Το 'supergroup' των Eden House, που αποτελείται από μέλη γνωστών και μη Gothic Rock συγκροτημάτων, επιστρέφει με το δεύτερο του άλμπουμ "Half Life". Είχαν κάνει αίσθηση με το ντεμπούτο "Smoke & Mirrors" το 2009 και συνέχισαν να δίνουν πολύ καλά δείγματα γραφής με το περσινό πολύ καλό EP "Timeflows". Οι Eden House γίνονται όλο και καλύτεροι με κάθε τους κυκλοφορία και δείχνουν να έχουν βελτιωθεί όσον αφορά τη συνεργασία μεταξύ τους, αποκτώντας ακόμα πιο συμπαγές και δεμένο ήχο.
Μιας και μιλάμε για 'supergroup' νομίζω πως πρέπει να αναφέρουμε και την σύνθεση των μουσικών, κάτι που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις καταβολές τους. Ο βασικός τους πυρήνας αποτελείται από τους Stephen Carey (This Burning Effigy / Adoration) στις κιθάρες, Tony Pettitt (Fields Of The Nephilim / NFD) στο μπάσο, Simon Rippin (Nephilim / NFD) στα τύμπανα, Andy Jackson (ηχολήπτης των Pink Floyd / David Gilmour) στις κιθάρες, Bob Loveday (βιολιστής που έχει συνεργαστεί με Bob Geldof και Van Morrison) και Amandine Ferrari (Banished) στα φωνητικά. Μετά έχουμε μια πλειάδα από guest μουσικούς όπως Simon Hinkler (The Mission) και Phil Manzanera (Roxy Music) στις κιθάρες και τους Monica Richards (Faith & The Muse), Lee Douglas, Jordan Reyne, Laura Bennett, Queenie Moy, Meghan-Noel Pettitt και Phoenix J. να μοιράζονται τα φωνητικά.
Ο δίσκος ξεκινάει με το πρώτο single "Bad Men" ένα μελωδικό και μαγευτικό mid-tempo τραγούδι με trip-hop ρυθμό και υπνωτικά φωνητικά που τα παρέχει εδώ η Monica Richards (Faith & The Muse). Το όλο ύφος του κομματιού, με το grooving bass ειδικότερα, εμένα μου φέρνει στο μυαλό κάτι από τους Curve, το alternative rock συγκρότημα της Toni Halliday στις αρχές της δεκαετίας του '90. Το "Indifference" που ακολουθεί είναι περισσότερο προσανατολισμένο σε μια ατμοσφαιρική διάθεση, όπου η φωνή είναι σαγηνευτική και η μελωδία του υπέροχη. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο ενδιαφέροντα με το "Wasted On Me" που είναι μια από τις αξιομνημόνευτες στιγμές του δίσκου. Έχει μια αιθέρια φωνή (που εδώ ανήκει στην Laura Bennett) και ένα γαλήνιο ρυθμό που ξαφνικά εκρήγνυται με μεγάλη ενέργεια και φτάνει σε μια κλιμακούμενη κορύφωση. Οι συνειρμοί με All About Eve είναι αναπόφευκτες (αν και εδώ δεν βρίσκουμε την Julianne Regan που είχε συμμετάσχει στο πρώτο τους δίσκο).
Από την μέση και κάτω του δίσκου αρχίζουν και διαφαίνονται περισσότερο τα Gothic Rock στοιχεία του συγκροτήματος μιας και φέρνουν μπροστά τα πιο μυστικιστικά ηχοτοπία των Fields Of The Nephilim. Εδώ συγκαταλέγονται τα "The Empty Space", "The Tempest" (ένα τέλεια ισορροπημένο κομμάτι που έχει μια καλή δόση της ενέργειας και πολύ ενδιαφέρουσες μεταβάσεις με το χαρακτηριστικό μπάσο των Nephs), "City Of Goodbyes" (που σε ένα σημείο του τα φωνητικά μοιάζουν επικίνδυνα στο "Bohemian Rhapsody" των Queen!). Το "First Light" που κλείνει το δίσκο αποπνέει κάτι μοναδικό, ένα κράμα trip-hop και goth rock, και αυτό ίσως είναι η ελκυστική πλευρά του μιας και ακούγεται πολύ διαφορετικό από τα υπόλοιπα.
Οι βετεράνοι λοιπόν με το δεύτερο τους άλμπουμ έχουν καταφέρει να μας παρουσιάσουν ένα πολύ όμορφο αποτέλεσμα, γεμάτο ατμοσφαιρικές κιθάρες και αιθέριες γυναικείες φωνές. Χωρίς να διατυμπανίζουν κάτι επικό, αρέσκονται να αφήσουν τις συνθέσεις τους να μιλήσουν από μόνες τους. Μια δουλειά που λειτουργεί ήσυχα, αθόρυβα αλλά καταφέρνει να σε κερδίσει. Θα έλεγα πως δίνουν μια νέα πνοή στο Αγγλικό gothic rock (που είχε ξεπέσει τα τελευταία χρόνια) παρόλο που τα μοτίβα που χρησιμοποιούν μας είναι ήδη γνώριμα. Αν και μιλάμε για κιθαριστικό gothic rock, ο δίσκος έχει το καλό στο ότι δεν αφήνει να βγαίνουν πολύ μπροστά οι κιθάρες, επιτρέποντας έτσι να εναρμονίζονται με τα υπόλοιπα όργανα.
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Έφτασε η στιγμή για τον Lumiere Brother να κυκλοφορήσει τον δεύτερο δίσκο του. Περίπου 4 χρόνια μετά το ντεμπούτο του (ως Lumiere Brother) το πρώην μέλος των Serpentine επιστρέφει με το "Twenty One". Ο Lumiere Brother είναι μια περίεργη περίπτωση τραγουδοποιού. Ενώ μουσικά θα μπορούσε να είναι στα ίδια επίπεδα αναγνωρισιμότητας με καλλιτέχνες όπως η Μαριέτα Φαφούτη για παράδειγμα, κάτι οι επιλογές του να κάνει ελάχιστες εμφανίσεις, κάτι τα μεγάλα διαστήματα που αφήνει μεταξύ των κυκλοφοριών του, τον εντάσσουν σε μια δική του κατηγορία. Αυτό μπορεί να είναι καλό για τον ίδιο ως καλλιτέχνη, όμως ίσως είναι κρίμα να μη μαθαίνει περισσότερος κόσμος το όνομα του.
Το "Twenty One" λοιπόν κυκλοφορεί από την Inner Ear και αποτελείται από δώδεκα κομμάτια. Την αρχή κάνει το γρήγορο και κατά διαστήματα επικό "A Sign On Your Back" το οποίο λειτουργεί (και λόγω της μικρής του διάρκειας) ως εισαγωγή δίνοντας τη σκυτάλη στο πολύ όμορφο "Beauty and the List" του οποίου οι στίχοι ταιριάζουν απόλυτα με το εισαγωγικό του sample (από κάποια καλλιστεία του Ohio υποθέτω!). Στη συνέχεια μπαίνει το, πιο ήπιων τόνων, "Behind You" που θυμίζει Βρετανική μπάντα αρχών της δεκαετίας του 2000. Ένα πραγματικά εξαιρετικό τραγούδι. Τα "Between the Lines" και "Compass" κινούνται σε αρκετά πιασσάρικα επίπεδα και κρατάνε υψηλά τον πήχη που έχει θέσει ο Lumiere Brother όσον αφορά τις ενορχηστρώσεις αλλά και την έξυπνη δομή (που ίσως σαν μόνο αρνητικό να λέγαμε πως επαναπαύεται πολλές φορές σε συγκεκριμένες φόρμουλες). Πέραν του πιάνο το οποίο αποτελεί και το βασικό όργανο στα τραγούδια του δίσκου, την εμφάνιση τους κάνουν και κάποιες απλές κιθάρες αλλά και φυσαρμόνικες οι οποίες δένουν τρομερά με τα πολύ "συμπαγή" τύμπανα. Στα υπόλοιπα 2 τραγούδια μπορούμε να πούμε πως ο δίσκος κάνει μια μικρή "κοιλιά" καθώς πέφτουν λίγο και οι εντάσεις μέχρι το τέλος του "Somewhere in Berlin" όπου κάνουν την εμφάνιση τους τα synths τα οποία δίνουν μια άλλη διάσταση στο κομμάτι και σε αναγκάζουν να επαναφέρεις την προσοχή σου στον δίσκο. Το ομώνυμο του άλμπουμ όπως και το "White Walls" δεν έχουν αυτό το "κάτι" που βρίσκεις στα υπόλοιπα κομμάτια, όμως δεν είναι κουραστικά στο άκουσμα. Πολύ καλή επιλογή το "Who will Guide you" για προτελευταίο τραγούδι του LP μιας και ανεβάζει τους τόνους και αφυπνίζει έπειτα από 2 σχετικά αργά κομμάτια δινοντας τη θέση του στο τελευταίο "You and your Golden Clock". Το μόνο κομμάτι του δίσκου που ίσως να έχει γραφτεί πάνω σε γραμμές κιθάρας και όχι σε πιάνο. Οι ακουστικές κιθάρες αναλαμβάνουν τον ρυθμό ενώ τα πλήκτρα γεμίζουν με μελωδία τον ελεύθερο χώρο. Ένα πραγματικά όμορφο τραγούδι το οποίο κλείνει ιδανικά το "Twenty One".
Σε γενικές γραμμές μιλάμε για έναν δίσκο που αδικείται για δύο λόγους. Την εποχή που κυκλοφόρησε αλλά και τη καταγωγή του καλλιτέχνη. Εάν ο συγκεκριμένος δίσκος είχε κυκλοφορήσει μια δεκαετία πριν από Βρετανό καλλιτέχνη, ίσως να είχε και μια άλλη τύχη. Ο Lumiere Brother δίνει στον ακροατή ένα μεστό αποτέλεσμα με πολύ προσεγμένες ενορχηστρώσεις και πιασάρικα τραγούδια. Με μία μικρή δόση υπερβολής, μπορούμε να πούμε πως το "Twenty One" θα μπορούσε να είναι το ιδανικότερο comeback που δεν έκανε ποτέ ο Badly Drawn Boy.
Rating: 7,2 / 10
Αντώνης Κωνσταντάρας
Η μουσική, όπως και όλες οι τέχνες (υποθέτω) αντλεί τη μαγεία της από το γεγονός ότι δε μπορεί να μπει σε καλούπια ούτε να εκφραστεί με μοντέλα που βασίζονται στη λογική. Δεκτόν. Δε χρειάζονται περίπλοκες αναλύσεις για να εξηγήσεις τη συγκίνηση που σου προκαλεί το αγαπημένο σου άλμπουμ: Απλά στην προκαλεί και αν έχει κανείς αντιρρήσεις τα μπογαλάκια του και σε άλλη γειτονιά. Επειδή ωστόσο στο postwave μας αρέσει να πηγαίνουμε κόντρα στο ρεύμα, θα επιχειρήσουμε αμέσως τώρα, ψυχαναγκαστικά και οπωσδήποτε με μια γερή δόση αυθαιρεσίας, να ορίσουμε τον δεκάλογο ενός καλού δίσκου:
1.Υφολογική συνέπεια: Το σωστό άλμπουμ δεν πρέπει να φαντάζει ως συρραφή ετερόκλητων κομματιών αλλά να αποτελείται από συνθέσεις που έχουν ομοιογένεια, ηχητική συγγένεια και αβίαστη εναλλαγή.
2.Ιδιαίτερη ταυτότητα: Το να αντιγράψεις πετυχημένες συνταγές καλλιτεχνών γνωστής αξίας μπορεί να δώσει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, όμως η πραγματική αξία βρίσκεται στην πρωτοτυπία, την υιοθέτηση νέων ιδεών και τη δημιουργία ενός έργου προσωπικού που σε χαρακτηρίζει ως συγκρότημα.
3.Ευελιξία: Τα μουσικά ιδώματα - ταμπέλες δεν πρέπει να λειτουργούν ως φραγμοί. Το συγκρότημα που σέβεται τον εαυτό του θα καταφέρει να συγκεράσει όλες τις μουσικές επιρροές του, από shoegaze, post-rock μέχρι και 70's ψυχεδέλεια και Χατζηδάκι, που λέει ο λόγος.
4.Η μελαγχολία δε συνεπάγεται κατ' ανάγκη και βαρεμάρα: Ακόμα και οι πιο αργές συνθέσεις δικαιούνται να έχουν βάθος, χρώμα και εναλλαγές. Και να σου αποκαλύπτουν ένα νέο επίπεδο με κάθε ακρόαση. Εκεί βρίσκεται και η ομορφιά τους.
5.Ούτε η νοσταλγική διάθεση συνεπάγεται ότι ο δίσκος είναι και παλιομοδίτικος. Δεν είναι δυνατόν να απαιτούμε από κάθε κυκλοφορία να αλλάξει τον τρόπο που ακούμε τη μουσική. Όσο χρειαζόμαστε τους δίσκους - ορόσημα, άλλο τόσο θέλουμε και κυκλοφορίες που να μας θυμίζουν τι αγαπάμε στη μουσική με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο. Και δεν πρέπει αυτή η προσέγγιση να χαρακτηρίζεται ελαφρά τη καρδία ως ανακύκλωση, γιατί μπορεί να γίνεται με τέτοιο μεράκι και ταλέντο που να είναι όσο φρέσκια χρειάζεται.
6.Ερασιτεχνική δουλειά δε σημαίνει κατ' ανάγκη και προχειρότητα. Ακόμα και αν το στούντιο βρίσκεται στο δωμάτιό του, ο καλλιτέχνης που έχει όραμα θα βγάλει αποτέλεσμα ανώτερο από συναδέλφους του που μπορεί να διαθέτουν πολλαπλάσια μέσα.
7.Η εσωστρέφεια είναι συνήθως κακός σύμβουλος. Το ότι ανήκεις (και άρα απευθύνεσαι) σε μία μικρή αγορά δεν αποτελεί άλλοθι για οποιουδήποτε είδους προχειρότητες και παραλείψεις.
8.Η μουσική εξέλιξη ενός συγκροτήματος πρέπει να αποτελεί βασικό στοιχείο της ταυτότητάς του, ακόμα και αν το συγκρότημα έχει παραδώσει δύο μόλις κυκλοφορίες.
9.Εξίσου βασικό στοιχείο είναι η σεμνότητα και οι χαμηλοί τόνοι. Έχουμε κουραστεί από "καλλιτέχνες" με συμπεριφορά χιλίων καρδιναλίων και φουσκωμένα μυαλά που καταλήγουν να διαγράφουν πορεία πυροτεχνήματος.
10.Και ναι, θα το πω και αυτό: Η ποιότητα ενός δίσκου μπορεί να φανεί παντού. Ακόμα και στο εξώφυλλό του.
Προφανώς καταλάβατε ότι ο παραπάνω "δεκάλογος" μόνο τυχαίος δεν ήταν. Το Mets των No Clear Mind είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εγχώριες κυκλοφορίες που έχω ακούσει ποτέ και αποτελεί από κάθε άποψη έναν άρτιο, ολοκληρωμένο δίσκο που δε χορταίνεις να επαναλαμβάνεις κάθε ώρα της ημέρας. Συγκεντρώνει τις επιρροές του με κομψότητα και χάρη, περιέχει μία πληθώρα ολοκληρωμένων ιδεών και δεν αφήνει ούτε στιγμή τον ακροατή ξεκρέμαστο. Είναι πάντα όμορφο όταν με τόσο απλά υλικά κατορθώσεις να φτιάξεις μία ωραία συνταγή. Οι No Clear Mind αποτελούν μία δυνατή προσθήκη στο πολύ καλό ρόστερ της Inner Ear και ελπίζουμε να μας φιλοδωρήσουν και μελλοντικά με εξίσου ποιοτικές κυκλοφορίες.
Rating: 8 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Στην αυγή ενός αιώνα κατά τον οποίο τα μουσικά "πυροτεχνήματα" σκάνε και εξαφανίζονται με ρυθμούς που θυμίζουν πρωτοχρονιά στο κέντρο της Αθήνας, οι καλλιτέχνες με σταθερή πορεία και διαχρονικά ποιοτική δισκογραφία είναι ανεκτίμητοι. Οι National, άφθαρτοι μετά από 12 χρόνια δισκογραφικής δραστηριότητας, αποδεικνύουν με το νέο, θαυμάσιο album τους ότι ανήκουν στην αφρόκρεμα του ανεξάρτητου rock.
Το "Trouble Will Find Me" δεν είναι αριστούργημα. Και δεν είχε την πρόθεση να είναι. Το έχει δηλώσει και η μπάντα άλλωστε: μετά το πολυβραβευμένο, έξοχο "High Violet", δεν τους ενδιέφερε να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, αλλά να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που αγαπούν, απαλλαγμένοι από το βάρος της επιτυχίας. Και μπορεί το παραπάνω να έχει αποτελέσει άλλοθι για ανέμπνευστες προχειρότητες από πολλούς καλλιτέχνες στο παρελθόν, όμως στην περίπτωση των National τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Ο δίσκος επιβάλλει από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα ακρόασης τη λιτότητά του. Ήχος πιο άδειος, ενορχηστρώσεις back to basics, μελωδίες απλούστερες, τεχνική σχεδόν ανύπαρκτη. Εξαίρεση αποτελούν κάποια σχετικά σύνθετα μέτρα που ξεφεύγουν από τα τετριμμένα 4/4 και 3/4 που κυριαρχούν στο 95% της pop και της rock. Συνολικά, ωστόσο, κυριαρχεί μια λογική αφαιρετική, η οποία απογυμνώνει τη μελαγχολική ατμόσφαιρα και φωτίζει τα βαρύτονα φωνητικά του Matt Berninger, που είναι και το μεγαλύτερο αναγνωριστικό της μπάντας. Το σημαντικότερο, όμως, όλων είναι ότι ακόμα και με τα στοιχειώδη συστατικά, οι National σερβίρουν για μια ακόμη φορά αξιοζήλευτα κομμάτια. Κομμάτια που μπορεί να μην εντυπωσιάζουν τόσο όσο το Fake Empire, το Bloodbuzz Ohio ή το Terrible Love, όμως είναι πανέμορφα μέσα στην απλότητά τους.
Οι συνεργασίες στο πλαίσιο του "Trouble Will Find Me" πολλές και ενδιαφέρουσες. Μεταξύ άλλων συνεισέφεραν μεγαθήρια της indie όπως ο Sufjan Stevens, η St. Vincent, η Sharon Van Etten και ο Richard Reed Parry των Arcade Fire (άσχετο με το θέμα μας, αλλά η αναμονή για το νέο τους album έχει καταντήσει μαρτυρική), χωρίς όμως να έχει αποσαφηνιστεί η συμβολή του καθενός. Η κινητικότητα αυτή, πάντως, γύρω από την παραγωγή του εν λόγω δίσκου αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του συγκροτήματος.
Ο μοναδικός σκεπτικισμός που δημιουργεί ο δίσκος αφορά τη θεματολογία του και την ατμόσφαιρά του. Όσο καλοί κι αν είναι οι National στην αποτύπωση της ανθρώπινης θλίψης, όσο ώριμα και αν προσεγγίζουν τη μοναξιά και το μαρασμό, όσο επιδέξια κι αν αποφεύγουν το μελό, μετά από τόσα χρόνια μοιάζουν αυτοπαγιδευμένοι σε αυτή την εκφραστική μανιέρα. Είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστεί κανείς το συγκρότημα να ανοίγει ορίζοντες για κάτι διαφορετικό και -γιατί όχι;- κάτι πιο εύθυμο. Και αυτό μόνο καλό δεν είναι. Πόσες ακόμα εκφάνσεις της ψυχικής αιμορραγίας τούς έχουν μείνει για να θίξουν, μέχρι να αρχίσουν να ξεχειλώνουν το ζήτημα και να καταλήξουν γραφικοί;
Το παραπάνω, βέβαια, δεν αφορά το παρόν, παρά μόνο δημιουργεί προβληματισμό για το μέλλον. Για την ώρα, το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος είναι να αφεθεί στην ατόφια ηχητική ομορφιά του "Trouble Will Find Me" και να απολαύσει μια μπάντα πιο σίγουρη από ποτέ για τον εαυτό της.
Rating : 8 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Οι Γάλλοι Soror Dolorosa μας είχαν απασχολήσει και στο παρελθόν, όπως και θα μας απασχολήσουν και τώρα με το τρίτο τους άλμπουμ "No More Heroes" που πολύ απλά αποτελεί ότι πιο φρέσκο και αναζωογονητικό στο λεγόμενο coldwave/gothic ιδίωμα.
Το καλό που έχουν οι Soror Dolorosa είναι ότι δεν ακολουθούν το κλασικό στερεότυπο συγκροτημάτων τύπου Sisters Of Mercy, λάθος που κάνουν πολλά άλλα γκρουπ και απλά καταντάνε κακά κακέκτυπα και κλώνοι. H εμφάνιση του τραγουδιστή τους Andy Julia με τα μαύρα γυαλιά ηλίου μπορεί να παραπέμπει στον Andrew Eldritch, αλλά κατά τα άλλα οι Soror Dolorosa είναι ένα πολύ χαρισματικό συγκρότημα που με κάθε του κυκλοφορία αποδεικνύει την αξία του.
Στο εξώφυλλο απεικονίζεται μια αισθησιακή θηλυκή παρουσία η οποία φορά ένα δερμάτινο μπουφάν που το κοσμούν από την μία κονκάρδες συγκροτημάτων όπως Bauhaus, Siouxsie και UK Decay, ενώ από την άλλη πλευρά υπάρχει μόνο μια μεγαλύτερη που απλά αναγράφει No More Heroes, το τίτλο του δίσκου. Μια εμφατική και θεματική επανάληψη της διαπίστωσης που είχαν κάνει οι Stranglers πριν 35 χρόνια.
Από τον πρώτο κιόλας ήχο του μπάσου στο εναρκτήριο "Silver Square" δίνεται και ο τόνος του δίσκου και καταλαβαίνεις για το τι θα επακολουθήσει. Ατμόσφαιρα από την σκοτεινή δεκαετία του '80. Βαθύ σαγηνευτικό μπάσο, θλιμμένες αλλά μελωδικές κιθάρες και σπαρακτική ερμηνεία. Μια συνταγή που αν πετύχει αποδίδει αριστουργήματα.
Ακούγοντας όλο το δίσκο, δεν υπάρχει το προφανές single και τελικά καταλήγεις μετά από 2 με 3 ακούσματα ότι δεν ξεχωρίζει κάποιο γιατί και οι εννέα συνθέσεις του δίσκου είναι ισάξιες. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι το tempo κάποιων τραγουδιών, που πέφτει και τα καθιστά απλά ακόμα πιο σκοτεινά, βλέπε "Sound & Death", "Hologram" και "Wormhole" (που κυριολεκτικά σε τραβάει μέσα στην υπνωτική καθοδική του πορεία).
Οι πιο "radio friendly" συνθέσεις είναι τα "Dany" με την αξιομνημόνευτη κιθάρα, "The Figure Of The Night" και "A Dead Yesterday" που αποτελεί ίσως την πιο φωτεινή στιγμή του δίσκου, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα κομμάτια είναι και τα καλύτερα.
Οι τέσσερις αυτοί Γάλλοι λοιπόν έχουν καταφέρει να φτιάξουν ένα δίσκο μελωδικό και εθιστικό, που είναι γεμάτο από συναισθήματα και μελωδίες που ανάλογα με το ρυθμό, μπορεί να σας ρίξει σε μια πίστα για χορό ή να σας κρατήσει συντροφιά τις πιο κρύες και σκοτεινές νύχτες του χειμώνα. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο ήχος τους είναι η χρυσή τομή ανάμεσα στην ευαισθησία και μελωδικότητα των Cure και την βαριά μαύρη μουντίλα των Sisters Of Mercy. Αν σας κέντρισα το ενδιαφέρον με τα παραπάνω, τότε μην διστάσετε να ακούσετε το "No More Heroes". Σίγουρα δεν θα βγείτε χαμένοι.
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Οι Savages είναι ένα ακόμα όνομα από τη λίστα BBC Sound Of 2013 που κυκλοφορεί το ντεμπούτο του. Μια λίστα που σχεδόν πάντα πέφτει μέσα στην ανάδειξη των εμπορικότερων νέων ονομάτων, αλλά αρκετές φορές αστοχεί σε θέματα διαχρονικότητας και ουσιαστικής ποιότητας των καλλιτεχνών. Και μπορεί οι Savages να μην κατάφεραν να μπουν στην τελική πεντάδα της λίστας αυτής, αλλά το ντεμπούτο τους αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από αξιόλογο.
Σε πρώτη ανάγνωση, το "Silence Yourself" αποτελεί δίσκο όχι απλά μπαγιάτικο, αλλά δύο φορές μπαγιάτικο. Αναβιώνει τον post-punk ήχο από τα late 70's και τα 80's, ο οποίος έχει ήδη αναβιωθεί τα τελευταία 10 χρόνια από μπάντες όπως οι Interpol, οι Editors και οι White Lies και πλέον μάλλον έχει ξεπεραστεί. Με την ειδοποιό διαφορά ότι πρόκειται για γυναικείο συγκρότημα με γυναικεία φωνητικά, η μουσική κληρονομιά τους εστιάζεται κυρίως στους Siouxsie And The Banshees, αλλά επεκτείνεται και προς Public Image και Joy Division μεριά, από τους οποίους κλέβουν ασυστόλως μπασογραμμές και patterns στα drums.
Η παντελής έλειψη αυθεντικότητας στον ήχο, ωστόσο, αντισταθμίζεται από την εντυπωσιακή ενέργεια των κοριτσιών από το Λονδίνο. Ενέργεια η οποία ξεκινάει από το δυνατό songwriting, επεκτείνεται στο singing της εκρηκτικής Jehnny Beth και απογειώνεται σύμφωνα με φήμες στις ζωντανές τους εμφανίσεις, οι οποίες λέγεται ότι αποτελούν εμπειρία που αξίζει να ζήσει κανείς. Η ακρόαση του album τους δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ότι οι Savages παίζουν στα δάχτυλα το είδος το οποίο υπηρετούν.
Μια από τις μεγάλες επιτυχίες της μπάντας (αλλά και των παραγωγών Johnny Hostile και Rodaidh McDonald) είναι το γεγονός ότι καταφέρνουν να παίζουν με πολλή φασαρία, χωρίς όμως να χάνεται ποτέ η ισορροπία. Η υπερπληθωρική, ορμητική, ασυγκράτητη (θα μπορούσαμε να κολλήσουμε δεκάδες άλλα επίθετα εδώ) ερμηνεία της Beth, σε συνδυασμό με το εντονότατο distortion στις κιθάρες θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα ηχητικό τσίρκο. Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα είναι απόλυτα ελεγχόμενο και δεν ξεφεύγει ποτέ από τα όρια του καλαίσθητου. Χωρίς υπερβολή, πολύ σπάνια πλέον έχουμε τη χαρά να ακούμε τόσο καλοπαιγμένο post-punk.
Μια σύντομη περιήγηση στην tracklist είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς την τεράστια περιεκτικότητα του δίσκου σε καλό υλικό. Το πρώτο μισό του δίσκου είναι αλάνθαστο, δεν έχει την παραμικρή αστοχία. Από το χειμαρρώδες "Shut Up" που ανοίγει το δίσκο, μέχρι το ατμοσφαιρικό "Waiting For A Sign", μόνο καλά κομμάτια υπάρχουν. Ειδικά αυτό το τελευταίο, σε κάθε άκουσμα ηχεί όλο και πιο μεγαλειώδες. Το καλύτερο κομμάτι, όμως, το έχουν κρύψει στο δεύτερο μισό και συγκεκριμένα στην προτελευταία θέση. Δεν είναι άλλο από το "Husbands", ένα αψεγάδιαστο single που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από εκείνα που έβαιναν στις καλές μέρες του post-punk. Ανελέητη μπότα, κιθάρα που προκαλεί ταχυπαλμία, ωμή ενέργεια και μια Beth που ερμηνεύει σαν δαιμονισμένη.
Μετά από επανειλημμένες ακροάσεις, τα συμπεράσματα είναι σαφή. Το "Silence Yourself" δεν είναι παρά μια πάρα πολύ καλή αναπαραγωγή του μουσικού παρελθόντος. Άψογα δουλεμένο, άψογα εκτελεσμένο και γεμάτο με κομμάτια που σου επιβάλλουν τη σιωπή, όπως λέει και ο τίτλος του. Για όσους αγαπούν τον post-punk ήχο και δεν ψάχνουν το κάτι διαφορετικό είναι ένας δίσκος χάρμα. Και για όσους πάσχουν από τη δική μου listomania, θα επιχειρήσω να κάνω μια πρόβλεψη: μην εκπλαγείτε αν βρίσκεται στο top 10 των περισσότερων περιοδικών και sites στα year end lists το Δεκέμβριο.
Rating : 8 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Δεν είναι πολλά τα ονόματα που έρχονται στο μυαλό αν κάποιος αναζητήσει αξιόλογους νέους καλλιτέχνες που εμφανίστηκαν κατά την τρέχουσα δεκαετία και έφεραν φρέσκους ήχους, όμως αυτό του James Blake είναι στανταράκι. Και όχι άδικα, μιας και έχει κυκλοφορήσει αρκετά ενδιαφέροντα EPs και (κυρίως) ένα ντεμπούτο που με ενθουσίασε προσωπικά πριν 2 χρόνια, δείχνοντας εξαρχής ότι ο τύπος έχει καινοτόμο αντίληψη της μουσικής, αντιμετωπίζει σοβαρά τη δημιουργία και επομένως ήρθε για να μείνει.
Στο δεύτερό του δίσκο με τίτλο "Οvergrown" (πόσο ειρωνικό για έναν 25χρονο;), ο James Blake εμφανίζεται σίγουρα "grown", αλλαγμένος σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν του. Ο ήχος του έχει απλοποιηθεί, έχει γίνει πιο προσιτός. Η σιωπή, που κατείχε τον πρώτο λόγο, έχει σχεδόν εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση της σε έναν ήχο πιο πληθωρικό. Οι soul συνθέσεις με το χαρακτηριστικό του πιάνο έχουν λιγοστέψει, για να αφήσουν χώρο σε περισσότερο ρυθμικά ηλεκτρονικά μοτίβα, τα οποία ενίοτε φλερτάρουν και με το νέο R&B των 2010's. Και κυρίως, το κέντρο βάρους έχει κάπως φύγει από τον εντυπωσιασμό της πρωτοτυπίας του ήχου και έχει μετατοπιστεί περισσότερο προς τις συνθέσεις αυτές καθ' αυτές, οι οποίες εμφανίζονται εδώ αρκετά βελτιωμένες.
Ναι, ο δεύτερος αυτός δίσκος του είναι ακόμα καλύτερος από το ντεμπούτο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι τόσο στο προηγούμενο album, όσο και στο τελευταίο EP του, τα καλύτερα κομμάτια ήταν διασκευές (Limit To Your Love της Feist και A Case Of You της Joni Mitchell αντίστοιχα). Εδώ ο James Blake μάς δείχνει για πρώτη φορά ότι δεν τις έχει ανάγκη για να φτιάξει ένα δυνατό σύνολο. Κομμάτια σαν τα Retrograde, Overgrown, I Am Sold και Voyeur το αποδεικνύουν περίτρανα. Περιθώριο για ακόμα καλύτερες συνθέσεις υπάρχει, βέβαια, και κάτι μου λέει ότι με τέτοια αλματώδη πρόοδο που έχει σημειώσει μέχρι τώρα, στο επόμενο album θα πρέπει να περιμένουμε κορυφαία πράγματα...
Αυτό που δεν έχει αλλοιωθεί ούτε στον ελάχιστο βαθμό είναι ο ιδιαίτερος προσωπικός του χαρακτήρας, που είναι και το στοιχείο που τον έκανε να ξεχωρίσει ανάμεσα στους δεκάδες παραγωγούς που έχουν ξεπηδήσει τα τελευταία χρόνια από την post-dubstep σκηνή. Μπορεί να έχει σαφείς επιρροές (μια από αυτές και ο Brian Eno, o οποίος συμμετέχει στην παραγωγή του Digital Lion), όμως κανείς άλλος δεν ακούγεται σαν τον James Blake. Ποιος άλλος συνδυάζει έτσι την εντελώς up-to-date παραγωγή με την κλασική μουσική παιδεία (βλέπε σπουδές στο κλασικό πιάνο) και τα φωνητικά-έκπληξη; Πόσοι παραγωγοί ηλεκτρονικής μουσικής εκτός από δημιουργοί κινηματογραφικών, ατμοσφαιρικών τοπίων είναι και καλοί singers/songwriters; Πόσοι καταφέρνουν να προσδώσουν συναισθηματική διάσταση στον εξ' ορισμού αυτοματοποιημένο ηλεκτρονικό ήχο;
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο James Blake είναι πολύ ιδιάζουσα περίπτωση καλλιτέχνη. Δεν ήρθε στο μουσικό προσκήνιο για να ενισχύσει κάποιο υπάρχον ρεύμα, ήρθε για να φτιάξει το δικό του. Αυτό του ηλεκτρονικού τροβαδούρου της νέας εποχής. Και σε μια ηλεκτρονική εποχή που δυστυχώς το focus γίνεται ολοένα και περισσότερο στον ήχο και την παραγωγή, οι καλλιτέχνες που συμβαδίζουν με το πνεύμα της χωρίς να ξεχνούν την ιδιότητα "μουσικός" είναι αναγκαίοι.
ΥΓ. Είναι ευχής έργον που θα τον υποδεχτούμε στο φετινό Ejekt τον Ιούλιο σ' αυτή τη συγκυρία, μετά από ένα τόσο καλό album.
Rating : 8,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Οι Γερμανοί πρωτοπόροι Projekt Pitchfork από το Αμβούργο με frontman τον Peter Spilles δεν χρειάζονται καμία ιδιαίτερη εισαγωγή. Ηχογραφούν και περιοδεύουν ασταμάτητα από το 1991 και ο πολύς κόσμος θα τους γνωρίζει από τα πιο επιτυχημένα τους κομμάτια "Carnival" του 1998 και το club hit "Timekiller" του 2001. Θεωρούνται αδιαμφισβήτητα είδωλα του EBM / Industrial χώρου, και έχουν κερδίσει ένα πιστό και αφοσιωμένο κοινό κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών. Με τη μουσική τους να κυμαίνεται από την Darkwave στην ΕΒΜ, θα λέγαμε ότι ο ήχος τους προσδιορίζεται γενικά από τα επιβλητικά synth, τα δυνατά beats και τα δραματικά μονότονα φωνητικά.
Ο Peter Spilles εδώ, μαζί ακόμα με το αρχικό μέλος Dirk Scheuber και τον Jürgen Jansen στα keyboards, έχει καταφέρει να παρουσιάσει ένα έργο που είναι αντάξιο της φήμης τους. Το νέο άλμπουμ "Black" βρίσκει το συγκρότημα σε πλήρη ισχύ, ξεκινώντας δυναμικά με το βαρέως τύπου χορευτικό "Pitch-Black" που παρά την σχεδόν οκτάλεπτη διάρκεια του δεν κουράζει καθόλου. Σε αυτό ο Spilles τραγουδά για τις απόψεις του για την σημερινή κοινωνία και των προβλημάτων της κάνοντας το ακράδαντα επίκαιρο, "I disagree with society, We don't have to sit and wait, As financial market's bait" και επιμένοντας να περιγράφει και το απόλυτο τέλμα, την μαυρίλα και την απογοήτευση που νιώθουν σήμερα οι άνθρωποι. "Pitch black, We're crawling down the cave, Pitch black, Into society's own grave". Η συνέχεια είναι εξίσου δυναμική με τα κοφτά beats του "Drums Of Death" ενώ το επόμενο track "Enchanted Dots Of Light" φέρει ένα φοβερό bass line. Εδώ κλείνει και το πρώτο μέρος του δίσκου με τα τρία αυτά κομμάτια που θα ακουστούν λογικά και στα dancefloors.
Το στιχουργικό περιεχόμενο όπως είδαμε και παραπάνω έχει κεντρικό ρόλο στο δίσκο, όπως στο "The Circus" που παρά την πιασάρικη και κλιμακωτή μελωδία, στιχουργικά κάνει σκληρές επικρίσεις για το πώς η μετριότητα της κοινωνίας εκτρέφει και ενθαρρύνει το status quo. Το σίνγκλ "Rain" (που συνοδεύετε από ένα πολύ ταιριαστό και καλαίσθητο βίντεο) και είναι αυτό που θα έχει την πιο ευρέα απήχηση, συνδυάζει κλασικά new wave στοιχεία με έναν πιο 'gothic' χαρακτήρα. Ο ρυθμός πέφτει αισθητά με το απαισιόδοξο "Contract" στο οποίο πάνω από ένα σκοτεινό groove του μπάσου o Spilles με μια φωνή γεμάτη γρέζι θα τραγουδά "I must let go, Before you turn to stone, And your frozen heart, Drags us into the unknown". Το πιο ρυθμικό "Storm Flower" που ακολουθεί εκπέμπει επιτέλους μια αισιοδοξία μέσα στην όλη μαυρίλα που περιβάλει το δίσκο. "You are the colours in my dreams, Heaven is just not what it seems, We will rise to the limits of it all, We will be the beginning and the fall".
Η μουσική που παρουσιάζεται σε αυτό το άλμπουμ μέσα από τις δέκα συνθέσεις του εκτός από την αυστηρή χρήση των βαρέων electro ρυθμών σε stomp ύφος διακρίνεται από τα synth που έχουν μια πολυμορφία και πιάνουν ένα εύρος που περιλαμβάνει futurepop και aggrotech, χωρίς όμως να περιορίζεται εκεί. Τα φωνητικά του Peter Spilles παραμένουν αξιόλογα, σκληρά, καυστικά και δηλητηριώδη όσο ποτέ.
Ο δίσκος έχει το καλό ότι δεν κάνει κοιλιά και κρατά το ενδιαφέρον του ακροατή με σωστή ροή. Όσο οδεύει προς το φινάλε βρίσκουμε το όμορφο και σαρωτικό από πλευράς ατμόσφαιρας των synths "Acid Ocean", ενώ το ανεβαστικό ρυθμικά "Black Sanctuary" είναι ένα κάλεσμα σε δράση εναντίον της παρασιτικής φύσης των μαζών. Ο δίσκος κλίνει με τον μηδενισμό του "Nil". "I am less than you, Less than love, Less than hate, And less than pain".
Rating: 7 / 10
Νίκος Δρίβας
Το βρίσκω σχεδόν αδύνατον να ακούσω μία οποιαδήποτε ελληνική κυκλοφορία χωρίς να αναλογιστώ πόσο πολύ έχει αλλάξει το τοπίο στην εγχώρια μουσική βιομηχανία ("βιομηχανία"... λέμε τώρα...) την τελευταία δεκαετία - δεκαπενταετία. Από το σημείο εκείνο όπου αρκούσε η ύπαρξη ενός κιθαρίστα και μίας απλά ανεκτής φωνής για να εξασφαλίσουν ένα τσούρμο συγκροτήματα συμβόλαια, και μάλιστα σε καλές δισκογραφικές, ενώ ταυτόχρονα ο Σφακιανάκης γινόταν εφτά και οκτώ φορές πλατινένιος, φτάσαμε στο σημείο όπου οι εταιρείες αυτές μας άφησαν χρόνους, τα παραδοσιακά δισκάδικα του κέντρου όπου κατεξοχήν πάιρανμε μάτι τις νέες κυκλοφορίες έγιναν (ως επί το πλείστον) φούρνοι και ο Notis μας κλείνει το μάτι από τα περίπτερα, ανάμεσα σε περιοδικά μαγειρικής και σταυρόλεξα. Και όσο τετριμμένη κι αν ακούγεται αυτή η σκέψη, δε μπορώ να μην αναρωτιέμαι πόσο καλύτερη μουσική θα ακούγαμε αν κάποια σχήματα είχαν την τύχη να γεννηθούν λίγα χρονάκια πιο πριν.
Γιατί το ταλέντο υπάρχει, φτάνει και περισσεύει και γίνεται πιο "χειροπιαστό" σε περισσότερο εξειδικευμένα μουσικά ιδιώματα (metal, post-rock κλπ), εκεί όπου ο "ορκισμένος" ακροατή με την αφοσίωσή του θα καλύψει το κενό του ανύπαρκτου promotion, θα διαδώσει σε blogs και forums τη νέα του μουσική "ανακάλυψη", θα ενημερωθεί από πιο ανεξάρτητες πηγές και, γιατί όχι, θα καταθέσει και τον οβολόν του τιμώντας τη μπάντα που κατάφερε να του τραβήξει το ενδιαφέρον μέσα από το πλήθος. Και τελικά, εκμεταλλευόμενοι (με την καλή έννοια) την αγάπη και τη στήριξη "στοχευμένων" οπαδών, πολλοί καλλιτέχνες καταφέρνουν μέσα στη ζοφερή αυτή πραγματικότητα και να επιπλεύσουν και να μας φιλοδωρούν συχνά-πυκνά με αξιόλογες κυκλοφορίες. Μία από αυτές τις περιπτώσεις καλλιτεχνών, όχι ιδιαιτέρως γνωστοί στο ευρύτερο κοινό, είναι και οι Afformance.
Μετρώντας σχεδόν μία δεκαετία ύπαρξης, μπορεί να μην έχουν μεγάλη δισκογραφική στέγη, ωστόσο έχουν στο ενεργητικό τους ήδη μία μεγάλου μήκους κυκλοφορία (A Glimpse To The Days That Pass, 2010) η οποία έγινε δεκτή με πολύ καλές κριτικές στους κύκλους των "μυημένων", με αποκορύφωμα την ανακήρυξή της ως άλμπουμ της εβδομάδας στο πολύ ενημερωμένο blog-βίβλο του post-rock ΤheSirensSound. Παραμένουν ταυτόχρονα και αρκετά δραστήριοι συναυλιακά, με πολλές εμφανίσεις εντός Ελλάδας αλλά και περιοδείες εκτός συνόρων. Και μας απασχολούν τώρα με την πρόσφατη, μικρού μήκους δουλειά τους που ακούει στο όνομα The Place και που, ενώ ξεκίνησε ως soundtrack μίας χοροθεατρικής παράστασης (στα χνάρια του BA BA TI KI DI DO των Sigur Ros) μπορεί να σταθεί πολύ άνετα ως αυτούσια κυκλοφορία. Και παρουσιάζει μάλιστα και ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως μία πολύ καλοδεχούμενη εξέλιξη του τρόπου γραφής της μπάντας.
Αφήνοντας τα αμιγώς κιθαριστικά μονοπάτια του ντεμπούτου τους, οι Afformance δείχνουν μία υπέρμετρη διάθεση να διευρύνουν τον ήχο τους, υιοθετώντας περισσότερα ηλεκτρονικά στοιχεία και εστιάζοντας περισσότερο στο βάθος των συνθέσεών τους και λιγότερο στην ένταση. Το εναρκτήριο Dough Claws κάνει νωρίς-νωρίς σαφείς τις πειραματικές τους διαθέσεις, είναι ambient χωρίς να γίνεται ούτε δευτερόλεπτο βαρετό και δημιουργεί ένα κλίμα επιβλητικό που διατηρείται καθ' όλη τη διάρκεια της ακρόασης. Τα Stride και Covered In Scales που ακολουθούν αποτελούν δύο πλήρεις συνθέσεις, ενδεικτικές ίσως του νέου στυλ γραφής τηης μπάντας, με το δεύτερο να έχει πιο έντονες διακυμάνσεις και ξεσπάσματα αλλά το πρώτο να κλέβει τις εντυπώσεις για τη συνθετική ισορροπία του και την ευκολία με την οποία κάνει να χωρέσουν τόσες ιδέες σε ένα κομμάτι που είναι κάτω από 5 λεπτα. Το Narcoleptic που λήγει την εμπειρία δε δικαιολογεί καθόλου τον τίτλο του, είναι δυνατό και ψυχωμένο και σου δημιουργεί την ανάγκη να ακούσεις το EP ακόμα μία φορά. Έχουμε τελικά να κάνουμε με μία δουλειά που δε θα κάνει κανέναν να λυπηθεί τα απανωτά 20λεπτα που θα ξοδέψει για να την ακούσει. Και αυτό από μόνο του είναι μία πρώτης τάξης επιτυχία.
Το The Place είναι μία κυκλοφορία μικρού βεληνεκούς και κάπως περιορισμένων φιλοδοξιών, δε μπορεί να το αρνηθεί κανείς αυτό. Ωστόσο, αποτελεί μία δουλειά ικανή να αποτελέσει το εφαλτήριο των Afformance ώστε να εκτιναχθούν σε άλλο επίπεδο. Η παραγωγή είναι πάρα πολύ καλή, επαγγελματική σε βαθμό... παρεξήγησης, αναδεικνύει άψογα τον ήχο του συγκροτήματος και αποτελεί ένα μεγάλο κερδισμένο στοίχημα. Σε συνδυασμό με την φυσική εξέλιξη των συνθέσεων της μπάντας προς πιο πειραματικά μονοπάτια, το ΕP αυτό αφήνει υποσχέσεις ότι το δεύτερο full album των Afformance θα αποτελέσει μία ακόμα πιο πλήρη εμπειρία που όχι μόνο θα φέρει νέους οπαδούς, αλλά θα κάνει και το αποφασιστικό βήμα προς την καθιέρωση στην εγχώρια post-rock σκηνή. Ταλέντο υπάρχει, ιδέες υπάρχουν και ο επαγγελματισμός τους θυμίζει παίχτες μεγαλύτερης κατηγορίας. Παρακολουθούμε άραγε μια σπουδαία μπάντα που γεννιέται; Ο χρόνος θα μας δείξει...
Rating: 8,5 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Δεν χρειάζεται βέβαια βιογραφικό σημείωμα ο Karl Bartos, ούτε οι Kraftwerk στους οποίους συνέβαλε τα μέγιστα κατά την περίοδο 1975 - 1990. Αν και θα ήταν άδικο να μην αναφέρουμε για μια ακόμα φορά πως δίσκοι σαν το The Man Machine, που κοσμεί την παγκόσμια δισκογραφία σαν ένα από τα επιδραστικότερα άλμπουμς στην ιστορία της μουσικής και βασικός καταλύτης για την εξέλιξη της electropop, δεν θα ήταν το ίδιο αν δεν είχε βάλει ο Bartos το χεράκι του.
Το "Off The Record" δεν είναι ακριβώς καινούριος δίσκος. Πρόκειται για αρχειακό υλικό που εκτείνεται από το 1975 έως το 1993, το οποίο ο Bartos συγκέντρωσε, μετέφερε και επεξεργάστηκε εκ νέου στον υπολογιστή του. Ουσιαστικά έχουμε μια δουλειά που βασίζεται στο "μυστικό ακουστικό ημερολόγιο" που συντηρούσε ο Bartos κατά τις εργάσιμες ημέρες του στους Kraftwerk και το αποτέλεσμα είναι οικείο μιας και κινείται στα γνώριμα electro pop θέματα των Γερμανών «ρομποτανθρώπων». Ακόμα και το εξώφυλλο προσκολάται σε αυτή την αισθητική, παρουσιάζοντας ένα unhuman προσωπείο του Bartos να κοιτά το κενό.
Το άλμπουμ ξεκινά με το πομπώδες "Atomium", το σινγκλ που προηγήθηκε του δίσκου, με έντονα μπάσα, κοφτά synths και ρομποτικά φωνητικά γεμάτα vocoder. Τραγούδι φόρος τιμής για το εμβληματικό κτίριο των Βρυξελλών που κατασκευάστηκε για το 1958 World's Fair. "Welcome to one of the most emblematic buildings in the world...". Οι συνειρμοί με Kraftwerk αναπόφευκτοι. Το πράγμα όμως θα έλεγα ότι έχει δύο όψεις. Από την μια έχουμε ένα Karl Bartos να αναλώνεται στα περασμένα μεγαλεία του παλιού συγκροτήματος του και από την άλλη να μας δίνει την ευκαιρία να ακούσουμε κάτι ακόμα από την πρωτοποριακή δημιουργική εποχή τους. Και αν αναλογιστούμε ότι οι εναπομείναντες Kraftwerk έχουν να παρουσιάσουν κάτι νέο εδώ και μια δεκαετία, μάλλον με έλκει η δεύτερη όψη του νομίσματος.
Ακολουθεί το γερμανόφωνο "Nachtfahrt", ένα κλασικό electro pop κομμάτι, σάουντρακ νυχτερινών αστικών περιπλανήσεων κάτω από την λάμψη των neon lights... Το ίδιο ευχάριστα ηχεί και το "International Velvet". Μια φουτουριστική ρετρό μπαλάντα που σε ταξιδεύει στο παρελθόν μεταφέροντας τον ακροατή σε πιο glamorous εποχές (κάπου στην Νότια Γαλλία ας πούμε) άλλα που έχει την ικανότητα να λειτουργεί το ίδιο uplifting και σήμερα. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και το catchy "Without A Trace Of Emotion" όπου στιχουργικά ακούμε μερικά cheesy στερεότυπα τύπου "I wish I could remix my life to another beat" αλλά και μια πιο ανθρώπινη πλευρά "Every single day I am here to let you know / Whatever happens to you I won't let go, I won't let go".
Το "Music Ex Machina" που μοιάζει ότι πιο φρέσκο στο δίσκο, είναι βασισμένο σε σύνθεση των Electronic (Bernard Sumner, Johnny Marr), το b-side "Imitation Of Life", κομμάτι στο οποίο είχε συμβάλει και ο Bartos. Ενώ τα "Instant Bayreuth" και "Hausmusik" ηχούν σαν long lost classics άλλων δεκαετιών που για κάποιο ανεξήγητο λόγο βλέπουν τώρα το φως της μέρας.
Η όλη προσπάθεια εδώ δεν εντυπωσιάζει, ούτε προτείνει κάποια μουσική καινοτομία. Είναι όμως άξια προσοχής και εκτίμησης, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Bartos στα 60 του κατορθώνει ακόμη να προωθεί τις ιδέες που τον βοήθησαν να καθορίσει την μουσική πίσω στη δεκαετία του '70. Μπορεί να μην έχει την τελειομανία των Kraftwerk, κάτι που κάνει το αποτέλεσμα πιο απτό, αλλά πιστεύω γενικά ότι το "Off The Record" θα αρέσει σε όποιον συγκινούν οι πρωτοπόροι της ηλεκτρονικής μουσικής από το Ντίσελντορφ. Το ότι κυκλοφορεί κάτω από το όνομα του Bartos διευκολύνει τα πράγματα, μιας κι έτσι δεν χρειάζεται να υπερ-αναλυθούν τα πάντα.
Rating: 7 / 10
Νίκος Δρίβας
Pages