Οι MONOWELT είναι δύο κοπέλες από το Βερολίνο και δημιουργήθηκαν το 2012. Ύστερα από επτά ψηφιακά σινγκλ στο bandcamp κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ ''Rückschau'' που περιλαμβάνει αυτά τα επτά σινγκλ συν δύο ακόμα και όπως υπονοεί ο τίτλος, κλείνει έναν κύκλο πέντε χρόνων πορείας.
Το άλμπουμ κυκλοφορεί από της δικιά μας Geheimnis Records σε 300 αντίτυπα τα μισά σε μαύρο βινύλιο και τα άλλα μισά σε διάφανο. Στις ηχογραφήσεις έχει αναμιχθεί ο William Maybelline (LEBANON HANOVER) και στις μίξεις ο Χρήστος Μανωλίτσης.
Από την εισαγωγή του ''Ozean'' καταλαβαίνει κανείς με τι έχει να κάνει και πως περίπου θα εξελιχθεί η ακρόαση.
Γνήσιο προϊόν αστικής, νεοκυματικής, εξπρεσιονιστικής μελαγχολίας και θλίψης, το ''Rückschau'' αποτελείται από τραγούδια με συγκεκριμένη τεχνοτροπία, παραδοσιακές για το είδος μελωδικές γραμμές και καθορισμένες αναλογίες στον ήχο και στις ενορχηστρώσεις. Δεν ξεφεύγουν από το κλίμα ανάλογων, παλαιότερων σχημάτων, απευθύνονται σε ακροατές που έχουν εντρυφήσει στο μωβ, μαύρο και γκρίζο κυρίως χρώμα. Μιλάμε όμως για μουσική και ποίηση των χαμένων συναισθημάτων, τις αναμνήσεις και την γκριζάδα της εποχής. Αυτή η μελαγχολία έρχεται από την επίγνωση της πραγματικότητας, έχει μια ρεαλιστική οπτική και βέβαια είναι ειλικρινής.
Όπως και οι LEBANON HANOVER, έτσι και οι MONOWELT, μέσα από τα βαριά σε διάθεση τραγούδια τους, τις μουντές, μπάσες φωνές που θρηνούν, τα παγωμένα και μονότονα ρυθμικά στοιχεία, τις εσωστρεφείς μπάσες γραμμές, τα τυπικά συνθ και τις απλές έως απλοϊκές μελωδίες, ιχνογραφούν το μουντό καθημερινό Αστικό τοπίο, φέρνουν την υγρασία του βροχερού δειλινού στ' αυτιά μας, βουτάνε βαθιά στη λύπη μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ο ακροατής μια απρόσμενα φιλική, τρυφερή αγκαλιά.
Μετά από κάποιες ακροάσεις η αρχική εντύπωση της στατικότητας αντικαθίσταται με την οικειότητα του ήχου που περιβάλλει τους βάλτους τις θλίψης και συντροφεύει τελικά τον ακροατή σε γκρίζες μέρες και διαθέσεις.
Και αυτή η οικειότητα και ο βαθμός συναισθηματικής έντασης ( ούτε υψηλός αλλά ούτε και κραυγαλέα δραματικός παρά μόνο σε βαθμό που πείθει) είναι τελικά αυτό που διασώζει από τον αντίποδα τέτοιων ηχογραφήσεων. Δηλαδή τη γκρίζα πλήξη και μονοτονία..
Οι Marta Raya και Daria Leere, μπορεί να μην είναι τόσο παραγωγικές αλλά και τα εννιά τραγούδια του ''Rückschau'', είναι καταθέσεις που μπορούμε να εμπιστευθούμε όταν αρχίζει ο Χειμώνας και τα πρώτα κρύα....
order the LP
Rating: 7,2 / 10
Χρήστος Μίχος
Σχεδόν τρία χρόνια μετά από την κυκλοφορία του δεύτερου τους άλμπουμ, οι New Zero God επιστρέφουν με το "Short Tales & Tall Shadows". Στην σύνθεση τους, με προϋπάρχοντες τους Μιχάλη Πούγουνα και Χάρη Σταύρακα, έχουν προστεθεί οι Άκης Νικολαΐδης στις κιθάρες και Μπάμπης Ευθυμίου στα τύμπανα. Μια σύνθεση που τα 3/4 της ήταν παλιότερα μέλη των Flowers Of Romance. Να σημειώσουμε απλά ότι στα κομμάτια "Garden Of Mazes" και "My Reaper" έπαιξε τύμπανα ο Μάνος Κεχαγιάς.
Στη νέα δουλειά αυτή, το συγκρότημα ανοίχτηκε ακόμα περισσότερο από τις δύο προηγούμενες, θέλοντας αυτό το άλμπουμ να είναι πιο ατμοσφαιρικό. Εδώ μάλιστα ο Μιχάλης Πούγουνας έγραψε ένα τραγούδι με θέμα την αγαπημένη μου μικρή ιστορία από τον E.A. Poe, το "King Pest" καταφέρνοντας να διατηρήσει την ατμόσφαιρα που έχει ο Poe στις ιστορίες του σε όλο το άλμπουμ γενικότερα.
Οι NZG πειραματίζονται περεταίρω με τον ήχο τους, αλλά και στο τρόπο που γράφουν τις συνθέσεις τους, προσδίδοντας και σε σημεία μια θεατρικότητα (βλέπε "Deadly Dollhouse" που ο Μιχάλης Πούγουνας τραγουδάει με αφηγητικό τρόπο). Κινούνται ηχητικά με μια πιο απλοϊκή προσέγγιση, χωρίς φανφάρες στην παραγωγή διατηρώντας το κλασικό στήσιμο, κιθάρα, μπάσο, ντραμς. Πετυχαίνουν έτσι κατά την άποψη μου ένα πιο αγνό ήχο, κοντά σε αυτό του πρώιμου gothic rock του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’80. Ως αποτέλεσμα οι συνειρμοί με Flowers Of Romance είναι αναπόφευκτες, κάτι που είχαμε αναφέρει και παλιότερα, πόσο μάλλον τώρα έχοντας και κατά νου ποιοι αποτελούν πλέον το γκρουπ.
Για δέκα μικρές ιστορίες που αναδύονται μέσα από τις σκιές μας προδιαθέτει ο τίτλος, με την πρώτη να είναι βγαλμένη μέσα από τον εφιαλτικό κόσμο του "King Pest the First" την μικρή grotesque ιστορία του Πόε, που πολύ παρομοιάζουν με πολιτική σάτιρα.Με χαρακτηριστικό το παλλόμενο μπάσο και τα κοφτά κιθαριστικά riff το εναρκτήριο αυτό κομμάτι δεν φοβάται να ξεδιπλωθεί στην συνέχεια φτάνοντας και σε ύφος σκληρού ροκ! Δείχνουν να έχουν αρκετή όρεξη, μη φοβούμενοι ακόμα και να ροκάρουν σπάζοντας τα κλισέ.
Κάπου κοντά στα μέσα του δίσκου έρχεται μια από τις δυνατές στιγμές του δίσκου, το "Shut Up". Όταν ξεσπάει, αμέσως αντιλαμβάνεσαι πως θα είναι ένα από τα αξιομνημόνευτα κομμάτια του άλμπουμ. Πιασάρικο, με ανεβασμένο tempo και γεμάτο εθιστικά κιθαριστικά riff που ο Άκης Νικολαΐδης ξεπετάει με φανερή άνεση. Στη συνέχεια η ρυθμοί θα πέσουν με το ρομαντικό "Down The Rabbit Hole" ενώ μετά θα μας κάνουν μια βουτιά στο παρελθόν με το "My Reaper" που είναι λες και ξέμεινε ξεχασμένο από την εποχή των Flowers Of Romance. Ακολουθεί μια ακόμη από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου κατά την άποψη μου, το "Bastards", που κινείται σε πρώιμο goth rock των early 80s. Ενα είδος που δείχνουν να το κατέχουν καλά, όπου πάνω στην απολαυστική μπασσογραμμή του Χάρη Σταύρακα που στηρίζει όλο το κομμάτι διακοσμεί ο Άκης Νικολαΐδης με ποικίλα θέματα στην κιθάρα.
Ένας δίσκος που σίγουρα θα ικανοποίησει τους φίλους τους, αλλά και όσους αναπολούν τις εποχές των Flowers Of Romance (που πιστέψτε με υπάρχουν πολλοί). Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ο δίσκος που θα έβγαζαν αν συνέχιζαν με το όνομα των Flowers σήμερα. Αφήνοντας όμως το παρελθόν στα κιτάπια της ιστορίας, οι NZG διανύουν μια αξιοπρεπή πορεία στο σήμερα, φτάνοντας μάλιστα αισίως στο τρίτο τους αυτό πόνημα.
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Στη δική μου ροκ Αποκάλυψη, ο προφήτης οραματίστηκε την επιστροφή της Σκοτεινής παρέας ακριβώς σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς των αρχών του 21ου αιώνα, για να φέρουν στιγμές κάθαρσης στον ροκ μικρόκοσμο και να δώσουν νόημα σε μια κατασκευασμένη μουσική για τα νιάτα. Η ολική επαναφορά τους το 2003, κάτω από το στοιχείο της Φωτιάς και με ακόμα πιο αιχμηρή μουσική, ήταν ένα σημάδι των καιρών. Εδώ και 37 χρόνια η υπόθεση KILLING JOKE είναι η προσωπική μάχη του Jaz Coleman με το πεπρωμένο, το Σκοτάδι, τις ηλιαχτίδες σε ρυπαρά τοπία, τον Δυτικό Ολοκληρωτισμό, την Εσχατολογία και τον μηδενισμό πριν την Αποκάλυψη και η θαυμάσια ηχητική κάλυψη αυτού του του Ιερού πολέμου από την υπόλοιπη μπάντα. Η μουσική τους είναι τόσο σοβαρή όσο και η πολιτικοκοινωνική παρακμή του Δυτικού ημισφαιρίου.
Το ροκ των KILLING JOKE δεν είναι εφηβική έξαρση που σβήνει κάποια στιγμή. Είναι μια ενήλικη, φαρμακερή μουσική που παρεκκλίνει σοβαρά από τη νοοτροπία «ζήσε γρήγορα, ψόφα νέος ή ενσωματώσου». Δεν χαϊδεύουν αυτιά, δεν επιχειρούν τρικ για να πλησιάσουν ακροατήρια και να γίνουν αστέρες πρώτου βεληνεκούς. Οι KILLING JOKE είναι το ειρωνικό αλλά και απελπισμένο χαμόγελο της διαταραγμένης περσόνας που υποδύεται ο Jaz Coleman στη σκηνή, κοιτώντας τον κόσμο να καταρρέει αργά και και επικά. Είναι η εμψυχωτική Δύναμη στα χρόνια της πολιτικοκοινωνικής σαπίλας του 21ου αιώνα.
Το ''Pylon'' είναι το δέκατο έκτο άλμπουμ της καριέρας του σχήματος και κυκλοφορεί σε διάφορες εκδόσεις. Συνολικά τα τραγούδια του τρίτου μέρους της σκληρής εποποιίας που ξεκίνησε με το ''Absolute Dissent'' και συνεχίστηκε με το ''MMXII”, φτάνουν τα δεκαέξι αλλά τα βασικά για τον πολύ κόσμο παραμένουν τα δέκα της cd έκδοσης. Το άλμπουμ δεν ξεφεύγει από τις ηχητικές βάσεις της πιο πρόσφατης περιόδου τους. Για άλλη μια φορά είναι μια ογκώδης, πύρινη μπάλα ΟΡΓΗΣ που δηλώνει και πάλι παρούσα και επικίνδυνη. Για άλλη μια φορά η ηχητική τελετουργία, ακέραια και πιστή στο Πνεύμα που καθοδηγεί την πιο συνειδητοποιημένη μπάντα των ημερών μας, τελείται με πειθαρχία και ένταση. Περισσότερο γεμάτη, καθαρή και ωριμότερη από ποτέ, δεν καινοτομεί αλλά επιμένει να ενισχύει την ένταση και την οργή, να επιμηκύνει τη Διονυσιακή διάσταση της μουσικής τους όπως την ξέραμε και να κρατά τα επίπεδα αδρεναλίνης στο επίπεδο που λειτουργεί καλύτερα η μουσική τους. Στα ύψη δηλαδή.
Συμμετέχουμε για άλλη μια φορά στην ροκ εμπειρία και δεν αποζητούμε να αλλάξουν φόρμα έκφρασης όσο λειτουργεί και καίει η συγκεκριμένη. Tribal κρουστά και ογκώδες μπάσο υπογραμμίζουν και υμνούν την καθαρτική φωτιά της κιθάρας του Geordie Walker και το ερμηνευτικό τελετουργικό του «Ιερέα» Jaz. Τραγούδια που με ακρίβεια και διαύγεια εξιστορούν τα Χρονικά της εποχής όπως κανένα κανάλι είτε καθεστωτικό, είτε συνομωσιολογικό, είτε άχρωμο θα σας προβάλλει. Η δύναμη και οι μελωδίες για άλλη μια φορά μπορούν να συλλάβουν τον ακροατή και να τον οδηγήσουν στον Πυρήνα της πεμπτουσίας του ροκ όπως πρέπει να λειτουργεί σήμερα.
Είναι δίσκος που θα προκαλέσει και πάλι δονήσεις στους πιστούς οπαδούς και θα κερδίσει μερικούς ακόμα με αυτή την εξαιρετική παραγωγή, κάτι που δεν έγινε με το περισσότερο σκοτεινό και δυσοίωνο ''MMXII”.
To ''Pylon'' είναι ένα φλεγόμενο, πανίσχυρο, Βαγκνερικών διαστάσεων πολεμικό άσμα ασμάτων, για την εμπλοκή της Ανθρωπότητας στο μεγαλύτερο Σκοτάδι πριν το Χάραμα και δεν θέλουμε να είναι το τελευταίο τους για αυτή τη δεκαετία..Βλέπετε το «χάραμα» αργεί ακόμα αλλά σίγουρα με τους δίσκους των KILLING JOKE η αναμονή είναι λιγότερο ανυπόφορη....
Rating: 8 / 10
Χρήστος Μίχος
Η Chelsea Joy Wolfe, έχει σταθερά ανοδική πορεία στο μουσικό στερέωμα. Ξεκίνησε από πολύ μικρή, εννέα ετών, να γράφει τραγούδια στο στούντιο του πατέρα της, ο οποίος έπαιζε σε ένα country συγκρότημα. To 2006, 23 ετών, ηχοφράφησε το πρώτο της άλμπουμ '' Mistake In Parting'' αλλά η ίδια απογοητεύτηκε από το αποτέλεσμα και όχι μόνο δεν το κυκλοφόρησε ποτέ (τουλάχιστον επίσημα, γιατί μπορεί κανείς να το κατεβάσει) αλλά ήταν και η αιτία για να σταματήσει να συνθέτει για τρία χρόνια, μέχρι το 2009 οπότε και κυκλοφορεί ένα tour cd e.p. και το 2010 αμέσως μετά την κυκλοφορία του Soundtarck VHS/Gold στην Jeune Été Records σε 30 αντίτυπα, κάνει το πρώτο της breakthrough με την Pendu records κυκλοφορώντας τα ''Grime and The Glow'' και ''Αποκάλυψις'' που την έφεραν στο προσκήνιο σαν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες καινούριες μουσικούς. Η Chelsea Wolfe παρέμεινε δραστήρια τα επόμενα δύο χρόνια, με μικρής διάρκειας ηχογραφήσεις καθώς και ένα live, μέχρι να υπογράψει σε μια από τις καλύτερες εταιρείες μεταλλικού και post rock ήχου αυτή την εποχή, την Sargent House.
Εκεί παραμένει μέχρι σήμερα αλλά και μέσω αυτής έχει κυκλοφορήσει τους δύο καλύτερους της δίσκους, ανάμεσα σε σινγκλς με τον King Dude και συλλογή με ακουστικά τραγούδια. Το ''Pain Is Beauty'' του 2012 ήταν από τα άλμπουμ εκείνα που παραμένουν αξέχαστα ακόμα και σήμερα λόγω της ψυχικής έντασης του τελειοποιημένου γοτθικού φολκ ιδιώματος της καλλιτέχνιδας, φτιαγμένο για να στοιχειώνει.
Το ''Abyss'' είναι το νέο σάουντρακ για το σκοτάδι, τη ζώνη των ονείρων, του υποσυνείδητου και των σκιών της Chelsea Wolfe και είναι το υποβλητικό αριστούργημα της καλλιτέχνιδας. Με θεματολογία που ξεκινά από την καταγραφή των εμπειριών της από την χρόνια παράλυση ύπνου που πάσχει και φτάνει μέχρι την χαρτογράφηση συναισθημάτων και καταστάσεων από τις «μάχες» με το σκοτάδι, τους εφιάλτες, τις σκιές, την ύπαρξη την ίδια.
Με αυτό το άλμπουμ δύο είναι οι πιο πιθανές αντιδράσεις. Είτε τρομάζεις και φεύγεις μακριά ανήσυχος για πολλές ώρες, είτε συγκινείσαι σε βαθμό που τα δάκρυα γίνονται μαύρα. Αδιαφορία δεν μπορείς να δείξεις, σε κάτι τόσο αυθεντικό όσο και οι εφιάλτες μας.
Από το υπερηχητικό «Carrion Flower», μέχρι το πικρό φινάλε του ομώνυμου δεν υπάρχει διέξοδος, δεν υπάρχει λύτρωση. Είναι μια συνεχόμενη, σκοτεινή μπαλάντα με μεταλλικές εξάρσεις απόγνωσης και αγωνίας δίχως όμορφες στιγμές, με το συναίσθημα στο κόκκινο να κλωτσάει και να σπαράζει.
Μουσικά, είναι ένα έργο, στο οποίο υψώνεται ηχητικό τοίχος, συμπαγές και αδιάρρηκτο, που μπορεί να συμπεριλάβει και να διαχειριστεί, να μεταφέρει, να αντέξει, την αγωνία, τα συναισθήματα, τους σκοτεινούς παλμούς και τον πόνο που εκφράζει, για άλλη μια φορά με την έντονη, παθιασμένη ερμηνεία της εύθραυστης φωνής της η καλλιτέχνιδα.
Ο John Congleton, στην κονσόλα της παραγωγής, δημιούργησε το κατάλληλο ηχητικό κλίμα με το οποίο όλο το νόημα και το συναίσθημα των τραγουδιών αποκτά περισσότερη αμεσότητα και κατευθύνεται ακριβώς εκεί που πρέπει.
Φυσικά τα εύσημα παίρνει και το υπόλοιπο γκρουπ που πλέον, μέσα σε αυτό το κλίμα, εστιάζει και ζωγραφίζει καλύτερα το αβυσσαλέο ηχητικό υπόβαθρο, που υπερισχύει στην αίσθηση παρά στην αδιέξοδη περιγραφή για επιρροές αλλά και αναφορές, ταυτόχρονα όμως, αναπτύσσει προστατευτικό ηλεκτρικό θόλο, για τις ιστορίες της Chelsea Wolfe. Το γκρουπ πλέον, είναι περισσότερο από ποτέ συνδεδεμένο με την εσωτερική ένταση της καλλιτέχνιδας όταν παίζει και εκφράζεται.
Το υπόλοιπο, βαρύ, φορτίο το επωμίζεται ο Mike Sullivan κιθαρίστας των RUSSIAN CIRCLES, που ανταποδίδει πλουσιοπάροχα τη χάρη (η Chelsea συμμετείχε καταλυτικά στο ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ τους ''Memorial'') και εξηλεκτρίζει και βαραίνει ακριβώς όσο απαιτείται τον ήχο, αποκαλύπτοντας την υφέρπουσα δύναμη της μουσικής της καλλιτέχνιδος αλλά και τα συναισθήματα δέους και φόβου για αυτή τη σκοτεινή περιπλάνηση. Ο doom metal κολοσσός που προκύπτει, χωρίς γαβγίσματα και υπερβολές, ενισχύει πιστότερα τη μαύρη Goth folk Γη της Wolfe.
Η βιόλα της Ezra Buchla χρωματίζει και προσθέτει διακριτικά περισσότερες έντονες στιγμές στις ηπιότερες στιγμές του άλμπουμ χωρίς όμως να υπερτονίζεται.
Το γενικό κλίμα του άλμπουμ γραπώνεται επάνω στον ακροατή όπως γραπώνεται στο συναίσθημα ο ήχος των SWANS τα τελευταία χρόνια. Γραπώνεται και ταρακουνάει τον ακροατή χωρίς να τον χαϊδεύει. Δεν είμαι σίγουρος αν στην αρχή το αντέχει κανείς σε όλη του τη διάρκεια.
Μετά όμως κυριαρχεί η επιθυμία να ολοκληρωθεί το ηχητικό αυτό ταξίδι έστω και αν είναι σκληρό. Η ελεύθερη πτώση στην ψυχική Άβυσσο, δεν είναι πλέον μοναχική υπόθεση, έχοντας παρέα αυτό το ροκ αριστούργημα...
Rating: 9,5 / 10
Χρήστος Μίχος
Ακριβώς ένα χρόνο μετά από το ντεμπούτο "Enter The Grove" το post-industrial/dark ambient σχήμα Conjecture του Βασίλη Αγγελόπουλου επιστρέφει με νέα δουλειά. Το "Nunavut" συνεχίζει από εκεί που μας άφησε ο προκάτοχός του. Πάλι με ενιαίο concept και με συγκεκριμένο ύφος αλλά αυτή την φορά με πηγή έμπνευσης το Νούναβουτ. Το οποίο είναι η βορειότερη και η μεγαλύτερη σε έκταση διοικητική διαίρεση του Καναδά. Όπου οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής είναι αυτόχθονες Ινουίτ (που συγγενεύουν φυλετικά με τους Εσκιμώους της Βόρειας Ευρώπης και της Γροιλανδίας). Η εστίαση στον σαμανισμό και στον γεωγραφικό αυτό προσανατολισμό, του κρύου έρημου τοπίου, θα διαμορφώσουν το θέμα του δίσκου. Πράγμα που μαρτυρούν και οι τίτλοι των τραγουδιών. Sastrugi, οι αιχμηρές ακανόνιστες ραβδώσεις που σχηματίζονται στην επιφάνεια του χιονιού από αιολική διάβρωση. Angakkuq, η πνευματική μορφή μεταξύ των Ινουίτ που αντιστοιχεί σε ένα σαμάνο. Polynya, μια περιοχή ανοιχτού νερού που περιβάλλεται από θάλασσα πάγου. Permafrost, χώμα το οποίο είναι κοντά η κάτω από το σημείο πήξεως του νερού. Graupel, μαλακό χαλάζι ή χιονοσφαιρίδια.
Με επίκεντρο το δυστοπικό αυτό παγωμένο τοπίο, ο Βασίλης Αγγελόπουλος μας εισάγει σε ζοφερούς αρκτικούς κόσμους. Το "Nunavut" μας τραβάει στην άβυσσο του ήχου του. Ένας ήχος καθαρός, σαφής, ειλικρινής και χωρίς συμβιβασμούς, πάντα με μελαγχολικό τόνο. Οι συνθέσεις κτίζονται αργά και αναδιπλώνουν με περάσματα από rhythmic noise, dark ambient και IDM. Η εμπειρία του τεχνικά αλλά και συνθετικά φαίνεται στα κομμάτια όπου τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Όλα δείχνουν άρτια, ειδικότερα οι λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα ο παραμικρός ήχος ενός beat μπορεί να κρύβει κάτι ενδιαφέρον για το αυτί και να εναρμονίζεται άψογα με την εκάστοτε ατμόσφαιρα. Η ικανότητα της μουσικής που σου επιφέρει τη διεύρυνση της φαντασίας κατά την ακρόαση, φανερώνει απλά τις κινηματογραφικές πτυχές της. Σκοτεινές ατμόσφαιρες, πολλές φορές εξωπραγματικές, που με αβίαστο τρόπο εισάγουν στοιχεία ambient που μεταμορφώνονται σε industrial και ηλεκτρονικά τιτιβίσματα. Κομμάτια σαν τα "Hard Rimes" και "Angakkuq" θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν standouts για την ρυθμικότητα τους που ‘σπάει’ τον πάγο και τις χαλαρωτικές και ονειροπόλες τους μελωδίες.
Ο δίσκος, ο οποίος κυκλοφόρησε στην γερμανική Raumklang Music, (που έχει κυκλοφορήσει καλλιτέχνες όπως τον Dirk Geiger) μας δείχνει την ανοδική πορεία αυτού του σχήματος που κάνει με το άλμπουμ αυτό ένα ώριμο βήμα μπροστά. Μάλιστα πρόσφατα, τον Απρίλιο, με αφορμή τη νέα κυκλοφορία πραγματοποίησε μια μικρή περιοδεία μαζί με το βουλγάρικο dark ambient / drone σχήμα My Trip σε Βουλγαρία, Σερβία, Ουγγαρία, Αυστρία, Τσεχία, Γερμανία και Πολωνία. Ο δίσκος που περιλαμβάνει έντεκα νέες συνθέσεις με πρόσθετα δύο remix, είναι instrumental κατά βάση με εξαίρεση τα guest φωνητικά από τον xThug15x και του ελληνικού hardcore συγκροτήματος Psycorepaths στο κομμάτι "The Hunt". Ο δίσκος απαιτεί αφοσίωση στην ακρόαση. Εδώ δεν μπορείς να ξεπετάξεις με μερικά απλά πεταχτά ακούσματα αποσπασμάτων, διότι οι συνθέσεις είναι έτσι φτιαγμένες που λειτουργούν μόνο στο σύνολο τους. Όποιος βρει τον πολύτιμο χρόνο για να αφιερώσει στο άκουσμα του και αφεθεί στη μυσταγωγία του, σίγουρα θα βιώσει μια ταξιδιάρικη και χαλαρωτική εμπειρία.
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Οι Dreamline είναι ουσιαστικά η εξέλιξη των Parasagas οι οποίοι ξεπήδησαν μέσα από τους South Of No North. Αποτελούνται από τον Γιώργο Κ. (μπάσο), Φοίβος(ντραμς), οι οποίοι ήταν στους South Of No North/Parasagas, τον Κωνσταντίνο Κούζα (πλήκτρα και σάμπλερ), μέλος της νέοτερης φάσης των Metro Decay και ο Housework (τραγούδι και κιθάρα) ο οποίος ήταν στην καινούρια σύνθεση των This Fluid. Το ''Here And Gone'' είναι το πρώτο τους άλμπουμ και εξελίχθηκε στη μορφή που το ακούτε από ηχογραφήσεις των Parasagas που πραγματοποιήθηκαν ζωντανά στο στούντιο και μετά ολοκληρώθηκαν με την προσθήκη sample, φωνής, κιθάρας και άλλων οργάνων ( melodica, μπαγλαμάς, music box κλπ) από τον Housework.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα σκοτεινό, υποβλητικό έργο που μπορεί να έχει τις δικές του αναφορές (D. Sylvian, B.Eno, Daniel Lanois,Robert Fripp,Tuxedomoon κλπ) αλλά λίγο μας απασχολεί από τη στιγμή που το σχήμα δημιουργεί κάτι προσωπικό και με χαρακτήρα. Η ψιθυριστή, σκοτεινή ερμηνεία του Housework ακολουθεί τα ρυθμικά, αιθέρια και ονειρικά παλμικά κύματα της υπόλοιπης μουσικής και η αίσθηση της κίνησης πάνω σε αυτή την Ονειρική Γραμμή είναι μόνιμη και σαγηνευτική.
Τα τραγούδια του άλμπουμ έχουν υπαρξιακή και σκοτεινή θεματολογία αλλά δε λείπει και το συναίσθημα του έρωτα (Sweet Betraying Eyes). Η προσεγμένη ενορχήστρωση και η καθαρή παραγωγή ισορροπούν τις χαμηλές συχνότητες, τις κιθάρες και τις ονειρικές στρώσεις των πλήκτρων διατηρώντας ένα ενιαίο χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Σίγουρα προδιαθέτει για συνέχεια αλλά και περιέργεια για τη ζωντανή απόδοση του. Δείχνει αρκετές δυνατότητες για περαιτέρω ανάπτυξη αλλά και ποιος δεν θα ήθελε να εισχωρήσει και να ταξιδέψει με τον ήχο του άλμπουμ και έξω από το σπίτι του μαζί με τους υπόλοιπους ακροατές.
Υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα αναρτημένα στο διαδίκτυο αυτή τη στιγμή αλλά το σχήμα δεν υποκύπτει στην συνηθισμένη πλέον διαδικτυακή προ-ακρόαση πριν την αγορά, αλλά όπως γινόταν και παλιά αφήνει τον ακροατή να τον ανακαλύψει μόνος του. Και σε αυτή την περίπτωση η αγορά του βινυλίου είναι η αρχή της παραδοσιακής τελετής ακρόασης. Αυτής που βγάζετε το βινύλιο απο τη θήκη και το ακουμπάτε με προσοχή επάνω στο πλατώ έχοντας από πριν φροντίσει να τοποθετήσετε αντιστατικό κάλυμμα επάνω του. Τοποθετείτε τη βελόνα στο βινύλιο, ο δίσκος γυρίζει και μαζί με αυτόν ένας ολόκληρος κόσμος αποκαλύπτεται και σας περιμένει να τον εξερευνήσετε όσες φορές επιθυμείτε. Και θα είναι πολλές οι φορές, πιστέψτε με.....
Rating: 8,5 / 10
Χρήστος Μίχος
*To άλμπουμ των Dreamline διατίθεται σε περιορισμένα κομμάτια και μόνο σε βυνίλιο, διαδυκτιακά, μέσω Discogs καθώς και στα καταστήματα: Le Disque Noir (Θεμιστοκλέους 29), Darkside (Εμμ. Μπενάκη 57, Εξάρχεια), Ζαχαρίας (Ηφαίστου 20, Μοναστηράκι) και Mr. Vinylios (Ηφαίστου 24, Μοναστηράκι).
ION είναι το βασικό και μακροβιότερο ως τώρα, μουσικό σχήμα του Γιάννη Παπαϊωάννου. Κυκλοφορεί με το συγκεκριμένο όνομα από το 1997 και αν πιστέψουμε το discogs μέχρι τώρα αριθμεί εννέα e.p. και τέσσερα lp, αλλά στη συγκεκριμένη δισκογραφία δεν περιλαμβάνεται το περσινό ''Through The Night'' e.p. οπότε ανεβάστε τα extended σε δέκα. Η τελευταία μεγάλου μήκους κυκλοφορία του ήταν το ''Elfish Tapes'' του 2010. Τότε είχε γίνει λόγος για μια τριλογία, την ''Elfish Circle Trilogy'', αλλά έως τώρα δεν έχουμε δει σημάδια από αυτό το σχέδιο. Φέτος όμως επιστρέφει με το ''Μαύρη Συχνότητα'' και όπως μας εξήγησε ο ίδιος ο καλλιτέχνης:
«... χαρακτηρίζει (και άρα συμβολίζει) μια περίοδο ησυχίας για τον ΙΟΝ. Ο "μαύρος θόρυβος" είναι ο όρος που στην τεχνολογία συμβολίζει την απόλυτη ησυχία. Και στα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία του "Elfish Tapes" υπήρξαν παρά μόνο μικρές ανάσες που έδιναν ένα στίγμα ζωής για αυτό το μουσικό μου πρότζεκτ. Έτσι, εδώ υπάρχουν κομμάτια που γράφτηκαν σε αυτή την περίοδο, κάποια πιο παλιά και κάποια πολύ καινούργια που αγγίζουν στιγμές στις οποίες έτρεχε πολύ ενεργά και το παράλληλο πρότζεκτ των Mechanimal... » .
Μαζί του, όπως και στο ''Elfish Tapes'', συμμετέχουν οι May Roosevelt, Σπύρος Φάρος και Ηλίας Κατελάνος, αλλά και οι Τάσος Νικογιάννης και Κώστας Ματιάτος, πρώην και νυν αντίστοιχα κιθαρίστες των Mechanimal. Στην εικαστική επιμέλεια αλλά και στο οπτικό μέρος του άλμπουμ όπως πάντα η Αγγελική Βρεττού.
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου δημιουργεί εικόνες στο κεφάλι του ακροατή με τους ήχους του και σχεδόν ποτέ δεν αποφεύγω αυτή τη συναισθητική προσέγγιση των συνθέσεων του με οποιοδήποτε σχήμα ηχογραφεί μουσική. Έτσι και στη ''Μαύρη Συχνότητα''. Η ακρόαση δημιουργεί χαλαρή διάθεση, ο ονειρικός και στοχαστικός του τόνος υποβάλλει τον ακροατή στην επιθυμία, να περπατήσει κυριολεκτικά στην ύπαιθρο μακριά από ηλεκτρομαγνητικές επιρροές και ατμοσφαιρική μόλυνση. Καθαροί ουρανοί, υποψία βροχής, αεράκι από τη θάλασσα, η Φύση γενικότερα είναι το περιβάλλον ή η επιθυμία για επιστροφή σε πιο φυσικό περιβάλλον ή ακόμα και αλλαγή πορείας μεταφορικά σε αντίθεση με το βομβίζον Αστικό παραλήρημα που συναντούμε στο άλλο του σχήμα , τους Mechanimal. Είναι παράλληλα και ένα από τα πιο προσωπικά άλμπουμ του ION, προϊόν μίας αρκετά δύσκολης εποχής και με σημαντικές αλλαγές στη ζωή του καλλιτέχνη. Όμως είναι ένα έργο περισσότερο φωτεινό από τα προηγούμενα του. Το φως διαπερνά τις περισσότερες συνθέσεις και μαζί με την κρυστάλλινη παραγωγή δίνουν στο άλμπουμ έναν ακόμα λόγο να μονοπωλήσει στις βόλτες τόσο στο ύπαιθρο όσο και στην ίδια την πόλη· είναι πρώτης τάξεως ηχητικό υλικό για ηρεμία μέσα στην καρδιά του «Αστικού θηρίου».
Συγκρίνοντας το με την προηγούμενη δισκογραφία, δεν παρατηρούμε δραματικές αισθητικές αλλαγές ή πισωγυρίσματα. Όμως διακρίνεται μια καθαρότητα στον ήχο όχι μόνο τεχνικής φύσεως αλλά και συνθετικής. Ο ήχος πλέον έχει περισσότερα επίπεδα, είναι πλούσιος σε μελωδίες και ενώ η ενότητα και το συγκεκριμένο ύφος γίνονται αντιληπτά από το πρώτο κιόλας άκουσμα, τα επιμέρους στοιχεία έρχονται σιγά σιγά σε κάθε ακρόαση και αποκαλύπτουν τον πλούσιο και όμορφο βυθό της «θάλασσας».
Τα στρώματα ήχου- βάσεις των συνθέσεων, η υποδόρια αλλά διακριτή ρυθμική γραμμή, οι επιπλέον προσφορές στο ηχητικό αποτέλεσμα των υπόλοιπων μουσικών στις κιθάρες και στο θέρεμιν, συνδυάζονται αρμονικά και τίποτε δεν χρησιμοποιείται καλλωπιστικά ή επιχρωματικά. Κάθε τι, ενισχύει και αλληλεπιδρά σε κάθε ακρόαση, στο αυτί του ακροατή και δημιουργεί αυτό το φιλόξενο, θερμό, αλληλεπιδραστικό κλίμα που κάνει αυτή τη ''Μαύρη Συχνότητα'' ένα άλμπουμ που λειτουργεί καλύτερα αν το ακούει κανείς καθ' οδόν και σε επανάληψη, παρά χωμένος ή σκεβρωμένος σε μια καρέκλα ή καναπέ στο σπίτι αλλάζοντας κάθε λεπτό τα κομμάτια στο cd ή στο pc.....
ION bandcamp
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
Οι Lower Cut δημιουργήθηκαν την άνοιξη του 2009 και από το 2011 και μέχρι σήμερα αποτελούνται από τους Ειρήνη Αργύρη (φωνητικά), Αλεξανδρος Δαρμής (synths, προγραμματισμός), Γιάννης Ευθυμίου (μπάσο, προγραμματισμός), Βασίλης Μπάλδος (ντραμς), Βαγγέλης Σταυρουλάκης ( κιθάρες). Το '''Off My Head'' είναι στην ουσία η τρίτη κυκλοφορία του Αθηναϊκού σχήματος ύστερα από το ομώνυμο e.p. του 2011 και το 3.3. e.p του 2012 που είχαν βγει μόνο σε ψηφιακό φορμάτ. Αφήνουμε εκτός τη μουσική τους επένδυση στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ του Αλέξανδρου Καραΐσκου «Ιστορίες από το Λιβαδερό» (καλύτερο ντοκιμαντέρ, Διεθνές Φεστιβάλ Πελοποννήσου 2013), γιατί μέχρι σήμερα δεν το έχω δει να κυκλοφορεί σε κάποια μορφή.
Ακολουθώντας την ηχητική πορεία τους, περνάμε από τον θολό, μελωδικό τους υπόγειο στο περισσότερο κατασταλαγμένο, πεπλατυσμένο και μερικούς τόνους φωτεινότερο indie και new wave pop διαμέρισμα αυτού του πρώτου ολοκληρωμένου τους άλμπουμ απ' όλες τις απόψεις. Το άλμπουμ περιλαμβάνει τρεις συνθέσεις (Trickery, Dreamwalkers, Goldfish) που έχουν ξανακουστεί και στις δύο προηγούμενες ηχογραφήσεις τους σε λίγο διαφορετικές εκτελέσεις αλλά και με ανδρικά φωνητικά στο πρώτο e.p. τους, που δείχνουν καλύτερα την εξέλιξη και βελτίωση τους στις ενορχηστρώσεις και στην παραγωγή. Το άλμπουμ κινείται μεταξύ της Βρετανικής indie κιθαριστικής παράδοσης των αρχών των '90'ς και της new wave περιόδου. Κυριαρχούν οι μελωδίες, οι κιθάρες πλέον έχουν βελτιώσει τις συνθήκες φωτισμού και η κλίση προς τους Βρετανούς shoegazers είναι εμφανής. Σε μια περίοδο που αναβιώνει το συγκεκριμένο είδος, ειδικά στην Αμερική, έχουμε πλέον και εδώ στην Ελλάδα κάτι αντίστοιχο. Όμως το καλό τεχνικό επίπεδο της μπάντας και το ισχυρό ατού των μελωδικών φωνητικών της Ειρήνης Αργύρη που στεφανώνουν κάθε τραγούδι με την απαραίτητη τρυφερότητα και μελωδικότητα, είναι στοιχεία που κάνουν την μπάντα να διαφοροποιείται χαρακτηριστικά από πολλά Αμερικάνικα του είδους.
Το (Some Random Summer) Rain ανοίγει όχι μόνο το άλμπουμ αλλά και το σεντούκι των αναμνήσεων που μας πηγαινοφέρνει από τα '90'ς στα '80'ς με χαρακτηριστική και ευφορική ευκολία, και μέχρι το τέλος του άλμπουμ αυτά τα συναισθήματα κυριαρχούν συνεχώς. Οι περισσότερο εξοικειωμένοι από παλιά ακροατές θα βρουν αρκετά στοιχεία που έχουν αγαπήσει και στο παρελθόν και θα εκτιμήσουν το γεγονός ότι σχήματα σαν τους FATAL CHARM μπορεί να έμειναν στην αφάνεια αλλά το πνεύμα τους ζει μέχρι σήμερα.
Οι τωρινοί, ενθουσιώδεις ακροατές αυτού του αγαπημένου ήχου ή ηχητικής κατάστασης θα ακούν με τις ώρες ήδη το άλμπουμ από την ημέρα που βγήκε. Γιατί απλά οι συγκυρίες βοήθησαν να κυκλοφορήσει το 2014. Κανονικά ο ήχος του άλμπουμ μας επιτρέπει να πούμε ότι δε γνωρίζει χρονικά περιθώρια, γιατί και το 2020 να έβγαινε πάλι με την ίδια χαρά θα το ακούγαμε...
Rating: 7,5 / 10
Χρήστος Μίχος
PS: Οι Lower Cut θα εμφανιστούν στο Death Disco στις 24/4/2015
Οι Σελοφάν έχουν καταφέρει τα τελευταία χρόνια να αναδειχθούν ως ένα από τα πιο δυνατά ονόματα της εγχώριας αντεργκράουντ σκηνής. Το ντουέτο, που ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για τον μίνιμαλ ήχο και που με ευλάβεια χρησιμοποιεί αναλογικό εξοπλισμό, κινήθηκε με προσεκτικά βήματα πάνω στο αναβιωμένο minimal synth ιδίωμα που κυριαρχούσε την εποχή που ξεκίνησαν. Έκτισαν βήμα βήμα και με προσεκτικές κινήσεις την πορεία τους, εδραιώνοντας το όνομα τους στο χώρο και μάλιστα πέρα από τα σύνορα της χώρας. Είναι από τα λίγα, μην πω από τα ελάχιστα ελληνικά σχήματα, που έχει παίξει τόσο πολύ στο εξωτερικό. Ο καρπός των προσπαθειών αυτών αποτυπώθηκε στο πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο τους άλμπουμ "Verboten" το 2013.
Φέτος επέστρεψαν δισκογραφικά με τον δεύτερό τους δίσκο "Tristesse". Ένας δίσκος που από το πρώτο κιόλας άκουσμα απλά αντιλαμβάνεσαι την ωρίμανση του ήχου τους. Το δεύτερο που παρατηρεί κανείς είναι ότι κερδίζουν το στοίχημα του «δύσκολου» δεύτερου άλμπουμ, μιας και είναι εμφανές ότι το "Tristesse" έχει μια βαρύτητα ηχητική που τραβάει τον ακροατή, στο σκοτεινό ηλεκτρονικό κατά βάση περιεχόμενό του. Οι Σελοφάν εδώ δείχνουν να πατούν γερά, γράφοντας μουσική έτσι ακριβώς όπως πηγάζει από μέσα τους. Δεν προσπαθούν θα αναλωθούν σε τετριμμένα μονοπάτια αλλά επιλέγουν να πειραματιστούν και να εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο. Βλέπουμε πλέον να αποκτούν έναν πλούσιο και γήινο ήχο (φαντάζομαι ότι σε αυτό μάλλον συμβάλλει το χεράκι του Χρήστου Μανωλίτση στο mix) και να εισάγουν φυσικά όργανα στις συνθέσεις (όπως με το στοιχειωμένο πιάνο του εναρκτήριου "Der Steppenwolf" ή το σαξόφωνο στο "Thunderbird") καταφέρνοντας να τα ενσωματώσουν με αρμονία στο ζοφερό κόσμο της μουσικής τους. Έναν κόσμο σκοτεινό και θλιμμένο όπως απεικονίζεται και στο εξώφυλλο. Μια μουσική κατάθεση που υμνεί τη διαφορετικότητα, είτε αυτή αναφέρεται στη μουσική ως τέχνη ή στη ζωή την ίδια.
Ο δίσκος ίσως φαντάζει δύσκολος και βαρύς αρχικά, αλλά εκεί θα έλεγα ότι είναι η μαγεία του. Το ομώνυμο τραγούδι "Tristesse", που είχε προηγηθεί ως σινγκλ, συνοψίζει σε λιγότερο από τρία λεπτά όλη την ουσία του δίσκου. Ένα εθιστικό κομμάτι με το μουντό μπάσο να πρωταγωνιστεί προσδίδοντας του ένα ακόμα πιο darkwave ύφος από το minimal synth που μας έχει συνηθίσει το συγκρότημα.
Στιχουργικά ο δίσκος είναι τρίγλωσσος με κομμάτια σε γερμανικά, αγγλικά και ελληνικά. Τα ελληνόφωνα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ξεχωρίζουν. Ίσως σε αυτό βοηθάει η οικειότητα της γλώσσας που τα καθιστά πιο εύκολα στο αυτί του ακροατή. Σε αυτά συγκαταλέγονται τα "Ναφθαλίνη" και "Φωτογραφικές Μηχανές", τραγουδισμένα από τον Δημήτρη. Ενώ η ερμηνεία της Ιωάννας που απαγγέλει σχεδόν υπνωτικά τις οδηγίες χρήσης του φαρμάκου αλπραζολάμη (που έχει αντιεπιληπτικές, αγχολυτικές, μυοχαλαρωτικές και υπνωτικές ιδιότητες) στο πομπώδες "Οδηγίες Χρήσης" είναι σχεδόν καθηλωτική. Ομοιότητές με την προηγούμενη δουλειά τους θα βρούμε και εδώ, με κομμάτια όπως τα "We Care For You" και το νευρωτικό "Microwave Lovers".
Στο σύνολο έχουμε ένα άλμπουμ που θεματικά στιγματίζεται έντονα από τη θλίψη, τον πόνο, την απελπισία, την κατάθλιψη. Προϊόντα μιας αποτυχημένης κοινωνίας που ωθεί στην περιθωριοποίηση, στο αδιέξοδο, στον εγκλωβισμό. Παρά το βαρύ κλίμα η ανθρώπινη φωνή δεν μένει απούσα. Μπορεί οι ανθρώπινες φιγούρες να δείχνουν θολές ή άψυχες, αλλά μέσα από το συνονθύλευμα αυτό των ηλεκτρονικών ήχων, βρίσκουν πραγματική ανθρώπινη υπόσταση με συναισθήματα.
Θα λέγαμε ότι οι Σελοφάν παίζουν με τους δικούς τους όρους. Οπότε η όποια κριτική στο έργο τους είναι καθαρά προσωπική και υποκειμενική. Κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα πόνημα που αν μη τι άλλο είναι ειλικρινές, δείχνοντας προσήλωση σε ένα προσωπικό όραμα και βίωμα που δεν μπορούμε παρά να σεβαστούμε. Κάτι τέτοιες δουλειές άλλωστε είναι που θα συζητηθούν, θα αγαπηθούν και θα μείνουν αφήνοντας το αποτύπωμα τους στην σκηνή αυτή που πορεύεται δημιουργικά μέσα σε δύσκολους καιρούς. Οι Σελοφάν κατέθεσαν την συνταγή. Εμείς δεν έχουμε παρά να δοκιμάζουμε λίγο από το φάρμακο αυτό, ενάντια της θλίψης, και να δούμε πόσο θεραπευτικό μπορεί να είναι.
Rating: 7,8 / 10
Νίκος Δρίβας
Η Kid Moxie είναι η Ελένη Χαρμπίλα. Ελληνίδα στην καταγωγή, μόνιμη κάτοικος του Λος Άντζελες, με ήδη ένα άλμπουμ στο ενεργητικό της (Selector, 2009) και μερικές συμμετοχές σε συλλογές ή άλμπουμ όπως των Fotonovella (A Ton Of Love, 2013). Χαρακτηρίζει τη μουσική της ''Gutter Pop'' και ανάθεμα αν καταλαβαίνω γιατί. Στο ''1888'', το δεύτερο άλμπουμ της, κυριαρχεί η ποπ με πλούσιες μελωδίες, απλές και λειτουργικές ενορχηστρώσεις, στιλπνή παραγωγή που δεν υποκύπτει στις ποπ επιταγές αλλά ούτε τις αντιμάχεται. Το φως και κυρίως οι σκοτεινοί τόνοι συνυπάρχουν σε κάθε σύνθεση της, με τις διαθέσεις να είναι σαφώς κοντά στα μεσάνυχτα.
Η φωνή της έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να χτυπά Νο.1 με δακρύβρεχτες μπαλάντες ή ναζιάρικα κομμάτια, αλλά είναι πολύ πιο έξυπνη και ευέλικτη για κάτι τόσο εύκολο. Αντίθετα δίνει ένα ευχάριστο και αισιόδοξο τόνο ακόμα και σε μελαγχολικές συνθέσεις, όπως το ''Ghost Town'' ή το περισσότερο κινηματογραφικά ''Museum Motel'' και ''1888'' στα οποία συμμετέχει καθοριστικά και ο Gaslamp Killer. Μπορεί φυσικά να γίνει διάσημη, αρκεί τα τσαρτ να μπορούσαν να αντέξουν την Ladytron-ικής λάμψης αλλά περισσότερο ώριμης κατάληξης ποπ του ''Jackueline The Ripper'' ή το ειδικό βάρος του μεγαλόπρεπου και επιβλητικού synthpop του ''Lacuna''. Πρόκειται για δύο συνθέσεις, που εύκολα μπορούν να κοπούν και σε σινγκλ για ραδιοφωνικές και άλλες εφαρμογές, που ο περφεξιονισμός της ενορχήστρωσης και παραγωγής δεν στεγνώνει τις συνθέσεις αλλά και τους δίνει την ποπ λάμψη που έχουν από καταβολής έμπνευσης.
H ηλεκτροποπ που ακούμε στο ''1888'' απλώνεται και πέρα από τα κλαμπ, δείχνει να θέλει να επεκταθεί ακόμα περισσότερο βάσει των παραπάνω συνθέσεων. Η διασκευή στο ''Mysteries Of Love'', το τραγούδι επιτομή της αιθέριας ποπ αθωότητας που χαρακτήριζε το φινάλε της σκληρής,άγριας ταινίας του D.Lynch '' Blue Velvet'', δεν ερμηνεύεται όπως η άυλη και πασπαλισμένη με ζάχαρη και δάκρυα, εκδοχή της Julee Cruise, αλλά με την συγκίνηση της ανάμνησης ή της αναζήτησης της αθωότητας και της Αγάπης. Εκτέλεση που κοιτά προς τα πάνω, σε αντίθεση με την Αιθερική πρώτη εκτέλεση δεν ακούγεται σαν την Ελπίδα που έρχεται από τον ουρανό και διαλύει τα σύννεφα αλλά σαν μια επίκληση για βοήθεια από ψηλά. Μια από τις καλύτερες διασκευές πάνω σε αυτή την σύνθεση των Bandalamenti/ Lynch χωρίς αμφιβολία και δεν είναι τυχαίο που η Elena Charbila δεν είναι μόνο μέλος στο David Lynch Foundation αλλά έχει περισσότερο ενεργό ρόλο σε αυτό.
Το ''1888'' δεν είναι μόνο η χρονιά που ο Jack The Ripper έστειλε την περίφημη επιστολή από την ''Κόλαση'', ο Τόμας Έντισον κατέθεσε αίτηση για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τον «οπτικό φωνογράφο» (η πρώτη κινηματογραφική ταινία) ή η χρονιά που ο Έρικ Σατί έγραψε τις ''Γυμνοπαιδιές''. Είναι και ο τίτλος ενός πολύ όμορφου, καλοφτιαγμένου άλμπουμ ποπ μουσικής, που χωρίς φανφάρα και φτιασίδια στέκεται με αξιώσεις και ξεχωρίζει φέτος από πολλές αντίστοιχες κυκλοφορίες.
Rating: 7,8 / 10
Χρήστος Μίχος
Pages