...ή αλλιώς ένα άλμπουμ υπό την εποπτεία του David Tibet στο οποίο δε συμμετέχει παραδόξως η Baby Dee ούτε η Maja Elliott, αλλά αρκετοί άλλοι γνωστοί μουσικοί που δεν αφήνουν το στίγμα τους. Πρόκειται για τους: Antony Hegarty, Nick Cave, Jack Barnett (These new Puritans), Tony Mc Phee (The Groundhogs), Carl Stokes(The Groundhogs), Bobbie Watson (Comus), Jon Seagrott (Comus) κ.α
Οι συνεργασίες
Η καλοδεχούμενη και έγκυρη φυσικά συνεργασία του David Tibet με μέλη psych rock και progressive rock συγκροτημάτων της δεκαετίας του 1960 όπως οι Comus και οι Groundhogs, θα περίμενε κανείς να περιλαμβάνει κάτι από τη μελωδικότητα, το ρυθμικό και ερμηνευτικό πλουραλισμό τους. Ταυτόχρονα θα περίμενε κανείς, o Antony Hegarty να έχει ουσιαστικότερο ρόλο στο άλμπουμ κι όχι απλά να επενδύσει φωνητικά ένα μόνο κομμάτι του άλμπουμ (‘Mourned Winter Then').
Το αντίθετο ισχύει με την ενσωμάτωση του Nick Cave καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, έγινε ουσιαστική ώσμωση.
Kατά τη γνώμη μου εκμηδενίζονται όλοι αυτοί οι μουσικοί και υπακούουν στις οδηγίες της κακώς εννοούμενης (αυτή τη φορά) μουσικής ψυχεδέλειας και της παράνοιας του David Tibet. Έτσι κανείς δε μπορεί να αναγνωρίσει ότι στο organ και στο πιάνο, τη Baby Dee έχουν αντικαταστήσει ο Reinier van Houdt και ο Jack Barnett αντίστοιχα. Αυτά για ορισμένους ίσως είναι καλοδεχούμενα και ανάξια αναφοράς. Προσωπικά με έκαναν να δυσφορήσω και τελικά να ξεχάσω το άλμπουμ αυτό ακόμα και μετά από περίπου 20 ακροάσεις. Πολύ μακρύτερα απ'όσο διαρκούν 4 χρόνια, βρίσκονται ο δημιουργικός πειραματισμός, η δυναμική ερμηνεία και η αφοπλιστική εφευρετικότητα στο παίξιμο όλων των μουσικών οργάνων χαρακτηριστικά που κυριαρχούσαν στα πρόσφατα ‘Black ships ate the sky' και ‘Aleph at the Hallucinatory Mountain'...
‘Emphatic you touched me in perfumes
And sugars and almonds
In the dead red night
There were ghosts in the bed
By the piano dead
Announcing Japanese slaughter
Arriving for beheading
The dogs roll heads with China
The cats roll dead with shepherds KillKill...'
Τα θέματα
Το ‘I Am The Last Of All The Fields That Fell: A Channel' είναι το πρώτο full length άλμπουμ μετά το μέτριο ‘Honeysuckle Aeons'. Είναι ποιητικό, διηγηματικό, ‘αιρετικό', ψυχεδελικό σε εγκεφαλικό επίπεδο, μυθολογικό, φιλοσοφικό, φυσικά θρησκευτικό, αλληγορικό και στιχουργικά μελωδικό. Για την ακρίβεια, αν δεν έχετε ακόμα ακούσει το άλμπουμ σας προτείνω να διαβάσετε πρώτα τους στίχους και να φανταστείτε τί μουσική θα θέλατε να τους επενδύει.
Frater- What is the state of ghosts?
The sex of stars?
11 κομμάτια που μοιάζουν σαν ένα με πολλά κεφάλια και φέρνουν μπροστά μας σε με κριτική αφήγηση σαν δίνη και μυστήριο παραμύθι, τον Πλάτωνα, τον Αδάμ, το Σατανά, την Εύα, τον αμνό ως σύμβολο, το Μάγο του Οζ, στοιχεία της φύσης, σουμεριακά, χριστιανικά και μαγικά σύμβολα, ελληνικές λέξεις, τον Κάιν, βασιλιάδες και βασίλισσες ως σύμβολα.
The salmon in high heels
The salamander in drag
The past nailed to a mast of blood and blinks...
Στο ‘Aleph at the Hallucinatory Mountain' κυριαρχούσε ένα θέμα στους στίχους ενώ το cello και οι σκληρές ηλεκτρικές κιθάρες φρόντιζαν για τη συνολική διάθεση. Στο ‘Honeysuckle Aeons' τα θέματα μπλέκονταν με ακατανόητο τρόπο ενώ η μουσική της Ανατολής από πλευράς δυναμικής και ερμηνευτικής διάθεσης δεν έδωσε αξιοπρόσεκτο αποτέλεσμα. Στο ‘I Am The Last Of All The Fields That Fell: A Channel' αναγνωρίζω μια θεματική συνέχεια από τα ‘Queendom' και ‘Kingdom' του ‘Honeysuckle Aeons' στο ‘Kings and Things' κατά τα άλλα όμως το άλμπουμ είναι αρκετά άναρχο επιδεικνύοντας παντελή έλλειψη αρχής, μέσης και τέλους και σύγχυση στα θέματα.
The spring in your sleep
And The bend of your neck
To the sword with no peace...
Η μουσική
Μουσικά, οι τραγουδιστές και οργανοπαίχτες, των Comus και Groundhogs, συνέβαλαν έμμεσα και λίγο στο άλμπουμ, μεταφράζοντας τη μελωδικότητα της psych rock της δεκαετίας του 1960 σε ένα ηχητικά μπερδεμένο και ασύνδετο συνονθύλευμα ήχων από διάφορα όργανα με jazz διαθέσεις, το οποίο ήταν αδύνατο να ακολουθήσουν τα φωνητικά καθότι δεν είχε χαρακτήρα ούτε κάποια σαφή δομή. Έτσι τα φωνητικά είναι ουδέτερα, αφηγηματικά βεβαίως αλλά χωρίς τη συνήθη θεατρικότητα και το πάθος, στοιχεία σφραγίδες του David Tibet. Θα ήταν άδικο να μην αναγνωριστεί η πειραματική διάθεση στη μουσική, η οποία όμως παραμένει μια πρόθεση. Ο Tony Mc Phee που επηρέασε τόσο την κατεύθυνση των Groundhogs ώστε να ενσωματώσει στοιχεία των blues μέσα στη μουσική τους, θα μπορούσε να αφήσει το στίγμα του στο ‘I Am The Last Of All The Fields That Fell: A Channel'. Ένα σπάνιο δείγμα του πού μπορούσε να οδηγήσει αυτό που μόλις σας περιέγραψα, δόθηκε στην πρόσφατη συναυλία των Current 93 στο Union Chapel στο Λονδίνο, όπου ο David Tibet ερμήνευσε το ‘Sad Go Round' των Groundhogs με τον Tony Mc Phee στην κιθάρα! Ομοίως με πολύ προσπάθεια παραδέχεται κανείς την επιρροή του John Seagrott στο ‘Heart full of eyes' όπου δίνεται έμφαση στο φλάουτο όπως συνέβαινε στους Comus.
Προσωπικά ποτέ δεν κατάλαβα πως επιλέγει κανείς το ύφος της μουσικής που θα επενδύσει τα κομμάτια. Συγκεκριμένα οι Current 93 που έχουν στη διάθεσή τους ένα καμβά που περιλαμβάνει μελωδική progressive folk, psych rock, αυτοσχεδιασμό, δυναμική ψυχεδέλεια αλλά και πειραματισμό, πώς άραγε αποφάσισαν τί ‘ρούχο' να φορέσουν στους στίχους αυτών των κομματιών?
Νομίζω πως η απόφαση είχε να κάνει με το σαξόφωνο, το φλάουτο και το μπάσο κλαρινέτο που δίνουν συγκεκριμένη χροιά στη μουσική και σίγουρα επηρεάζουν το συνολικό ύφος άλμπουμ. Άλλωστε οι Current 93 έχουν παράδοση στο να ‘στήνουν' τα άλμπουμ τους πάνω σε συγκεκριμένα όργανα κάθε φορά.
Οι λεπτομέρειες...
Αποτελεί θέμα ισχυρών διαφωνιών το κατά πόσο στην τέχνη όλα παίζουν ή πρέπει να παίζουν κάποιο ρόλο. Προσωπικά τοποθετούμαι κάπου στη μέση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραδέχομαι άκριτα και ασύνδετα με το όλο πλαίσιο του έργου, το οποιοδήποτε καπρίτσιο του εκάστοτε δημιουργού. Στην προκειμένη περίπτωση με προβλημάτισε η χρήση και κακή προφορά των ελληνικών λέξεων στους στίχους πολλών κομματιών στο άλμπουμ. Σίγουρα υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο χρησιμοποιούνται αλλά όχι για να ακούμε τη λέξη ‘λόγος' ως ‘λόγκος'. Ίσως είναι λόγοι εντυπωσιασμού που οι λέξεις αυτές περιλαμβάνονται και με άλλη γραμματοσειρά στο booklet, ίσως είναι λόγοι προσωπικοί του Tibet. Ας έχει. Θεμιτό θα ήταν να τις πρόφερε σωστά.
Τι μου έμεινε τελικά από το άλμπουμ? Το ενοχλητικό ‘Spring Sand Dreamt Larks' η ανέμπνευστη επανάληψη του μουσικού θέματος στο ‘I remember the Berlin Boys. Στα θετικά είναι η μεταμόρφωση του Nick Cave και του άλμπουμ στο κλείσιμο με το ‘ I Could Not Shift the Shadow' και με ερμηνεία που κατά τη γνώμη μου ενώνει αναμφισβήτητα τους Nick Cave και Stuart Staples. Αυτό το κομμάτι, μαζί με τα ‘The Heart full of eyes', ‘Why Did The Fox Bark' και ‘With the Domedaries' μου έδωσαν κάτι να μου θυμίζει στο μέλλον το ‘I Am The Last Of All The Fields That Fell: A Channel'.
Your breath flickered next to my breath
Humming noise and rhyming sweet songs
That your mouth had heaped up like rivers
And buried deeper in your hearts
Rating: 6 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
ALBUM AND LIVE IN LONDON REVIEW
Στις αρχές του 1990 ο Preisner και ο Kieslowski επισκέφτηκαν το μουσείο των παιδιών-θυμάτων του Άουσβιτς, στην Ιερουσαλήμ. Λόγω του ιστορικού βάρους του θέματος του μουσείου αλλά και για να γίνουν σεβαστές οι ζωές που χάθηκαν, ο χώρος φωτιζόταν μόνο με κεριά. Το άκουσμα των ονομάτων των παιδιών συνόδευε το τραδούδι ενός Cantor. Ο Preisner έφυγε συναισθηματικά καταποντισμένος ενώ ο Kieslowski τον προέτρεψε να περιγράψει ό,τι αισθανόταν με μουσική.
Η συλλογή στοιχείων (γραμμάτων, ημερολογίων) ξεκίνησε από την επόμενη μέρα και η κεντρική ιδέα του άλμπουμ με τίτλο ‘Diaries of Hope' προέκυψε από τη συνειδητοποίηση πως ό,τι έχει διασωθεί από τους μικρούς κρατούμενους είναι διαποτισμένο με ελπίδα.
Προσωπικά πρώτη φορά πηγαίνω φοβισμένη σε συναυλία έχοντας διστάσει να φύγω από το σπίτι μου τελευταία στιγμή. Τη μέρα που βρήκα εισιτήριο γι'αυτή τη sold out συναυλία, διαπίστωσα πως είχε έρθει η ώρα ν' αντιμετωπίσω ΚΑΙ αυτό το δαίμονα φέτος.
Ο τίτλος του άλμπουμ μου χαμογελούσε ειρωνικά γιατί δίπλα του βρίσκονταν δυο σημαντικά ονόματα που δεν αστειεύονται με τόσο σοβαρά θέματα όπως αυτό των νεκρών του Ολοκαυτώματος: Lisa Gerrard και Zbigniew Preisner. Το Barbican αν και ήταν ο ιδανικός χώρος από πλευράς ακουστικής, φάνηκε να εξαϋλώνεται μόλις ανέβηκαν στη σκηνή η πιο βαριά παρουσία και η πιο πολύπλοκη φωνή. Σκέφτηκα πως το φυσικό ανάλογο αυτών των δυο ανθρώπων είναι ο βράχος και ο κυματισμός.
Τελικά δε βρήκα ερμηνευτική, συναισθηματική και υφολογική αναλογία ανάμεσα στην πρόθεση του Preisner και στο μουσικό της αποτύπωμα. Φάνηκε παρ' όλ' αυτά πως η ουσία της συναυλίας δεν ήταν να αποδείξει το παραπάνω.
Η ορχήστρα εγχόρδων Britten Simfonia καθόταν σε θέση προφίλ προς το κοινό ενώ ο Preisner διευθύνοντάς τη, στάθηκε με την πλάτη στο κοινό. Η συναυλία ακολούθησε τη σειρά των κομματιών του άλμπουμ και ξεκίνησε με το ‘From the abyss'. Το 12' κομμάτι είχε το ρόλο της σάλπιγγας που προαναγγέλλει κάτι με ελπίδα αλλά και ανησυχία. Το άκουσμα δεν ήταν εντυπωσιακό όπως μας έχει συνηθίσει ο συνθέτης, ούτε υπερβολικά συναισθηματικά φορτισμένο.
Η θέση που είχα μου επέτρεπε να βλέπω από πολύ κοντά το ανέκφραστο πρόσωπό του. Ανά στιγμές βρέθηκα να σκέφτομαι πως αυτό που άκουγα και έβλεπα θα μπορούσε να το δημιουργεί και οποιοσδήποτε άλλος κλασσικός συνθέτης.
Μετά από λίγο η ατμόσφαιρα άλλαξε, ο Preisner αποκάλυψε μια ταπεινότητα αντίστροφη της σωματικής του για να υποδεχτεί τη Lisa Gerrard η οποία σαν αερικό, πήρε τη θέση της ακριβώς μπροστά του, προς το κοινό αλλά ουσιαστικά κοιτάζοντας προς κάτι απρόσιτο σε μας. Η θέση μου επέτρεπε να βλέπω τις ανταλλαγές των βλεμμάτων και των απειροελάχιστων εκφράσεων των δυο προσώπων πριν ξεκινήσει το ‘Lament'. Ήταν σα να υπήρχε κάτι βαθιά συνειδητοποιημένο μεταξύ τους αλλά και αμηχανία, περίεργα ορισμένη... να αιωρείται ανάμεσά τους σαν κάτι που έχει αφεθεί για το μέλλον. Ενέργειες που στηρίζονταν με πολύ δύναμη η μια στην άλλη και ανά στιγμές, αναιρούνταν. Εγώ ήμουν σε αμηχανία για το πότε θα με καταβάλει ο φόβος και η συναισθηματική φόρτιση κάποιου από τα παλιότερα κομμάτια και συγκεκριμένα του ‘δαίμονά' μου, του ‘Van Den Budenmayer'.
Η Lisa Gerrard διαθέτοντας την ιδανική φωνή για να εκφράσει το οξύμωρο της ελπίδας μέσα σε μια φρικαλεότητα, βύθισε πολύ σύντομα καθέναν από τους διπλανούς μου στο δικό του εσωτερικό συγκινησιακό κόσμο.
Εγώ θυμήθηκα μια εξαιρετική περιγραφή του Φερνάντο Πεσόα από το ‘Βιβλίο της ανησυχίας'. Η περιγραφή αφορούσε την εκφραστικότητα της πλάτης ενός ανθρώπου που περπατούσε μπροστά στον ήρωα . Περιέργως το ανάλογο αυτής της περιγραφής ενσάρκωνε η κατεύθυνση του Preisner στη σκηνή.
Με το τέλος του κομματιού με αργές κινήσεις η Lisa έφυγε από τη σκηνή και ο Preisner σαν το άγαλμα του ‘Σκεπτόμενου' του Rodin εν κινήσει, πήρε θέση στη δεξιά άκρη της σκηνής δίπλα στο πιάνο γυρισμένος πάντα με την πλάτη προς το κοινό και κρατώντας τη στάση του σκεπτόμενου στο υπόλοιπο μέρος. Η παρουσία που αντικατέστησε αυτούς τους δυο σημαντικούς μουσικούς αποδείχτηκε ενοχλητική. Ήταν ο νεαρός τραγουδιστή Archie Buchanan, προβαλλόμενος ως ταλέντο (προφανώς αφού επελέγη να ερμηνεύσει τόσο σημαίνοντα κομμάτια). Το πρόγραμμα μας πληροφορούσε πως συμμετείχε στη χορωδία του παλατιού και πως το προηγούμενο καλοκαίρι είχε ερμηνεύσει κάποιο τραγούδι στους βασιλικούς γάμους. Ο λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να μας εντυπωσιάσει αυτό, μου διέφευγε και σύντομα διαπίστωσα πως διέφευγε και σε άλλους συνακροατές.
Στο άλμπουμ περιλαμβάνονται δυο κομμάτια τα οποία είναι μελοποιήσεις αποσπασμάτων από διασωθέντα ημερολόγια των παιδιών-θυμάτων. Τα ‘Dream' και ‘In a Dark Hour' ερμηνεύει ο Archie Buchanan, προφανώς σε μια προσπάθεια μεταφοράς της αθωότητας με την οποία έγραφαν τα παιδιά στα ημερολόγιά τους. Άρχισα να αισθάνομαι εκνευρισμό, δυσφορία και ενοχή για αυτά τα συναισθήματα. Μου φαινόταν αδιανόητο και σχεδόν προσβλητικό το να παρέχεται ο χώρος και ο συγκεκριμένος χρόνος σ 'αυτή τη φωνή, τη στιγμή που υπάρχουν εξαιρετικά ταλαντούχες παιδικές φωνές σε αυτή τη χώρα που εκφράζουν ανείπωτα και συχνά δύσκολα συναισθήματα. Η πορσελάνινη παρουσία του παιδιού ήταν σχεδόν ασεβής και εν μέρει σαρκαστική απέναντι στο συγγραφέα αυτού του ημερολογίου και τις συνθήκες που βίωνε.
Ακολούθησε το αφηγηματικό ‘In a Dark Hour' με κλειστά φώτα σκηνής ώσπου να ξανασυναντηθούν από τις δυο άκρες της σκηνής, ο Preisner και η Lisa Gerrard σαν οπτασία. Η χορωδία του Crouch End που βρισκόταν στο πίσω μέρος της σκηνής, απέκτησε ενεργό ρόλο στο δεύτερο μέρος της συναυλίας κι εγώ άρχισα πάλι να φοβάμαι.
Το ‘Epitaph', τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ έσπασε όλες τις αντιστάσεις της πλειοψηφίας του κοινού καθότι ελάχιστοι έμειναν ασυγκίνητοι από τη μελωδία και την ερμηνεία της Lisa Gerrard. Το χειροκρότημα κράτησε 5', ένας ηλικιωμένος κύριος ανέβηκε στη σκηνή κι έσφιξε τα χέρια της Lisa Gerrard, ο Preisner (για πρώτη φορά) γυρνώντας προς το κοινό τη χειροκροτούσε, ενώ εκείνη στο άκουσμα της τελευταίας νότας του κομματιού μας χάρισε το πιο αυθόρμητο και ειλικρινές χαμόγελο της βραδιάς. Ποτέ δε θα καταλάβω αν το χειροκρότημα και το αίσθημα πληρότητας που ένιωσαν όλοι, έδωσε καίρια τέλος στη συναυλία ή αν αυτό ήταν το προγραμματισμένο τελευταίο κομμάτι. Το encore περιλάμβανε την επανάληψη του ‘Lament' με τελευταίο κομμάτι το ‘Dream'. Δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο ατυχής επιλογή για το κλείσιμο αυτού του live. Το κοινό ήταν ενοχλημένο κι εγώ έφυγα με ανάμεικτα συναισθήματα που με έκαναν να επιλέξω ατυχώς να συνεχίσω το βράδυ μου σ' ένα gothic metal party.
Τελικά ενώ περίμενα η συνεργασία του Preisner με τη Lisa Gerrard να προσφέρει κάτι το εξαιρετικά ‘βαρύ' συναισθηματικά, το ‘Diaries of Hope' είναι μάλλον ένα μέτριο άλμπουμ και από τους δυο, ίσως γιατί το θέμα του δε χωράει παραπάνω συγκίνηση. Δε μπορεί ν' αγνοήσει κανείς πως έστω και με υπεραισιόδοξα μέτρα και σταθμά, ο αριθμός των κομματιών που ερμηνεύει ο Archie Buchanan, είναι δυσανάλογη της ερμηνευτικής ποιότητας που προσφέρει.
Ο ‘δαίμονάς' μου δεν εμφανίστηκε σ'αυτή τη συναυλία κι αυτό μάλλον σημαίνει πως και πάλι θα μεταφερθεί για το μέλλον αυτή η αναμέτρηση. Ως τότε...
Νάντια Σαββοπούλου
Όπως είδαμε πρόσφατα, με την περίπτωση των Envy Never Dies, έτσι και εδώ παρουσιάζουμε ένα συγκρότημα που καταφέρνει να βγει στην δισκογραφία μετά από παραπάνω από μία δεκαετία. Ο λόγος για τους Drama Queen που δημιουργήθηκαν το 2002 ακολουθώντας τα μονοπάτια της dark alternative σκηνής, γράφοντας δικό τους υλικό με σκοπό να το παρουσιάσουν συναυλιακά. Τα πρώτα τους δείγματα δουλειάς ήταν πολλά υποσχόμενα. Παρά τις δυσκολίες το συγκρότημα θα συνέχιζε να δουλεύει σκληρά, να δίνει πολλές συναυλίες, αρκετές από αυτές με τους προαναφερθέντες Envy Never Dies. Φαίνεται μάλιστα ότι την ίδια τύχη είχαν και τα δύο αυτά σχήματα μιας και μόλις το 2013 βρήκαν δισκογραφική στέγη στην B-Otherside Records.
Από το 2009 και έπειτα υπήρξαν πολλές ανακατατάξεις στη σύνθεση του γκρουπ μέχρι το 2013 όπου η σύνθεσή τους σταθεροποιείται. Μέσα στο ίδιο έτος μπαίνουν στο στούντιοMusic Housee με παραγωγό τον Στάθη Παυλάντη (γνωστός metal ντράμερ των Reflection, Chained And Desperate, Dream Weaver). Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι τα οκτώ τραγούδια που αποτελούν το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος με τίτλο "Artificial Galaxy". Μια παραγωγή που πετυχαίνει να αιχμαλωτίσει το live ήχο του γκρουπ χωρίς πρόσθετα και μεγαλεπήβολα εγχειρήματα.
Προσωπικά, έχω παρακολουθήσει την πορεία τους από την αρχή και είχα πάντα την επιθυμία να δω την πρώτη τους επίσημη κυκλοφορία. Πολλά από τα τραγούδια του άλμπουμ ήταν ήδη γνωστά στο κοινό που τους ακολουθούσε στις ζωντανές τους εμφανίσεις. Ο ήχος τους δεν έχει αλλάξει πολύ μέσα στα χρόνια, πάντα αναφερόταν στο dark alternative / gothic rock χώρο. Αυτό που μόνο έχει αλλάξει κατά την γνώμη μου είναι η φωνή της Κλεοπάτρας Κάιδου, της οποίας η χροιά παραπέμπει σε πιο rock ερμηνείες. Πράγμα που λίγο μου ξενίζει αφού οι συνθέσεις κατά την γνώμη μου θα αναδεικνύονταν περισσότερο με μια φωνή πιο σκοτεινή και ήπια παρά δυναμική. Το rhythm section, η ραχοκοκαλιά του δίσκου, που αποτελείται από τους Στέλιο Κραββαρίτη (μπάσο) και Χρήστο Απέργη (τύμπανα) λειτουργεί πολύ σφιχτά και δεμένα στρώνοντας το δρόμο για τις κιθάρες του Δημήτρη Μετάνια, βασικού συνθέτη του συγκροτήματος. Πάντα μου άρεσε το στυλ του στην κιθάρα. Καταφέρνει να έχει με την ίδια ευκολία δυναμισμό αλλά και ατμόσφαιρα. Ενώ το παίξιμο του είναι απλό, τα θέματα του είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται, δίνοντας το κατάλληλο ηχόχρωμα στις συνθέσεις. Συνοψίζοντας, τα δύο κομμάτια που ξεχωρίζουν περισσότερο είναι τα "Questions To Be Answered" που κατέχει ένα kick ass gothic rock riff και το προσωπικό μου favorite "Humans", ένα δυνατό track με σαρωτικό ρυθμό. Και αυτό χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω τα υπόλοιπα, που όλα μαζί λειτουργούν αρμονικά στο σύνολο. Γενικά μια πολύ καλή επιλογή τραγουδιών και αριθμητικά και ποιοτικά που ρέουν ευχάριστα κατά την ακρόαση. Ένας δίσκος που όσο τον ακούς τόσο σου κολλάει περισσότερο.
Όπως μας λένε οι ίδιοι, οι στίχοι τους κινούνται πάνω σε φανταστικά και ρεαλιστικά θέματα, υπαρξιακά ερωτήματα, προσωπικά βιώματα και καταστάσεις, αναμιγνύοντας τη μουσική με λυρική διάθεση. Έτσι, ακούγοντας τα κομμάτια, τους βρίσκουμε να καταπιάνονται με θέματα απογοήτευσης και αποδυνάμωσης "I touched my face, I feel transparent, whatever happened to this boy, he never gave up the stronghold..." στο εναρκτήριο "This Room Had Lights" ή ανησυχίας και φόβου "Cover your eyes, there is something wrong, we live in strange times..." στο "Strange Times", ένα από το πιο σκοτεινά κομμάτια του δίσκου.
Τελικά, μετά από τόσα χρόνια, ο στόχος επετεύχθει και το ντεμπούτο κυκλοφόρησε. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Θεωρώ σημαντικό να μπορεί ένα συγκρότημα που διαγράφει μία πορεία να μπορεί να αφήσει κάτι πίσω του. Η παρακαταθήκη της σκηνής διαμορφώνεται από τις κυκλοφορίες των συγκροτημάτων και είναι κρίμα πολλά από αυτά να χάνονται. Τώρα που έγινε η αρχή, μένει να δούμε το επόμενο βήμα και την εξέλιξη των Drama Queen που πλέον παίζουν με άλλους όρους εφόσον στις αποσκευές τους υπάρχει πια το "Artificial Galaxy".
Rating: 6,8 / 10
Νίκος Δρίβας
Το σχήμα των Envy Never Dies ανταποκρίνεται στην κλασική περίπτωση συγκροτήματος που βγαίνει στην δισκογραφία μετά από σχεδόν μία δεκαετία ύπαρξης. Πρόκειται για γεγονός που αποδεικνύει αν μην τι άλλο επιμονή και μπόλικο κουράγιο, αφού όλοι ξέρουμε ότι οι συνθήκες για τα αγγλόφωνα συγκροτήματα στην χώρα μας δεν είναι ρόδινες.
Οι Envy Never Dies λοιπόν είναι ένα τετραμελές συγκρότημα που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 2004 στην Αθήνα. Από τότε έχουν δώσει αμέτρητες συναυλίες, ενώ σχετικά πρόσφατα, τον Οκτώβριο 2013, τους είδαμε να ανοίγουν για τους Monozid, το post-punk σχήμα από τη Λειψία της Γερμανίας, στο Death Disco. Στον δίσκο αυτό συναντάμε τη σταθερή για τα τελευταία πέντε χρόνια σύνθεσή τους, η οποία αποτελείται από τους Γιώργο Kaisos (κιθάρες, φωνή), Ναταλία Χατζή (μπάσο, φωνή), Δήμητρα Φλούδα (πλήκτρα, φωνή) και τον Χάρη Γρηγορόπουλο (τύμπανα), ο οποίος όμως έχει πλέον αντικατασταθεί από τον Λεωνίδα Πάσιο.
Τα πολλά και εναλλασσόμενα κατά περιόδους μέλη, με διαφορετικά μουσικά ακούσματα και εμπειρίες, διαμόρφωσαν τον ήχο και το ύφος του συγκροτήματος. Ο ήχος τους κινείται όπως ομολογούν οι ίδιοι στον χώρο του post-punk και alternative rock, με κύριες επιρροές τους ηλεκτρικούς πειραματισμούς των Sonic Youth, τα rhythm guitar reefs των Pixies, τα punk-rock ξεσπάσματα των Ramones, αλλά και το ατμοσφαιρικό darkwave των 80s.
Η πρώτη ομώνυμη και ολοκληρωμένη δουλειά τους "Envy Never Dies" λοιπόν περιέχει εφτά κομμάτια και κινείται στο ευρύτερο φάσμα του alternative rock. Ως είδος θα μπορούσε κανείς να πει ότι βρίσκεται σε ύφεση και πως η σκηνή του σκοτεινού post-punk και της αναβίωσης του ήχου των Joy Division έχει περάσει στο παρελθόν. Τώρα πια το ιδίωμα έχει απλωθεί τόσο ώστε να μην διακρίνεται κάποια συγκεκριμένη τάση (με εξαίρεση αυτή την hipster folk electronica που έχει ξεπηδήσει τελευταία) αφενός, αφετέρου ίσως για κάποιους η ενσάρκωση αυτού του ύφους να φαντάζει αναχρονιστική. Το "Blade" που ανοίγει το δίσκο είναι σίγουρα αυτό που κλέβει την παράσταση, φέρνοντας και λίγο σε P J Harvey ανά σημεία. Ομοίως και το "Dread Zone" όπου και εδώ η φωνή της Ναταλίας Χατζή κάνει την διαφορά προσδίδοντάς τους χαρακτήρα. Και τα δύο κομμάτια μπορούν άνετα να σταθούν σε οποιαδήποτε playlist ενός indie κλαμπ. Από τις καλές στιγμές του δίσκου είναι και το "Mary And Her Friends" και ιδιαίτερα το απόσπασμα της γέφυρας όταν μπαίνει το βιολοντσέλο με ταξιδέψε νοσταλγικά πολλά χρόνια πίσω. Ξεχωρίζει ακόμα το κομμάτι "The Bar" το οποίο μάλιστα συμπεριλήφθηκε και στην περσινή online συλλογή "The Greek Underground Scene", ξεχωρίζοντας με το δυναμισμό και τα σκοτεινά φωνητικά του. Γενικά έχουμε έναν indie, alternative rock δίσκο που μας θυμίζει τις δοξασμένες μέρες του είδους στην δεκαετία του '90 και 2000. Όπως προανέφερα, μπορεί αυτό να υπονοεί κάτι παρωχημένο αλλά οι Envy Never Dies καταφέρνουν σε σημεία να φέρνουν κάτι φρέσκο στον ήχο τους. Αξίζει να τους αναγνωριστεί η προσπάθεια και μόνο να μας παρουσιάσουν ένα ωραίο ηχητικό αποτέλεσμα που μόνο αδιάφορο δεν είναι. Ένας δίσκος με καλή διάθεση, με ωραία ξεσπάσματα και καθαριστικά θέματα που γεφυρώνει με ιδιαίτερο τρόπο τον αγγλικό και αμερικάνικο ήχο.
Στα συν βάζω την παραγωγή που είναι άρτια και δείχνει επαγγελματισμό. Οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν μέσα σε μεγάλο διάστημα από ό,τι διαβάζουμε στα credits και έγιναν στο Studio SCA από τον Μάιο του 2010 έως τον Δεκέμβριο του 2012, με παραγωγούς τον Άρη Χρήστου και το Θοδωρή Ζευκίλη, με εξαίρεση το "The Bar" του οποίου την παραγωγή επιμελήθηκε ο Πάνος Ανδρέου. Πιστοί του γνήσιου indie, εναλλακτικού rock ήχου μην διστάσετε στο κάλεσμα των Envy Never Dies, σας προσκαλούν οι ίδιοι τραγουδώντας "Join in the freak show, enter the dread zone..."
Rating: 6,7 / 10
Νίκος Δρίβας
Ο καιρός έχει γυρίσματα... Όπως τον παλιό καλό καιρό, πήρα αυτό τον ολοκαίνουριο δίσκο στα χέρια μου για να ακούσω. Έβγαλα το βινύλιο μέσα από την θήκη (το οποίο αντιστεκόταν λόγω του static) και τον ακούμπησα πάνω στο πικάπ. Η επιφάνεια του ολοκάθαρη γυάλιζε και δεν χρειαζόταν καν το γνωστό ξεσκόνισμα με το πανάκι. Τοποθέτησα την βελόνα στην αρχή κοντά στην άκρη, βρήκε αυτή το αυλάκι, από τα ηχεία ακόμα δεν ακούγεται τίποτα, ούτε χριτς ούτε χρατς (μια μοναδική στιγμή που δεν θα επαναληφθεί πότε ξανά) και τότε άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτοι ήχοι του "D-Music". Ένα εισαγωγικό κομμάτι που σε βομβαρδίζει κατευθείαν με τον upbeat motoric ρυθμό του με το χαρακτηριστικό ήχο του drum machine, με το οξύ κοφτό snare να γίνετε εθιστικό. Πάνω του οι μελωδίες στρώνονται με πολλαπλά layer από πλήκτρα και synths. Και εκεί που σκέφτεσαι να το ξαναβάλεις από την αρχή μπαίνει το εξίσου σαρωτικό "Over Mentality".
Ο Στάθης Λεοντιάδης, ο εγκέφαλος που κρύβεται πίσω από το όνομα Doric, μας είναι ήδη γνώριμος, αφού αποτελούσε το ήμισυ των Human Puppets, του γνωστότερου minimal synth συγκροτήματος της χώρας μας. Στις αρχές του χρόνου μας συστήθηκε με ένα σινγκλ που περιείχε τα "The Suspect" και "B-Side Wonders", δύο εξαιρετικά δείγματα που ενέτειναν την ανυπομονησία για την επόμενή του κυκλοφορία. Κατά την γνώμη μου αποτελεί ένα από τα διαμαντάκια τις δισκοθήκης μου και πολύ χάρηκα που βλέπω να επανέρχεται έστω και σπάνια η μορφή αυτή του 7". Ο ήχος και εδώ στο "Over Mentality" είναι αυτός των αναλογικών synthesizers και ο Στάθης για να επιτύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα χρησιμοποιεί μια με μεγάλη γκάμα ρετρό κατά βάση μηχανημάτων (Korg Rhythm 55, Roland CR-78, Korg Monopoly,Minimoog, Sequential Circuits Pro One, κτλ)
Το minimal synth θα μπορούσαμε βέβαια να πούμε ότι έχει φορεθεί πολύ τελευταία. Ένα είδος που δημιουργήθηκε περισσότερο ως μια ανάγκη έκφρασης μέσα από την χρήση απλών αναλογικών οργάνων, παρά μια μόδα. Ίσως για αυτό βρήκε θέση στην μουσική σκηνή του σήμερα. Αυτό όμως που μου αρέσει στο ιδίωμα αυτό είναι ότι έχει ένα πολύ συγκεκριμένο ύφος. Ακούγοντας κάποιο κομμάτι μπορούμε να μεταφερθούμε σε οποιαδήποτε εποχή, από μια ξεχασμένη κασέτα κάποιας άγνωστης ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας του '80 της Ολλανδίας, της Γαλλίας ή του Βελγίου, έως το τώρα και μια νέα εταιρεία (στην περίπτωση μας η Fabrika Records) με έδρα πόλεις όπως η Αθήνα ή το Βερολίνο (όπου και έγινε το live presentation του άλμπουμ).
Ας επιστρέψουμε όμως πάλι στα του δίσκου. Το όλο αποτέλεσμα διαθέτει μια αισθητική συγγενική του retro-futurism, σαν αυτή που δημιουργούσαν οι Kraftwerk την δεκαετία του '70 αλλά πιο σκοτεινή. Τη θέση της ρομποτικής ερμηνείας και της αυστηρής τελειομανίας, εδώ καταλαμβάνει η πιο γήινη ερμηνεία του Στάθη, με τα όποια ψεγάδια τελικά να πιστοποιούν απλά τον ανθρώπινο παράγοντα. Και αντί να υμνεί μια κάποια φουτουριστική εποχή, φαίνεται να αποτελεί περισσότερο το σάουντρακ της παρακμής της, αυτής που κρύβεται πίσω από τις μνημειώδεις κατασκευές, στις σκιές της μεγαλούπολης.
Σε αυτό το πλαίσιο του ρετρό noir με new wave χαρακτήρα, η έκφραση του Στάθη αποπνέει προβληματισμό (βλέπε "Something Changed" και "C.L.A."), εγκλωβισμό (βλέπε "Monuments"), πόνο, αποξένωση και απόγνωση, με μια συνεχή αναζήτηση της ελπίδας. Ηχεί αρκετά νυχτερινό και γεννά εικόνες βγαλμένες από χειμερινό σκηνικό, εικόνες μιας γκρίζας μεγαλούπολης με ανθρώπους βουβούς, χαραγμένους από την αγωνία της απόδρασης. (βλέπε "Too Much" με τους αποπνικτικούς στίχους "Too much hot in here, take me somewhere cold, cant stand this heat...". Η όλη ατμόσφαιρα με παραπέμπει προσωπικά στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Ημέρες σκοτεινές, καταπιεστικές, όπου η αρχή χαλιναγωγεί την ανθρωπότητα σε υπακοή, κάτω από την μόνιμη απειλή της υπέρτατης σύγκρουσης και ενός επικείμενου ολοκαυτώματος. Καταστάσεις που μας μεταμόρφωσαν σε human puppets.
Μέσα από αυτό το πρίσμα ο Doric μας παρουσιάζει δέκα electro κομμάτια, που είναι φυσικά πιο προσωπικά από εκείνα του προηγούμενου σχήματος και εκφράζουν μια πιο υποκειμενική θέση και ιδέες. Αν μην τι άλλο η εμπειρία του πάνω στο είδος αυτό αποτυπώνεται στα κομμάτια και ο ακροατής αντιλαμβάνεται την αγάπη αλλά και την αφοσίωση που έχει καταβάλει για το αποτέλεσμα. Η εμπειρία αυτή του επιτρέπει να κινείται με άνεση, ώστε να λυγίζει τους κανόνες του ιδιώματος προς όφελός του με αποτέλεσμα να αποτυπώνει έναν εξατομικευμένο ήχο με την δική του σφραγίδα, πράγμα που διακρίνουμε περισσότερο στα τρία instrumental του άλμπουμ "D-Music", "As It Has Always Been" και "End Waltz".
Η σχεδόν βαρύτονη φωνή του Στάθη εναρμονίζεται με την μουσική και γίνεται ένα με αυτή. Ανά στιγμές όταν κάνει κρεσέντο και υψώνεται μεταδίδει αυτό το κάτι που σε κάνει να ανατριχιάζεις.
Ακόμα και στον οπτικό και στυλιστικό τομέα ο Doric έχει ένα ξεκάθαρο και συγκεκριμένο όραμα. Αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι το βίντεο που έχει φτιαχτεί για το πιο synth-pop κομμάτι του δίσκου "Back In Those Days", στο οποίο χρησιμοποιούνται σκηνές από την σοβιετική ταινία "The Blue Bird" (1970) και καταφέρνει να αιχμαλωτίσει όλη την ουσία του δίσκου. Αξίζει να αναφέρουμε ακόμα μερικές ταινίες που αντλεί υλικό για τα βίντεο του όπως: της βουβής ταινίας "The Life and Death of 9413: a Hollywood Extra" (1928) των Robert Florey και Slavko Vorkapich, "Dreams That Money Can Buy" (1947) του σουρεαλιστή Hans Richter και "Les Astronautes" (1959) του Πολωνού Walerian Borowczyk.
Δίσκοι σαν αυτόν, που κυκλοφορούν αποκλειστικά σε format βινυλίου, επαναφέρουν τον παλιό τρόπο που ακούγαμε μουσική. Τότε που η ακρόαση αποτελούσε ιεροτελεστία, όταν υπήρχε η επαφή με τα εξώφυλλα των 12" (όπου χόρταινε το μάτι) και η δυνατότητα να βλέπεις το δίσκο να περιστρέφεται, με τις αλλαγές πυκνότητας του χαραγμένου αυλακιού για να ξεχωρίζουν τα κομμάτια. Με την επανάληψη εμφανίζονται και τα χαρακτηριστικά "γρατζουνίσματα" που πολύ απλά οικειοποιείσαι. Λίγο νοσταλγικά όλα αυτά αλλά έτσι μας προδιαθέτει το δεύτερο κομμάτι της Β' πλευράς "Back In Those Days". "Scratching the memories over the years, Seing our youth fading, over time"...μια αέναη αναζήτηση προς το παρελθόν; Προς το μέλλον; Τι σημασία έχει όταν παρουσιάζεται μια ολοκληρωμένη πρόταση που εκφράζει εξίσου καλά το σήμερα.
Rating: 8 / 10
Νίκος Δρίβας
Ένα άλμπουμ με τόσες πολλές παραδοσιακές επιρροές που δεν είναι ένα παραδοσιακό άλμπουμ
Το ‘Psychostasia' έχει 10 κομμάτια που βασίζονται στο γυναικείο πολυφωνικό τραγούδι των Βαλκανίων και στις αντιθέσεις με τα αντρικά φωνητικά τα οποία έχουν χαρακτηριστικά μάντη. Η μουσική έχει συγγένειες με την κρητική παράδοση, και με ήχους από την Ανατολή.
Ήταν πολυαναμενόμενο αυτό το άλμπουμ όπως και η ποιότητα του ήχου και της μουσικής, αφού οι Daemonia Nymphe δε στηρίζονται σε προηχογραφημένα samples και πάντα προσφέρουν προσεγμένες δουλειές. Αντανακλώντας τις συνθήκες της εποχής δεν ηχογραφούν σε μια χώρα ούτε δεσμεύονται από τη μουσική παράδοση μιας γεωγραφικής περιοχής. Τα δεδομένα αυτά κάνουν τη μουσική τους πραγματικά πολυεθνική.
Ξεκινώντας (‘Zephyros Enlightening') και τελειώνοντας με ένα ψίθυρο (‘Hypnos') και διαλέγοντας για τίτλο τη λέξη που περιγράφει τον καθορισμό μας μοίρας μέσα από το ‘ζύγισμα' των ψυχών πριν το θάνατο, οι Daemonia Nymphe συναντούν διάφορους μουσικούς και καλλιτέχνες και μας ταξιδεύουν κρατώντας, μ' ένα αόρατο νήμα, τον έλεγχο μας διαδρομής μας... ?
...την πνοή μου φύλαξέ την...
Τα πρώτα τρία κομμάτια είναι μελοποιήσεις Ορφικών Ύμνων με αντίθετες δυναμικές ανάμεσα στην καθηλωτική φωνή του Σπύρου Γιασαφάκη και τα γυναικεία φωνητικά από τις Εύη Στεργίου, Victoria Couper, Kalina Koleva και Dessislava Stefanova.
Από αυτές τις μελοποιήσεις το ‘Thracian Gaia' είναι το αγαπημένο μου κομμάτι μαζί με το παλιότερο ‘Hypnos'. Στο πρώτο, η εισαγωγή της βιόλας μετά από 15" από τη Μαρία Στεργίου, καθορίζει το ύφος του κομματιού. Τα αντρικά φωνητικά παραπέμπουν τόσο στην ελληνική ροκ όσο στη hip hop ενώ τα γυναικεία στη μουσική των Βαλκανίων. Οι διαφορετικές δυναμικές δίνουν την εντύπωση της συνομιλίας ενός δαίμονα με τις Σειρήνες ενώ ο άσκαυλος δίνει απρόσμενη και ενδιαφέρουσα τροπή στο κομμάτι.
Το ‘Selene Awakening Horos' είναι το πρώτο κομμάτι με το οποίο μας συστήθηκε το άλμπουμ μέσω video clip ενώ το σαντούρι ευθύνεται για τα ανοιχτά του μουσικά χρώματα. Πρόκειται για ένα μυστηριακό βαλς υπό τον ήχο των οργάνων που κυριαρχούν: τις κιθάρες, τη βιόλα και το σαντούρι. Ομολογώ πως τα συναισθήματά μου παραμένουν ανάμεικτα παρακολουθώντας αυτή την τόσο θετικά αλλά και τόσο αρνητικά φορτισμένη παράσταση που παρουσιάστηκε στο video clip τη διεύθυνση παραγωγής του οποίου υπογράφουν οι Daemonia Nymphe με την Αναστασία Ρεβή. Θα σας πρότεινα ν'ακούσετε το κομμάτι ανοιχτοί στις επιδράσεις του και στη συνέχεια να δείτε το video clip... Ευχάριστη αν και όχι απρόσμενη έκπληξη, ήταν η συμμετοχή του μικρού σε ηλικία Ορέστη Γιασαφάκη στα φωνητικά, παρότι δεν είναι η πρώτη φορά που συμμετέχει σε άλμπουμ. Αναμένουμε την εξέλιξή του στο μέλλον.
Οι Daemonia Nymphe έχουν εγγραφτεί επάνω μου με μια έντονη σωματική εμπειρία. Ήταν η στιγμή που κάποιο χέρι με τράβηξε με δύναμη και με παρέσυρε μαζί με άλλους στο υπόγειο ενός ημιεγκατελειμμένου κτιρίου στο ανατολικό Λονδίνο. Το υπόγειο προσομοίωνε την ατμόσφαιρα του Κάτω Κόσμου ως ‘απαγορευμένου'/ ελκυστικού κόσμου στα πλαίσια της παράστασης ‘Persephone's Metamorphosis' εμπνευσμένης από το μύθο της Περσεφόνης. Την εμπειρία αυτή αναπαράγει το άλμπουμ ‘Psychostasia'.
Πρόκειται για εντελώς διαφορετική δουλειά από το προηγούμενο ‘Krataia Asterope' το οποίο είχε πιο κλασσική φόρμα και λιγότερα γυναικεία φωνητικά σε διαφορετικές τονικότητες από το ‘Psychostasia'. Ήταν πιο ‘δαιμονικό', πιο ‘σκοτεινό', πιο γήινο και πιο μεταλλικό στον ήχο. Στο ‘Psychostasia' κυριαρχούν τα γυναικεία φωνητικά ενώ τη μαγνητική αίσθηση του γήινου αντικαθιστά αυτή μιας αιθέριας επερχόμενης απειλής.
Η θεατρικότητα είναι πιο έντονη εδώ (άλλωστε το άλμπουμ θα διαδεχτεί σύντομα μια ομότιτλη θεατρική παράσταση), ενώ διαθέτει επιπλέον τοπογραφικές και χρονικές διαστάσεις. Η ενασχόληση των Daemonia Nymphe με το θέατρο δεν είναι κάτι καινούριο αφού έχουν επενδύσει μουσικά παραστάσεις όπως η ‘Λυσιστράτη' η ‘Ορέστεια' κ.α.
Η μουσική προέρχεται από ανακατασκευασμένα αρχαία ελληνικά όργανα, δημιουργίες του Νικόλα Μπρα αλλά και από όργανα που συνδέονται με μουσικές παραδόσεις άλλων περιοχών όπως το digeridoo που προήλθε από Αυστραλούς ιθαγενείς και έχει ιδιαίτερα πρωτογενή ήχο, η πολυτονική εκδοχή του, το slideridoo, το σαντούρι, η darbuka και το djembe (είδη τυμπάνων που χρησιμοποιούνται στη μουσική της Μ.Ανατολής αλλά και της Α.Ευρώπης). Ιδιαίτερη διάσταση δίνουν και σ'αυτό το άλμπουμ ο άσκαυλος και το πνευστό κέρας. Με πολύ ενδιαφέροντες συνδυασμούς όλων των οργάνων και αυτοσχεδιαστικό οίστρο, δημιουργείται σε κάθε κομμάτι μια πολύ δυναμική ρυθμική βάση που συνεχώς μου προκαλεί τη διάθεση να φανταστώ ένα χώρο, μια συνθήκη για την ακρόαση και ερμηνεία της μουσικής. Σκέφτομαι ποιά χρώματα θα μπορούσαν να την περιγράψουν∙ και κάθε φορά σα να γλιστράει από τα δάχτυλά μου αυτή η δυνατότητα...
Η διάθεση από το ανατολίτικης αισθητικής ‘Nature's Metamorphosis' και το μαγικό ‘Hypnos' μέχρι το βορειοηπειρώτικο ‘Psychostasia' και το ‘ Enchanting Oneiro' που θυμίζει τραγούδια της Σμύρνης, με βάζει στη θέση που βρίσκεται ένας ζωγράφος ή ένας συγγραφέας που έχει μπροστά του μια λευκή κόλλα χαρτί ή έναν άδειο καμβά.
Το ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ είναι ίσως το πιο παραδοσιακό με στίχους του Σπύρου Γιασαφάκη, ενώ το άκουσμα του κλαρινέτου και του κλαρίνου στα σημεία χωρίς φωνητικά, δίνει εξωκοσμική ατμόσφαιρα στο κομμάτι. Σημαντικό είναι ν'αναφερθεί πως ο Peter Jaques (κλαρινέτο) έχει ασχοληθεί εκτενώς με την ώσμωση Βαλκανικής, Ελληνικής και Τούρκικης μουσικής από το 1995 και μετά και ο Δημήτρης Κώτσικας (κλαρίνο), μαθητής του Τάσου Χαλκιά είναι δεξιοτέχνης στο κλαρίνο και ασχολείται με την καταγραφή και έρευνα της παραδοσιακής μουσικής.
Στο ‘Politeia of the unnamed' τα φωνητικά θυμίζουν αυτά που χρησιμοποιούν συνθέτες όπως ο Wim Mertens και o Yann Tiersen. Παρ' όλ' αυτά, ο συνδυασμός τους με τη μουσική διαφοροποιεί την ψυχολογία του κομματιού, ενισχύει τη θετικότητά της κι έτσι μετριάζει την απειλητική και προμηνύουσα κακά, αίσθηση των φωνητικών.
Με πρόθεση να δημιουργήσουν ένα πραγματικά αυθεντικό έργο, χειρίζονται δημιουργικά όλες τις συνεργασίες τους με τρόπο που όλοι αποκτούν συγκεκριμένο και σημαντικό ρόλο στην παράσταση ‘Ψυχοστασία', όπως αποδεικνύει η εμφάνισή τους σε κομβικά σημεία των κομματιών. Έτσι η φωνή της Δήμητρας Γαλάνη αποκτά διαφορετική βαρύτητα στην πλατφόρμα του ‘Deos Erotas' ενώ φαίνεται σαν το κομμάτι σταδιακά να σκιαγραφεί το χαρακτήρα που αποκαλύπτει η φωνή της. Πολύ ενδιαφέρουσα η αλλαγή ρυθμού και διάθεσης στα 2'.53" και 3'. 30".Ακούμε πολλά όργανα ενώ το πνευστό κέρας δίνει τη βουκολική ατμόσφαιρα στο κομμάτι.
Ο Peter Ulrich, πρώην μέλος των Dead Can Dance, δίνει τη δική του νότα στο ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ αναλαμβάνοντας ένα είδος τυμπάνου τη darbuka και τις μαράκες.
Κρατώντας την ατμόσφαιρα του ‘Hypnos'...
Rating: 8 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Καμιά φορά εμείς οι "εναλλακτικοί" πρέπει να αφήνουμε στην άκρη την αναζήτηση του "υπερβατικού ήχου που σπάει τα όρια του είδους του" ή του " avant-garde αριστουργήματος που θα επηρεάσει τους δίσκους που θα έρθουν" και να θυμόμαστε ότι η ουσία της μουσικής είναι... η ίδια η μουσική: η αρμονία, το παίξιμο στα όργανα, οι στίχοι, η ενορχήστρωση και κυρίως η ψυχική κατάθεση που κρύβουν όλα αυτά από πίσω. Γιατί αν δεν το κάνουμε, κινδυνεύουμε να χάσουμε εξαιρετικούς δίσκους οι οποίοι υπηρετούν με άρτιο τρόπο το είδος τους, χωρίς να προϋποθέτουν πρότερες εντρυφήσεις στα άδυτα των μουσικών εγκυκλοπαιδειών για να γίνουν κατανοητοί.
Τέτοιος δίσκος είναι το "...Like Clockwork". Το αντεπιχείρημα "Μα οι Queens Of The Stone Age έχουν εναλλακτικές desert/stoner καταβολές και δεν είναι αποδεκτοί από το σύνολο του παραδοσιακού rock κοινού" προφανώς και δε στέκει, εκτός κι αν ισχυριστούμε ότι "οι Nirvana ήταν οι τελευταίοι μεγάλοι αναμορφωτές του rock", ή ότι η "αληθινή rock πέθανε με την έλευση του millenium" - αστειότητες φυσικά και τα δύο. Το νέο αυτό album, όσο κι αν ξεφεύγει από ορισμένα κλισέ της μπάντας, παραμένει ένα κλασικό rock album, η σπουδαιότητα του οποίου έγκειται στην άψογη σε όλα τα επίπεδα υλοποίηση της συνταγής. Σημειωτέον, όμως, είναι τόσο καλό, που μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα σε αρκετά από τα ιερά τέρατα του είδους, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των καλύτερων δίσκων του ίδιου του συγκροτήματος.
Μην αφήσετε το "...Like Clockwork" να σας ξεγελάσει. Μπορεί στα πρώτα ακούσματα να ηχεί σαν μια καλοδουλεμένη ουδετερότητα, ωστόσο οι πολλαπλές ακροάσεις φανερώνουν αφενός τις υπέροχες λεπτομέρειές του και αφετέρου το εντυπωσιακό του βάθος. Σταδιακά κάθε στοιχείο του δίσκου (και κάθε κομμάτι μεμονωμένα) αιτιολογεί τη θέση του, ως αναπόσπαστο τμήμα ενός conceptual συνόλου, το οποίο δένει συνεκτικά με έναν περίεργο τρόπο. Με άλλα λόγια, τόσο η πολυσυλλεκτικότητα ηχητικών κατευθύνσεων και συνθετικών μοτίβων, όσο και οι τακτικές και απρόβλεπτες εναλλαγές μέσα στα κομμάτια, μαρτυρούν μια διάθεση για ασυμμετρία, η οποία όμως συμμετροποιείται όταν όλες οι συνιστώσες της παρατηρηθούν μέσα από το πρίσμα της συνεκτικής ιδέας του δίσκου.
Η tracklist αποτελείται από 10 συνολικά κομμάτια και όλα ανεξαιρέτως είναι λίγο ή πολύ rock κομψοτεχνήματα. Δεν θα μου ήταν δύσκολο να αφιερώσω από μία παράγραφο αναλύοντας τις χάρες του καθενός ξεχωριστά, αλλά το ζητούμενο είναι ο κάθε ακροατής να αποκομίσει την προσωπική του εμπειρία από τις άπαιχτες αυτές συνθέσεις και να ανακαλύψει μόνος του το πόσο καλογραμμένος, καλοπαιγμένος, αλλά και έμψυχος είναι ο δίσκος. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην κάνω μια αναφορά στο επιβλητικό μπάσο του Keep Your Eyes Peeled, στο γουστόζικο riff του I Sat By The Ocean ή στην υπέροχη απλότητα των πλήκτρων της βασικής μπαλάντας του δίσκου, The Vampyre Of Time And Memory. Ούτε μπορώ να αφήσω ασχολίαστη την πολύτιμη συνεισφορά του Dave Grohl στα drums έπειτα από την αποχώρηση του επίσης εύστοχου Joey Castillo στα μισά των ηχογραφήσεων, η οποία γίνεται αντιληπτή σε ολόκληρο το μεγαλείο της στα rhythm sections των My God Is The Sun και Smooth Sailing. Οι συμμετοχές των Alex Turner, Elton John και Mark Lanegan μεταξύ άλλων επίσης ανεβάζουν το θερμόμετρο (αν και εντέλει αποδεικνύεται ότι αποτελούν μόνο τα κερασάκια σε μία ήδη εντυπωσιακή τούρτα), την ίδια στιγμή που το I Appear Missing, ως το μεγάλο highlight λίγο πριν το τέλος, προσφέρει μια συγκινητική κορύφωση που οδηγεί στο λυτρωτικό φινάλε, όπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε σπουδαίο δίσκο.
Βλέποντας το συγκρότημα να κατακτά για πρώτη φορά στη δισκογραφική του πορεία την πρωτιά στο Billboard και γενικώς υψηλότατες θέσεις στα charts, σκέφτομαι ότι η εμπορικότητα δεν είναι πάντα αντιστρόφως ανάλογη της ποιότητας. Το "...Like Clockwork" είναι δίσκος γειωμένος και συγκροτημένος, αλλά συγχρόνως απίστευτα συναισθηματικά φορτισμένος. Είναι ο ήχος μιας μπάντας ώριμης, που επενδύει σε πολυεπίπεδες συνθέσεις και επιλέγει να δώσει μια πιο εγκεφαλική διάσταση στο είδος, την ίδια στιγμή που ροκάρει άσχημα. Είναι μια κατάθεση πολλαπλών αναγνώσεων, που θέτει υπό αμφισβήτηση την απόσταση που χωρίζει το απλό από το πολύπλοκο. Και χωρίς καμία πρόθεση για μεγαλοστομίες, είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχουν συμβεί στο rock τα τελευταία χρόνια.
Rating : 9 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Πριν καλά καλά προλάβουμε να ακούσουμε το τελευταίο τους άλμπουμ "Goetia V" που κυκλοφόρησε αρχές του χρόνου, μας έσκασε το νέο έκτο τους άλμπουμ "Exosphere VI". Δεν ξέρω τι τάμα έχει κάνει ο Artaud Seth, ιθύνων νους του συγκροτήματος, αλλά έχει την τάση να ξεπετάει τις κυκλοφορίες με μεγάλη ευκολία. Πράγμα που έκανε και παλιότερα με τους Garden Of Delight.
Ο ενθουσιασμός πολλών από των φανατικών οπαδών των Merciful Nuns, το λεγόμενο Nunhood, όπως τον αντιλήφθηκα μέσα από τα social media ήταν μεγάλος. Ακούγοντας το άλμπουμ δεν θα συμμεριστώ τον ενθουσιασμό αυτό, ομολογώ ότι με την πρώτη ακρόαση δεν ξετρελάθηκα. Έχοντας ακούσει όλα τους τα άλμπουμ τα τελευταία χρόνια, έχω να πω τα εξής: Το ξεκίνημα τους με το "Lib.1" του 2010 ήταν πράγματι πολύ καλό. Καθαρόαιμο gothic rock, πιστό στο ήθος του ιδιώματος που ενώ δεν πρόσφερε τίποτα καινούργιο είχε όμως την κατάλληλη φρεσκάδα και προσωπικότητα για να το υποστηρίξει. Μετά, με την κάθε επόμενη κυκλοφορία τους, ένιωσα μια ελαφρά φθίνουσα πορεία. Ίσως για αυτό να ευθύνεται ο μικρός χρόνος ανάμεσα στις κυκλοφορίες, βλέπε για παράδειγμα τα δύο άλμπουμ "Hypogeum II" και "Xibalba III" που βγήκαν μέσα το 2011. Τα επόμενα δύο άλμπουμ "Goetia IV" και "Goetia V" (που είχαν τρεις μόνο μήνες διαφορά) θα μπορούσαν κατά την γνώμη μου να ήταν ένα, με μια πιο σοφή επιλογή κομματιών. Τα δύο αυτά περιείχαν μερικές καλές στιγμές μεν αλλά στο σύνολο ήταν αδύναμα, ιδιαίτερα το τελευταίο που ήταν και πιο ήρεμο και ατμοσφαιρικό.
Στις οκτώ συνθέσεις που απαρτίζουν το "Exosphere VI" βρίσκουμε τους Merciful Nuns να κινούνται στα ίδια χνάρια με τους προηγούμενους τους δίσκους. Σημειώνουμε εδώ ότι όλα τους τα άλμπουμ περιέχουν 8 κομμάτια, ένα concept που με βρίσκει σύμφωνο γενικά μιας και με κουράζουν τα μεγάλης διάρκειας άλμπουμ. Τα κομμάτια είναι όλα πομπώδη, επικά, εμπλουτισμένα με βαριά ατμοσφαιρικά μέρη. Εδώ νομίζω ότι χάνουν την ουσία του όλου πράγματος. Έχουν αναλωθεί στο περιτύλιγμα και στο να δημιουργήσουν το επιθυμητό ύφος επισκιάζοντας τις ίδιες τις συνθέσεις και την προσπάθεια να γραφτούν καλά gothic rock τραγούδια. Ακολουθούν μια συνταγή που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχαν τελειοποιήσει σε προηγούμενες δουλειές τους αλλά δεν φαίνεται να τους πετυχαίνει εδώ. Ακόμα και το "Supernovae" που έχει τα εφόδια να είναι standout track, παρά το δυναμισμό του και τις πιο ‘βρώμικες' κιθάρες (το μόνο που έχουν διαφοροποιήσει στο δίσκο αυτό) δείχνει ότι δεν μπορούν πλέον να φτιαξουν έστω και το χιτάκι που θα έκανε την διαφορά.
Ένας δίσκος που δεν σου μένει ούτε στο ελάχιστο. Πόσο να αντέξεις μακρόσυρτες συνθέσεις που στο τέλος δεν οδηγούν πουθενά καταντώντας μέχρι και βαρετές σε σημεία, βλέπε "Blackbody", "Astral Plane" και "Ultraviolet". Πόσο ακόμα με το σχεδόν δωδεκάλεπτο "The Passing Bell"! Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο χωρίς εξάρσεις και αξιομνημόνευτες στιγμές. Όλα αυτά απλά υποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε πολύ έμπνευση. Ίσως για αυτό νομίζω ότι θα πρέπει στο μέλλον να σκεφτούν καλύτερα να μην βιαστούν να βγάλουν νέο δίσκο. Καλύτερα να δουλευτεί καλύτερα το υλικό τους και να έχουν να επιλέξουν από μια μεγαλύτερη γκάμα τραγουδιών ώστε να μας παρουσιάσουν κάποιο καλό αποτέλεσμα. Μπορεί η τακτική αυτή που έχουν να παραδίδουν άλμπουμ σε μικρό χρονικό διάστημα να ικανοποιεί τους οπαδούς τους, αλλά μακροπρόθεσμα αυτό που θα μείνει είναι η αξία η όχι των δουλειών τους.
Το Limited Edition της κυκλοφορίας αυτής συμπεριλαμβάνει και ένα δεύτερο CD, το ονομαζόμενο "Supernovae" που θα μπορούσε να είναι στην ουσία maxi-single του ομότιτλου, εδώ σε νέο mix "Supernovae (Cassiopeia Mass 40 Mix)". Περιέχει ακόμα τα "Antimatter", "The Colony" και "Demigods" τα οποία φαντάζουν πιο ζωντανά από τα tracks του κυρίου δίσκου και πιο κοντά στο γνώριμο τους καλό εαυτό.
Rating: 5 / 10
Νίκος Δρίβας
ALBUM AND LIVE IN LONDON REVIEW
Πέρασαν 4 χρόνια και περίπου 30 συναυλίες για να μου δοθεί η ευκαιρία να διαπιστώσω τι σημαίνει να είναι μια μπάντα ανερχόμενο όνομα στην Αγγλία.
...leave me in chains, strip me of shame, caress me with pain... (‘Mercy'-Exile)
Σας έχω ξαναπεί πως το αγγλικό κοινό είναι από τα πιο δύσκολα. Μετά τον Marc Almond, οι Hurts είναι το συγκρότημα που κατάφερε να κάνει το κοινό ενός ολόκληρου θεάτρου να τραγουδάει με όλη του τη δύναμη και να επικοινωνεί τόσο πολύ με τον τραγουδιστή σα να μοιράζονται χρόνια τα ίδια μυστικά. Το αγγλικό κοινό δε χοροπηδάει στα live αν δεν έχει πιεί πολλές μπύρες, δεν τραγουδάει αυθόρμητα ούτε παρασύρεται εύκολα να χορέψει χωρίς αλκοόλ.
Οι Hurts πείθουν και μάλιστα πάρα πολύ. Ο κόσμος τους λατρεύει και οι ίδιοι αναγνωρίζοντάς το, είναι γενναιόδωροι στη σκηνή (ειδικά ο Theo) ενώ εκφράζουν ευγνωμοσύνη για την αναγνώριση σε όσα λένε ανάμεσα στα κομμάτια. Όλ'αυτά με έναν πολύ αγγλικό τρόπο ο οποίος έχει ταυτόχρονα αποστασιοποίηση, ζεστασιά και μετριοφροσύνη. Μόνο ο Brett Anderson μου έχει δημιουργήσει παρόμοια εντύπωση στη σκηνή.
...Fear keeps you grounded, fear of not been able to make music, of not been able to play shows... (απόσπασμα από συνέντευξη το 2013)
Ποζάρουν ως Kraftwerk με την αισθητική του Johnny Cash. Δίνουν την εντύπωση πως είναι Γερμανοί (ειδικά ο Adam), παίζουν με αναφορές στην pop της δεκαετίας του 1990 και με ακούσματα από Killing Joke, Tears for Fears, Cure, Depeche Mode, The Smiths μεταξύ άλλων. Ένα ντουέτο που κάνει θόρυβο σα να ήταν 10 άτομα με ορχήστρα, γνωρίστηκε ενώ οι φίλοι του έπαιζαν ξύλο και έχει μόνο κοινό μουσικό σημείο αναφοράς...τον Prince! Παίζουν ως μουσικοί με τη διπλάσια ηλικία και στέκονται με τρομερή επικοινωνιακή δύναμη στη σκηνή, παρασέρνοντας ένα κοινό που ούτε εκφράζεται εύκολα, ούτε πολύ. Όχι μόνο τις πρώτες σειρές, όχι μόνο η αρένα αλλά ολόκληρο το θέατρο άνοιξε μια αγκαλιά για τους Hurts.
Συγκροτήματα με ολόκληρη ιστορία, όπως οι U2,οι Pet Shop Boys, οι Depeche Mode, οι Archive, απέκτησαν φανατικούς θαυμαστές σε μια πορεία χρόνων και όχι με το που ξεκίνησαν. Στις συναυλίες τους στο απόγειο της καριέρας τους δημιουργούσαν μοναδική ατμόσφαιρα λόγω και της φαντασμαγορίας των shows τους και κανένα κοινό δεν τους χαρίστηκε μέχρι που όλοι πηγαίνουν στα live τους προδιατεθειμένοι ότι θα περάσουν καλά.
Οι Hurts είναι ένα συγκρότημα με δυο άλμπουμ, με κανένα μουσικό παρελθόν που ξεκίνησε από το Manchester, μια σημαντική για τη μουσική, σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για να πείσει το πιο δύσκολο κοινό και τη μουσική σκηνή της Αγγλίας που η μισή βρίσκεται κολλημένη στην pop της δεκαετίας του 1980 και η άλλη μισή στη σύγχρονη house.
...we said goodbye in the pouring rain and I break down as you walk away...
Οι δυο σειρές τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων έξω από το Art Deco ‘Troxy' , ήδη προϊδέαζαν για το τί θα συνέβαινε σε μια ακόμα sold out συναυλία τους. 2600 άτομα περιμέναμε 40' στο κρύο ώσπου να ανοίξουν οι πόρτες. Αυτό είναι τόσο περίεργο για τα δεδομένα αυτής της χώρας, όσο το να σας απευθύνει το λόγο μια γοργόνα. Οι ομιλούμενες γλώσσες αποδείκνυαν πως οι Hurts έχουν περάσει τα σύνορα του Manchester αλλά και της Αγγλίας. Απορίας άξιο ήταν για' μένα το ότι άκουγα συνέχεια ρώσικα...
Η setlist περιλάμβανε σχεδόν όλα τα κομμάτια από singles και albums, με φόντο που δημιουργούσαν τα εντυπωσιακά θεατρικά φώτα που βρίσκονταν πάνω σε δυο σταυρωτά μεταλλικά δοκάρια σε ένα σχήμα που έμοιαζε με τεράστιο διαβήτη. Το σώμα μου συνειδητοποιούσε με κάθε νότα πως οι Hurts έχουν κάνει αλματώδη βήματα στα 4 χρόνια της ύπαρξής τους. Οι διπλανοί μου φαίνονταν να το ήξεραν ήδη αυτό αλλά για λίγα δευτερόλεπτα ανά κάποια ώρα εγώ απλά αναρωτιόμουν...
Αυτή η συναυλία έσβησε όλη την εικόνα που είχα σχηματίσει από το artwork των singles και των albums, μέχρι την αισθητική και τη γενικότερη παρουσία τους όπως αυτή φαίνεται στα video clips και τις διάφορες φωτογραφίες που κυκλοφορούν.
...When I close my eyes I see you, when I close my eyes you're here... (‘The road', Exile)
Το live ξεκίνησε και τελείωσε με τα δυο αγαπημένα μου κομμάτια από το Exile, το ‘Mercy' και το ‘The Road'. Σα μάντης, ο Theo εμφανίστηκε 30' μετά το support band, προκαλώντας καλοδεχούμενο δέος με ένα από τα πιο σκοτεινά κομμάτια του άλμπουμ.
Talk to me girl tell me your lies let your secrets hypnotise... (‘The Miracle', Exile)
Η επιλογή του ‘Miracle' δεν ήταν και η καλύτερη για τη συνέχεια, υφολογικά. Πρόκειται για το πιο εμπορικό κομμάτι του άλμπουμ ∙ ένα από αυτά που θα μπορούσε να γράψει ο οποιοσδήποτε με πληθώρα από vocal samples. Ήταν σα να αναίρεσαν αμέσως τον όποιο μυστικισμό είχε μόλις δημιουργήσει η είσοδός τους στη σκηνή. Παρ' όλ' αυτά...
Δεν υπάρχει σύγκριση του ‘Miracle' με το ‘Silver Lining' με το οποίο συνέχισαν παρότι και τα δυο είναι εμπορικά κομμάτια. Τα διαφορετικά vocal samples που έχουν χρησιμοποιηθεί στα εμπορικά κομμάτια του ‘Exile' σε σύγκριση με τα αντίστοιχα samples του προηγούμενου άλμπουμ ενισχύουν γενικά την αίσθηση πως αυτό το άλμπουμ είναι κάπως πιο ανάλαφρο σε σχέση με το προηγούμενο. Είχαν περάσει 10' και το Troxy τρανταζόταν ήδη. Μετά το ‘Wonderful life' το οποίο ακούσαμε στο μεγάλο χώρο που του αναλογεί, ήρθε η σειρά του ‘Somebody To Die For'.
...I just need somebody to die fore, somebody to cry for when I'm lonely...
Προσωπικά δε φανταζόμουν ποτέ πως θα τραγουδούσα με τόση ενέργεια το ρεφρέν αυτού του κομματιού. Τρεις μέρες μετά και ακόμα δε μπορώ να καταλάβω πως έφτασα σε τέτοιο σημείο αφού δεν έχει συμβεί ποτέ να μη με ενθουσιάσει ένα κομμάτι στο cd και να με ξετρελάνει στο live.
London! It's been a long time! (Hurts, live at Troxy)
Είχε δεν είχε προτρέψει ο Theo τον κόσμο να τραγουδήσει μαζί του, θα το κάναμε έτσι κι αλλιώς καθότι η διάθεση είχε ξεπεράσει ακόμα και τις δικές του προβλέψεις. Χωρίζοντάς μας σε τρία μέρη, η κάθε πλευρά τραγουδούσε με μια του κίνηση, χόρευε με ένα του νεύμα. Και κάπως έτσι οι Hurts απογείωσαν στο live ένα κατά τα άλλα βαρετό, στατικό pop/ house κομμάτι με τραγικό στίχο και ασύλληπτο σαρκασμό, το ‘Blind'.
...cut out my eyes and leave me blind... (‘Blind', Exile)
Το ‘Evelyn' ακολούθησαν τα ‘Cupid', ‘Unspoken' και ‘The Crow'. Ακούγοντας το Exile από το cd δημιουργείται η εντύπωση ότι οι Hurts ακούγονται σαν Depeche Mode. Τα ‘Exile', ‘Cupid' είναι επικίνδυνα κοντά στη μουσική των Depeche Mode. Όμως η εντύπωση είναι λανθάνουσα γιατί η live ερμηνεία αποδεικνύει το διαφορετικό σημείο αφετηρίας ανάμεσα στις δυο μπάντες από την άποψη της ενέργειας που δημιουργούν στη σκηνή, η οποία είναι άλλου τύπου.
...by soundtracking a film that hasn't been written yet...it's a way to create an environment for our songs (συνέντευξη, 2013)
Το ‘The Crow' σε φυσική συνέχεια του ‘Unspoken' παρότι φέρνει σαν ηχώ τη φωνή του Chris Isaak στ'αυτιά μου, έχει ποιητικούς στίχους και ενώ δεν είναι κομμάτι που θα περίμενε κανείς να ακούσει σε live, η ατμόσφαιρα ήταν μαγευτική τόσο που μου έδωσε το έναυσμα να γράψω μια ιστοριούλα.
...she spreads her wings when she's gonna fly, the crow... (‘The Crow', Exile)
Οι ίδιοι θεωρούν το ‘Exile' πιο σκοτεινό σε σχέση με το ‘Happiness'. Προσωπικά τα θεωρώ σαν ένα. Το Exile να κάνει κάποια βήματα πιο κοντά σε δυο άκρα, την σκοτεινή ποίηση στιχουργικά και την dark electro μουσικά, εξελίσσοντας ταυτόχρονα με πολύ ενδιαφέρον τρόπο το εμπορικό κομμάτι τους με τα ‘Exile', ‘Sandman' και ‘Only You'. Είπαν πρόσφατα σε μια συνέντευξη πως τα ‘Miracle', ‘ Help' και ‘Blind' αποτέλεσαν τον κορμό του Exile. Προσωπικά νομίζω πως κομμάτια σαν το Exile και το Cupid είναι πιο χαρακτηριστικά του ήχου αυτού του άλμπουμ όπως το ‘Silver lining' και το ‘Wonderful life' ήταν για το Happiness. Το ‘Only You' που δυστυχώς δεν ακούσαμε, αποτελεί τη φυσική εξέλιξη του ‘Wonderful life'.
Η θέση του Exile μετά το ‘Blood, tears and gold' στη συναυλία ενώ απέδειξε πως το άλμπουμ αυτό είναι πιο ηλεκτρονικό διέλυσε την αίσθηση που είχα ακούγοντας το cd, πως το κομμάτι το τραγουδάνε οι U2.
...so we'll say goodbye girl and watch as the world burns. This is exile...
Το ‘Sandman' είναι στημένο πάνω σε house ρυθμούς με vocal και ηχητικά samples σε αντίθεση με το ‘Sunday' που ακολούθησε και το οποίο φέρνει το συγκρότημα πιο κοντά μας VNV Nation.
Μετά το ‘Stay' το δρόμο για το ανεπίσημο τέλος του live άνοιξε το ‘Illuminated'. Τα φώτα έκλεισαν, ο Theo μας ζήτησε να ανοίξουμε τα κινητά (πάνε οι εποχές των αναπτήρων και οι Άγγλοι δεν αστειεύονται για λόγους ασφάλειας με τέτοιες ρομαντικές ενέργειες) και το αρχικό αίσθημα δέους ξαναδημιουργήθηκε στο κατάμεστο θέατρο, με κόσμο να του απευθύνει συναισθήματα φωναχτά. Ήταν όλα ειλικρινή από πλευράς μας και από δικής μας.
...tell me why you're out so late alone... (‘The Road', Exile)
Τα ντραμς στο τέλος του κομματιού, σαν ξέφρενοι καρδιακοί χτύποι, έκλειναν προσωρινά την αυλαία. μέχρι να ξαναρχίσει για λίγο η όλη εμπειρία. Το encore ξεκίνησε με το ‘Better than love' και τελείωσε με το ‘Help' και τον Theo να μας πετάει ολόκληρα άσπρα τριαντάφυλλα και να σφίγγει τα χέρια του με ευγνωμοσύνη που αναγνωρίσαμε την προσπάθειά τους και φωνάζαμε με τόση χαρά και αγάπη που τον έκανε να σαστίζει με τη συνέχεια που δινόταν στα χειροκροτήματα.
London! Thank you!
Έφυγα με την αίσθηση του μεγαλείου που δημιουργούν όλα τα ρεφρέν των κομματιών τους και θεωρώντας ότι βρέθηκα σε κάτι σημαντικό ενώ άλλοι τραγουδούσαν το Silver Lining άλλοι το Blind ενώ πόσταραν σε facebook και twitter πως αυτή ήταν η καλύτερη συναυλία εδώ και καιρό. Η ουρά για τα t-shirts που κόστιζαν περίπου 25ευρώ ήταν ατελείωτη ενώ cd δεν υπήρχαν. Μέχρι την επόμενη φορά...
Rating: 7,5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Πριν σχολιάσω το οτιδήποτε πάνω στο "Reflektor", αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω μια σύντομη εισαγωγή, που αφορά τη σχέση μου με τους δημιουργούς του. Οι Arcade Fire δεν είναι μόνο η αγαπημένη μου μπάντα, αλλά είναι και η μπάντα που διαμόρφωσε ουσιαστικά και παντοτινά την αντίληψή μου γι' αυτό που ονομάζουμε εναλλακτική/ανεξάρτητη (όπως θέλετε πείτε το) μουσική. Το "Funeral", το κορυφαίο εκ των τριών αριστουργημάτων τους, είναι από τα ελάχιστα "τέλεια" albums που αξίζουν το καθαρό 10άρι σε οποιοδήποτε αξιολογικό σύστημα, είτε αυτό προτάσσει την αποτίμηση της μουσικής αξίας, είτε βασίζεται στη συναισθηματική αμεσότητα που οφείλει να έχει κάθε καλλιτέχνης με το κοινό του. Η πλησιέστερη χρονικά κυκλοφορία τριών συνεχόμενων αριστουργημάτων ανήκει μάλλον στους Radiohead της περιόδου 1995-2000 και είναι κάτι γενικά πολύ σπάνιο. Χωρίς καμία διάθεση θριαμβολογίας και καμία ανάγκη ηρωοποίησής τους, δεν μπορώ να μη συμφωνήσω με τη γενική ομολογία ότι πρόκειται για το σπουδαιότερο συγκρότημα των καιρών μας. Αυτό που μπορώ (και που σκοπεύω να προσπαθήσω να κάνω), είναι να μείνω ανεπηρέαστος από τη σχέση αυτή που έχω μαζί τους και να κρίνω το νέο δίσκο όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά.
Η πρώτη επαφή με το "Reflektor" φανερώνει ένα πραγματικά βαρύ album. Δεν είναι μόνο τα 75 λεπτά που διαρκεί ή τα εξάλεπτα και επτάλεπτα κομμάτια που ως επί το πλείστον το απαρτίζουν, αλλά κυρίως η δίχως προηγούμενο πληθωρικότητα στην παραγωγή και τις ηχητικές κατευθύνσεις που ακολουθήθηκαν. Συνιστά τη μεγαλύτερη ηχητική μανούβρα που έχουν επιχειρήσει ποτέ οι Καναδοί, σε μία προσπάθεια να ενσωματώσουν... τον ουρανό με τ' άστρα. Μπορεί οι επιρροές από Bruce Springsteen, που κυριάρχησαν στο "The Suburbs", να έχουν εξασθενήσει, ωστόσο το κενό έχουν υπερκαλύψει αυτές από τον Bowie - λίγο από τον Bowie του "Lodger", λίγο από αυτόν του "Scary Monsters" αλλά και κάτι από τη χορευτική φύση του "Let's Dance". Δεν είναι τυχαία η συμμετοχή του στα φωνητικά στο εξαιρετικό ομώνυμο πρώτο single του δίσκου, το οποίο και λάτρεψε όταν το άκουσε στο studio.
Η απίστευτη πολυαναφορικότητα του δίσκου, όμως, δεν περιορίζεται στον Bowie. Στο "We Exist", κομμάτι αφιερωμένο στις μειονότητες, η μπασογραμμή κλείνει το μάτι (εντάξει, αντιγράφοντάς το κιόλας λίγο) στο "Billie Jean" του Michael Jackson, ενώ το όλο ύφος αναβιώνει την early 80's disco/pop εποχή, η οποία βέβαια ενυπάρχει και στο "Reflektor", φιλτραρισμένη με πολύ πιο γόνιμο τρόπο. Από την άλλη, το "You Already Know" παραπέμπει στην άλλη πτυχή της δεκαετίας του '80, αυτή των Smiths (στο πιο εύθυμο), κρατώντας και κάτι από τον ήχο του "Ready To Start", δηλαδή του χιτ (όσο χιτ μπορεί να θεωρηθεί ένα κομμάτι των Arcade Fire) του προηγούμενου δίσκου. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται και το σχεδόν ambient "Supersymmetry" για να φέρει στο μυαλό μας τους πειραματισμούς του Brian Eno και να προσθέσει μια εντελώς διαφορετική διάσταση στο δίσκο.
Τις παραπάνω αναφορές έρχεται να συμπληρώσει η βασικότερη, που δεν είναι άλλη από την παραδοσιακή μουσική της Αϊτής, γνωστή και ως rara music. Οι φίλοι του συγκροτήματος γνωρίζουν τη σχέση τους με τη Δημοκρατία της Αϊτής, τόπο γέννησης της Régine Chassagne. Πλέον και η μουσική τους έχει άμεση επαφή με τον τόπο αυτό. Η συμμετοχή ντόπιων μουσικών στα κρουστά σε αρκετά κομμάτια, η reggae ρυθμολογία του "Flashbulb Eyes", δανεισμένη από τη γειτονική Τζαμάικα, αλλά και η θεματολογία στα δύο κομμάτια με τίτλο "Here Comes The Night Time", που αναφέρονται στις δυσκολίες των κατοίκων της Αϊτής τη νύχτα λόγω της έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος. Αξίζει να σταθούμε στο πρώτο από τα δύο, μιας και είναι ό,τι πιο ευφάνταστο υπάρχει στο δίσκο και σίγουρα μια από τις καλύτερες στιγμές του. Ξεκινάει ως tribal πυροτέχνημα, επιβραδύνει σε μια afro-beat κατάσταση, για να γυρίσει σε disco γκρουβάρισμα και να ξαναπεράσει από τις προηγούμενες φάσεις. Και όλα αυτές οι ρυθμικές εναλλαγές πατούν σε μια αδιαπραγμάτευτη μελωδικότητα, που μας θυμίζει το λόγο που οι Καναδοί θεωρούνται από τους πιο ταλαντούχους συνθέτες εκεί έξω. Η μινόρε συγχορδία όταν το "here comes the night time!" του Win Butler οδηγεί ξαφνικά το κομμάτι στο ρεφρέν, αποτυπώνει σχεδόν με ανατριχιαστικό τρόπο την ανησυχία των ανθρώπων της Αϊτής να επιστρέψουν στις στέγες τους πρωτού σκοτεινιάσει. Εντέλει, βέβαια, τα world στοιχεία στους Arcade Fire δεν ξαφνιάζουν και τόσο, αν αναλογιστεί κανείς ότι αντίστοιχες φάσεις έχουν περάσει David Byrne και Talking Heads, συγκρότημα κομβικής σημασίας για τους Καναδούς.
Ήταν μεγάλο στοίχημα για τον James Murphy, μυαλό και ψυχή των LCD Soundsystem, να καταφέρει ως παραγωγός, μαζί με τον Markus Dravs, να ενσωματώσει ομαλά στις rock ρίζες του συγκροτήματος τους disco και world ήχους, αλλά και να αναδείξει την πρωτοφανή χορευτική διάθεση των Arcade Fire. Από την άλλη, ποιος θα μπορούσε να το καταφέρει αν όχι αυτός; Και πράγματι, ό,τι μπορούσε να κάνει από πλευράς του το έκανε - και μάλιστα εξαιρετικά. Έφτιαξε έναν ήχο σύγχρονο, πλούσιο και γεμάτο, όπου κάθε όργανο έχει το χώρο του, συμπληρώνοντας τα υπόλοιπα και όχι καπελώνοντάς τα. Συχνά οι ήχοι γίνονται κάπως απροσδιόριστοι και το άκουσμα μοιάζει φουτουριστικό, αλλά αυτό το καθιστά μόνο πιο ενδιαφέρον και φευγάτο. Ίσως ο Murphy παραγίνεται παρεμβατικός σε ορισμένα σημεία, με αποτέλεσμα ο ήχος να χάνει κάθε φυσικότητα (π.χ. στο Flashbulb Eyes), όμως συνολικά η πληθωρικότητα που προτείνει φωτίζει την πολυμορφικότητα της μπάντας και δίνει αρκετά bonus στο album, όταν αυτό καταφέρει να αποκωδικοποιηθεί από τον ακροατή.
Οι δε Arcade Fire, κυρίως στον πρώτο από τους δύο δίσκους, μοιάζουν να πασχίζουν για να γίνουν χορευτική μπάντα. Η αλήθεια είναι ότι το ύφος αυτό, όσο φιλότιμα κι αν προσπαθούν να το οικειοποιηθούν, δεν τους πάει ιδιαίτερα. Ανέκαθεν είχαν έντεχνες τάσεις και ο ρυθμός δεν ήταν πότε το δυνατό τους χαρτί. Αντ' αυτού, το ταλέντο τους ήταν πάντα στις μελωδίες και τις ενορχηστρώσεις. Η αποβολή αυτής της σοβαροφάνειας στο "Reflektor" μάλλον προέκυψε με αφορμή το "Sprawl II", το μέχρι πρότινος μοναδικό ηλεκτρονικό/χορευτικό τους κομμάτι, που αποδείχθηκε το καλύτερο μέσα από το "The Suburbs", ρίχνοντας έτσι φως στις νέες μουσικές διαδρομές. Παρόλα αυτά, όσο αμήχανοι κι αν ακούγονται με το νέο αυτό ύφος, τελικά με ένα μαγικό τρόπο (που μάλλον σχετίζεται με το προαναφερθέν συνθετικό ταλέντο τους, αλλά και με τον James Murphy) καταφέρνουν να κάνουν τα τραγούδια τους ζωντανά και χορευτικά. Κορυφαίο παράδειγμα, μαζί με το "Reflektor", το "Afterlife". Αν η ουσία της υψηλής τέχνης έγκειται στην αντίθεση και την αμφισημία, τότε το κομμάτι αυτό είναι ένας μικρός θρίαμβος. Στίχοι θλιμμένοι, σχεδόν απεγνωσμένοι, οι οποίοι όμως αραδιάζονται πάνω σε έναν ανελέητο ρυθμό, που θα μπορούσε να χορευτεί με δάκρυα στα μάτια. Με άλλα λόγια, η χαρμολύπη η ίδια.
Θα μπορούσαμε να αναλύουμε για πολλές χιλιάδες λέξεις ακόμα έναν τόσο σύνθετο και πολυεπίπεδο δίσκο όπως το "Reflektor", αλλά κάτι τέτοιο θα γινόταν κουραστικό. Τα κρίσιμα ερώτηματα που τίθεται είναι: έκαναν οι Arcade Fire πάλι το album της χρονιάς; Είναι το τέταρτο συνεχόμενο αριστούργημά τους; Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση θα δοθεί σύντομα στις ανασκοπήσεις με τα καλύτερα της χρονιάς, αν και είναι βέβαιο ότι το album αυτό θα ανήκει σε αυτά που θα ξεχωρίζουν. Όσο για το δεύτερο ερώτημα, αμφιβάλλω ότι έχουμε να κάνουμε με αριστούργημα. Το "Reflektor" είναι μια πάρα πολύ καλή δουλειά, πλην όμως με μικροαδυναμίες σε επίπεδο συνθέσεων και συνοχής, οι οποίες του αφαιρούν κάτι από τη δυναμική του. Περιέχει μια πεντάδα εξαιρετικών κομματιών ("Reflektor", "Here Comes The Night Time", "Awful Sound (Oh Eurydice)", "It's Never Over (Oh Orpheus)", "Afterlife"), περιέχει όμως και άλλα τόσα μέτρια, με τα εναπομείναντα να κινούνται στην ενδιάμεση ζώνη. Όπως και το "Neon Bible", είναι δίσκος που ακούγεται επιλεκτικά, με τις καλές στιγμές του όμως να είναι ακαταμάχητες. Η διαφορά του είναι ότι ως μουσική έμπνευση δεν σχηματοποιείται εύκολα σε κάτι εύληπτο και ταξινομήσιμο, αλλά παραμένει ακόμα και μετά από πολλές ακροάσεις κάπως αόριστο και άμορφο. Αυτό ενδεχομένως να αποκαλύψει μελλοντικά μια ευφυΐα που δεν είμαστε ακόμα σε θέση να αντιληφθούμε.
Για την ώρα, αυτό που αντιλαμβανόμαστε όλοι είναι ότι τόση ώρα διυλίζουμε τον κώνωπα και γι' αυτό το λόγο θα μείνουμε στο ότι πρόκειται για ένα ακόμη απολαυστικό Arcade Fire album, το οποίο θα δείξει τις πραγματικές του διαστάσεις όταν περάσει λίγος χρόνος και ο θόρυβος που το συνοδεύει ξεφουσκώσει.
ΥΓ. Μετά από ένα τέτοιο εξώφυλλο και με τόσες αναφορές στο μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, μπορούμε να ελπίζουμε βάσιμα σε μια εμφάνιση στην Ελλάδα;
Rating : 8,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Pages