Θυμάμαι τους FILM όταν άνοιγαν για τη πρώτη και μυθική πλέον συναυλία των THE FLAMING LIPS στο Gagarin έντεκα χρόνια πριν. Για την ακρίβεια το τελευταίο τραγούδι από αυτούς. Έβλεπα ένα σχήμα που είχε μια τραγουδίστρια ντυμένη στα λευκά και άκουγα κάτι που μου έκανε σαν BLONDIE με περισσότερο new wave αίσθημα. Τα επόμενα χρόνια οι FILM κυκλοφόρησαν δύο δίσκους με την Ελένη Τζαβάρα a.k.a. Etten (No Luggage το 2003, Angel B το 2006), μουσική για την παράσταση «Οι Τυφλοί» το 2004 και πριν κλείσει η δεκαετία, το 2009, το άλμπουμ ''Persona'' που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την ήδη πετυχημένη εικόνα στο χώρο της εναλλακτικής σκηνής που είχαν αποκτήσει τα προηγούμενα χρόνια.
Φέτος επιστρέφουν με νέο άλμπουμ, με την ίδια σύνθεση χωρίς τραγουδίστρια και ήδη κάνει αίσθηση η αλλαγή ήχου και διάθεσης. Ακούγονται περισσότερο ηλεκτρονικοί με τα συνθεσάιζερ να κυριαρχούν και τη φωνή να βγαίνει μέσω vocoder. Οι αναφορές φυσικά στην ηλεκτρονική πλευρά της δεκαετίας του '80, τη Γαλλική και ευρύτερη ηλεκτρονική σκηνή των '70'ς είναι εμφανείς, περισσότερο όμως τους ευθυγραμμίζω με τα σχήματα της Italians Do It Better, σε διάθεση, κοινές αναφορές και κοινό αισθητικό πλαίσιο ( μέλλον-πόλη-νοσταλγία-θερμό φάσμα συναισθημάτων). Με τίποτα δεν μπορώ να τους συγκρίνω με τους Daft Punk, λόγω παντελούς απουσίας disco ρυθμών, ιδρώτα και r'nb στοιχείων.
Από εκεί και μετά οι FILM παραθέτουν εννιά τραγούδια υψηλής αισθητικής με ισχυρή προσωπικότητα που σταματούν αυτόματα κάθε ευρύτερη σύγκριση με τα ανάλογα Αμερικάνικα και Ευρωπαϊκά.
Το ''Eclipse'' είναι άλμπουμ που μετακινεί το σχήμα σε περισσότερο ενδιαφέροντα τοπία από τα καθιερωμένα και πλέον τετριμμένα post τα πάντα τοπία. Το ηλεκτρονικό νέφος που καλύπτει τις συνθέσεις ξεκαθαρίζει μετά από λίγες ακροάσεις και αποκαλύπτει καλοδουλεμένες συνθέσεις που ξεχωρίζουν για την ονειρική τους διάθεση, την στρωτή, πυκνή αλλά και δυνατή παραγωγή τους και τις όμορφες, θερμές μελωδίες τους.
Ξεχωρίζω κατευθείαν, χωρίς να θέτω σε δεύτερη μοίρα τα υπόλοιπα, το ''L'Amour Imaginaire'' για τα πάντα, το ''Produkt'' κυρίως για τις detroit techno βροχές κάπου στα μέσα που αλλάζουν δραματικά το περιβάλλον του κομματιού μέχρι το τέλος αποδεικνύοντας πόσο καλά ξέρουν να αναπτύσσουν συνθέσεις χωρίς να χάνονται, το ''Coral'' για τις ελαφρές τζαζ επιρροές και για τα μελωδικά του περάσματα και τα δύο τραγούδια που βγήκαν πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ (Eclipse και Ping Pong With Angels) για τη δύναμη να με κάνουν να ακούσω το σχήμα με άλλα αυτιά και διάθεση.
Οι FILM πλέον δεν ακούγονται σαν παιδιά της πόλης με το γκρίζο να ενσωματώνεται και να τους ακολουθεί, αλλά σαν παιδιά που βγαίνουν στην ταράτσα, ονειροπολούν και χαλαρώνουν κάτω από τα αστέρια. Κουβαλώντας πάντα την Αστική Μελαγχολία που αποδεικνύεται εξαιρετικό «καύσιμο» για έμπνευση και παράλληλα με την ηλεκτρονική κληρονομιά τους, έχουν το ταλέντο να την αξιοποιούν όπως πρέπει. Μάλλον έτσι μου αρέσουν και με πείθουν περισσότερο.
Θα έλεγα ότι ακούγονται περισσότερο γενναίοι μιας και το '00'ς indie/alternative μετά new wave σκάφος τους ήταν δικλείδα ασφαλείας (όλοι το έκαναν τότε και όλοι ήταν εξαιρετικοί μαθητές) ενώ τώρα «επιπλέουν» στο διάστημα χωρίς συγκεκριμένη σύγχρονη μουσική αισθητική να κυριαρχεί. Οι Film προσπαθώντας και επιτυγχάνοντας να μη χαθούν, να μην παρασυρθούν από ποπ αστεροειδείς ή υποσχόμενες πολυεθνικές «μαύρες τρύπες», θέτουν πορεία και, ευχόμαστε, άλμα στο επόμενο μουσικό υπερδιάστημα.
Rating: 8 / 10
Χρήστος Μίχος
Μας χωρίζουν μόλις δύο χρόνια από τότε που οι MECHANIMAL παρουσίασαν το πρώτο τους άλμπουμ. Ένα γκρίζο, βαρύ, μελαγχολικό, νεφελώδες ντεμπούτο που παίρνοντας τα καλύτερα από την ηλεκτρονική μουσική και το Kraut rock δημιούργησε έργο προσωπικής σφραγίδας, μουσικής αναφοράς και ένα soundtrack της ζωής στις συγκεκριμένες συντεταγμένες, τη συγκεκριμένη στιγμή. Για μουσική επένδυση σε μελλοντικά ντοκιμαντέρ για την Αθήνα και για τη γενική μελαγχολία της επικράτειας των ημερών της κρίσης, οι προσωπικές παρατηρήσεις του Γιάννη Παπαϊωάννου περασμένες μέσα από τα ηλεκτρονικά του μηχανήματα, τα κιθαριστικά νέφη του Τάσου Νικογιάννη αλλά κυρίως εκφρασμένες από την βαριά, ράθυμη, 4 τα ξημερώματα με καμμία υπόσχεση ηλιοφάνειας, φωνή του Freddie, θα ήταν η πρώτη που θα έπρεπε να έρθει στο μυαλό του επίδοξου σκηνοθέτη.
Δύο χρόνια μετά το σχήμα δεν έχει σταματήσει να ηχογραφεί τραγούδια και να κάνει συναυλίες. Τα τραγούδια του πρώτου άλμπουμ έχουν εξελιχθεί συναυλιακά και πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο ήχος του σχήματος εξελίσσεται συνεχώς κρατώντας μας σε εγρήγορση. Ο καιρός λοιπόν για ένα δεύτερο άλμπουμ έφτασε. Με καινούριο κιθαρίστα (Κώστας Ματιάτος) και με διάθεση αυτή τη φορά να δοθεί βάρος στη δημιουργία ενός περισσότερο πολυχρωματικού ήχου μας παρουσιάζουν το ''Secret Science''.
Λίγο πριν πάρω το άλμπουμ στα ψηφιακά χέρια μου, είχα ήδη ακούσει το ομώνυμο και το ''We Come Alive'' και με συνεπήραν και τα δύο τόσο σαν επίπεδο ηχογραφήσεων όσο και σε επίπεδο εξέλιξης. Το φως της ημέρας εισβάλλει με ορμή πλέον στα γκρίζα ηχητικά τοπία, τα γυαλιά ηλίου είναι απαραίτητο αξεσουάρ καθώς δεν γλεντάει κανείς αλλά παραμένει στην ταπεινή θέση του παρατηρητή και με ψυχραιμία περιγράφει τις επιδράσεις. Ανεβασμένες ταχύτητες, κοφτοί ρυθμοί, κιθαριστικά στρώματα λίγο ανεβασμένα, μελαγχολικά και περισσότερο εύκαμπτα. Στίχοι που μιλούν για κατάκτηση γνώσης, συνειδητοποίηση, ξυπνήματα από τον λήθαργο, επίγνωση του εαυτού τη συγκεκριμένη στιγμή. Όμως η εισβολή του ήχου στη δικιά μου ζωή περιγράφει συναισθητικά τη δικιά μου αστική αίσθηση. Η δική μου μετάφραση βραχυκυκλώνει την αρχική ιδέα και την ενσωματώνει στο προσωπικό μου σάουντρακ. Το ''Secret Science'' είναι απλά ένα αριστούργημα και το ''We Come Alive'' αναζωπύρωσε την αναμονή για την πλήρη ακρόαση.
Η σύνθεση ''Kindergarten'' που ανοίγει το νέο δίσκο δεν έχει φωνητικά, αλλά δηλώνει ξεκάθαρα και δυνατά, καθώς οι κιθάρες ξεσπούν νοσταλγικά και ηλεκτρίζουν τον αέρα: «Κυρίες και Κύριοι καλωσήλθατε στους MECHANIMAL v2.0». Η κυριαρχία της κιθάρας, οι σταθεροί ρυθμοί και τα συνθ στα μετόπισθεν με κάνουν να μη μπορώ να χαρακτηρίσω μουσικά το κομμάτι παρά μόνο να το περιγράψω σαν ένα όμορφο εισαγωγικό που χαιρετά τον ήλιο και νοσταλγεί...
Τα χρώματα ζωήρεψαν λοιπόν από τα «αποδυτήρια» και ζωηρεύουν ακόμα περισσότερο καθώς η μετρονομική εισαγωγή του ''Sensucht'' προκαλεί ακούσια κίνηση ποδιού και κεφαλιού. Η κιθάρα ξερνοβολάει ηλεκτρισμό και ακούμε τη χαρακτηριστική φωνή του Freddie απόλυτα εναρμονισμένη με το χαμό αλλά αντίρροπη με την ταχύτητα. Σε άλλη περίπτωση θα ακούγαμε υστερικά goth φωνητικά ή κάτι που θα έφερνε προς Jurgensen μεριά και η σύνθεση θα κατέληγε σε Γερμανοειδές industrial goth. Όμως εδώ δεν έχουμε με καλούς μαθητές ή απλά αντιγραφείς. Έχουμε να κάνουμε με σχήμα που έχει δικό του στυλ και μπορεί η ατμόσφαιρα και η σφραγίδα του πρώτου άλμπουμ να μη φαίνεται μεμιάς στο ''Secret Science'', αλλά μπορεί κανείς να απολαύσει συνθέσεις που έχουν αποκτήσει εύρος είναι περισσότερο ελαστικές και ενορχηστρωμένες με μαεστρία.
Οι τόνοι χαμηλώνουν στο ''Cut Communications'' με τα ζαλισμένα συνθ, τους αργούς κοφτούς φανκ ρυθμούς, τους βόμβους της κιθάρας και την ψευδοραπ ερμηνεία του Freddie. Δεν είναι τόσο απλό όσο το βλέπετε γραμμένο και προχείρως αναλυμένο. Ακούγεται όπως γνωρίσαμε τους MECHANIMAL αλλά με περισσότερο «αέρα» στην παραγωγή και στην ενορχήστρωση. Η εξέλιξη του ήχου τους μπορεί να κάνει τους οπαδούς του ήχου του πρώτου άλμπουμ να νοιώσουν άβολα αλλά ευτυχώς (ή δυστυχώς) μερικά πράγματα οφείλουν να είναι μοναδικά. Και σίγουρα το φυσιολογικό είναι ,ότι όπως εξελισσόμαστε σαν προσωπικότητες (ερήμην ή μη της επίγνωσης αυτής της εξέλιξης), έτσι εξελίσσονται και αυτά που εκπορεύονται από εμάς. Η μουσική, τα κείμενα, οι σκέψεις, οι συμπεριφορές κλπ.
Το ''Ode To Europe'' έχει '80'ς αναμνήσεις ως προς την αρετή του να χορεύεις αλλά και να σκέφτεσαι καθώς περιδινείσαι στις εικόνες που σε υποβάλλει ο ήχος και στους στίχους ερμηνεύει με σταθερότητα και σοβαρότητα ο Freddie. Είναι ένα τραγούδι για την Ευρώπη του σήμερα. Ξέρετε πολλούς που γράφουν για την Ευρώπη του σήμερα;
Ρυθμικότεροι MECHANIMAL στο ''Secret Science'' λοιπόν. Με μπόλικο χώρο για χορό του μυαλού επίσης.
Όμως θα ακούσετε δύο σχεδόν μπαλάντες σε αυτό το άλμπουμ. Το ''Always Drifting'' κλείνει την βινυλιακή έκδοση του δίσκου σαν κάποιος να αποτραβιέται από τον χαμό της πόλης για μερικές νοσταλγικές σκέψεις και διαπιστώσεις. Το τραγούδι χρωστά πολλά στον Eno και στην εξέλιξη του ambient μέχρι τη λεγόμενη folktronica των αρχών της δεκαετίας των '00s. Και πάλι όμως, το σχήμα δεν θα αναλωνόταν σε νοσταλγικές/μελαγχολικές ηχητικές καλλιγραφίες αν δεν υπήρχε το συναισθηματικό υπόβαθρο, δεν θα είχε αξία. Το ''The Den'' είναι το πιο μελωδικό τραγούδι των MECHANIMAL. Δάνειο από Joy Division αλλά πληρωμένο με ηλεκτρονικό τόκο και στίχους για μια προδομένη γενιά που αναπνέει σε φρακταλ ουρανούς αλλά ποτέ δε χάνει την ελπίδα όσο ο κοσμικός κύκλος διατηρείται σταθερός. Το ''The Den'' επίσης με φέρνει λίγο στην RAW εποχή του '' City'' για κάποιο λόγο.
Στο ''Secret Science'' της έκδοσης του cd ακούμε δύο κομμάτια που φέρνουν τη σφραγίδα MECHANIMAL σε πιο σκοτεινά μέρη ακόμα. Είναι κάτι που θα περίμενα για γενική ατμόσφαιρα σε αυτό το δεύτερο άλμπουμ. To ''Song To The Sirens'' διατηρεί την γκριζάδα του μοναδικού drone 'n' roll του σχήματος και ακούγεται περισσότερο μελαγχολικό από όλα τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ. Το ''Down At The Basement'' είναι ένα κλασσικό σκοτεινό ονειρικό cyber techno κομμάτι με το σκοτάδι να σκεπάζει τα πάντα και το φως να φοβάται να βγει σύντομα.
Είναι το εναλλακτικό φινάλε το άλμπουμ, στη cd έκδοση.. Director's cut δεν θα το έλεγα αλλά με καλύπτει περισσότερο άσχετα αν ανατρέπει την ατμόσφαιρα όλου του υπόλοιπου άλμπουμ. Το επόμενο βήμα των MECHANIMAL; Μια υπέροχη μέρα, παρέα με τους ειλικρινείς, συντροφικούς ήχους των ΜECHANIMAL κλείνει λοιπόν με ένα δεκάλεπτο '90'ς αναμνησιογόνο, αλλά με την μεγαλοπρέπεια ενός ήχου που σαν το σύμπαν επεκτείνεται και τα φρακταλ πολλαπλασιάζονται ή τα βλέπουμε εμείς για πρώτη φορά.
Το ''Secret Science'' είναι ένα δεύτερο γενναίο άλμπουμ των MECHANIMAL. Από αυτά τα άλμπουμ που τα θαυμάζεις για την άνεση που κινούνται σε γνώριμα εδάφη και ορθώνουν προσωπικό ήχο που δε γίνεται να μη λάμψει...
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
Ποιά μπάντα θα μπορούσαμε να πούμε μετά απολύτου βεβαιότητος ότι έχει μέχρι σήμερα πέντε albums, μαζί με το υπό παρουσίαση, και δεν μας έχει απογοητεύσει ούτε με μία κακή ή πρόχειρη δουλειά της μέχρι σήμερα; Μα φυσικά οι Interpol. Περίπου δεκαπέντε χρόνια κλείνει η σχέση μας μαζί τους, έχοντας περάσει όλες τις διακυμάνσεις από τον τρελό έρωτα και το πάθος του “Turn On The Bright Lights” το 2002 μέχρι τη χαλαρότητα και τον εφησυχασμό του “Interpol” το 2010, οι Interpol δεν είναι απλά οι συνεπείς που δεν μας έχουν δώσει μεγάλες απογοητεύσεις. Είναι μια μπάντα που έχει αυτό που θα λέγαμε αίσθημα ευθύνης καλλιτεχνικής, γεγονός που μέχρι και σήμερα τους επιτρέπει αν μη τι άλλο, να μην έχουν κάνει εμπορικούρες και ευκολίες.
Κι ερχόμαστε αισίως στο πέμπτο studio album τους, τον ισπανιστί αναγραμματισμό του ονόματος τους “Ζωγράφο” “El Pintor”. Μην πούμε τα τετριμμένα περί ωριμότητος και λοιπά. Άλλωστε, δεν νομίζω αυτή η συγκεκριμένη αρετή να τους έλειψε ποτέ.
“El Pintor λοιπόν και ο Paul Banks, βάλθηκε να μας αποδείξει από το πρώτο κιόλας κομμάτι του δίσκου, “All The Rage Back Home” πόσο καλά μπορεί να τα καταφέρει και ως μπασίστας μετά την αποχώρηση και τυπικά του Carlos D, κάτι για το οποίο δεν νομίζω να είχαμε σοβαρές αμφιβολίες ή ενστάσεις. Το κομμάτι δε, θα λέγαμε πως είναι το ιδανικό για άνοιγμα του δίσκου, ξεκινώντας ήσυχα, μουρμουριστά, όπως τα σύννεφα που μαζεύονται λίγο πρiν την καταιγίδα, η οποία και ξεσπάει μετά το πρώτο λεπτό. Το “My Desire” που έπεται, μεστό, χωρίς να του λείπει ούτε να του περισσεύει τίποτα, μοιάζει με περιδίνηση, στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του δημιουργώντας όμορφα μουσικά τοπία με τα drums του Sam Fogarino να χαράζουν με προσοχή το περίγραμμα ενός υπέροχου πραγματικά τραγουδιού. Όχι κάτι το συγκλονιστικό το εν συνέχεια “Anywhere”, χωρίς να είναι κακό, του λείπει όμως λίγο αλάτι. Από τις πολύ καλές στιγμές του δίσκου είναι φυσικά και το “Same Town, New Story”, με το αλλεπάλληλο μοτίβο στην κιθάρα να έρχεται και να κάθεται κάτω από την έξοχη ερμηνεία του Banks. Μια πανέμορφη μπαλάντα είναι το “My Blue Supreme”, κομμάτι που προσωπικά ξεχώρισα, όχι άδικα θέλω να πιστεύω, επίσης από τα πολύ καλά σημεία του “El Pintor”. Φυσικά, και δεν μπορεί όλα να είναι λάθος αλλά αυτό υποστηρίζουν οι Interpol, κι ίσως η μελωδία του “Everything Is Wrong” να αποτελεί αρκετά πειστικό επιχείρημα προς τούτο. “Breaker 1” λέγεται το επόμενο κομμάτι που κόβει στα δύο το album χωρίς ωστόσο να το τεμαχίζει ή να το διαιρεί, λειτουργώντας μάλλον διεκπεραιωτικά, χωρίς αυτό απαραίτητα να είναι αρνητικό. Το πρώτο single που παρουσιάστηκε από το “El Pintor”, το “Ancient Ways”, είναι το όγδοο κομμάτι του δίσκου, αρκετά ενδιαφέρον αλλά δεν τον χαρακτηρίζει σε καμία περίπτωση. Με το “Tidal Wave” οι Interpol φαίνεται να μας οδηγούν σιγά σιγά προς την έξοδο αλλά έλα που η συνέχεια του εξαιρετικού “Twice As Hard” μάλλον μας λέει να καθίσουμε λίγο ακόμα, άλλωστε δεν έχουμε κάπου αλλού να πάμε.
Η συνολική εικόνα πάντως του δίσκου, είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητική. Οι Interpol, με σοβαρότητα, επαγγελματισμό αλλά και ευαισθησία καλλιτεχνική, φαντασία και συνέπεια στον ήχο τους, έδωσαν αυτό που είχαν, χωρίς περιττούς πειραματισμούς και χωρίς να δείχνουν -το βασικότερο ίσως, ειδικά μετά την αποχώρηση του Carlos D- ότι κουράστηκαν ή ότι δε γουστάρουν πλέον αυτό που κάνουν. Ακόμα, αποφεύγουν κι έναν πολύ σημαντικό σκόπελο που άλλοι ομότεχνοί τους δεν κατόρθωσαν να τον παρακάμψουν: την αλλαγή ήχου, την αλλαγή δηλαδή του μουσικού τρόπου με τον οποίο έχουν εξ αρχής επιλέξει να εκφράζονται. Οι Editors για παράδειγμα, θα μπορούσαν να είναι ένα τέτοιο “κακό” παράδειγμα.
Και τελικά, τι μας απομένει από το “El Pintor”; Σίγουρα, δίπλα στο “Our Love To Admire”, μπορεί να φαντάζει φτωχό και σαφώς δεν είναι το “Turn On The Bright Lights”, ωραία. Και λοιπόν; Αναμφίβολα σε σχέση με το άνευρο “Interpol” του 2010, είναι ένας δίσκος πολύ όμορφος, έχει όλα τα στοιχεία που μας έκαναν να τους αγαπήσουμε και κατορθώνει να κρατάει το ενδιαφέρον της σχέσης μας μαζί τους, αρκετά ζωηρό. Το θεωρείτε λίγο σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς; Μάλλον όχι...
8/10
Βαγγέλης Κούμπουλης
Πέρασαν 5 χρόνια από το πιο αργό και πιο minimal στους ρυθμούς, ‘Noir Magnetique’ ενώ οι ζωντανές εμφανίσεις τους σταμάτησαν χωρίς προειδοποίηση. Αναμενόμενο? Ίσως. Θεμιτό? Όχι και τόσο. Θα περίμενε κανείς μεγαλειώδη live από πλευράς setlist από ένα συγκρότημα με ιστορία 35 χρόνων. Δυστυχώς τα πράγματα δε λειτουργούν έτσι…
Σηματοδοτώντας την αρχή τους το 1977 με την κυκλοφορία κασετών σε άκρως πειραματική διάθεση οι Die Form υπέγραφαν ένα αποτέλεσμα περισσότερο αφηγηματικό παρά μουσικό. Στοιχεία που ακούμε αργότερα στους Haus Arafna αλλά και σε συγκροτήματα όπως οι Bakterielle Infektion, είναι ήδη παρόντα στις πρώτες ομώνυμες κασέτες τους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι Die Form μας παρουσίασαν το μουσικό πρόσωπο που θα κυριαρχούσε ως ένα βαθμό τα επόμενα χρόνια, με το άλμπουμ ‘Some Experiences with Shock’. Κομμάτια όπως τα ‘Heart of the Monster’, ‘Masochist’, ‘Savage Logic’, ‘Hidden Cage’ και ‘Autolyse’ άφησαν πολύ δυνατό αποτύπωμα παρότι γράφτηκαν σε μια περίοδο που σε γενικές γραμμές ο ηλεκτρονικός πειραματισμός ήταν μια διευρυμένη τάση, τουλάχιστον στην εναλλακτική μουσική. Το κομμάτι ‘Red Action’ έδωσε μια επιπλέον και διαφορετική μορφή στην πειραματική διάθεση των Die Form που ως τότε παρέμενε μάλλον ακατέργαστη και χωρίς φωνητικά. Αργότερα το ‘Es Lebe der Tod’ με τα κομμάτια ‘Psychotrope’ και ‘Tote Kinder Aus Deutschland’ αλλά και το μεταγενέστερο ‘Little Boy’ ‘έβαψαν’ οριστικά και σχεδόν αμετάκλητα τη μουσική των Die Form με τα πιο σκοτεινά χρώματα ενώ αποκρυστάλλωσαν τα στοιχεία που τους έκαναν αναγνωρίσιμους από τότε και στο εξής. Ακόμα και τα πιο εμπορικά κομμάτια τους που πάντα ήταν ενταγμένα στις τάσεις της εκάστοτε δεκαετίας ( ‘Strangulation’, ‘Slow Love’, ‘Metaphase’) έφεραν την προσωπική σφραγίδα της μπάντας με τη δυνατότητά τους να συνδυάζουν πειραματισμό, μινιμαλισμό και μια επικίνδυνα δυσάρεστη, δυστοπική ατμόσφαιρα με τα φωνητικά, η οποία ήταν σχεδόν εθιστική και διαμόρφωσε το κοινό τους παραμένοντας έξω από τις εμπορικές τάσεις.
Το ‘Rayon X’ και τα σημεία αναφοράς του
Το EP ‘Schaulust’ έδωσε το δείγμα γραφής του άλμπουμ ‘Rayon X’ που ακολούθησε και μάλλον έπρεπε να σταματήσει εκεί η δημιουργικότητα των Die Form καθότι δεν πρόσφεραν τελικά κάτι παραπάνω.
Το ‘Rayon X’ αποδεικνύει την ύπαρξη δυο τάσεων τη μια εκ των οποίων εκφράζει ο Philippe με κομμάτια λίγο πιο αργά σε ρυθμούς και πιο μινιμαλιστικά σε χαρακτήρα, πανομοιότυπα όμως μεταξύ τους, στα οποία κυριαρχούν τα φωνητικά του (π.χ. ‘Bipolarity’, ‘Perpetual Motion( Perpetuum Mobile)’, ‘Amnesia(Amnesium)’, ‘ Neo Fiction’,) και την άλλη η Éliane με τα ‘In the Void of Hell’, ‘Iron Cross’, ‘Schaulust(Scopic Pulsion)’. Στο άλμπουμ εναλλάσσονται κομμάτια αυτών των δυο στυλ ενώ το παλιότερο σκοτεινό παρελθόν διαφαίνεται μόνο στο ‘Black Leather Gloves ’ στην εισαγωγή του ‘Iron Cross’ (για 45") και στο ‘Mon Amour 2’. Κατά τα άλλα, το ‘Rebirth/ReDeath (Ich Bin Tot)’ είναι ένα τυπικό ebm/industrial κομμάτι ο ρυθμός του οποίου είναι χιλιοακουσμένος και προσωπικά δε μου προκαλεί κανένα ενδιαφέρον. Το ‘Iron Cross’ έχει σχεδόν εκνευριστικό επαναλαμβανόμενο beat και κανένα ενδιαφέρον, το ‘Politik’ μοιάζει με το industrial remix του παλιότερου ‘Double Life’ και τo‘Mecanomania(c)’ μοιάζει με την pop εκδοχή του ‘Savage Logic’. Η ομοιότητα των beats των ‘Zoanthropia’, ‘Neo Fiction’ με τα beats future pop κομματιών είναι φανερή, παρότι τα φωνητικά της Éliane P. στα γαλλικά, επιδιώκουν να θολώσουν αυτή την ομοιότητα. Τo ‘In The Void of Hell’ παρότι η εισαγωγή ξεγελάει τελικά μοιάζει με το ‘Iron Cross’ ενώ έχει καταπληκτική ομοιότητα με τo παλιότερo ‘Double Life’ σα να είναι το remix του. Η γενική εντύπωση που αφήνει το άλμπουμ είναι αυτή ενός συνόλου από remixes του ίδιου κομματιού. Κουράζει επιπλέον το γεγονός ότι σε κανένα σημείο αυτού του άλμπουμ οι ρυθμοί δεν αλλάζουν χαρακτήρα ούτε χαμηλώνουν. Έτσι δυσκολεύεται κανείς να συγκρατήσει κάποιο κομμάτι όπως και την ουσία αυτής της δουλειάς. Η αλληλουχία των electro/industrial ήχων θα ήταν κατά τα άλλα εντελώς αδιάφορη αν δεν υπήρχαν τα οπερετικά φωνητικά της Éliane P. και η αντίθεσή τους με τη φωνή του Philippe. Αν αυτό το άλμπουμ δεν υπογραφόταν από τους Die Form, προσωπικά θα το είχα απορρίψει πολύ νωρίτερα.
Οι Die Form εγκαταλείπουν τον εαυτό τους…?
Οι Die Form, ένα συγκρότημα με 35 χρόνια ιστορίας στη μουσική και γι’αυτό έχει πολλά και πολύ ισχυρά σημεία αναφοράς. Έχοντας κυκλοφορήσει τόσο αυθύπαρκτα άλμπουμ με καταπληκτική σκοτεινή και δυστοπική ατμόσφαιρα όπως τα ‘Fetish’, ‘Poupée Mécanique’ ,‘ Suspiria de Profundis‘, ‘Ad Infinitum’, ‘InHuman’ και κομμάτια που ακόμα προκαλούν ρίγη πολλαπλής φύσης όπως τα ‘Masochist’, ‘Savage Logic’, ‘Hidden Cage’, ‘Todes Kinder’, ‘Silent Order’, ‘Deep Skin’, ‘Bite of God’, ‘Doctor X’, ‘Cantique’, δε μπορεί κανείς να θεωρήσει πως όλα ήταν απλά μέρη μιας φάσης της μπάντας. Το ‘Rayon X’ δε μου άρεσε γιατί βασίστηκε στο πιο ‘εμπορικό’ και ανέμπνευστο κομμάτι ενός μονοπατιού το οποίο έχει εξαντλήσει το ενδιαφέρον του εδώ και αρκετά χρόνια. Επιπλέον το άλμπουμ περιλαμβάνει κομμάτια που μοιάζουν υπερβολικά μεταξύ τους!
Διαπιστώνω πως τα παλιότερα ‘Savage Logic’ και ‘Masochist’ μάλλον ήταν οι κυρίαρχες πηγές έμπνευσης για το ‘Rayon X’, το αποτέλεσμα όμως είναι ποιοτικά υποδεέστερο. Το πειραματικό στοιχείο εκμηδενίζεται ενώ ως τάση φαίνεται να υποχωρεί στο συγκρότημα τελευταία και η μανία του συγκροτήματος με το φετιχισμό και το θάνατο (φανερή στα booklets αλλά και στους τίτλους των κομματιών) έχει ξεχαστεί.
Η έλλειψη έμπνευσης είναι εμφανής ακόμα και στο artwork του άλμπουμ το οποίο ακόμα και στην limited box εκδοχή του περιορίζεται σε μια απλούστατη συσκευασία που απέχει έτη φωτός από την αισθητική και ποιοτική αξία των άλμπουμ του παρελθόντος. Ενδεχομένως το φτηνό βαμμένο μαύρο ξύλινο κουτί που περιέχει μόνο το διπλό cd και τίποτ’ άλλο, να είναι κάποιου είδους υπενθύμιση μιας σκληρής και θλιβερής πραγματικότητας που περιμένει όλους μας στο μέλλον, παρ’ όλ’ αυτά, συγκριτικά με όσα έχουν κάνει οι Die Form στο παρελθόν είναι πολύ ‘λίγη’ αυτή η παρουσίαση. Το εξώφυλλο, αμέσως παραπέμπει σε μια πιο διακοσμημένη εκδοχή του εξωφύλλου του ‘Random Access Memories’ των Daft Punk, ομοιότητα ιδιαιτέρως παράδοξη αν λάβει κανείς υπ’ όψη του ότι τα άλμπουμ των Die Form σόκαραν αισθητικά σχεδόν πάντα ακόμα και τους πιστούς ακολούθους τους. Δε θα μπορούσαν με κανένα τρόπο τα κομμάτια του ‘Rayon X’ να βρίσκονται στο ‘Poupée Mécanique’ που έχει τόσο σκοτεινό εξώφυλλο.
Ακούγεται συχνά πλέον το επιχείρημα ότι τα παλιά συγκροτήματα ‘αναγκάζονται’ να κάνουν εκπτώσεις στο στυλ τους ή να γίνουν πιο εμπορικά όταν θέλουν να παραμείνουν στη δισκογραφία, προκειμένου να εξασφαλίσουν καλές πωλήσεις. Μοιάζει σχεδόν ηττοπαθής η επιθυμία απεύθυνσης στο έτοιμο εμπορικό νεανικό κοινό της electro industrial σκηνής το οποίο έχει συνηθίσει να χορεύει μια ‘εύπεπτη’ μουσική στα clubs. Προσωπικά ήδη έχω απορρίψει αυτό το άλμπουμ και περιμένω καρτερικά το επόμενό τους ακούγοντας όλη τη δουλειά τους μέχρι το 2004…
5/10
Νάντια Σαββοπούλου
Είναι εύλογη η απορία μόνο και μόνο από την είδηση ότι οι Echo & The Bunnymen κυκλοφορούν νέο άλμπουμ. Τι έχουν να μας πουν εν έτει 2014 οι εκφραστές μιας ολόκληρης γενιάς της δεκαετίας του ’80? Τι θα ωφελήσει ένα ακόμα άλμπουμ στην πλούσια δισκογραφία τους? Για πολλούς η ιστορία τους τελείωσε με τα πέντε πρώτα άλμπουμς που βγήκαν στα eighties και δικαίως. Τότε είναι που το συγκρότημα από το Λίβερπουλ κατάφερε με το προσωπικό του στυλ να καθιερωθεί. Ένα στυλ που δύσκολα μπορούσε να αντιγραφεί κάνοντας τους να ηχούν μοναδικοί. Η συνέχεια της πορείας τους μπορεί να μην ήταν ανάλογη, αλλά είχε τις καλές στιγμές της. Μερικοί συμπαθητικοί δίσκοι που κατάφεραν να κρατήσουν το όνομα τους στην επιφάνεια και αρκετές καλές συναυλίες που έδωσαν την ευκαιρία σε πολύ κόσμο να τους δει ζωντανά.
Εδώ λοιπόν στο "Meteorites" οι Ian McCulloch και Will Sergeant (τα μόνα εναπομείναντα original μέλη) μαζί με τoν παραγωγό Youth μας παρουσιάζουν δέκα νέες συνθέσεις. Δεν ξέρω πως τα καταφέρνει ο Youth αλλά αποδεικνύεται ένας πολύ ταλαντούχος παραγωγός. Έχει την ικανότητα να βγάζει τον καλύτερο εαυτό από τους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζεται. Το είδαμε και πρόσφατα με το "Lion" όπου επανέφερε τον Peter Murphy στο προσκήνιο με δυναμικό τρόπο. Στους Bunnymen βλέπουμε την συνεργασία αυτή να καρποφορεί και εδώ θετικά. Ο νέος δίσκος ηχεί με μια αξιοπρόσεχτη ζωντάνια και γενικά αποτελεί ένα όμορφο σύνολο συνθέσεων. Από το μεγαλοπρεπές και γεμάτο λυρισμό ομώνυμο κομμάτι που ανοίγει το δίσκο και τα παρόμοια σε ύφος "Burn It Down" και "New Horizons" βλέπουμε ότι το γκρουπ ξαναβρίσκει κάτι λίγο από την παλιά του αίγλη. Ενώ με τα "Holy Moses", "Is This A Breakdown? ", το σινγκλ "Lovers On The Run", "Explosions" και "Market Town" αποδεικνύουν με πόση ευκολία μπορούν και γράφουν κομμάτια με πιασάρικο ύφος. Εύπεπτα μεν, αλλά καθόλου σαχλά δε. Το τραγούδι που ξεχωρίζει κατά την γνώμη μου είναι το "Constantinople". Έχει έναν πηγαίο δυναμισμό και μάλιστα οι Bunnymen έχουν μεταφέρει με μαεστρία τον κατάλληλο μυστικισμό και την μαγεία που αποπνέει η Πόλη. Με τον Ian να ερμηνεύει με έναν μεθυστικό και υπνωτιστικό τρόπο και τον Will να κάνει αυτό που κάνει πάντα καλύτερα, να βγάζει εξωτικούς ήχους πάσης φύσης με την κιθάρα του. Δεν λείπουν βέβαια και οι αδύναμες στιγμές, που στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως είναι πολύ λίγες και θα εστίαζα περισσότερο στο άχρωμο "Grapes Upon The Vine".
Γενικά, ο Ian McCulloch τραγουδά με την χαρακτηριστική του φωνή χωρίς καμία σχεδόν παραλλαγή. Αρκετές φορές επιτρέπει να βγει η περσόνα του παλιού ρόκερ με τα ανάλογα σημάδια καταχρήσεων στα τραγούδια, αλλά χωρίς να χαλάει το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα. Μπορεί ο Ian να έχει αναπαυθεί στις δάφνες του και να κουβαλά πάντα τον απαιτούμενο ναρκισσισμό στο πλευρό του, όμως παρά τα όποια ψεγάδια της ωρίμανσης της φωνής του, παραμένει πάντα εκφραστικός. Από την άλλη ο Will Sergeant ντύνει τα κομμάτια με τον ποικιλόμορφο τρόπο του στις κιθάρες, γεμάτες με ψυχεδελικές πινελιές και ανατολίτικα ριφ.
Το Meteorites είναι ένας δίσκος που κατά την γνώμη μου έχει κάτι ανάμεσα στην λυρικότητα των πρώτων τους δουλειών αλλά και τον ηλεκτρισμό της εποχής των Eletrafixion. Μια επιστροφή στην ουσία του ήχου των παλιών καλών Bunnymen σε σύγκριση με το προηγούμενο τους άλμπουμ "The Fountain" που μπορεί να ήταν ηχητικά καλογυαλισμένο, αλλά μας άφησε αδιάφορους. Πιθανότατα αυτός ο δίσκος δεν θα αυξήσει τους οπαδούς τους. Δεν ξέρω καν αν θα τραβήξουν την προσοχή του ίδιου τους του fanbase. Το σίγουρο είναι ότι όποιος το ακούσει θα μείνει ικανοποιημένος μιας και η ακρόαση του είναι ευχάριστη. Αν και με τέτοια ιστορικά γκρουπ, που δεν πρέπει να έχουν το ακαταλόγιστο, η κριτική πρέπει να είναι αυστηρή, θα έλεγα ότι οι Echo & the Bunnymen του σήμερα στέκονται τουλάχιστον αξιοπρεπείς. Αν τη διαφορά αυτή τη φορά την έκανε η έμπνευση τους ή το μαγικό χεράκι του Youth λίγο μας απασχολεί. Το αποτέλεσμα έχει σημασία, και σε γενικές γραμμές το πρόσημο των κουνελάνθρωπων είναι φέτος θετικό.
Rating: 6,8 / 10
Νίκος Δρίβας
Το που τριγυρίζει ο Peter Murphy μετά τη δόξα των Bauhaus, ήταν πάντα μια πολύ ωραία μουσική συζήτηση, από αυτές που σαν να έχουν αρχίσει και εκλείπουν. Δε θα αρχίσω τις αναδρομές, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον από εκεί που έχεις τα πάντα στα πόδια σου, ξαφνικά να ψάχνεις να βρεις το χώρο που σου ανήκει όσο η μουσική τρέχει γύρω σου και σε προσπερνάει με τρελούς ρυθμούς. Η αλήθεια είναι ότι όλα έγιναν πολύ απότομα. Το post punk κατέβασε τους διακόπτες κανονικά εκεί κατά το 82-’83, και οι φίλοι του δεν είχαν παρά να ξεκινήσουν από τις σταθερές του για να βρουν τη φυσική συνέχειά του. Ο πνευματικός στροβιλισμός του Murphy πάνω σε pop rock ήχο δεν ήταν μέρος για να ψάξει κανείς. Ο καιρός περνούσε, οι νέοι φίλοι της μουσικής κερδίζονταν όλο και πιο δύσκολα ενώ οι παλιοί έριχναν ηδονικά το χαρτί της σύγκρισης με ο,τι τους είχε κάνει να ανατριχιάσουν στους αντικατοπτρισμούς του καθρέφτη, στο καυτό λευκό φως του προβολέα. Love Hysteria, Cascade, Deep,τα υπόλοιπα, κάποια πανέμορφα κομμάτια, η φωνή και η αξεπέραστη θεατρική της παράσταση, αρκετά αδιάφορα κομμάτια, ο ήχος που έκλεινε τα αυτιά του σε ο,τι γινόταν γύρω του την κάθε εποχή, σπάνια τολμούσε να κοιτάξει στα μάτια τη φωνή που τον συνόδευε. Συμβιβασμός, πειραματισμοί, αναβιώσεις, αποτυχίες. Φτάσαμε στο Lion; Μπορεί και να την απέφυγα την αναδρομή.
Υπάρχει η γνωστή φράση σε μουσικά άρθρα για δίσκους ότι «εδώ είναι ένα μέρος για να ξεκινήσει κανείς» εννοώντας τη δισκογραφική αναζήτηση στη μουσική ενός καλλιτέχνη. Ένα ασφαλές σίγουρο μέρος, που έχει και συνέχεια. 28 χρόνια μετά το άκαμπτο Should the world fail to fall apart, ο Murphy έφτιαξε το δικό του σίγουρο ασφαλές μέρος, απλά δεν έχει συνέχεια. Πρώτα απ’όλα, το ερώτημα γιατί του πήρε τόσα χρόνια, το αφήνω στην περιβόητη ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη μουσική του πορεία. Το γιατί το Lion του 2014 είναι το μέρος που θα αναζητήσει κανείς για πρώτη φορά τον σπουδαίο αυτό μουσικό, είναι απλό. Είναι η πιο συμπαγής, αυτόνομη, μουσικά δεμένη, ταιριαστή στη φωνητική του υπόσταση όπως αυτή είναι τώρα, κυκλοφορία του. Ένα σατανικό ηλεκτροσόκ που χωρίς να είναι κανείς σίγουρος για την αναγκαιότητά του, περιμένει να δει μετά τα αποτελέσματα της ενέργειάς του. Ο μυστικιστής γκροτέσκος τροβαδούρος του Alive Just for Love, κλείνει τα αυτιά του στην εναρκτήρια φασαρία του Hang Up.
Το άλλο ερώτημα είναι γιατί ολόκληρος Murphy χρειάζεται κάθε φορά έναν παραγωγό – υπεύθυνο τελικά για το πως θα ακούγεται ο κάθε δίσκος, με βάση τον οποίο τελικά καθορίζεται σε τόσο έντονο βαθμό το συνολικό αποτέλεσμα. Το Love Hysteria του Statham, το Lion του Glover. Ο τελευταίος καθόρισε τον αναρχικό ήχο των Killing Joke, ο McCulloch πάλι καλά που τον άφησε να βάλει το όνομά του στο τελευταίο Meteorites των Echo and the Bunnymen, και έστησε μια πολύ ουσιαστική συνεργασία με τον Peter Murphy. Ο μεταλλικός ήχος του Lion λοιπόν, οι θορυβώδεις κιθάρες και τα αυθεντικά ροκ ξεσπάσματα πολλών τραγουδιών του, δυστυχώς ή ευτυχώς είναι η πιο ουσιώδης κυκλοφορία του Myrphy. Ο ίδιος λέει ότι το άφησε όλο το θέμα πάνω στον παραγωγό ‘Youth’ Glover, ο οποίος τον έσπρωξε στον γκερεμό και εκείνος έπρεπε να πετάξει. Είτε πρόκειται για πραγματικά καλή δουλειά, είτε περιμέναμε τόσο καιρό που απλά πρέπει να βρούμε μια τέτοια στη δισκογραφία του, είτε απλά περνάμε στη φάση που θα ξανανακαλύψουμε τους Metallica.
Το Hang Up ξεκινάει και κάνει περισσότερο θόρυβο απ’ότι όλα τα κομμάτια της προσωπικής πορείας του Peter Murphy παιγμένα ταυτόχρονα. Ηλεκτρική παραμόρφωση, σκληρός ήχος, σκοτεινή glam αισθητική, και η φωνή να πιάνει ύψη και ένταση ασυνήθιστα για κάθε φαν του. Αν το Dust ήταν δίσκος χτισμένος γύρω από τη φωνή του, ένα προσεχτικό ευλαβές ντύσιμο γύρω από περισσότερες πτυχές της, το Lion είναι εκείνο που την σπρώχνει να πάει και αλλού, να ακολουθήσει το νεύρο και την ωμότητα των τραγουδιών του. Σοκαριστικό ξεκίνημα για δίσκο του Murphy, λυτρωτική η ισορροπία στο επόμενο I am my own name, και γρήγορα έρχεται στο μυαλό εκείνο το άσφαιρο Go Away White που αν είχε το θράσος του Lion ίσως να άλλαζε τη θέση του στην ιστορία των Bauhaus. Για όποιον θα ήθελε να μπει στη διαδικασία βέβαια. Εντυπωσιακό είναι όταν αχνοφαίνονται κάτω από τη φασαρία, μελωδίες που θα μπορούσαν να προέρχονται από παλιότερες δουλειές, καταδικασμένες στο να σηκώνουν όλο αυτό το θορυβώδες βάρος, όπως στο Low Tar Stars και το ατμοσφαιρικό I’m on your side. Η εγωπάθεια μιας τέτοιας φωνής ικανοποιείται στο Holy Clown και το Eliza, στους φοβερούς γνώριμους λαρυγγισμούς, στο ξεδιάντροπα goth ρεφραίν τους. Κάτι τέτοιες παρορμήσεις έλειπαν –πολύ- από το Ninth, την προηγούμενη δουλειά του Peter Murphy, και δεν μπόρεσε να φτάσει το φετινό άλμπουμ και ας ήταν στην ίδια κατεύθυνση. Ξεχωριστός ο ιμπρεσσιονιστικός ηλεκτρισμένος ρομαντισμός του Rose μέσα από την έντασή του, και μια από τις καλύτερες ερμηνείες του δίσκου.
Δεν πειράζει που δεν θα το λιώσεις στις ακροάσεις, που δεν θα σε σπρώξει να ακούσεις και άλλες παλιότερες δουλειές του. To Lion είναι μια σύμπραξη δύο μουσικών που οδήγησαν σε κάτι αυθεντικό και ενιαίο, σε κομμάτια που υποκλίνονται στη μοναδική φωνή του Murphy. Έχει πραγματική ένταση, πραγματική ζωή που εκδηλώνεται, μια καινούργια πρόκληση που όμως αφήνει κρυμμένα τα μυστικά της όπως παλιά.
Rating : 8 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Όταν κάτι δεν είναι κατανοητό σε πρώτο επίπεδο, συνήθως κάποιο άλλο ερέθισμα δίνει την απάντηση. Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, χρειάστηκε να επισκεφτώ την έκθεση του J.P Gaultier για να καταλάβω πραγματικά τις προθέσεις του Pineal, ή μάλλον για να δω υλοποιημένες τις ίδιες προθέσεις σε κάτι άλλο ώστε να τις καταλάβω επί της ουσίας.
Ο J.P Gaultier οργανώνει επιδείξεις ρούχων, οι οποίες είναι δρώμενα μοναδικά σε αισθητική και ατμόσφαιρα. Κάθε τέτοια επίδειξη έχει ένα τίτλο ο οποίος ανταποκρίνεται στο θέμα που έχει επιλέξει για το σχέδιο, τα υλικά και τα χρώματα των ρούχων που παρουσιάζονται. Το εντυπωσιακό στοιχείο είναι πως είτε πρόκειται για θέματα που αφορούν την αφρικάνικη ζούγκλα, είτε τη Frida Kahlo, η παρουσίασής τους στα πλαίσια μιας παράστασης/επίδειξης, γίνεται με τρόπο αφαιρετικό χωρίς να μιμείται τα σημεία αναφοράς των θεμάτων. Εφ’ όσον ο στόχος είναι να γίνεται κατανοητό το θέμα στο ευρύ κοινό ο σχεδιαστής κάνει μια προσεκτική επιλογή των βασικών στοιχείων που καθορίζουν το θέμα και μόνο αυτά τονίζονται στα ρούχα.
Το σχέδιο του μουσικού ‘ρούχου’ Pineal
Το Pineal έχει δυο προθέσεις, όπως ο ίδιος ο Othon έχει επανειλημμένα δηλώσει στο website του. Η βασική ιδέα είναι να ακυρώσει τις στιλιστικές επιταγές και τα εμπόδια που θέτει η προσκόλληση στο εκάστοτε στυλ μουσικής ώστε να δημιουργηθεί ένα υβριδικό είδος, πιστός στη λέξη PAN (ΠΑΝ) με την οποία χαρακτηρίζει τη μουσική του. Εκούσια συνδυάζονται στα κομμάτια, στοιχεία από τη μουσική παράδοση των ιθαγενών με στοιχεία από διάφορες μουσικές παραδόσεις της Δύσης. Η δεύτερη πρόθεση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη καθότι αφορά στη μουσική και αισθητική αναπαράσταση μιας εγκεφαλικής και σωματικής εμπειρίας που είχε ο Othon στη Βραζιλία, συμμετέχοντας σ’ ένα τελετουργικό που είχε βάση το παραισθησιογόνο φυτό Ayahuasca που αποτελεί βασικό συστατικό ιαματικών τελετουργιών σε φυλές που βρίσκονται στην περιοχή του Αμαζονίου. Όπως ο ίδιος έχει αναλύσει εκτενώς, η ανάγκη και η σημασία αυτής της πρόθεσης προκύπτει κυρίως από προσωπικούς λόγους αλλά και από τη συνειδητοποίηση πως ο δυτικός τρόπος ζωής αλλά και οι ιαματικές δυνατότητες του ανθρώπου της Δύσης, θα βελτιώνονταν αν απελευθερωνόταν η χρήση παραισθησιογόνων ουσιών για ιατρικούς λόγους και αν οι άνθρωποι υιοθετούσαν κάτι από την απλότητα και τη ‘σοφία’ που διατηρούν στην καθημερινότητά τους λαοί που ζουν μακριά από τα πρότυπα του σύγχρονου τεχνολογικού και καταναλωτικού κόσμου.
Είναι ομολογουμένως εξαιρετικά δύσκολο ν’ αποτυπωθεί στην τέχνη μια ψυχολογική κατάσταση με τρόπο ώστε να γίνεται αναμφισβήτητα και άμεσα κατανοητή από το εκάστοτε κοινό. Το άλμπουμ χωρίζεται σαφώς σε δύο μέρη που έχουν μουσική διαφορετικών ρυθμών, στυλ και μουσικών οργάνων.
To ‘Pineal’ ως ρούχο
Άκουσα το Pineal και ζωντανά στο Λονδίνο σ’ ένα live που συμμετείχαν πάνω από 10 μουσικοί. Η αρχική εντύπωση που είχα ακούγοντας το cd ενισχύθηκε στο live. Το ‘Pineal Kiss’ κάνει την εισαγωγή προσπαθώντας να προετοιμάσει την ατμόσφαιρα για όσα κομμάτια ακολουθούν. Έχει τη δομή κομματιού κλασσικής μουσικής και όπερας ενώ η φωνή του Ernesto Tomasini σε συνδυασμό με την κλασσική χορωδία ανοίγει φαντασμαγορικά την αυλαία. Στο 4.02’ η αλλαγή στο ύφος και τους ρυθμούς θα σας παραπέμψουν στους Qntal εκεί που δεν το περιμένετε. Το ‘Pineal’, σε αντιδιαστολή, με το ‘Digital Angel’ αλλά και με το ‘Impermanence’, είναι λιγότερο μελωδικό, πιο χορευτικό, πιο ηλεκτρονικό ενώ έχει ελάχιστα κομμάτια στα οποία ακούγεται το πιάνο όπως στο ‘Your Quantum Future’ το οποίο ερμηνεύει ο Bird Radio, ένας εφευρετικός μουσικός με πολύ πάθος στις ερμηνείες. Στο δεύτερο μισό του άλμπουμ, κυριαρχούν τα κρουστά, οι maracas, τα leaf rattles (κουδουνίστρες από φύλλα δέντρων) κ.α. Τύμπανα υπάρχουν και στο πρώτο μέρος του (ως το ‘Japan Suite’) που αποτελείται από κομμάτια που έχουν σαφείς αναφορές στη dark electro μουσική σκηνή της Γερμανίας με εξαίρεση το ‘City Shaman’. Για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ πως αυτό είναι ένα από τα δυο κομμάτια που επιτυγχάνουν, όπως και ο Gaultier, την ώσμωση στοιχείων από τις μουσικές παραδόσεις διαφορετικών πολιτισμών (το βιολί από τον John Garner αντιπαραβάλλεται με τελετουργικά τύμπανα με ενδιαφέροντα τρόπο). Το κομμάτι αυτό με έκανε να φανταστώ πώς θα ήταν και τί χαρακτηριστικά θα είχε, ένας αστικός Σαμάνος …
Οι συνδέσεις ενός μουσικού μωσαϊκού ή αλλιώς οι ραφές του ρούχου ‘Pineal’
Οι συνδέσεις ανάμεσα στα κομμάτια του άλμπουμ επιδιώκουν περαιτέρω το συνδυασμό στοιχείων από διαφορετικούς πολιτισμούς. Αυτό είναι πιο σαφές στις μεταβάσεις ανάμεσα στα ‘City Shaman’, ‘Dawn is Yet to Come’ και ‘Japan Suite’. Στο ‘Dawn Is Yet to Come’ που εξελίσσει το μοτίβο του ‘Pineal Kiss’, συμμετέχουν πολλά όργανα, μεταξύ των οποίων διάφορα καμπανάκια, τρομπέτα, διάφορα samples στο synth, κρουστά αλλά και χορωδιακά δευτερεύοντα φωνητικά. Στο προσκήνιο, η εκπληκτική φωνή του Ernesto Tomasini που μεταμορφώνει το κομμάτι δίνοντάς του θεατρικότητα και μελαγχολία. O ρυθμός και τα χορωδιακά φωνητικά στο background φέρνουν στο μυαλό το ‘Omnis Mundi Creatura’ των Helium Vola.
Με το ‘Japan Suite’ το άλμπουμ αλλάζει χαρακτήρα και σημεία αναφοράς όσον αφορά στη μουσική κουλτούρα που το εμπνέει καθότι τα 5 κομμάτια που ακολουθούν βασίζονται στη δομή, το ύφος, τους ρυθμούς και τη γλώσσα των τραγουδιών Ikaros που αποτελούν στοιχείο των ιαματικών τελετουργιών των Σαμάνων σε περιοχές του Αμαζονίου. Παρ’όλ’ αυτά, το ‘Japan Suite’ είναι ένα κομμάτι που αφορά στην τραγωδία της Φουκουσίμα και τους κινδύνους που ενέχει η πυρηνική ενέργεια. Ο ήχος αποκτά μια διαφορετική μεταλλική αίσθηση ενώ τα πνευστά σε συνδυασμό με το βιολί παραπέμπουν σε φιλοσοφίες χαρακτηριστικές των πληθυσμών της Ανατολής που μικρή σχέση έχουν σε δυναμική και ενέργεια, μ’ αυτές που κυριαρχούν στην περουβιανή ζούγκλα και τις φυλές της Αφρικής. Η ίδια ραγδαία αλλαγή στο στυλ και την αισθητική συνέβη και στο live με την αλλαγή κοστουμιών σχεδόν όλων των μουσικών και την εμφάνιση μια γυναικείας χορωδίας με παραδοσιακές στολές και αισθητική χαρακτηριστική των φυσικών τοπίων και της κουλτούρας στην ευρύτερη περιοχή της Βραζιλίας και της Αφρικής. Κατά έναν ανεξήγητο τρόπο ο βασικός ρυθμός του κομματιού ‘Puca Puca’, μου έφερε στο μυαλό τόσο το ‘In A Manner of Speaking’ των Tuxedomoon αλλά και την ατμόσφαιρα κομματιών chill out και lounge. Το κομμάτι στο άλμπουμ ερμηνεύει το ζευγάρι σαμάνων (Javier Arevalo Shahuano, Jessica Ramirez Seopa) που ‘συνόδεψε’ τον Othon στην περιήγησή του στον κόσμο της Ayahuasca. Από την πρώτη λέξη θα μεταφερθείτε σε μια άλλη περιοχή του κόσμου καθότι η γλώσσα στην οποία ερμηνεύεται το κομμάτι είναι άγνωστη και το στυλ της ερμηνείας παραπέμπει σε περιβάλλοντα φυλών. Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή, ακολουθεί το ‘Fly’ που παραπέμπει στα πρώτα κομμάτια των Death In June και Current 93. Η Rita Belo που ερμηνεύει το κομμάτι στο άλμπουμ, είναι μια παρουσία με πολύ θετική αύρα που αφήνει την αίσθηση ενός πλάσματος πολύ ‘προσβάσιμου’. Αυτές τις επιπλέον ποιότητες επικοινώνησε και κατά τη διάρκεια του live και προσωπικά μου άφησε την πιο θετική εντύπωση από όλες τις γυναικείες παρουσίες και φωνές που συμμετέχουν στο Pineal. Εξαιρετική είναι η σύνδεση με το επόμενο κομμάτι που, όπως και το ‘City Shaman’, θεωρώ πως επιτυγχάνει πολύ καλά την ανάμειξη των διαφορετικών μουσικών παραδόσεων. Στο live, η παρουσία ενός πλάσματος με την αισθητική των Zulu και αντίστοιχη κίνηση, συμπλήρωνε τη μουσική. Ο Othon επεξεργάζεται το αυθεντικό κομμάτι Pasha Dume (έχοντας πάρει την άδεια από τους αρχηγούς της φυλής των Kaxinawá) και προσφέρει μια πιο δυναμική εκδοχή του κομματιού με στοιχεία techno, ambient και psych trance που μεταλλάσσονται στην πιο dark εκδοχή τους, μετά από 4’. Aν είστε σε καλή διάθεση και λίγο ‘ανοιχτοί’ σε επιδράσεις θα σας μεταφέρει αμέσως σε πολύ ενδιαφέροντα σημεία…Απολαύστε το!
Αφού ξεκολλήσετε από το Pasha Dume η περιήγηση στις μουσικές, θρησκευτικές και πνευματιστικές παραδόσεις των ιθαγενών της Βραζιλίας, συνεχίζονται με οδηγό τη φωνή του Marc Almond. To ‘Cobra Coral’ είναι ένα κομμάτι που συνδέεται με τη θρησκεία Umbanda η οποία εικάζεται πως ξεκίνησε από το Rio de Janeiro ενώ συνδυάζει στοιχεία από την αφρικάνικη θρησκεία με στοιχεία του Καθολικισμού και τις λαϊκές παραδόσεις των ιθαγενών. Ο Othon επεξεργάζεται το αυθεντικό κομμάτι και ο Marc Almond (όπως κάνει σε όλα τα κομμάτια που ερμηνεύει) το μεταμορφώνει παραπάνω σχεδόν αφαιρώντας το τελετουργικό του μέρος και μετατρέποντάς το σε ένα χορευτικό σχεδόν γιορταστικό κομμάτι. Η διάλεκτος είναι άγνωστη και η ερμηνεία είναι τόσο παθιασμένη που τελικά παραμερίζεται το ακατανόητο των στίχων αφού κανείς παρασύρεται από την ατμόσφαιρα. Η παρουσία του στο live μ’ έκανε να σκεφτώ πως ο Marc Almond είναι όντως ένας μουσικός χαμαιλέοντας ενώ παράλληλα έχει την ικανότητα να δίνει σε στίχους και μουσική, διαστάσεις που και ο δημιουργός τους ίσως να μην έχει φανταστεί. Το τελευταίο κομμάτι ‘Tayti’ που επίσης ερμηνεύεται από το ζευγάρι των Σαμάνων Javier Arevalo Shahuano, Jessica Ramirez Seopa και την Meg Ella Brookes, αποφορτίζει την ατμόσφαιρα τελειώνοντας με τον ήχο των κυμάτων και προσωπικά με άφησε με πολλά ερωτηματικά και αντικρουόμενα συναισθήματα.
Το συμπέρασμα
Το ‘Pineal’ έγινε χρηματοδοτήθηκε από το κοινό μέσω της πλατφόρμας indiegogo ενώ ποσοστό των εσόδων του θα διατεθεί τόσο στη φυλή Kaxinawá όσο και στον οργανισμό Berkeley Foundation που διενεργεί έρευνα πάνω στη χρήση παραισθησιογόνων φυτών για ιατρική χρήση. Δεν είναι ένα άλμπουμ που γίνεται κατανοητό εξαρχής και χωρίς να προκαλέσει κανείς τα στεγανά του, παρ’ όλα αυτά δεν είναι ελιτίστικο. Στο επίπεδο της μουσικής, το πάντρεμα της dark electro με παραδοσιακά τραγούδια ιθαγενών που ζουν σε περιοχές με ήθη και έθιμα παντελώς άγνωστα στο ευρύ κοινό, παραμένει ένα τόλμημα. Αντίστοιχο τόλμημα είναι και η αναπαραγωγή ή μεταφορά της ατμόσφαιρας τελετουργιών που συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον φυλής. Το τελικό αποτέλεσμα μεταφέρει αυτούσια ορισμένα παραδοσιακά τραγούδια, εναλλάσσοντάς τα με electro και techno στοιχεία. Ο μέσος ακροατής δύσκολα αντιλαμβάνεται την πρόθεση του μουσικού στην περίπτωση αυτή ιδίως όταν στη live παρουσίαση αυτό συνδυάζεται με παραδοσιακές φορεσιές λαών που λίγοι γνωρίζουν.
Rating: 6,8 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Τους είδαμε για πρώτη φορά το 2011 στην σκηνή του After Dark, μας κέντρισαν το ενδιαφέρον όταν έπαιξαν support στους Dirty Beaches –όπου και οριακά απέσπασαν πιο ενθουσιώδη σχόλια από τους headliners, και έκτοτε δόθηκε η ευκαιρία να πειραματιστούμε αμφότερα με τον καινούριο ήχο και να αλληλεπιδράσουμε στα live των Disappears, Moon Duo και Black Angels. Την ίδια χρονιά με την πρώτη τους live εμφάνιση, κυκλοφορεί και το πρώτο δείγμα δουλειάς τους –ακόμη εκτός studio, με την μορφή κασέτας αλλά και με το γνωστό πλέον digital EP, Fake Friends στο soundcloud.
Ο λόγος για τους A Victim of Society, όπου και ξεκίνησαν σαν one man band αλλά αρχικά για τις ανάγκες των live, και έκτοτε με διαφορετικό προσανατολισμό ως προς τις παραγωγές τους κατέληξαν δύο, κυκλοφόρησαν μετά από τρία χρόνια απουσίας το πρώτο τους LP, εν ονόματι “Distractions” από την Inner Ear. Ηχογραφημένο στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, υπό την επιμέλεια του Νίκου Τριανταφύλλου, στο στούντιο Sonic Playground και με mastering από τον Jamal Ruhe στο West West Side Music Studio στη Νέα Υόρκη.
Το ντουέτο από την Αθήνα (aka Βαγγέλης Μακρής & Φώτης Ντούσκας), παλιοί γνώριμοι από την μπάντα Daylight Robbery, δεν θέλουν να τους ρωτάνε αν θα προστεθεί και drummer στους AVOS, και ξεκίνησαν σαν άλλη μία lo-fi μπάντα καθώς η πρώτη ηχογράφηση έγινε σε σπίτι και για μικρόφωνο χρησιμοποίησαν ένα τροποποιημένο τηλέφωνο. Όταν άκουσαν τα distorted vocals αποφάσισαν πως αυτό ήταν με το οποίο ήθελαν να συνοδέψουν τις φασαριόζικες μελωδίες τους.
Το «Distractions» όμως εκτός από ένα άλμπουμ αφετηρίας είναι και ο λόγος που μπήκαν για πρώτη φορά στο studio, μία διαδικασία που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο για το ηχητικό τους αποτέλεσμα. Δεν άλλαξαν μουσική πορεία, ούτε και τις βασικές τους κατευθυντήριες, όμως στουντιακά εξερεύνησαν τις δυνατότητες τους, αυτήν την φορά από άλλο πρίσμα. Απόδειξη των παραπάνω το «Jane’s insane», τέταρτο και πλέον ώριμο κομμάτι του δίσκου με πηγαία dark διαθέσεις και άψογο «χτίσιμο».
Το album ξεκινά με το «Unfair», τον υπόκωφο βόμβο του και το επαναλαμβανόμενο, σχεδόν κλειστοφοβικό μοτίβο. Μία δίνη που καθιστά σαφές το ύφος και τις προθέσεις της μπάντας. Επιρροές από Spacemen 3 και Suicide (funny thing is πως τους τελευταίους τους άκουσαν αφού είχε γίνει το release ισχυρίζονται) μας οδηγούν στο Enough Said με συγκρατημένες και to the point αυτή την φορά τις άλλοτε fuzzy κιθάρες, και με τα αλλοιωμένα φωνητικά σε πρωταρχικό ρόλο. Είναι ουσιαστικά η πρώτη νύξη για την post-urban κουλτούρα που φέρει το «Distractions», κάτι μεταξύ post-punk, ψυχεδέλειας και soundtrack για αιματηρές σκηνές. Ακριβώς σε αυτό το σημείο, έρχεται το «Once Again» να ανεβάσει ρυθμούς, με rhythm sections σαφώς πιο πολυδιάστατα και όρεξη για λίγο περισσότερο groove.
Μετά το κινηματογραφικό creepy trip του «Jane’s Insane» και τις ατμοσφαιρικές, στιβαρές λούπες, σε ίδιο μοτίβο ακολουθεί και το «Certain Sense» πλην με πιο προηγμένα φωνητικά και λίγο πιο γρήγορο ρυθμό. Αν όμως κάπου στον δίσκο ακούμε garage είναι σίγουρα στο «Torley Health», με θορυβώδη μελωδία, άγχος, ένταση, όλα μαζί σε έναν experimental, δυνατό ήχο. Εκρηκτικό και θυμωμένο θα ακολουθήσει το «Sweet Girl», με ψυχωτικό κιθαριστικό ήχο και προφανή επιθετικότητα, μόνο και μόνο μάλλον ώστε η αρχή του τελευταίου κομματιού «Choices» να αποφορτίσει την ένταση, να δώσει το χρόνο για δύο ανάσες, και να οδηγήσει πανηγυρικά στην κορύφωση. Βαβούρα, punk, ψυχεδέλεια, ένα κάποιου είδους συγκρατημένο χάος και rock ‘n’ roll, όπως θα ΄πρεπε να είναι κάθε ξέσπασμα πρώτου ολοκληρώμενου album, καινούριου πλην πολλά υποσχόμενου συγκροτήματος.
Συνολικά, οι A Victim of Society με την δουλειά εντός στούντιο, διατήρησαν μεν ίδιο ήχο, απομακρύνθηκαν όμως από τα ακραία lo-fi φωνητικά και δημιουργώντας έναν πιο καθαρό ήχο, που παραμένει όμως αλλοιωμένος και σχετικά ζοφερός, με το «Distractions» και παρουσία που γέμιζε την σκηνή στα live τους, έχουν σίγουρα πετύχει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και ιδιάζoν πρώτο βήμα.
Μαργαρίτα Χωματιανού
Οι Insomnia ήταν ένα dark wave Αθηναϊκό σχήμα που έδρασε από τo 1988 μέχρι τo 1993 και ο μοναδικός τους δίσκος ''Days Of Alcyone'', έμεινε σε χειμερία νάρκη πολλά χρόνια μέχρι την τελική του κυκλοφορία το 2013 από την Geheimnis Records, μια εταιρεία που ειδικεύεται σε επανακυκλοφορίες αλλά και ειδικές κυκλοφορίες μικρών αλλά ισχυρών καλλιτεχνών του χώρου που το πέρασμα του χρόνου ενδυνάμωνε την ανάγκη για επιβίωση.
Το γιατί κυκλοφόρησε ο δίσκος τώρα και όχι σε πολυεθνική το 1992 που ήταν προγραμματισμένο είναι μια πικρή ιστορία που δικαίωσε όμως το σχήμα και τη φήμη του. Πιθανόν αν έβγαινε τότε να μην είχε τύχη, γιατί όπως ξέρετε εν μέσω ετοιμοθάνατου grunge, ανατολής της νέας brit pop σκηνής και μιας ηλεκτρονικής σκηνής που άρχισε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον, κανένας δεν θα είχε διάθεση για σκοτεινό ρομαντισμό και νεοκυματικές εξάρσεις. Λίγοι ήταν αυτοί που ασχολούνταν με το θέμα εκείνες τις μέρες.
Όμως η αύρα του δίσκου, ο ήχος, η συναισθηματική του φόρτιση, η εξαιρετική για τα δεδομένα της εποχής παραγωγή, παρέμειναν και διατηρήθηκαν αναλλοίωτα όπως αποδείχτηκε.
Όπως και με τους άγνωστους στο πλατύ κοινό δίσκους ψυχεδελικού ροκ που επανακυκλοφορούσαν σε καταιγιστικούς ρυθμούς τη δεκαετία του '80, η άνοδος του σκοτεινού ήχου στις αρχές των '00'ς και ειδικά η αναζωπύρωση του new wave στην Αμερική στις μέρες μας, προκάλεσε μια εκ νέου αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για παλιά νεοκυματικά άλμπουμ που είτε κυκλοφόρησαν σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων είτε έμειναν στο ράφι. Στις μέρες μας πια τίποτε δεν μένει κρυφό και όπως πλέον ξέρουμε η μουσική ανακυκλώνεται συνέχεια όπως το κάθε τι.
Το ''Days Of Alcyone'' περιέχει μέσα σε δέκα τραγούδια,όλη τη μουσική που επηρέασε τα πέντε μέλη του σχήματος και την τρέχουσα συναισθηματική τους ταυτότητα. Θα μπορούσε να ανήκει και σε ευρύτερη ομάδα Κεντροευρωπαϊκών σχημάτων εκείνης της εποχής -όπως αυτά της Lively Art (Rise & Fall of a Decade, Little Nemo, Asylum Party, κλπ)- που πάσχιζαν, μάταια, να κρατήσουν ζωντανή τη νεοκυματική αύρα των '80'ς στη νέα δεκαετία τότε των '90'ς.
Πέρασαν σχεδόν 22 χρόνια από τότε που αυτός ο δίσκος μου ήρθε το Φθινόπωρο του '92 σε μορφή κασέτας στον ραδιοφωνικό σταθμό για την "Πτήση πανω απ'το Λαβύρινθο'' του Rock FM. Θυμάμαι ότι μου έκανε εντύπωση η καθαρή παραγωγή και η ακόμα πιο ξεκάθαρη και αποκρυσταλλωμένη άποψη του σχήματος. Το καλύτερο όμως έρχεται όταν ξανακούω για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια το άλμπουμ. Καταλαβαίνει κανείς ότι έρχεται από εκείνες τις μέρες αλλά αν δεν ξέρει τίποτε μπορεί και να το δεχτεί σαν μια εξαιρετική αναπαλαίωση.
Οι σημειώσεις στο εσώφυλλο λύνουν την οποιαδήποτε απορία. Οι μουσικές αναφορές των INSOMNIA είναι ξεκάθαρες. Όμως αν τότε έψαχνε να βρει ο ακροατής, ποιόν αντέγραψαν και ποια στοιχεία, σήμερα απλά απολαμβάνει λεπτές ενορχηστρωτικές λεπτομέρειες που δεν πρόσεχε παλιά, ποιοτικούς στίχους, κλασσικές dark /new/post wave συγχορδίες και όμορφες, νοσταλγικές μελωδίες. Kάποιοι ηχητικοί πλατειασμοί ακούγονται πολύ ευχάριστα και δεν αλλοιώνουν την τελική εντύπωση νοσταλγίας και υγρής Φθινοπωρινής αίσθησης που μας υποβάλλει ο δίσκος των INSOMNIA. Μπορεί ο τίτλος να παραπέμπει στις φωτεινές μέρες των Αλκυονίδων ημερών αλλά ο ήχος πηγαίνει κάπου αλλού.
Είναι το μελαγχολικό, χαρακτηριστικό μπάσο, οι ανήσυχες μελωδίες που παραπέμπουν κυρίως σε Mecano, αλλά βγάζουν γνήσιο συναίσθημα και όχι απλό στυλ, τα μετά τη βροχή πλήκτρα που χρωματίζουν αλλά και δίνουν βαρύτητα σε όλα τα κομμάτια του άλμπουμ και κυρίως οι κιθάρες που σε δύο περιπτώσεις (''Medieval Portrait'' και ''Haunted Dance'') ανεβάζουν τόσο πολύ τη δυναμική των συνθέσεων και τις προχωρούν σε ψυχεδελικά τοπία, που σχεδόν τις ''κλειδώνουν'' στην αιωνιότητα. Είναι δύο συνθέσεις που ξεχωρίζω πλέον καλά. Τότε δεν τις αξιολόγησα όσο θα έπρεπε (όπως και μερικά ακόμα από τα τραγούδια του δίσκου) αλλά σήμερα ακούγονται ολοκληρωμένες και ισχυρές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι υπόλοιπες υστερούν σε κάτι.
Ο χρόνος είναι ένας βασικός παράγοντας για τη μουσική. Και αν ακούσει κανείς ακόμα προσεκτικότερα το ''Days OF Alcyone'' σήμερα, καταλαβαίνει ότι τα παιδιά ζούσαν το όνειρο τους τότε αλλά ταυτόχρονα ένιωθαν και την ανάγκη να εκφράσουν τις αγωνίες τους και τα συναισθήματα τους και αυτό που δημιούργησαν ζει και θα ζει στο χρόνο γιατί είναι κάτι που είναι γνήσιο. Δεν λειτουργεί όμως μόνο σαν ένα ντοκουμέντο γνήσιας δημιουργίας σε μια επιφυλακτική έως και αρνητική μουσική εποχή για τα Ελληνικά σχήματα που δεν είχαν ελληνικό στίχο ή δεν έμοιαζαν σαν τις ΤΡΥΠΕΣ ή δεν είχαν γκάζι στις κιθάρες. Λειτουργεί και ως ένα ποιητικό έργο μετ εφηβικής αναζήτησης και συναισθημάτων που ειδικά στους οπαδούς του βαθύ μπλε ή σκοτεινού ήχου, των υγρών τοπίων, του υπαρξισμού αλλά και των μινόρε μπορεί να επικοινωνήσει και να προσφέρει μερικά λεπτά «προστασίας» από την αισχρότητα των ημερών και κάθε ημερών όλων των εποχών. Χωρίς να πρωτοτυπεί (ποιος νοιάζεται), χωρίς να κάνει θόρυβο (hipsters-free), νικά το χρόνο και έστω σε 324 αντίτυπα (δυστυχώς ήδη εξαντλημένα) για τους απανταχού βινυλιοφετιχιστές, αλλά πλέον και σε ψηφιακή (πεντακάθαρη) μορφή είναι πλέον εκεί έτοιμος για τον καθένα που θα τον αναζητήσει.
Και είναι κάτι εξαιρετικά ελπιδοφόρο να βρίσκει θετική ανταπόκριση σε μια καινούρια γενιά μουσικόφιλων, νέων παιδιών που έχουν μουσικό κριτήριο πάνω από το φυσιολογικό σε σύγκριση με παλιότερες γενεές ακροατών και αξιολογούν καλύτερα κυκλοφορίες που στην εποχή τους απλά τις προσπερνούσαν σαν κάτι παράξενο, σαν κάτι που δεν ταιριάζει, σαν κάτι παρωχημένο. Έχει ο καιρός γυρίσματα λοιπόν, μόνο που απευχόμαστε να κάνει κύκλους τόσο μεγάλης χρονικής διάρκειας.....
Χρήστος Μίχος
Όπως όλες σχεδόν οι μπάντες, έτσι και οι Her Name is Calla, ήθελαν και θέλουν το χρόνο τους μαζί μας. Τώρα που κυκλοφόρησαν το τρίτο κατά σειρά άλμπουμ τους ‘Navigator' όνομα και πράγμα, γίνεται λίγο πιο σαφές το τί έχουν να πουν μουσικά και κυρίως πώς θέλουν να το εκφράσουν.
Το άλμπουμ αυτό ερμηνευτικά δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την αγγλική ψυχρότητα και ψυχολογική αδιαφορία και τα πάντα με τη ζεστασιά της αμερικάνικης ακουστικής folk και rock. Φυσικά μιας και μουσική που έχει μόνο ένα σημείο αναφοράς στιλιστικά, δεν είναι ενδιαφέρουσα για κανέναν σήμερα, η μπάντα έχει ήδη κάνει βήματα και στο πεδίο του μελωδικού πειραματισμού και τα συνεχίζει. Με πολύ πιο πληθωρική μουσική σε σχέση με τα δυο προηγούμενα άλμπουμ, από όργανα με διαφορετικό ήχο (theremin, bass guitar, βιολί, synth, τσέλο, banjo, μαντολίνο, πιάνο) και πολύ καλή ενορχήστρωση, επιτέλους το συγκρότημα γράφει μουσική με χαρακτήρα.
Ένα άλμπουμ με δυο μέρη. Το πρώτο:
Ξεκινώντας με το ‘I was on the back of a nightingale', ένα κομμάτι που κάθε φορά μου φέρνει στο μυαλό μια περίεργη μίξη του ‘In the Dutch Mountains' των Nits με το ‘Karma Police' των Radiohead, η φωνή του Tom Morris μοιάζει να βρίσκει τον ερμηνευτικό προορισμό της. Το άλμπουμ συνεχίζει με ενδιαφέρουσες και συγκινητικές μελωδίες χωρίς να αφήνει το πειραματικό στοιχείο ανεξέλικτο σε σχέση τα προηγούμενα άλμπουμ (βλ. ‘It's Called Daisy', ‘Navigator').
Back out on the road when we were young,
We thought buildings would be named after us.
Το ‘Navigator' σε διάφορες στιγμές (βλ. ‘The Roots Run Deep', ‘Ragman Roll') φέρνει μπροστά μας τον Thom Yorke, τη μουσική των Archive αλλά και των Anathema παραμένοντας όμως αυθεντικό και όχι ρεπλίκα τους. Το ‘Ragman Roll' είναι ένα παράπονο τραγουδισμένο με τη συναισθηματική σοφία που έρχεται όταν κανείς βρει τον τρόπο να εκφράσει την πολυπλοκότητά του. Το ίδιο και η μουσική του, έχει τις εντάσεις των ξεσπασμάτων μιας διαρκούς λύπης για άδικα πράγματα, περιλαμβάνει επίσης τη λύπη που αφορά σε αναγκαίες και ίσως στενόχωρες αποφάσεις... Είτε διαβάσετε τους στίχους είτε όχι, ο στόχος του κομματιού είναι, για 5' να κάνετε μια κάποια μικρή αυτοκριτική ιδίως και μόνο, εφόσον το κομμάτι αγγίζει κάποια χορδή σας. Το πιάνο αυξάνει τους παλμούς παίζοντας σ' ένα ρυθμό ανυπόμονο που αλλάζει τονικότητες και τα έγχορδα απλά εντείνουν, όσο προχωράει το κομμάτι, το όποιο συναισθηματικό ξέσπασμα συμβεί λόγω της συγκινητικής ερμηνείας. Και τί καλύτερο για τη συνέχεια από το ‘Meridian Arc'. Το μόνο που δε φανταζόμουν ήταν να μου φέρουν οι Her Name is Calla την ηχώ από τα πρώτα άλμπουμ των Anathema. Κι όμως αυτό ακριβώς συμβαίνει!
Ακούγοντας όλο το ‘Navigator' ανά λεπτό έβρισκα κάτι να μου θυμίζει κάποιο άλλο συγκρότημα, κάποιον άλλο μουσικό που παίζει ‘κάπως έτσι' την κιθάρα, κάποιον άλλο που τραγουδάει ‘κάπως έτσι' ή βγάζει ‘αυτά' τα συναισθήματα κλπ κλπ. Το ουσιαστικό εδώ είναι ακριβώς αυτό. Το ‘Navigator' είναι αυθεντικό γιατί ενώ, προφανώς, έχει πολλές επιρροές, προσπαθεί να βρει τη θέση του και τον εαυτό του και νομίζω πως το πετυχαίνει.
Το ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ ως τη μέση περίπου δημιουργεί συνδέσεις με τα προηγούμενα άλμπουμ μετά όμως από 3'.57'' αποκτά πραγματικό ενδιαφέρον για να κλείσει με εντελώς διαφορετικό τρόπο με 2 ακόμα αλλαγές κατά τα 2 τελευταία λεπτά. Αν χαμηλώσατε την ένταση στην αρχή του κομματιού ετοιμαστείτε να την ξαναδυναμώσετε στη συνέχεια και να ξανακούσετε το κομμάτι μόλις τελειώσει.
I don't have choices only anger...
Το ‘Burial' με το σύντομο και μυστηριώδες ‘A Second Life' θα έπρεπε να κλείνει και το άλμπουμ καθότι έχει την ατμόσφαιρα επιλόγου με τη συμμετοχή στα φωνητικά, των Adam Weikart και Sophie Green και πληθωρικό ήχο με έμφαση σε αρκετά όργανα όπως το theremin, το banjo, το βιολί. Μετά από αρκετές ακροάσεις μου έγινε κατανοητό πως αυτά τα δυο κομμάτια ‘έκλειναν' το πρώτο μέρος του cd και παρουσίαζαν με ένα τρόπο και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας που, στα κομμάτια που ακολουθούν, έχουν πιο ενεργό ρόλο στα φωνητικά.
Το δεύτερο μέρος:
Παρά τις πολλές φορές που έχω ακούσει αυτό το άλμπουμ, το δεύτερο μισό του εξακολουθεί να μου διαφεύγει και το ακούω μόνο αν ξεχαστώ. Ερμηνευτικά φαίνεται να εξαντλούνται τα συναισθηματικά αποθέματα παρότι η μουσική εξακολουθεί να δίνει έμφαση στο διαφορετικό ήχο των οργάνων τονίζοντας ίσως παραπάνω την ακουστική κιθάρα.
Στα 5 κομμάτια που ακολουθούν, η μουσική αποκτά συναισθηματικό ενδιαφέρον αποσπασματικά. Αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται ένας ήχος αρκετά πειραματικός αλλά και ασαφής καθότι εναλλάσσεται με σημεία που είναι αταίριαστα από αισθητικής πλευράς.
Ενδιαφέρουσα στιγμή είναι η αλλαγή που συμβαίνει στα 3 τελευταία λεπτά του ‘It was flood'. Το ‘Whale Fall: A Journal' μάλλον έπρεπε να ανήκει σε κάποιο άλλο άλμπουμ, ενώ το ‘Dreamlands' είναι ένα εκτενές κομμάτι διάρκειας σχεδόν 12' που μοιάζει σα να είναι 4 μαζί. Από τις 4 αλλαγές στους ρυθμούς και το συνολικό ύφος (μελωδικά και ερμηνευτικά) που συμβαίνουν μέσα στο κομμάτι ενδιαφέρουσες κατά τη γνώμη μου είναι μόνο το κομμάτι μετά από 4'.33'' και για 1.5' και τα 3 τελευταία λεπτά όπου η ακουστική κιθάρα κυριαρχεί με ένα τρόπο που οδηγεί το μυαλό στην αμερικάνικη country.
Αυτό που μένει τελικά από αυτό το άλμπουμ είναι πως οι Her Name is Calla ειλικρινά δουλεύουν τον ήχο τους αναθεωρώντας και εξελίσσοντάς τον, σε μια σκηνή που μοιάζει κορεσμένη και μια χώρα που γεννάει μουσικούς όσο εύκολα δημιουργεί και συντηρεί ψευδαισθήσεις για την αξία του καθένα. Με πρόθεση να φτιάξουν κάτι αξιοπρόσεκτο, τη στιγμή που τα νέα αγγλικά συγκροτήματα τρέφουν είτε την τάση αναγέννησης της folk και country είτε αυτή της αναγέννησης της post punk, οι Her Name is Calla, ενώ είναι σαφές πως αντιλαμβάνονται αυτές τις τάσεις, πολύ σοφά (ως τώρα) έχουν επιλέξει να μη ενσωματωθούν σ'αυτά τα ρεύματα. Προσωπικά κάθε φορά που το ‘Navigator' με προκαλούσε να ξανακούσω Radiohead, Anathema ή Archive την ίδια στιγμή με απέτρεπε κι εκεί που τα δυο προηγούμενα άλμπουμ τους δε μου έδιναν κανένα λόγο για να τους αναγνωρίζω ακούγοντάς τους ανάμεσα σε άλλους τώρα έχω κάθε λόγο να ανυπομονώ για το επόμενο άλμπουμ. Ως τότε...
Rating: 7 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Pages