Οι SWANS είναι ένα αντισυμβατικό σχήμα στον κόσμο της μουσικής βιομηχανίας. Ακολουθούν το όραμα τους χωρίς να υποκύπτουν στις επιταγές ή στις συμβουλές της για περισσότερο κέρδος. Δεν είναι άπληστοι και σίγουρα όχι λιγούρηδες. Εδώ και τέσσερα χρόνια ζούμε μια μοναδική Αναγέννηση ενός σχήματος που από τη δεκαετία του '80 και λίγο του '90 ( καθόλου στα '00'ς), μας απασχολεί κάθε λίγο και λιγάκι με κυκλοφορίες που περιέχουν μουσική μαύρη, επιθετική και σκληρή. Όμως αυτά τα τέσσερα χρόνια έχουμε σοκαριστεί σχεδόν με την δημιουργικότητα αλλά και την ένταση των κυκλοφοριών του σχήματος. Τρία άλμπουμ πρόκληση ακόμα και για πεπειραμένους ακροατές, ακόμα και για τους σκληροπυρηνικούς τους οπαδούς. Θα έλεγα ότι ξεπερνούν τους εαυτούς τους με τόση άνεση που ειλικρινά έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό.
Το καινούριο τους άλμπουμ δεν είναι η χαριστική βολή. Δεν ξεμπερδεύουμε τόσο εύκολα. Μάλλον θα έχει και συνέχεια η επέλαση σπουδαίας μουσικής από το σχήμα του M.Gira. To ''To Be Kind'' είναι ένα άλμπουμ που απαιτεί μελέτη και προσήλωση. Όροι που δεν ισχύουν και δεν βρίσκουν ανταπόκριση στους διαδικτυακούς μεταλλαγμένους ακροατές που μαζεύουν και ανάθεμα αν προσέχουν αυτά που θ' ακούσουν. Όμως η μουσική δημιουργία αδιαφορεί. Το άλμπουμ είναι ένας ακόμα θρίαμβος και φτάνω σε αυτό το συμπέρασμα μετά από αρκετές ολοκληρωμένες ακροάσεις. Το σχεδόν boootleg άλμπουμ που βγήκε πέρυσι ( Not Here/Not Now), με έξι από τα τραγούδια του ''To Be Kind'' παιγμένα ζωντανά και άλλα δύο σε ντέμο μορφή, έδινε μια πρώτη ηχητική εντύπωση αυτού που θα ακολουθούσε, σε αυτούς που δεν πήγαν για κάποιο λόγο στις περσινές συναυλίες τους και φυσικά ίσχυε το ρητό: «Άλλο να τους βλέπεις και άλλο να ακούς μετά πως έπαιξαν». Γιατί για αυτούς που παρευρέθηκαν στις συναυλίες τους είναι σίγουρο ότι η απίστευτη ενέργεια των καινούριων τραγουδιών δεν αποτυπώθηκε σωστά σε αυτό το bootleg.
Στο επίσημο άλμπουμ όμως τα πάντα συντελούν για να χαρακτηριστεί απλά αριστουργηματικό.
Όχι με την ηλεκτρική φόρτιση και τα τείχη θορύβου του ''The Seer'' αλλά με καθαρότερο ήχο, περισσότερο κλειδωμένους ρυθμούς και τελετουργική ένταση σε μεγαλύτερο βαθμό. Tο δέος και η «ηχητική αιχμαλωσία» ή η «πιο ολοκληρωμένη μουσική εμπειρία» που μας προσφέρουν με κάθε άλμπουμ τους την τελευταία τετραετία φτάνει για άλλη μια φορά στο τέρμα. Αλλά για να το νιώσει κάποιος αυτό, πρέπει να έχει την ένταση δυνατά και την αφοσίωση στο ζενίθ .
Με το ''The Seer ' έπρεπε να προετοιμαστώ για τον κιθαριστικό κυκεώνα και τις εναλλαγές. Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε καν να προσπαθήσω. Αφήνομαι και απλά αρνούμαι να εγκαταλείψω το άλμπουμ. Με απορροφά στη δίνη του, στους κοφτούς επαναληπτικούς, πότε funky, πότε tribal αλλά πάντα έντονους ρυθμούς του, στην ένταση και στην μαγνητική επιρροή του.
Η κάθε σύνθεση έχει περισσότερα ηχοχρώματα από τις συνθέσεις του ''The Seer'', είναι πιο πλατιά σε μουσικά στοιχεία και η ενορχήστρωση πλέον δεν έχει προηγούμενο. Κρατά τον ακροατή σε ένταση μέχρι το τέλος. Η τελετουργική του ένταση, το πάθος και η ελεγχόμενη ενέργεια που εκλύει το άλμπουμ δεν έχει μόνο την υπογραφή μαέστρων αλλά και την λυτρωτική ποιότητα του ροκ εξαγνισμού που πολλοί διακρίνουν σε πολλά άλμπουμ, αλλά λίγα είναι αυτά που πραγματικά έχουν τέτοια δύναμη.
Και τα λόγια από εδώ και μετά φτωχαίνουν. Δεν έχουν νόημα. Πολλοί τους χαρακτηρίζουν μισάνθρωπους λόγω των εντάσεων. Αλλά η απόλυτη αφοσίωση, η καταλυτική προσήλωση των μουσικών δεν χαϊδεύει αυτιά. Δεν καλοπιάνει τους ακροατές. Είναι τόσο ειλικρινής που τρομάζει.
Γι' αυτό λέμε: Ίσως χρειάζονται καινούρια αυτιά για τους SWANS. Η εύκολη παγίδα του εντυπωσιασμού και των εύκολων τρικ είναι χαρακτηριστικό σχημάτων που δεν μπορούν να διαχειριστούν το ταλέντο τους στην καλύτερη περίπτωση.
Οι SWANS δεν χρειάζονται τέτοια κόλπα. Η αυθεντικότητα τους είναι από καιρό αδιαμφισβήτητη και αυτό που μένει να αναρωτηθούμε είναι: Πόσο ακόμα ψηλότερα θα θέσουν τον πήχη;
Επίλογος: ''I guess when you do things that are extreme in your youth that's what you're remembered for always." He laughs, adding: "You really can't get away from that. I could make new age music now and I would still be advertised as the loudest band in the world... on their harps!" ( Απόσπασμα από μια επική συνέντευξη του Μ.Γκίρα στο Quietus.)
Rating: 10 / 10
Χρήστος Μίχος
Μετά από το "Eleven the Hard Way" με το οποίο εμφανίστηκαν το '08, αλλά και το "Macho Libre" όπου επί της ουσίας «συστήθηκαν» στο κοινό τους, οι Planet of Zeus, σαν όλες τις μπάντες που δεν έχουμε ούτε κατά διάννοια χορτάσει, επέστρεψαν με το "Vigilante".
Το "Vigilante" συνολικά ως δουλειά, μας σπρώχνει ένα βήμα πιο πέρα απ' αυτό που θυμόμαστε από το "Macho Libre", και ξεκινάει θριαμβευτικά με το κομμάτι που ξεχώρισαν πρώτοι οι Clutch όταν έπαιξαν μαζί το '13, "the Great Dandolos". Δυνατό, αγνό και τσαμπουκαλεμένο rock ‘n' roll, τα επιβλητικά φωνητικά του Μπάμπη και είναι μόλις το πρώτο από τα πεντάλεπτα που θα ακολουθήσουν και θα βρεις τον εαυτό σου χωρίς ανάσα.
Δεν είναι καν κοινό μυστικό πως στα album του είδους ακολουθείται μία πεπατημένη όσον αφορά την σειρά των κομματιών, και σαφώς δεν αποτελεί μία τυχαία επιλογή το που είναι τι. Οι Planet όμως αυτήν την φορά πέτυχαν το κάτι άλλο. Όχι μόνο να μας ξαφνιάσουν ευχάριστα με την ροή του 45λεπτου "Vigilante" αλλά σε κάθε τέλος και αρχή να σπάμε τα κεφάλια μας με το τι παίζουν εν πάσει περιπτώσει, και κάθε φορά το επόμενο να μας σοκάρει όσον αφορά το που κατέληξε, από πού ήρθε και γιατί όλα αυτά μαζί βγάζουν νόημα.
Με ήχο κατά πολύ διαφορετικό και κάνοντας το "Macho Libre" να μοιάζει πολύ μακριά, δεν δίστασαν να πειραματιστούν παρά τα εύσημα που είχαν λάβει για τις προηγούμενες παραγωγές τους, Σαφώς πιο rock ‘n' roll, αλλά και με πιο επιθετικό ύφος, κομμάτια όπως το "burn this city down" και "tornado" θα αναγκάσουν ακόμη και εκείνους που κάθονται με την πλάτη στην πόρτα να χορέψουν.
Το "No tomorrow" διχοτομεί σχεδόν το album, σαν να είναι βινύλιο. Με μια πιο μελαγχολική, μα πάντα heavy rock και επιβλητική διάθεση, σου επιτρέπει να δώσεις λίγο χρόνο στον εαυτό σου, μόλις ένα κομμάτι πριν το "Vigilante" που αναπόφευκτα με την σειρά του θα σου θυμίσει αμερικάνικο Νότο λίγο πριν σε ταράξει με τα uber-δυνατά riffs του.
Δύο εξίσου δυνατά κομμάτια ακολουθούν για να κλείσει ο κύκλος που άνοιξε το "the great dandolos" (off the record, δεν είναι urban legend πως το κομμάτι αποτελεί φόρο τιμής για τον γνωστό Nick the Greek) λίγο πιο φιλικά όμως για τα αυτιά του όχι ακριβώς πιστού fan. Και αν για το "Sky high heels" λέγεται πως θα είναι το κρυμμένο χιτάκι του album, το "Disappointment Blues" βρίσκεται ακριβώς εκεί με τον βαρύ του στίχο και το θυμωμένο ξέσπασμα για να αναμετρηθούν στα ίσα.
Οι Planet όμως κράτησαν την μεγάλη έκπληξη για το τέλος. "A beast within" το όνομα αυτού και δεν δύναται να ενταχτεί πουθενά. Σκληρό, στιβαρό και αλλόκοτα ειλικρινές σε προκαλεί να βγεις και να ξεκινήσεις καβγά. Ένα 7λεπτο που πειράζει το κεφάλι σου και όπως και το υπόλοιπο album, δεν ηχογραφήθηκε με το κάθε όργανο ξεχωριστά, αλλά ως σύνολο. Ένα γερό τζαμάρισμα που δεν θέλησαν να στήσουν ένεκα του groov-αρίσματος και του feeling.
Bottom line, οι Planet of Zeus έκαναν αυτό που έπρεπε. Ένα album που μας πόρωσε όχι μόνο για τα ουρλιαχτά αλλά και για την μουσική εξέλιξη του ίδιου του group. Μα πάνω απ' όλα την υπόσχεση πως δεν θα κάτσουν στα αυγά τους..
Μαργαρίτα Χωματιανού
Την Geheimnis Records την έχουμε συνηθίσει να κάνει επανακυκλοφορίες παλιών τίτλων και να φέρνει στο φως ξεχασμένες ηχογραφήσεις από την δεκαετία του '80 κυρίως. Με εξαίρεση βέβαια τον ντεμπούτο δίσκο των Wonky Doll And The Echo, ενός από τα νέα σχήματα της σκηνής που έκανε αίσθηση τα τελευταία χρόνια. Εδώ τώρα με την συλλογή "No Radar" η Geheimnis κάνει το επόμενο βήμα και γεφυρώνει το παρελθόν με το μέλλον. Παρουσιάζει δέκα νέα σχήματα του ευρύτερου underground χώρου, που κάνουν την παρθενική τους δισκογραφική εμφάνιση. Πολλά από αυτά πιστεύω θα μονοπωλήσουν σύντομα το ενδιαφέρον μας.
Η συλλογή θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρίζεται σε δύο ενότητες και όχι μόνο πρακτικά λόγω πλευρών βινυλίου αλλά και ως ύφος συνθέσεων. Στην πρώτη πλευρά έχουμε τα πιο πειραματικά και minimal ας πούμε κομμάτια ενώ στην δεύτερη τα πιο κιθαριστικά ‘συμβατικά' σχήματα.
Η πρώτη πλευρά ξεκινάει με ένα όνομα που μου είχε τραβήξει την προσοχή τον τελευταίο καιρό. Το σχήμα Tango Mangalore είναι το σόλο project του Γιάννη Σιντελή, του τραγουδιστή-συνθέτη-ναυτικού που κινείται σε ηλεκτρονικά, minimal, πειραματικά μονοπάτια, κάτι μεταξύ bossa nova και dark wave noir. Το "Logic Obscene" είναι χαρακτηριστικό δείγμα της δουλειάς του, από τις ενδιαφέρουσες προτάσεις του δίσκου, που φέρει αυτή την ατμόσφαιρα των μοναχικών καταραμένων ναυτικών που ταξιδεύουν σε μακρινά παρακμιακά λιμάνια, σε μαύρους ωκεανούς ή ακόμα οι πιο άτυχοι...στον βυθό τους. Ακολουθούν οι Εμφιαλωμένοι Εραστές με το "Κάνε Μου Έρωτα" ένα minimal synth-punk κομμάτι που μοιάζει λες και ξεθάφτηκε από το παρελθόν. Όχι απαραίτητα κακό, αλλά δεν προσφέρει κάτι νέο. Στην συνέχεια επανερχόμαστε στο σήμερα με κάτι πιο σύγχρονο. Οι Melatonini που αποτελούνται από της Ελένη Νάσιου και Μαρία Ρόκα μας παρουσιάζονται με το "Poser", σε μια atmospheric minimal ατμόσφαιρα, που δείχνει πολλά υποσχόμενη αλλά να δούμε αν κάτω από το ομιχλώδες ύφος κρύβεται και η ουσία που διαφαίνεται για κάτι μεγαλύτερο στο μέλλον. Συνέχεια με Regressverbot που έρχονται από Θεσσαλονίκη. Το "Kids of December" αναφέρεται στα γνωστά γεγονότα του 2008. Το στυλ τους παραπέμπει έντονα σε minimal synth των 80's και αποτελεί την πιο ρυθμική στιγμή της συλλογής. Η πλευρά κλείνει με τους Δίχως Πρόσωπο που αποτελούνται από τον Άλεξ και τον Χάρρυ και έχουν βάση τα Ιωάννινα. Το κομμάτι τους "Σύνθετος Κύκλος", ένα mid-tempo electro κομμάτι μιλάει για την συνεχή απο-ανθρωποποίηση κάτω από το στρες, την καθημερινή ρουτίνα και τα αδιέξοδα.
Γυρίζοντας στη δεύτερη πλευρά βρίσκουμε πρώτα το συγκρότημα των The Villions, πενταμελές αθηναϊκό σχήμα που δημιουργήθηκε το 2011 από τον Δημήτριο Κόλια και τον Αλέξανδρο Κουσουλάκο με εμφανείς επιρροές από την underground σκηνή. Το "Doubts" με το στιβαρό rhythm section, τις κοφτές κιθάρες, και την βαρύτονη ερμηνεία είναι το πιο δυναμικό κομμάτι της συλλογής και μας ταξιδεύει στους ρυθμούς του gothic και post punk, με την αντίστοιχη 80's αισθητική. Οι Cinemascope που ακολουθούν είναι ουσιαστικά το σόλο project του Λεωνίδα Σκιαδά, dj, μουσικού παραγωγού στο ραδιόφωνο και διοργανωτή συναυλιών τα τελευταία 20 χρόνια. Το "So Cold Inside" όπως διαβάζουμε στο δελτίο τύπου είναι η ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, χωρίς αίσιο τέλος. Ένα κομμάτι που είναι πράγματι γεμάτο ευαισθησία, γλυκιά μελαγχολία, πιστό στις νεοκυματικές του πεποιθήσεις. Αμέσως μετά βρίσκουμε τους Ethereal Movement, ένα ακόμα σχήμα που είχε πιάσει το αυτί μου πριν την κυκλοφορία αυτήν εδώ. Το σχήμα δημιουργήθηκε στην Αθηνά στις αρχές του 2013 αποτελεί προσωπικό project του ηχολήπτη Ευγένιου Β και της Ζόζι Τ. από τους Gaspard Noir στα φωνητικά. Οι επιρροές του σχήματος είναι κυρίως το darkwave, coldwave, experimental low-fi και shoegaze. Το "Rhapsody" είναι ουσιαστικά μελοποίηση του ποιήματος του T.S. Eliot "Rhapsody On A Windy Night" και αποτελεί κατά την γνώμη ένα από τα stand outs που απλά εντείνουν την ανυπομονησία μου να ακούσω κάτι ολοκληρωμένο από αυτούς στο μέλλον. Εξίσου καλή στιγμή αποτελεί και το επόμενο σχήμα των Strawberry Pills που νομίζω δεν θέλει πολλές συστάσεις εδώ στο Postwave. Ξεκίνησε τον Ιανουάριο 2013 και αποτελείται από τους Αντώνη Κωνσταντάρα (Le Page) και Valisia Odell (Phoenix Catscratch) και είχαν κάνει αίσθηση με τις ζωντανές τους εμφανίσεις τον περασμένο χρόνο ανοίγοντας μάλιστα και για τους KVB και Soft Moon. Το "Pain/Pleasure" (ένα κομμάτι μέσα από την δεύτερη τους κασέτα "Conversation Piece") θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μία ελεγεία στον ανθρώπινο σαδισμό και την ευχαρίστηση του πόνου, εμπεριέχει μπόλικη από την minimal, dark, post punk αισθητική τους. Οι τραχείς κιθάρες και τα επιβλητικά σκοτεινά φωνητικά δένουν αρμονικά και δίνουν ένα δυναμικό αποτέλεσμα. Δυστυχώς οι Strawbeery Pills είχαν πολύ σύντομη πορεία και έχουν ήδη διαλυθεί. Τέλος μας έρχεται ο Right Knider, σόλο project του Vargo O'Nil. Το "Viler Than Vice" είναι ένα dark electro κομμάτι γεμάτο συνθεσάϊζερς και vocoders που του δίνουν μια ρομποτική υπόσταση.
Πρόκειται για μια κυκλοφορία 300 αριθμημένων αντιτύπων δίσκων βινυλίου. Μουσικές που δύσκολα θα πέσουν στην αντίληψή μας, καθώς φαίνεται απίθανο να αναμεταδοθούν από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Φύονται "κάτω από το ραντάρ - under the radar". Αυτός είναι και ο ρόλος της συλλογής αυτής, να συγκεντρώσει και να μας παρουσιάσει τα νέα αυτά ονόματα που έχουν κάτι να πουν, που εκφράζουν την εποχή τους, αυτή την δύσκολη χρονική στιγμή που διανύουμε. Λειτουργούν σαν καθρέπτης της κοινωνίας μας, κάτω πάντα από το πρίσμα του εναλλακτικού. Μια πρόταση που αξίζει αναγνώριση γιατί αν δεν στηρίξουμε την νέα γενιά δεν θα υπάρξει μέλλον. Είναι βαρετό και οπισθοδρομικό να αναπολείς μόνο το παρελθόν.
Rating: 7,2 / 10
Νίκος Δρίβας
Θαυμάζω αυτούς που συνεχίζουν να παρακολουθούν τις καινούργιες κυκλοφορίες της μουσικής που τους ενδιαφέρει, που βρίσκουν τρόπο να μετατρέπουν όλο αυτό το χαμό ονομάτων, εξώφυλλων, προσώπων και ενθουσιωδών κριτικών σε καλλιτεχνικές προτάσεις που τους αφορούν προσωπικά. Το να φτάνει στα αυτιά σου η μουσική ενός νέου γκρουπ από το Μόντρεαλ πιο εύκολα, ή το ίδιο εύκολα, με τη μουσική των παιδιών που κάνουν πρόβες 2 τετράγωνα παρακάτω απ'το σπίτι σου, ίσως είναι η χαρά της τεχνολογίας και της ισότητας. Τι Κυψέλη, τι Καναδάς, άλλες δύο καινούργιες σελίδες του bandcamp, πάτα play. Το τι επιβιώνει απ'όλα αυτά στα αυτιά και στην καρδιά του καθενός είναι μικρές όμορφες ιστορίες, αλλά γιατί αυτές δεν αυξήθηκαν ρε γαμώτο παρά τις αμέτρητες πλέον προτάσεις από όλο τον κόσμο; Τέλοσπάντων, αυτή η περήφανη γεροντίστικη εισαγωγή είναι για να περιγράψω κάπως την αξία της διαφορετικής ασφάλειας που νιώθεις όταν συναντάς ένα σύνολο τραγουδιών με το οποίο βρίσκεις αμέσως λόγους να δεθείς. Να το προσεγγίσεις λίγο αλλιώς, να σε τραβήξουν λιγότερο τα φαντεζί συνοδευτικά του, να φερθείς στις αδυναμίες του λίγο σαν να είναι και δικές σου.
Οι Cinemascope είναι ο Λεωνίδας Σκιαδάς, με γνωστή πορεία και σχέση στους πιο σκοτεινούς εναλλακτικούς ήχους, παρουσία στο ραδιόφωνο, djing σε σχετικά club και συναυλιακές διοργανώσεις. Τα τελευταία χρόνια βρήκε τις αφορμές να γράψει μουσική και να καταφέρει πριν λίγο καιρό να κυκλοφορήσει το Stains of love. Τώρα συνειδητοποιώ ότι αν ένας DJ, ραδιοφωνικός παραγωγός κλπ φτάσει να γράψει μουσική προκύπτουν ερωτήματα τύπου «πώς του ‘ρθε», «μα πού πάει» κλπ, ενώ το αντίθετο είναι εντελώς φυσιολογικό. Πρώτα απ'όλα, τόσα χρόνια θα χει βάλει αμέτρητα τραγούδια για να ακουστούν, από κάτω ο κόσμος να χορεύει σαν τρελός και από μέσα του να λέει στραβωμένος, σιγά αυτό το έγραφα και μόνος μου καλύτερα. Πλάκα κάνω, οι Cinemascope έχουν τα κομμάτια και τους στίχους τους να δείχνουν ότι η αγάπη τους για τη μουσική που αποτελεί βάση της ζωής τους, είναι αυτή που τους ανάγκασε να τη μοιραστούν. Όπως θέλουμε να συμβαίνει δηλαδή. Το μουσικό τοπίο είναι επίσης αυτό που θέλουμε να συμβαίνει, οι επιρροές του ήχου των Cinemascope είναι άλλο ένα ασφαλές μέρος να πιαστείς. Η ρομαντική κιθαριστική και ηλεκτρονική πλευρά της δεκαετίας του '80 συνοδεύει στίχους για τα όμορφα και τα δύσκολα μιας καθημερινότητας, την αγωνία ενός ανθρώπου σαν κι εμάς που αρνείται να την αποκαλέσει απρόσωπη. Το Stains of love είναι ένας δίσκος που σε βάζει να κάτσεις να τον ακούσεις, σίγουρος ότι θα καταλάβεις τι έχει να σου πει.
Έχει να σου θυμίσει τον υπέροχο τρόπο του να ισορροπεί μια πολύ όμορφη δυναμική μελωδία σε έναν μελαγχολικό εύθραυστο ρυθμό με το Never understand. Τη σκοτεινή αγχωτική ατμόσφαιρα του εναρκτήριου Better days to come, τραγουδιού που ο dj Λεωνίδας, ξέροντας καλύτερα, ίσως το ταίριαζε με κάτι σαν το Nightmares των A Flock of Seagulls, ή το Hurting των Tears for Fears. Τα θλιμμένα χορευτικά παραληρήματα των new wave επιτυχιών, την ονειρική πορεία του κλασσικού σκοτεινού ρυθμού του. Ανατρέξτε άφοβα σε αγαπημένα συγκροτήματα όπως οι Cure, οι Sad Lovers & Giants, οι Clan of Xymox. Οι τελευταίοι έχουν την τιμητική τους μιας και ο Ronny Moorings αναλαμβάνει τα φωνητικά του Five more minutes, φτιάχνοντας την ατμόσφαιρα των τελευταίων ηλεκτρονικών διαδρομών της μουσικής του. Κιθάρες και synths, ωραίες μελωδίες, σε ένα σύνολο που θα σε πάει σε δικές σου ωραίες στιγμές αγαπημένων ήχων. Το Stains of love μοιάζει να δημιουργείται από κάτι παρόμοιο, από την ανάγκη κάποιου να εκφραστεί μέσα από ό,τι έχει αγαπήσει με τον τρόπο που τεχνικά ήταν δυνατό. Και το οτι δεν υπάρχουν άλλοι μουσικοί φαίνεται, και το ότι η τέλεια παραγωγή δεν ήταν ο στόχος, αλλά οι στιγμές του είναι εκεί, παρούσες, με τον ίδιο τρόπο που βρίσκονται σε άλμπουμ που σε καλούν να τα ψάξεις και να τους χαρίσεις μικρά κομμάτια της μουσικής που παίζει πίσω από στιγμές της ζωής σου.
Ο δίσκος των Cinemascope θα βρει τη θέση του. Καλεί το μουσικό παρελθόν χωρίς ενδοιασμούς για ηχητικές ομοιότητες και διαφορές, τα βρίσκει με σένα μόνο αν τα έχεις βρει κι εσύ με ό,τι περιλαμβάνεται στη γλυκιά σύγχυση που επικρατεί στα ακούσματα τόσων χρόνων. Μια μουσική τάξη αμέτρητων σκόρπιων ήχων και εμπειριών που αξίζει να την ανακαλύψεις και να γοητευτείς όταν, όπου και για όσο αυτή συναντά το δικό σου μπερδεμένο Stains of love.
Rating: 7,5 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
"The only rule was the tacit understanding that anything that sounded like anyone else was taboo" (Steven Brown απόσπασμα από συνέντευξη)
Το ‘Pink Narcissus' είναι ένα άλμπουμ σε τζαζ/funky ρυθμούς, που επανεπενδύει μουσικά την ομώνυμη ταινία του 1971, η οποία κυκλοφόρησε χωρίς τη συγκατάθεση του δημιουργού της. Πρόκειται για μια ταινία που μετά από αρκετό κόπο του Bruce Benderson, αποδείχτηκε πως ήταν έργο του James Bidgood και όχι του Andy Warhol όπως αρχικά εικαζόταν. Πέραν όμως αυτού του σκοτεινού και μυστήριου παρελθόντος, το άλμπουμ δεν έχει κανένα ναρκισσισμό εν αντιθέσει με τον πρωταγωνιστή της ταινίας.
Η βάση αυτού του soundtrack
Η ταινία ‘Pink Narcissus' δεν είναι για όλους καθότι είναι ομοερωτική με εμμονή στο αντρικό σώμα και υπερπροβολή μιας κατά τα άλλα μάλλον αφύσικης σχέσης του σώματος αυτού με το φυσικό περιβάλλον. Μικρή σημασία έχει η original μουσική της που είναι ένα μείγμα κλασσικής, μουσικής film noir, μουσικής της Ανατολής και της Ηπείρου με κλαρίνα που φτιάχνουν μια ατμόσφαιρα απροσδιόριστου, ενοχλητικού και κενού πειραματισμού. Οι Tuxedomoon φαίνεται να εμπνεύστηκαν από την ψυχολογική ουσία της ταινίας κι αυτό αποδεικνύεται και από τους τίτλους των κομματιών που κάνουν ευθείες αναφορές σε συγκεκριμένες σκηνές της ταινίας (‘Nature', ‘Toreador del Amor', ‘Back to Nature', ‘Vanity'). Για' μένα παραμένει άξιο απορίας και αξιοθαύμαστο το ότι με σημείο αναφοράς το απαύγασμα του kitsch από αισθητικής πλευράς, οι Tuxedomoon συνέθεσαν μουσική!
Ο James Bidgood είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα που ξεκίνησε το 1960, μια πρώην drag queen στο Manhattan της Νέας Υόρκης, ένας gay καλλιτέχνης του οποίου τα έργα έχουν και είχαν όλα τ' αντιμαχόμενα και έντονα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που υφίστατο κοινωνική περιθωριοποίηση λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων, σε βαθμό ασύλληπτο με τα σημερινά δεδομένα. Πειραματισμός, εμμονή με το γυμνό αντρικό σώμα και όλα τα στοιχεία που βλέπουμε στον Derek Jarman και σε άλλους καλλιτέχνες της gay/queer σκηνής είναι παρόντα και στο έργο του Bidgood.
Η μουσική των Tuxedomoon όπως ακριβώς και στα ‘Divine' , Ghost Sonata', ‘Bardo Hotel Soundtrack', παρακολουθεί και αντιλαμβάνεται αυτές τις εντάσεις στην υπόθεση της ταινίας και τις αναπαράγει πολύ έντονα στη μουσική του άλμπουμ.
Η ατμόσφαιρα του ‘Pink Narcissus' και πώς αναιρείται με δυο κομμάτια
Από το πρώτο άλμπουμ τους, οι Tuxedomoon έχουν πολύ έντονο το πειραματικό/ αυτοσχεδιαστικό jazz/soul στοιχείο και αν γράφτηκαν τα ‘No Tears', ‘Jinx', ‘In a Manner of Speaking', ‘Basso Pomade (Dogs licking my heart)', και τώρα το ‘Triumphant Procession', έγιναν για ν'αποτελέσουν συναισθηματικές τομές στο συνολικό τους έργο με στόχο να μας κλείνει το μάτι η πιο μελωδική τους πλευρά και να μας κάνει κάθε φορά να κάνουμε κι εμείς μια ακόμα συναισθηματική τομή στον εαυτό μας.
Η ιδιαιτερότητα του ‘Pink Narcissus' είναι η ‘πολεμική' των ρυθμών μέσα στα κομμάτια. Οι αντιθέσεις που εκφράζουν τα διαφορετικά όργανα (φυσαρμόνικα, τρομπέτα, μπάσο, κλαρινέτο, σαξόφωνο, πιάνο, κόρνο, synth) μέσω των ρυθμών και της συναισθηματικής έντασης με την οποία παίζονται, υπερτονίζουν μια κάποια αντιπαλότητα μεταξύ τους. Αυτό είναι το πιο ‘επιθετικό' και άγριο από πλευράς δυναμικής, άλμπουμ του συγκροτήματος ως τώρα. Αν στο ‘Vapour Trails' κυριαρχούσε η πιο ατμοσφαιρική εκδοχή της jazz/soul, στο ‘Pink Narcissus' το βιολί και η τρομπέτα παίζουν με δεξιοτεχνική ένταση και συνυπάρχουν με αγωνία με το σαξόφωνο που κυριαρχεί στο άλμπουμ. Η ένταση αυτή χαλαρώνει στο ‘Vanity', για να συνεχίσει στο ‘Bombay Tension' μέχρι ν'αγριέψει εκ νέου στο σκοτεινό ‘Willie' όπου αναλαμβάνει η ηλεκτρική κιθάρα ν' ανταγωνιστεί την αθωότητα των κρουστών, το σαξόφωνο, την τρομπέτα και το κόρνο. Οι εντάσεις αυτές αποθεώνονται στο ‘Storm', που προσωπικά μου αφήνει την αίσθηση μιας μοντέρνας διασκευής της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης του Stravinsky.
Το ‘Toreador del Amor' και συγκεκριμένα αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη σκηνή της ταινίας στην οποία ο πρωταγωνιστής ως ταυρομάχος ‘δαμάζει' αρχικά το είδωλό του ενώ στη συνέχεια αποθεώνεται από ένα άγνωστο πλήθος πριν αντιμετωπίσει το χαρακτήρα- εραστή, ρεπλίκα του ‘Επαναστάτη Χωρίς Αιτία'.
Η δική μου γενική εντύπωση είναι ότι η ενορχήστρωση έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε το κάθε όργανο να βγάζει όση ένταση έχει και να εντείνει όσο γίνεται την πολεμική με τους υπόλοιπους ήχους χωρίς να χάνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Όλ'αυτά βέβαια τα παρατηρεί κανείς μέχρι το ‘Triumphant Procession' που αποτελεί το συναισθηματικό ξέσπασμα του άλμπουμ και είναι το κομμάτι που παίζει σε επανάληψη εδώ και πολλές εβδομάδες στο playlist μου και θα συνεχίσει. Σαν αγκαλιά, μια μελωδία που ακυρώνει όλες τις εσωτερικές μου εντάσεις για να μου τις φέρει από το 1.14' όλες μπροστά μου με τρόπο αφοπλιστικό. Είναι το κομμάτι που με παροτρύνει, όπως μόνο η μουσική μπορεί, ν' αδειάσω το μυαλό μου και τα συναισθήματά μου όπως μου'ρχεται εκείνη τη στιγμή αγνοώντας το χώρο, αγνοώντας τις συνθήκες, βγαίνοντας από' μένα για 4 λεπτά λύτρωσης μέχρι το τέλος του να με αφήσει με την ταχυπαλμία της ανυπομονησίας να το ξανακούσω! Ακούγοντας το άλμπουμ ως αυτό το σημείο, μου ήταν εμφανές όσο προχωρούσαν τα κομμάτια, ότι όλος αυτός ο πειραματισμός κάπου θα κλιμακωνόταν. Και επιβεβαιώθηκα πάνω που είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως υπερβάλλω. Με τις πρώτες νότες αποδείχτηκε πως όλα τα κομμάτια που είχαν προηγηθεί προετοίμαζαν το έδαφος γι'αυτό το ξέσπασμα. Με το έναυσμα που μου έδωσε το κομμάτι στο 1.14' σας παροτρύνω μετά από αυτό ν'ακούσετε το ‘Από το άπειρο σ'εσένα' από τα Διάφανα Κρίνα και εύχομαι να δείτε τις αναλογίες...
Το άλμπουμ κλείνει όπως άρχισε με θέμα του πρώτου κομματιού ‘Nature'. Aνακεφαλαιώνοντας ‘σπάει' το συναίσθημα του ‘Triumphant Procession' στο τέλος του ‘Reflection' συμβολίζοντας την κατάρα του Νάρκισσου ο οποίος όπως και στην ταινία, μην αντέχοντας την αντανάκλασή του σπάει τον καθρέφτη ο οποίος ως εκείνη τη στιγμή τον αποθέωνε. Με το ‘Back to Nature' κλείνει και η χρονοσχισμή που άνοιξε για ν'ανθίσει ο ροζ νάρκισσος.
Rating: 6 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Καθώς πρόκειται για το ντεμπούτο άλμπουμ των «δικών μας» Blame The Trees θα πρέπει να πούμε ότι η μπάντα συστάθηκε το 2011. Το μουσικό του ύφος δεν αποτελεί μέρος κάποιου «μουσικού mastermind» που συνήθως μπορεί να κρύβεται πίσω από τέτοια projects, αλλά είναι μια συλλογική εναπόθεση ακουσμάτων και βιωμάτων που ταιριάζουν πολύ με τους καιρούς που διανύουμε. Φαντάσου... alternative rock αισθητική, trip hop ρυθμικά, post rock soundscapes, την πραγματικά υπέροχη φωνή της Talina Blame, τις funky/scary μπασογραμμές του Alex, τις progressive κιθάρες / εφέ και τα πλήκτρα που γεμίζουν το υπόβαθρων των κομματιών από τους Harry και George.
Πέραν του πολύ καλού συνδυασμού ήχων από τους μουσικούς του συγκροτήματος, ένα ακόμη στοιχείο που ξεχωρίζει είναι η θεατρικότητα των φωνητικών και κυρίως το περιεχόμενο των στίχων, το οποίο είναι κάτι περισσότερο από απλά αξιόλογο. Εξερευνώντας το εσωτερικό κομμάτι του ανθρώπου, την διάθεση, τις επιλογές, μιλούν κατευθείαν στο μυαλό και στην καρδιά. Συνήθως σε δεύτερο ενικό σου λένε τι λάθος κάνεις και τέλος προσπαθούν να σκεπάσουν τις πληγές μιας κοινωνίας που αιμορραγεί.
Ξεκινώντας αμέσως από το πρώτο τραγούδι «Trade» οι BtT, μπαίνουν βαθιά στην ψυχή των καιρών μας. Κάνουν αναφορά στην σπασμένη ηθική, την σκόνη που καλύπτει τις αναμνήσεις και τα ψέματα μας. "Filth you must be, so you can stay satisfied". Όταν πολλά κάποιος οτιδήποτε κρύβει μέσα του για τις καταραμένες φιλοδοξίες, φαντασία και σκοπούς. 6 και κάτι λεπτά πλήρους αμεσότητας.
Με ένα πιο funky μπάσο και όμορφα trip hop κρουστά και στην συνέχεια με post κιθάρες και progressive διάθεση αναφέρουν ότι "So you are fighting, stop". Στο κομμάτι "Conscience" οι trip hop αναφορές γίνονται πιο έντονες, με ένα σχεδόν τρομαχτικό μπάσο κατά στιγμές και πλήκτρα που θυμίζουν «ελάχιστα» κάτι από "DJ Shadow", καθώς τελειώνει σε έναν post ηχότοπο. Εντύπωση κάνει αμέσως η προσθήκη με το τουμπερλέκι και τα ιδιαίτερα κρουστά στο "Latency", όπου σε συνδυασμό με τα έντονα heavy riffs, το κομμάτι αρχίζει να κολλά και να στριφογυρίζει αμέσως στο μυαλό σου.
To πιο έντονο σημείο του "Between the Lines", είναι τα κιθαριστικά εφέ όπου μαζί με τα λόγια της Talina μας υπενθυμίζουν το βάρος των επιλογών. Την ανάγκη να ξεδιαλύνεις το μυαλό σου. Το προτελευταίο κομμάτι του δίσκου το "Blame", κάνει αναφορά στα λάθη των επιλογών αυτών. Στην προσπάθεια να γίνει απολογισμός των ευθυνών, στην κοινωνία, στους γονείς, στα ίδια τα μέσα βίας. Ευθύνες προς τους πάντες, εκτός από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Τέλος ανάλογο reference γίνεται στο επικότερο (σ.σ. κατά την γνώμη μου) και τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το "The Gentleman Thief" όπου ακούμε την φωνή του Charlie Chaplin και με μια υπέροχη μουσική να καλύπτει το σπαρακτικό μονόλογο, αναφορά στην αγάπη και την αλληλεγγύη των ανθρώπων, από την ταινία "The Great Dictator" του 1940, διακωμωδώντας τον Αδόλφο Χίτλερ εκείνη την εποχή. Ένα must listen τραγούδι σε έναν συνολικά υπέροχο δίσκο, με προσεκτικά φτιαγμένη παραγωγή παραγωγή.
Οι άνθρωποι πίσω από την «μουσική κολεκτίβα» των Blame The Trees είναι οι: Ναταλία Αρβανιτάκη (Φωνητικά & στοίχοι), Χάρη Λαμπίρη (Κιθάρα, FX), Πάνο Ροδόπουλο (Drums), Αλέξανδρο Μαυρογιάννη (Μπάσο) και ο Γιώργος Καριώτογλου (πλήκτρα & samples).
Δημήτρης Balidor Κουτσομιχάλης
Σ.Σ.1: Τραγούδι "Blame" προφανώς δημιουργήθηκε με αφορμή το βίντεο που πρωταγωνιστεί ο Samuel L. Jackson. Σχετικά με την βία και την χρήση των όπλων (μέρος του βίντεο ακούγεται μέσα στο τραγούδι). Αξίζει να το δείτε.
Σ.Σ.2: Το cd είναι σε μια πολύ ωραία συσκευασία από χαρτί, με εξαιρετικό artwork στο εσωτερικό. Εάν θέλεις να υποστηρίξεις την πάντα (το δίνουν πολύ φθηνά), αξίζει... support the good music!
Η περίπτωση των "Have A Nice Life" είναι κάπως ιδιαίτερη. Μια shoegaze, post rock, drone / doom, noise μπάντα... δυο ανθρώπων, του Dan Barrett & του Tim Macuga. Ένα ντουέτο που παίζει πολύ με τον θόρυβο, την σπασμωδική μελαγχολία των στοιχειωμένων μπάσων, των lo-fi ήχων και ηχογραφήσεων, των post-punk επιρροών, του reverb και των ειρωνικά distorted beats και drums, όσο δεν πάει άλλο. Ώ θεέ μου, επιτέλους... όχι εύκολη μουσική. Μην περιμένεις να ασχοληθείς με catchy tunes και χαρούμενους στίχους, πιασάρικα riffάκια ούτε όμως και επιτηδευμένα brutal φωνητικά και ψευτομελαγχωλία, καθώς η μπάντα ξεκίνησε με έναν δίσκο το 2008 όπου λεγόταν "Deathconsciousness" και από τότε ξεκινά σιγά σιγά να δημιουργεί ένα δικό της μουσικό cult.
Πριν ξεκινήσουμε την όποια ανάλυση του δίσκου, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι είναι ένα «περίεργα» διαμορφωμένο άλμπουμ από άποψη παραγωγής, γιατί οι ήχοι που ακούγονται ορισμένες φορές είναι παραμορφωμένοι (σε μεγάλο βαθμό), με πολλά εφέ και δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι synths, κιθάρες ή κάτι άλλο.... Κοινώς επικρατεί ένα πανέμορφα χαοτικό συνονθύλευμα ήχων, οργάνων ίσως και VSTs. Η ιδιαίτερη παραγωγή του το κάνει απαιτητικό ακόμη και στο μέσο με το οποίο θα κάνει κάποιος την ακρόαση του δίσκου. Προτείνεται (και το λέμε πρώτη φορά σε review ενός δίσκου) να χρησιμοποιηθεί ένα καλό σύστημα hi-fi ή ένα καλό σετ ακουστικών κλειστού τύπου.
Το πρώτο κομμάτι "Guggenheim Wax Museum" αποτελείται από (πάλι) distorted synths / κιθάρες και ντράμς με ένα όμορφο ambience από φωνές να επικρατεί στο βάθος. Στην συνέχεια, το κομμάτι που έκανε λίγο πολύ γνωστό το συγκρότημα σε μια επανέκδοση λιγότερο post-punk, περισσότερο Joy-Division-ish και με καλύτερη παραγωγή... το υπέροχο "Defenestration Song". Ένα μπάσο με πολύ παραμόρφωση, που σε φέρνει με ένα φρέσκο τρόπο πίσω στο 80. Βαριές κιθάρες, καλύτερα φωνητικά και synths, also included.
Το "Brutal Society" έχει κάτι σε PinkFloydίστικα μελωδικά strings (ή ότι είναι αυτό τελοσπάντον), στο βάθος, το οποίο έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τα απόλυτα ειρωνικά (σχεδόν χαρούμενα) indie φωνητικά «ουού ουουού» στην μέση του κομματιού και τους στίχους που σχεδόν εφηβικά τραγουδούν "cut my wrists, slit my throat, take this body and string it up. And I'll never hear what you said, because I'll be fucking dead by then". Το επόμενο κομμάτι "Music Will Untune the Sky" με ένα σχετικά μονότονα drone ρυθμικό παλμό, με συνολικά οκτώ λέξεις που επαναλαμβάνονται, σε κάνει να νιώθεις πως το reverb είναι σαν μακριά νύχια καρφωμένα στην πλάτη.
Πολύ διαφορετικά ξεκινά το "Cropsey", ένα κομμάτι που μένει στο μυαλό (ίσως για πάντα). Ξεκινά με ένα ηχητικό απόσπασμα από το «ντοκυμαντέρ» "Suffer the Little Children" του 1968, για το Penhurst State School Pennsylvania, ένα ίδρυμα όπου περίπου 2.500 παιδιά με νοητικά & νευρολογικά προβλήματα (αυτισμό, επιληψία κ.λ.π.) ιδρυματοποιούνταν και κακοποιούνταν, κλεισμένα σε απαίσιες συνθήκες, στοιβαγμένα με αγωγή που απλά κρατούσε τα παιδιά σε καταστολή. Το κομμάτι λοιπόν ξεκινά με την μαρτυρία ενός μικρού αγοριού για το πώς νιώθει μέσα στο ίδρυμα και συνεχίζει με synths και στίχους για το τι θα μπορούσε να σκέπτεται και να εύχεται εκείνο το μικρό παιδί.
Το "Unholy Life" ξεκινά κι αυτό με post-punk αφορμή, drums που είναι πιο ξεκάθαρα και βαριά, παραμορφωμένες κιθάρες. Μια πομπώδης, μια μικρής έκτασης έκφραση της ιδιαιτερότητας της φασαρίας. Καθώς ο τίτλος του "Tim and Dan, Reunited Bt Fate" φαίνεται σαν μια γκομενίζουσα έκφραση παντοτινής φιλίας, δεν έχει καμία σχέση. Ξεκινάει με ένα (ναι θα το πω) catchy tune στο μπάσο (με το χαρακτηριστικό τρόπο των HANL) και κάπου στην μέση ακούς beats και θορύβους που σου έχουν λείψει από τους NIN.
"Emptiness Will Eat The Witch" λέγεται το κομμάτι με το οποίο κλείνει ο δίσκος. Ξεκινώντας πένθιμα με synths που θυμίζουν εκκλησιαστικό όργανο και ένα σχετικά doom ύφος, μελετάνε την ματαιοδοξία των πάντων καθώς έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε ένα σκοτεινό μέρος και ακούς τις στάλες της υγρασίας να σκάνε στο έδαφος. Ένα κομμάτι που κάλλιστα θα είχε ηχογραφηθεί σε μια παλιά εγκαταλελειμμένη εκκλησία της Νορβηγίας.
Όσον αφορά τους HANL, λοιπόν, είναι μια υπόθεση που θα πρέπει να την εμπιστευθούμε στα χέρια του χρόνου. Είναι παιδιά που απλά πειραματίζονται με τα εργαλεία τα οποία έχουν στα χέρια τους ή θα χαράξουν ένα μικρό μουσικό ιδίωμα; Θα δούμε!
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Το post-industrial/dark ambient σχήμα Conjecture είναι το νέο project του Βασίλη Αγγελόπουλου, γνωστός από το προηγούμενό του «όχημα» Gas Masked Lestat, καθώς και από την ενασχόλησή του με τους We Came From Waters. Εδώ, στο ντεμπούτο του με τίτλο "Enter The Grove", συνδυάζει διαφορετικά είδη πειραματικής κατά βάση μουσικής, όπως dark ambient, oldschool industrial και rhythmic noise. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στην Ars Nocturna, τον εκδοτικό οίκο που τώρα διευρύνει την δισκογραφική του πλευρά.
Τα πρώτα δείγματα της νέας κατεύθυνσης που θα ακολουθούσε ο Βασίλης Αγγελόπουλος φάνηκαν στο κομμάτι "Survival" μέσα από τελευταίο δίσκο των Gas Masked Lestat "Enemy Attacks Enemy" του 2012. Βασισμένος σε αυτό το μείγμα ατμοσφαιρικού post-industrial με rhythmic noise, το επεκτείνει διατηρώντας ένα ομοιόμορφο concept με στόχο την επίδραση επί των αισθήσεων.
Μετά το "Intro" που στρώνει το δρόμο, παραδίδεται στο "Algo" που ίσως αποτελεί την κορυφαία στιγμή του άλμπουμ. Μια ατμοσφαιρική σύνθεση που κτίζεται αργά αλλά όταν τελικά ξεσπάει σε χτυπά σαν κύμα που αυτόματα σου προκαλεί συσπάσεις στους μύες, κάνοντάς σε να κινείσαι στο ρυθμό, ενώ εγκεφαλικά σου υπνωτίζει τον νου, μαγνητίζοντας τον. Ένα κομμάτι που προκαλεί με τις primitive και sci-fi αναφορές, ένα πάντρεμα που καταφέρνει ο δημιουργός με ευφυή τρόπο. Είναι λες και σε ένα βιομηχανικό περιβάλλον, οι μηχανές αποκτούν συναίσθημα και συνθέτουν μουσική. Ιδανικό για soundtrack, αν διαβάζει κανείς από την συνήθως τσαπατσούλικη, στον τομέα αυτό, ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία. Στο ίδιο αυτό μοτίβο κινούνται και τα υπόλοιπα κομμάτια, περισσότερο όμως ρυθμικά, στα πλαίσια της rhythmic noise αισθητικής, με σωστή αναλογία beats, noise και electronics. Αυτό είναι ένα από τα ατού του δίσκου, μιας και δεν αναλώνεται μόνο στην αναπαραγωγή θορύβου και δύστροπων πειραματισμών. Προχωρώντας περνάμε από την μυσταγωγία του "The Grove" στα μηχανικά κλειστοφοβικά beats των "Blind", "Kukeri" και "Ursa". Ο δίσκος γενικά ρέει με συγκεκριμένη διάθεση και όλα τα κομμάτια να είναι instrumental με σκοπό να εστιάζει στην ατμόσφαιρα χωρίς αποσπάσεις.
Στις πιο πειραματικές στιγμές του δίσκου βρίσκουμε τον Βασίλη Αγγελόπουλο να συνεργάζεται με άλλους ομοϊδεάτες από την Ευρώπη. Στο "Grotto" που αποτελεί την πιο ατμοσφαιρική στιγμή του δίσκου, συνεργάζεται με το dark ambient/drone project Mytrip από την Βουλγαρία πετυχαίνοντας το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ενώ στο "Empty" στο παιχνίδι μπαίνει το industrial/noise σχήμα Mourmansk 150 από την Γαλλία με αποτέλεσμα να συγκροτείται ένα συνονθύλευμα από θορυβώδεις ήχους και μεταλλαγμένες φωνές που κτίζει έναν συμπαγή τοίχο βιομηχανικού τρόμου.
Ο δίσκος κλείνει με δύο remix σε κομμάτια του άλμπουμ. Το "Kukeri (Zandoz Corp. remix)" από τον Βραζιλιάνο Adriano Machado μεταλλάσσεται ελαφρώς, εμπλουτισμένο με πιο μελωδικούς και οργανικούς ρυθμούς, προσδίδοντας μια εξωτική εσάνς. Στο "Yojimbo (Lith remix)" ο Γάλλος David Vallée, του noise industrial σχήματος Lith, κάνει πολύ καλή δουλειά τονίζοντας τον ρυθμό, φέρνοντάς τον πάνω από τα θορυβώδη ηχοστρώματα του πρωτότυπου.
Θα χαρακτήριζα τον δίσκο αν όχι νυχτερινό, σίγουρα για ακροάσεις όπου θα είσαι καθηλωμένος με την προσοχή σου στην μουσική. Με κλειστά μάτια, ακουστικά η χωρίς, είναι ένας δίσκος που θα απολαύσετε αν του δώσετε την κατάλληλη προσοχή, ώστε να επιτρέψετε να σας παρασύρει στα τοπία που θέλει (στην συγκεκριμένη περίπτωση στον άδειο δενδρόκηπο) και να επιδράσει στις αισθήσεις σας. Σίγουρα δεν είναι εύκολο άκουσμα για κάποιον που δεν είναι μυημένος στο είδος, αλλά είναι μια καλή περίπτωση για κάποιον που θα το τολμήσει.
Rating: 7 / 10
Νίκος Δρίβας
Οι Crippled Black Phoenix (CPB για συντομία) είναι ένα γκρουπ που από το 2009 και ύστερα δεν μας αφήνουν για περισσότερο από ένα χρόνο χωρίς νέες μουσικές. Συνήθως μια τέτοια κατάσταση καταλήγει να είναι, είτε σε μια λούπα ήδη γνωστών ακουσμάτων μέχρι να στερέψουν οι ιδέες, είτε πολύ φρέσκια μουσική και πειραματισμοί. Χωρίς να έχουν αλλάξει τον ήχο τους (σχεδόν στο ελάχιστο) οι CPB, ήρθαν και φέτος με νέο δίσκο, άξιος άραγε των προσδοκιών μας;
Καταρχήν είναι ένα χορταστικότατο άλμπουμ με 12 κομμάτια (κι ενός με αφήγηση) και συνολικό χρόνο: μια ώρα και δέκα λεπτά υπέροχης post-prog-art-rock μουσικής. Σαν σύνολο δεν ξεφεύγει πολύ από τα γνωστά μας ακούσματα. Έχουμε τα γνωστά έγχορδα (βιολιά κ.λ.π.) το οποία είναι πολλές φορές σαν ατμόσφαιρα (με pads κ.λ.π) στο background, Gilmourοειδείς κιθάρες, όμορφα φωνητικά, εναλλαγές σε ένταση, πλήκτρα στυλ Hammond B3, synths & πιάνο also included, όπως πάντα.
Από άποψη ιδιαιτερότητας, το άλμπουμ ξεκινάει «απότομα» με το ρομαντικό / «καψουριάρικο» "Sweeter Than You". Ένα πανέμορφο κομμάτι που δεν περίμενες να ακούσεις ποτέ από αυτό το group. Φωνή & κιθάρα με μια σχεδόν country αισθητική. Απλό λιτό και περνάει ευθέως αυτό που θέλει να πει από τον τίτλο κιόλας. Ένα ακόμη ιδιαίτερο κομμάτι είναι και το "Nothern Comfort" (τραγούδι που έχει γίνει και video clip), με τις straight forward κιθάρες, τις υπέροχα υποτονικές αλλαγές και ένα ΚΟΛΛΑΣΜΕΝΟ σημείο με πληκτράρες που εναλλάσσονται με ανατολίτικα γυναικεία φωνητικά και ένα riff που έχει βγει μισό απ' τον παράδεισο και το υπόλοιπο απ' την κόλαση. Κομμάτι που στέκεται αντάξια σε παλαιά όπως π.χ. "Burnt Reynolds", "Of a Lifetime" κ.λ.π..
Ενδιαφέρον προκαλεί και το "You Will be Murdered". Ιδιαίτεροι στοίχουι, χάλκινα πνευστά / τρομπέτες και ένα refrain, με μία εκρηκτικότητα, όχι παράτολμη, αλλά όσο χρειάζεται για να σου μένει στο μυαλό. Προσωπικά αγαπημένο μένει το "_______" (όσο περίεργο κι αν φαίνεται). Είναι μια απλή αφήγηση, κοινωνική δήλωση η οποία θυμίζει την πολιτική διάσταση των κομματιών που προσφέρει αυτή η μπάντα όλα αυτά τα χρόνια. Μιλώντας στον πρώτο ενικό εναντίων ενός συστήματος χειραφέτησης, ψεύδους, εγκλημάτων, προπαγάνδας και τυφλής υπακοής.
Όμορφα σαν σύνολο κομμάτια είναι και το "NO!" (pt. 1 και 2) είναι ως επί το πλείστον progressive but simple μουσικοί οργασμοί και το "Parasites" όπου εμπεριέχει κάποια τέλεια τοποθετημένα καθαριστικά εφέ. Σαν σύνολο παραμένει ένα ηχητικό δημιούργημα που πατά γερά στις βάσεις μιας συλλογικότητας μουσικών πείθοντας σε, ότι καλές μουσικές (τουλάχιστον από άποψη μουσικότητας, έκφρασης και παραγωγής) θα συνεχίσουν να βγαίνουν, με τουλάχιστον υψηλό μουσικό αλλά και στιχουργικό επίπεδο, γιατί και η ίδια η μουσική είναι είτε έκφραση του πόθου μιας δυνητικά δίκαιης κοινωνίας, είτε έκφραση εναντία του υπάρχοντος τρόπου ζωής και συμπεριφοράς.
Το προϊόν προτείνεται προς αδυσώπητη υπερκατανάλωση.
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Το νέο album της Annie Clark, δηλαδή της γυναίκας που κρύβεται πίσω από το όνομα St. Vincent, είναι από αυτά που δεν αφήνουν ούτε δευτερόλεπτο αναξιοποίητο. Τα 11 συνολικά κομμάτια που θα βρείτε εδώ μέσα είναι προσεγμένα στην εντέλεια: βρίθουν από φαντασία, εξαιρετικές ιδέες και υπέροχες μελωδίες, αποτελώντας ένα απίστευτα δυνατό σύνολο, από αυτά που σπάνια πλέον συναντάει κανείς στην pop.
Όποιος είναι εξοικειωμένος με τις προηγούμενες δουλειές της Annie δεν θα εκπλαγεί ιδιαίτερα με το πόσο καλός είναι ο εν λόγω δίσκος. Όπου κι αν ψάξεις στη δισκογραφία της θα βρεις διαμάντια, με μόνη εξαίρεση το μέτριο προπέρσινο album συνεργασίας με τον David Byrne, που ούτως ή άλλως, όμως, δεν μετράει σαν solo δουλειά. Καλλιτεχνικό της ζενίθ μέχρι τώρα αποτελούσε βέβαια το εξαιρετικό Strange Mercy, όμως με το "St. Vincent" η προσωπική της κορυφή μάλλον αλλάζει κάτοχο.
Ο νέος αυτός δίσκος καταφέρνει κάτι σπουδαίο: διατηρεί τον πειραματικό avant-garde χαρακτήρα που εδώ και χρόνια έχει η μουσική της συμπαθέστατης (και πανέμορφης) Αμερικανής, αλλά γίνεται πιο προσιτός από οποιονδήποτε προηγούμενο - χωρίς φυσικά να πλησιάζει έστω κατά προσέγγιση την έννοια του εμπορικού. Αυτό συμβαίνει διότι και οι αρμονίες πιο γειωμένες είναι, αλλά και οι μελωδίες είναι ακόμα καλύτερες, με αποτέλεσμα να κάνουν πιο φιλόξενο το περιβάλλον για να δεχθεί ο ακροατής ευκολότερα όλους τους περίεργους ήχους της περίφημης κιθάρας της. Επιπλέον, η μουσική είναι αρκετά πιο ρυθμική και εύθυμη συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν, οι στίχοι γεμάτοι με αναφορές οι οποίες σηκώνουν αρκετό γκουγκλάρισμα για όποιον ενδιαφέρεται, το όλο στυλ της θυμίζει αυτό που κάποτε έκανε η Roisin Murphy, ενώ η τεχνική της στην κιθάρα έχει "ξεφύγει" ακόμα περισσότερο, παράγοντας ιδιαίτερους ήχους που μόνο η ίδια μπορεί να γεννήσει μέσα στον εγκέφαλό της. Αυτό το τελευταίο από μόνο του δεν είναι καθόλου αμελητέο: σε μια εποχή απόλυτου κιθαριστικού κορεσμού, υπάρχει μία εφευρετική κιθαρίστρια με ολόδικό της ήχο, που παίζει πράγματα που δεν έχει παίξει κανείς άλλος.
Ο δίσκος έχει τόσο καλό υλικό, που είναι αδύνατον να μην αναφέρουμε ορισμένα highlights. Οι πρώτες ανατριχίλες έρχονται με το εναρκτήριο "Rattlesnake", ένα πανέξυπνο funky κομμάτι με rhythm section που τσακίζει κόκκαλα και ορισμένα από τα καλύτερα κιθαριστικά riffs που έχουμε ακούσει ποτέ από την Annie. Θα μπορούσε να είναι η funk του μέλλοντος. Το υπέροχο "Prince Johnny" λίγο αργότερα λειτουργεί ως μπαλάντα-αντιστάθμισμα στους φρενήρεις ρυθμούς του δίσκου, αποτελώντας μία από τις καλύτερες μελωδικές και στιχουργικές στιγμές του. Τίποτα, όμως, δε συγκρίνεται με την (δυσ)αρμονική ευφυΐα που συναντάμε στο επόμενο κομμάτι, "Huey Newton". Αυτός ο καλοζυγισμένος συνδυασμός του απρόβλεπτου και του catchy στοιχηματίζω ότι θα έκανε μέχρι και τον πρώτο διδάξα (τον David Bowie, ποιον άλλον;) να ζηλεύει για τη συγκεκριμένη σύνθεση. Σίγουρα στις κορυφαίες της, μαζί με το "Marrow" από το sophomore album της και κάνα δυο άλλες. Ρυθμικά δυνατό και το single Digital Witness, το οποίο είναι άμεσα επηρεασμένο από τους funky ήχους του David Byrne στην πρόσφατη συνεργασία τους. Το "I Prefer Your Love" θυμίζει τις παλιές μπαλάντες της Madonna, αλλά και της Sinead O'Connor. Είναι η πιο εύπεπτη στιγμή του δίσκου: καθόλου πρωτότυπη μεν, καθηλωτική μελωδικά δε. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη, ακόμα καλύτερη μπαλάντα, που κλείνει σχεδόν επικά το δίσκο και φέρει τον τίτλο "Severed Crossed Fingers". Στο μεταξύ, δεν πρέπει να παραλείψουμε και το "Regret", ένα ακόμα δείγμα της κιθαριστικής δεινότητας και της δημιουργικής φαντασίας της Annie.
Όπως είναι προφανές, σχεδόν ολόκληρη η tracklist αποτελείται από μικρούς μουσικούς θριάμβους. Το φαινόμενο, δηλαδή, που απαντάται σε όλα τα αριστουργήματα της μουσικής ιστορίας. Το "St. Vincent" μπορεί να μην αποκτήσει ποτέ τη μαζική αποδοχή των κορυφαίων δίσκων της Bjork, όμως πρόκειται για ένα απόλυτα εμπνευσμένο φουτουριστικό έργο και ένα album σταθμό στην πειραματική pop, από μια γυναίκα που ωθεί τη μουσική προς τη σωστή κατεύθυνση.
Rating : 9 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Pages