Το υπέροχο ντεμπούτο της Anna Calvi ήταν από τους καλύτερους δίσκους του 2011, με την υποψηφιότητα για το Mercury Prize να είναι ένα μόνο παράδειγμα της ευρύτερης αποδοχής που δικαίως γνώρισε. Η Calvi τότε μας είχε συστηθεί παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως μια απόλυτα ώριμη και κατασταλαγμένη καλλιτεχνική οντότητα, γεγονός που απέρρεε τόσο από τον ήχο, όσο και από την εικόνα της. Υπέρκομψη, ντυμένη πάντα στα μαύρα και στα κόκκινα, με τον κότσο, τη γόβα και τα χρυσά κοσμήματα, απέπνεε τον αέρα κινηματογραφικής δραματικής ντίβας, με την κλασική telecaster σε sunburst απόχρωση να αποτελεί το μοναδικό οπτικό στοιχείο που παρέπεμπε σε κάτι το rock. Όσο για τον ήχο της, ακροβατούσε περίτεχνα ανάμεσα στο PJ Harvey-ικό alternative rock και τις προσωπικές, arty αισθητικές πινελιές από το flamenco και το κλασικό τραγούδι. Ήταν κάτι το εντελώς συνειδητοποιημένο και ολοκληρωμένο, οπτικά και ακουστικά.
Ο νέος της δίσκος έρχεται και βροντοφωνάζει ότι είναι ένα αγχωμένο δεύτερο βήμα. Η Calvi ένιωσε την ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί πλήρως, ενδεχομένως από φόβο μήπως της καταλογίσουν κάποιου είδους στασιμότητα. Όχι μόνο έχει δώσει τέλος στην πρότερη περσόνα της όπως την ξέραμε, αλλά συγχρόνως έχει σαλπάρει ηχητικά προς τόσες πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, που μοιάζει να έχει χάσει τον μπούσουλα. Άλλοτε ακούγεται ως δεύτερη PJ Harvey ("Tristan"), άλλοτε πλησιάζει το lo-fi ("Piece By Piece"), άλλοτε οδηγείται σε noise ξεσπάσματα ("Love Of My Life", "Cry"), ενώ φτάνει μέχρι και σε σχεδόν avant-garde καταστάσεις (δεύτερο μισό του "Carry Me Over"), σε ορχηστρικά μέρη με βιολιά ("Sing To Me") ή σε ατμοσφαιρικούς ηλεκτρονικούς ήχους ("One Breath"). Για το τέλος επιφυλάσσει το πλέον απρόσμενο κλείσιμο, με τα δύο τελευταία ρυθμικά ασπόνδυλα κομμάτια, που θυμίζουν experimental ήχους που ακούμε κατά καιρούς σε διάφορους καλλιτέχνες.
Η Anna Calvi προσπάθησε να τα κάνει όλα, αλλά τελικά δεν καταφέρνει και πολλά. Η έξυπνη ισορροπία που υπήρχε στον ήχο της δεν υφίσταται πλέον. Όλος αυτός ο ηχητικός πανζουρλισμός καθιστά το album απρόσιτο και κουραστικό. Η σύγχυσή της περνάει κατευθείαν στον ακροατή, αποπροσανατολίζοντάς τον και αφήνοντάς τον μόνο και αβοήθητο να παλεύει να κρατηθεί από κάπου για να χωνέψει την ανομοιομορφία που του ξεδιπλώνεται. Η αγριάδα της ξαφνικά χάνει τη γοητεία της και γίνεται καταπιεστική. Γιατί να πρέπει να υποβληθούμε σε δοκιμασίες υπομονής για να γευτούμε τις κρυμμένες αρετές;
Το "One Breath" έχει τις στιγμές του, δεν είναι τόσο καταστροφικό όσο θα συμπέραινε κανείς αν σταματούσε την ανάγνωση στην προηγούμενη παράγραφο. Υπάρχουν αξιόλογες μελωδίες, υπάρχουν καλές ερμηνείες, υπάρχουν όμορφα ορχηστρικά μέρη. Ωστόσο, οι στιγμές αυτές είναι τόσο άτεχνα δεμένες, τόσο πολύ αφημένες στη μαύρη τύχη τους και σε μια τόσο χαλαρή αλληλουχία, που τελικά πνίγονται και χάνονται. Μέσα στο δίσκο δεν υπάρχει ούτε ένα κομμάτι που να μην αφήνει την αίσθηση του ανικανοποίητου, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Έτσι, τελικά ο δίσκος χαντακώνεται και η Anna Calvi γίνεται ένα ακόμη θύμα του φαινομένου του "δύσκολου δεύτερου album".
Rating : 5,8 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Η μπάντα που το 2004 με εκείνο το άπαιχτο ντεμπούτο παρέδωσε μαθήματα για το πώς μπορεί να είναι χορευτική η indie rock (ή εγκεφαλική η post-punk, όπως το δει κανείς) επιστρέφει. Τα ραντεβού πλέον έχουν αραιώσει και γίνονται στην τετραετία, ενώ o Alex Kapranos έκλεισε αισίως τα 41. Παρόλα αυτά, οι Franz Ferdinand ακούγονται φρέσκοι και νεανικοί, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε.
Το "Right Thoughts, Right Words, Right Action" είναι με διαφορά ο πιο pop δίσκος τους. Είναι ανάλαφρο, μελωδικό, χαρούμενο και funky στο μεγαλύτερο μέρος του. Δεν έχει ούτε τις "σκληρές" κιθάρες του ντεμπούτου, ούτε τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς του "Tonight: Franz Ferdinand". Είναι μάλλον πιο κοντά στο ύφος του δεύτερου δίσκου.
Όχι ότι είναι αντίστοιχου επιπέδου σε θέματα songwriting, βέβαια. Για την ακρίβεια, τα πράγματα εδώ είναι αρκετά μπερδεμένα. Διότι ο δίσκος περιέχει μεν ορισμένα διαμαντάκια, τα οποία σίγουρα θα εγκρίνονταν για album tracks του "You Could Have It So Much Better", αλλά κάνει και κοιλιές με κομμάτια αρκετά υποδεέστερα. Για παράδειγμα, τα τρία πρώτα, που αποτελούν και τα τρία singles που έχουν βγει μέχρι στιγμής, αναδεικνύουν άψογα τη χορευτική πλευρά της μπάντας και είναι το λιγότερο απολαυστικά. Το ίδιο και τα εξαιρετικά "Treason! Animals." και "The Universe Expanded", μέσα στα οποία κρύβονται οι πιο έξυπνες μελωδίες του δίσκου. Από την άλλη, όμως, τα υπόλοιπα κομμάτια ακούγονται αδιάφορα. Παρά την αξιοπρεπέστατη ενορχήστρωση και τη στυλιστική καλαισθησία για την οποία το όνομα της μπάντας αποτελεί εγγύηση, τελικά είναι μάλλον άστοχα.
Το γεγονός ότι ο δίσκος λίγο πολύ διατηρεί την ηχητική ταυτότητα των Franz Ferdinand είναι συγχρόνως η μεγαλύτερη ευλογία και κατάρα. Όσο θαυμάσιο είναι το να βλέπεις μια μπάντα να μένει αναλλοίωτη, αυθεντική και πιστή σ' αυτό που ξέρει να κάνει καλά μετά από 10 χρόνια δισκογραφικής δραστηριότητας, τόσο αυτό λειτουργεί αποτρεπτικά σε επίπεδο εξέλιξης και αντιεμπορικά σε επίπεδο marketing, καθώς αυτομάτως αποκλείει το συγκρότημα από τα σύγχρονα μουσικά trends, εγκλωβίζοντάς το σε έναν κύκλο αναμασήματος που ως γνωστόν έχει φθίνουσα ποιοτική πορεία. Το στοίχημα για τον Alex Kapranos και την παρέα του είναι μετά από τόσα χρόνια να ξαναμπούν στην ελίτ της indie rock, όμως ο δίσκος είναι αρκετά στάσιμος και εφησυχασμένος για να συντελέσει σε κάτι τέτοιο.
Η συνολική εικόνα, πάντως, είναι θετική και για αυτή τη δουλειά των Franz Ferdinand, κι ας μη φτάνει τα επίπεδα εφευρετικότητας των προηγούμενων δίσκων. Χώρια από το γεγονός ότι ακούγεται και χορεύεται εύκολα, το "Right Thoughts, Right Words, Right Action" παρέχει αρκετούς λόγους για να επιστρέψει κανείς σε αυτό. Θα χαρούμε να το ακούμε για καιρό - και όχι μόνο στο σπίτι μας.
Rating : 7 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Οι κάτοικοι της Κυψέλης γνωρίζουμε καλύτερα από τον οποιονδήποτε τι εστί Κυψέλη εν έτει 2013. Κάθε γωνιά της γειτονιάς αυτής αποπνέει εγκατάλειψη και μαρασμό. Πάνω από κάθε δρόμο, πλατεία και πάρκο αιωρείται η αλλόκοτη μελαγχολία του περασμένου μεγαλείου. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες, που μαζί με τους μετανάστες αποτελούν τη μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού, είναι οι τελευταίοι φορείς της ιστορίας της περιοχής. Όταν φύγουν από τη ζωή, μαζί τους θα χαθούν και οι τελευταίες ζωντανές μνήμες της ένδοξης Κυψέλης, τότε που έσφυζε από νέες οικογένειες και καλλιτέχνες και αποτελούσε βασικό κέντρο της Αθηναϊκής ζωής. Της εποχής, δηλαδή, που η περιοχή δεν ήταν σύμβολο της συγκατάβασης σε μια καθημερινότητα γκρίζα και αποστειρωμένη, την καθημερινότητα του βιοπαλαιστή και της γυναίκας της γειτονιάς.
Αν ισχύει η θεωρία ότι ο άνθρωπος γίνεται κομμάτι του περιβάλλοντός του, είναι αξιοθαύμαστο το πώς το δίδυμο από την Κυψέλη έχει αποτινάξει από πάνω του κάθε ίχνος από τη αυτή τη μιζέρια του τόπου του. Η Sarah P και ο RΠЯ είναι δυο παιδιά φιλόδοξα, με ανοιχτούς ορίζοντες που υπερβαίνουν τα σύνορα όχι μόνο της Κυψέλης, αλλά της Ελλάδας ολόκληρης, όπως είχε φανεί από την αρχή. Και αυτό ήταν αρκετό για να κερδίσουν το ελληνικό κοινό από τα πρώτα τους κιόλας βήματα. Ποιος δε φούσκωσε από περηφάνια όταν το Pitchfork προέβαλλε τα EP τους ή όταν εμφανίστηκαν στο Coachella το 2012; Ποιος δεν εύχεται να υπάρξουν και άλλα ελληνικά συγκροτήματα που να πετύχουν κάτι ανάλογο;
Τρία χρόνια μετά τη γέννησή τους, το ουσιαστικό ντεμπούτο τους έρχεται για να επιβεβαιώσει ότι οι Keep Shelly In Athens αποτελούν μία από τις λίγες σοβαρές φωνές στο χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής της Ελλάδας. Είναι ένας δίσκος συνειδητοποιημένος, δουλεμένος και καλαίσθητος - και δεν αναφέρομαι στο υπέροχο εξώφυλλο. Αφουγκράζεται τον παλμό της νέας μουσικής δεκαετίας, πατώντας την ίδια στιγμή και σε βάσεις από παλαιότερες μορφές της electronica και της pop εν γένει. Ενστερνίζεται μια ονειρική νωχελικότητα και μια νοσταλγική ατμοσφαιρικότητα, οι οποίες υπογραμμίζονται από τα άψογα φωνητικά της Sarah P, που ταιριάζουν γάντι στο είδος.
Η τραγουδοποιία των Keep Shelly In Athens, αν και στέκεται σταθερά πάνω από τη βάση, εμπεριέχει και ένα από τα δύο μειονεκτήματά τους. Η αποκωδικοποίηση της μουσικής τους, η απομόνωση, δηλαδή, του μουσικού πυρήνα από το όμορφο ηχητικό περίβλημα, φανερώνει ενίοτε κομμάτια με αρετές, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις προδίδει κάποιες συνθετικές αδυναμίες. Κομμάτια όπως τα ζωηρά Recollection και Oostende, το Sails με τη ηλεκτρονική dream pop του ή το τετριμμένο αλλά δυνατό Stay Away, έχουν ισχυρή μελωδική βάση και είναι ολοκληρωμένα σαν συνθέσεις. Στον αντίποδα όμως, ο υπόλοιπος δίσκος δεν έχει να προσφέρει ιδιαίτερες μελωδίες, παρά μόνο ιδέες που μοιάζουν ημιτελείς στην υλοποίησή τους. Εδώ, βέβαια, υπάρχει ο αντίλογος ότι το αρμονικό αποτέλεσμα δεν είναι απαραίτητα το ζητούμενο, ιδιαίτερα σε ατμοσφαιρικές μουσικές, όπου το παιχνίδι παίζεται συχνά στον ήχο. Στο ζήτημα αυτό υπεισέρχεται ο υποκειμενικός παράγοντας, δηλαδή τι είναι αυτό που αναζητά κανείς στη μουσική που ακούει.
Το έτερο μελανό σημείο στην υπόθεση Keep Shelly In Athens είναι τα ερωτηματικά που προκύπτουν ως προς τη γνησιότητα της μουσικής τους ταυτότητας. Μπορεί να ακούγονται μια χαρά σε αυτό που κάνουν, ωστόσο ούτε ιδιαίτερος προσωπικός χαρακτήρας υπάρχει, ούτε ακούμε κάποια τόσο εξαιρετική απόδοση των ήδη γνωστών μας ήχων. Πώς να συναγωνιστούν την πρωτοτυπία των εξίσου φρέσκων Purity Ring ή τη δημιουργική φαντασία των Still Corners; Η παρουσία τους στο μουσικό χάρτη της ηλεκτρονικής σκηνής είναι αξιοπρεπέστατη, αλλά όχι και σημείο αναφοράς, για την ώρα τουλάχιστον.
Πάντως, παρά τους όποιους περιοριστικούς παράγοντες, το "At Home" παραμένει ένας αξιοπρόσεκτος δίσκος όχι μόνο για τους συμπατριώτες της μπάντας, αλλά για τους φίλους του είδους γενικότερα. Το ντεμπούτο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει τον προάγγελο κάποιας εξαιρετικής δουλειάς, εάν οι Keep Shelly In Athens λύσουν τα ζητηματάκια που τους κρατάνε πίσω. Εμείς θα τους ευχηθούμε ο χρόνος να τους δικαιώσει και όχι να τους προδώσει, όπως διατείνονται στο πρώτο κομμάτι του album, και η πορεία τους να είναι εξίσου ανοδική με την ατελείωτη ανηφόρα της οδού Κρέσνας του τελευταίου κομματιού...
Rating : 6,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Η συγκεκριμένη κυκλοφορία έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το Postwave μιας και τον Φεβρουάριο του 2008 ο Andi Sex Gang μας είχε αποκαλύψει στην αποκλειστική συνέντευξη που μας παραχώρησε, το όνομα του συγκεκριμένου επόμενου δίσκου των Sex Gang Children. Από τότε άρχισε να αιωρείται η είδηση, κάνοντας όλους τους φανς να αναρωτιούνται, να ρωτάνε τον ίδιο σε επόμενες συνεντεύξεις με αναφορά την συνέντευξη μας, για το πότε θα έβλεπε το φως της μέρας. Ο καιρός θα περνούσε και νέο δίσκο Sex Gang Children δεν βλέπαμε. Αντί αυτού, το 2011 ο Andi θα κυκλοφορήσει το ένατο προσωπικό του δίσκο "The Devil's Cabaret". Έτσι οι ελπίδες για μια νέα κυκλοφορία του συγκροτήματος άρχισαν να σβήνουν. Μέχρι τη στιγμή που μια αιφνίδια κινητικότητα στο profile τους στο Facebook προετοίμασε το έδαφος για την κυκλοφορία νέου άλμπουμ και μερικών νέων ζωντανών εμφανίσεων. Αρχή έγινε με την συμμετοχή τους στο φετινό Wave Gotik Treffen στην Λειψία και μετά ακολούθησε το digital release του άλμπουμ.
Το "Viva Vigilante" αποτελεί λοιπόν μόνο το τέταρτο τους άλμπουμ (πέμπτο αν υπολογίσουμε το "Blind" του 1985 που αρχικά βγήκε κάτω από το όνομα Andi Sex Gang), μικρός αριθμός αν αναλογιστούμε ότι υπάρχουν 31 χρόνια. Παρά το μικρό τους output ο Andi πάντα κατάφερνε να τους κρατά ενεργούς παράλληλα με την προσωπική πορεία με σποραδικές εμφανίσεις και έστω ένα δίσκο την δεκαετία! Το μόνο κακό σε όλη αυτή την ιστορία δισκογραφικά, ήταν η πληθώρα συλλογών τους που κατέκλυσε την αγορά, ειδικά τότε που μεσουρανούσε το CD, που παρά τις όποιες καλές προθέσεις νομίζω έκανε περισσότερη ζημιά, μιας και δεν ήταν όλες οι συλλογές αξιόλογες και αποπροσανατόλιζαν και αλλοίωναν την εικόνα του συκροτήματος σχετικά με την δισκογραφική παρακαταθήκη τους.
Αν ανατρέξουμε στην δισκογραφία τους ξεχωρίζουν τα 4 σημαντικά τους σίνγκλς, τα "Into The Abyss", "Sebastiane", "Mauritia Mayer" και "Dieche" που είναι ίσως και τα πιο αναγνωρίσιμα και χαρακτηριστικά κομμάτια τους. Από εκεί και πέρα, στο μέτωπο των άλμπουμ έχουμε το ντεμπούτο "Song And Legend" του 1982, ένα πραγματικά underground άλμπουμ που έκανε αίσθηση τότε με την ωμή του ενέργεια, τους tribal ρυθμούς και την σκοτεινή θεματολογία του Andi. Ο θόρυβος που έκαναν τότε γύρω από το όνομα τους δεν ήταν μόνο για την μουσική τους (που δεν ήταν και τίποτα το μεγαλειώδες) αλλά το ότι εξέφραζαν ακριβώς το τι γίνονταν τότε στην underground σκηνή της Αγγλίας, βλέπε κλαμπ Batcave και άνοδο του death rock. Με το "Blind" του 1985 τα πράγματα άρχισαν να αποκτούν υπόσταση και έδειχνε φως για ακόμα μεγαλύτερα πράγματα. Η πρώτη τους επιστροφή με το "Medea" 1993 ήταν ότι καλύτερο μιας και κατάφεραν να κυκλοφορήσουν ένα δίσκο διαφορετικό, ανανεωμένο και φρέσκο. Το 2002 με το λιγότερο γνωστό "Bastard Art" συνέχισαν την καλή παράδοση παρουσιάζοντας ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ που δείχνει ένα γκρουπ προσηλωμένο σε αυτό που κάνει, αδιαφορώντας για τα εκάστοτε trends κάθε εποχής.
Στο "Viva Vigilante" τώρα, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρώτη ακρόαση δεν είναι αυτό που πραγματικά περιμένεις. Μετά από τόσο καιρό αναμονής φαντάζεσαι μια επιστροφή πιο μεγαλειώδεις, αξιομνημόνευτη αν μην τι άλλο. Αλλά όπως όλες οι καλές ψαγμένες μουσικές, θέλει λίγο επιμονή για να μπεις στο πετσί του έργου και τελικά μετά από 2-3 ακροάσεις το άκουσμα σε ικανοποιεί.
"From the edge of darkness you could never get away, that ruthless logic is here to stay..."
Ο δίσκος ξεκινάει δυναμικά με το πολύ αξιόλογο "Hollywood Slim", που φέρει λίγο από την ατμόσφαιρα των πρώτων τους εποχών, με το παλλόμενο μπάσο και τα κοφτά riffs της κιθάρας, ομοίως και το γεμάτο ενέργεια "Religion Free Zone", για την καθολική ασφυξία και καταπίεση της θρησκείας. Στην συνέχεια έχουμε το spoken word του "Conversation" που παραπέμπει μουσικά σε ομιχλώδη νυχτερινούς περιπάτους σε ημιφωτισμένα καταγώγια και στιχουργικά σε ψήγματα από ονειρικές οπτασίες. Το μεγαλοπρεπές "Salamun Child", ένα σκοτεινό επικό κομμάτι με goth Americana στοιχεία, αποτελεί και το πρώτο σίνγκλ, μιας και προηγήθηκε του δίσκου σε digital EP το 2009. Το "The Messenger" μοιάζει περισσότερο με κάποιο θεατρικό κομμάτι παρά τραγούδι. Η έκπληξη έρχεται με το "Sunset Of Crow", ένα apocalyptic άσμα που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, εμπλουτίζοντας και δίνοντας μια νέα πνοή στο ρεπερτόριο τους. Θαρρείς ότι μόνο ένα ταξίδι στο Death Valley της Καλιφόρνια θα μπορούσε να εμπνεύσει το συγκρότημα να γράψει ένα τραγούδι σαν αυτό, με τον αργόσυρτο ρυθμό και τις desert rock πινελιές. Πάνω εκεί που είχαν ηρεμήσει λίγο τα πράγματα, έρχεται το "Death Squad Diva" να ταράξει τα νερά. Μια σύνθεση που σε μεταφέρει αστραπιαία στις αρχές της δεκαετίας του '80, μια επιτομή deathrock και glam rock.
"Jesus once came to me in dream, he said "I don't like what I see", I looked at him and said "nor do I, therefore I can not turn the other cheek"..."
Αρχικά περίμενα ένα αποτέλεσμα πιο πομπώδες με περισσότερο γοτθικό ρομαντισμό. Πολλά από τα κομμάτια του δίσκου θα μπορούσαν να αποτελούσαν δουλειά από την προσωπική καριέρα του Andi. Φαντάζομαι είναι λεπτή η γραμμή για το πώς διαχωρίζει τις δημιουργίες του και κάτω από πιο όνομα θα τα κατατάσσει. Ο ίδιος μας είχε πει ότι "Εξαρτάται από την αίσθηση που έχω και από την συνεισφορά. Το κομμάτι μου το «λέει»". Μάλιστα το "Die Traube" το βρίσκουμε και στο τελευταίο άλμπουμ "The Devil's Cabaret" του Andi, αλλά εδώ σε πιο κιθαριστική εκτέλεση. Ένα κομμάτι σαφώς επηρεασμένο από την κουλτούρα της Γερμανικής πρωτεύουσας, μιας και ο Andi τα τελευταία χρόνια μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου. Ομοίως, μας ήταν ήδη γνώριμα και τα "Conversation" (από το DVD του Andi "Live At Heaven's Gate" του 2008) και "The Messenger" (από το δίσκο του Andi Sexgang με τον Mick Rossi "Gabriel And The Golden Horn" του 1997). Τελικά μου δίνεται η εντύπωση ότι αυτό που αποτυπώθηκε και μας σερβίρεται σαν "Viva Vigilante" είναι αυτό πού είχαν ακριβώς κατά νου ο Andi Sex Gang με τους μακροχρόνια συνεργάτες του Kevin Matthews στα τύμπανα (μαζί από 1985) και Matthew Saw στην κιθάρα (συνοδοιπόρος από το 2002). Ένα μείγμα από alternative, arthouse, gothic και post-punk με θεματολογία που πάντα αντικατροπτίζει την σημερινή εποχή και τις ανησυχίες της. Ο ήχος τους εδώ είναι απλός, χρησιμοποιώντας τα βασικά και μια ωμή straightforward προσέγγιση, χωρίς υπερβολές στην παραγωγή. Βέβαια, πιστεύω ότι αν είχε δωθεί περισσότερη δουλειά στην κιθάρα το αποτέλεσμα θα ήταν σαφές ανώτερο. Τα χαρακτηριστικά καυστικά φωνητικά του Andi, (high pitched, sleazy, goblin like) δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Μάλιστα διάβασα πρόσφατα το πετυχημένο "often sounding like the exotic love child of Bowie and Brecht". Αν δεν σας άρεσαν τότε, δεν θα σας αρέσουν ούτε και τώρα.
"Are you a stranger to reason, waiting for the revolution, the conscience caller... no gun... no yell... kill your suspected informer, the revolving door layer, and flee in the city..."
Ο δίσκος αυτός σίγουρα δεν θα αλλάξει το τρόπο με τον οποίο ακούτε μουσική. Ίσα ίσα που μέσα στην πληθώρα των κυκλοφοριών θα παραμείνει απλά ένα outsider. Για τους φανς θα αποτελεί το νέο πόνημα ενός γκρουπ με το οποίο ταυτίζονται, που θα τους εκφράζει και θα τους προσφέρει αυτό το κάτι πιο εναλλακτικό, μια διαφορετική αισθητική που με τα χρόνια μεταλλάσσεται ανάλογα με την ωρίμανση του γκρουπ και την εκάστοτε κατάσταση. Υπάρχει η ανάγκη να γίνει κάτι, μια κίνηση Vigilante.. Ένας δίσκος που τρέφεται από τις σκοτεινές τέχνες γενικότερα, την ποίηση, την λογοτεχνία, την ιστορία. Είναι σαν να έχει αποκτήσει soundtrack μια παλιά cult βουβή σουρεαλιστική ταινία, που ξεχειλίζει από την προσωπικότητα του Andi, μια περσόνα που σπάνια συναντά κάνεις σήμερα. Ίσως και ο εικονιζόμενος νεαρός στο εξώφυλλο να παριστάνει αυτό ακριβώς, έναν vigilante πρωταγωνιστή μιας τέτοιας ταινίας. Έχοντας τώρα πλέον εμπεδώσει το δίσκο, με δεύτερη σκέψη θα έλεγα ότι η τελική μου εντύπωση είναι πιο θετική από την αρχική. Το άλμπουμ έχει τις στιγμές του, έχει άποψη, πολυμορφία αλλά και ενιαία ροή.
Ο Andi, μετά από τόσα χρόνια, επιμένει, πολεμάει και διεκδικεί την θέση του στο μουσικό καλλιτεχνικό χώρο παρά το ότι έβρισκε κλειστές τις πόρτες της μουσικής βιομηχανίας. Ήταν δική του επιλογή που παρέμεινε underground. Θα μου πείτε μήπως απλά το παίζει έτσι γιατί ποτέ του δεν τα κατάφερε? Όχι θα έλεγα, γιατί αν ήθελε κάτι τέτοιο θα είχε εγκαταλείψει το προκλητικό όνομα Sex Gang Children, όπως είχε κάνει ο Boy George όταν του το παρέδωσε για να συνεχίσει με το πιο politically correct «Culture Club» και να γίνει διάσημος. Η πτώση της μουσικής βιομηχανίας και η αθάνατη έως τώρα DIY στάση αν μην τι άλλο μας δείχνει ότι οι Sex Gang Children βγαίνουν νικητές. Και σε μια εποχή δύσκολη σαν την σημερινή ο κόσμος έχει ανάγκη από οτιδήποτε αυθεντικό. Οι Sex Gang Children είναι από τους λίγους ασυμβίβαστους που κρατούν ακόμα μια μικρή φλόγα «επαναστατικότητας», καλλιτεχνικής ή κοινωνικής, ευλαβικά αναμμένη.
"We've always had to fight for position... we've always had to fight in order to do what we wanted to do, so we've always lived in that siege mentality... but there never was or ever will be any question about conforming to fit in. Artists are not performing monkeys for big business and not bound by fickle market forces and commercial tastes. You NEVER compromise your art! "
Rating: 7,3 / 10
Νίκος Δρίβας
...ή αλλιώς ένα αστικό άλμπουμ που θα σας μεθύσει με τα ίδια συστατικά της καθημερινότητάς σας καθότι συνοψίζει ήχους, ρυθμούς και αρκετές από τις διαθέσεις και την πολύπλοκη ατμόσφαιρα μιας σύγχρονης μητρόπολης.
Άκουσα αποσπάσματα από το διπλό άλμπουμ ‘With love', κατά τύχη σε μια περιήγησή μου για cds στη Rough Trade East και το αποτέλεσμα ήταν να πιάσω και να αφήσω διάφορα cds μέσα στο μαγαζί και τελικά να το πάρω μαζί μου. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ν'αφήσω ό,τι είχα στα χέρια μου, ν' αγοράσω το cd το συντομότερο, να βγω έξω και να ξεκινήσω μια βόλτα που θα κρατούσε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Ήμουν στο Ανατολικό Λονδίνο, την ιδανική τοποθεσία για την εκκίνηση μιας τέτοιας βόλτας υπό τις μουσικές οδηγίες του Zomby. Ήταν μια μέρα όπου είχα τη διάθεση κάποιος να μου δώσει μουσικές οδηγίες. Ήταν η ιδανική μέρα για να διαπιστώσω πως η 4AD μεταλλάσσεται και περιλαμβάνει πλέον μουσικούς σαν τον Zomby.
Πέρασαν αρκετές μέρες από τότε και τελικά αποφάσισα να κάνω ένα πείραμα. Το cd κι εγώ έχουμε κάνει βόλτες σε τρεις μεγάλες πόλεις και μπορώ να πω ότι ως τώρα με κάνει να θέλω να κάνω το ίδιο σε όποια άλλη πόλη βρεθώ και έχει τόσες πολλές δυναμικές ανθρώπων, περιοχών, θορύβων, προσώπων, διαθέσεων, οχημάτων κλπ.
Οι τρεις βόλτες με οδήγησαν σε παρόμοια συμπεράσματα. Το πιο ενδιαφέρον είναι πως από μόνη της η μουσική σχεδόν υπαγορεύει τον τρόπο, το ρυθμό της κίνησης και τα σημεία εστίασης του ενδιαφέροντος. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως αν αποπειραθείτε κάτι αντίστοιχο και παρασύρεστε εύκολα από τη μουσική, τότε καλό είναι η διαδρομή σας να μην περιλαμβάνει περιοχές όπου απαιτούν παραπάνω αντανακλαστικά από σας !
Ένα κολάζ με όλα τα συστατικά της electronica και φόντο τις σύγχρονες μητροπόλεις
Με αφετηρία το πολύπαθες, σκοτεινό, κατασταλτικό, διαχωριστικό, κακό και συχνά πολύ βίαιο Λονδίνο, οι ιδέες για τα κομμάτια προέρχονται από διάφορα μουσικά είδη που κατά τη γνώμη μου είναι ικανά να περιγράψουν τις δυναμικές της ζωής στις πολυπολιτισμικές μητροπόλεις του κόσμου.
Όλα ξεκινούν την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως τη μέση περίπου της δεκαετίας του 1990 όπου οι μεταλλάξεις που προκαλούσαν οι djs στην electronica δημιουργούν αναρίθμητα και δυσπροσδιόριστα μουσικά υποείδη. Με αφετηρία πολύπαθες πόλεις όπως το Detroit και το Chicago, περιοχές όπως το Bronx και τρόπους παραγωγής μουσικής με πρότυπα στη μουσική σκηνή της Τζαμάικα και της Καραϊβικής η ηλεκτρονική underground μουσική κουλτούρα άπλωσε σιγά σιγά τα πλοκάμια της προς την Ευρώπη.
O Zomby δε μένει ανεπηρέαστος και επιλέγει να συστηθεί στον κόσμο αρκετά αργότερα το 2008, με ένα άλμπουμ του οποίου ο τίτλος και μόνο ‘Where were you in ‘92' αυτομάτως φίλτραρε τους ακροατές του ανάμεσα σ' εκείνους που αντιλαμβάνονταν σε τι ακριβώς αναφερόταν η φράση και σ' εκείνους που θεωρούσαν τον τίτλο αυτό μια άκυρη ερώτηση. Εκείνο το άλμπουμ έκανε μια ετεροχρονισμένη κριτική στην είσοδο της techno στο mainstream κομμάτι της μουσικής το 1992 διαρρηγνύοντας τα κανάλια της underground κουλτούρας από την οποία δημιουργήθηκε.
Άλλωστε η ‘χρυσή' εποχή της techno στη μουσική και όσων τη συνόδευαν στα clubs, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, τα ‘παιδιά της techno' έπεσαν σε χημικές παγίδες, μεγάλωσαν, καταστάλθηκαν ως κοινωνικά άτομα και σε ό,τι αφορούσε το μουσικό τους γούστο και τώρα, αφού επιβραδύνθηκε ο ρυθμός με τον οποίο χόρευαν, επισκέπτονται parties για μυημένους, κάτω από τις γέφυρες των μητροπόλεων ή αλλιώς σε αστικά κενά όπως αρέσκονται να τα αποκαλούν οι αρχιτέκτονες.
Στο ‘With Love' ο Zomby καταλαγιάζει τα πάθη σε σχέση με το παρελθόν και συνδυάζει με μινιμαλισμό, ρυθμούς που παραπέμπουν στους αρχέγονους αλλά υποβλητικούς θορύβους που ακούγονται σε τελετουργίες, απομονωμένων από τον αποδεκτά αναπτυγμένο κόσμο, φυλών με στοιχεία jungle μουσικής και των υποειδών της drum ‘n bass ( ‘777', ‘Entropy Sketch', ‘Sphinx', ‘Vast emptiness'), atmospheric drum ‘n bass, ambient (‘Horrid') doomcore, darkcore κλπ (‘Vi-Xi'), στοιχεία από psychedelic trance (‘Overdose'),downtempo (‘ Ascension', ‘Memories', ‘Pray for me', ‘Vanishment', ‘Glass Ocean', ‘How to Ascend', ‘With Love'), dubstep (‘Orion'), trip-hop, στοιχεία από το jazzy κομμάτι της house (‘Isis') (με αναφορές στην house του Chicago στα μέσα της δεκαετίας του 1980), πειραματισμό και την έμπνευσή του. Το αποτέλεσμα είναι μελωδικό, έχει ανησυχητική διάθεση και πληθώρα από samples πάνω σε ένα κορμό downtempo και trip hop ρυθμών και διαθέσεων. Κρατώντας μικρές διάρκειες και αργούς ρυθμούς στο μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ, ακούμε κομμάτια στα οποία κυριαρχεί ο μεταλλικός ήχος βασισμένος σε κρουστά ή samples από κρουστά και πνευστά, υπό το φόντο ‘μπουκωμένων' tempos. Ο Zomby αφήνει τη σφραγίδα του αλλαγμένη σε σχέση με το πρόσφατο δισκογραφικό του παρελθόν, έτη μακρυά από το debut άλμπουμ του, με πιο συνειδητοποιημένα ψυχεδελικά ξεσπάσματα, πιο σκοτεινή αλλά περισσότερο υπνωτική (?) και εθιστική διάθεση.
Τα δικά μου αγαπημένα είναι τα πιο ambient υποχθόνια και σκοτεινά ‘Horrid', ‘ If I will', ‘Isis', ‘Orion', ‘The things you do', ‘Sphinx', ‘Soliloquy', ‘Vast emptiness'.
Ένα πολεοδομικό άλμπουμ που καθιστά τη μουσική εργαλείο ανάλυσης του ανθρώπινου και μη ανθρώπινου περιβάλλοντος μιας μητρόπολης.
Το τρίτο συμπέρασμα από την περιήγησή μου στις πόλεις, ήταν πως τα κομμάτια με φωνητικά, οδηγούν το βλέμμα στα πρόσωπα των περαστικών ( ‘If I Will', ‘It's time'), ορισμένα με πιο έντονα chill out χαρακτηριστικά εστιάζουν την προσοχή σε βιομηχανικά κτίρια (‘Vanishment'), ορισμένα στην αίσθηση που προκαλεί η κίνηση των οχημάτων (‘Orion', ‘Overdose', ‘Vi-Xi',), στα διάφορα ημιτελή κτιριακά (και όχι μόνο) έργα (‘ 777', ‘Black Rose') άλλα (‘Isis') στην εντύπωση που αφήνουν οι διαφορετικοί ελεύθεροι χώροι μιας πόλης. Τέλος υπήρχαν και κάποια κομμάτια τα οποία προσωπικά με ώθησαν στο να κάνω συγκρίσεις ανάμεσα στη ζωή της Αθήνας το 2000 και το 2013 (‘Memories', ‘Pray for me').
Τα σημεία στίξης μιας πόλης ως τρόποι εναλλαγής κομματιών
Η εναλλαγή των κομματιών χωρίς καμία προειδοποίηση προσομοιάζει μοναδικά τις συνθήκες κίνησης στους δρόμους μιας πολύβουης μητρόπολης. Τα κομμάτια τελειώνουν ξαφνικά, σχεδόν απρογραμμάτιστα και η διαδικασία μοιάζει με αυτή της διακοπή της προσοχής μας από ξαφνικούς θορύβους (κλάξον, φωνές, επιθέσεις διαφόρων τύπων με πολλαπλούς ή έναν, αποδέκτες κλπ) ή έκτακτα γεγονότα που συμβαίνουν μπροστά μας όταν κινούμαστε σε μια πόλη.
Υπάρχουν όμως κομμάτια όπως το ‘The Things you do', τα οποία για πολύ μικρό χρονικό διάστημα τράβηξαν με απόλυτο τρόπο την προσοχή μου σε βαθμό που δεν έλεγχα ούτε την πορεία μου, ούτε μπορούσα να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο.
Αν η μουσική μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο πολεοδομικού σχεδιασμού τότε το ‘With Love' θα ήταν μια καλή αρχή για μια προσπάθεια κωδικοποίησης της πόλης με στόχο την ανάπτυξη προτάσεων για αυτήν.
Εσείς όμως προς το παρόν βάλτε το cd ή το mp3 σας να παίζει Zomby και απολαύστε κατά το σούρουπο, ένα κατά τα άλλα κυρίως συλλογιστικό παρά χορευτικό άλμπουμ με πολύ ενδιαφέρουσα σύνθεση ήχων!
Rating: 7 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Όλα ξεκίνησαν το 2009. Ήταν η χρονιά που οι Arctic Monkeys, μετά από 2 υπέρ επιτυχημένα albums, κυκλοφόρησαν το "Humbug". Ένα δίσκο εντελώς διαφορετικό από τους προηγούμενους, για τον οποίο οι ανά την υφήλιο μουσικογραφιάδες επεσήμαιναν ότι είναι μεν ο πιο αδύναμος της μπάντας, όμως ανοίγει ορίζοντες για νέες κατευθύνσεις. Ήταν η φιλία και η συνεργασία με τον Josh Homme αυτή που καθόρισε το νέο, "αμερικάνικο" ήχο της μπάντας σε εκείνο το δίσκο. Λίγο η επίσκεψη στην έρημο, λίγο η μετακόμιση στο L.A., λίγο η ενηλικίωση και η ωρίμανση, οι Monkeys άρχισαν να απομακρύνονται από τον πρώιμο ήχο τους. Το κοινό, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε πολύ θετικά σ' αυτή την αλλαγή.
Στο "Suck It And See" του 2011, ο Alex Turner προσπάθησε να χωρέσει μέσα σε ένα album κάτι απ' όλες τις μέχρι τότε μουσικές κατευθύνσεις του συγκροτήματος. Η συνύπαρξη της Αγγλίας και της Αμερικής ανέδειξε νικήτρια την Αγγλία, καθώς τα κομμάτια που επέμεναν στο νέο ήχο που εισήγαγε το "Humbug", με βασικό το πρώτο single "Don't Sit Down Cause I've Moved Your Chair", δεν είχαν και την καλύτερη πορεία. Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί επιμένουν στον ήχο αυτό, εφόσον δεν τους "κάθεται". Ο δίσκος (αν και καλός) απογοήτευσε τους περισσότερους, τα singles είχαν μέτρια πορεία, όμως το κοινό δεν έχασε τις προσδοκίες του.
Και τότε, αρχές του 2012, πριν καν κλείσει χρόνος από την κυκλοφορία του album, σκάει το ανέλπιστα καλό "R U Mine?". Ήταν η πρώτη φορά που ο αμερικάνικος ήχος λειτούργησε και το αποτέλεσμα ήταν το καλύτερό τους single, από το "Teddy Picker" του 2007 και μετά. Χάρη στο σωτήριο αυτό single οι Arctic Monkeys άρχισαν να ανακτούν το χαμένο hype τους, έγιναν αρκετά πιο γνωστοί, απέκτησαν τεράστιο airplay ακόμα και στο ελληνικό ραδιόφωνο και φυσικά πήραν ένα σαφές μήνυμα για το πώς θέλει ο κόσμος τη μουσική τους. Έτσι, δήλωσαν ότι πάνω σ' αυτό το κομμάτι θα βασιστεί ο επόμενος δίσκος.
Φυσικά, αυτή η εκτίναξη της mainstream δημοσιότητας είχε και τις παρενέργειές της. Είδαμε έναν μέχρι πρότινος σεμνό Alex Turner να αλλάζει και να αποκτά το star attitude ενός μεγάλου rock 'n' roll frontman. Να προβαίνει σε δηλώσεις-κράχτες στο NME για να τραβήξει την προσοχή, να εμφανίζεται στις συνεντεύξεις με γυαλιά ηλίου και να χτενίζει το τσουλούφι του πάνω στη σκηνή. Και το ερώτημα ήταν το εξής: μπορεί όλο αυτό το στιλάκι να συμβαδίσει με την καλή μουσική;
Η απάντηση έρχεται με το νέο τους δημιούργημα και είναι καταφατική. Το "AM", χωρίς να αποτελεί το αριστούργημα της δεκαετίας όπως ισχυρίζεται το NME δίνοντάς του το σκανδαλωδώς υπερβολικό και σπάνιο 10/10, είναι ένα album που βρίσκει τους Arctic Monkeys ξανά σε φόρμα, μετά από χρόνια. Όχι μόνο από πλευράς δημιουργικότητας (αυτή δεν την έχασαν ποτέ), αλλά και σε επίπεδο καλώς εννοούμενης εμπορικότητας. Είναι ενδεικτικό ότι τα δύο πρώτα κομμάτια και singles, "Do I Wanna Know?" και "R U Mine?" είναι καλύτερα από όλα τα κομμάτια των δύο προηγούμενων albums αθροιστικά! Είναι και τα δυο τους κομμάτια που θα συναντάμε σε μελλοντικά αφιερώματα με τα καλύτερα της μπάντας και ενδεχομένως και της δεκαετίας που διανύουμε.
Βέβαια, θα αδικούσαμε το δίσκο εάν δεν αναφέραμε ότι πέρα από αυτά τα δυο διαμάντια, περιέχει σχεδόν μόνο καλά τραγούδια. Ας πάρουμε για παράδειγμα το "Mad Sounds", μια γλυκιά pop/rock μπαλάντα που πατάει με το ένα πόδι στους Velvet Underground και με το άλλο στο "Cornerstone" από το "Humbug" (που εντελώς προφητικά, αποδείχθηκε ότι όντως αποτέλεσε...ακρογωνιαίο λίθο για μια βασική πτυχή του ήχου της μπάντας). Ή το "No. 1 Party Anthem", την άλλη μπαλάντα του δίσκου, που παραπέμπει σε early 70's και θυμίζει και τα κομμάτια του Alex Turner για το soundtrack του "Submarine" (2011). Πόσα συγκροτήματα έχουν καταφέρει να πλησιάσουν τόσο καλά τον retro αυτόν ήχο;
Και τα αξιόλογα κομμάτια δε σταματούν εδώ. Στο "Why'd You Only Call Me When You're High", υπάρχει το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του πειραματισμού της μπάντας με τα hip hop beats του Dr. Dre, κάτι που φαινόταν αρχικά τρομακτικό σαν προοπτική, αλλά τελικά δεν ακούγεται καθόλου άσχημο. Και όντως, ο ρυθμός σε συνδυασμό με τη μελωδία του μπάσου δεν απέχει πολύ από αυτόν του "The Real Slim Shady" του Eminem, σε παραγωγή Dr. Dre. Στις βαριές κιθάρες του "Arabella", από την άλλη, φαίνεται καλύτερα από οπουδήποτε η επιρροή από Black Sabbath, ενώ τα επίσης δυνατά "One For The Road" και "Knee Socks" με τη συμμετοχή του Josh Homme υπογραμμίζουν για μια ακόμη φορά την αλληλεπίδραση μεταξύ Arctic Monkeys και Queens of The Stone Age (κάτι βέβαια που φάνηκε και στο πρόσφατο album των τελευταίων - οι δυο μπάντες συμπορεύονται σε κοινό ηχητικό κανάλι και κατ' αυτόν τον τρόπο επωφελούνται η μια από την άλλη. Μόνο τυχαίο δεν είναι που οι τελευταίοι πήγαν για πρώτη φορά στο no1 φέτος). Τα falsettos των Matt Helders και Nick O' Malley στο background των περισσότερων κομματιών, βέβαια, παραπέμπουν και σε Black Keys, οι οποίοι μαζί με τους Arctic Monkeys σχεδόν μονοπωλούν το σύγχρονο εμπορικό rock ήχο. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε και το εξαιρετικό "Fireside", που χάρη στην κιθάρα του Bill Ryder-Jones των The Coral και το παιχνιδιάρικο groove στα drums, προσφέρει κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει από τους Βρετανούς και θα μπορούσε να δείξει το δρόμο για το μελλοντικό τους ήχο.
Αν, πάντως, από το μέχρι τώρα κείμενο φάνηκε ότι τα πάντα στο "ΑΜ" είναι ρόδινα, κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Το συγκρότημα είχε την "ατυχία" να κυκλοφορήσει δύο άπαιχτες πρώτες δουλειές και αναπόφευκτα, όλες οι επόμενες θα συγκρίνονται με αυτά τα standards. Είναι γνωστό ότι οι Arctic Monkeys των 2010's δεν είναι αυτοί που γνωρίσαμε στα 2000's. Ωστόσο, όσο περνάνε τα χρόνια και ο ήχος τους ωριμάζει, τόσο περισσότερο προσωπικά αναπολώ την άγουρη μετεφηβική σπιρτάδα που είχαν στις αρχές. Αυτή τη βραχνάδα στη φωνή του Alex Turner που ταυτίστηκε με τη μοντέρνα indie rock όσο καμία. Αυτά τα αποψάτα guitar riffs, τα γκαζωμένα drums που γέμιζαν τόσο έξυπνα τον ήχο και το μπάσο που είχε τότε κεντρικό (και όχι συνοδευτικό) ρόλο στις συνθέσεις. Διότι δεν είναι μόνο συναισθηματικό το ζήτημα, είναι και μουσικό. Ένας βασικός λόγος που πολλοί από εμάς, άλλοι εν γνώσει τους και άλλοι όχι, εθιστήκαμε στη μουσική τους με το ντεμπούτο τους, είναι οι σοφές, ασύλληπτα εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις, που αξιοποιούσαν την τετράδα κιθάρα-κιθάρα-μπάσο-drums στα όριά της και ανέβαζαν τα (κατά τ' άλλα απλοϊκά) κομμάτια όσο δεν πάει. Αυτό είναι που δεν είχαν πιάσει τότε οι (ευτυχώς λίγοι) κριτικοί που άκουσαν το ντεμπούτο επιπόλαια και το θεώρησαν μονοδιάστατο και υπερτιμημένο. Ε, για να μην μακρηγορούμε (λες και δεν έχουμε ήδη μακρηγορήσει) εδώ οι ενορχηστρώσεις είναι υποτυπώδεις, αδιάφορες. Οι κιθάρες σε αρκετά σημεία είναι σπρωγμένες στον πάτο από τους παραγωγούς James Ford και Ross Orton, τα τύμπανα εμφανίζονται συνήθως υπεραπλουστευμένα, ενώ οι μπασογραμμές είναι μάλλον ρουτινιάρικες.
Η όλη ουσία του "ΑΜ" είναι, εντελώς ειρωνικά, κρυμμένη στο φαινομενικά άκυρο εξώφυλλό του. Το "ΑΜ" είναι προφανώς η συντομογραφία του "Arctic Monkeys", κατά το VU των Velvet Underground. Εκτός από αυτό όμως, αναφέρεται και στα ραδιοφωνικά κύματα των AM, καθώς η απεικόνιση του εξωφύλλου είναι η λεγόμενη "διαμόρφωση πλάτους" (Amplitude Modulation) ενός σήματος. Και τα ΑΜ με τη σειρά τους συμβολίζουν περασμένες εποχές. Τα πρώτα χρόνια της rock ίσως, τότε που τα ραδιόφωνα εξέπεμπαν σε ΑΜ και αποτελούσαν τη μοναδική επαφή με νέα μουσική για εκατομμύρια κόσμο. Διότι το "ΑΜ" είναι ένας δίσκος retro, από μια μπάντα που έχει καταφέρει να επιβάλλει τον ήχο της, χωρίς ουσιαστικά να έχει γεννήσει κάτι καινούριο. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Arctic Monkeys είναι οι μοναδικοί από τις indie rock μπάντες των 00's που συνεχίζουν να έχουν μέχρι και σήμερα ανοδική πορεία.
Rating : 8 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν κατάλαβα την επιτυχία των Editors. Σαν αναβιωτές post-punk ήχου ποτέ δεν έφτασαν το βάθος των Interpol, ούτε πλησίασαν τη δημιουργικότητα των Franz Ferdinand, ενώ για σύγκριση με τις ρίζες από το παρελθόν ούτε λόγος. Παρόλα αυτά, πάντοτε υπήρχε ένα κάποιο ενδιαφέρον στις δουλειές τους, το οποίο απέρρεε είτε από τη κιθαριστική φύση των δύο πρώτων, κυρίως, albums, είτε από τα αξιοπρόσεκτα singles που έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει.
Ο νέος δίσκος έρχεται να το συντρίψει και αυτό. Διότι αυτή τη φορά έχουμε να κάνουμε με ένα δίσκο πνιγμένο τόσο πολύ στην μετριότητα, που μετά βίας παρέχει λόγους έστω και για μία ακρόαση. Το συγκρότημα, που ήδη με το προηγούμενο album είχε "λειάνει" τον ήχο του, πλέον κάνει στροφή στον εμπορικό ήχο με τα όλα της. Φορτωμένη (αν και προσεγμένη) παραγωγή, πιασάρικα κομμάτια, "μεγάλα" ρεφρέν, στόμφος και δράμα στο έπακρον. Η πορεία τους θυμίζει αυτό που είχαν κάνει οι U2 όταν αποχωρίστηκαν τις post-punk καταβολές τους και πέρασαν στο arena rock. Μόνο που εκείνοι είχαν το βασικότερο συστατικό για να υποστηρίξουν μια τέτοια στροφή: πολύ δυνατά κομμάτια. Οι Editors, στον αντίποδα, κυκλοφορούν έναν δίσκο γεμάτο με ανούσια -ας μου επιτραπεί η έκφραση- μουσική, που δεν πρόκειται να πείσει ούτε το mainstream, ούτε (πολύ περισσότερο) το εναλλακτικό κοινό.
Πάρτε, για παράδειγμα, το τέταρτο κομμάτι, "What Is This Thing Called Love", και προσπαθήστε να το φανταστείτε στη σκηνή της Eurovision. Χωρίς υπερβολή, δεν απέχει πολύ από εκείνες τις γλυκανάλατες μπαλάντες που ξεχνιούνται πριν καν ολοκληρωθούν. Προσέξτε επίσης το "Nothing". Πόσο τετριμμένο και unoriginal ακούγεται; Ή το "Two Hearted Spider". Ξεπερνώντας το πόσο pop ακούγεται και αυτό, καθώς φτάνει στο τελείωμά του γίνεται τόσο στομφώδες και μελοδραματικό, που σε κάνει να αναρωτιέσαι σε τι κοινό απευθύνεται η μπάντα. Κομμάτια πιο αξιόλογα και σοβαρά υπάρχουν μεν ("The Weight", "A Ton Of Love", "Formaldehyde"), αλλά και αυτά δεν είναι επαρκώς στιβαρά για να στηρίξουν έναν ολόκληρο δίσκο, πόσω μάλλον όταν στοχεύει σε ένα τέτοιο άνοιγμα.
Έτσι έχουν όμως τα πράγματα, το να πηγαίνεις για τα στάδια και το ευρύ κοινό έχει και τα ρίσκα του. Οι Editors δεν είναι ικανοί για κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι στην παρούσα φάση. Προσωπικά, θα ήθελα μελλοντικά να τους δω περισσότερο εγκεφαλικούς και λιγότερο συναισθηματικούς. Και οπωσδήποτε πιο τολμηρούς. Προς το παρόν, το "The Weight Of Your Love" είναι εύκολα ένας από τους πιο απογοητευτικούς rock δίσκους της χρονιάς.
Rating : 5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Τι πιο ωραίο από το ν'ακούμε μουσική από ένα διάφανο συγκρότημα σε μια περίοδο που όλα είναι κλειστά και κρύβουν όσο περισσότερα μπορούν με όσα περισσότερα στρώματα γίνεται.
Το συγκρότημα προς το παρόν ‘κοιτάζει' στο παρελθόν για να πάρει τη φόρα που του χρειάζεται για το μέλλον ενώ δανείζεται το όνομα και, μεταφορικά, ίσως και τις ιδιότητες του πιο αξιόπιστου υλικού για τη συντήρηση ευαίσθητων ουσιών και μας συστήνεται ως...
Selofan
...και κάπως έτσι το άλμπουμ αποκαλύπτει κομμάτια που διατηρούν φρέσκες στο πέρασμα του χρόνου, τις επιρροές τους. Παρ'ότι τιτλοφορείται ‘Απαγορευμένο' κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο είναι.
Μετά λοιπόν από προσεκτικές ακροάσεις των καλοδιατηρημένων αυτών μουσικών γεύσεων, το συμπέρασμα είναι πως η ελληνογενής και ελληνόφωνη μεταπάνκ μουσική δεν έχει πεθάνει αλλά αναγεννάται με πιο ποιητική διάθεση μέσα από το φάσμα ενός ιδεατού σαξοφώνου με πλουσιότερο αναλογικό ήχο, περισσότερα samples και λιγότερο πειραματισμό στην ερμηνεία. Άλλωστε δε βρισκόμαστε στα ‘80s, ούτε στη Γερμανία, ούτε στο Βέλγιο εκείνης της δεκαετίας. Οι εποχές αυτές δεν επαναλαμβάνονται ούτε οι μουσικές τους και κατά τη γνώμη μου καλώς που δε συμβαίνει αυτό. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση...για τις μικρές ώρες της νύχτας.
Μια bedroom band που περνάει μέσα από χρονικούς και χωρικούς τοίχους
Με εντονότερες αναφορές κατά τη γνώμη μου σε συγκροτήματα όπως οι Vyllies και οι Clair Obscur και με punk αισθητική και στην ερμηνεία, οι Selofan χρησιμοποιούν αναλογικό εξοπλισμό χωρίς να ξεφεύγουν ιδιαίτερα από την πεπατημένη της γαλλόφωνης και γερμανόφωνης minimal-synth και post punk μουσικής. Το ότι δημιουργούν κάτι συγκρίσιμο όμως είναι μια καλή αρχή.
Σημειολογικά και σε συμβολικό επίπεδο αυτοσυστήνονται πολύ ωραία, ως γεννήματα μιας διεθνούς μουσικής σκηνής και ως συνθέτες με ελληνική βάση˙ στον απόηχο ενός γραμμοφώνου μέσω του οποίου ακουγόταν παλιά η φωνή της Σοφίας Βέμπο. Το πειραματικό κολάζ που περιλαμβάνει samples από την αυθεντική εκτέλεση του ‘Πόσο φοβάμαι', είναι το κομμάτι που αναλαμβάνει να υλοποιήσει τα παραπάνω. Προσωπικά μου κίνησε πολύ το ενδιαφέρον και μου θύμισε για λίγο τον αγαπημένο μου ‘τρελό' μουσικό Igorrr. Δυστυχώς δεν υπάρχει άλλο τέτοιο κομμάτι στο άλμπουμ, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο συμβολικός του ρόλος υπερισχύει του στυλιστικού του.
Τα υπόλοιπα κομμάτια έχουν κυνισμό, ματαιότητα και αρκετό συμβολισμό στιχουργικά. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την αισθητική της μπάντας μπερδεύουν τους πιο προσεκτικούς. Πιο συγκεκριμένα, η αισθητική των γραφικών του άλμπουμ αλλά και των visuals των live τους παραπέμπουν σε minimal μουσική αλλά η αισθητική της μπάντας (εμφάνιση, κίνηση, έκφραση) δεν επιβεβαιώνει minimal στοιχεία.
...Ή θα με κάψεις ή θα σε πιω, τώρα Φωσφορίζω...
Τα αντρικά φωνητικά είναι αυτά που κατά τη γνώμη μου, προσφέρουν την απαραίτητη απόκλιση από την καθιερωμένη φόρμα του τυπικού minimal-synth κομματιού. Τα ακούμε σε τρία κομμάτια. Το ένα απλώνει τα πλοκάμια της μπάντας προς την πειραματική noise ηλεκτρονική σκηνή, ο λόγος για το ‘Alone'. Το άλλο, ‘Φωσφορίζω', είναι το πιο ρομαντικό και συμβολικό κομμάτι του άλμπουμ, το μοναδικό με ελληνικό στίχο και το μοναδικό με τόσο ποιητικό στίχο. Προσωπικά μου άρεσε πολύ γιατί μου δημιούργησε μια πολύ ιδιαίτερη εικόνα στο μυαλό. Είναι το μοναδικό κομμάτι του άλμπουμ που μου γεννάει τόσες εικόνες. Δυστυχώς δεν υπάρχει άλλο τέτοιο ‘φωσφορίζον' κομμάτι μέσα στο κατά τα άλλα αρκετά απαισιόδοξο άλμπουμ και δεν ξανακούμε αυτά τα φωνητικά ξανά παρά μόνο για λίγο στο ‘Time' του οποίου ο ρυθμός και το ύφος (όχι τόσο η ερμηνεία) με έκανε να θέλω ν'ακούσω το ‘Louise' των Clan of Xymox αμέσως. Και αυτό ακριβώς έκανα...
Το αγαπημένο μου κομμάτι του άλμπουμ είναι το ‘Kissing the sky' και ο λόγος είναι πως είναι πιο μελωδικό, (αν και με υπερβολική προσοχή ώστε να μην επισκιάσει την υπόλοιπη ατμόσφαιρα του άλμπουμ). Ακούγοντας αυτό το κομμάτι έχω πάντα την πολύ έντονη εντύπωση πως η τραγουδίστρια θέλει να "πνίξει" τη μελωδία. Η ερμηνεία της είναι το αντίθετο της μελωδίας που τη συνοδεύει και η χροιά της ως κάτι πολύ ‘βαρύτερο' από τον ήχο του synth (σε διάθεση και τονικότητα) κάνει πολύ έντονες απόπειρες να ακυρώσει την ελαφράδα αυτής της μελωδίας. Αν ξεκινούσα να χορεύω το κομμάτι αυτό ακούγοντας της εισαγωγή του, νομίζω πως τα φωνητικά τελικά θα με σταματούσαν με μια διαδικασία ανάλογη με αυτή που συμβαίνει όταν ένας κινούμενος διάδρομος επιβραδύνει την κίνηση όποιου βρίσκεται πάνω του. Το αποτέλεσμα είναι ένα μελαγχολικό και πολύ ενδιαφέρον κομμάτι με αρκετή αντίφαση ανάμεσα στον τίτλο του, την ερμηνεία και τη μουσική του.
Κατά τα άλλα γνώμη μου είναι πως το ‘Johnny' μοιάζει να είναι ‘χτισμένο' πάνω στο ρυθμό του ‘Froh' των Clair Obscur και το ‘After you' είναι εμπνευσμένο από το ‘Whispers in the shadow' των Vyllies.
Το ‘Verboten' είναι ένα άλμπουμ γένους θηλυκού, καθότι τα γυναικεία φωνητικά κυριαρχούν με συγκεκριμένο ερμηνευτικό χαρακτήρα και αμετάβλητη τονικότητα, σχεδόν υπνωτιστική και προφανώς εκούσια. Μετά το ‘Your face in me' περίμενα κάτι διαφορετικό στην ερμηνεία το οποίο δε συνέβη. Ας μην είμαστε όμως ανυπόμονοι, αυτό δεν είναι παρά η αρχή για τους Selofan και όλες οι πρώτες ύλες είναι στα χέρια τους.
Άλλωστε λένε πως η αξία δεν έγκειται μόνο στη συνταγή, αυτό που έχει σημασία είναι τα υλικά και στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται πως οι Selofan έχουν ό,τι χρειάζεται στα χέρια και τα αυτιά τους.
Rating: 7,5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Μετά το επιτυχημένο άλμπουμ "The Twin Moons" οι Siva Six επιστρέφουν στο προσκήνιο με την νέα τους δουλειά, ένα EP με τίτλο "Superstition", που οδηγεί το σχήμα ακόμα ένα βήμα παραπέρα μιας και τους βρίσκουμε να διαβαίνουν νέα ηχητικά χωράφια, διαφορετικά από ό,τι μας έχουν συνηθίσει ως τώρα. Η κυκλοφορία απαρτίζεται από δύο μέρη κατά την άποψή μου. Στο πρώτο βρίσκονται τέσσερις νέες συνθέσεις, οι οποίες και θα μας απασχολήσουν περισσότερο εδώ, ενώ στο δεύτερο υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός από remixes, που στην ουσία αποτελούν κάτι σαν bonus υλικό. Ξεκινάμε λοιπόν...
"I am a false prophet..."
Το ομότιτλο "Superstition", κινείται στο γνώριμο ύφος των Siva Six, όπου πάνω σε έναν καλπάζοντα electro ρυθμό ο Ζ μας περιγράφει τις δεισιδαιμονίες που μας περιβάλλουν και εξουσιάζουν και που πηγάζουν είτε από διάφορες ομάδες ανθρώπων (εξουσία, καθεστώτα, θεσμοί, πίστη) είτε από τον καθένας μας, όπως τις χτίζουμε γύρω μας από αυτοάμυνα, οδηγούμενοι εντέλει στην απομόνωση. Ένα δυναμικό κομμάτι αντιπροσωπευτικό του ύφους στο οποίο κινείται το σχήμα όλα αυτά τα χρόνια και σίγουρα μια καλή ευκαιρία να τους μάθει κάποιος που δεν έχει ακούσει κάτι από αυτούς στο παρελθόν. Για να προσανατολιστεί κανείς, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η μουσική τους συνδυάζει το dark electro και το industrial με το black metal και το techouse.
"God is a superstition..."
Η πρώτη έκπληξη, για μένα προσωπικά, ήρθε μα το άκουσμα του "Nemesis", ένα down tempo EBM και IDM κομμάτι με τα κλασικά σκοτεινά ατμοσφαιρικά στοιχεία των Siva Six. Είναι σε κάτι τέτοιες στιγμές που απολαμβάνεις περισσότερο τους Siva Six όπου οι ρυθμοί πέφτουν και έτσι αναδύονται και αναδεικνύονται καλύτερα οι συνθέσεις. Σίγουρα μια από τις καλύτερες συνθέσεις τους που συγχρόνως μας προϊδεάζει για το τί μπορεί να ακολουθήσει στο μέλλον.
Η δεύτερη και μεγαλύτερη έκπληξη κρυβόταν όμως στα επόμενα δύο κομμάτια. Στην ουσία πρόκειται για μια ακουστική μπαλάντα με κιθάρα, που βρίσκεται εδώ σε δύο διαφορετικές εκδοχές. Στην πρώτη "I Am A Groupie" τα φωνητικά αναλαμβάνει η Μαρία Καλαπανίδα (γνώριμή μας από την συμμετοχή της στο δίσκο "Anapteroma" των Blue Birds Refuse To Fly πίσω στο 2004). Ενώ στο δεύτερο "She Is A Groupie" αναλαμβάνει ο Ζ. Μου αρέσει το παιχνίδι που γίνεται με τα δύο αυτά tracks. Η ίδια ιστορία από δύο διαφορετικές όψεις. Από τη μια η groupie που εκφράζει την επιθυμία της να είναι λατρευτή από τα συγκροτήματα και από την άλλη η εικόνα του "αμαρτήματος" στο οποίο επιδίδεται. Είναι ωραίο που βλέπουμε το σχήμα να επιχειρεί κάτι τόσο διαφορετικό και παρόλα αυτά καταφέρνει να διατηρεί την προσωπικότητα του. Αυτή είναι άλλωστε και η έννοια των EP, να είναι λίγο διαφορετικά και πιο τολμηρά από τα άλμπουμ. Το συγκεκριμένο εγχείρημα αποτελούσε προσωπικό στοίχημα του Ζ, που έχει δηλώσει ότι "Ειδικά το groupie το είχα στο μυαλό μου 2 χρόνια και αν δεν το έκανα θα τρελαινόμουν... ". Στο EP αυτό τον βρίσκουμε μαζί με τον νέο του συνεργάτη τον Cyro (aka Georg από τους Cygnosic).
Η υπόλοιπη κυκλοφορία, το δεύτερο σκέλος που προαναφέραμε, απαρτίζεται από μια πληθώρα από remixes κομματιών των Siva Six μέσα από το τρίτο τους άλμπουμ "The Twin Moons". Πιο ενδιαφέρον βρήκα το remix των Mani Deum που οδηγεί το "Valley Of The Shadows" σε dark Americana μονοπάτια. Η χρήση κιθάρας το κάνει να ταιριάζει ιδανικά με το προηγούμενο σκέλος του EP. Από εκεί και πέρα βρίσκουμε remixes από μερικά ακόμα εγχώρια σχήματα όπως τους Headshock, Nano Infect, τον DJ και producer Christian Cambas, Mustpain (Black/Death Metal), The Dead For A While (Experimental/IDM/Industrial σχήμα από την Βέροια) και Video Game Orchestra. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτό, οι Siva Six δίνουν την δυνατότητα να αναδειχθούν και άλλα σχήματα και μουσικούς παραγωγούς, εξίσου από το εσωτερικό αλλά και από το εξωτερικό με remixes από Incubite (Γερμανία), Hexrx (Λος Άντζελες), Killus (Ισπανία) και Beauti Mortui (Φιλανδία).
Στην γενικότερη EBM/Industrial σκηνή σήμερα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι παρατηρείται ένας κορεσμός, αφού κυκλοφορούν εκεί έξω άπειροι δίσκοι από σχήματα που διαπραγματεύονται το είδος αυτό. Αυτό έχει ορισμένες φορές σαν αποτέλεσμα να αποπροσανατολίζεται το κοινό πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει κάτι αξιόλογο με το οποίο αξίζει να καταπιαστεί. Οι περισσότερες κυκλοφορίες περιέχουν μία, το πολύ δύο ενδιαφέρουσες συνθέσεις ενώ οι υπόλοιπες ακούγονται σαν επανάληψη γνώριμων ξαναπαιγμένων μοτίβων, χωρίς προσωπικότητα και έμπνευση. Η συγκεκριμένη περίπτωση των Siva Six αποτελεί την εξαίρεση. Καταφέρνουν να αποτυπώσουν με το καλύτερο τρόπο το στίγμα τους, με συνθέσεις που έχουν βάθος (προσθέτοντας σκοτεινές ατμόσφαιρες) και concept (βλέπε το άλμπουμ "The Twin Moons" στο όποιο κυριαρχεί μια concept ιστορία που εξελίσσεται στον πλανήτη γη και στον πλανήτη Zera) πράγμα που τους καθιστά πλέον αναγνωρίσιμους στον EBM/Industrial χώρο. Δείχνουν να διαθέτουν όραμα που παρουσιάζεται ολοκληρωμένα μέσα από το έργο τους συνολικά, μέσα από την μουσική, το artwork και το γενικότερα το image και δείχνουν να μην αφήνουν τίποτα στην τύχη. Αναμένοντας την νέα τους ολοκληρωμένη δουλειά, μένει να δούμε αν θα συνεχιστεί η ανοδική πορεία του συγκροτήματος αλλά και πόσες εκπλήξεις μας επιφυλάσσουν ακόμα.
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Ο KU, κατά κόσμον Δημήτρης Παπαδάτος, είναι ένας πολυάσχολος μουσικός. Είναι ενεργό μέλος σε διάφορα projects που καλύπτουν μία ευρύτατη μουσική γκάμα, η οποία εκτείνεται από το θέατρο και τα εικαστικά δρώμενα μέχρι την πειραματική μουσική, έχει ηχογραφήσει κάτω από μπόλικα ψευδώνυμα και έχει να επιδείξει αρκετές αξιοζήλευτες συνεργασίες, η παράθεση των οποίων ξεφεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου. Γιατί όσο εντυπωσιακές κι αν είναι οι διάφορες δραστηριότητες στα στενότερα αλλά και τα ευρύτερα πλαίσια της μουσικής, το απόλυτο "crash test" για τον κάθε καλλιτέχνη είναι η στιγμή που θα αρχίσει να κυκλοφοοεί τις δισκογραφικές του απόπειρες. Σήμερα λοιπόν θα δούμε τι "ψάρια πιάνει" η πρώτη επίσημη κυκλοφορία του με το όνομα Feathers.
Το αξιοζήλευτο βιογραφικό του κυρίου KU, αν μη τι άλλο, του έχει εξασφαλίσει κάποιες εκλεκτές συνεργασίες, με μέλη των Baby Guru να συμμετέχουν τόσο ως μουσικοί όσο και ως παραγωγοί / ηχολήπτες. Οι οποίοι, όπως μας ενημερώνει η ίδια η εταιρεία, συνδύασαν παλιές και νέες ηχογραφήσεις ώστε να προκύψει ένα αποτέλεσμα φρέσκο μεν, αλλά με νοσταλγικό αέρα. Αυτό είναι ίσως και το σήμα κατατεθέν του Feathers: Είναι ένας ηλεκτρονικός δίσκος που συνδυάζει με απλό τρόπο ετερόκλητα μουσικά στοιχεία κάνοντάς τα να φαίνονται συμβατά με έναν τρόπο φυσικότατο και αβίαστο. Μέσα στα εννέα τραγούδια του παρελαύνουν υπερήφανα η χαλαρωτική electronica όπως μας τη δίδαξαν οι Air των 90's, διανθισμένη με στοιχεία από την ψυχεδέλεια των 70's, μία πινελιά από την kraut κληρονομιά των Neu!, λίγη από την ερμηνευτική μελαγχολία των Calexico και μερικές αυθεντικά ωραίες στιγμές pop τραγουδοποιϊας και το αποτέλεσμα είναι έτοιμο. Και ειλικρινά, δε μπορείς εύκολα να του βρεις ψεγάδια: Ακόμα και οι πιο αδύναμες στιγμές (The Swindler, Devotion In A Nutshell) έχουν έναν εντυπωσιακό βαθμό ολοκλήρωσης και είναι γεμάτες ωραίες ιδέες, ενώ τα highlights του δίσκου (Rubicon, Jerusalem, Millions) νιώθεις ότι άνετα θα μπορούσες να τα δεις να στέκονται σε οποιαδήποτε διεθνή παραγωγή. Ολόκληρο το Feathers είναι στην πραγματικότητα μία διαρκής παρέλαση ιδεών και ένα εμπνευσμένο γεφύρωμα των επιρροών του KU, δοσμένο με φινέτσα, στυλ και διακριτικότητα. Μία κυκλοφορία πληρέστατη, πλούσια και πάνω απ' όλα τίμια στις προθέσεις της.
Ωστόσο, ακόμα και στην περίπτωση του Feathers, καραδοκεί ένα μεγάλο ΑΛΛΑ... Ένα αλλά που δεν έχει να κάνει με την ποιότητα του άλμπουμ και τις προθέσεις του δημιουργού του όσο με τον χαρακτήρα και την ιδιαίτερη ταυτότητα αυτής της κυκλοφορίας. Ο KU κατά τα φαινόμενα αγχώθηκε παραπάνω από όσο έπρεπε προκειμένου να ενσωματώσει τις πολύπλευρες επιρροές του σε 40 λεπτά μουσικής και μάλλον το παράκανε στην προσπάθειά του το αποτέλεσμα να ακούγεται διακριτικό και μετρημένο. Και ενώ κατάφερε να αποφύγει τόσο την παγίδα του άσκοπου πειραματισμού όσο και τη στροφή σε ένα avant-garde στυλ (που πολύ "φοριέται" τα τελευταία χρόνια), δεν κατόρθωσε να δώσει στη δουλειά του έναν χαρακτήρα που θα την προσδιορίζει σαφώς και ξεκάθαρα. Και το τελευταίο είναι μάλλον που ευθύνεται για το γεγονός ότι το Feathers μετά από ελάχιστα μόλις ακούσματα αρχίζει να κουράζει τον ακροατή και να γίνεται κάπως βαρετό. Μην παρεξηγηθώ: Δεν είναι καθόλου βαρετή η electronica του KU. Είναι όμως τόσο εμφανής η υπερπροσπάθεια να μετουσιωθεί σε ένα αυτούσιο, ατμοσφαιρικό δημιούργημα, που στο τέλος ο ακροατής μένει αμήχανος, σχεδόν μετέωρος. Όσες φορές κι αν άκουσα το δίσκο, δεν μπόρεσα να προσδιορίσω μία στιγμή της ημέρας ή έστω μία περίσταση που θα έδενε με την ακρόαση του δίσκου. Και όσο κι αν εκτίμησα την ποιότητά του, δε συνέλαβα ποτέ τον εαυτό μου να βάζει το Feathers στο repeat. Και αυτό σίγουρα δεν είναι καλό...
Παιδικές ασθένειες; Μάλλον. Αν συνεχίσει με τέτοιους ρυθμούς ο δημιουργός, σε μερικά χρόνια από τώρα είναι πιθανόν να λέμε ότι το ντεμπούτο του ήταν ένα καλό άλμπουμ που έπασχε απλά από μία κρίση ταυτότητας. Ο πλούτος του Feathers βρίσκεται εκεί και είναι χαρακτηριστικός του ταλέντου του κυρίου Παπαδάτου. Μένει απλά να γίνει πιο προσιτός στην καθημερινότητα των ακροατών του. Μόνο έτσι ένα άλμπουμ θα μπορέσει να αναβαθμιστεί σε ένα διαχρονικό δημιούργημα.
Rating: 7,2 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Pages