέσεις. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνει ο Youth αλλά αποδεικνύεται ένας πολύ ταλαντούχος παραγωγός. Έχει την ικανότητα να βγάζει τον καλύτερο εαυτό από τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζεται. Το είδαμε και πρόσφατα με το "Lion" όπου επανέφερε τον Peter Murphy στο προσκήνιο με δυναμικό τρόπο. Στους Bunnymen βλέπουμε την συνεργασία αυτή να καρποφορεί και εδώ θετικά. Ο νέος δίσκος ηχεί με μια αξιοπρόσεχτη ζωντάνια και γενικά αποτελεί ένα όμορφο σύνολο συνθέσεων. Από το μεγαλοπρεπές και γεμάτο λυρισμό ομώνυμο κομμάτι που ανοίγει το δίσκο και τα παρόμοια σε ύφος "Burn It Down" και "New Horizons" βλέπουμε ότι το γκρουπ ξαναβρίσκει κάτι λίγο από την παλιά του αίγλη. Ενώ με τα "Holy Moses", "Is This A Breakdown? ", το σινγκλ "Lovers On The Run", "Explosions" και "Market Town" αποδεικνύουν με πόση ευκολία μπορούν και γράφουν κομμάτια με πιασάρικο ύφος. Εύπεπτα μεν, αλλά καθόλου σαχλά δε. Το τραγούδι που ξεχωρίζει κατά την γνώμη μου είναι το "Constantinople". Έχει έναν πηγαίο δυναμισμό και μάλιστα οι Bunnymen έχουν μεταφέρει με μαεστρία τον κατάλληλο μυστικισμό και την μαγεία που αποπνέει η Πόλη. Με τον Ian να ερμηνεύει με έναν μεθυστικό και υπνωτιστικό τρόπο και τον Will να κάνει αυτό που κάνει πάντα καλύτερα, να βγάζει εξωτικούς ήχους πάσης φύσης με την κιθάρα του. Δεν λείπουν βέβαια και οι αδύναμες στιγμές, που στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως είναι πολύ λίγες και θα εστίαζα περισσότερο στο άχρωμο "Grapes Upon The Vine".
Γενικά, ο Ian McCulloch τραγουδά με την χαρακτηριστική του φωνή χωρίς καμία σχεδόν παραλλαγή. Αρκετές φορές επιτρέπει να βγει η περσόνα του παλιού ρόκερ με τα ανάλογα σημάδια καταχρήσεων στα τραγούδια, αλλά χωρίς να χαλάει το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα. Μπορεί ο Ian να έχει αναπαυθεί στις δάφνες του και να κουβαλά πάντα τον απαιτούμενο ναρκισσισμό στο πλευρό του, όμως παρά τα όποια ψεγάδια της ωρίμανσης της φωνής του, παραμένει πάντα εκφραστικός. Από την άλλη ο Will Sergeant ντύνει τα κομμάτια με τον ποικιλόμορφο τρόπο του στις κιθάρες, γεμάτες με ψυχεδελικές πινελιές και ανατολίτικα ριφ.
Το Meteorites είναι ένας δίσκος που κατά την γνώμη μου έχει κάτι ανάμεσα στην λυρικότητα των πρώτων τους δουλειών αλλά και τον ηλεκτρισμό της εποχής των Eletrafixion. Μια επιστροφή στην ουσία του ήχου των παλιών καλών Bunnymen σε σύγκριση με το προηγούμενο τους άλμπουμ "The Fountain" που μπορεί να ήταν ηχητικά καλογυαλισμένο, αλλά μας άφησε αδιάφορους. Πιθανότατα αυτός ο δίσκος δεν θα αυξήσει τους οπαδούς τους. Δεν ξέρω καν αν θα τραβήξουν την προσοχή του ίδιου τους του fanbase. Το σίγουρο είναι ότι όποιος το ακούσει θα μείνει ικανοποιημένος μιας και η ακρόαση του είναι ευχάριστη. Αν και με τέτοια ιστορικά γκρουπ, που δεν πρέπει να έχουν το ακαταλόγιστο, η κριτική πρέπει να είναι αυστηρή, θα έλεγα ότι οι Echo & the Bunnymen του σήμερα στέκονται τουλάχιστον αξιοπρεπείς. Αν τη διαφορά αυτή τη φορά την έκανε η έμπνευση τους ή το μαγικό χεράκι του Youth λίγο μας απασχολεί. Το αποτέλεσμα έχει σημασία, και σε γενικές γραμμές το πρόσημο των κουνελάνθρωπων είναι φέτος θετικό.
Rating: 6,8 / 10
Νίκος Δρίβας