Τέσσερις αξέχαστες δισκογραφικές δημιουργίες μετά και μια 7ετια επικών live συναισθηματικής εμβάπτισης στο wall of sound των Glasvegas, απαιτεί πρόνοια και πόθο για να μπεις στη λίστα αναμονής μιας από τις πιο προσδοκώμενες συναυλίες της χρονιάς. Τουλαχιστον για όσους γαλουχήθηκαν με τον κοσμικό ρόλο της κιθάρας. Βγαλμένοι μέσα από τη εργατική τάξη της ανατολικής Γλασκώβης, χωνεύοντας την κέλτική επική διάθεση σε στίχους προσωπικούς και ανοίγοντας τα μάτια στο παγκόσμιο χωριό, οι Glasvegas έρχονται στις 28 Φεβρουαριου να συναντήσουν τους Ελληνες go-ers της Britpop μοιράζοντας υποσχέσεις για τη διαχρονικότητα του ροκ ν ρολ και προτάσσουν χωρίς επιτήδευση την θεατρικότητα της μουσικής. Μιλήσαμε με τον Paul Donoghue, μπασίστα του σκωτσέζικου συγκροτήματος.
Είστε πλέον αρκετά χρόνια στην «μουσική ζούγκλα / έρημο». Ποια είναι η γενικότερη εντύπωση που έχεις για την τρέχουσα μουσική βιομηχανία;
Paul Donoghue: To έθεσες πολύ σωστά. Ζούγκλα και έρημος μαζί. Είναι ίσως η καλύτερη περιγραφή της μουσικής βιομηχανίας που έχω ακούσει! Από επιχειρηματική άποψη, δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς συμβαίνει στην μουσική αυτές τις μέρες. Φαίνεται ότι βρισκόμαστε ακόμα σε μια μεταβατική περίοδο, καθώς υπάρχουν νέοι τρόποι να έχεις πρόσβαση. Το “Streaming” είναι πολύ καλό καλό για τον καταναλωτή, αλλά ο καλλιτέχνης λαμβάνει ελάχιστη ανταμοιβή για τα τραγούδια του που παίζονται από πλατφόρμες όπως το Spotify και το Deezer και νομίζω ότι αυτό είναι ένα θέμα που η μουσική βιομηχανία πρέπει να το δει πολύ σοβαρά. Δεν είναι τόσο απλό, όπως το να λέμε «θέλουμε περισσότερα χρήματα», είναι μια πολύ περίπλοκη κατάσταση από την οποία πρέπει να ωφεληθούν όλοι. Μουσικά τώρα, όλα τα mainstream τραγούδια περιλαμβάνουν «κωλαράκια» και twerking. Δεν ξέρω από που προήλθε όλη αυτή η εμμονή με τα οπίσθια, αλλά ζούμε μια παράξενη εποχή για τη μουσική. Ευτυχώς καποιες μπάντες όπως οι Catfish και οι Bottlemen αρχίζουν την αντεπίθεση για τα κιθαριστικά συγκροτήματα.
Πιστεύεις ότι το rock n roll παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της μουσικής ως μέρος της καθημερινής σύγχρονης ζωής;
Paul Donoghue: Για μένα ναι, είναι. Άσχετα με τις παρατηρήσεις μου σχετικά με το είδος τραγουδιών που είναι δημοφιλή αυτή τη στιγμή, ο καθένας μας έχει την προσωπική του αισθητική και θα κάνει τις δικές του μουσικές επιλογές που θα διαμορφώσουν τη ζωή του. Ένα παιδί που αγοράζει ένα δίσκο της Meghan Trainor κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να συγκινηθεί από τον Leonard Cohen, αλλά αυτό είναι το γούστο τους και είναι δικό τους θέμα. Προσπαθώ να μην είναι πολύ επικριτικός με τα μουσικά γούστα των ανθρώπων. Ξέρω τι μου αρέσει αλλά δεν θα προσπαθούσα να το επιβάλω σε κάποιον άλλον.
Θεωρείτε την μουσική σας ως μια τοπική έκφραση του ήχου της Γλασκώβης ή ως κάτι μεγαλύτερο όπως η Brit-pop? Ποια η σχέση σας με τις άλλες μπάντες της Γλασκώβης;
Paul Donoghue: Νομίζω ότι έχουν βγει ελάχιστες μπάντες που αντιπροσωπεύουν πραγματικά την περιοχή της Γλασκώβης απ’όπου είμαστε εμείς. Το τελευταίο συγκρότημα πριν απο μας που πραγματικά αντιπροσωπεύει την δική μου Γλασκώβη ήταν οι The Sensational Alex Harvey Band. Στο ενδιάμεσο, τα πιο ξακουστά συγκροτήματα της Γλασκώβης έχουν προέλθει από τη δυτική πλευρά της πόλης. Εκεί έχουν μια εντελώς διαφορετική νοοτροπία και μπορεί να έχουν βγάλει κάποιες εκπληκτικές μπάντες και μερικά από τα καλύτερα τραγούδια που έχω ακούσει, αλλά δεν είναι αντιπροσωπευτικά της δικής μας Γλασκώβης. Πιστεύω ότι έχουμε περισσότερα κοινά με τους Oasis και τους Echo & the Bunnymen παρά με γκρουπ όπως οι Churches. Αυτό δε σημαίνει ότι οι Churches δεν αντιπροσωπεύουν πολλούς Γλασκωβέζους, απλά ίσως ο ήχος τους είναι πολύ πιο international από τον δικό μας.
Πως είναι η έννοια της επιτυχίας στο μυαλό σας και πως έχετε αντιμετωπίσει το θέμα μέχρι στιγμής;
Paul Donoghue: Όταν πρωτοξεκινήσαμε, η έννοια της επιτυχίας για μας ήταν να καταφέρουμε να παίξουμε ένα τραγούδι από την αρχή ως το τέλος χωρίς να το καταστρεψουμε. Μετά αρχίσαμε συναυλίες, καποιοι άνθρωποι ήρθαν να μας δουν και μάλλον κάπως έτσι μετράμε την επιτυχία μας τώρα. Όσο μπορούμε να παίζουμε σε μια σκηνή μαζί είμαστε ευχαριστημένοι. Το κανουμε εδώ και καιρό, είχαμε τα πάνω μας και τα κάτω μας, αλλά το μόνο πράγμα που μας χαροποιεί περισσότερο από οτιδήποτε ειναι να παίζουμε τα τραγούδια μας. Απο κει και πέρα οτιδήποτε άλλο συμβαίνει είναι bonus.
Οι συνθέσεις σας φαίνεται ότι αναφέρονται σε «δευτερευούσης σημασίας» θέματα, όπως τα συναισθήματα, τη μελαγχολία, τις σχέσεις, τα προσωπικά δράματα. Επιπλέον, χρησιμοποιείτε δυνατούς και anthemic ήχους ώστε να αναβαθμιστούν στο επίπεδο που τους αξίζει. Είναι αυτή η ραχοκοκαλιά των Glasvegas, να στοχεύετε σε ένα συγκεκριμένο κοινό?
Paul Donoghue: Δεν νομίζω ότι έχουμε στόχο κάποιον συγκεκριμένα. Στις συναυλίες μας έχω δει 15χρονα παιδιά να στέκονται δίπλα σε εξηντάρηδες. Παράγουμε μουσική που σημαίνει πολλά για εμάς, είμαστε πολύ ειλικρινείς και οι άνθρωποι φαίνεται ότι το εκλαμβάνουν αυτό όταν μας ακούνε. Ίσως τα τραγούδια που γράφει ο James να είναι για διαφορετικά πράγματα από αυτά για τα οποία γράφουν οι περισσότεροι άνθρωποι, αλλά είναι πάντα για θέματα που τον συγκινούν. Και ακόμη όταν τραγουδάει τραγούδια που δεν έχουν και την πιο ευχάριστη αφήγηση, τόσο η μπάντα όσο και ο κόσμος φαίνεται να περνάνε υπέροχα.
Το τραγούδι σας “Geraldine” αναφέρεται σε μια κοινωνική λειτουργό που κινητοποίησε τα συναισθήματα σας διερευνώντας της ποικιλομορφία των ανθρώπινων σχέσεων. Μοιάζει αστείο βέβαια που η Lady Gaga προσφέρθηκε στο παρελθόν να υποδυθεί το ρόλο της “Geraldine”. Μετά από τόσα χρόνια βρίσκετε ακόμη σημαντικά πρόσωπα για να εμπνέεστε?
Paul Donoghue: Φυσικά. Το πιο σημαντικό από όλα είναι μάλλον η επίδραση που έχουμε ο ένας στον άλλο. Όταν είμαστε μαζί και οι έξι (η μπάντα και οι δυο μας μάνατζερ), υπάρχει ένας ηλεκτρισμός που μας εμπνέει. Αυτό επεκτείνεται και στην οικογένεια μας και στους φίλους μας επίσης. Οι άνθρωποι που σημαίνουν πολλά για τον καθένα στην ζωή του είναι βασικά το μόνο που έχουμε σε αυτή την γη και η μεγαλύτερη έμπνευση που θα μπορούσε κάποιος να ζητήσει.
Ballads vs dancing. Είστε μια μπάντα προσανατολισμένη στην διασκέδαση ή μια shoegaze εκδίκηση για αυτούς που αγνοούν το μέγεθος των ανθρώπινων συναισθημάτων?
Paul Donoghue: Στην πραγματικότητα είμαστε κάπου στη μέση. Αρκετοί άνθρωποι περιμένουν από εμάς να είμαστε σκοτεινοί και δυστυχισμένοι, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε σαν ένα νηπιαγωγείο που το έχουν πάει εκδρομή. Κάθε μέρα που είμαστε σε τουρνέ ή στο στούντιο ή απλά έξω, πάντα γελάμε. Χαιρόμαστε να πηγαίνουμε σε nightclubs και πάρτι, αλλά πιθανότητα θα είμαστε στην γωνία και θα λέμε αστεία μεταξύ μας κοιτώντας τι κάνουν όλοι οι άλλοι. Έχω γίνει γνωστός επειδή ξεσπάω σε αυθόρμητους χορούς σαν αυτούς στο βίντεο του «Thriller” και μια φορά ακόμη και σε fandango.
Το τελευταίο σας άλμπουμ “Later… When the TV turns to static” ήταν εξ ολοκλήρου παραγωγή του James Allan. Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα? Σκοπεύετε να συνεργαστείτε με κάποιον άλλο αυτήν την φορά? Έχετε κάποια wishlist από ανθρώπους που θα θέλατε να συνεργαστείτε στο άμεσο μέλλον?
Paul Donoghue: Βρισκόμαστε στο studio αυτήν την στιγμή και ο James είναι και πάλι στο πηδάλιο. Είναι υπέροχα που ο James ήταν υπεύθυνος για το τελευταίο μας album και αυτό που δουλεύουμε τώρα, αλλά είμαστε πάντα πρόθυμοι να εξετάσουμε οποιαδήποτε συνεργασία ή κατεύθυνση που θα δώσει ώθηση στην μουσική μας. Τόσο ο Flood όσο και ο Rich Costey έφεραν σπουδαία πράγματα στα δυο πρώτα μας άλμπουμ, και υπάρχει μια φρεσκάδα όταν μπορούμε να έχουμε και την γνώμη κάποιου άλλου για την μουσική που δημιουργούμε.
Ποιο είναι το καλύτερο σκωτσέζικο συγκρότημα όλων των εποχών?
Paul Donoghue: Θα πω και πάλι τους Sensational Alex Harvey Band. Ήταν μία από τις πιο τολμηρές και αντισυμβατικές μπάντες που βγήκαν από την Γλασκώβη. Την πρώτη φορά που άκουσα την μουσική τους μου κόπηκε η ανάσα από το τσαμπουκά τους και την παντομίμα. Σε καμία περίπτωση δεν είναι και το πιο γνωστό σκωτσέζικο συγκρότημα, αλλά για μένα είναι το καλύτερο.
Η Σκωτία έκανε πρόσφατα το δημοψήφισμα σχετικά με την ανεξαρτησία της. Η Μεγάλη Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να έχουν σημαντικά συνταγματικά ζητήματα για τα οποία πρέπει να απευθυνθούν στους ανθρώπους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η καταγωγή σας είναι από ένα εργατικό μέρος της Γλασκώβης βλέπετε μια κοινωνική επανίδρυση των εθνικών σχέσεων ως κρίσιμη και μείζονος σημασίας για την σύγχρονη ζωή?
Paul Donoghue: Το δημοψήφισμα ήταν μεγάλο πράγμα για την Σκωτία. Πραγματικά ενεργοποίησε ξανά το ενδιαφέρον των ανθρώπων για την πολιτική. Αν και η Σκωτία έχει υπάρξει μια αρκετά ασφαλής περιοχή για τους Εργατικούς, το σκωτσέζικο εθνικό κόμμα βρίσκεται σε άνοδο εδώ και αρκετό καιρό. Νομίζω ότι οι άνθρωποι της Σκωτίας είτε ψήφισαν ναι είτε όχι θέλουν περισσότερες από μια φωνές για πολλά ζητήματα. Αισθάνονται ότι δεν έχουν εκπροσωπηθεί κατάλληλα για μεγάλο χρονικό διάστημα και θέλουν από τους πολιτικούς μας να έχουν πιο άμεσο έλεγχο σε πολλά θέματα που μας επηρεάζουν άμεσα. Το καλύτερο πράγμα που βγήκε από το δημοψήφισμα για μένα όμως, παρόλο που ψήφισα όχι, ήταν ότι η Nicola Sturgeon είναι πλέον η πρωθυπουργός μας. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας νομίζω ότι ήταν μια φωνή της λογικής και την πίστευα όταν μίλαγε, κάτι που δεν ισχύει για το 90% των άλλων πολιτικών. Ίσως δεν συμφωνώ με όλα όσα πιστεύει, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι είναι το καλύτερο πρόσωπο για να πάει την χώρα μας μπροστά.
Μια και ανέφερες την πρωθυπουργό, ας μιλήσουμε για τις Σκωτσέζες. Εμένα το μυαλό μου πηγαίνει κατευθείαν στην θεσπέσια φωνή της Elizabeth Fraser και την εκπληκτική ομορφιά της Shirley Manson. Ποια είναι η άποψη σου για τις δυο αυτές κυρίες?
Paul Donoghue: Η Elizabeth Fraser είναι καταπληκτική. Οι Cocteau Twins ήταν άλλη μια σπουδαία μπάντα της Σκωτίας. Άλλαξαν πράγματα και έφεραν έναν εντελώς νέο τρόπο ερμηνείας στα αφτιά των ανθρώπων της Σκωτίας. Συνορεύουν με την Τέχνη. Και η Shirley Manson είναι πραγματικά πολύ γλυκιά. Παίξαμε μαζί σε ένα φεστιβάλ στο Μπιλμπάο και ενώ ήμουν στην μέση του πλήθους την άκουσα να τραγουδάει μια a capella εκτέλεση του “Whatever hurts you through the night”, κάτι που μας κολακεύει πολύ. Την συναντήσαμε την τελευταία φορά που έπαιξε στην Γλασκώβη και ήταν πολύ γλυκιά και εγκωμιαστική για τους Glasvegas. Πιστεύω ότι οι Σκωτσέζες είναι ανάμεσα στις καλύτερες γυναίκες του κόσμου. Είναι πολύ δυνατοί άνθρωποι που πάντα προσπαθούν για το καλύτερο στις ζωές τους και αυτό είναι ένα σπουδαίο στοιχείο του χαρακτήρα.
Το ποδόσφαιρο είναι ανάμεσα στις καθημερινές σας απολαύσεις. Πες μου τουλάχιστον πέντε ακόμα πράγματα που αγαπάτε ή κακές συνήθειες.
Paul Donoghue: Το πιο αγαπημένο μου ενδιαφέρον παραμένει η μουσική. Με συγκινεί περισσότερο από οτιδήποτε. Μετά από αυτό πιθανότατα είναι τα video games. Πιστεύω ότι είναι μια από τις πιο προοδευτικές τέχνες αυτήν την στιγμή γύρω μας. Οι ιστορίες τους είναι καλύτερες από αυτές που έχουν οι περισσότερες ταινίες που είδα πρόσφατα. Μετά θα έβαζα τα βιβλία. Αγαπώ τον γραπτό λόγο και έχω πολλούς δερματόδετους τόμους στο σπίτι μου. Φυσικά και το ποδόσφαιρο είναι ένα τεράστιο πάθος, αν και η ομάδα μου η Rangers αντιμετωπίζει πολλά οικονομικά και επιχειρηματικά προβλήματα αυτήν την στιγμή, οπότε δεν θέλω να μιλάω γι’αυτό. Δεν νομίζω ότι έχω κακές συνήθειες, αλλά το συγκρότημα λέει ότι βρωμάω όταν είμαστε στο πούλμαν. Όχι ότι είναι θέμα κακής υγιεινής, αλλά επειδή υπάρχει ένα περίεργο άρωμα όταν τρώω πικάντικες τροφές, κάτι που συμβαίνει σχεδόν καθημερινά.
Η Ελλάδα φημίζεται για τον πολιτισμό της, τα νησιά της, την διασκέδαση, και τελευταία για τις ταραχές. Τι νομίζετε ότι θα προσθέσει η επερχόμενη συναυλία σας στο ελληνικό κοινό? Έχετε ξανάρθει στην Αθήνα?
Paul Donoghue: Αυτή θα είναι η πρώτη μας επίσκεψη στην Αθήνα. Δεν συμβαίνει πολύ συχνά να επισκεπτόμαστε μια χώρα που δεν έχουμε ξαναπάει, οπότε θα είναι μια περιπέτεια για μας. Ειδικά όταν πρόκειται μια πόλη με τόσο πολιτισμό και τέχνη όπως η Αθήνα. Νομίζω ότι θα είναι ένα από τα αγαπημένα μου ταξίδια άσχετα πώς θα πάει η συναυλία. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ Ελλήνων και Σκοτσέζων. Και οι δυο λαοί είναι ευέξαπτοι και ανοιχτόκαρδοι. Πιστεύω ότι ο καθένας που θα έρθει στην συναυλία μας θα βοηθήσει για να γίνει ένα απολαυστική βραδιά. Δεν μπορώ να περιμένω να έρθω!
Συνέντευξη - κείμενο: Διονύσης Ρήγας
Μετάφραση - επιμέλεια: Κώστας Μπρέλλας
Glasvegas Official
- *Οι Glasvegas θα εμφανιστούν το Σάββατο 28 Φεβρουαρίου στο Gagarin 205 για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Η μέχρι τώρα πορεία των THE SOFT MOON απέφερε 2 άλμπουμ και ένα e.p. που εξερευνούσαν σκοτεινές ενδοχώρες, είτε αφηρημένες είτε πιο εσωτερικές. Εντυπωσιακές καταγραφές σεισμογενών, επιβλητικών, στιβαρών, τιτάνιων ρυθμικών μοτίβων και γκριζόμαυρα φράκταλ χαμηλών συχνοτήτων από τις πιο σκοτεινές γωνίες του μουσικού σύμπαντος, επαναληπτικοί ήχοι και φράσεις μακριά από κάθε φόρμα τραγουδιού, μεγενθυμένες περιοχές των καλύτερων σκοτεινών μουσικών παραγωγών του new/cold/dark wave, goth και industrial. Δίσκοι που εντυπωσιάζουν, συνθέσεις που στις ζωντανές τους εκτελέσεις δείχνουν το μέγεθος τους κάνοντας μερικούς από μας να έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε λιλιπούτειοι απέναντι σε αυτές τις μαύρες ρυθμικές επιδρομές ή ασήμαντοι κάτω από αυτές τις γοτθικές ηχητικές αψίδες.
Οι Soft Moon είναι μια προσωπική υπόθεση. Είναι η μουσική ψυχοθεραπεία του εσωτερικού κόσμου του Luis Vasquez, μια εσωτερική γέφυρα μεταφοράς συναισθημάτων και κατάστασης προς τα έξω. Όταν ο συνθέτης δήλωνε το 2012 ότι το ''Zeros'' θα ήταν το τελευταίο άλμπουμ που θα δημιουργούσε σόλο, δεν φάνηκε να το πιστεύει ούτε και ο ίδιος.Τρία χρόνια λοιπόν μετά έχουμε μια καινούρια ολοκληρωμένη ηχογράφηση των Soft Moon. Δημιουργημένη, όχι στο Oakland (τη βάση του συνθέτη) και ούτε ανάμεσα σε συναυλίες, αλλά στην απόλυτη απομόνωση στο Βερολίνο και στη Βενετία με τη σημαντική βοήθεια του παραγωγού Maurizio Baggio.
“The album is an inward-looking representation of a new man as he processes the relentless undercurrent of his internal battles with suicide, vulnerability, and healing” αναφέρει το δελτίο τύπου σαν την πεμπτουσία της φιλοσοφίας του ''Deeper''.
Από πέρυσι μας είχε κάνει γνωστά τρία τραγούδια που υποδείκνυαν μετακίνηση σε ακόμα πιο αβυσσαλέους κόσμους. Ακριβώς· η μετακίνηση είναι ουσιαστικά η βαθύτερη από ποτέ καταβύθιση στα εσωτερικά ψυχικά διαμερίσματα.
Το ''Inward'' είναι σαν ένα ηχητικό ασανσέρ με κλιμακούμενη προς τα κάτω κίνηση το οποίο μας αιχμαλωτίζει στο «θάλαμο» και σταματά απότομα για να εισέλθει η ιδιαίτερη ρυθμική, υποβλητική, μινιμαλιστική, ανήλιαγη mantra του ''Black''· μια ωδή προς την προσωπική άνευ υποδείξεων πορεία ζωής με στίχους απλούς και απόλυτους. ''I don't care what you say, living life my own way'' επαναλαμβάνει κατά την προσφιλή του συνήθεια ο Luis Vasquez. Μια μεγαλειώδης στιγμή, μια καλή σύνδεση με τα προηγούμενα αλλά και πρώτο δείγμα ότι κάτι αλλάζει στη συνθετική ποιότητα του Luis Vasquez.
Στο ''Far'' ο γνώριμος ρυθμικός νεοκυματικός καλπασμός καταγωγής THE CURE και η παγωμένη κιθάρα είναι πάλι παρών. Αλλά ακούμε πλέον και στίχους με παραπάνω από 15 λέξεις. Ένα ανεμοδαρμένο τραγούδι που χρωστά πολλά στον Robert Smith και δείχνει αναχώρηση από τα ιδιότυπα mantra σε πιο ποπ φόρμες. Κάτι που φαίνεται και στα ''Wasting'', ''Try'' και ''Without'' με τον καλύτερο τρόπο. Αυτή η τριάδα είναι ουσιαστικά το νέο που φέρνει αυτό το άλμπουμ στην αισθητική του σχήματος. Είναι η στιγμή που ο Luis Vasquez αφήνει το συναίσθημα να μιλήσει και να τραγουδήσει και είναι περιττό να τονίσουμε ότι είναι ένα ενδιαφέρον καινούριο στοιχείο που αξίζει να εξερευνήσει και να μάθει καλά ο συνθέτης.
Ήταν ένα ζήτημα παλιότερα αυτή η λυρική "ανωριμότητα" του. Από τη στιγμή που δεν προσανατολιζόταν στη γραφή μόνο οργανικών συνθέσεων, έπρεπε να αναπτύξει το θέμα φωνής/μελωδίας/τραγουδιού. Οι ρυθμικοί ψίθυροι, όπου δεν συνυπήρχαν με τους ρυθμούς, έβγαιναν σαν να άκουγες κάποιον να ασφυκτιά να τραγουδήσει και να βγάλει στην επιφάνεια «δένoντας» με το υπόλοιπο οικοδόμημα όλη αυτή την ένταση με περισσότερες μελωδίες και λέξεις. Στο ''Deeper'' όμως αυτό το θέμα αρχίζει να διορθώνεται πια και αυτό οφείλεται στον παραγωγό του άλμπουμ Maurizio Baggio ο οποίος άφησε τον Luis να επικεντρωθεί στο τραγούδι παρά στο υπόλοιπο ηχητικό μέρος και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ανέβει ο ήχος των Soft Moon ένα επίπεδο πιο πάνω.
Υπάρχουν όμως και δύο συνθέσεις που ανεβάζουν ακόμα πιο ψηλά των πήχη στην πρόοδο του σχήματος. Το εφιαλτικό σεισμογενές industrial techno του ''Wrong'' και το επιβλητικότερο όλων, ''Desertion'', που είναι πλησιέστερο των υπολοίπων στις προηγούμενες ηχογραφήσεις του σχήματος. Όμως και πάλι, φαίνεται καθαρά να κυριαρχεί μια πιο εστιασμένη και ξεκάθαρη από ποτέ οπτική. Στο ομώνυμο ''Deeper'' μιλά το Λατινοαμερικάνικο αίμα του Vasquez και εντυπωσιάζει καθώς χρησιμοποιεί αρχέγονους ρυθμούς που μπλέκονται με τις industrial εφιαλτικές περιβάλλουσες και στρώματα, δημιουργώντας ισοδύναμο αποπνικτικής και υγρής ατμόσφαιρας. Είναι ένα από τα χορευτικά τραγούδια του άλμπουμ που μας ανοίγει την όρεξη για περισσότερο αρχέγονες επιρροές στην κατεύθυνση του σχήματος στο μέλλον. Τα ''Feel'' και''Being'' κουβαλάνε εντονότερες από ποτέ αναμνήσεις της δεκαετίας του '80 μέσα από τις ρυθμικές και χορευτικές τους διαστάσεις, αλλά το πρώτο προδίδεται από την δύσκαμπτη και απλοϊκή του μελωδία.
Στο ''Deeper'' λοιπόν διακρίνουμε πολλές αλλαγές πάνω στη βασική μουσική κατεύθυνση των THE SOFT MOON. Είναι ο πιο εστιασμένος, πιο ώριμος, πιο σκοτεινός, αλλά και πιο «ευλύγιστος» δίσκος τους. Ένα ολοκληρωμένο και ενδοσκοπικό άλμπουμ της εποχής μας που κατακτά περίοπτη θέση στις φετινές κυκλοφορίες.
Rating: 8,5 / 10
Χρήστος Μίχος
‘…we only ever thought we were gonna play two gigs…’
…ένα συγκρότημα που μετράει 34 χρόνια μουσικής δημιουργίας εξακολουθεί να γεμίζει μεγάλους συναυλιακούς χώρους στην Αγγλία με κοινό που δίνει την αίσθηση πως έχει κάνει βίωμα τους στίχους των τραγουδιών τους. Ο Justin Sullivan είναι ο μοναδικός που παραμένει από την αρχική σύνθεση της μπάντας και ο οποίος στα χρόνια που μεσολάβησαν από το ‘Today Is A good Day’ έχει μετουσιώσει τη συνέπεια μιας μεγάλης φωτιάς που σχεδόν κατέστρεψε το στούντιο του συγκροτήματος και η οποία εξαφάνισε live και άλλες ηχογραφήσεις, αρχειακό υλικό, μηχανήματα και μουσικά όργανα. Ο θάνατος του manager Tommy Tee και η αποχώρηση του μπασίστα τους Nelson ήταν δυο ακόμα καθοριστικά συμβάντα που σχεδόν διαμόρφωσαν ολόκληρη τη στάση του Justin Sullivan σχετικά με το παρελθόν το οποίο θεωρεί πως πρέπει να θάβεται, όπως έχει ήδη αναφέρει σχεδόν σε κάθε πρόσφατη συνέντευξή του. Οι διαφορές των δυο τελευταίων άλμπουμ ως συνέπεια και των μεταλλάξεων που αναγκαστικά συνέβησαν μέσα στη μπάντα ξάφνιασαν αρκετά το μουσικό τύπο αλλά και το κοινό του. Ταυτόχρονα είναι ενδιαφέρον το ότι σε διάστημα 1 χρόνου στην Αγγλία έχουν καταρριφθεί ‘μύθοι’, διάσημα ονόματα στη μουσική (π.χ. Johnny Rotten) ενώ ένα σοβαρότατο σκάνδαλο σεξουαλικής παρενόχλησης του ανθρώπου πίσω από την εκπομπή Top of The Pops, Jimmy Saville αλλά και όσων συνδέονταν μαζί του, διέλυσε κάθε ψευδαίσθηση ειδυλλιακού τοπίου στα μουσικά πράγματα του παρελθόντος.
Έγινε μια φοβερά ειλικρινής συζήτηση με τον Justin Sullivan κατά την οποία απάντησε σοβαρά και εκτεταμένα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των New Model Army και για ένα σωρό άλλα θέματα. Όμως παράλληλα ‘έσπασε καθρέφτες’ και διέλυσε ‘εικόνες’ μέσα σε 27’ κι αυτό δε θα το ξεχάσω παρότι είναι μια στάση την αποστομωτική βία της οποίας, αποδέχομαι και σέβομαι απολύτως γιατί αισθάνομαι πως λέει την αλήθεια. Πέρα απ’ όλ’ αυτά οι New Model Army έδωσαν 2 συναυλίες στην Αγγλία ως τις γιορτές (με setlist που είχε 31 κομμάτια), sold out μέσα σε ώρες, ενώ στο κατάμεστο Forum στην περιοχή Kentish Town το κοινό τους, όρθιο στους ώμους άλλων έβγαζε όλη του την ψυχή με τους στίχους του ‘No Rest’ και ο 50άρης δίπλα μου που έβαλε το δερμάτινό του μπουφάν μετά τη δουλειά για να έρθει στο live, άκουγε με σκυμμένο κεφάλι τους στίχους ‘…till we mortgaged the future buried our children…’. Πράγματι, δεν έχει λόγο κανείς να ‘περιμένει κάτι συγκεκριμένο’ από μια μουσική μπάντα και παρότι προσωπικά θεωρώ πως το οποιοδήποτε είδους ‘κουτί’ είναι μια απλή και εφήμερη συναρμογή ορθογώνιων κομματιών, δεν παύει να παραμένει διακριτό πράγμα το να μην περιχαρακώνεται κάποιος από γωνίες από το να αρνείται ότι έχει ένα κάποιο χαρακτήρα και μια στάση στα πράγματα. Τα συμπεράσματα φυσικά ανήκουν στον καθένα μας χωριστά κι εγώ προσωπικά εύχομαι τα όσα ειπώθηκαν σε αυτή τη συνομιλία να κυκλοφορούσαν και στον αγγλικό μουσικό τύπο.
Ξεκινήσατε την περιοδεία σας για τον καινούριο δίσκο τον Οκτώβριο σε πόλεις εκτός Αγγλίας. Πώς έχει πάει μέχρι στιγμής?
Justin Sullivan: Κάναμε συναυλίες για 3 εβδομάδες μέσα στον Οκτώβριο σε πόλεις της Γερμανίας και της Σκανδιναβίας και πήγαν όλες πολύ καλά. Αρχικά θέλαμε να κάνουμε αυτές τις live εμφανίσεις την Άνοιξη του 2014 αλλά δε μπορέσαμε γιατί ο Michael Dean είχε τραυματιστεί. Στη συνέχεια ήρθαμε στην Ελλάδα και τώρα ετοιμάζουμε τη μεγάλη μας συναυλία στο Λονδίνο λίγο πριν τις γιορτές.
Μιλώντας για το live σας στην Ελλάδα ξέρω πως εμφανιστήκατε στα πλαίσια μιας εκδήλωσης που έγινε στο Σπόρτινγκ για την Ευρωπαϊκή Μέρα Ενάντια στο Φασισμό. Πώς οργανώθηκε αυτή η εμφάνισή σας και πώς πήγε?
Justin Sullivan: Οργανώθηκε από μια ομάδα ανθρώπων στην Αθήνα, οι οποίοι μας ζήτησαν να παίξει όλη η μπάντα πράγμα που ήταν αρκετά κοστοβόρο και άρα ανέφικτο. Επειδή όμως εγώ ήθελα να παίξουμε, ήρθα με τον Dean (White) και κάναμε ένα live με δυο κιθάρες και λίγα πλήκτρα. Ήταν ωραία, δεν είχε και ένα εκατομμύριο κόσμο, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν ωραία.
Ας μείνω λίγο ακόμα στην Ελλάδα. Το παλιότερο άλμπουμ σας ‘Carnival’ είχε έλληνα συμπαραγωγό, τον Χρήστο Τσαγκαρίδη. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία?
Justin Sullivan: Ο Χρήστος Τσαγκαρίδης έχει ασχοληθεί για πολλά χρόνια με τη ροκ μουσική και νομίζω πως ξεκίνησε από την Κύπρο. Έκανε το μιξάρισμα σε ένα live μας και επειδή δουλέψαμε καλά τότε, του ζητήσαμε να είναι ο παραγωγός αυτού του άλμπουμ αλλά τελικά αυτός δεν ήταν ένας ευτυχισμένος ‘γάμος’. Ο αγαπημένος μου έλληνας παραγωγός όμως ο οποίος ανέλαβε το άλμπουμ μας με τίτλο ‘The Love of Hopeless Causes’ του 1993, είναι για την ακρίβεια ελληνοαμερικάνος και ονομάζεται Νίκος Μπόλας. Έχει συνεργαστεί με διάφορους μουσικούς μεταξύ των οποίων και ο Neil Young, είναι καλός μου φίλος και συνεργαστήκαμε πολύ καλά.
Το Σεπτέμβριο του 2014 κυκλοφόρησε το ‘υβριδικό’ όπως το έχεις χαρακτηρίσει άλμπουμ των New Model Army, που ονομάζεται ‘Between Wine And Blood’. Ξέρουμε πως αυτό το άλμπουμ είναι συνέχεια του προηγούμενου ‘Between Dog And Wolf’ ο τίτλος του οποίου αφορά σε μια έκφραση στα γαλλικά που σημαίνει ‘ξημέρωμα’. Αναρωτιέμαι ποιά είναι η σημασία της έκφρασης ‘Between Wine And Blood’.
Justin Sullivan: Στο προηγούμενο άλμπουμ με τον τίτλο ‘Between Dog And Wolf’ υπήρχε και ένα κομμάτι με τον ίδιο τίτλο, ένα τραγούδι για την αγάπη που δανείζεται αυτή τη μεσαιωνική γαλλική έκφραση ‘Entre chien et lou’ γιατί θεωρήσαμε πως εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τους New Model Army. Η έκφραση αυτή αναφέρεται στην αυγή της μέρας όπου το φως είναι τέτοιο που αν είσαι στο δάσος είναι πρακτικά αδύνατο να ξεχωρίσεις αν αυτή η σκιασμένη φιγούρα στο βάθος είναι το κυνηγετικό σου σκυλί ή ένας λύκος. Στη συνέχεια γράψαμε τους στίχους του κομματιού ‘…between dog and wolf between wine and blood between wolf and wine, between wine and blood…’ οι οποίοι έχουν προφανώς θρησκευτικές αναφορές και βασίζονται στην ιδέα της μεταμόρφωσης. Το ‘Between Wine And Blood’ είχαμε την πρόθεση να είναι ένα live άλμπουμ του προηγούμενου αλλά ταυτόχρονα θέλαμε να συνδέσουμε με κάποιο τρόπο τα δυο άλμπουμ κι έτσι επιλέξαμε αυτό τον τίτλο. Στη συνέχεια έτυχε να γράψουμε 6 καινούρια κομμάτια τα οποία ενσωματώσαμε στο δίσκο κι έτσι προέκυψε αυτό το υβριδικό άλμπουμ, το οποίο νομίζω ότι είναι καλό.
Συμφωνώ και κατά τη γνώμη μου είναι πράγματι ένας πολύ καλός δίσκος το ‘Between Wine And Blood’ και νομίζω πως οι δυο τελευταίες σας δουλειές συνδέονται κατά κάποιο τρόπο με παλιότερα κομμάτια σας όπως αυτά του ‘Thunder And Consolation’. Παράλληλα όμως αντιλαμβάνομαι ότι υπήρχαν κάποια βασικά στοιχεία που είχαν μεγάλη σημασία για τους New Model Army όσον αφορά στον ήχο της νέας σας δουλειάς. Για παράδειγμα ήταν σημαντικό το να δοθεί έμφαση και να υπάρξει ‘χώρος’ μέσα στη σύνθεση για επάλληλα επίπεδα των ντραμς, να δώσετε στη μουσική σας πιο ‘βαρύ’ ύφος και να έχετε πολύ καλή ποιότητα στον ήχο. Αυτοί ήταν, απ’ όσο έχεις πει, οι βασικοί λόγοι για τους οποίους επιλέξατε τον Joe Barresi για το μιξάρισμα του ήχου, ο οποίος μένει στο Los Angeles.
Justin Sullivan: Ναι πολύ σωστά, εγώ και ο Michael συζητούσαμε για όλ’ αυτά εδώ και πολύ καιρό και έχουμε ξαναπροσπαθήσει να υλοποιήσουμε την ιδέα των επάλληλων επιπέδων ντραμς αλλά ποτέ ως τώρα δεν κάτσαμε να το κάνουμε αυτό όπως έπρεπε. Έτσι αυτή τη φορά αποφασίσαμε να κάνουμε εμείς την παραγωγή του ήχου των ντραμς έτσι ώστε να έχουμε την ευχέρεια να κάνουμε ‘λάθη’ και να προσεγγίσουμε διάφορες κατευθύνσεις. Οι παραγωγοί έχουν την τάση να περιορίζουν τις δυνατότητες που έχει κανείς κι εμείς θέλαμε να μην εστιάσουμε σε κάτι συγκεκριμένο αλλά να εξελίξουμε διάφορες ιδέες πάνω σε αυτό που θέλαμε να πετύχουμε τελικά. Παράλληλα όμως από πολύ νωρίς είχαμε την πρόθεση τελικά να αναθέσουμε το τελείωμα, το μιξάρισμα δηλαδή, σε ένα από τους καλύτερους επαγγελματίες στον κόσμο κι έτσι επιλέξαμε τον Joe και αυτή η επιλογή μας αποδείχτηκε σωστή τελικά. Είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος και είναι γνωστός στη ροκ σκηνή έχοντας δουλέψει με τους Queens of the Stone Age, τους Tool κ.α. μπάντες αλλά έχει επίσης πολύ μουσικότητα και δεξιοτεχνία στο να δίνει βάθος στη σύνθεση κι έτσι ο ήχος που δημιουργεί είναι πολύ δυνατός, πολύ καθαρός και έχει βάθος, πράγμα που ταιριάζει πολύ με το ύφος των New Model Army. Είχαμε κουραστεί να κάνουμε φτηνούς δίσκους που πουλάνε εύκολα κι έτσι αυτή τη φορά θέλαμε να κάνουμε μια ακριβή και πάρα πολύ καλή παραγωγή.
Πράγματι είναι εμφανής η διαφορά στον ήχο αυτού του άλμπουμ παρ’ όλ’ αυτά ομολογώ πως μου έλειψαν οι country, bluegrass αναφορές στα κομμάτια του ‘Between Wine And Blood’. Αυτό σημαίνει πως έχεις επιλέξει να εστιάσεις της solo δουλειές σου σ’αυτά τα είδη και πως τέτοια country γυρίσματα μέσα στις μελωδίες των κομματιών ανήκουν στο παρελθόν των New Model Army?
Justin Sullivan: Νομίζω πως οι folk μελωδίες είναι ακόμα εκεί απλά δεν είναι τόσο εμφανείς όσο πριν. Για παράδειγμα όταν γράφαμε το ‘Thunder And Consolation’ ο Ed (Alleyne Johnson) έπαιζε βιολί και τότε οι άνθρωποι έλεγαν ‘Α, αυτό είναι folk rock μουσική’. Αυτό που έχουμε αποφασίσει είναι πως όταν ο οποιοσδήποτε προσπαθεί να φτιάξει ένα ‘κουτί’ για να χωρέσει τους New Model Army μέσα, τότε το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να βγούμε έξω από αυτό το κουτί! Προσπαθούμε να κάνουμε άλμπουμ που δεν είναι παρόμοια ή ίδια, γράφουμε μουσική και επηρεαζόμαστε από τα πάντα δε θέλουμε ποτέ να βρεθούμε μέσα σε κάποιο ‘κουτί’ οπότε αν κάποιος μας πει ‘Α ώστε είστε ‘αυτό το πράγμα’ τότε εμείς απαντάμε ‘Όχι, γιατί μπορούμε επίσης να κάνουμε ένα σωρό άλλα πράγματα’. Ξέρεις, μετά το ‘Thunder And Consolation’ και ‘Impurity’ υπήρχε ένα μεγάλο folk rock κύμα στη μουσική στην Αγγλία, για το οποίο ήμασταν εν μέρει υπεύθυνοι και κάπου εκεί σκεφτήκαμε ‘Οκ το κάναμε αυτό ας γράψουμε κάτι άλλο τώρα, ας κάνουμε κάτι διαφορετικό’ κι έτσι το ‘ The Love Of Hopeless Causes’ ήταν ένα περίπου hard rock άλμπουμ με επιρροές από τη σκηνή της Αμερικής. Οπότε αυτό που θέλω να πω είναι πως σε γενικές γραμμές επιδιώκουμε να προχωράμε και να εξελισσόμαστε μουσικά.
Το άλμπουμ σας ‘Between Dog And Wolf’ συνοδεύτηκε από την κυκλοφορία μιας πολυσέλιδης έκδοσης και τη δημιουργία ενός ντοκυμαντέρ για τους New Model Army από τον Matt Reid του BBC4. Έχεις δηλώσει πολύ σαφώς ότι ‘Αυτό είναι ένα ντοκυμαντέρ που ο Matt Reid έφτιαξε από τη δική του σκοπιά και όχι κάτι που απαραίτητα θα έκανε η μπάντα για τον εαυτό της’. Επίσης έχεις πει πως κατά τη διάρκεια της έρευνας που έκανε ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης, χρειάστηκε να επισκεφτείς ξανά το Sawmill στούντιο στην Κορνουάλη όπου ηχογραφούσατε πολύ παλιότερα και πως αυτό ήταν μια τραυματική εμπειρία για’σένα. Εκτός από αυτή η επίσκεψη ποιά άλλα στοιχεία δε σου άρεσαν από το ντοκυμαντέρ αυτό?
Justin Sullivan: Είναι ενδιαφέρον ότι η ταινία αυτή κυκλοφόρησε φέτος, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του ‘Between Dog And Wolf’ και πριν λίγες μέρες μετά την προβολή της ταινίας σε ένα σινεμά, μαζί με τον Matt Reid απαντούσαμε σε ερωτήσεις του κοινού για την ταινία. Το ‘πρόβλημα’ με την ταινία αυτή είναι ότι, ας είμαστε ειλικρινείς, δε γίνεται να χωρέσεις 34 χρόνια σε 1 ½ ώρα ταινία. Αλλά παρ’ όλ’αυτά δεν έκανε μια ταινία για τους fans αντιθέτως προσπάθησε να αποτυπώσει την ουσία της μπάντας με αρκετά κενά, υπάρχει ένα κενό 20 χρόνων στην ιστορία που αφηγείται η ταινία αυτή. Ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας αφορά στη δεκαετία του ’80 και μετά μεταπηδάμε στην περίοδο κυκλοφορίας του ‘Between Dog And Wolf’ οπότε το ενδιάμεσο διάστημα απλά δεν αποτυπώνεται πουθενά κι έτσι η ταινία δε λέει όλη την ιστορία των New Model Army. Από την άλλη μεριά εμείς δε θα κάναμε ποτέ μια ταινία για τους εαυτούς μας, ήταν καλύτερο κάποιος να κάνει μια ταινία για εμάς οπότε αυτό είναι το νόημα της φράσης ‘αυτή είναι μια ταινία που έκανε ο συγκεκριμένος άνθρωπος και όχι απαραίτητα μια δική μας ταινία’. Προσπάθησε να κάνει μια ταινία που θα ενδιέφερε ανθρώπους που δεν ξέρουν τίποτα απολύτως για τους New Model Army και νομίζω πως το έκανε επιτυχώς αυτό γιατί αυτή την εβδομάδα ήρθε πολύς κόσμος στην προβολή της ταινίας στο σινεμά ∙ κόσμος που δεν ήξερε τίποτα για εμάς στον οποίο φάνηκε ότι άρεσε πολύ η ταινία. Αυτό που μου άρεσε πολύ επίσης είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Matt Reid ενσωμάτωσε τη μουσική μας. Τέλος πάντων αυτό ήταν έγινε τώρα. Το 2010 γιορτάσαμε την 30η επέτειο ύπαρξης των New Model Army και αυτό περιλάμβανε πολύ μεγάλη ανασκόπηση του παρελθόντος και μετά συνεχίσαμε κατευθείαν στην κυκλοφορία του ‘Between Dog And Wolf’ και κάθε κάποιο διάστημα, ιδίως όταν είσαι μια μπάντα 34 χρόνων πάντα υπάρχει κάποιος που θέλει να σε σύρει στο παρελθόν πράγμα το οποίο δε μας ενδιαφέρει οπότε η πρώτη σκέψη μας είναι ‘Οκ πρέπει να μιλήσουμε για το παρελθόν αλλά αυτό δεν είναι κάτι ευχάριστο για εμάς’.
Πέρασαν 5 χρόνια ανάμεσα στα ‘Today Is A Good Day’ και ‘Between Dog And Wolf’ και στο διάστημα αυτό συνέβησαν αρκετά και σοβαρά πράγματα τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στην ίδια τη μπάντα. Έχεις πει πως μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους στην Αμερική το πρώτο κομμάτι που έγραψες ως ‘απάντηση’ ήταν το ‘Navigating By The Stars’ στο ομώνυμο σόλο άλμπουμ σου. Αυτό είναι ένα κομμάτι που δημιουργεί περισσότερο μια ατμόσφαιρα περισυλλογής παρά μια δυναμική και θυμωμένη ‘απάντηση’ στα γεγονότα. Έχοντας στο μυαλό σου το κομμάτι ‘Vengeance’ συγκριτικά με το ‘Navigating By The Stars’ ποιά από τις δυο προσεγγίσεις στα πράγματα έχεις δει στην πορεία των χρόνων ότι ‘λειτουργεί’ καλύτερα για’ σένα ως άνθρωπο στο να αντιμετωπίσεις διάφορες καταστάσεις?
Justin Sullivan: (παύση)…Και τα δυο (γέλια) για διαφορετικούς λόγους. Κανείς δεν είναι συνεχώς θυμωμένος και όλοι έχουν διαφορετικές εκφάνσεις του εαυτού τους. Και πάλι πιστεύω πως πολλοί άνθρωποι έχουν την τάση να φτιάχνουν ‘κουτιά’ για τις μπάντες και να λένε ‘Α αυτοί εκφράζουν καλύτερα αυτού του είδους τα συναισθήματα’ οπότε με αυτή τη λογική όταν έχεις κάποια συγκεκριμένη διάθεση βάζεις να ακούσεις ένα δίσκο των Cure για παράδειγμα. Με τους New Model Army τα πράγματα είναι διαφορετικά γιατί ακολουθούμε διαφορετικά μονοπάτια και διαθέσεις κάθε φορά, στάση η οποία είναι πιο συνεπής στο πώς είμαστε εμείς οι ίδιοι στο ότι η ύπαρξή μας έχει πολλές διαστάσεις. Ας πούμε, πολύς κόσμος θεωρεί πως είμαστε μια πολιτική μπάντα κι αυτό είναι λάθος κατά τη γνώμη μου γιατί δε δημιουργηθήκαμε για να επικοινωνήσουμε κάποιου είδους μήνυμα αλλά για να γράψουμε μουσική και καμιά φορά μπορεί να με ενδιαφέρει να γράψω ένα κομμάτι για πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο αλλά δεν υπάρχει η λογική ότι ‘Α έγινε αυτό το γεγονός και ΠΡΕΠΕΙ να γράψω ένα κομμάτι τώρα γι’ αυτό’ είναι τυχαίος ο τρόπος με τον οποίο γράφω κομμάτια για διάφορα πράγματα.
Στο κομμάτι ‘I need more time’ το οποίο εμένα προσωπικά με παραπέμπει στο ‘Working Class Hero’ υπάρχουν οι εξής στίχοι: ‘’ I need more time to make good on the promises I made to the world when the world was moving slower’’. Μπορείς να μοιραστεί μαζί μας κάποιες από αυτές τις υποσχέσεις?
Justin Sullivan: (παρατεταμένο γέλιο) χμμμ ναι όλ’αυτά αφορούν προσωπικές καταστάσεις… όμως έχω την εντύπωση πως σε όλους μας, ανεξάρτητα με το τι κάνει ο καθένας στη ζωή του, υπάρχει η αίσθηση ότι δεν επαρκεί ποτέ ο χρόνος για να κάνουμε όσα θα θέλαμε. Και σε αυτό συμβάλλει το γεγονός πως ο σύγχρονος τρόπος ζωής είναι τέτοιος που ειδικά στους καλλιτέχνες παρουσιάζονται διαρκώς εκατομμύρια διαφορετικές επιλογές και δυνατότητες. Και φυσικά ανάμεσα στα διαφορετικά projects, κανείς οφείλει να έχει και μια κάποια προσωπική ζωή, σχέσεις με ανθρώπους και όλοι έχουμε δυσκολίες στο να δίνουμε αρκετό χρόνο στις σχέσεις μας…μπορεί να υποσχέθηκα κάποια στιγμή στον κόσμο να είμαι καλός άνθρωπος…(γέλια)…και δεν τα κατάφερα.
Έχεις εκφράσει ανοιχτά τις αντιπολεμικές σου απόψεις όπως επίσης έχεις ασκήσει έντονη κριτική σε κάθε είδους στρατό κι όμως παρατηρούμε ότι έδωσες στη μπάντα το όνομα του στρατού του στρατηγού Thomas Fairfax κατά τον εμφύλιο πόλεμο της Αγγλίας (1642-1651) . Πώς και επέλεξες αυτό το όνομα?
Justin Sullivan: Ωραία ερώτηση. Πάντα με ενδιέφερε η Ιστορία της Αγγλίας και ειδικά η Αγγλική Επανάσταση (σημ. έτσι αναφέρεται ο Justin Sullivan στον Αγγλικό Εμφύλιο) . Οι New Model Army ξεκίνησαν το 1980, σε μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησης καθότι ήταν η εποχή κατά την οποία διαμορφωνόταν η αντεπανάσταση εναντίον της Θάτσερ. Τότε ήμασταν όλοι αριστερής ιδεολογίας και όλα έδειχναν πως η επιλογή αυτού του ονόματος για τη μπάντα ήταν σωστή και λογική. Παράλληλα όμως θεωρούσαμε πως απλά θα κάναμε δυο συναυλίες. Ποτέ δεν ξεκινήσαμε συνειδητά μια πολυετή μουσική καριέρα ίσα ίσα λέγαμε ‘Είμαστε μια μικρή μπάντα θα κάνουμε δυο live και ως εκεί. Αλλά χρειαζόμασταν ένα όνομα οπότε σκεφτήκαμε ‘New Model Army’ ακούγεται καλό όνομα, ας βάλουμε αυτό λοιπόν αλλά κοίτα να δεις που 34 χρόνια μετά είμαστε ακόμα εδώ, έχουμε παίξει σε όλο τον κόσμο και ακόμα οι άνθρωποι μας ρωτάνε γι’ αυτό το όνομα. Όσον αφορά στις αντιπολεμικές μου απόψεις, ναι προφανώς και ο οποιοσδήποτε διαθέτει εγκέφαλο δε μπορεί να υποστηρίζει τον πόλεμο.
Όταν ξεκίνησαν οι New Model Army δούλευες στο εργοστάσιο παραγωγής της Mars και δεδομένου ότι τα περισσότερα κομμάτια σας αφορούσαν στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η μέση εργαζόμενη οικογένεια εκείνη την περίοδο στην Αγγλία αναρωτιέμαι αν κάποιος από τους συναδέλφους σου στη δουλειά είχαν ακούσει τη μουσική σας και ποιά ήταν η ανταπόκριση που είχατε, πώς αντιμετώπιζαν τη μπάντα οι άνθρωποι εκεί που δούλευες ? Φαντάζομαι πως αν ζούσα στην Αγγλία τότε, θα ήταν πολύ πιθανό να πηγαίνω στις πορείες έχοντας τη μουσική σας στ’ αυτιά μου.
Justin Sullivan: Χμμμμ…ναι… πολύ καλή ερώτηση για να είμαι ειλικρινής. Αναρωτιέμαι αν έχοντας αφήσει πίσω μου αυτή την εμπειρία (έχω πολλά χρόνια να δουλέψω σε γραμμή παραγωγής σε εργοστάσιο) μπορώ να πω ότι έχω αποκοπεί από τις καθημερινές εμπειρίες των εργαζόμενων ανθρώπων? Πολύ καλή ερώτηση. Θεωρώ πως μαζί μ’ εμάς έχουν προχωρήσει και οι άνθρωποι που μας άκουγαν τότε. Δεν πιστεύω πως είμαστε μια μπάντα της εργατικής τάξης αλλά μια ακόμα μπάντα, απλά. Ξέρεις, όταν είμαστε σε περιοδεία, γύρω στα 12 άτομα δηλαδή, οι άνθρωποι που είναι μαζί μας είτε που συμμετέχουν στους New Model Army είτε είναι γύρω από τη μπάντα ήταν και είναι πάντα άνθρωποι διαφορετικοί, ορισμένοι μεσαίας τάξης, ορισμένοι εργατικής τάξης, άλλοι πολύ καλά μορφωμένοι άλλοι χωρίς μόρφωση και όλες αυτές οι διαφορές φαίνεται να έχουν πολύ μικρότερη σημασία από τη διαδρομή που κάνουμε μέσα στη ζωή. Υπάρχει πολύς κόσμος που εξακολουθεί και μας ακούει μετά από 30 χρόνια και το γεγονός πως τα τραγούδια μας έχουν αλλάξει και δε δίνεται έμφαση πια στα ίδια θέματα καθότι δεν είναι πια νεανικά τραγούδια, είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας που έχουμε αποκτήσει μέσα από τη διαδρομή που έχουμε κάνει στη ζωή μας. Τα τραγούδια μας αφορούν κυρίως ζητήματα των λευκών και αυτό δε γίνεται για λόγους πολιτικής ορθότητας καθότι υπάρχουν διάφορες αντιφάσεις μέσα στα κομμάτια και αυτές οι αντιφάσεις θεωρώ πως ανταποκρίνονται καλύτερα στον τρόπο με τον οποίο ζούμε τελικά . Τελικά νομίζω πως το κοινό μας βρίσκει κάποιες αλήθειες σ’ αυτή μας την προσέγγιση.
Πρόσφατα ο Johnny Rotten άσκησε πολύ έντονη κριτική στον Russell Brand ο οποίος σε κάποια συνέντευξή του παρότρυνε τους νέους ανθρώπους να απέχουν από τις εκλογές. Δεν έκανε εντύπωση τόσο η κριτική αυτή καθαυτή στο συγκεκριμένο άνθρωπο όσο το γεγονός πως αυτοαναιρέθηκε ή/και απομυθοποίησε το ίδιο του το παρελθόν, όταν, ενώ απέρριψε όλα τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα της Αγγλίας, είπε ξεκάθαρα ότι ‘η αναφορά μου στην αναρχία στο ‘Anarchy In The UK’ ήταν απλά μια καινοτόμα ιδέα για ένα κομμάτι και ένα παιχνίδι του μυαλού για τη μεσαία τάξη και τίποτα παραπάνω’. Αυτό ακούστηκε σχεδόν σαν προδοσία όλης της punk μουσικής και στάσης ζωής του τέλους της δεκαετίας του 1970. Ποιά είναι γνώμη σου γι’ αυτού του είδους την αποστασιοποίηση από το παρελθόν ενός συγκροτήματος?
Justin Sullivan: (μεγάλη παύση) Χμμμμ…πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση! Ίσως εκείνος να μπορούσε να την απαντήσει καλύτερα. Το ζήτημα με την punk είναι πως ήταν ενός είδους πολιτιστική επανάσταση και αυτό που προσπάθησε να κάνει και το πέτυχε ήταν να διαλύσει κάθε έννοια ορθότητας που είχε εγκαθιδρυθεί τη δεκαετία του ’60 και του ‘70 σε ό,τι αφορούσε στο πώς γράφει κανείς μουσική ή πώς κάνει ένα έργο τέχνης δίνοντας έμφαση σε πολύ πρωταρχικά πράγματα. Έτσι η διάθεση και μόνο να δημιουργήσει κανείς κάτι, απέκτησε μεγαλύτερη σημασία από το αν διέθετε την τεχνική γνώση για να το κάνει, η λογική ήταν ‘Ας γυρίσουμε πίσω στην εποχή που είχε περισσότερη σημασία η διάθεση της στιγμής, ως στάση στην τέχνη’. Το να περάσει κανείς μέσα από την punk σκηνή ήταν συνώνυμο με το να έχει μια συγκεκριμένη κριτική στάση απέναντι στα πράγματα υπήρχε η λογική του ‘Ό,τι και να ζητάει το σύστημα από’ σένα, απλά δεν του το δίνεις’ όμως αυτού του είδους η λογική δε συμβαδίζει με την πολιτική φιλοσοφία, δεν είναι πολιτική φιλοσοφία είναι απλά μια συμπεριφορά. Αν για παράδειγμα παρατηρήσει κανείς τη μουσική των New Model Army δε θα βρει πολιτική φιλοσοφία αλλά ένα σωρό αντιφάσεις που βασίζονται σε αυτή την ιδέα της στάσης/ συμπεριφοράς απέναντι στα πράγματα η οποία όμως λέει ‘ Ό,τι σου ζητάει το σύστημα δεν είσαι υποχρεωμένος να του το παρέχεις’. Η αγαπημένη μου ιστορία από τη Βίβλο και δεν είμαι χριστιανός, αναφέρεται σε μια συνομιλία του Ιησού με κάποιον όπου του λέει αυτός ‘ Πρέπει να πληρώσουμε φόρους?’ και ο Ιησούς του απαντάει ‘Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι…’ με άλλα λόγια, αυτό που θέλω να πω είναι πως ζούμε σ’ έναν υλιστικό κόσμο και πρέπει να διαχειριστούμε καθημερινά πρακτικά ζητήματα αλλά ταυτόχρονα αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να πουλήσεις την ψυχή σου ή το πνεύμα που σε διακατέχει. Όσον αφορά στο ζήτημα της ψήφου, είναι ένα δύσκολο θέμα αυτό γιατί γνωρίζουμε πως άνθρωποι έδωσαν τις ζωές τους και πολέμησαν και αγωνίστηκαν έτσι ώστε εμείς τώρα να έχουμε τη δυνατότητα να επιλέγουμε το ποιός θα μας κυβερνήσει επομένως είναι δύσκολο, εγώ έχω την ίδια δυσκολία στο να πω ‘Μην ψηφίζετε’ αλλά από την άλλη μεριά δε μπορώ ν’αγνοήσω το γεγονός πως οι κυβερνήσεις μας, έχουν πουλήσει τα πάντα στις πολυεθνικές και αυτό δείχνει πως δεν διοικούμαστε από τις κυβερνήσεις αλλά από την Apple,το Amazon, τη Google τη Wall Street και το City του Λονδίνου. Παρ’ όλ’ αυτά πιστεύω πως έχει κάποια σημασία το πρόσωπο που ψηφίζει κανείς.
Αναρωτιόμουν σε τί αναφέρονται δυο παλιότερα τραγούδια των New Model Army το ‘Shot 18’ και το ‘The Ballad’ από το άλμπουμ ‘The Ghost of Cain’. Θα μπορούσες να μας πεις κάτι παραπάνω γι’ αυτά?
Justin Sullivan: Το ‘The Ballad’ είναι ένα απλό οικολογικό κομμάτι. Προέρχομαι από μια θρησκευόμενη οικογένεια όπου το ενδιαφέρον εστιαζόταν πάντα στη θρησκεία και τη δεκαετία του 1980 ανακάλυψα κάτι που με εκφράζει απόλυτα και είναι μια ‘θρησκεία’ που εστιάζει στη φύση. Οπότε το κομμάτι αυτό βασίστηκε εκεί. Όσον αφορά στο ‘Shot 18’…με το ζόρι θυμάμαι (γέλια)…ειλικρινά δε θυμάμαι (γέλια). Νομίζω πως ο τίτλος δε συνδέεται με την ιστορία που διηγούνται οι στίχοι.
Το άλμπουμ σας ‘Thunder And Consolation’ έχει στο εξώφυλλο έναν τεταρτογενή κέλτικο κόμπο. Γνωρίζω πως υπάρχουν διάφορες ερμηνείες αυτού του συμβόλου. Ποια είναι η σημασία του για εσάς?
Justin Sullivan: Η Joolz είναι ο άνθρωπος που αναλαμβάνει όλη την καλλιτεχνική επιμέλεια της μπάντας και ίσως είναι καταλληλότερη να απαντήσει γιατί εμείς δεν έχουμε καθόλου λόγο στο συγκεκριμένο θέμα. Την αφήνουμε εντελώς ελεύθερη να επιλέξει τις εικόνες βάσει του τί αντιπροσωπεύει καλύτερα τη μπάντα ή το εκάστοτε άλμπουμ, γιατί πιστεύουμε πως είναι μια αξιόλογη καλλιτέχνης. Η ιδέα του κέλτικου κόμπου έχει να κάνει με το ότι είναι μια συνεχής γραμμή που κάνει κύκλους με άλλα λόγια συμβολίζει το αιώνιο και έτσι κατά κάποιο τρόπο αντιπροσωπεύει την ίδια τη ζωή.
Η τελευταία μου ερώτηση αφορά σε ένα συμβάν που έγινε το 1985 όταν εμφανιστήκατε στην εκπομπή του BBC Top Of The Pops φορώντας μπλούζες που έγραφαν επάνω ‘Only Stupid bastards use heroin’. Ως συνέπεια οι New Model Army απαγορεύτηκε να ξαναεμφανιστούν στο Top of the Pops. Αυτό σας το σύνθημα φαίνεται πως ενόχλησε επίσης τα μέλη των Conflict οι οποίοι εμφάνισαν το δικό τους σλόγκαν ως απάντηση σ’ εσάς που έλεγε ‘Only Stupid Bastards Help EMI’. Πέρυσι ξανατυπώσατε εκείνα τα μπλουζάκια από το ’85, τα οποία πουλήθηκαν στο ebay και τα έσοδα δόθηκαν σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης στην πόλη Bradford που ονομάζεται ‘Bridge’. Πώς έχει καταγραφεί μέσα σου όλο αυτό το συμβάν ιδίως στον απόηχο του σκανδάλου που αποκαλύφθηκε πέρυσι για σεξουαλική παρενόχληση εκατοντάδων ανθρώπων από τον Jimmy Saville, ιδρυτή του Top of The Pops?
Justin Sullivan: Ναι δεν είναι φοβερά ειρωνικό ότι τότε δεν άφησαν εμάς να φορέσουμε αυτά τα μπλουζάκια και πίσω από τις κάμερες γίνονταν πολύ πολύ σοβαρότερα και χειρότερα πράγματα?! Από την άλλη μεριά όλο αυτό είχε να κάνει και με την punk συμπεριφορά που ανέφερα προηγουμένως, η λογική αυτής μας της κίνησης ήταν ‘Ας κάνουμε κάτι για να ενοχλήσουμε τον κόσμο, έτσι για τη φάση’, αυτή η λογική διατρέχει σε μεγάλο βαθμό τη μπάντα. Πραγματικά πιστεύω πως μόνο ηλίθιοι μπάσταρδοι κάνουν χρήση ηρωίνης και ξέρω πρώην εξαρτημένους ανθρώπους από την ηρωίνη οι περισσότεροι από τους οποίους, θα συμφωνούσαν στο ίδιο πράγμα ή μάλλον όλοι θα έλεγαν το ίδιο πράγμα ‘Εύχομαι να μην είχα ξεκινήσει την ηρωίνη’. Όσον αφορά τους Conflict, δεν τους ξέρω, ποτέ δε γνώρισα κανέναν από αυτούς οπότε δεν ασχοληθήκαμε με το τί έκαναν.
Ευχαριστώ πολύ Justin γι’ αυτή τη συζήτηση ήταν χαρά μου να μιλήσω μαζί σου.
Justin Sullivan: Ευχαριστώ πολύ επίσης κι εύχομαι να ξαναέρθουμε στην Ελλάδα για συναυλία σύντομα.
So here come the nineties, the temperature is rising
I cannot seem to lose the stains when I wash my hands
One world is rising and one world is dying
And one has got it's precious head buried in the sand
Get me out, get me out of this place
Συνέντευξη: Νάντια Σαββοπούλου