Η Chelsea Joy Wolfe, έχει σταθερά ανοδική πορεία στο μουσικό στερέωμα. Ξεκίνησε από πολύ μικρή, εννέα ετών, να γράφει τραγούδια στο στούντιο του πατέρα της, ο οποίος έπαιζε σε ένα country συγκρότημα. To 2006, 23 ετών, ηχοφράφησε το πρώτο της άλμπουμ '' Mistake In Parting'' αλλά η ίδια απογοητεύτηκε από το αποτέλεσμα και όχι μόνο δεν το κυκλοφόρησε ποτέ (τουλάχιστον επίσημα, γιατί μπορεί κανείς να το κατεβάσει) αλλά ήταν και η αιτία για να σταματήσει να συνθέτει για τρία χρόνια, μέχρι το 2009 οπότε και κυκλοφορεί ένα tour cd e.p. και το 2010 αμέσως μετά την κυκλοφορία του Soundtarck VHS/Gold στην Jeune Été Records σε 30 αντίτυπα, κάνει το πρώτο της breakthrough με την Pendu records κυκλοφορώντας τα ''Grime and The Glow'' και ''Αποκάλυψις'' που την έφεραν στο προσκήνιο σαν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες καινούριες μουσικούς. Η Chelsea Wolfe παρέμεινε δραστήρια τα επόμενα δύο χρόνια, με μικρής διάρκειας ηχογραφήσεις καθώς και ένα live, μέχρι να υπογράψει σε μια από τις καλύτερες εταιρείες μεταλλικού και post rock ήχου αυτή την εποχή, την Sargent House.
Εκεί παραμένει μέχρι σήμερα αλλά και μέσω αυτής έχει κυκλοφορήσει τους δύο καλύτερους της δίσκους, ανάμεσα σε σινγκλς με τον King Dude και συλλογή με ακουστικά τραγούδια. Το ''Pain Is Beauty'' του 2012 ήταν από τα άλμπουμ εκείνα που παραμένουν αξέχαστα ακόμα και σήμερα λόγω της ψυχικής έντασης του τελειοποιημένου γοτθικού φολκ ιδιώματος της καλλιτέχνιδας, φτιαγμένο για να στοιχειώνει.
Το ''Abyss'' είναι το νέο σάουντρακ για το σκοτάδι, τη ζώνη των ονείρων, του υποσυνείδητου και των σκιών της Chelsea Wolfe και είναι το υποβλητικό αριστούργημα της καλλιτέχνιδας. Με θεματολογία που ξεκινά από την καταγραφή των εμπειριών της από την χρόνια παράλυση ύπνου που πάσχει και φτάνει μέχρι την χαρτογράφηση συναισθημάτων και καταστάσεων από τις «μάχες» με το σκοτάδι, τους εφιάλτες, τις σκιές, την ύπαρξη την ίδια.
Με αυτό το άλμπουμ δύο είναι οι πιο πιθανές αντιδράσεις. Είτε τρομάζεις και φεύγεις μακριά ανήσυχος για πολλές ώρες, είτε συγκινείσαι σε βαθμό που τα δάκρυα γίνονται μαύρα. Αδιαφορία δεν μπορείς να δείξεις, σε κάτι τόσο αυθεντικό όσο και οι εφιάλτες μας.
Από το υπερηχητικό «Carrion Flower», μέχρι το πικρό φινάλε του ομώνυμου δεν υπάρχει διέξοδος, δεν υπάρχει λύτρωση. Είναι μια συνεχόμενη, σκοτεινή μπαλάντα με μεταλλικές εξάρσεις απόγνωσης και αγωνίας δίχως όμορφες στιγμές, με το συναίσθημα στο κόκκινο να κλωτσάει και να σπαράζει.
Μουσικά, είναι ένα έργο, στο οποίο υψώνεται ηχητικό τοίχος, συμπαγές και αδιάρρηκτο, που μπορεί να συμπεριλάβει και να διαχειριστεί, να μεταφέρει, να αντέξει, την αγωνία, τα συναισθήματα, τους σκοτεινούς παλμούς και τον πόνο που εκφράζει, για άλλη μια φορά με την έντονη, παθιασμένη ερμηνεία της εύθραυστης φωνής της η καλλιτέχνιδα.
Ο John Congleton, στην κονσόλα της παραγωγής, δημιούργησε το κατάλληλο ηχητικό κλίμα με το οποίο όλο το νόημα και το συναίσθημα των τραγουδιών αποκτά περισσότερη αμεσότητα και κατευθύνεται ακριβώς εκεί που πρέπει.
Φυσικά τα εύσημα παίρνει και το υπόλοιπο γκρουπ που πλέον, μέσα σε αυτό το κλίμα, εστιάζει και ζωγραφίζει καλύτερα το αβυσσαλέο ηχητικό υπόβαθρο, που υπερισχύει στην αίσθηση παρά στην αδιέξοδη περιγραφή για επιρροές αλλά και αναφορές, ταυτόχρονα όμως, αναπτύσσει προστατευτικό ηλεκτρικό θόλο, για τις ιστορίες της Chelsea Wolfe. Το γκρουπ πλέον, είναι περισσότερο από ποτέ συνδεδεμένο με την εσωτερική ένταση της καλλιτέχνιδας όταν παίζει και εκφράζεται.
Το υπόλοιπο, βαρύ, φορτίο το επωμίζεται ο Mike Sullivan κιθαρίστας των RUSSIAN CIRCLES, που ανταποδίδει πλουσιοπάροχα τη χάρη (η Chelsea συμμετείχε καταλυτικά στο ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ τους ''Memorial'') και εξηλεκτρίζει και βαραίνει ακριβώς όσο απαιτείται τον ήχο, αποκαλύπτοντας την υφέρπουσα δύναμη της μουσικής της καλλιτέχνιδος αλλά και τα συναισθήματα δέους και φόβου για αυτή τη σκοτεινή περιπλάνηση. Ο doom metal κολοσσός που προκύπτει, χωρίς γαβγίσματα και υπερβολές, ενισχύει πιστότερα τη μαύρη Goth folk Γη της Wolfe.
Η βιόλα της Ezra Buchla χρωματίζει και προσθέτει διακριτικά περισσότερες έντονες στιγμές στις ηπιότερες στιγμές του άλμπουμ χωρίς όμως να υπερτονίζεται.
Το γενικό κλίμα του άλμπουμ γραπώνεται επάνω στον ακροατή όπως γραπώνεται στο συναίσθημα ο ήχος των SWANS τα τελευταία χρόνια. Γραπώνεται και ταρακουνάει τον ακροατή χωρίς να τον χαϊδεύει. Δεν είμαι σίγουρος αν στην αρχή το αντέχει κανείς σε όλη του τη διάρκεια.
Μετά όμως κυριαρχεί η επιθυμία να ολοκληρωθεί το ηχητικό αυτό ταξίδι έστω και αν είναι σκληρό. Η ελεύθερη πτώση στην ψυχική Άβυσσο, δεν είναι πλέον μοναχική υπόθεση, έχοντας παρέα αυτό το ροκ αριστούργημα...
Rating: 9,5 / 10
Χρήστος Μίχος