Τους είδαμε για πρώτη φορά το 2011 στην σκηνή του After Dark, μας κέντρισαν το ενδιαφέρον όταν έπαιξαν support στους Dirty Beaches –όπου και οριακά απέσπασαν πιο ενθουσιώδη σχόλια από τους headliners, και έκτοτε δόθηκε η ευκαιρία να πειραματιστούμε αμφότερα με τον καινούριο ήχο και να αλληλεπιδράσουμε στα live των Disappears, Moon Duo και Black Angels. Την ίδια χρονιά με την πρώτη τους live εμφάνιση, κυκλοφορεί και το πρώτο δείγμα δουλειάς τους –ακόμη εκτός studio, με την μορφή κασέτας αλλά και με το γνωστό πλέον digital EP, Fake Friends στο soundcloud.
Ο λόγος για τους A Victim of Society, όπου και ξεκίνησαν σαν one man band αλλά αρχικά για τις ανάγκες των live, και έκτοτε με διαφορετικό προσανατολισμό ως προς τις παραγωγές τους κατέληξαν δύο, κυκλοφόρησαν μετά από τρία χρόνια απουσίας το πρώτο τους LP, εν ονόματι “Distractions” από την Inner Ear. Ηχογραφημένο στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, υπό την επιμέλεια του Νίκου Τριανταφύλλου, στο στούντιο Sonic Playground και με mastering από τον Jamal Ruhe στο West West Side Music Studio στη Νέα Υόρκη.
Το ντουέτο από την Αθήνα (aka Βαγγέλης Μακρής & Φώτης Ντούσκας), παλιοί γνώριμοι από την μπάντα Daylight Robbery, δεν θέλουν να τους ρωτάνε αν θα προστεθεί και drummer στους AVOS, και ξεκίνησαν σαν άλλη μία lo-fi μπάντα καθώς η πρώτη ηχογράφηση έγινε σε σπίτι και για μικρόφωνο χρησιμοποίησαν ένα τροποποιημένο τηλέφωνο. Όταν άκουσαν τα distorted vocals αποφάσισαν πως αυτό ήταν με το οποίο ήθελαν να συνοδέψουν τις φασαριόζικες μελωδίες τους.
Το «Distractions» όμως εκτός από ένα άλμπουμ αφετηρίας είναι και ο λόγος που μπήκαν για πρώτη φορά στο studio, μία διαδικασία που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο για το ηχητικό τους αποτέλεσμα. Δεν άλλαξαν μουσική πορεία, ούτε και τις βασικές τους κατευθυντήριες, όμως στουντιακά εξερεύνησαν τις δυνατότητες τους, αυτήν την φορά από άλλο πρίσμα. Απόδειξη των παραπάνω το «Jane’s insane», τέταρτο και πλέον ώριμο κομμάτι του δίσκου με πηγαία dark διαθέσεις και άψογο «χτίσιμο».
Το album ξεκινά με το «Unfair», τον υπόκωφο βόμβο του και το επαναλαμβανόμενο, σχεδόν κλειστοφοβικό μοτίβο. Μία δίνη που καθιστά σαφές το ύφος και τις προθέσεις της μπάντας. Επιρροές από Spacemen 3 και Suicide (funny thing is πως τους τελευταίους τους άκουσαν αφού είχε γίνει το release ισχυρίζονται) μας οδηγούν στο Enough Said με συγκρατημένες και to the point αυτή την φορά τις άλλοτε fuzzy κιθάρες, και με τα αλλοιωμένα φωνητικά σε πρωταρχικό ρόλο. Είναι ουσιαστικά η πρώτη νύξη για την post-urban κουλτούρα που φέρει το «Distractions», κάτι μεταξύ post-punk, ψυχεδέλειας και soundtrack για αιματηρές σκηνές. Ακριβώς σε αυτό το σημείο, έρχεται το «Once Again» να ανεβάσει ρυθμούς, με rhythm sections σαφώς πιο πολυδιάστατα και όρεξη για λίγο περισσότερο groove.
Μετά το κινηματογραφικό creepy trip του «Jane’s Insane» και τις ατμοσφαιρικές, στιβαρές λούπες, σε ίδιο μοτίβο ακολουθεί και το «Certain Sense» πλην με πιο προηγμένα φωνητικά και λίγο πιο γρήγορο ρυθμό. Αν όμως κάπου στον δίσκο ακούμε garage είναι σίγουρα στο «Torley Health», με θορυβώδη μελωδία, άγχος, ένταση, όλα μαζί σε έναν experimental, δυνατό ήχο. Εκρηκτικό και θυμωμένο θα ακολουθήσει το «Sweet Girl», με ψυχωτικό κιθαριστικό ήχο και προφανή επιθετικότητα, μόνο και μόνο μάλλον ώστε η αρχή του τελευταίου κομματιού «Choices» να αποφορτίσει την ένταση, να δώσει το χρόνο για δύο ανάσες, και να οδηγήσει πανηγυρικά στην κορύφωση. Βαβούρα, punk, ψυχεδέλεια, ένα κάποιου είδους συγκρατημένο χάος και rock ‘n’ roll, όπως θα ΄πρεπε να είναι κάθε ξέσπασμα πρώτου ολοκληρώμενου album, καινούριου πλην πολλά υποσχόμενου συγκροτήματος.
Συνολικά, οι A Victim of Society με την δουλειά εντός στούντιο, διατήρησαν μεν ίδιο ήχο, απομακρύνθηκαν όμως από τα ακραία lo-fi φωνητικά και δημιουργώντας έναν πιο καθαρό ήχο, που παραμένει όμως αλλοιωμένος και σχετικά ζοφερός, με το «Distractions» και παρουσία που γέμιζε την σκηνή στα live τους, έχουν σίγουρα πετύχει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και ιδιάζoν πρώτο βήμα.
Μαργαρίτα Χωματιανού
Η μουσική, όπως και όλες οι τέχνες (υποθέτω) αντλεί τη μαγεία της από το γεγονός ότι δε μπορεί να μπει σε καλούπια ούτε να εκφραστεί με μοντέλα που βασίζονται στη λογική. Δεκτόν. Δε χρειάζονται περίπλοκες αναλύσεις για να εξηγήσεις τη συγκίνηση που σου προκαλεί το αγαπημένο σου άλμπουμ: Απλά στην προκαλεί και αν έχει κανείς αντιρρήσεις τα μπογαλάκια του και σε άλλη γειτονιά. Επειδή ωστόσο στο postwave μας αρέσει να πηγαίνουμε κόντρα στο ρεύμα, θα επιχειρήσουμε αμέσως τώρα, ψυχαναγκαστικά και οπωσδήποτε με μια γερή δόση αυθαιρεσίας, να ορίσουμε τον δεκάλογο ενός καλού δίσκου:
1.Υφολογική συνέπεια: Το σωστό άλμπουμ δεν πρέπει να φαντάζει ως συρραφή ετερόκλητων κομματιών αλλά να αποτελείται από συνθέσεις που έχουν ομοιογένεια, ηχητική συγγένεια και αβίαστη εναλλαγή.
2.Ιδιαίτερη ταυτότητα: Το να αντιγράψεις πετυχημένες συνταγές καλλιτεχνών γνωστής αξίας μπορεί να δώσει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, όμως η πραγματική αξία βρίσκεται στην πρωτοτυπία, την υιοθέτηση νέων ιδεών και τη δημιουργία ενός έργου προσωπικού που σε χαρακτηρίζει ως συγκρότημα.
3.Ευελιξία: Τα μουσικά ιδώματα - ταμπέλες δεν πρέπει να λειτουργούν ως φραγμοί. Το συγκρότημα που σέβεται τον εαυτό του θα καταφέρει να συγκεράσει όλες τις μουσικές επιρροές του, από shoegaze, post-rock μέχρι και 70's ψυχεδέλεια και Χατζηδάκι, που λέει ο λόγος.
4.Η μελαγχολία δε συνεπάγεται κατ' ανάγκη και βαρεμάρα: Ακόμα και οι πιο αργές συνθέσεις δικαιούνται να έχουν βάθος, χρώμα και εναλλαγές. Και να σου αποκαλύπτουν ένα νέο επίπεδο με κάθε ακρόαση. Εκεί βρίσκεται και η ομορφιά τους.
5.Ούτε η νοσταλγική διάθεση συνεπάγεται ότι ο δίσκος είναι και παλιομοδίτικος. Δεν είναι δυνατόν να απαιτούμε από κάθε κυκλοφορία να αλλάξει τον τρόπο που ακούμε τη μουσική. Όσο χρειαζόμαστε τους δίσκους - ορόσημα, άλλο τόσο θέλουμε και κυκλοφορίες που να μας θυμίζουν τι αγαπάμε στη μουσική με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο. Και δεν πρέπει αυτή η προσέγγιση να χαρακτηρίζεται ελαφρά τη καρδία ως ανακύκλωση, γιατί μπορεί να γίνεται με τέτοιο μεράκι και ταλέντο που να είναι όσο φρέσκια χρειάζεται.
6.Ερασιτεχνική δουλειά δε σημαίνει κατ' ανάγκη και προχειρότητα. Ακόμα και αν το στούντιο βρίσκεται στο δωμάτιό του, ο καλλιτέχνης που έχει όραμα θα βγάλει αποτέλεσμα ανώτερο από συναδέλφους του που μπορεί να διαθέτουν πολλαπλάσια μέσα.
7.Η εσωστρέφεια είναι συνήθως κακός σύμβουλος. Το ότι ανήκεις (και άρα απευθύνεσαι) σε μία μικρή αγορά δεν αποτελεί άλλοθι για οποιουδήποτε είδους προχειρότητες και παραλείψεις.
8.Η μουσική εξέλιξη ενός συγκροτήματος πρέπει να αποτελεί βασικό στοιχείο της ταυτότητάς του, ακόμα και αν το συγκρότημα έχει παραδώσει δύο μόλις κυκλοφορίες.
9.Εξίσου βασικό στοιχείο είναι η σεμνότητα και οι χαμηλοί τόνοι. Έχουμε κουραστεί από "καλλιτέχνες" με συμπεριφορά χιλίων καρδιναλίων και φουσκωμένα μυαλά που καταλήγουν να διαγράφουν πορεία πυροτεχνήματος.
10.Και ναι, θα το πω και αυτό: Η ποιότητα ενός δίσκου μπορεί να φανεί παντού. Ακόμα και στο εξώφυλλό του.
Προφανώς καταλάβατε ότι ο παραπάνω "δεκάλογος" μόνο τυχαίος δεν ήταν. Το Mets των No Clear Mind είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εγχώριες κυκλοφορίες που έχω ακούσει ποτέ και αποτελεί από κάθε άποψη έναν άρτιο, ολοκληρωμένο δίσκο που δε χορταίνεις να επαναλαμβάνεις κάθε ώρα της ημέρας. Συγκεντρώνει τις επιρροές του με κομψότητα και χάρη, περιέχει μία πληθώρα ολοκληρωμένων ιδεών και δεν αφήνει ούτε στιγμή τον ακροατή ξεκρέμαστο. Είναι πάντα όμορφο όταν με τόσο απλά υλικά κατορθώσεις να φτιάξεις μία ωραία συνταγή. Οι No Clear Mind αποτελούν μία δυνατή προσθήκη στο πολύ καλό ρόστερ της Inner Ear και ελπίζουμε να μας φιλοδωρήσουν και μελλοντικά με εξίσου ποιοτικές κυκλοφορίες.
Rating: 8 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Το "Lappuggla" είναι αναμφισβήτητα μία μοναδική κυκλοφορία, όχι μόνο για τα εγχώρια δεδομένα. Μας παρουσιάστηκε το περασμένο φθινόπωρο, αθόρυβα, χωρίς πολλά και μεγαλεπήβολα, παρά μόνο με ένα live presentation και μας μάγεψε από την πρώτη κιόλας ακρόαση. Το γεγονός μάλιστα ότι ένα σχετικά «δύσκολο» άλμπουμ, ψηφίστηκε στην 2η θέση των polls του Postwave.gr ενισχύει ακόμα περισσότερο την αξία του.
Η Lappuggla, το "Φάντασμα του Βορρά", ένα είδος κουκουβάγιας του Βόρειου Ημισφαίριου, δεσπόζει σε όλο το άλμπουμ, δίνοντας αμέσως το στίγμα του δίσκου και μεταδίδοντας μια Σκανδιναβική πνοή. Η Etten μας είχε προετοιμάσει άλλωστε για κάτι τέτοιο με το "Northern Lights" από τον πρώτο της δίσκο "I Know You're Behind Me But I'm Not Scared". Η όλη ατμόσφαιρα ενισχύεται σημαντικά και από την επιμελημένη χάρτινη συσκευασία - βιβλίο, το εξώφυλλο του οποίου κοσμεί το πρωτότυπο έργο της ζωγράφου Ελένης Γλύνη. Στολισμένο με συναφή εικονίδια, σύμβολα αλλά και τους στίχους γραμμένους με στυλ που παραπέμπει σε αρχαίους βόρειους λαούς.
Τρία χρόνια μετά το πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο της, στο οποίο έμπλεκε ιδανικά την electronica με το προσωπικό της όραμα, η Etten (Ελένη Τζαβάρα) μοιάζει να έχει τελειοποιήσει το στυλ της ξεφεύγοντας από γνώριμα είδη και ταμπέλες. Ωριμάζοντας πλέον και συνθετικά (το ερμηνευτικό μέρος έτσι κι αλλιώς το είχε εδώ και χρόνια) και δαμάζοντας τις επιρροές της το αποτέλεσμα φαντάζει τελείως πρωτότυπο και ιδιαίτερο. Μουσικά, θεματικά, εικαστικά, εμπνέει μια αυθεντικότητα που δύσκολα βρίσκεις τη σήμερον ημέρα. Η Etten από παλιά έχει αποδείξει ότι κατέχει δυνατή και εκφραστική προσωπικότητα σε πολλά επίπεδα και με πολλαπλές διεξόδους, μουσικές και μη. Δείχνει προσηλωμένη στο έργο της και αυτό διαγράφεται στη μουσική της.
Στο "Lappuggla", θέλοντας να εισαγάγει όργανα όπως το σαντούρι, η άρπα, το hang drum, ο συνεργάτης της, Coti K. κατασκεύασε δύο νέα μουσικά όργανα το «Διαπαντός» και το «Διαμέσον», που εντάσσονται στην οικογένεια των σαντουριών και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις ηχογραφήσεις του δίσκου. Το ηλεκτρονικό στοιχείο παραμερίζεται κατά κάποιον τρόπο, αφήνοντας τα ακουστικά όργανα αλλά και την ερμηνεία της να έχουν τον καταλυτικό ρόλο.
Μέσα από τις έντεκα συνθέσεις του άλμπουμ η Etten εξιστορεί μικρές ιστορίες, με ένα ενιαίο concept για τον σεβασμό στη φύση, τη μητέρα Γη, την ανάγκη απεγκλωβισμού από το βιομηχανοποιημένο κόσμο που ζει σε βάρος του περιβάλλοντος και των ζώων. Από το πρώτο κιόλας κομμάτι, με τον σχεδόν tribal ρυθμό, μας εισάγει στον κόσμο της και ξυπνά πρωτόγονα ένστικτα. Είναι απίστευτο πώς πετυχαίνει να μεταδίδονται τόσο ζωντανά εικόνες που σε κάνουν να ταξιδεύεις μαζί με την μουσική. Σαν να βιώνεις μια πτήση, μέσα από τα μάτια της Lappuggla, πάνω από ένα κατάλευκο χιονισμένο τοπίο. Το "Chant" επηρεασμένο από τα στοιχεία της φύσης, τη βροχή, τα φύλλα, υπενθυμίζει όλα τα μικρά πράγματα που αποτελούν τη ζωή γύρω μας και που ο άνθρωπος ξεχνά και αγνοεί ζώντας στην σύγχρονη βαβούρα των μεγαλουπόλεων. "Circle" σημαίνει κύκλος, ο κύκλος της ζωής, η αναγέννηση. Στο εκδικητικό "Get Rid of the Hunter" παίρνει την θέση της προστάτιδας, εκπρόσωπου του ζωικού Βασιλείου "Lets hunt him down, lets scratch him now, bite him with teeth, bite him with beaks..." μέσα σε ένα post-industrial ύφος, που οδηγεί στο υπνωτικό "Goodbye Cocoon", μια εσωτερική αναζήτηση. Με το βελούδινο ψίθυρό της, η Etten στο down-tempo "Place Your Ears On the Ground" κάνει έκκληση κατανόησης και μετάνοιας, παρομοίως και στα ποιο up-tempo "Four Legs" και "Fox". Οι ρυθμοί καταλαγιάζουν πάλι με τα "Dust (Ode To the Human)", ένα λεπτεπίλεπτο νανούρισμα και το αιθέριο, παιχνιδιάρικο και γεμάτο αθωότητα "In the Tree". Το "Song of A Seed", που κλείνει το δίσκο, είναι ένα καταπληκτικό τραγούδι, εξαιρετικής ευαισθησίας, που μέσα από το μυστικισμό του εμπνέει και εκπέμπει μια αισιοδοξία, σαν λαμπερή ηλιαχτίδα που διαπερνά τον χειμωνιάτικο συννεφιασμένο βόρειο ουρανό. Απελευθερωτικό, στους στίχους του συνοψίζεται με τον ομορφότερο τρόπο η φιλοσοφία του δίσκου "The sun entangles his hands on my leaves and we dance..."
Όσοι είχαν την τύχη να παρευρεθούν τον περασμένο Νοέμβριο στο Six D.O.G.S. εκτίμησαν και ζωντανά τη δύναμη των συνθέσεων, την αξία των νέων οργάνων που χρησιμοποιήθηκαν, την απόλυτα εκφραστική και θεατρική Etten. Όλα ήταν εκεί παρόντα. Η τέχνη, η φύση, η Lappugla. Μαζί με την μπάντα που την πλαισίωνε μετέφερε όλη της την μαγεία στο ακροατήριο, αποπνέοντας την αύρα του μακρινού βορά. Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση όπου το πρόσωπο ταυτίζεται με την τέχνη του.
Και δεν είναι ότι στο Postwave έχουμε αδυναμία στην τοπική σκηνή, αλλά τέτοιες δουλειές αξίζουν παγκόσμιο ενδιαφέρον. Όπως εξελίσσονται τα πράγματα, πλέον είναι στο χέρι του μουσικόφιλου να ανακαλύπτει και όχι να του σερβίρονται σκουπίδια. Και όπως κάναμε παλιά με τη μέθοδο "από στόμα σε στόμα" μπορούμε σήμερα να διαδώσουμε τα καλά κρυμμένα διαμαντάκια απλά με ένα Like ή Share. Θετικό και απλό.
Rating: 8,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Έχοντας στην πλάτη του εμπειρία πολλών ετών στο χώρο, είτε με την Ονειροπαγίδα και τα projects των Onefingermusic, είτε εκτελώντας χρέη ηχολήπτη σε πάμπολλα συγκροτήματα όπως για παράδειγμα στους Raining Pleasure, ο Χρήστος Λαϊνάς παρουσιάζει εδώ την πρώτη του προσωπική κυκλοφορία.
Ο δίσκος σε γενικές γραμμές είναι περισσότερο ηλεκτρονικός παρά κιθαριστικός, σε σχέση με το τί θα περίμενε κανείς, πάντα όμως με indie pop αισθητική. Εγώ το βρίσκω λογικό μιας και μιλάμε για προσωπικό εγχείρημα, στο οποίο συνήθως οι καλλιτέχνες λειτουργούν πιο ελευθέρα ή και πειραματικά. Μην ξεχνάμε ότι ο Χρήστος Λαϊνάς ως ηχολήπτης κατέχει μεγάλη εξοικείωση με την τεχνολογία και τη χρήση computer, κάτι που βέβαια δεν τον εμποδίζει να εκφράσει τις ποικίλες και ρετρό, πολλές φορές, αναφορές του. Ο ίδιος μάλιστα τονίζει συχνά σε συνεντεύξεις του τη μεγάλη γκάμα των επιρροών του από τη soul και την ηλεκτρονική σκηνή της Γαλλίας, μέχρι το hip hop και τον John Frusciante ή τoν Phil Spector.
Το εναρκτήριο "Η Θλίψη Το Βράδυ", ένα electronica διαμαντάκι, υποδεικνύει το καλλιτεχνικό mood στο οποίο βρίσκεται ο Χρήστος Λαϊνάς. Σεμνό και εσωστρεφές όπως δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά που γενικά διακρίνουν τον καλλιτέχνη σε όλη του την πορεία έως τώρα. Οι στίχοι του περιστρέφονται γύρω από την καθημερινότητά μας με άξονα φυσικά την αγάπη. "Μόνο ένα σου χάδι, θα σβήσει τα λάθη, την θλίψη το βράδυ, Μόνο ένα σου χάδι...".
Το ρυθμικό και ανεβαστικό "Η Αγάπη Θα Λάμψει" ξεχωρίζει αμέσως καθώς το διατρέχει μια πιο χορευτική διάθεση, εξ' ου και επιλέχτηκε ως το πρώτο single. Ένα γεμάτο μελωδίες κομμάτι που περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία των τελευταίων δεκαετιών ενός καλού ποπ τραγουδιού. Από τα κομμάτια που θα κάνουν τους πάντες να χορέψουν σε κάποιο πάρτυ, ακόμα και τους πιο δύσκολους. Στην περίπτωση των "Το Τραγούδι Του Δάσους", "Σύνορα" και "Ανεμώνες" έχουμε πιο χαλαρούς groovy ρυθμούς, soul διάθεση, vintage αισθητική, samples από παλιούς δίσκους και μπόλικη χρήση vocoder. Ενώ το "Ηλιαχτίδα" θα μπορούσε άνετα να αποτελεί κομμάτι των Ονειροπαγίδα, αλλά πειραγμένο εδώ, σαν κάποιος που ανέλαβε μια καινούργια μίξη, έδωσε νέο πρόσωπο κρατώντας όμως τον ίδιο χαρακτήρα.
Τέσσερα από τα δέκα τραγούδια του άλμπουμ είναι μεν ορχηστρικά, δεν υστερούν όμως σε τίποτα ενώ μάλιστα δίνουν άλλη πνοή στο σύνολο και επιπλέον είναι ωραία ταξινομημένα μέσα σε αυτό. Αιθέρια και ταξιδιάρικη "Η Περιπλάνηση", up-tempo το "77". "Στο Κάμπινγκ" ξαναζωντανεύουν οι αναμνήσεις και οι απόηχοι ενός ξέγνοιαστου καλοκαιριού, σαν μια παλιά νοσταλγική φωτογραφία Polaroid να παίρνει ζωή και να σε κάνει να ξαναζείς τη στιγμή μέσα σε μια easy listening αύρα. Το "Μέρος Δεύτερο" που κλείνει το δίσκο και στο οποίο συμμετέχει ο Coti K παίζοντας κοντραμπάσο, θα μπορούσε άνετα να αποτελεί μουσική επένδυση κινηματογραφικής ταινίας καθώς κινείται σε αρκετά σάουντρακ ύφος.
Ο Χρήστος Λαϊνάς είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει και έχει ακούσει πολύ μουσική στη ζωή του. Έχει αφιερωθεί σε αυτό θα λέγαμε και αυτό φαίνεται στη δουλειά του. Μάλιστα ανήκει και στη μειοψηφία αυτών που κατάφεραν (βλέπε Λευκή Συμφωνία, Στέρεο Νόβα και μερικούς ακόμα) να σπάσουν το ταμπού του ελληνικού στίχου. Στο πρώτο του προσωπικό βήμα, συνθέτει ένα παζλ διαφορετικών συναισθημάτων, γεμάτο έξυπνη ποπ και ρυθμό, εσωστρέφεια και πειραματισμό. Μια ειλικρινής προσπάθεια που μπορεί να αποτελέσει το απόλυτο σάουντρακ της πόλης. Ιδανικό για νυχτερινές περιπλανήσεις σε μπαρ γεμάτα φιλικά πρόσωπα και μουσικές, λουσμένα με τα πολύχρωμα φώτα της νύχτας αλλά και για οδοιπορικά με πιο φευγάτη διάθεση.
Rating: 7 / 10
Νίκος Δρίβας
Παλιά, σε ημέρες ανούσιου κατά την γνώμη μου ρομαντισμού, η πολιτιστική βιομηχανία είχε μία απλή και κατανοητή δομή. Υπήρχαν οι κοινότητες του mainstream που αγκάλιαζαν όλη την αγορά, υπαγόρευαν το εμπορικό βάσει του οποίου ετεροκαθοριζόταν το indie, το οποίο με την σειρά του κουβαλούσε σε ένα μάρσιπο το DIY ως εμβρυακή μορφή του. Τότε η κατανάλωση μουσικής είχε μία υλική διάσταση: ο δίσκος αγοραζόταν, απαιτούσε κίνηση στο κατάστημα, αναζήτηση, επικοινωνία με τον μαγαζάτορα ή άλλους μουσικόφιλους ή χρειαζόταν να αντιγραφεί σε απτή κασσέτα ή σιντί. Η δε ακρόασή του ήταν πιο εύκολο να επαναληφθεί, αφ' ενός λόγω του περιορισμού που έθετε η αγοραστική απαίτηση, αφ' ετέρου λόγω της μεγαλύτερης ευκολίας με την οποία δημιουργούσε κοινότητες ακρόασης. Οι πιθανότητες να μοιράζεσαι ακούσματα με κάποιον ήταν μεγαλύτερες.
Μετά εμφανίστηκε το διαδίκτυο και οι κοινότητες άρχισαν να γίνονται πιο τυχαίες, σποραδικές, στιγμιαίες και διάχυτες. Το ζήτημα που θέτει το απαλλοτριωμένο θησαυροφυλάκιο του διαδικτύου δεν είναι ο ανούσιος διαξιφισμός (προσβλητικά: κονταρομαχία) για το αν αποτελεί παράδεισο, κόλαση ή καθαρτήριο της μουσικής δημιουργίας. Η μύχια αλήθεια που επικαλύπτουν αυτές οι ιπποσύνες είναι ότι η διαδικασία της αισθητικής αίρει πλέον εν ριπή οφθαλμού τον διαχωρισμό παραγωγής και κατανάλωσης τέχνης. Όλα γίνονται περάσματα, υπάρχει μουσική να παίζει και γραφιστική να βλέπεται. Τεχνοκράτες ή συντηρητικοί όμως, όλοι έχουμε εγγραφές από την ρομαντική μηχανή Και όλοι γινόμαστε νοσταλγοί.
Η μεγαλύτερη, νομίζω, νοσταλγία που προκύπτει αφορά την εγγύτητα με το μουσικό έργο. Αυτή πλέον εμφανίζεται μόνο με τεχνικό τρόπο. Μόνο εκεί που συνυπάρχουν η αισθητική ταύτιση, η ιστορική σύμπτωση, η γεωγραφική εμπειρία και η θυμική ομοιομορφία προβάλει η κουτσουρεμένη μορφή της εγγύτητας. Εκεί πληθαίνουν οι ακροάσεις και η κυβερνητική συνουσία με την μήτρα του διαδικτύου γίνεται ενεργητική, συνειδητή και στοχευμένη.
Το Paper Plane Flight Recorder υπήρξε μία τέτοια περίπτωση εγγύτητας. Από την πρώτη ακρόαση παροτρύνει σε δεύτερη. Ο Logout είναι ένας ζεστός, μελαγχολικός, χειμερινός τραγουδοποιός. Και πρώτα απ' όλα: είναι τραγουδοποιός. Περιορίζει την εννοιολογική τέχνη και τον πειραματισμό στις επιλογές της ενορχήστρωσης, συγκεκριμένα στο live-looping (όπως με αφορμή τον δίσκο έμαθα ότι λέγεται), την τεχνική που συναντάμε και στον Matt Elliott και η οποία συνίσταται στην ηχογράφηση ενός φωνητικού ή κιθαριστικού μέρους και την αναπαραγωγή και παραμόρφωσή του μέσω πεταλιών ενόσω ο δημιουργός απλώνει νέα φωνητικά ή κιθαριστικά μέρη από πάνω. Κοινώς, αποτελεί την μουσική εκδοχή του "μιλάω μόνος μου" στην ψηφιακή εποχή. Και φυσικά, όταν μιλάει κανείς μόνος του, απαραίτητα τίθεται το ζήτημα της μοναξιάς.
Κατά Logout, η μοναξιά φαίνεται να είναι μία όμορφη κατάσταση. Η ηλεκτρο-ακουστική μελαγχολία του δεν έχει την τραχύτητα του αλκοολικού φυγά όπως την καθιέρωσαν ως πρότυπο φιγούρες σαν τον Johnny Cash και τον Tom Waits. Απλώνει γαλήνιες εικόνες σπιτιών τονίζοντας τον άδειο χώρο ανάμεσα στην κτισμένη ύλη. Εκεί είναι που διαφοροποιείται και από τον Matt Elliott. Εκεί που ο τελευταίος προτάσσει την υποβόσκουσα οργή (Bomb The Stock Exchange), ο Logout κοιτάει ηδονικά τον άδειο χώρο και την κατάσταση μόνιμης απουσίας που επιβάλει η σύγχρονη εποχή. Εκεί βρίσκει την παιχνιδιάρικη δυστυχία (π.χ. στα παιδικά ακόρντα του "Establishment" που διακόπτονται από μια σπαρακτική απόδοση των στίχων "now the days have gone and went/ I walk around the establishment") και την γλυκιά βαρύτητα του Tim Buckley (π.χ. Στο "Winter + Summer"). Και απ' αυτή την άποψη, ίσως βρίσκεται πιο κοντά στο εξαιρετικό "The Forest and the Sea" του Leafcutter John" παρά στον Matt Elliott. Όπως και να έχει, Χριστούγεννα έρχονται και μαζί με τον Matt Elliott και τον Leacutter John αποτελεί μία ιδανική μουσική συνοδεία για να κρεμαστείτε απ' τον πολυέλαιο.
Rating: 8 / 10
Γιάννης - Ορέστης Παπαδημητρίου
Δύο στρατόπεδα φαίνεται να έχουν φτιαχτεί γύρω απ'τον The Boy: το ένα τον θέλει δήθεν, μίζερο, κλαψιάρη, ενοχλητικό. Το άλλο τον θέλει άξιο συνεχιστή των Stereo Nova, του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Φλωρινιώτη και του Γιώργου Μάγκα, την μουσική αποκάλυψη που όλοι περίμεναν στα βαλτωμένα νερά της ελληνικής δισκογραφίας, κοκ.
Δεν με νοιάζει αν ο The Boy είναι ο γιός του Βούλγαρη σήνιορ, δε με νοιάζει πόσο (δεν) κακοπέρασε στα παιδικά του χρόνια, δε με νοιάζει πόσο 'γνήσιο' είναι το αποτέλεσμα της Ηλιοθεραπείας. Η κουβέντα περί γνησιότητας άλλωστε μάλλον έχει ξεπεραστεί, και η περσόνα του The Boy είναι γενικά συνεπέστατη, σε βαθμό που και τίποτα άσχημο να μην έζησε ποτέ, το ζεί μέσα απ'τη μουσική του. Ένα αυτό.
Δεύτερον (και όντως η σύγκριση με τους Στέρεο Νόβα σε κάτι τέτοια πιάνει τόπο) παράγει λόγο για την πόλη, για την αισθητηριακή εμπειρία του να ζείς στην αθήνα, έναν λόγο που αν και δεν είναι ο πιο φρέσκος, βρίσκει σίγουρα κοινά σημεία με τους υπόλοιπους αθηναίους που στοιβάζονται και ιδρώνουν στο six dogs και το k44.
Η ταυτότητα του The Boy επίσης είναι υδράργυρος, μέσα στο δίσκο, και μέσα στα ίδια τα κομμάτια πολλές φορές. Kάνει άλματα απ'τον σχεδόν αφελή ρομαντισμό, στο γκροτέσκο, στον (αυτο)σαρκασμό, από αξιωματικές δηλώσεις σε παραληρήματα, και όλα αυτά ντυμένα με εξαιρετικά πιασάρικες μελωδίες (βλ. Σιωπηλή).
Η ιδέα του να προσθέσει στο πιάνο μπότα και πιατίνι δε μου έκανε εντύπωση παρά μόνο όταν τον είδα λάηβ χωρίς αυτά, μόνο με πλήκτρα. Στον αυτιστικό ρυθμό (που είναι τέτοιος και λόγω περιορισμού, αλλά πιστεύω και λόγω άποψης) χρωστάνε τα κομμάτια της Ηλιοθεραπείας τη μισή τους ένταση, αλλά και το πόσο χορευτικά γίνονται εν τέλει.
Επίσης ενδιαφέρουσα είναι η απουσία των ηλεκτρονικών στοιχείων που υπήρχαν στο Κουστουμάκι (και που μου είχαν φανεί μάλλον ακαλαίσθητα). Yπάρχει και εδώ επεξεργασία βέβαια αλλά το αποτέλεσμα είναι οργανικότατο, νιώθεις ότι μπορεί να ξεφεύγει και κανά λάθος ακόμα και αν δεν το ακούς τελικά, και συναντά τους στίχους εκεί που και αυτοί νομίζεις ότι θα σπάσουν, ότι θα του κλείσει η φωνή, ότι θα μαζευτεί και δε θα ξανατραγουδήσει.
Η εσωστρέφεια του The Boy μου φαίνεται πέρα για πέρα ειλικρινής. Δεν είναι μισάνθρωπη, δεν είναι κακιασμένη, έχει τρυφερότητα όταν αναρωτιέται αν σου αρέσει απ'τον κώλο ή αν απλά το κάνεις για να τιμωρηθείς, όπως είχε και όταν αναρωτιόταν γιατί δε χορεύουν στον πρώτο του δίσκο.
Μια καλά κρυμμένη αφιέρωση στον Νικολαίδη (δική μου ανάγνωση αυτό), γλυκιά μελωδία/μαζοχιστικοί στίχοι, εχθροί και φανατικοί που κράζουν και αγαλλιάζουν εκατέρωθεν απ'το στρέφη μέχρι το γκάζι, ένα κλείσιμο που πασχίζει να ανοιχτεί, ένας μικρός φόρος τιμής σ'αυτή την κλισέ πλέον αθλιότητα της πόλης που σκοτώνει πληγώνει και ερωτεύεται. Δε χρειάζεται να είναι μουσική αποκάλυψη ο The Boy για να είναι καλός, δε χρειάζεται να είναι στο κέντρο αυτού του κύκλου του χάηπ που είτε θα χαντακώσει είτε θα αγιοποιήσει, δε ξέρω καν αν θέλει να είναι εκεί. Ξέρω ότι όλη αυτή η συζήτηση γύρω του (συμπεριλαμβανομένης αυτής της κριτικής) δεν είναι ιδιαίτερα αναγκαία, εμένα μου φτάνει αυτός ο μικρός, πολύτιμος χώρος που δημιουργεί η Ηλιοθεραπεία, και ας μη χωράνε όλοι, και ας μη χωράω κι εγώ πολλές φορές.
Rating: 8 / 10
Γιάννης Γαλιάτσος
«Είναι μια ιστορία αγάπης». Έτσι μας προλόγισε το «He & She» το βράδυ της ζωντανής παρουσίασης του ο K. The Clown. Φαίνεται πως ήξερε καλά το κοινό του. Ήξερε πως η αχόρταγη κουτσομπολίστικη ανθρώπινη φύση μας θα μας σπρώξει, όχι μόνο στην αποκάλυψη της Josephine, αλλά και στο να επιδιώξουμε με νοσηρή μανία να ξεσκεπάσουμε τον ίδιο τον Κλόουν για να σταματήσουμε να τον φοβόμαστε. Μην τον κατηγορείτε που κρατά μυστικά. We must protect ourselves from excessive clarity. This is where life loses the most beautiful ideals. Κάνει ό,τι μπορεί, τουλάχιστον, για να μας τα θυμίσει, πριν ξεθωριάσει για πάντα η μορφή του στο τραπουλόχαρτο από την κακή χρήση. Listen to him. He is plain and true. Είναι μια ιστορία αγάπης. Μια ιστορία χωρίς τέλος.
Έτσι και εγώ, σαν γνήσια αγαπησιάρικο πλάσμα, φεύγοντας από την παράσταση, κατέληξα με τρία αντίτυπα του "He & She" στο χέρι για να τα χαρίσω στους αγαπημένους μου, ώστε να join the Resistance and fall in love!
This is the beginning
Τώρα βρίσκομαι στην ίδια θέση με τον Clown. Να σας παρουσιάζω την ιστορία. Μετά δυσκολίας τα καταφέρνω, καθώς στο τσακ γλίτωσα την παράνοια προσπαθώντας να μπω στο πετσί του ρόλου (σε αυτό μάλλον φταίει και ο κύριος Μπρέλλας που μου έβγαλε την πίστη με αυτό το review). Η πρώτη μου επαφή με το Σύμπαν που ζει ο Κλόουν και οι ήρωες του έγινε μέσω της θαρραλέας πράξης των 2L8 να μοιράσουν απλόχερα (=δωρεάν) το "soundtrack" της ιστορίας τους. Σας περιμένει και εσάς να το «κατεβάσετε» από το blog τους, αλλά αν ξέρατε πόσα θα στερήσετε από τον εαυτό σας μένοντας μόνο σε αυτό, θα το αγοράζατε δίχως δεύτερη σκέψη.. Παρατηρήστε μερικές σελίδες του «βιβλίου» που συνοδεύει τη μουσική τους για να πάρετε μια ιδέα.

Ο μοναδικός τρόπος για να κατανοήσω όσο το δυνατόν πληρέστερα την δεύτερη δουλειά των 2L8 ήταν να το φανταστώ και να το παραλληλίσω με ένα RPG video game σε μορφή επιτραπέζιου παιχνιδιού καρτών. Αν και ανορθόδοξη προσέγγιση, ακολούθησα το ένστικτο μου και σε μένα λειτούργησε. Δείτε τι βρήκα!
Μια αόρατη σελίδα οδηγιών χρήσης!
Prologue
Τι είναι αυτό που κρατάτε
Κρατάτε στα χέρια σας το δώρο που έκλεψε ο Κλόουν από Αυτόν και προοριζόταν για Αυτήν. Ο Κλόουν μεταμόρφωσε την εξομολόγηση Αυτού προς Αυτήν σε προσωπική πρόσκληση προς εσάς να παίξετε ένα απαγορευμένο παιχνίδι που διαδραματίζεται στην σκηνή ενός θεάτρου. Αψηφήστε κάθε λογική, αν θέλετε να φτάσετε στη νίκη.
Κανόνες του παιχνιδιού
Υπάρχουν τουλάχιστον έξι γνωστά επίπεδα στο παιχνίδι. Μέσα στο σκηνικό βρίσκονται διάσπαρτα κλειδιά, που εξυπηρετούν ως προς τη λύση των γρίφων σαν σκάλα για τα υψηλότερα level. Αυτά τα κλειδιά μπορούν να χρησιμοποιηθούν αν και μόνο αν έχει κανείς ολοκληρώσει το προηγούμενο επίπεδο. Μόνο τότε φανερώνουν την επόμενη έκφανση της πολυσημίας τους.
Προφυλάξεις
Η ποινή για όσους επιλέξουν να «κλέψουν» στο παιχνίδι , ώστε να φτάσουν γρήγορα στο επόμενο στάδιο, είναι να χάσουν για πάντα την ευκαιρία να βρουν το πραγματικό μυστικό.
Σκοπός του Παιχνιδιού
Η ανακάλυψη του μυστικού. Η λύση του γρίφου. Το έπαθλο για αυτόν που θα το τερματίσει είναι πολύτιμο και εντελώς ανατρεπτικό. Ο K. the Clown, όπως όλοι οι εκ γενετής clown του κόσμου, δεν θα έπαιρνε ποτέ την κιθάρα του για να τραγουδήσει μια οποιαδήποτε ιστορία. Φορώντας στους χαρακτήρες του δράματος την κατάλληλη μάσκα κάθε φορά (όπως αρέσκεται να κάνει και ο ίδιος), μετατρέπει την περιπέτεια τους σε διαδραστικό παιχνίδι και σας προκαλεί να διαπιστώσετε αν είστε ικανοί να καταλάβετε τι επιθυμεί να σας ψελλίσει. Για να βοηθήσει, δεν θα χρησιμοποιήσει μόνο νότες, αλλά θα προσπαθήσει να ικανοποιήσει και τις υπόλοιπες αισθήσεις σας με ό,τι εφόδια έχει. Θα βρείτε το μυστικό του?
Μάλιστα. Είναι ένα παιχνίδι, λοιπόν. Αφού προσπάθησα τόσο πολύ να βρω ένα-ένα τα κλειδιά του, μπορώ - επιτέλους! - να αποπειραθώ να γράψω μια κριτική για αυτό που «πραγματικά» είναι. It's a play! Ό,τι και αν σημαίνει αυτό.
Γενικά Χαρακτηριστικά του Παιχνιδιού
Title: "He & She"
Subtitle: "Angry Enough To Keep Loving In The Dark Ages"
Characters: He, She, Pixy, Frustrated Poets Choir
Written and presented by: the Clown
Adaptation by: K. the Clown
Performed by: 2L8
Keys: Το γράμμα, η Josephine, η αντίσταση, η σκάλα, ο κύκλος, το 0, τα παρακείμενα στοιχεία και η εικονογράφηση, ο Τρελός, ο Μάγος, το ίδιο το παιχνίδι
Levels: Το ταξίδι των αισθήσεων, το ταξίδι της δημιουργίας, το ταξίδι της ελευθερίας, το ταξίδι της ελπίδας, το ταξίδι της εμπειρίας, το ταξίδι του τρελού
Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά
Χαρακτήρες. Βαθμολογία: 9.9/10
Η συγγραφική σκηνοθεσία του Κλόουν δίνει υπόσταση σε τέσσερις χαρακτήρες, dramatis personae κατά την ορθή παλαιά θεατρική ορολογία. Αυτός, Αυτή, το Στοιχειό και η Χορωδία Των Αποτυχημένων Ποιητών. Ενίοτε επεμβαίνουν όλοι στην αφήγηση, ώστε να ξετυλίξουν μπροστά στα μάτια του κοινού το νήμα που τους ενώνει, μπας και βρει κανείς την άκρη του. Α! ναι.. και ο Κλόουν. Μην τον ξεχνάμε, νευριάζει.
Ιδιότητες των Χαρακτήρων 9.9/10
«Αυτός» είναι το πιόνι που μετακινείται από μόνο του πάνω στο ταμπλό του παιχνιδιού και ταξιδεύει για την αγάπη του προς «Αυτήν». «Αυτή», εκτός από το να τον συνοδεύει σαν τη Βερενίκη του Δάντη, οδηγεί τα βήματα του και δίνει λόγο στην ύπαρξη του. Το «Στοιχειό» είναι ο σύμβουλος τους. Η «Χορωδία», ο εχθρός που τους αναγκάζει να συνυπάρξουν μαζί του με τους δικούς του κανόνες.
Η ταυτότητα τους αρχικά δεν έχει σημασία, είναι nameless faces, με εξαίρεση «Αυτής», που στο γράμμα του προς εκείνην στο τέλος, μας αποκαλύπτει ποια είναι η Josephine. Η Josephine είναι το κλειδί του πρώτου επιπέδου για να βρούμε την σκάλα που οδηγεί στο επόμενο.
Ο Κλόουν είναι αυτός που κατάφερε να συλλέξει τις στιγμές που ζουν οι ήρωες και να τις μετατρέψει σε παιχνίδι, παρουσιάζοντας το, όπως ο «Μάγος» του Silencio, σαν ένα ακόμη φαινομενικά επιφανειακό γοτθικό παραμύθι.
Σκηνοθεσία-Τεχνική-Γραφικά. Βαθμολογία: 9.9/10
Αφού πατήσετε το play, η κάθε νότα που ξεπετιέται μοιάζει με πινελιά που ζωγραφίζει σε έναν τρισδιάστατο καμβά έναν σκοτεινό ασαφή γκροτέσκ κόσμο (κάτι ανάμεσα στις ζοφερές καρικατούρες του Burton και του στοιχειωμένου σύμπαντος του Poe), στον οποίο δίνει χρώμα μονάχα το αίμα που έχασε ο ήρωας στην μάχη για να αποδείξει - πρωτίστως στον Eαυτό του και μετά στην Χορωδία - πως δεν απέτυχε.
Η μελοποίηση της κάθε λέξης του πεζόμορφου ποιήματος, ξεδιπλώνει το μαγικό ρεαλισμό της ελεγείας σε ένα τόσο αληθοφανές φόντο και με τόση υπερβολική λεπτομέρεια, που καταλήγει να παραμορφώνεται και να μοιάζει σουρεαλιστικά αληθινή.
Η ιστορία ξεκινά στο κέντρο του μύθου, in media res, με έναν εσωτερικό μονόλογο/μουρμούρισμα που πείθει χωρίς αμφιβολία πως βασικός ομιλητής του έργου είναι το υποσυνείδητο του ήρωα. Το κάθε στοιχείο που μας δίνει με τη μορφή λέξεων και εικόνων στο βιβλίο αποκτά διαφορετικό συμβολισμό στην εξέλιξη του παιχνιδιού. Η αλληλουχία των διαφορετικών πεδίων δράσης του κάθε επιπέδου και οι μεταμφιέσεις των χαρακτήρων σχεδιάζουν με ευκολία και λεπτομερώς το σκηνικό, στο οποίο θα ζωντανέψουν οι καταραμένοι ήρωες και η καταδικασμένη ιστορία τους. Αρκεί να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά.
Σενάριο-Πρωτοτυπία. Βαθμολογία: 9.9/10
Το παιχνίδι ξεκινά με τον Κλόουν πάνω σε μια σκηνή, σαν τον «Μάγο» του Lynch στο Silencio Club, να τραβά τις βαριές κουρτίνες με σαρδόνιο χαμόγελο, πίσω από τις οποίες κρύβεται ένα δεύτερο «θέατρο του παραλόγου» σαν το Red Room του Twin Peaks. Όπως οι χαρακτήρες μιλάνε ανάποδα στο όνειρο του Cooper, έτσι και εδώ δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε ποιος είναι ποιος και τι λέει ποιος. Μέσα σε αυτό υπάρχει το τίποτα και τα πάντα. Γινόμαστε οι θεατές ενός θεάτρου μέσα στο οποίο διαδραματίζεται ένα άλλο θέατρο. Άρχισε η παράνοια? Σαν να μην έφτανε αυτό, συμβαίνει και το εξής παράδοξο. Η Χορωδία Των Αποτυχημένων Ποιητών (ο αντίστοιχος Χορός στο αρχαιοελληνικό θέατρο) κλέβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο από τον ήρωα και, αφού έχει ανέβει στην σκηνή, τον κοιτά επιβλητικά από ψηλά ζητώντας του να κάνει «ησυχία» (ως είθισται να ζητείται από το κοινό). Άρα και Αυτός καταλήγει να ενσαρκώνει το κοινό! Χμ. Εμείς είμαστε οι θεατές ενός θεάτρου μέσα στο οποίο διαδραματίζεται ένα άλλο θέατρο και μέσα σε αυτό ακόμα ένα! Αυτό είναι παράνοια. Η αλλαγή στους ρόλους απειλεί ανεπανόρθωτα την έκβαση του έργου! Θα νικήσει την Χορωδία Των Αποτυχημένων Ποιητών που αφορίζει τον έρωτα του ως επικίνδυνο και απαγορευμένο? Θα καταφέρει να φτάσει τον Ουρανό? Το πανταχού παρόν Στοιχειό στην γωνία δίνει σωστές συμβουλές? Οι ήρωες είναι θύματα της τύχης ή του πεπρωμένο τους?
Παρά την χρήση πολυάριθμων σταθερών συμβολικών μοτίβων, ο βαθμός μεταμόρφωσης τους από επίπεδο σε επίπεδο κάνει τον παίκτη, αντί να τα βαρεθεί, να έχει την ανάγκη να τα παρατηρήσει ακόμα πιο προσεκτικά: η σκιά, το υπουργείο της προπαγάνδας, οι χαραμισμένες μέρες, ο σωρός από τα σκονισμένα και μουχλιασμένα βιβλία στο ράφι, ο ουρανός, τα σύννεφα, η βροχή, η θάλασσα, η σταγόνα, το ποτάμι, η πέτρα, το ηφαίστειο, το μεγαλείο της φύσης, το όνειρο, η αναπνοή, η καρδιά στα χέρια του, ο αντικατοπτρισμός στα μάτια της, το DNA του, το κοστούμι - σώμα του (σαν του Frank στο Donnie Darko), το ταξίδι του, ο θάνατος του, το άλμα του, η πτώση του.. Όλα επανέρχονται ξανά και ξανά και εσύ, εκεί, να θες να τα γνωρίσεις από την αρχή
.
Ήχος-Χρόνος-Ρυθμός. Βαθμολογία: 10/10
Από το πιο σκοτεινό βάραθρο της οκνηρίας, της απόγνωσης και της αυτοκαταστροφής, στα προσωρινά διαστήματα φαινομενικής ισορροπίας και από εκεί έως τα υψηλότερα εύηλια βάθρα της μεγαλομανίας, των άπειρων δυνατοτήτων και της Ζωής, ο Κλόουν καταφέρνει να αποδώσει ολόκληρο το ψυχικό φάσμα ενός ασταθούς ήρωα, μέσω του απόκοσμου ήχου της ίδιας του της αγωνίας και μέσω εφιαλτικών avant garde μελωδιών. Τι πιο ανατριχιαστικό από αυτό? Ο σχεδόν σχιζοφρενικός συνδυασμός των απρόβλεπτων εντάσεων και των πρωτότυπων ήχων απεικονίζει με φοβερή πιστότητα το συναισθηματικό διάγραμμα ενός ήρωα, τη στιγμή που η πεζή πραγματικότητα του συναντά την αταξία και εκείνη κατακερματίζει κάθε αίσθηση του χρόνου.
Βαθμός Δυσκολίας: 9.7/10 (για το επίπεδο των αρχαρίων)
Τα σπαρακτικά παράφωνα ουρλιαχτά του πάνω σε bizarre ορχηστρικές μελωδίες είναι τόσο πιθανό να συγκινήσουν κάποιον που έχει αγαπήσει απελπισμένα, όσο το ίδιο πιθανό να προκαλέσουν χλευασμό σε όσους αρέσκονται να ακούν μόνο τους U2. Bono is a clown, but Clown isn't Bono.
Βαθμός Εξάρτησης: 9.9/10
Το επικίνδυνα εθιστικό ναρκωτικό Theremin θα σας υπνωτίσει από το πρώτο άκουσμα και θα αδυνατείτε να διακόψετε το παιχνίδι, έστω και για μια στιγμή.
Προδιαγραφές Επεξεργαστή. Βαθμολογία: 9.7/10
Οι απαιτήσεις του παιχνιδιού είναι αρκετά υψηλές, αλλά εξίσου προσαρμοστικές και στις δυνατότητες ενός ελαφρώς πιο αδύναμου επεξεργαστή, που ενδέχεται να έχουν κάποιοι χρήστες. Έχει σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην «κολλάει» σε κάποιο σημείο, με αποτέλεσμα οι παίκτες να γλιτώνουν τον ανεπιθύμητο τερματισμό του παιχνιδιού, ακόμα και αν ακολουθούν τις πιο ανούσιες στρατηγικές.
It's a circle. Μας ξεγέλασε ο Κλόουν. Μας την έφερε από την αρχή. Μας έριξε τα χαρτιά και μας οδήγησε εδώ χρησιμοποιώντας το πιο ακατανόητο, αλλά και το πιο διαδεδομένο κλισέ. Αυτό της αγάπης. Πόσο fool νιώθω... Άραγε ο ίδιος το γνωρίζει? Παμε πάλι από την αρχή. Είναι μια ιστορία αγάπης. Μια ιστορία χωρίς τέλος. This is the beginning. Μουαχαχαχα...
Συνολική Βαθμολογία: 9.86 / 10
Εva Me.
Pages