Όποιος έχει ακούσει το πρώτο άλμπουμ των εγχώριων Calf "Α Constant Loss Departs From the Sentiment of the Abandoned" (2012) αντιλαμβάνεται ότι είναι πολύ πιθανόν η μετάβαση στο δεύτερο δισκογραφικό τους εγχείρημα "Βastards Anatomy Use A Unicorn Go To Apathy" (μα τί τίτλοι είναι αυτοί;) να συνέβη μέσα από βαθιές ψυχολογικές μεταπτώσεις των μελών του συγκροτήματος, ίσως συνεπικουρία ψυχοτρόπων ουσιών. Ακόμα και το εξώφυλλο του νέου άλμπουμ, που κυκλοφόρησε σε μορφή βινυλίου στα τέλη του 2014, ενδεικνύει βάσιμα ότι κάτι έχει αλλάξει εδώ σε σχέση με πριν, κάποια κεντρική, καίρια ψυχολογική πτυχή του οργανισμού των Calf έχει αρχίσει, αργά αλλά σταθερά, να μεταπίπτει από το ασφαλές συνειδητό του πρώτου άλμπουμ στον αχανή κόσμο ενός ανερμάτιστου μα σταθεροποιητικού ασυνειδήτου του δεύτερου. Γιατί, αν η μουσική των Calf ξάπλωνε στο Φροϋδικό ντιβάνι, είμαι σίγουρος ότι θα βοηθούσε τον Δόκτορα Σίγκμουντ στην περαιτέρω εξέλιξη της Ψυχαναλυτικής Θεωρίας του.
To εισαγωγικό "Are you Laura Palmer ? No, I’m a fucking psycho" έχει τίτλο που δεν ξεχνάς εύκολα, ειδικά όταν η μουσική που τον συνοδεύει είναι από λυρική έως βίαιη ξανά και ξανά μέχρι τη λήξη αυτού του σχεδόν ενδεκάλεπτου μουσικού κυκεώνα. Κάθε κομμάτι του άλμπουμ είναι σαν να ακούς έναν ολόκληρο δίσκο, όχι τόσο λόγω της διάρκειάς του, όσο λόγω του μουσικού και αισθητικού του περιεχομένου. Κανένα δεν έχει στίχους κι όμως διαθέτει φωνή και μάλιστα ισχυρή, σε τέτοιο σημείο, που αναρωτιέσαι, αν τελικά η στιχουργική είναι απαραίτητη στην περίπτωση που η μουσική διαθέτει ειδικό βάρος ή αν τελικά την εμποδίζει στην εξελικτική της πορεία. Κι αυτό όχι λόγω του μουσικού είδους (;) που οι Calf έχουν επιλέξει να υπηρετήσουν αλλά επειδή ο μουσικός κόσμος που φαίνεται ότι ζουν δε μετράει το χρόνο με τον συμβατικό τρόπο, αυτόν δηλαδή της ώρας και των υποδιαιρέσεών της. Κατασκευάζουν έναν Χρόνο, που ουσιαστικά δονείται από συναισθήματα σκοτεινά μα κι άλλο τόσο φωτεινά, ώσπου στο τέλος μεταμορφώνεται και διαιρείται σε μικρά σύμπαντα διαλύοντας και ξαναφτιάχνοντας τις αισθήσεις του ακροατή κατά το δοκούν. Με σαφείς επιρροές από το post-rock και τη λεγόμενη noise σκηνή, οι Calf δεν μπορούν με κανένα τρόπο να χαρακτηριστούν ως δισ-διάστατοι λόγω αυτών των επιρροών αλλά μόνο ως δυσ-διάστατοι ακριβώς λόγω της "δυσκολίας" τους να ενταχθούν σε κάτι και κάπου συγκεκριμένα. Γιατί, δεν είναι εύκολο κάποιος να τους "κολλήσει" μια μουσική ταμπέλα, αφού jazz αυτοσχεδιασμοί συμπλέουν με metal βρυχηθμούς, στιγμές indie ανύψωσης και πτώσης εμπλέκονται με feedback και κιθαριστικές παραμορφώσεις industrial αισθητικής, με πανταχού παρούσα τη rhythm section μπάσου-τυμπάνων να αποδομεί μέτρα, ρυθμούς και κάθε αίσθηση συμβατικού χρόνου, όταν την ίδια στιγμή πάνω σε μια τεθλασμένη, ανισσόροπη γραμμή συναντιούνται οι Birthday Party με τους Godspeed You Black Emperor!.
Όποιο κομμάτι κι αν ακούσεις σού δίνει την αίσθηση ότι είναι ανολοκλήρωτο, ακριβώς επειδή οι μουσικές μεταπτώσεις είναι τόσες πολλές, που δεν μπορείς να τις διαχειριστείς χωρίς κόπο, χρόνο και διάθεση συναισθηματικής ευρύτητας. Το άλμπουμ θυμίζει μαραθώνιο αγώνα δρόμου, που τη στιγμή που αποφασίζεις να τρέξεις γρήγορα ώστε να βγεις πρώτος και εντείνεις την προσπάθεια, η καρδιά σου τελικά σε προδίδει και την ώρα της πτώσης η ζωή περνάει μπροστά από το βλέμμα σου εν ριπή οφθαλμού. Αν ο Φραντς Κάφκα είχε ακούσει τους Calf όταν έγραφε τον Πύργο ή τη Δίκη σίγουρα θα ένιωθε ότι κάπου εκεί έξω υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που δημιουργούν σε ομόκεντρους κύκλους με τον δικόν του, ειδικά αν οι πρώτοι ήχοι που θα έφταναν στα αυτιά του θα ήταν από το "Squeezing blue hope from my christian numb cock".
Οι Calf δεν απευθύνονται σε ακροατές που ζητούν ευκολία, όμως, από την άλλη, δίνουν όλα τα απαραίτητα όπλα, ώστε όποιος ειλικρινά το επιθυμεί να μπορεί να συμβαδίσει με το δύσκολο και πολλές φορές δύστροπο μουσικό τους τοπίο.
Rating: 8,5 / 10
Ο Ελευθεριακός
Μετά το ακουστικό "Demolished Thoughts" ο Moore επιστρέφει στις ρίζες του ή τις ξανακοιτά με διαφορετικό τρόπο, αν υπήρχαν ποτέ τέτοιες στη μουσική του πρόταση κι αν μπορούσε κάποιος να τις ξεριζώσει με ασφαλή τρόπο χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος καταστροφής ολόκληρου του δέντρου. Ένα εξώφυλλο που παραπέμπει σε ανέμελες παραλίμνιες ή παραθαλάσσιες στιγμές κι ένας δίσκος του μελωδικού θορυβοποιού Thurston Moore, που ξεκινάει με αρμονικές στην κιθάρα και ακολουθείται από χαλάρωση pop προδιαγραφών σίγουρα προμηνύει κάτι ενδιαφέρον.
Δεν είναι ότι έχει ξεχάσει το παρελθόν του και πλέον ασχολείται με την pop- αν και μεγάλο μέρος της μουσικής ζωής των Youth έκρυβε εντέχνως και θορυβωδώς pop γραμμές- όμως σε αυτό το άλμπουμ όλα συνδυάζονται πάνω σε έναν καμβά ήχων και αναδυομένων χρωμάτων, που ακόμα κι ένας ορκισμένος οπαδός των Sonic Youth θα ακούσει με ενδιαφέρον, χωρίς όμως πιά να ορκίζεται σε αυτούς, παρά μόνο σε μια απροσδιόριστη πτυχή της Μουσικής Τέχνης. Άλλωστε ο τίτλος του άλμπουμ σε προδιαθέτει να ακούσεις το soundtrack της… καλύτερης μέρας σε ήχους που εναλλάσσονται από τη μελωδία στον θόρυβο κι από εκείνον στο "Tape", που θα σου θυμίσει, ειδικά αν είσαι κάποιας ηλικίας πλέον, εκείνες τις (μετα)εφηβικές κασέτες, που γράφαμε και σβήναμε και ξαναγράφαμε στον εαυτό μας ή σε πολύ αγαπημένα μας πρόσωπα, με τις κιθάρες να θυμίζουν ψυχεδέλεια των 60΄s παιγμένη από κινέζικη, βουδιστική μπάντα. Ίσως τελικά το ομώνυμο κομμάτι να ακούγεται σαν πειραγμένος, παράτονος Tom Petty, που επί τη ευκαιρία μαρσάρει την παλιομοδίτικη λιμουζίνα στο garage του πατέρα του, σολάροντας παράλληλα σε κλασικές ροκ έως και Sabbaθικές φόρμες πάνω σε Blue Cheer μπασογραμμές.
Βαδίζοντας βέβαια προσεκτικά πρίν ή μετά από αυτό, βρίσκεις, κάπου, τους ήχους του "Sister" ή και του "Goo" ακόμα, ανακυκλώνοντας αναγκαστικά ό,τι άκουσες μέχρι εκείνη τη στιγμή μέσα από ένα νέο πρίσμα, που όσο θα παλιώνει τόσο θα ωριμάζει στα αυτιά σου. Ειδικά, όταν γνωρίζεις ότι κάποιος είναι αφιερωμένος στην αγάπη του για σένα παντοτινά και κοντοστέκεται μέσα σου σαν να βρίσκεται σε κάποιον ιερό και απαραβίαστο από τον όχλο χώρο, τότε το ρεφραίν του "Forevermore" μετατρέπεται σε συνθήκη ζωής και θανάτου, γίνεται μανιφέστο. Περνώντας στο οργανικό κομμάτι του δίσκου ("Grace lake") αναρωτιέσαι αν κάποια Δρολαπική, τριπαρισμένη κιθάρα σιγοψιθύρισε τα πρώτα λεπτά του, όταν όμως προσγειώνεσαι λίγο αργότερα στα συνηθισμένα τερτίπια ενός ελκυστικού Θορύβου, αντιλαμβάνεσαι ότι η Νέα Υόρκη βρίσκεται και πάλι στο πλάι σου με ανοικτούς και τεταμένους ενισχυτές.
Στιχουργικά, θα μπορούσε να είναι κι ένας concept δίσκος, μουσικά είναι ένα αμάγαλμα ήχων και συναισθημάτων σε κατιούσες όσο και ανιούσες κλίμακες ψυχικής διάθεσης είτε τον ανασύρεις ως σύνολο είτε τον αντιμετωπίσεις ως οκτώ διαφορετικές και ολοκληρωμένες μουσικές οντότητες. Όλοι οι παίκτες είναι έμπειροι, η ομάδα φαίνεται συντονισμένη ενώ ο Moore φαίνεται να δίνει τον τόνο. Γνωρίζει πώς να σε κάνει βόλτα από τη χαρά στη θλίψη, από τη χαλάρωση στην αντιμετώπιση του εσώτερου εαυτού κι από εκεί στις αντιπαραθέσεις με τις εκρηκτικές του αντιφάσεις.
Kάτι αρνητικό θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς στις μελωδικές εμμονές της κιθαριστικής τέχνης του Thurston Moore αλλά αν δεν υπήρχαν αυτές πώς θα μπορούσαμε να ασχολούμαστε με την οποιαδήποτε μέρα σαν να ήταν η καλύτερη;
Rating: 9 / 10
Ο Ελευθεριακός