Οι Lower Cut δημιουργήθηκαν την άνοιξη του 2009 και από το 2011 και μέχρι σήμερα αποτελούνται από τους Ειρήνη Αργύρη (φωνητικά), Αλεξανδρος Δαρμής (synths, προγραμματισμός), Γιάννης Ευθυμίου (μπάσο, προγραμματισμός), Βασίλης Μπάλδος (ντραμς), Βαγγέλης Σταυρουλάκης ( κιθάρες). Το '''Off My Head'' είναι στην ουσία η τρίτη κυκλοφορία του Αθηναϊκού σχήματος ύστερα από το ομώνυμο e.p. του 2011 και το 3.3. e.p του 2012 που είχαν βγει μόνο σε ψηφιακό φορμάτ. Αφήνουμε εκτός τη μουσική τους επένδυση στο βραβευμένο ντοκιμαντέρ του Αλέξανδρου Καραΐσκου «Ιστορίες από το Λιβαδερό» (καλύτερο ντοκιμαντέρ, Διεθνές Φεστιβάλ Πελοποννήσου 2013), γιατί μέχρι σήμερα δεν το έχω δει να κυκλοφορεί σε κάποια μορφή.
Ακολουθώντας την ηχητική πορεία τους, περνάμε από τον θολό, μελωδικό τους υπόγειο στο περισσότερο κατασταλαγμένο, πεπλατυσμένο και μερικούς τόνους φωτεινότερο indie και new wave pop διαμέρισμα αυτού του πρώτου ολοκληρωμένου τους άλμπουμ απ' όλες τις απόψεις. Το άλμπουμ περιλαμβάνει τρεις συνθέσεις (Trickery, Dreamwalkers, Goldfish) που έχουν ξανακουστεί και στις δύο προηγούμενες ηχογραφήσεις τους σε λίγο διαφορετικές εκτελέσεις αλλά και με ανδρικά φωνητικά στο πρώτο e.p. τους, που δείχνουν καλύτερα την εξέλιξη και βελτίωση τους στις ενορχηστρώσεις και στην παραγωγή. Το άλμπουμ κινείται μεταξύ της Βρετανικής indie κιθαριστικής παράδοσης των αρχών των '90'ς και της new wave περιόδου. Κυριαρχούν οι μελωδίες, οι κιθάρες πλέον έχουν βελτιώσει τις συνθήκες φωτισμού και η κλίση προς τους Βρετανούς shoegazers είναι εμφανής. Σε μια περίοδο που αναβιώνει το συγκεκριμένο είδος, ειδικά στην Αμερική, έχουμε πλέον και εδώ στην Ελλάδα κάτι αντίστοιχο. Όμως το καλό τεχνικό επίπεδο της μπάντας και το ισχυρό ατού των μελωδικών φωνητικών της Ειρήνης Αργύρη που στεφανώνουν κάθε τραγούδι με την απαραίτητη τρυφερότητα και μελωδικότητα, είναι στοιχεία που κάνουν την μπάντα να διαφοροποιείται χαρακτηριστικά από πολλά Αμερικάνικα του είδους.
Το (Some Random Summer) Rain ανοίγει όχι μόνο το άλμπουμ αλλά και το σεντούκι των αναμνήσεων που μας πηγαινοφέρνει από τα '90'ς στα '80'ς με χαρακτηριστική και ευφορική ευκολία, και μέχρι το τέλος του άλμπουμ αυτά τα συναισθήματα κυριαρχούν συνεχώς. Οι περισσότερο εξοικειωμένοι από παλιά ακροατές θα βρουν αρκετά στοιχεία που έχουν αγαπήσει και στο παρελθόν και θα εκτιμήσουν το γεγονός ότι σχήματα σαν τους FATAL CHARM μπορεί να έμειναν στην αφάνεια αλλά το πνεύμα τους ζει μέχρι σήμερα.
Οι τωρινοί, ενθουσιώδεις ακροατές αυτού του αγαπημένου ήχου ή ηχητικής κατάστασης θα ακούν με τις ώρες ήδη το άλμπουμ από την ημέρα που βγήκε. Γιατί απλά οι συγκυρίες βοήθησαν να κυκλοφορήσει το 2014. Κανονικά ο ήχος του άλμπουμ μας επιτρέπει να πούμε ότι δε γνωρίζει χρονικά περιθώρια, γιατί και το 2020 να έβγαινε πάλι με την ίδια χαρά θα το ακούγαμε...
Rating: 7,5 / 10
Χρήστος Μίχος
PS: Οι Lower Cut θα εμφανιστούν στο Death Disco στις 24/4/2015
Οι Σελοφάν έχουν καταφέρει τα τελευταία χρόνια να αναδειχθούν ως ένα από τα πιο δυνατά ονόματα της εγχώριας αντεργκράουντ σκηνής. Το ντουέτο, που ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για τον μίνιμαλ ήχο και που με ευλάβεια χρησιμοποιεί αναλογικό εξοπλισμό, κινήθηκε με προσεκτικά βήματα πάνω στο αναβιωμένο minimal synth ιδίωμα που κυριαρχούσε την εποχή που ξεκίνησαν. Έκτισαν βήμα βήμα και με προσεκτικές κινήσεις την πορεία τους, εδραιώνοντας το όνομα τους στο χώρο και μάλιστα πέρα από τα σύνορα της χώρας. Είναι από τα λίγα, μην πω από τα ελάχιστα ελληνικά σχήματα, που έχει παίξει τόσο πολύ στο εξωτερικό. Ο καρπός των προσπαθειών αυτών αποτυπώθηκε στο πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο τους άλμπουμ "Verboten" το 2013.
Φέτος επέστρεψαν δισκογραφικά με τον δεύτερό τους δίσκο "Tristesse". Ένας δίσκος που από το πρώτο κιόλας άκουσμα απλά αντιλαμβάνεσαι την ωρίμανση του ήχου τους. Το δεύτερο που παρατηρεί κανείς είναι ότι κερδίζουν το στοίχημα του «δύσκολου» δεύτερου άλμπουμ, μιας και είναι εμφανές ότι το "Tristesse" έχει μια βαρύτητα ηχητική που τραβάει τον ακροατή, στο σκοτεινό ηλεκτρονικό κατά βάση περιεχόμενό του. Οι Σελοφάν εδώ δείχνουν να πατούν γερά, γράφοντας μουσική έτσι ακριβώς όπως πηγάζει από μέσα τους. Δεν προσπαθούν θα αναλωθούν σε τετριμμένα μονοπάτια αλλά επιλέγουν να πειραματιστούν και να εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο. Βλέπουμε πλέον να αποκτούν έναν πλούσιο και γήινο ήχο (φαντάζομαι ότι σε αυτό μάλλον συμβάλλει το χεράκι του Χρήστου Μανωλίτση στο mix) και να εισάγουν φυσικά όργανα στις συνθέσεις (όπως με το στοιχειωμένο πιάνο του εναρκτήριου "Der Steppenwolf" ή το σαξόφωνο στο "Thunderbird") καταφέρνοντας να τα ενσωματώσουν με αρμονία στο ζοφερό κόσμο της μουσικής τους. Έναν κόσμο σκοτεινό και θλιμμένο όπως απεικονίζεται και στο εξώφυλλο. Μια μουσική κατάθεση που υμνεί τη διαφορετικότητα, είτε αυτή αναφέρεται στη μουσική ως τέχνη ή στη ζωή την ίδια.
Ο δίσκος ίσως φαντάζει δύσκολος και βαρύς αρχικά, αλλά εκεί θα έλεγα ότι είναι η μαγεία του. Το ομώνυμο τραγούδι "Tristesse", που είχε προηγηθεί ως σινγκλ, συνοψίζει σε λιγότερο από τρία λεπτά όλη την ουσία του δίσκου. Ένα εθιστικό κομμάτι με το μουντό μπάσο να πρωταγωνιστεί προσδίδοντας του ένα ακόμα πιο darkwave ύφος από το minimal synth που μας έχει συνηθίσει το συγκρότημα.
Στιχουργικά ο δίσκος είναι τρίγλωσσος με κομμάτια σε γερμανικά, αγγλικά και ελληνικά. Τα ελληνόφωνα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ξεχωρίζουν. Ίσως σε αυτό βοηθάει η οικειότητα της γλώσσας που τα καθιστά πιο εύκολα στο αυτί του ακροατή. Σε αυτά συγκαταλέγονται τα "Ναφθαλίνη" και "Φωτογραφικές Μηχανές", τραγουδισμένα από τον Δημήτρη. Ενώ η ερμηνεία της Ιωάννας που απαγγέλει σχεδόν υπνωτικά τις οδηγίες χρήσης του φαρμάκου αλπραζολάμη (που έχει αντιεπιληπτικές, αγχολυτικές, μυοχαλαρωτικές και υπνωτικές ιδιότητες) στο πομπώδες "Οδηγίες Χρήσης" είναι σχεδόν καθηλωτική. Ομοιότητές με την προηγούμενη δουλειά τους θα βρούμε και εδώ, με κομμάτια όπως τα "We Care For You" και το νευρωτικό "Microwave Lovers".
Στο σύνολο έχουμε ένα άλμπουμ που θεματικά στιγματίζεται έντονα από τη θλίψη, τον πόνο, την απελπισία, την κατάθλιψη. Προϊόντα μιας αποτυχημένης κοινωνίας που ωθεί στην περιθωριοποίηση, στο αδιέξοδο, στον εγκλωβισμό. Παρά το βαρύ κλίμα η ανθρώπινη φωνή δεν μένει απούσα. Μπορεί οι ανθρώπινες φιγούρες να δείχνουν θολές ή άψυχες, αλλά μέσα από το συνονθύλευμα αυτό των ηλεκτρονικών ήχων, βρίσκουν πραγματική ανθρώπινη υπόσταση με συναισθήματα.
Θα λέγαμε ότι οι Σελοφάν παίζουν με τους δικούς τους όρους. Οπότε η όποια κριτική στο έργο τους είναι καθαρά προσωπική και υποκειμενική. Κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα πόνημα που αν μη τι άλλο είναι ειλικρινές, δείχνοντας προσήλωση σε ένα προσωπικό όραμα και βίωμα που δεν μπορούμε παρά να σεβαστούμε. Κάτι τέτοιες δουλειές άλλωστε είναι που θα συζητηθούν, θα αγαπηθούν και θα μείνουν αφήνοντας το αποτύπωμα τους στην σκηνή αυτή που πορεύεται δημιουργικά μέσα σε δύσκολους καιρούς. Οι Σελοφάν κατέθεσαν την συνταγή. Εμείς δεν έχουμε παρά να δοκιμάζουμε λίγο από το φάρμακο αυτό, ενάντια της θλίψης, και να δούμε πόσο θεραπευτικό μπορεί να είναι.
Rating: 7,8 / 10
Νίκος Δρίβας