...You will set the world babe, you will set the world on fire...
Ο David Bowie αποφάσισε να ρίξει μετά από 10 χρόνια μια μουσική βόμβα. Το να βρίσκεται κανείς στην Αγγλία αυτή την περίοδο δίνει επιπλέον διαστάσεις στην ερμηνεία αυτής της πράξης. Το αντίκτυπο ως τώρα είναι μια αξιοπρεπής (γιατί αυτό ξέρουν να κάνουν καλύτερα οι Άγγλοι) μαζική υστερία. Ορισμένοι μάλιστα υπερβάλλουν τόσο ώστε να έχουν δημοσιεύσει ήδη φράσεις σαν την παρακάτω: ‘...αν ήδη έχετε ονειρευτεί κάτι σχετικό με τον Bowie τελευταία...εκείνος ευθύνεται!'. Προσωπικά ονειρεύτηκα κάτι αρκετό διάστημα πριν εμφανιστεί το πρώτο κομμάτι του άλμπουμ. Κρίμα που δεν πιστεύω στις δεισιδαιμονίες.
Το ‘The Next Day' κυκλοφορεί σε μια χώρα που με κανένα τρόπο δεν έχει φύγει ουσιαστικά από τη δεκαετία του 1970 από κοινωνικής και αισθητικής άποψης. Έτσι αναρωτιέται κανείς αν ο Bowie διαμόρφωσε την Αγγλία ή αν απλά αυτός ο άνθρωπος ήξερε πάντα τί μουσική ταίριαζε στη συγκεκριμένη χώρα. Συνεχίζοντας αυτή τη μυστήρια πρακτική κυκλοφορεί αυτό το άλμπουμ σε μία περίοδο που πραγματικά ΜΟΝΟ αυτό έλειπε από το ηθικό και τη διάθεση όσων ζούμε εδώ. Τα πάντα τριγύρω είναι Bowie. Η μόδα, τα χρώματα, οι συνδυασμοί τους, τα θέματα των εκθέσεων στα μουσεία, τα αφιερώματα ταινιών στα εναλλακτικά σινεμά, το μακιγιάζ, τα παπούτσια, τα άρθρα στις εφημερίδες, ακόμα και τα γκράφιτι στους τοίχους.
...I can hear the nation, I can hear the nation cry...
Η σύγκριση με το τέλος της δεκαετίας του 1970, σχεδόν επιτάσσεται από τον ίδιο τον Bowie με τρεις τρόπους. Ο πρώτος είναι το artwork του άλμπουμ και η γενικότερη αισθητική του. Συγκεκριμένα το booklet είναι μια παραλλαγμένη εκδοχή του ‘Heroes'. Το αρχικό εξώφυλλο έχει ‘διαγραφεί' με ένα άσπρο ορθογώνιο που φέρει τον τίτλο του νέου άλμπουμ, ενώ το οπισθόφυλλο περιλαμβάνει ένα ακόμα άσπρο ορθογώνιο πάνω από τους τίτλους των κομματιών του ‘Heroes'. Οι εσωτερικές σελίδες αναπαράγουν χρωματικά την αισθητική των περιοδικών μόδας και των διαφημίσεων της δεκαετίας του '70.
Ο δεύτερος, είναι η μουσική του άλμπουμ η οποία παραπέμπει ευθέως στις μουσικές μέσα από τις οποίες γεννήθηκε το ‘Heroes' δηλαδή την psych rock αλλά και την κλασσική rock.Αποδείξεις του παραπάνω είναι τα ‘The Next Day', ‘The Stars (Are Out tonight)' , ‘Boss of me', ‘Dancing out in space', ‘How does the grass grow ?'.
‘David is extremely healthy, he's rosy-cheeked, he smiles a lot... he still has that power in that chest and in his voice.I couldn't explain why I know that, but I worked with a very healthy and happy David Bowie in the studio." Tony Visconti
Ο τρίτος τρόπος, αφορά τον παραγωγό και μουσικό του άλμπουμ, Tony Visconti ο οποίος έχει στο ενεργητικό του την συμπαραγωγή με τον Bowie παραπάνω των μισών του άλμπουμ. Μια ‘σύντομη' ακρόαση όλων τους εύκολα αποκαλύπτει τα διακριτά στοιχεία που ξεχωρίζουν μια κυκλοφορία στην οποία έχει συμβάλλει ο Visconti από μια άλλη. Το background του Visconti στην παραγωγή άλμπουμ της τζαζ συνέβαλε στην ενσωμάτωση ορισμένων χαρακτηριστικών της τζαζ, μέσα στο ‘Heroes' με τα ‘Sense of doubt' και ‘Neuköln'. Στο ‘The next Day' το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν τα ‘Heat' και ‘Dirty Boys'. Ειδικά στο ‘Dirty Boys' ο σαξοφωνίστας μαζί με το μπασίστα καθορίζουν το χαρακτήρα του κομματιού ενώ οι στίχοι αναφέρονται ευφυώς στην Αγγλική κουλτούρα. Οι ρυθμοί εναλλάσσονται με πραγματικά ερωτικό τρόπο ενώ η ενορχήστρωση, χωρίς την οποία το κομμάτι δε θα είχε κανένα ενδιαφέρον, εξασφαλίζει την ποιότητα του κομματιού εξισορροπώντας στίχους και μουσική με τρόπο που παραπέμπει ευθέως στον Badalamenti και την ατμόσφαιρα ταινιών όπως το ‘Lost Highway' ή το ‘Blue Velvet'.
...Of his women dressed as men for the pleasure of that priest...
Τα συμπεράσματα των παραπάνω συγκρίσεων μικρή σημασία έχουν γιατί το ‘The Next Day' καταργεί ουσιαστικά το πέρασμα των χρόνων˙ όσο και να προσπάθησα υπήρξε εξαιρετικά δύσκολο να επιλέξω σε ποιό από τα προηγούμενα άλμπουμ του με παραπέμπει το. To ‘The Stars (Are Out Tonight)' για παράδειγμα κλείνει το μάτι στο ‘Rebel Rebel' διατηρώντας τον ερμηνευτικό τρόπο και με παρόμοιο βασικό μουσικό θέμα αλλά έχοντας προσθέσει όργανα και περισσότερη ατμοσφαιρικότητα. Με τον ίδιο τρόπο το ‘Valentine's Day' στέκεται δίπλα στο ‘Absolute beginners' υφολογικά και ερμηνευτικά, με περισσότερο δυναμισμό και ηλεκτρισμό στη μουσική...και τελικά όλα τα κομμάτια βρίσκουν τις αναλογίες τους κάπου στην πορεία του Bowie. Η απόπειρα να βρεθεί ένα και μοναδικό αντίστοιχο του ‘The Next Day' στο ‘Diamond Dogs' ή/και στο ‘Candidate' και του ‘Where are we now ?' στα ‘ Sweet thing(Reprise)' και ‘Rock'n roll with me', καταδεικνύει από τη μια μεριά το άσκοπο της προσπάθειας και από την άλλη το γεγονός πως το άλμπουμ αυτό είναι κάτι πραγματικά καινούριο και ξεχωριστό μέσα στην πορεία του Bowie.
Το ‘The Next Day' έχει αξιοσημείωτη δυναμική στους ρυθμούς των κομματιών, που αρκετά από τα προηγούμενα άλμπουμ δεν είχαν. Οι εναλλαγές μέσα στο κάθε κομμάτι είναι πολύ ενδιαφέρουσες και αναδεικνύουν το νόημα και την ατμόσφαιρα που έχουν οι λέξεις.
‘I want to see you clearly before we close the door...I can see you as a corpse hanging from a beam...I can feel you falling, hear you moaning in your room...Oh see if I care. Please, please make it soon...'
Τα δικά μου αγαπημένα κομμάτια είναι αυτά στα οποία παίζει και ο Visconti μουσική. ‘Love is Lost, ‘Valentine's Day', ‘(You will) Set the world on fire', ‘You feel so lonely you could die', ‘Dirty Boys' και ‘Heat'.
Κάπου εδώ πρέπει να σας εκμυστηρευτώ μια κάπως περίεργη σκέψη. Είμαι πεπεισμένη ότι ακούω το ‘Hallo Spaceboy' μέσα από το‘If you can see me'. Ήταν τόσο έντονη η αίσθηση αυτή που μόνο όταν τα έβαλα να ακούγονται ταυτόχρονα το ένα μέσα στο άλλο, μπόρεσα να τη δικαιολογήσω. Ομολογώ πως αυτή είναι μια απόπειρα που δημιουργεί ατμόσφαιρα έντονων παραισθήσεων και μουσικό χάος. Μην το δοκιμάσετε μόνοι σας και ώρα πρωινή!
...This chaos is killing me. So bye bye love...And the chaos is calling me...
Τη στιγμή που τελειώνει αυτό το κείμενο έχουν συμβεί αρκετά γεγονότα στη μουσική και πολιτική σκηνή της Αγγλίας τα οποία παραπέμπουν με ανησυχητικό και μοναδικό τρόπο στην περίοδο 1975-1990. Με αυτό το δεδομένο, είναι αρκετά δύσκολο να μην ασπαστεί κανείς έστω και ελάχιστα, θεωρίες συνωμοσίας που περιλαμβάνουν και τον Bowie. Προς το παρόν, χαίρομαι που οι headliners του φετινού φεστιβάλ στο Hyde Park είναι οι Rolling Stones...και που το ‘Rock'n roll suicide' μαζί με το ‘Five years' επανεμφανίσθηκαν ερμηνευτικά, σημειολογικά και ρυθμικά με αυτό τον πανέξυπνο τρόπο μέσω του ‘You feel so lonely you could cry'!
...Dancing face to face something like drowning...
Rating: 9 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Έπειτα από αρκετά EPs και singles, το πρώτο ολοκληρωμένο album των Daughter στην ιστορική 4AD είναι γεγονός. Η μπάντα μάς έρχεται από το Λονδίνο, γεγονός που φωνάζει από τη μουσική τους. Πρόκειται για μια εντελώς εναλλακτική άποψη της folk, με αιθέριες ηλεκτρικές κιθάρες αντί για ακουστικές (οι οποίες ακούγονται πολύ σπάνια), pop φωνητικά με πεντακάθαρη βρετανική προφορά (αλλά καθόλου βαριά...Λονδίνο βλέπετε) και ήχο που θυμίζει το μινιμαλισμό των xx (συμπολίτες τους φυσικά). Οι μελωδίες είναι οι κλασικές που συναντάμε στα indie folk και pop συγκροτήματα της τελευταίας πενταετίας.
Η μελαγχολική, εύθραυστη ατμόσφαιρα του If You Leave μπορεί να θυμίζει χιλιάδες μέτριες χιπστεριές που βγαίνουν και τυχαίνει να ακούμε καθημερινά, ωστόσο εδώ υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Οι στίχοι της μπάντας είναι τόσο καλοί, που καθίσταται σχεδόν απαγορευτικό να την κατατάξουμε μαζί με τις άλλες. Με άλλα λόγια, αποκλείεται να είναι δήθεν.
Οι αφηγήσεις της Elena Torna, καταφέρνουν να είναι ταυτόχρονα και ποιητικές, αλλά και αυθόρμητες. Εκεί που η στιχουργική δημιουργεί τη μία εικόνα μετά την άλλη και παραπέμπει στη λογική του "έντεχνου", ξαφνικά σου πετάει απλές φράσεις τόσο ευαίσθητες, που σε στέλνουν αδιάβαστο εσένα που σνόμπαρες τους στίχους και άκουγες τις μπάντες μόνο για τη μουσική τους. Προσέξτε, για παράδειγμα, πόσο όμορφα μεταβαίνει από το ένα ύφος στο άλλο στο Tomorrow:
"By tomorrow we'll be lost amongst the leaves,
in a wind that chills the skeletons of trees,
and when the moon, it shines, I will leave two lines.
Find my love, then find me.
Don't bring tomorrow,
'cause I already know...
... I'll lose you..."
Είναι εκπληκτικό το πώς οι στίχοι καταφέρνουν να είναι σκοτεινοί και μακάβριοι και την ίδια στιγμή ουσιαστικοί, χωρίς δηλαδή να ακούγονται στιλιζαρισμένοι και επιτηδευμένοι.
Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να παραθέσω μερικά ακόμη αποσπάσματα. Στο Youth, κομμάτι που περιέργως μετρά εδώ και καιρό πολλά εκατομμύρια views στο youtube και είναι και το καλύτερο ίσως του δίσκου, ακούμε την Torna να τραγουδάει:
"And if you're still breathing, you're the lucky ones
'Cause most of us are heaving through corrupted lungs
Setting fire to our insides for fun
Collecting names of the lovers that went wrong"
για να συνεχίσει με το συγκινητικό:
"We are the reckless
We are the wild youth
Chasing visions of our futures"
Άλλες εξίσου όμορφες στιχουργικά στιγμές έχουμε στο Human:
"Underneath the skin there's a human
Buried deep within there's a human
And despite everything I'm still human"
Αλλά και στο Smother:
"In the darkness I will meet my creators
And they will all agree, that I'm a suffocator"
Γενικότερα, είναι τόσο εμπνευσμένοι οι στίχοι των Daughter, που δύσκολα δεν θα λυγίσεις. Δεν συνηθίζω να στέκομαι τόσο πολύ στον τομέα αυτόν, αλλά σπάνια γράφονται τόσο σπουδαίοι στίχοι πλέον. Όποιος ακούσει το album χωρίς να δώσει σημασία στους στίχους, θα έχει γευτεί λιγότερο από το 50% της ομορφιάς του. Διότι μουσικά, η σκοτεινή πειραματική folk του συγκροτήματος εμφανίζεται κάπως λειψή. Από μόνη της δεν συνιστά κάτι το εντυπωσιακό. Δεν οδηγεί σε πολύ δυνατές συνθέσεις, ούτε συνιστά μία ιδιόκτητη ακριβώς ταυτότητα για το συγκρότημα. Επειδή όμως είναι εμφανές ότι ταλέντο και ψυχή υπάρχουν, αν εξελιχθούν μουσικά ενδεχομένως να ακούσουμε θαύματα από αυτούς στο μέλλον.
Rating : 7 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Πριν από 2 χρόνια, όταν ο Trevor Powers μάς συστήθηκε ως Youth Lagoon με το ντεμπούτο του, είχα συμπεριλάβει το συγκεκριμένο album στη λίστα μου με τα 30 καλύτερα albums του 2011 (η αυταρχική ηγεσία του postwave.gr, βέβαια, δεν επέτρεψε σε κανένα συντάκτη να αναφέρει περισσότερα από 10-15 albums, με αποτέλεσμα τελικά να μη χωρέσει!). Σε ένα κείμενο τότε που δημοσίευσα στο προσωπικό μου blog είχα γράψει: "Γλυκιά σαν ένα πρώτο φιλί, αλλά και μελαγχολική σαν την εφηβική νοσταλγία, η μουσική του Powers βασίζεται σε πολύ απλές αλλά μεστές μελωδίες και εκφράζει μια έντονη εσωτερικότητα. (...) Το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι κάτι πολύ βαθύ ή εντυπωσιακό, όμως είναι σίγουρα όμορφο και απολαυστικό. (...) Ευχόμαστε ο Trevor να μη χάσει ποτέ την αγνότητά του και την ειλικρίνεια στην έκφρασή του, ώστε να συνεχίσει να μας χαρίζει εξίσου όμορφες δουλειές."
Αν και είχα πιστέψει στον τύπο αυτό εξαρχής, το άκουσμα του δεύτερου δίσκου του αποδείχθηκε σχεδόν σοκαριστικό. Η μουσική του Trevor έχει μεν διατηρήσει την τρυφερότητα και την αφέλειά της, αλλά έχει εξελιχθεί απίστευτα πολύ. Οι μελωδίες παραμένουν απλές, γλυκές σαν ζάχαρη και κολλητικές σαν μέλι, αλλά η δομή των συνθέσεων και οι ενορχηστρώσεις έχουν αποκτήσει εντελώς άλλες διαστάσεις. Μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, εντονότερη ποικιλομορφία, εξονυχιστικά δουλεμένες και στην εντέλεια προσεγμένες λεπτομέρειες διάχυτες παντού. Παραγωγή αρκετά lo-fi, που όμως γεμίζει το χώρο με αμέτρητα layers και απροσδιόριστους ήχους εδώ κι εκεί. Η εξαιρετική πολυεπίπεδη σύνθεση ευτυχώς υπογραμμίζεται και δεν κουκουλώνεται. Οι συνθέσεις ξετυλίγονται με αβίαστη φυσικότητα, συχνά εκπλήσσουν με αναπάντεχα γυρίσματα και αλλαγές και (το σημαντικότερο) τρυπώνουν εύκολα και άμεσα στο μυαλό και την καρδιά.
Αν έπρεπε να αποτυπώσουμε τις μουσικές επιρροές του Trevor Powers όπως προκύπτουν από το Wondrous Bughouse, θα λέγαμε ότι το άκουσμα μοιάζει με μια διαρκή παλινδρόμηση μεταξύ των πειραματικών dream pop αναφορών (The Antlers, Deerhunter, κ.ά.) που είναι οικείες και από το προηγούμενο album και των ψυχεδελικών στοιχείων που έχουν εισέλθει σε τούτο εδώ για πρώτη φορά, διεκδικώντας μάλιστα πολύ μεγάλο μερίδιο της ηχητικής πίτας. Τα δύο pop αριστουργήματα των Beach Boys (Pet Sounds και Smile) για μια ακόμη φορά αποδεικνύουν τη διαχρονικότητά τους. Το Third Dystopia μοιάζει πνευματικό τέκνο του πρώτου, ενώ το Attic Doctor και το Sleep Paralysis (στην αλλαγή στο 1:43) βροντοφωνάζει ότι πηγάζει από τους ψυχεδελικούς πειραματισμούς του Brian Wilson στο Smile, όταν προσπαθούσε να αποδομήσει την pop φόρμα. Σίγουρα ο Powers δεν αγγίζει την ευφυία του Wilson, αλλά είναι σε πάρα πολύ καλό δρόμο. Κάποιοι από τους πειραματισμούς του Brian Eno επίσης πρέπει να έχουν παίξει το ρόλο τους στη δημιουργική κατεύθυνση του δίσκου. Και βέβαια, ακούμε και πιο σύγχρονους, νεοψυχεδελικούς καλλιτέχνες, όπως MGMT (Pelican Man) και κυρίως Animal Collective, ο χαοτικός ήχος και τα αλλόκοτα φωνητικά των οποίων έχουν συνεισφέρει καθοριστικά στον ήχο (και τα φωνητικά αντίστοιχα) του Powers.
Το θαυμάσιο στο Wondrous Bughouse είναι ότι αν και δανείζεται πάμπολλα στοιχεία από το παρελθόν, η παραγωγή είναι τόσο σύγχρονη, που τα κάνει να ακούγονται έως και φουτουριστικά! Εξάλλου τα στοιχεία αυτά έχουν περαστεί πολύ σωστά: δεν έχουν αντιγραφτεί, αλλά έχουν αφομοιωθεί και ενσωματωθεί στη μοναδική έμπνευση του καλλιτέχνη και την όλη Youth Lagoon αισθητική.
Αξίζουν συγχαρητήρια στον Powers που δεν επαναπαύτηκε στον (προφανώς ακόμα μοντέρνο) ήχο που είχε ακολουθήσει πριν 2 χρόνια και ρίσκαρε στα 23 του να κολυμπήσει στα βαθιά νερά της pop, με κίνδυνο το φιλόδοξο εγχείρημά του να καταλήξει μια παρωδία των Animal Collective. Έχοντας βελτιωθεί και επεκταθεί θεαματικά, πλέον βρίσκεται σε άλλο επίπεδο και είναι σίγουρο ότι η καριέρα του θα απογειωθεί. Το Wondrous Bughouse είναι ένα εναλλακτικό pop διαμάντι. Είναι από τις καλύτερες μέχρι στιγμής κυκλοφορίες του 2013 και θέτει μια υποψηφιότητα για δίσκο της χρονιάς.
Rating : 8,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Οι εκ του Μπέλφαστ προερχόμενοι Girls Names μας συστήθηκαν πριν από περίπου δύο χρόνια με τον πρώτο τους δίσκο "Dead to me". Ο τίτλος του θα μπορούσε να αναφέρεται σε κάποια σκληρά λόγια που ειπώθηκαν μετά το τέλος μιας σχέσης, όμως στην πραγματικότητα η μπάντα ήθελε με αυτό τον τρόπο να δείξει πως είχε ξεπεράσει τον ήχο του ντεμπούτου τους και πως ήδη ετοίμαζαν τα επόμενα τους βήματα (εδώ πρέπει να σημειωθεί πως ο δίσκος για διάφορους λόγους βγήκε στην αγορά ένα χρόνο μετά την ηχογράφηση του).
Το 2013 βρίσκει τους Girls Names να κυκλοφορούν το νέο τους πόνημα με τον αυτονόητο τίτλο "The New Life". Οι διαφορές με το ντεμπούτο τους είναι αρκετές, από τον ίδιο τον ήχο, μέχρι τον τρόπο που διαχειρίζονται τις συνθέσεις τους. Την παραγωγή έχει αναλάβει ο Cathal Cully, frontman αλλά και συνθέτης της μπάντας, o οποίος έχει κάνει μια σχεδόν αψεγάδιαστη δουλειά πίσω από την κονσόλα. Το μόνο αρνητικό που θα μπορούσα να πω είναι πως ίσως θα έπρεπε το μπάσο να έχει μια πιο έντονη παρουσία σε κάποια κομμάτια.
Το L.P. ξεκινάει κάπως "άτσαλα" με μια ίσως αχρείαστη εισαγωγή των 50 δευτερολέπτων (Portrait) η οποία θα μπορούσε να αντικατασταθεί από το bonus track του δίσκου με τίτλο "Visions". Όμως το πρώτο τραγούδι του δίσκου "Pittura Infamante", που κατά την άποψη μου είναι και το καλύτερο, σε καθηλώνει. Εδώ οι Girls Names κάνουν κάτι μαγικό, καταφέρνουν να χωρέσουν μέσα σε 5 σχεδόν λεπτά τις 60's επιρροές τους σε συνδυασμό με αυτές της δεκαετίας του 80 και όλα αυτά με μία σύγχρονη οπτική όσον αφορά την παραγωγή. Τα κουπλέ του τραγουδιού δεν θα μου έκανε εντύπωση αν προέρχονταν από κάποια μπάντα της Creation Records η οποία περιόδευε με τους House of Love, ενώ οι γραμμές στα φωνητικά του ρεφραίν σε συνδυασμό με τα πλήκτρα που θυμίζουν φαρφίσα παραπέμπουν σε ψυχεδελική μπάντα των 60's. H συνέχεια του "The New Life" κινείται στα ίδια επίπεδα, mid tempo συνθέσεις, κιθάρες με μπόλικο reverb και delay, ρυθμικές και ριφ να "δένουν" με τα διακριτικά πλήκτρα και τα σταθερά, επιτηδευμένα μονότονα, ρυθμικά. Το μόνο που θυμίζει τους Girls Names του "Dead to Me" είναι τα απομακρυσμένα φωνητικά του Cully. Πολύ καλή στιγμή του άλμπουμ είναι και το "Occulations", μια αρκετά ευφυής σύνθεση η οποία "φρενάρει" λίγο την ταχύτητα του δίσκου πριν μπει το σαφώς πιο γρήγορο "A second skin" και το αριστουργηματικό "Τhe Olympia". Τα δύο επόμενα κομμάτια,"Notion" και "Projektion" αποτελούν ίσως και το σημείο που φαίνεται να κάνει μία "κοιλιά" το όλο σύνολο και λειτουργούν σαν fillers πριν αυτός κλείσει με το πολύ καλό ομώνυμο του δίσκου τραγούδι.
Σε γενικές γραμμές οι Girls Names έκαναν μια αριστοτεχνική, από διάφορες απόψεις, στροφή στον ήχο τους η οποία θα τους βοηθήσει να μην μείνουν απλώς στο hype που τους χάρισε η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά αλλά να προχωρήσουν ένα βήμα μπροστά και να δουλέψουν ακόμα περισσότερο για τον τρίτο τους δίσκο. Πάντως μόνο τυχαίο δεν είναι πως στράφηκαν σε πιο dark ήχους, προερχόμενοι από μία χώρα που και παράδοση έχει και δοκιμάζεται για άλλη μια φορά στην ιστορία της.
Rating : 7 / 10
Αντώνης Κωνσταντάρας
Σαν χθες φαντάζει ο καιρός που οι Foals είχαν αρχίσει να γίνονται γνωστοί. Ήταν αρχές του 2008 και με το ντεμπούτο τους "Αntidotes" τότε, όλοι έκαναν λόγο για μια μπάντα με πολύ φρέσκο ήχο, που θα μας απασχολούσε για χρόνια. Ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες είχαμε έναν επιπλέον λόγο να ενθουσιαζόμαστε και να νιώθουμε υπερήφανοι, χάρη στην ελληνική καταγωγή του frontman, Yannis Philippakis.
Πέντε χρόνια αργότερα, οι Foals παραμένουν "φρέσκοι" όπως και τότε. Μπορεί να άλλαξαν και να ωρίμασαν τον ήχο τους με επιτυχία στο 2o album (που μάλλον θα μείνει ως το καλύτερό τους), αλλά δεν επαναπαύθηκαν. Έτσι, στον τρίτο τους δίσκο ακούμε και πάλι έναν ήχο διαφορετικό. Οι κιθάρες έχουν βαρύνει, τα φωνητικά έχουν γκαζώσει και οι ρυθμοί έχουν funk-έψει ελαφρώς, με την indie ταυτότητα όμως να στέκει ακλόνητη. Είναι ευχάριστο και εκτιμητέο να βλέπεις ότι μετά από 2 επιτυχημένους δίσκους η μπάντα έχει ακόμα την ανησυχία για αλλαγές και πειραματισμούς.
Παρόλα αυτά, με όση υποκειμενικότητα συνεπάγεται το παρακάτω, ούτε ο ήχος είναι καλύτερος από τους προηγούμενους, ούτε η νέα αυτή φόρμουλα γέννησε ιδιαίτερα δυνατά κομμάτια. Ίσως η στροφή έγινε κάπως τεχνοκρατικά, ίσως δεν υπήρξε αρκετή έμπνευση, ίσως δεν δουλεύτηκαν οι ιδέες όσο χρειαζόταν ώστε να ωριμάσουν και να ολοκληρωθούν. Τα κομμάτια ακόμα και μετά από αρκετές ακροάσεις δεν φανέρωσαν καλούδια που να συγκρίνονται με το "This Orient", το "Balloons" ή το "Spanish Sahara". Όσο ορμητικά κι αν ξεχύνεται το καλό πρώτο single "Inhaler", όσο πιασάρικο κι αν είναι το δεύτερο single "My Number", δεν καταφέρνουν να γίνουν κάτι παραπάνω από συμπαθή. Πέρα από αυτά, ωραία πράγματα συμβαίνουν και στο "Out Of The Woods", όπου το δίδυμο drums και μπάσο μαζί με τα κρουστά που κεντάνε χτίζουν μια θαυμάσια ρυθμική βάση, όπως και στο μελωδικό και ατμοσφαιρικό "Stepson", που επίσης συγκαταλέγεται στις δυνατές στιγμές του album. Κομμάτια όλα τους όμορφα, όμως και πάλι τίποτα το συναρπαστικό .
Καταλήγοντας, ομολογουμένως η κριτική αυτή είναι αυστηρή. Δε θέλω να υπάρξουν παρεξηγήσεις, σε καμία περίπτωση το αποτέλεσμα δεν είναι κακό. Το ζήτημα είναι ότι από τους συγκεκριμένους περιμέναμε κάτι αρκετά καλύτερο από το μέτριο. Και η απόσταση που χωρίζει το Holy Fire από το μέτριο είναι μικρότερη σε σύγκριση με αυτήν που το χωρίζει από το εξαιρετικό.
Rating : 6,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Στην σκηνή του dark alternative πάντα ξεπεταγόταν ένα νέο όνομα που θα τάραζε λίγο τα νερά. Τα τελευταία χρόνια μόνο, στην δεκαετία που διανύουμε, μου έρχονται κατά νου τρία ονόματα, οι Phoenix Catscratch που δυστυχώς όμως διαλύθηκαν πολύ σύντομα, οι Wonky Doll And The Echo και οι Electro Vampires που μας απασχολούν σε αυτό εδώ το κείμενο. Μια και αρκετοί ίσως να μην έχετε ακόμα επαφή με το συγκρότημα, λίγα βιογραφικά για αρχή.
Οι Electro Vampires δημιουργήθηκαν στη Θεσσαλονίκη το 2010 και ήρθαν όπως λένε οι ίδιοι «να ξαφνιάσουν με το μεθυστικό και σκοτεινό ήχο τους που άλλες φορές σε ταξιδεύει και άλλες φορές σου ανεβάζει την αδρεναλίνη με το συναίσθημα που βγάζει προς τα έξω, παίζοντας τραμπάλα με το εσωτερικό ψυχικό σου κόσμο. Bauhaus διάθεση, βαρύγδουπες μπασογραμμές, κραυγές, μαύρους στίχους και καταστροφικές creepy κιθάρες». Έχουν δώσει αρκετές συναυλίες, μερικές από τις οποίες ήταν ανοίγοντας για συγκροτήματα όπως 13th Moon, Puressence, Pierced Arrows, Ozric Tentacles και Peter Hook στην συμπρωτεύουσα.
Τους είχα δει όταν πραγματοποίησαν την δεύτερη τους ζωντανή εμφανίση στην Αθήνα πριν ένα χρόνο περίπου. Δεν ήξερα τίποτα για αυτούς τότε και μπορώ να πω ότι με κέρδισαν πολύ εύκολα. Δυναμικοί πάνω στην σκηνή, έδωσαν ένα πολύ καλό performance, ανεβάζοντας το κοινό με τις crossover, dark, deathrock, electronic, vampire αναφορές τους και συνθέσεις όπως με το "Vamp" που σίγουρα αποτελεί το πρώτο τους χιτάκι. Μάλιστα το παρευρισκόμενο κοινό ήταν γνώριμο στο άκουσμα του και αρκετά ενθουσιώδες στην απόδοση του.
Καταφέρνουν να ενσωματώνουν το στοιχείο των βαμπίρ με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μην γίνεται γραφικό η κουραστικό. Μάλιστα το χρησιμοποιούν όπως παλιότερα πρωτοπόρα συγκροτήματα του είδους που διέθεταν και το κατάλληλο χιούμορ και την προσωπικότητα. Ο ήχος τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σκοτεινό post-punk/garage rock. Με πολλές επιρροές από κλασικές ασπρόμαυρες ταινίες τρόμου, δείχνουν να κατέχουν καλά την horror αισθητική, κάτι που έχω να δω δεκαετίες από συγκρότημα. Το μεγάλο τους όπλο όμως είναι ότι καταφέρνουν με έναν διαολεμένο τρόπο να ακούγονται σύγχρονοι, φρέσκοι και καθόλου παρωχημένοι.
Η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά που τιτλοφορείται "Behind The Eyes Of The Shadow" είναι ένας δίσκος που ηχογραφήθηκε σε τέσσερις μέρες με κάποια overdubs στις κιθάρες και πλήκτρα, προσπαθώντας έτσι να δημιουργήσουν ένα ωμό και ζωντανό ήχο, διατηρώντας την ενέργεια και τη στάση του συγκροτήματος που υπάρχει επί σκηνής. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, δείχνουν δουλεμένο και δεμένο σύνολο και οι συνθέσεις τους είναι αξιοπρόσεκτες. Ακροβατώντας ανάμεσα στο σκοτεινό ("Point Of View", "Angel Reaper") και το garage ροκ ("Sadistic Secret Love", "Bottom", "Show Me Love"), μπορούν να σε εκπλήξουν και με εύθραυστες μπαλάντες όπως το "Confusion", που αναδιπλώνει ένα συναισθηματικό φόρτο και κορυφώνεται όσο ρέει το κομμάτι εμπλουτισμένο με τα κατάλληλα έγχορδα. Ξεχωρίζει ακόμα το "Machine Gun" που οδηγείται από ένα ασυγκράτητο alternative groove. Προσωπικές μου αδυναμίες είναι το "Eternal Love In Sickness And In Death" που έχει το προσωπικό ήχο του συγκροτήματος και δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί εύκολα και το "Procreation Of The Wicked" που είναι λες και ξεπήδησε από τις πρώιμες μέρες των Bauhaus. Τελευταίο κομμάτι ποιο άλλο, το "Vamps"!
Οι Electro Vampires είναι οι Lens (κιθάρα), Go Sha (πλήκτρα), Y.O.P.J. (τύμπανα), Nicola (μπάσο) και Sugar (φωνητικά) και κρίνοντας από το ντεμπούτο τους πιστεύω ότι έχουν χαράξει πλώρη για ακόμα καλύτερα πράγματα. Μέχρι τότε απολαύστε το "Behind The Eyes Of The Shadow" και έχω την αίσθηση πως η ιστορία αυτή μας αφήνει με τους κλασικούς τίτλους τέλους των σχετκών ταινιών: To be continued...
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
Στο δεύτερο τους δίσκο εδώ, βρίσκουμε τους New Zero God με νέα σύνθεση, η οποία περιλαμβάνει πλέον τρία original μέλη των πάλαι ποτέ Flowers Of Romance, τους Μιχάλη Πούγουνα (φωνή), Χάρη Σταύρακα (μπάσο) και Αχιλλέα (Lao) Γερομόσχο (κιθάρες). Συμπληρώνει το ιδρυτικό μέλος των New Zero God, Δημήτρης Sidheog Στεβής (τύμπανα), πρώην μέλος και αυτός με την σειρά του των The Drops και Nexus. Έχουν απλοποιήσει ακόμα πιο πολύ τον ήχο τους από το ντεμπούτο του σχήματος "Fun Is A Four Letter Word" πίσω στο 2010. Τώρα μένουν εντελώς στα βασικά, φωνή, κιθάρα, μπάσο και τύμπανα. Το "MMXIII" γενικά περιέχει δέκα συνθέσεις που κατά βάση κινούνται στο κιθαριστικό Gothic/Post Punk χώρο και όπως είχαμε πει και τότε ακολουθούν την περπατημένη του είδους που καρποφόρησε στην Γηραιά Αλβιώνα. Πράγμα που μάλλον λειτούργησε ως καταλύτης για την ανταπόκριση της αγγλικής Secret Sin Records που κυκλοφόρησε τον δίσκο. Όλες οι συνθέσεις έχουν ένα δυναμισμό, που κάνουν το δίσκο να ροκάρει (βλέπε "Hypnotized", "No Cure For Love", "Angeline").
Η έκπληξη έρχεται από την αρχή με το εναρκτήριο και επικό "Damaged" που μας πάει πολλά χρόνια πίσω στις πρώτες εποχές των Fields Of The Nephilim και του "Dawnrazor" ειδικότερα. Ο καλπάζον ρυθμός στα τύμπανα στρώνει το πεδίο για τις slide κιθάρες και την μεταμορφωμένη φωνή του Μιχάλη Πούγουνα που εδώ φέρει το κατάλληλο γρέζι. Ξεχωρίζει ακόμα το "Sinners & Lovers" που αποτελεί και την αποκάλυψη του δίσκου. Εδώ οι New Zero God χτυπούν φλέβα και μας πάνε σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η χρυσή εποχή των 80's, όπου το νέο-ροκ μεσουρανούσε και όλα φαινόντουσαν πιθανά. Η νεοκυματική διάθεση επικρατεί και σου δίνεται μια αίσθηση ότι ακούς όλα σου τα αγαπημένα στοιχεία από την συγκεκριμένη εποχή μέσα σε ένα μόνο κομμάτι. Ακούσματα που αγγίζουν ευαίσθητες χορδές και πιάνουν κάτι από The Cult μέχρι Simple Minds! Τα ίδια περίπου μπορούμε να πούμε και για το ανεβαστικό "In Dreams We Trust" που αποπνέει μια πιο αισιόδοξη νότα. Το "Until The End Of The Line" που κλείνει το δίσκο μας επιφυλάσσει μια ακόμη έκπληξη. Το sustain της κιθάρας φέρνει λίγο σε "Heroes" , σαφώς επηρεασμένο από τις τεχνικές που εφηύραν ο Bowie και ο Eno πίσω στην δεκαετία του '70 και άλλαξαν το πρόσωπο της ροκ μουσικής.
Αυτό που αντιλαμβάνεται κανείς από τις συνθέσεις καθώς παίζουν στο player είναι ότι τα μέλη διαθέτουν μια φοβερή συνθετική ικανότητα και καταφέρνουν με απλά μέσα να παρουσιάσουν τόσο ολοκληρωμένα και καλά δουλεμένα κομμάτια. Τα τραγούδια ρέουν αβίαστα, γεμάτα μελωδίες, ωραίους σκοπούς και μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων και riff στην κιθάρα. Οι συνειρμοί με Flowers Of Romance είναι αναπόφευκτοι. Αν ήταν να έβγαινε σήμερα δίσκος τους το "MMXIII" θα κάλυπτε την θέση αντάξια. Φυσικά και ηχεί ρετρό, άλλωστε μιλάμε για old school goth rock, αλλά οι New Zero God εδώ σπάνε τα όποια trend στερεότυπα και παρουσιάζουν κάτι που είναι απενοχοποιημένο από κολλήματα και γεμάτο αυθορμητισμό. Πιστοί προσέλθετε!
Rating: 7,5 / 10
Νίκος Δρίβας
...I'll bring to an end what somehow I never got started...
ή αλλιώς μια ακόμα απόδειξη, ότι όλα αλλάζουν...συνήθως προς το κακό. Το ‘Even the devil doesn't care' είναι τρανή απόδειξη του ότι οι Diorama εγκαταλείπουν το ρομαντισμό που τους προσδιόριζε ως και το ‘A different life', στιχουργικά και ρυθμικά. Οι αναζητήσεις τους άλλωστε προς τα πιο ψυχρά industrial μονοπάτια είχαν ήδη ξεκινήσει από εκεί. Το ‘Cubed' αποδεικνύεται ως μια καλή εισαγωγή στο τωρινό άλμπουμ τους.
...and I know that this comedy is over. It's over. The demons are wide awake. And don't try to fool me...
Το ‘Even the devil doesn't care' μας συστήνεται με άλλου είδους εξώφυλλο και artwork και μ' ένα τίτλο που προκαλεί ανατριχίλα στον οποιονδήποτε. Η αρχή με τις πρώτες νότες του ‘Maison du tigre' που εξελίσσεται παίρνοντάς μας από το χέρι αλλά και αργότερα, το θέμα του ‘The Expatriate' παραπέμπει μονοσήμαντα σε κομμάτια της μελωδικής idm. Τα φωνητικά σε όλα τα κομμάτια με ελάχιστες εξαιρέσεις φέρνουν στ' αυτιά τον απόηχο των Blind Guardian, Diary of Dreams , 69 eyes και υπό αυτή την έννοια φαίνεται οι Diorama να σκιάζουν λίγο το δικό τους χαρακτήρα. Η εισαγωγή στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη συμφωνική ροκ είναι επιπλέον στοιχείο, η έμφαση σε πιο στατικούς darkwave, electrogothic ρυθμούς (π.χ Hope) είναι επίσης σπάνιο στοιχείο. Είναι σα να βάζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους σε αργή κίνηση. Φυσικά το ταλέντο των Diorama, που ήταν πάντα τα μελωδικά γυρίσματα, βρίσκει την έκφρασή του και σε αυτό το άλμπουμ, όχι όμως όπως στο παρελθόν.
...you carry something with you that isn't needed anymore...Is it your hope that you can't keep in check? Is it your hope that won't give you anything back?'
Αυτή τη φορά οι Diorama δεν είναι ρομαντικοί, δε χαϊδεύουν, είναι κυνικοί, είναι σκληροί, απογοητευμένοι και συνειδητοποιημένοι. Φαίνεται πως η μουσική παίζει μικρό ρόλο στο συγκεκριμένο άλμπουμ προς όφελος των στίχων. Παραδόξως με πέτυχαν κι εμένα σε μια περίοδο, όπου, σημειολογικά τουλάχιστον οι στίχοι των κομματιών τους, αποδείχτηκαν αναπάντεχα, σφοδρά και εξαιρετικά χρήσιμοι! Για την ακρίβεια αν ποτέ, έχετε μια μυστήρια και ασυνείδητη ανάγκη να σας βοηθήσει κάτι να πάρετε την απόφαση να δώσετε μια ‘κλωτσιά' σε καταστάσεις, μακάρι η βοήθεια να έρθει με τέτοια δύναμη και αποστομωτική βεβαιότητα, όπως αυτή που εκφράζουν οι στίχοι του ‘Over'. Μακάρι εκεί που κάθεστε απορροφημένοι σ' ένα σωρό συναισθήματα και σκέψεις, να πατήσετε κυριολεκτικά ένα κουμπί και εκεί που δεν το περιμένετε ν'ακούσετε την απόφαση που πρέπει να πάρετε μέσα από τους στίχους ενός κομματιού...σα να ήξερε αυτός που το έγραψε πόσο συμπίπτουν τα νοήματα με τις σκέψεις σας. Και στο τέλος αφού πάρετε τις λυτρωτικές αποφάσεις σας να υπάρχει ένα κομμάτι σαν το ‘Hope' για να τις εκλογικεύσετε.
Το δικό μου συναίσθημα ήταν απελευθερωτικό. Μετά από 5 μέρες συνεχών ακροάσεων, 5 βράδια με ανεξέλεγκτα όνειρα, εν μέσω των οποίων ξυπνούσα σε παραζάλη με τη μελωδία και τους στίχους του ‘Over' στο κεφάλι μου, μπόρεσα να αντιμετωπίσω πραγματικά βασανιστικά συναισθήματα.
Thank God I am an atheist so I am not on a waiting list...
Σας εύχομαι κάποια στιγμή να έχετε μια αντίστοιχη πρωτότυπη, αναπάντεχη και χρήσιμη εμπειρία με τη μουσική.
Στο πλαίσιο των παραπάνω, θεωρώ πως αυτό είναι ένα άλμπουμ που σκοπό έχει να παροτρύνει σε σκέψεις, αποφάσεις και πράξεις. Η μουσική δε χορεύεται, όπως στο ‘A different life', δε θα είχε νόημα να χορεύονται αυτοί οι στίχοι. Τα ‘My favourite song' και ‘The Scale' (δομημένο πάνω σε χιλιοακουσμένους industrial ρυθμούς) θυμίζουν εκφραστικά τους παλιότερους αγαπημένους μου Blind Guardian, ενώ το ‘Weiss und Anthrazit' θα μπορούσε να ήταν κομμάτι του τελευταίου acoustic άλμπουμ των Diary of Dreams.Το ‘The Expatriate' είναι ένα μετριότατο κομμάτι μουσικά, με στίχους που αντιστοιχούν στην ιστορία του Django.
...find me walking over trap doors that swallow every plan. I'll be waiting in the death zone never waste a thought on me again...
Ξεχάστε τα samples του ‘A different life', ξεχάστε τους ξεσηκωτικούς ρυθμούς, ξεχάστε τις ρομαντικές μελωδιούλες και το υποβόσκων συναίσθημα ερωτικής ή όποιας άλλης θετικής επιθυμίας˙το άλμπουμ αυτό πατάει πολύ γερά στη γη και δεν αφήνει περιθώριο για αυταπάτες ούτε στο απλό επίπεδο της επιθυμίας για χορό. Synths και πλήκτρα παίζουν και εδώ πρωταρχικό ρόλο στις μελωδικές εναλλαγές μέσα στα κομμάτια ενώ διάφορα πνευστά, όπως οι φλογέρες, συμπληρώνουν τα synths μαζί με συγχορδίες στις ηλεκτρικές κιθάρες, τις οποίες συνήθως συναντάμε σε metal κομμάτια. Ο ήχος, όπως και οι στίχοι, είναι ο πιο σκληρός της μέχρι τώρα πορείας τους.
...I know I can reach the impossible goal the vanishing point of desire...
Το επιπλέον ποιητικό στοιχείο στους κατά τα άλλα σκληρούς νοηματικά στίχους, καθιστούν συγκεκριμένα τα ‘Maison du tigre', ‘Hope', ‘Summit', ‘When we meet again in hell' και ‘Over' , επικίνδυνα προκλητικά κομμάτια για όσους διεγείρονται σε εγκεφαλικό επίπεδο. Στα άλλα άλμπουμ τους, το ρόλο αυτό τον αναλάμβανε η μουσική που συχνά είχε και μυστηριακό χαρακτήρα. Το ‘Even the Devil doesn't care' διαλύει κάθε προηγούμενη αμφισημία. Ξεχάστε ότι αυτοί οι άνθρωποι κάποτε έγραψαν τα ‘Her liquid arms', ‘Das meer', ‘Burning out'...όπως αλλάζουν όλα εύκολα, άλλαξαν κι αυτοί. Κάποτε, όπως όλοι, πίστευαν σε ρομαντικές ιστορίες...η ζωή απέδειξε αυτό που και ο τίτλος του άλμπουμ μαρτυράει.
...everyone has a truth to sell I hope we'll laugh about it...
Πέρα όμως από το συμβολικό κομμάτι και το πιο δυνατό του άλμπουμ, κάπου στη μέση φαίνεται να χάνεται και το δικό τους το ενδιαφέρον στο συνθετικό κομμάτι, αφού προσφέρουν χιλιοακουσμένα μουσικά θέματα με ελάχιστο ρυθμικό ενδιαφέρον, στιχουργικά όμως άψογα. Για πρώτη φορά διαπίστωσα αμήχανους χειρισμούς και ασύνδετα στοιχεία όπως για παράδειγμα η αλλαγή στο ρεφρέν του ‘The Expatriate' και στο ίδιο σημείο στο ‘My favourite song'.
...We agreed upon future meetings, Even though they'll only take place
by an accident we won't generate. We know the words that make us feel good
If they're only spoken out...
Κατά τη γνώμη μου είναι το καλύτερο άλμπουμ στιχουργικά, στην πορεία της μπάντας, θα μου πείτε, ας έγραφαν ποίηση...ίσως αυτό να έκαναν με αυτή την σχετικά αδιάφορη μουσική ως απλή ηχητική συνοδεία...
Ενδιαφέρουσες στιγμές είναι επίσης κατά τη γνώμη μου: τα 2 τελευταία λεπτά του ‘Weiss un Anthrazit' που θυμίζουν το ‘Das Meer', η αλλαγή στη μέση του ‘When we meet again in hell', οι αλλαγές από το 4' και μετά του ‘Hellogoodbye', τα δυο τελευταία λεπτά του ‘The Long Way home from the party'.
Ιδεολογικοποιώντας την παρακάτω στροφή...
The mistakes are all there waiting to be made. Shall we begin?
Rating: 7,8 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Έτος 1988: Με το ντεμπούτο τους "Isn't Anything" δημιουργούν το shoegaze. Έτος 1991: Κυκλοφορούν το δεύτερο album τους, το μνημειώδες "Loveless", το οποίο θα αποτελέσει σταθμό στην ιστορία της εναλλακτικής rock. Έτος 2012: Ανακοινώνουν τη δισκογραφική τους επιστροφή, μετά από 22 ολόκληρα χρόνια απουσίας. Σάββατο, 2 Φεβρουαρίου του 2013: ο νέος δίσκος τους ανεβαίνει στο επίσημο site της μπάντας, ενώ μετά από λίγο το σύστημα καταρρέει. Κυριακή, 3 Φεβρουαρίου του 2013: οι ανά τον πλανήτη μουσικόφιλοι προσπαθούν να βγάλουν την ετυμηγορία και οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν: ο νέος δίσκος των My Bloody Valentine είναι υπεράνω κάθε προσδοκίας.
Το πρώτο αξιοπρόσεκτο γεγονός στο "m b v" δεν είναι άλλο από τον ήχο. Τι κι αν πέρασαν 22 χρόνια, ο ήχος της μπάντας έχει μείνει σχεδόν απαράλλαχτος. Οι ίδιες, τέρμα παραμορφωμένες κιθάρες, τα ίδια νωχελικά φωνητικά, η ίδια ονειρική ατμόσφαιρα. Και παρόλο που οι Ιρλανδοί κάνουν ακριβώς αυτό που έκαναν και τότε σαν να μην πέρασε μια μέρα, αυτό δεν ενοχλεί καθόλου. Και δεν ενοχλεί διότι συνεχίζουν να το κάνουν μοναδικά. Στο κάτω κάτω, μιλάμε για τους pioneers του shoegaze. Γιατί να ζητήσουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που επινόησαν;
Έχει ειπωθεί από αρκετό κόσμο ότι το "m b v" ποντάρει στη νοσταλγία. Πράγματι, για έναν 40άρη που άκουγε τη μπάντα στα 20 του είναι πολύ πιθανό να σκαλίσει όμορφες μνήμες και να αγγίξει ευαίσθητες χορδές, λόγω της ομοιότητάς του με τις τότε δουλειές τους. Πού είναι το κακό όμως, από τη στιγμή που έχει πράγματα να πει; Γιατί ναι, το album έχει ουσιαστική ποιότητα. Περιέχει υπέροχα κομμάτια. Κομμάτια με ρυθμό, μελωδία και ατμόσφαιρα. Συνθέσεις ολοκληρωμένες και όχι ηχητικά στιλιζαρισμένες, καμουφλαρισμένες μετριότητες. Κορυφαία στιγμή του μάλλον το "Only Tomorrow", κομμάτι που αιχμαλωτίζει από το πρώτο άκουσμα. Η ρυθμική έκρηξη του "In Another Way" και η mid-tempo μεγαλοπρέπεια του "Who Sees You" ακολουθούν από κοντά.
Σε αυτό το σημείο να πούμε ότι το παρόν album είναι σαφώς δυσκολότερο από το (όχι εύπεπτο) "Loveless". Για κάποιον, μάλιστα, που δεν έχει πρότερη επαφή με τη μπάντα και το είδος, ενδεχομένως οι πρώτες ακροάσεις να αγγίζουν τα όρια του μαρτυρίου. Το προηγούμενο album είχε ως επί το πλείστον πιο οικείες/συμβάτικες/pop (όπως θες πες το) αρμονίες. Εδώ, αντίθετα, οι αρμονίες είναι πιο "περιπετειώδεις", πιο αναπάντεχες. Εμπνευσμένες, σύμφωνα με συνέντευξη του Kevin Shields στο NME, από (ποιον άλλον;) τον Brian Wilson και τη δουλειά του στο "Smile" των Beach Boys. (Παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι ένας shoegazer επηρεάζεται από έναν ψυχεδελικό/baroque pop δίσκο ενός καλλιτέχνη με εντελώς διαφορετικές μουσικές καταβολές είναι ενδεικτικό της τεράστιας σπουδαιότητας του δεύτερου. Μιλάμε για έναν από τους ευφυέστερους κατασκευαστές μελωδιών του περασμένου αιώνα.)
Καταλήγοντας, μπορεί το "m b v" να μη διέπεται από αυτή τη θεία έμπνευση που γέννησε το "Loveless", εντούτοις έχει βάθος, ψυχή και κάνει τα πάντα σωστά. Απρόσμενα σωστά για μια μπάντα που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει χάσει τη φόρμα της μετά από τόσα χρόνια απουσίας. Η υπομονή αυτή τη φορά ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα.
Rating : 8,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι η κριτική δεν θα κάνει καμία σύγκριση με τις δουλειές των Interpol. Εκεί οι απαιτήσεις είναι υψηλές και κυριαρχεί μια άλλη σοβαρότητα. Εδώ κρίνουμε την προσωπική πορεία του Paul Banks που αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο. Ο Paul Banks με το δεύτερο σόλο άλμπουμ του επιβεβαιώνει ότι μπορεί να ισορροπήσει τους ρόλους του frontman και του σόλο καλλιτέχνη και φαίνεται ότι μπορεί να το κάνει καλύτερα από πολλούς άλλους. Έχει κάτι τελικά αυτός ο Banks και το μεταφέρει και στα κομμάτια του. Το σπαραχτικό γλυκόπικρο στοιχείο στην ερμηνεία του είναι παρόν και εδώ, πράγμα που με χαροποιεί. Δίνει κάτι το διαφορετικό στην κιθαριστική indie rock κατεύθυνση που ακολουθεί. Λείπει όμως η δυνατή στιγμή σαν το "Games For Days" του πρώτου δίσκου. Παρόλα αυτά παρουσιάζει ένα καλό σύνολο που αν το απομονώσουμε από το παρελθόν του καλλιτέχνη και το δούμε κάτω από ένα ανεξάρτητο πρίσμα, όπως προαναφέραμε, βλέπουμε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Βέβαια ακούγοντας το δίσκο δεν επέρχεται κατευθείαν ο ενθουσιασμός, τα πράγματα είναι λίγο πιο laidback.
Το 2009 κυκλοφόρησε το "Julian Plenti Is ... Skyscraper" που ήταν η πρώτη σόλο προσπάθεια του. Χρησιμοποιώντας το alter ego Julian Plenti βρήκε ευκαιρία να ξεσκονίσει πολλά τραγούδια που είχαν γραφτεί πριν από τους Interpol. Η πρώτη του αυτή δουλειά δεν ήταν με κανένα τρόπο κάποια δραστική αλλαγή από το υλικό των Interpol. Έδωσε όμως χώρο στον Paul Banks να εξερευνήσει κάποιες προσωπικές κατευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των samples και των instrumentals. Με το δεύτερο σόλο άλμπουμ του "Banks", προάγει τις εξερευνήσεις αυτές. Δύο από τα δέκα κομμάτια του άλμπουμ δεν περιέχουν φωνητικά, παρά μόνο ίσως κάποια samples φωνητικών. Το EP "Julian Plenti Lives..." που προηγήθηκε του δίσκου (και αποτελεί την μετάβαση του από τον Julian Plenti στον Paul Banks) τελικά φάνηκε πιο τολμηρό στο τομέα των πειραματισμών. Είχε αυτό το πιο ελεύθερο πνεύμα που γενικά είχαν τα EP παλιότερα (μιας και σήμερα είναι είδος προς εξαφάνιση) περιλαμβάνοντας μία συνεργασία (με την Rachel Berlin) και τρεις ενδιαφέρουσες διασκευές (από Harold Faltermeyer, J Dilla και Frank Sinatra).
Το "Banks" ξεκινάει με το "The Base", ένα βαρύγδουπο στρωμένο κομμάτι με μονότονα φωνητικά που ανά στιγμές φέρει μια παιχνιδιάρικη και trippy διάθεση. Είναι ίσως το πιο άμεσο και προσιτό κομμάτι του άλμπουμ και λειτουργεί καλά ως "μπροστάρης". Με την βαρύτονη χαρισματική του φωνή να ακούγεται ακόμα πιο απελευθερωμένη από ό,τι έχουμε συνηθίσει, εξιστορεί τις γνώριμες σε μας πλέον προσωπικές και εσωτερικές του αναζητήσεις.
"Now and then I can see the truth above the lies / Now and then, oh, I feel those beauties this life belies".
"They're like street lights, they tunnel on and on, into these deep nights, where the lights circle on... so steep".
Στο "Over My Shoulder" τα πράγματα είναι πιο φωτεινά και αποτελεί ένα από τα πιο ρυθμικά κομμάτια του δίσκου. Ξεχωρίζουν ακόμα το "Young Again" που αποτελεί μια ωραία αλλαγή στο ρυθμού και το ύφος από την πιο μελαγχολική σοβαρότητα των υπολοίπων. Το όμορφο και αιθέριο "Arise, Awake" που ξεκινάει σαν ένα χαλαρωτικό ξυπνητήρι με την λεπτεπίλεπτη κιθάρα και τα απαλά τύμπανα καθώς και το χαλαρό "Lisbon", ένα easy listening instrumental, κρύβουν και μια σκοτεινή πλευρά. Το δεύτερο ειδικότερα δίνει την αίσθηση ότι αντί να βρίσκεσαι σε κάποιο ειδυλλιακό ηλιόλουστο θέρετρο, είσαι σε κάποιο off season θέρετρο με φουρτουνιασμένη θάλασσα και την καταιγίδα να παραμονεύει στην γωνία. Το σκοτεινό στοιχείο αυτό καταφέρνει και τρυπώνει με τον ένα η άλλο τρόπο στα τραγούδια και είναι αυτό που κάνει τα πράγματα ενδιαφέροντα. Πράγμα που μπορεί να ακουστεί πιο χαρακτηριστικά στα "I'll Sue You" και "Paid For That". To "Summertime Is Coming" που κλείνει το "Banks", (είχε συμπεριληφθεί στο EP "Julian Plenti Lives...") αποτελεί ίσως ένα από τα πιο ωραία κομμάτια του δίσκου. Σε αυτό συνοψίζονται όλα τα στοιχεία που εκπνέει ο Paul Banks.
Το "Banks" μας παρουσιάζει έναν καλλιτέχνη που έχει ωριμάσει μεν, αλλά δεν έχει δημιουργήσει ακόμα μια ισχυρή αίσθηση ατομικής ταυτότητας. Θα μπορούσε κάποιος πει ότι το "Banks" είναι υποτονικό, ασταθές, και επιφυλακτικό για να κάνει κίνηση προς τα εμπρός. Αν λάβουμε υπόψιν ότι ο Paul Banks εργάστηκε για το δίσκο αυτό κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου στο δρόμο με τους Interpol, ως μια εκτροπή, προσφέροντας μια μορφή απελευθέρωσης και ψυχαγωγίας, τότε μπαίνουμε στο mood να κατανοήσουμε και το έργο του. Τα τραγούδια τα εμπνεύστηκε καθώς υπέμενε την βαρετή μονοτονία για μεγάλα χρονικά διαστήματα στις περιοδείες. Κάτι που καθρεπτίζεται και στο artwork, που αποτελείται από φωτογραφίες που έχει τραβήξει ο ίδιος στα ταξίδια του. Εικόνες αποστασιοποιημένες, θολές, αιθέριες, απόμακρες, συννεφιασμένες, ομιχλώδεις και εν ολίγοις ψυχρές αλλά συνάμα φευγάτες και ονειροπόλες. Απεικονίζουν κατά την γνώμη μου με το καλύτερο τρόπο και το περιεχόμενου του δίσκου.
Αν σας αρέσουν οι Interpol, τότε ίσως να σας αρέσει αυτός ο δίσκος. Αν σας άρεσε ο προηγούμενος δίσκος του Paul Banks τότε λογικά θα σας αρέσει και αυτός εδώ. Όπως και αν έχει, το "Banks" είναι ένας αξιόλογος δίσκος που αν τυχαίνει να είστε στην ίδια φάση με τον δημιουργό του, τότε θα ταυτιστείτε μαζί του.
Rating: 7 / 10
Νίκος Δρίβας
Pages