Όποιος έχει ακούσει το πρώτο άλμπουμ των εγχώριων Calf "Α Constant Loss Departs From the Sentiment of the Abandoned" (2012) αντιλαμβάνεται ότι είναι πολύ πιθανόν η μετάβαση στο δεύτερο δισκογραφικό τους εγχείρημα "Βastards Anatomy Use A Unicorn Go To Apathy" (μα τί τίτλοι είναι αυτοί;) να συνέβη μέσα από βαθιές ψυχολογικές μεταπτώσεις των μελών του συγκροτήματος, ίσως συνεπικουρία ψυχοτρόπων ουσιών. Ακόμα και το εξώφυλλο του νέου άλμπουμ, που κυκλοφόρησε σε μορφή βινυλίου στα τέλη του 2014, ενδεικνύει βάσιμα ότι κάτι έχει αλλάξει εδώ σε σχέση με πριν, κάποια κεντρική, καίρια ψυχολογική πτυχή του οργανισμού των Calf έχει αρχίσει, αργά αλλά σταθερά, να μεταπίπτει από το ασφαλές συνειδητό του πρώτου άλμπουμ στον αχανή κόσμο ενός ανερμάτιστου μα σταθεροποιητικού ασυνειδήτου του δεύτερου. Γιατί, αν η μουσική των Calf ξάπλωνε στο Φροϋδικό ντιβάνι, είμαι σίγουρος ότι θα βοηθούσε τον Δόκτορα Σίγκμουντ στην περαιτέρω εξέλιξη της Ψυχαναλυτικής Θεωρίας του.
To εισαγωγικό "Are you Laura Palmer ? No, I’m a fucking psycho" έχει τίτλο που δεν ξεχνάς εύκολα, ειδικά όταν η μουσική που τον συνοδεύει είναι από λυρική έως βίαιη ξανά και ξανά μέχρι τη λήξη αυτού του σχεδόν ενδεκάλεπτου μουσικού κυκεώνα. Κάθε κομμάτι του άλμπουμ είναι σαν να ακούς έναν ολόκληρο δίσκο, όχι τόσο λόγω της διάρκειάς του, όσο λόγω του μουσικού και αισθητικού του περιεχομένου. Κανένα δεν έχει στίχους κι όμως διαθέτει φωνή και μάλιστα ισχυρή, σε τέτοιο σημείο, που αναρωτιέσαι, αν τελικά η στιχουργική είναι απαραίτητη στην περίπτωση που η μουσική διαθέτει ειδικό βάρος ή αν τελικά την εμποδίζει στην εξελικτική της πορεία. Κι αυτό όχι λόγω του μουσικού είδους (;) που οι Calf έχουν επιλέξει να υπηρετήσουν αλλά επειδή ο μουσικός κόσμος που φαίνεται ότι ζουν δε μετράει το χρόνο με τον συμβατικό τρόπο, αυτόν δηλαδή της ώρας και των υποδιαιρέσεών της. Κατασκευάζουν έναν Χρόνο, που ουσιαστικά δονείται από συναισθήματα σκοτεινά μα κι άλλο τόσο φωτεινά, ώσπου στο τέλος μεταμορφώνεται και διαιρείται σε μικρά σύμπαντα διαλύοντας και ξαναφτιάχνοντας τις αισθήσεις του ακροατή κατά το δοκούν. Με σαφείς επιρροές από το post-rock και τη λεγόμενη noise σκηνή, οι Calf δεν μπορούν με κανένα τρόπο να χαρακτηριστούν ως δισ-διάστατοι λόγω αυτών των επιρροών αλλά μόνο ως δυσ-διάστατοι ακριβώς λόγω της "δυσκολίας" τους να ενταχθούν σε κάτι και κάπου συγκεκριμένα. Γιατί, δεν είναι εύκολο κάποιος να τους "κολλήσει" μια μουσική ταμπέλα, αφού jazz αυτοσχεδιασμοί συμπλέουν με metal βρυχηθμούς, στιγμές indie ανύψωσης και πτώσης εμπλέκονται με feedback και κιθαριστικές παραμορφώσεις industrial αισθητικής, με πανταχού παρούσα τη rhythm section μπάσου-τυμπάνων να αποδομεί μέτρα, ρυθμούς και κάθε αίσθηση συμβατικού χρόνου, όταν την ίδια στιγμή πάνω σε μια τεθλασμένη, ανισσόροπη γραμμή συναντιούνται οι Birthday Party με τους Godspeed You Black Emperor!.
Όποιο κομμάτι κι αν ακούσεις σού δίνει την αίσθηση ότι είναι ανολοκλήρωτο, ακριβώς επειδή οι μουσικές μεταπτώσεις είναι τόσες πολλές, που δεν μπορείς να τις διαχειριστείς χωρίς κόπο, χρόνο και διάθεση συναισθηματικής ευρύτητας. Το άλμπουμ θυμίζει μαραθώνιο αγώνα δρόμου, που τη στιγμή που αποφασίζεις να τρέξεις γρήγορα ώστε να βγεις πρώτος και εντείνεις την προσπάθεια, η καρδιά σου τελικά σε προδίδει και την ώρα της πτώσης η ζωή περνάει μπροστά από το βλέμμα σου εν ριπή οφθαλμού. Αν ο Φραντς Κάφκα είχε ακούσει τους Calf όταν έγραφε τον Πύργο ή τη Δίκη σίγουρα θα ένιωθε ότι κάπου εκεί έξω υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που δημιουργούν σε ομόκεντρους κύκλους με τον δικόν του, ειδικά αν οι πρώτοι ήχοι που θα έφταναν στα αυτιά του θα ήταν από το "Squeezing blue hope from my christian numb cock".
Οι Calf δεν απευθύνονται σε ακροατές που ζητούν ευκολία, όμως, από την άλλη, δίνουν όλα τα απαραίτητα όπλα, ώστε όποιος ειλικρινά το επιθυμεί να μπορεί να συμβαδίσει με το δύσκολο και πολλές φορές δύστροπο μουσικό τους τοπίο.
Rating: 8,5 / 10
Ο Ελευθεριακός
Μετά το ακουστικό "Demolished Thoughts" ο Moore επιστρέφει στις ρίζες του ή τις ξανακοιτά με διαφορετικό τρόπο, αν υπήρχαν ποτέ τέτοιες στη μουσική του πρόταση κι αν μπορούσε κάποιος να τις ξεριζώσει με ασφαλή τρόπο χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος καταστροφής ολόκληρου του δέντρου. Ένα εξώφυλλο που παραπέμπει σε ανέμελες παραλίμνιες ή παραθαλάσσιες στιγμές κι ένας δίσκος του μελωδικού θορυβοποιού Thurston Moore, που ξεκινάει με αρμονικές στην κιθάρα και ακολουθείται από χαλάρωση pop προδιαγραφών σίγουρα προμηνύει κάτι ενδιαφέρον.
Δεν είναι ότι έχει ξεχάσει το παρελθόν του και πλέον ασχολείται με την pop- αν και μεγάλο μέρος της μουσικής ζωής των Youth έκρυβε εντέχνως και θορυβωδώς pop γραμμές- όμως σε αυτό το άλμπουμ όλα συνδυάζονται πάνω σε έναν καμβά ήχων και αναδυομένων χρωμάτων, που ακόμα κι ένας ορκισμένος οπαδός των Sonic Youth θα ακούσει με ενδιαφέρον, χωρίς όμως πιά να ορκίζεται σε αυτούς, παρά μόνο σε μια απροσδιόριστη πτυχή της Μουσικής Τέχνης. Άλλωστε ο τίτλος του άλμπουμ σε προδιαθέτει να ακούσεις το soundtrack της… καλύτερης μέρας σε ήχους που εναλλάσσονται από τη μελωδία στον θόρυβο κι από εκείνον στο "Tape", που θα σου θυμίσει, ειδικά αν είσαι κάποιας ηλικίας πλέον, εκείνες τις (μετα)εφηβικές κασέτες, που γράφαμε και σβήναμε και ξαναγράφαμε στον εαυτό μας ή σε πολύ αγαπημένα μας πρόσωπα, με τις κιθάρες να θυμίζουν ψυχεδέλεια των 60΄s παιγμένη από κινέζικη, βουδιστική μπάντα. Ίσως τελικά το ομώνυμο κομμάτι να ακούγεται σαν πειραγμένος, παράτονος Tom Petty, που επί τη ευκαιρία μαρσάρει την παλιομοδίτικη λιμουζίνα στο garage του πατέρα του, σολάροντας παράλληλα σε κλασικές ροκ έως και Sabbaθικές φόρμες πάνω σε Blue Cheer μπασογραμμές.
Βαδίζοντας βέβαια προσεκτικά πρίν ή μετά από αυτό, βρίσκεις, κάπου, τους ήχους του "Sister" ή και του "Goo" ακόμα, ανακυκλώνοντας αναγκαστικά ό,τι άκουσες μέχρι εκείνη τη στιγμή μέσα από ένα νέο πρίσμα, που όσο θα παλιώνει τόσο θα ωριμάζει στα αυτιά σου. Ειδικά, όταν γνωρίζεις ότι κάποιος είναι αφιερωμένος στην αγάπη του για σένα παντοτινά και κοντοστέκεται μέσα σου σαν να βρίσκεται σε κάποιον ιερό και απαραβίαστο από τον όχλο χώρο, τότε το ρεφραίν του "Forevermore" μετατρέπεται σε συνθήκη ζωής και θανάτου, γίνεται μανιφέστο. Περνώντας στο οργανικό κομμάτι του δίσκου ("Grace lake") αναρωτιέσαι αν κάποια Δρολαπική, τριπαρισμένη κιθάρα σιγοψιθύρισε τα πρώτα λεπτά του, όταν όμως προσγειώνεσαι λίγο αργότερα στα συνηθισμένα τερτίπια ενός ελκυστικού Θορύβου, αντιλαμβάνεσαι ότι η Νέα Υόρκη βρίσκεται και πάλι στο πλάι σου με ανοικτούς και τεταμένους ενισχυτές.
Στιχουργικά, θα μπορούσε να είναι κι ένας concept δίσκος, μουσικά είναι ένα αμάγαλμα ήχων και συναισθημάτων σε κατιούσες όσο και ανιούσες κλίμακες ψυχικής διάθεσης είτε τον ανασύρεις ως σύνολο είτε τον αντιμετωπίσεις ως οκτώ διαφορετικές και ολοκληρωμένες μουσικές οντότητες. Όλοι οι παίκτες είναι έμπειροι, η ομάδα φαίνεται συντονισμένη ενώ ο Moore φαίνεται να δίνει τον τόνο. Γνωρίζει πώς να σε κάνει βόλτα από τη χαρά στη θλίψη, από τη χαλάρωση στην αντιμετώπιση του εσώτερου εαυτού κι από εκεί στις αντιπαραθέσεις με τις εκρηκτικές του αντιφάσεις.
Kάτι αρνητικό θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς στις μελωδικές εμμονές της κιθαριστικής τέχνης του Thurston Moore αλλά αν δεν υπήρχαν αυτές πώς θα μπορούσαμε να ασχολούμαστε με την οποιαδήποτε μέρα σαν να ήταν η καλύτερη;
Rating: 9 / 10
Ο Ελευθεριακός
Η μέχρι τώρα πορεία των THE SOFT MOON απέφερε 2 άλμπουμ και ένα e.p. που εξερευνούσαν σκοτεινές ενδοχώρες, είτε αφηρημένες είτε πιο εσωτερικές. Εντυπωσιακές καταγραφές σεισμογενών, επιβλητικών, στιβαρών, τιτάνιων ρυθμικών μοτίβων και γκριζόμαυρα φράκταλ χαμηλών συχνοτήτων από τις πιο σκοτεινές γωνίες του μουσικού σύμπαντος, επαναληπτικοί ήχοι και φράσεις μακριά από κάθε φόρμα τραγουδιού, μεγενθυμένες περιοχές των καλύτερων σκοτεινών μουσικών παραγωγών του new/cold/dark wave, goth και industrial. Δίσκοι που εντυπωσιάζουν, συνθέσεις που στις ζωντανές τους εκτελέσεις δείχνουν το μέγεθος τους κάνοντας μερικούς από μας να έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε λιλιπούτειοι απέναντι σε αυτές τις μαύρες ρυθμικές επιδρομές ή ασήμαντοι κάτω από αυτές τις γοτθικές ηχητικές αψίδες.
Οι Soft Moon είναι μια προσωπική υπόθεση. Είναι η μουσική ψυχοθεραπεία του εσωτερικού κόσμου του Luis Vasquez, μια εσωτερική γέφυρα μεταφοράς συναισθημάτων και κατάστασης προς τα έξω. Όταν ο συνθέτης δήλωνε το 2012 ότι το ''Zeros'' θα ήταν το τελευταίο άλμπουμ που θα δημιουργούσε σόλο, δεν φάνηκε να το πιστεύει ούτε και ο ίδιος.Τρία χρόνια λοιπόν μετά έχουμε μια καινούρια ολοκληρωμένη ηχογράφηση των Soft Moon. Δημιουργημένη, όχι στο Oakland (τη βάση του συνθέτη) και ούτε ανάμεσα σε συναυλίες, αλλά στην απόλυτη απομόνωση στο Βερολίνο και στη Βενετία με τη σημαντική βοήθεια του παραγωγού Maurizio Baggio.
“The album is an inward-looking representation of a new man as he processes the relentless undercurrent of his internal battles with suicide, vulnerability, and healing” αναφέρει το δελτίο τύπου σαν την πεμπτουσία της φιλοσοφίας του ''Deeper''.
Από πέρυσι μας είχε κάνει γνωστά τρία τραγούδια που υποδείκνυαν μετακίνηση σε ακόμα πιο αβυσσαλέους κόσμους. Ακριβώς· η μετακίνηση είναι ουσιαστικά η βαθύτερη από ποτέ καταβύθιση στα εσωτερικά ψυχικά διαμερίσματα.
Το ''Inward'' είναι σαν ένα ηχητικό ασανσέρ με κλιμακούμενη προς τα κάτω κίνηση το οποίο μας αιχμαλωτίζει στο «θάλαμο» και σταματά απότομα για να εισέλθει η ιδιαίτερη ρυθμική, υποβλητική, μινιμαλιστική, ανήλιαγη mantra του ''Black''· μια ωδή προς την προσωπική άνευ υποδείξεων πορεία ζωής με στίχους απλούς και απόλυτους. ''I don't care what you say, living life my own way'' επαναλαμβάνει κατά την προσφιλή του συνήθεια ο Luis Vasquez. Μια μεγαλειώδης στιγμή, μια καλή σύνδεση με τα προηγούμενα αλλά και πρώτο δείγμα ότι κάτι αλλάζει στη συνθετική ποιότητα του Luis Vasquez.
Στο ''Far'' ο γνώριμος ρυθμικός νεοκυματικός καλπασμός καταγωγής THE CURE και η παγωμένη κιθάρα είναι πάλι παρών. Αλλά ακούμε πλέον και στίχους με παραπάνω από 15 λέξεις. Ένα ανεμοδαρμένο τραγούδι που χρωστά πολλά στον Robert Smith και δείχνει αναχώρηση από τα ιδιότυπα mantra σε πιο ποπ φόρμες. Κάτι που φαίνεται και στα ''Wasting'', ''Try'' και ''Without'' με τον καλύτερο τρόπο. Αυτή η τριάδα είναι ουσιαστικά το νέο που φέρνει αυτό το άλμπουμ στην αισθητική του σχήματος. Είναι η στιγμή που ο Luis Vasquez αφήνει το συναίσθημα να μιλήσει και να τραγουδήσει και είναι περιττό να τονίσουμε ότι είναι ένα ενδιαφέρον καινούριο στοιχείο που αξίζει να εξερευνήσει και να μάθει καλά ο συνθέτης.
Ήταν ένα ζήτημα παλιότερα αυτή η λυρική "ανωριμότητα" του. Από τη στιγμή που δεν προσανατολιζόταν στη γραφή μόνο οργανικών συνθέσεων, έπρεπε να αναπτύξει το θέμα φωνής/μελωδίας/τραγουδιού. Οι ρυθμικοί ψίθυροι, όπου δεν συνυπήρχαν με τους ρυθμούς, έβγαιναν σαν να άκουγες κάποιον να ασφυκτιά να τραγουδήσει και να βγάλει στην επιφάνεια «δένoντας» με το υπόλοιπο οικοδόμημα όλη αυτή την ένταση με περισσότερες μελωδίες και λέξεις. Στο ''Deeper'' όμως αυτό το θέμα αρχίζει να διορθώνεται πια και αυτό οφείλεται στον παραγωγό του άλμπουμ Maurizio Baggio ο οποίος άφησε τον Luis να επικεντρωθεί στο τραγούδι παρά στο υπόλοιπο ηχητικό μέρος και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ανέβει ο ήχος των Soft Moon ένα επίπεδο πιο πάνω.
Υπάρχουν όμως και δύο συνθέσεις που ανεβάζουν ακόμα πιο ψηλά των πήχη στην πρόοδο του σχήματος. Το εφιαλτικό σεισμογενές industrial techno του ''Wrong'' και το επιβλητικότερο όλων, ''Desertion'', που είναι πλησιέστερο των υπολοίπων στις προηγούμενες ηχογραφήσεις του σχήματος. Όμως και πάλι, φαίνεται καθαρά να κυριαρχεί μια πιο εστιασμένη και ξεκάθαρη από ποτέ οπτική. Στο ομώνυμο ''Deeper'' μιλά το Λατινοαμερικάνικο αίμα του Vasquez και εντυπωσιάζει καθώς χρησιμοποιεί αρχέγονους ρυθμούς που μπλέκονται με τις industrial εφιαλτικές περιβάλλουσες και στρώματα, δημιουργώντας ισοδύναμο αποπνικτικής και υγρής ατμόσφαιρας. Είναι ένα από τα χορευτικά τραγούδια του άλμπουμ που μας ανοίγει την όρεξη για περισσότερο αρχέγονες επιρροές στην κατεύθυνση του σχήματος στο μέλλον. Τα ''Feel'' και''Being'' κουβαλάνε εντονότερες από ποτέ αναμνήσεις της δεκαετίας του '80 μέσα από τις ρυθμικές και χορευτικές τους διαστάσεις, αλλά το πρώτο προδίδεται από την δύσκαμπτη και απλοϊκή του μελωδία.
Στο ''Deeper'' λοιπόν διακρίνουμε πολλές αλλαγές πάνω στη βασική μουσική κατεύθυνση των THE SOFT MOON. Είναι ο πιο εστιασμένος, πιο ώριμος, πιο σκοτεινός, αλλά και πιο «ευλύγιστος» δίσκος τους. Ένα ολοκληρωμένο και ενδοσκοπικό άλμπουμ της εποχής μας που κατακτά περίοπτη θέση στις φετινές κυκλοφορίες.
Rating: 8,5 / 10
Χρήστος Μίχος
Η δημιουργικότητα των BABY GURU τόσο σαν σχήμα όσο και σαν μονάδες έχει αποφέρει ενδιαφέροντες δίσκους που τους χαρακτηρίζει η πολυχρωμία και η αψεγάδιαστη παραγωγή. Ο Κώστας Δημάκης γ.κ.ως PRINS OBI, τραγουδιστής του σχήματος, μας παρουσίασε πέρυσι το ψηφιακό e.p. “Love Songs for Instant Success” με πέντε όμορφες συνθέσεις (τέσσερα τραγούδια και ένα μικρό οργανικό) που άγγιζαν δημιουργικά το blues, τις ροκ'ν'ρολ μπαλάντες των 50'ς, την ψυχεδέλεια των '60'ς και την exotica. Ήταν κάτι διαφορετικό από αυτά που ακούγαμε μέχρι τότε από το μητρικό σχήμα, αλλά όχι μακριά από το ανανεωτικό στίγμα τους. Το ''Notions'', το πρώτο ολοκληρωμένο solo album του Prins Obi, έρχεται ένα χρόνο μετά από το e.p. και είναι άλλη μια ευχάριστη έκπληξη.
Το άλμπουμ διακρίνεται για τη μουσική του ομοιογένεια, απλότητα αλλά και προσωπικότητα. Είναι προσανατολισμένο στην ποπ φόρμα με αρκετές ψυχεδελικές, progressive και αναλογικές ηλεκτρονικές επιρροές που παραπέμπουν χρονικά πρώτα στη δεκαετία του '70 και μετά οπουδήποτε αλλού. Tο τελικό αποτέλεσμα όμως είναι κομμάτι σύγχρονης δημιουργίας, ριζωμένο στα δύσκολα και περίεργα χρόνια της τρέχουσας δεκαετίας. Η χαρακτηριστική φωνή του Prins Obi, η ενιαία παραγωγή (με τη βοήθεια του King Elephant) και η συμμετοχή των Sir Kosmiche, Kon Kon, KU και Χριστίνας (υπό το όνομα Dream Warriors) δεν μας αποφέρουν άλλο ένα BABY GURU κοσμικό δημιούργημα αλλά έναν, ουσιαστικά, ποπ δίσκο αξιώσεων που αποτελεί άλλη μια δημιουργική κορύφωση σε σύντομο χρονικό διάστημα από την κυκλοφορία του ''Marginalia''.
Αν θέλετε σύγχρονα δισκογραφικά ανάλογα, θα σας παραπέμψω άμεσα και πρόχειρα στο ''Congratulations'' των MGMT και στα ρυθμικά παιχνίδια οποιουδήποτε δίσκου των STEREOLAB, αλλά μην αναζητήσετε συγκεκριμένες ομοιότητες, παρά μόνο την αόρατη, κοινή, δημιουργική επιρροή μιας δεκαετίας που ακόμα δεν έχει αξιοποιηθεί πλήρως. Μπορεί τα 70’s μέσω κάποιων σχημάτων, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η ομάδα των BABY GURU, να έχουν προδιαγράψει ένα μέλλον που δύσκολα τυποποιείται, αλλά όταν εμφανιστούν δίσκοι σαν το ''Notions'' προστίθεται άλλος ένας κρίκος σε μία αόρατη αλυσίδα που εύχεσαι να συνεχίζεται επ' άπειρον..
Rating: 8 / 10
Χρήστος Μίχος
Μπαίνω στην τέταρτη δεκαετία βρίσκοντας και πάλι μπροστά μου τον Άκη Μπογιατζή και τα τραγούδια του. Από τη δεκαετία του '80 ήταν «δίπλα» και σχεδόν πάντα περίμενα νέα μουσική από τα σχήματα που δημιουργούσε. Αυτή τη φορά έχω την τιμή να γράψω για πρώτη φορά για άλμπουμ μουσικής του.
Το τέταρτο άλμπουμ των SIGMATROPIC, του μακροβιότερου σχήματος του Άκη Μπογιατζή ύστερα από δισκογραφική απουσία επτά χρόνων, παρουσιάζει το ''Dead Computer Blues''.
«..Το album έχει σαν κεντρική ιδέα την προσωπική κρίση που βιώνει ο καθένας μας, θέτει ερωτήματα, αλλά συγχρόνως νοσταλγεί το μέλλον που κάποτε ονειρευτήκαμε, ελπίζοντας ότι αυτό θα ξανάρθει γεμάτο νέες υποσχέσεις. Ο νεκρός υπολογιστής αφηγείται την ιστορία ξεκινώντας από το τέλος, ως το όχημα του επαναπροσδιορισμού του μέλλοντος επάνω σε τροχιά που, επιτέλους, δεν την έχουν προκαθορίσει άλλοι. Ο νεκρός υπολογιστής είναι επίσης και το σύμβολο του επαναπροσδιορισμού της μουσικής....»
Κράτησα το «προσωπική κρίση», «νοσταλγεί το μέλλον που κάποτε ονειρευτήκαμε», «επαναπροσδιορισμός της μουσικής» από αυτό το κατατοπιστικό δελτίο τύπου. Είναι τρεις προτάσεις που γυρίζω και ξαναγυρίζω περιοδικά σαν δορυφόρος γύρω τους πολλά χρόνια τώρα.Και κάθε φορά, το ηχητικό πλαίσιο τυχαίνει να συμπεριλαμβάνει είτε LIBIDO BLUME, είτε SIGMATROPIC, είτε λίγο Cpt.Nefos. Αυτή τη φορά έρχεται το ''Dead Computer Blues'' για να πλαισιώσει πάλι αυτές τις περίεργες τροχιές.
Είναι ένα άλμπουμ αισθητά διαφορετικό από το προηγούμενο άλμπουμ τους ''Dark Outside''. Ο ήχος ακούγεται πιο εξωστρεφής, ακούγονται λιγότερες ηλεκτρονικές επιρροές, δεν υπάρχουν συμμετοχές (εκτός του Γ. Ντρενογιάννη που παίζει κιθάρα στο ''Crystallized'') και, ποιητική αδεία, είναι σαν να ακούω τους LIBIDO BLUME να επανέρχονται ωριμότεροι και με συνθέσεις που επιτυγχάνουν να ακούγονται σχεδόν χωρίς χρονικό προσδιορισμό είτε από επιρροές, είτε από γενικό ηχητικό στίγμα.
Πάντα τα τραγούδια του Άκη Μπογιατζή πατούσαν στη Γη, ανεξάρτητα από τη μουσική κατεύθυνση. Είναι πάντα βγαλμένα από εσωτερική επεξεργασία, σχεδόν βιωματικά και η φωνή του δίνει ένα ιδιαίτερο χρώμα στην εκάστοτε σύνθεση που της προσδίδει αναγνωρισιμότητα και προσωπικό στίγμα. Αυτό συνεχίζεται στο ''Dead Computer Blues'' και μάλιστα όλες οι συνθέσεις ακόμα και η διασκευή στο ''Off Hand'' από το ''Liquid Days'' είναι σε ζηλευτό επίπεδο ολοκλήρωσης και συνθετικής έμπνευσης. Ο ήχος των SIGMATROPIC και σε αυτό το άλμπουμ ακούγεται μοναδικός και μη αντιγράψιμος. Είναι ένα άλμπουμ με συνεκτικότητα και πληρότητα που αφήνει λίγο χώρο για αναλύσεις και περισσότερο χρόνο για να εισέλθει κανείς στον κόσμο του.Το σχήμα παίζει σε βαθύχρωμους τόνους, τα ηχοχρώματα έρχονται από αλλοτινές εποχές αλλά δένουν με την γκρίζα εποχή που ζούμε και σίγουρα το μελωδικό απόθεμα των τραγουδιών μπορεί να προσφέρει στον ακροατή θαλπωρή και οικειότητα. Υπάρχει μια υποδειγματική, πλούσια και σφιχτή, αλλά συνάμα μετρημένη ενορχήστρωση που δεν αφήνει περιττές ουρές. Υπάρχει αυτή η αίσθηση της εμπειρίας και της γνώσης που έχει η μπάντα, αλλά πιο πολύ, σε κερδίζουν με τη σεμνότητα και το χαμηλό προφίλ που περνάνε μέσα από τη μουσική τους.Άνθρωποι που ζουν μια «κανονική ζωή αλλά τα βράδια τους είναι νύχτες αποσυμπίεσης με νότες και μελωδίες.
Το ''Dead Computer Blues'' ξέρει πως να κάνει την ουσία της μουσικής να έχει πάλι νόημα. Ο επαναπροσδιορισμός της μουσικής είναι για τη σχέση και επικοινωνία του εσωτερικού κόσμου με τον εξωτερικό δια μέσου αυτής τόσο από την πλευρά του μουσικού όσο και από αυτή του ακροατή. Ανέκαθεν ήταν μάστορες σε αυτό τώρα ακόμα πιο πολύ.
Δεν ξέρω για τους ίδιους αλλά για μένα τον ακροατή και fan (γιατί να το κρύψω άλλωστε) βρήκαν και πάλι την ίδια, παλιά, κατάλληλη φλέβα μου και από εκεί τα τραγούδια του φετινού άλμπουμ τους ρέουν αβίαστα κάθε βράδυ, σαν mantra για την ψυχική μου ισορροπία, ηρεμία και αγαλλίαση.
Πιο καλά όταν τα τραγούδια είναι συνεπιβάτες στο ταξίδι ή σε περιμένουν κάτω από το μαξιλάρι. Και όπως και τα προηγούμενα των SIGMATROPIC έτσι και το ''Dead Computer Blues'' είναι ένας όμορφος τρόπος να κλείνω τη μέρα μου τελευταία...
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
“Vinyl including, cd is available…” , είναι το post στη διαδικτυακή σελίδα των My Drunken Haze, που αναφέρεται στην πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική τους δουλειά. Ακολουθώντας το link φτάνουμε στo bandcamp της Inner Ear, όπου μπορούμε να ακούσουμε δωρεάν το “Yellow Balloon” και με 6 ευρώ να αγοράσουμε και τα υπόλοιπα tracks. Στη διαδοχή αυτών των ηλεκτρονικών clicks προστίθεται και η αναγκαιότητα της σύγχρονης τάσης του βινυλίου των στοχαστικών μας ακροάσεων, αφήνοντας το mp3 για τις πιο «επιπόλαιες»…
Πώς ακούς όμως ένα studio album όταν η πρώτη γνωριμία με τη μπάντα είναι μακρινοί ήχοι που ακολούθησες και σε οδήγησαν σε ένα συνοικιακό live στη μικρή πλατεία των Πετραλώνων? Αν και συνηθισμένο για τα εγχώρια μουσικά σχήματα και εξαιρετικά σπάνιο για αυτά του εξωτερικού, το ερώτημα αυτό καταλήγει αρκετά συχνά στο εύλογο clean cut του παραγωγού και σε μια υποκειμενική απομαγνητοφώνηση μιας πολυφωνικής απαρτίας.
Μια γυναίκα, η Ματίνα, στο σύνολο των πέντε μουσικών που αποτελούν την μπάντα, σκηνοθετείται από τους Spir Frelini και Harry Kane, που ευθύνονται για τις μουσικές συνθέσεις και τους στίχους. Στα 9 κομμάτια του άλμπουμ η γυναίκεια ψυχοσύνθεση προσεγγίζεται με ευγένεια και σεβασμό μέσα από μια κινηματογραφική παλινδρόμηση grow plan και close up, όπως αποτυπώνει το cover του δίσκου. Σε αυτό το παιχνίδι κλίμακας, που το γυναικείο σώμα υδατογραφείται με μια ηλιοβασιλεμένη έρημο, το κορίτσι του έβδομου track, “Paper Planes”, παίρνει σάρκα και οστά. Εδώ τα πλήκτρα της 60s αισθητικής του Michel Legrand συμφιλιώνονται με το ηλεκτρικό μπάσο των Air και τις, απρόσμενες αλλά ταιριαστές, garage κιθαριστικές συγχορδίες της σύγχρονης ψυχεδέλειας στο 1:40. To “Endless Fairytale” είναι στην ίδια λογική αλλά με περισσότερες κιθαριστικές στιγμές και keyboardιστικά slide effects που ξεσκεπάζουν μια μουσική soundtrackική παιδεία από τον Giorgio Moroder και τον Wendy Carlos έως τoυς A.R Kane.
Το νευρικό κιθαριστικό θέμα του “Carol Wait”, που ανοίγει το δίσκο, ακολουθούν παύσεις, drum solos και οι εφήμεροι διάλογοι τους με την κιθάρα, υπαινιγμοί ανασκοπήσεων στη shoegaze και dream pop. Συνεκδοχή της garagο-υβριδικής αναδρομής είναι και το “Gambling Woman”. Το τρίπτυχο αυτό ακολουθείται στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, με εξαίρεση τα “Girl Who Looks Like A Boy” και “Yellow Balloon”, που θα λέγαμε ότι ενορχηστρωτικά είναι πολύ λιγότερο νοσταλγικά και περισσότερο κοντά στην indie επικαιρότητα. Το ιλιγγιώδες και εξουθενωτικό “Reflections Of Your Mind”, που ξεχωρίζει στο σύνολο του album, λίγο μετά το 1:30 μας εκπλήσσει με μια low tempo αλλαγή, λίγο εύθραυστη και κάπως λιγωτική.
Αυτές οι ηχητικές σημάνσεις του παρελθόντος, που ψάχνουμε (και βρίσκουμε βεβαίως) στις πολλαπλές ακροάσεις του δίσκου, στοχοποιημένες από κάποιους, εδώ ανακεφαλαιώνονται σχολαστικά με μυθιστορηματικό τρόπο. Στο live performance των Haze από την άλλη, δεν έχουν την παραμικρή σημασία, αφού συντελείται η τόσο “drunk” και τόσο “haze” απόκρυψή τους. Το αποτέλεσμα αυτής της αντιπαράθεσης, από την προσδοκία του ντεμπούτου μέχρι το πρώτο άκουσμά του, είναι να νοσταλγούμε την ψυχεδελική καταχνιά των ζωντανών εμφανίσεων της μπάντας. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια συγκόλληση στις επιδερμικές ατμόσφαιρες των καιρών, αλλά για την ίδια grow plan-close up καλλιτεχνική ματιά των Haze στη δική τους αγαπημένη μουσική κασετίνα.
Rating: 7,2 / 10
Δήμητρα Μαρίνη
Ένα άλμπουμ σαν (να ήταν) το καλούπι όλων των προηγούμενων
They say that everyone goes out into the streets they say that spring is back in Town. And people looking at each other and no one will be left alone…
Είναι αλήθεια πως ο μεγαλύτερος ‘εχθρός’ συγκροτημάτων όπως οι Deine Lakaien, που έχουν εκτενή δισκογραφία. είναι ο ίδιος τους ο εαυτός. Πέρασαν 4 χρόνια από το προηγούμενο ‘Indicator’ κι ενώ δεν είχα συγκεκριμένες προσδοκίες γι’αυτή την κυκλοφορία τους, την περίμενα ανυπομονησία, ιδίως αφού το ‘Indicator’ με είχε ‘καθησυχάσει’ ότι οι Deine Lakaien δεν έχουν εξαντλήσει τη διάθεση ούτε και τις πηγές έμπνευσής τους. Προσωπικά, μετά από εκείνο το άλμπουμ θεωρούσα πως υπήρχε έδαφος ν’ ακούσουμε ξανά κάτι αντίστοιχο (ίσως και καλύτερο) με τα ‘Dark Star’ και ‘Love Me To The End’.
Το ‘Crystal Palace’ δανείζεται το όνομά του από το ομώνυμο κτίριο στο Λονδίνο, το οποίο χτίστηκε το 1851 για να φιλοξενήσει εκεί την έκθεση ‘Great Exhibition of the Works of Industry of all Nations’. Παρ’ ό,τι το συγκρότημα δε φαίνεται να είχε πρόθεση να αναφερθεί στο κτίριο αυτό, το γεγονός ότι δανείζεται το όνομά του μπερδεύει αρκετά.
‘Crystal Palace’ μια στατική darkwave μουσική
Nevermore will I fall in love…
Το άλμπουμ ξεκινάει με το ‘Nevermore’ ένα κομμάτι που, από τον τίτλο, τη μελωδία, τα δυναμικά electro γυρίσματα (π.χ. από 3.38-3.55) μέχρι και τους στίχους, συγκεντρώνει όλα όσα εγώ αγαπάω στους Deine Lakaien. Θυμίζοντας έντονα το ‘Reincarnation’ δε θα μπορούσε να είναι καλύτερη εισαγωγή για το άλμπουμ.
…they say that I should better leave my dungeon so I can breathe again and I pretend not to hear not to see…
Το ‘Farewell’ έχοντας ως σημείο αναφοράς το ‘Omnis Mundi Creatura’ των Helium Vola, αποτελεί μια πιο αργή και λιγότερο ενδιαφέρουσα εκδοχή αυτού του κομματιού και οδηγεί κι εμένα πίσω στο 2001. Ο αρχικός ενθουσιασμός, διατηρείται μέχρι το τρίτο κομμάτι ‘Forever And A Day’ όπου το σιτάρ που ορίζει το μουσικό θέμα, τοποθετεί το κομμάτι κοντά στη μουσική παράδοση της Ινδίας και την αισθητική της Ιαπωνίας. Δε μου άρεσε η σύνδεση ανάμεσα στον ήχο αυτού του οργάνου, και τα δυναμικά σημεία στο πιάνο και το synth. Αν δεν άλλαζε κάπως το ύφος με πιο minimal ρυθμούς μετά από 2’, το κομμάτι θα ήταν εκνευριστικά μονότονο. Οι αλλαγές αυτές δίνουν την αίσθηση ότι πρόκειται για μια εκδοχή του ‘Supermarket My Angel’ παρότι δεν ξεπερνάει στο παραμικρό αυτό το κομμάτι. Σε όλο το άλμπουμ ο Ernst Horn ενσωματώνει ήχους που παραπέμπουν στην Ανατολή, στα ορχηστρικά σημεία των τραγουδιών (π.χ. μετά από 2.5 λεπτά στο ‘Where The Winds Don’t Blow’, στην εισαγωγή του ‘Crystal Palace’). Κάπου εκεί παρατηρώ ότι όλο αυτό που αισθάνομαι μ’ αυτό το άλμπουμ, αφορά πιο πολύ το παρελθόν και τις εποχές στις οποίες με παρασέρνει η φωνή του Veljanov, παρά την ουσία του συγκεκριμένου άλμπουμ. Δύσκολα θα αγνοήσετε την ομοιότητα ανάμεσα στο ‘The Ride’ και στο παλιότερο ‘Over And Done’ το οποίο είναι σαφώς πιο ενδιαφέρον. Κάπου στην αρχή του ‘Where The Winds Don’t Blow’ που ακούγεται σαν μια πρωταρχική εκδοχή των αγαπημένων μου ‘The Game’ και ‘Frühlingstraum’, διαλύονται οι περαιτέρω προσδοκίες για το Crystal Palace. Το ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ, στον απόηχο των ‘Walk To The Moon’ και ‘Lonely’, δεν προσφέρει πιο ενδιαφέρον άκουσμα από τα δυο αυτά παλιότερα κομμάτια. Τα σημεία πριν το ρεφρέν όπου κυριαρχεί ο ήχος του τσέμπαλο, δημιουργούν ένα σχεδόν αρχαϊκό ήχο που έχει σημείο αναφοράς την κλασσική μουσική της Αναγέννησης και της Baroque εποχής. Ειδικά μετά το ‘Those Hills’ που είναι το μοναδικό κομμάτι μετά το ‘Nevermore’ με κάποιο ενδιαφέρον, η μουσική είναι υποτονική, το πιάνο σχεδόν απαρατήρητο και οι ρυθμοί σχεδόν στατικοί. Ως το τελευταίο κομμάτι ‘Pilgrim’ η μουσική σχεδόν δεν έχει άλλη μελωδία εκτός αυτής που της δίνει η ευαίσθητη και συναισθηματική φωνή του Alexander Veljanov, ενώ τη δυναμική των ρυθμών ενισχύουν κάπως τα κρουστά.
Η κοινή ‘αμηχανία’ των Deine Lakaien, Diary of Dreams και Die Form
Αφού τελειώσει το άλμπουμ και το ξανακούσει κανείς, διαπιστώνει γιατί δε συγκρατεί τίποτα από τη μουσική του. Διαβάζοντας μια πρόσφατη (από τις λίγες που έχουν δώσει οι Deine Lakaien και μόνο στα γερμανικά) συνέντευξη για το ‘Crystal Palace’ οι Deine Lakaien εκφράζουν την ανησυχία τους για το πώς θα γίνει αποδεκτό το άλμπουμ αυτό κυρίως από το νεανικό κοινό των clubs, τους promoters και τους djs. Αφήνουν να εννοηθεί πως έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η γνώμη αυτών των ανθρώπων, σε ό,τι αφορά στο ποιό κομμάτι ‘είναι καλό’ να περιλαμβάνεται σ’ ένα άλμπουμ και ποιό όχι. Μιλώντας για συγκεκριμένα κομμάτια του ‘Crystal Palace’ αποδεικνύεται πως οι ίδιοι γνωρίζουν ήδη τ’ αρνητικά τους στοιχεία. Το ότι όμως δεν έκαναν τίποτα για να βελτιώσουν αυτά τ’ αρνητικά στοιχεία (αφού υπερίσχυσε ο στόχος να δημιουργήσουν κομμάτια που θ’ακούγονται στα dancefloors), είναι ανησυχητικό ως επιλογή. Όπως θα έχετε διαπιστώσει κανένα από τα κομμάτια του ‘Crystal Palace’ δεν έχει φτάσει σ’αυτά τα ‘πολυπόθητα’ dancefloors τελικά!
‘…just because the listening habits of younger generations become more and more corrupt, we want to know that Crystal Palace is understood as a whole…’ (από πρόσφατη συνέντευξη των Deine Lakaien)
Το ‘Crystal Palace’ έχει μια ομοιότητα, με το φετινό άλμπουμ ‘Elegies In Darkness’ των Diary of Dreams και με το ‘Rayon X’ των Die Form. Φαίνεται ότι και τα τρία συγκροτήματα βρέθηκαν σε κάποιου είδους αμηχανία ως προς το νέο κοινό τους και με τα φετινά τους άλμπουμ προσπάθησαν να προσελκύσουν νέο ενδιαφέρον επάνω τους, επικαλούμενα την ήδη πετυχημένη ‘συνταγή’ τους. Ενώ οι Diary of Dreams και οι Deine Lakaien βασίστηκαν στα θετικά της δικής τους πετυχημένης ‘συνταγής’, οι Die Form φάνηκε να αφαιρούν από τη δική τους ‘συνταγή’ όλα τα στοιχεία που την έκαναν μοναδική. Τα κομμάτια και στο ‘Crystal Palace’ μοιάζουν με πρωταρχικές εκδοχές ή αλλιώς με τα καλούπια, παλιότερων αγαπημένων κομματιών και για το λόγο αυτό η συμβολή τους περιορίζεται στο να μας κάνουν να αναπολούμε το παρελθόν και να βάλουμε να ακούσουμε κάποιον από τους παλιότερους δίσκους τους.
Ίσως πιέστηκαν να βγάλουν ένα άλμπουμ γρηγορότερα απ’ όσο το αισθάνονταν, ίσως η αμηχανία τους υπερίσχυσε του ισχυρού κριτηρίου ποιότητας που έχουν οι Deine Lakaien. Σε κάθε περίπτωση εγώ προσωπικά είμαι πολύ αισιόδοξη για την επόμενη κυκλοφορία τους την οποία ήδη περιμένω με ανυπομονησία.
7.5 / 10
Νάντια Σαββοοπούλου
‘If I knew where the good songs came from I’d go there more often’ (Leonard Cohen)
Το ‘When Beauty Ends’ είναι ένα ‘οπλισμένο’ άλμπουμ που στοχεύει στο σημείο που τελειώνει η καρδιά του καθένα και ‘χτυπάει’ με συναισθηματική μουσική σφοδρότητα, αφοπλιστική ευθύτητα στην ερμηνεία και στίχους από λέξεις λεπίδες. 12 κομμάτια με σαγηνευτική μουσική βία, επικαλούνται συναισθήματα και σκέψεις και ανοιγοκλείνουν σημεία της ψυχής και του μυαλού για 50’. Οι Mani Deum βρίσκουν από πού προέρχονται τα καλά τραγούδια και συνεχίζουν ακόμα καλύτερα απ’ όσο ξεκίνησαν.
…forever in Hell without a heart…
Κάνοντας αλματώδη βήματα μακριά από το πρώτο ‘Music For Your Local Church Or Your Local Brothel’ και βαθιά μέσα τους, γράφουν μουσική της οποίας κάθε κομμάτι και κάθε στροφή των στίχων, αφήνει ένα βαθύ δικό τους αποτύπωμα. Είναι ο πολύ ενδιαφέρον τονισμός των λέξεων, τα κενά μεταξύ τους, τα μελωδικά σόλο, οι παραμορφωμένοι ήχοι , τα trembles στις κιθάρες, οι ρυθμικές αλλαγές στα ακουστικά μέρη, η θέση των κρουστών, οι μελωδίες που παίζει το theremin, ο ‘καπνισμένος’ τρόπος ερμηνείας που δεν είχε εμφανιστεί στο προηγούμενο άλμπουμ και η συνολική ατμόσφαιρα που η μουσική προκαλεί. Τα θέματα των στίχων άλλαξαν κι από αφορισμοί, έγιναν ποιήματα/λεπίδες. Όλ’ αυτά δίνουν στο άλμπουμ αυτό, αλλού τη δυναμική της κίνησης της γλώσσας του φιδιού κι αλλού την εκρηκτικότητα ενός δαιμονισμένου.
…in a locked cage I live and the monkeys have the key…
Είναι προφανές από το συνολικό ύφος της μουσικής τους και την ακόμα πιο προσωπική και ενδιαφέρουσα ερμηνεία σε σχέση με το πρώτο άλμπουμ, πως υπέστησαν διάφορες αλλαγές από το 2012 και μετά. Το συγκρότημα είναι πλέον ένα men’s band, η θέση κάθε οργάνου είναι καλύτερα μελετημένη ώστε να εντείνει τη συνολική ατμόσφαιρα με μοναδικό τρόπο, η μελωδία του κάθε οργάνου παίρνει συναισθηματικά και στιλιστικά ρίσκα που μαζί με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, δείχνουν πως το συγκρότημα ωρίμασε επικίνδυνα όμορφα. Θετικά στοιχεία που παραμένουν και παίρνουν άλλη μορφή είναι ο συνδυασμός του banjo με τον ήχο του theremin όπως στο ‘Music For Your Local Church Or You Local Brothel’ το μπουζούκι βρήκε κοινό τόπο με την ακουστική folk και τη ροκ. Εκεί που το πρώτο άλμπουμ φαινόταν να μην μπορούσε να κρατήσει τη δυναμική του σε όλη τη διάρκειά του, στο ‘When Beauty Ends’ οι στίχοι αφορούν τόσο ‘δυνατές’ σκέψεις που φαίνονται να δίνουν στη δημιουργικότητα των Mani Deum εκρηκτικό χαρακτήρα. Η δυναμική όχι μόνο δε μειώνεται αλλά αυξάνει μετά τη μέση του άλμπουμ. Αν το προηγούμενο άλμπουμ ήταν σημεία στίξης, αυτό τα αγνοεί όλα και εστιάζει στο συνολικό νόημα το οποίο είναι τόσα πολλά και τόσο έντονα πράγματα!
Οι επιρροές
Μετά από πολλές ακροάσεις του άλμπουμ αυτού απορρίπτει κανείς κάθε προσπάθεια συσχετισμού με άλλα συγκροτήματα και είδη. Καταρρίπτεται η ανάγκη να σχεδιάσει κανείς πλαίσιο για τη μουσική αυτή γιατί το μονοπάτι που χαράζει είναι προσωπικό, μοναδικό και ταυτόχρονα απευθύνεται σε όλους Άλλοι ξοδεύουν μια ζωή στο απαγκιστρωθούν από τις επιρροές τους και να βρουν το δημιουργικό τους εαυτό στο μυαλό και την ψυχή τους και ορισμένοι δε φτάνουν ποτέ εκεί. Οι Mani Deum έχουν πράγματα να πουν πέρα από τις επιρροές τους και είναι όλα πολύ σημαντικά! Το ‘When Beauty Ends’ έχει συνεκτικότητα και στην αισθητική του πλευρά σε αντίθεση με το προηγούμενο άλμπουμ κι αυτό γιατί έχει λιγότερα σημεία αναφοράς σε μουσικά είδη, ρυθμούς, ιδεολογίες και συμβολισμούς.
Οι κιθάρες στο ‘When Beauty Ends’ είναι πιο ‘σκληρές’ συγκριτικά με το πρώτο άλμπουμ, ενώ το ‘τρέμουλο’ στο παίξιμο παραπέμπει στη metal (‘They Murdered Your Youth’). Αναφορές γίνονται επίσης στη ροκ (‘Every Kiss Is A Carcrash’, ‘Summer Ocean Death’) και στη black metal (‘My Fears Are Birds’), υφολογικά και μελωδικά. Το καινούριο στοιχείο είναι οι αναφορές στην country με την εισαγωγή του banjo (‘Walk In The City’, ‘The Fall and The Loss’). Το theremin σε όλα τα κομμάτια κάνει σημαντικές μελωδικές αλλαγές και ο ρόλος του δεν περιορίζεται όπως στο πρώτο άλμπουμ, στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας. Αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές στο ‘Brother’ αλλά και στο ‘ Bloodbath in E minor’ .Τα κρουστά δίνουν επιπλέον χρώματα στη μουσική και στους στίχους τόσο στο ‘ Blood bath in E minor’ όσο και κυρίως στο ‘The Fall And The Loss’.
Στα φωνητικά, καινούρια στοιχεία είναι τα backing male vocals στο ‘They Murdered Your Youth’ και τα γυναικεία φωνητικά στο τέλος του ‘The Storm is Coming’ που παραπέμπουν στους Anathema. Τα χορωδιακά φωνητικά στο τελευταίο τελετουργικό ‘The Fall And The Loss’ είναι μια εξαιρετική επιλογή , που παραπέμπει στο ‘Lunacy’ των Swans. Τα γυναικεία φωνητικά ειδικά στο ‘Bourbon Bedtime Story’ δε μου άρεσαν καθόλου και ο λόγος ήταν πως έρχονται σε καταπληκτική αντίφαση με τα φωνητικά από πλευράς αισθητικής και χροιάς με τα αντρικά φωνητικά. Το αποτέλεσμα ήταν πως αντί να αλληλοσυμπληρώνονται βρίσκονταν σε διαρκή αισθητική διαμάχη. Αυτοί είναι οι λόγοι που καμία φορά δε μου επέτρεψαν ακούσω το τραγούδι με προσοχή ούτε να δώσω τη σημασία που θα ήθελα στους στίχους. Η συμβολή της Maxi Nil στο ‘The Storm Is Coming’ όμως είναι πραγματικά θετική και δίνει παραπάνω συναισθηματική χροιά στα τελευταία δευτερόλεπτα του κομματιού. Υπάρχουν κομμάτια του άλμπουμ στα οποία ο ήχος είναι αρκετά ‘ξερός’ και χωρίς βάθος σαν ο χώρος από πίσω να είναι ‘νεκρός’. Συγκριτικά με το προηγούμενο άλμπουμ ο ήχος εδώ έχει λιγότερο βάθος συνολικά. Αυτό ενώ εντείνει την αμεσότητα της ακρόασης δημιουργεί μια περίεργη αίσθηση για το γύρω χώρο…
Οι μελωδίες στις κιθάρες στα ‘Wolves In My Backyard’ και ‘Summer Ocean Death’ θυμίζουν metal μπαλάντες. Και τα δυο κομμάτια αποτελούν το συνδετικό κρίκο με το προηγούμενο άλμπουμ γεγονός που φάνηκε και στα live που έκαναν οι Mani Deum μέσα στη χρονιά στη set list των οποίων, αυτά τα κομμάτια ταίριαζαν απόλυτα σα να ήταν κομμάτι του πρώτου τους άλμπουμ. Αν στα φετινά live της μπάντας ακούσατε όπως κι εγώ, το ‘Walk In The City’ τότε την εκδοχή που θα ακούσετε στο άλμπουμ δε θα την αναγνωρίσετε και ο λόγος δεν είναι μόνο η παρουσία του banjo στην τελική εκδοχή του κομματιού αλλά και ο χαρακτήρας της μουσικής ειδικά στο τελευταίο λεπτό. Το κομμάτι όπως έχει παρουσιαστεί μέχρι σήμερα μαζί με αυτά του προηγούμενου άλμπουμ, είναι λιγότερο ενδιαφέρον απ’ ό,τι στο άλμπουμ.
Αν δεν είστε πολύ ευαίσθητοι άνθρωποι θ’ ακούσετε το ‘Brother’ και ίσως να σας φανεί από τα πιο ήπια κομμάτια του άλμπουμ. Έχουν βρεθεί ελάχιστα τραγούδια στη ζωή ως τώρα που να με μουδιάζουν κατ’ αυτό τον τρόπο. Πικρία, συγκίνηση στο βαθμό που γίνεται αποπνικτική κι όμως δε γίνεται να μην το ξανακούσω! Ακούγεται σε πλήρη μοναξιά και προκαλεί εθισμό. Αν ως τώρα αποφύγατε να συνοδέψετε το άλμπουμ με το αγαπημένο σας whiskey τώρα είναι η στιγμή. Το κομμάτι αυτό είναι μια πύλη για την ένταση που ακολουθεί τα υπόλοιπα, μέχρι το τέλος του άλμπουμ. Εγώ με τη γεύση ενός Kentucky bourbon straight συνεχίζω…
…I never met my brother he was born in a secret place away from here…he was a sailor and travelled long far away from here…
Πόσες φορές έχετε δει ζωντανά τους Mani Deum? Το ‘Stories From A Bar’ θα σας κλείσει πονηρά το μάτι για να σας ‘πει’ ότι δεν έχετε δει τίποτα ακόμα. Ο Manos K. αποκαλύπτει μια αφοπλιστική αθωότητα στην ερμηνεία την οποία εγώ προσωπικά δεν έχω δει και ακούσει σε καμία από τις συναυλίες που έχω πάει. Αυτός που τραγουδάει ‘…honey for the night we gazed out the sunset outside the music is perfect and soft as we try to feel the emptiness…‘ είναι ο χαρακτήρας που προετοιμάζει το έδαφος για το τελειωτικό συναισθηματικό χτύπημα που δίνει αυτό το άλμπουμ στο 2.45’ αυτού του κομματιού. Είναι ο χαρακτήρας του αφηγητή μιας ιστορίας ο οποίος δεν προστατεύει τους ακροατές του αλλά τους ρίχνει στην πιο βαθιά άβυσσο των δικών τους σκέψεων.
‘All of this is nothing my friend he said and paid for our drinks…are you still listening, oh boys…?’
‘Καλά’ έκαναν οι Mani Deum και τον ‘έκρυψαν’ όλο αυτό το χαρακτήρα τους από τα live γιατί με δυσκολία θα κατάφερνε κανείς να συγκρατήσει τη συγκίνησή του… Αρκετά όμως…
…embrace the wolves and drink red wine…
9,5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Υπό άλλες συνθήκες - που παραπέμπουν σε προηγούμενα χρόνια - μία νέα κυκλοφορία από τους τέσσερις Ιρλανδούς που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους σε δύο (τουλάχιστον) μουσικές δεκαετίες θα αποτελούσε είδηση πρώτης γραμμής. Θα είχε δημιουργηθεί μία σχετική προσμονή, τεχνηέντως καλλιεργημένη από τον mainstream και μη μουσικό τύπο, που θα την ακολουθούσαν ατελείωτες κουβέντες σχετικά με το ύφος της κυκλοφορίας, το πού τοποθετείται στη μακρά και σημαντική λίστα των άλλων δίσκων και φυσικά, το τι σημαίνει για το μέλλον της μπάντας. Αντί αυτού; Μόνο μία αιφνίδια (για τους περισσότερους τουλάχιστον) ανακοίνωση ότι το νέο, δέκατο τρίτο στουντιακό πόνημα των U2 διατίθεται ηλεκτρονικά και δωρεάν από την πλατφόρμα του iTunes, κάτι που πρώτη φορά επιχειρούν στην καριέρα τους. Κάποια σκόρπια σχόλια που τους επαινούσαν για την “γενναία” τους απόφαση, αν και προφανώς δεν ήταν ούτε κατά διάνοια το πρώτο από τα μεγάλα συγκροτήματα που σκέφτηκαν κάτι τέτοιο. Και μετά, ένας σκασμός από σχόλια, παράπονα κριτική και διαδικτυακό τρολάρισμα από όσους προσπαθούσαν να σβήσουν το Songs of Innocence από τη μουσική τους βιβλιοθήκη και δε μπορούσαν, παράπονα που ανάγκασαν τη μαμά Apple να κυκλοφορήσει ειδικό application του τύπου “Βγάλε τον Bono από τη βιβλιοθήκη σου”. Περίεργα πράγματα...
Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναζήτηση απάντησης στην ερώτηση “γιατί τώρα;”. Τόσον καιρό πήρε στο συγκρότημα να καταλάβει ότι ο κόσμος μπορεί να κατεβάσει τζάμπα από παντού το άλμπουμ τους; Χλωμό. Μήπως είναι τόσο χαμηλές οι προσδοκίες πωλήσεων; Επίσης χλωμό - ποτέ δεν έπαψαν οι U2 να αποτελούν μία πρώτης γραμμής μπάντα, τόσο μουσικά όσο και εμπορικά μιλώντας. Μήπως θέλουν να προσθέσουν μερικές ακόμα ένδοξες σελίδες στο ατελείωτο κεφάλαιο της υστεροφημίας τους, το οποίο επιμελώς γράφουν εδώ και μία 15ετία; Πιθανόν. Μήπως είναι ένα ωραίο κόλπο που θα τους δώσει την απαραίτητη δημοσιότητα και προβολή χωρίς να χρειαστεί να εστιάσει κανείς στην “πολυφορεμένη” persona του Bono ως σωτήρα της ανθρωπότητας ή (πολύ περισσότερο) στη σχετική αξία των Ιρλανδών στο σύγχρονο μουσικό χρηματιστήριο; Πολύ φοβάμαι πως ναι.
Οι U2 είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να καταλάβουν ότι το brand name τους έχει μία μάλλον φθίνουσα πορεία στο χρόνο. Η προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη υστεροφημία ξεκίνησε κάπως πρώιμα, με το All That You Can’t Leave Behind του 2000 να αποτελεί τον εμπορικά επιτυχημένο και πολιτικά ορθό διάδοχο του διφορούμενου αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντος Pop. Από εκεί και πέρα, ακολούθησαν άλλες δύο κυκλοφορίες οι οποίες, χωρίς να έχουν κάτι το ιδιαίτερα μεμπτό, αφαίρεσαν πλήρως τον χαρακτήρα της περιπέτειας και του απρόβλεπτου από τη μπάντα, η οποία λείανε απότομα τις γωνίες της και ξεκίνησε να φλερτάρει επικίνδυνα με τον δεινοσαυρισμό. Πλέον, ο Bono και η παρέα του κατάλαβαν ότι ούτε οι μεγάλες συναυλίες - υπερπαραγωγές είναι κάτι που μπορούν να υποστηρίξουν και γι’ αυτό η περιοδεία για το Songs of Innocence θα στηριχθεί σε live που θα γίνουν σε μικρούς, πιο ζεστούς χώρους. Ίσως να πλησιάζει ο καιρός που θα κυκλοφορήσουν ένα πλήρως ακουστικό άλμπουμ - να κάτι που δεν έχουν δοκιμάσει ακόμα. Σίγουρα όμως απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από το συγκρότημα εκείνο που πριν 23 χρόνια κυκλοφόρησε ένα Achtung Baby και έδειχνε να πάλλεται από ζωντάνια και δημιουργικότητα. Πιθανόν αυτή μετριοφροσύνη και οι χαμηλοί τόνοι που συνοδεύουν το τελευταίο τους πόνημα να δείχνουν ότι και οι ίδιοι οι U2 πλέον βλέπουν την τελική γραμμή της καριέρας τους στον ορίζοντα. Και δείχνουν να θέλουν να διασχίσουν αυτή τη γραμμή με τρόπο όσο πιο λιτό, απέριττο και αξιοπρεπή γίνεται, χωρίς τυμπανοκρουσίες και πυροτεχνήματα. Χάνοντας όμως έτσι και ένα σημαντικό στοιχείο της ίδιας τους της ταυτότητας...
Και δεν είναι ότι το Songs of Innocence είναι κανένα κακό άλμπουμ. Ίσα ίσα που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι σε αρκετά σημεία είναι καλύτερο από το No Line in the Horizon που διαδέχεται. Η εισαγωγική τεράδα μάλιστα (The Miracle, Every Breaking Wave, California, Song for Someone) είναι απροσδόκητα δυνατή, μεστή και μελωδική και πετυχαίνει να δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες που δυστυχώς μένουν μετέωρες στην πορεία του δίσκου, όπου γίνεται εμφανής η ένδεια σε ιδέες και η αγωνία τους να μην ξεφύγουν από τα πεπατημένα. Εν πολλοίς για το συνολικά φτωχό αποτέλεσμα ευθύνεται ο περιορισμένος ρόλο που έχει ο κιθαρίστας τους στα περισσότερα κομμάτια. Η συνεισφορά του The Edge στον ήχο της μπάντας υπήρξε διαχρονικά ανεκτίμητη αφού με το μεστό, οικονομικό και χαρακτηριστικό του παίξιμο αποτελούσε την “κόλλα” που κρατούσε όλα τα κομμάτια ενωμένα. Περιορισμένος τώρα σε σχεδόν διεκπεραιωτικό ρόλο, με εκμηδενισμένα τα περιθώρια αυτοσχεδιασμού, καταδικάζει το Songs of Innocence να ακούγεται μονοδιάστατο, προβλέψιμο και να δίνει την αίσθηση ενός δίσκου που πολύ γρήγορα θα ξεχαστεί. Και προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η χρησιμοποίηση ενός φρέσκου ονόματος (Danger Mouse) στο ρόλο του παραγωγού δεν προσέδωσε κάτι το ιδιαίτερο στον ήχο αλλά, αντίθετα, τον κράτησε μάλλον “αγκυλωμένο” με τις άτολμες επιλογές του. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί το Raised by Wolves, ένα track που φέρνει με γλυκό τρόπο την αίσθηση την πρώτων τριών δίσκων στο σήμερα και πετυχαίνει να ακούγεται ταυτόχρονα νοσταλγικό αλλά και επίκαιρο. Εύλογα αναρωτιέται κανείς, λοιπόν, πόσο διαφορετικό θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα αν η μηχανή τους δούλευε στην πλήρη δυναμική της και όχι σε ένα απλό energy saving mode.
Οι U2, επιλέγοντας εδώ και τόσα χρόνια να κινούνται σε ασφαλή μονοπάτια, κατάφεραν να χάσουν το δρόμο που τους οδήγησε κατά το παρελθόν στις μεγάλες επιτυχίες και την παγκόσμια αναγνώριση. Διατήρησαν μεν μία συνέχεια στο ύφος τους και θα έλεγε κανείς ότι υπήρξαν και συνεπείς απέναντι στην ιστορία τους και τους οπαδούς τους. Όσο όμως παραμένουν άχρωμοι και άγευστοι, τόσο η προσμονή για επόμενες κυκλοφορίες τους θα μικραίνει. Το follow-up υποτίθεται θα λέγεται Songs of Experience και θα έχει σαφή ηλεκτρονικό προσανατολισμό και παραγωγό τον David Guetta και... και... και... Λέτε; Προσωπικά, έχω τις αμφιβολίες μου.
Rating: 6,9 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Οι FOTONOVELA είναι ο Γιώργος Γερανιός και ο Νίκος Μπιτζένης. Τους ανήκει η εταιρεία Undo records αλλά και το κλειδί για την ανάπτυξη, παραγωγή και προώθηση synth pop μουσικής σκηνής στην Ελλάδα. Παραγωγοί των άλμπουμ του κορυφαίου synth pop σχήματος MARSHEAUX αλλά και πίσω από τους FOTONOVELA, έχουν δώσει πνοή στην Ελληνική synth pop όπως και κατά καιρούς έχουν κυκλοφορήσει δουλειές των MESH, O.M.D. και MIRRORS. Το Δεκέμβρη του '13 είχαν αναγγείλει την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ των FOTONOVELA ''A Ton Of Love'' αλλά για περίεργο λόγο το άλμπουμ μου ήρθε για παρουσίαση πριν από λίγες μέρες.
Η αρχική ιδέα του άλμπουμ, όπως ανακοινώθηκε, ήταν να δημιουργηθεί ένας δίσκος με τραγούδια που θα ερμηνεύσουν τραγουδιστές και τραγουδίστριες από όλο το φάσμα και ιστορία του synth pop ιδιώματος. Μάλιστα η φιλοδοξία για την πρώτη συμμετοχή ήταν αυτή του Andy McCluskey των O.M.D. αλλά το τραγούδι ''Helen Of Troy'' που ηχογραφήθηκε κατέληξε στο άλμπουμ των Εγγλέζων '' English Electric'' του 2013. Η δεύτερη προσπάθεια ήταν με τους ECHOES που ηχογραφούν για την Wall Of Sound αλλά το ''Fight The Feeling'' κατέληξε σαν ντεμπούτο σινγκλ τους.
Όμως οι επόμενες ήταν περισσότερο επιτυχημένες κι έτσι το ''A Ton Of Love'' περιέχει μερικά πολύ όμορφα τραγούδια που δεν ξεφεύγουν από την κλασσική, αγαπητή φόρμα της synth pop προσφέροντας συγκινήσεις στους φαν του είδους και σε μεγάλο ποσοστό στέκονται σαν τραγούδια που αντιπροσωπεύουν ένα ποπ στυλ αθωότερο, μελωδικότερο και ονειρικότερο από τον ποπ σαρκασμό και ψυχρό περφεξιονισμό της εμπορικής μουσικής σήμερα. Οι συμμετοχές έχουν ενδιαφέρον και σαν ονόματα αλλά ταυτόχρονα επιτυγχάνουν να βάλουν την ερμηνευτική τους υπογραφή στα τραγούδια με τις καθαρές και άρτιες φωνές τους για το είδος.
Οι MARSHEAUX συμμετέχουν σε δύο από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου · το Big Black Hole δεν ξεφεύγει από το στυλ που μας έχουν συνηθίσει τα κορίτσια και θα μπορούσε να ανήκει σε ένα από τα τέσσερα άλμπουμ τους. Το ''Close To Me'' από την άλλη είναι ζωηρότερο και αρκετά χαρούμενο και αναμφισβήτητα από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου.
Ο James New είναι ο τραγουδιστής των MIRRORS και η φωνή του, μελοδραματική αλλά και μελωδική, δίνει O.M.D. αίσθηση στο ''Our Sorrow'', ενώ με το ''Romeo & Juliet'' μπαίνει κανείς μέσα στο μυστικό soundtrack του κάθε ''Pretty In Pink'' '80'ς ειδυλλίου και ακούει ένα καλογραμμένο ολόγραμμα εκείνης της περιόδου...
Η Sarah Blackwood (πρώην DUBSTAR, τελευταία με τους CLIENT) συμμετέχει στα ''Justice'' και ''Beautiful'' συνθέσεις που έρχονται κάπου στις αρχές των '00'ς και είναι από τις πιο δυνατές στιγμές του άλμπουμ.
Ο Daryl Smith υπήρξε τραγουδιστής ενός από τα πιο αγαπημένα lo-fi pop ηλεκτρονικά σχήματα της δεκαετίας του '90 που παρέμειναν γνωστοί μόνο σε ορισμένους κύκλους φανατικών ποπ ακροατών. Οι THEY GO BOOM ! σίγουρα άξιζαν περισσότερη φήμη. Στο ''A Ton Of Love'' ο D.Smith ερμηνεύει με λιγότερο φαλτσέτο, αλλά με τη χαρακτηριστική εύθραυστη χροιά στη φωνή το ''Heartful Of Nothing'', συγκινώντας τους παλιούς φαν του και σίγουρα κερδίζοντας νέους αλλά από την synth pop μεριά. Είναι και η μετεφηβική electro νοσταλγία του τραγουδιού που ενισχύει και ενισχύεται από τη φωνή του. Όμορφος συνδυασμός σίγουρα.
Η Kid Moxie γνωστή και ως Elena Charbila, με το ''Freeze Frame'', φέρνει δροσερή αύρα που παραμένει και μετά την ακρόαση.
Η Beth Cassidy, κόρη του εκλιπόντος Larry και της Jenny Cassidy, συνεχίζει να κρατά το σχήμα του πατέρα της ζωντανό έστω και με τελείως αλλαγμένη την αισθητική του. Δεν θα αναγνωρίσετε τους αρχικούς SECTION 25 σήμερα αλλά σίγουρα οι νέοι επίσης δεν στερούνται ενδιαφέροντος. Μάταια όμως θα το βρείτε στη μεσαίου βεληνεκούς μπαλάντα ''Clean State''. Η οποία δεν ξεφεύγει από το μέτριο επίπεδο ακόμα και με μια καλή φωνή σαν αυτή της Beth Cassidy...
Οι Echoes τελικά εμφανίζονται με ένα άλλο κομμάτι, το πιο ERASURE τραγούδι της συλλογής με ολίγη NEW ORDER άχνη. Το ''Arrows'' δυστυχώς είναι η πιο αδύναμη στιγμή του άλμπουμ που βουλιάζει οριστικά στο στυλ και την τυπικότητα.
Ο Patrick Donohoe τραγουδιστής των CLAPS ερμηνεύει το τραγούδι που κλείνει το άλμπουμ. Το ''Love Without Fear'' επίσης μια αδύναμη στιγμή του άλμπουμ που δεν αφήνει την επιρροή από πάνω του και ακούγεται αρκετά τετριμμένο στ' αυτιά μου.
Συνολικά οι έντεκα συνθέσεις των FOTONOVELA, με εξαιρετική παραγωγή και ενορχήστρωση, συνθέτουν ένα ευχάριστο, θεματικό άλμπουμ που όντως τιμά τους προγόνους του και το είδος, άσχετα αν οι επιρροές δεν αξιοποιούνται παντού όπως θα θέλαμε. Το ''A Ton Of Love'' είναι μια ευχάριστη κυκλοφορία στο σύνολό της, που διατηρεί την φρεσκάδα της όσες φορές κι αν βρει το δρόμο της στα κάθε λογής αναπαραγωγικά μέσα ήχου.
Rating: 7 / 10
Χρήστος Μίχος
Pages