David Eugene Edwards, ένας χαρακτήρας που μυστηριωδώς ενσαρκώνει την ιδέα του μοναχικού ιθαγενή Αμερικάνου καουμπόι. Το αποτέλεσμα δεν είναι μια φιγούρα δεμένη με το παρελθόν αλλά μια αυθύπαρκτη προσωπικότητα, ένας μυστηριώδης και πολύ εκφραστικός αφηγητής. Όλ’ αυτά που θα διαβάσετε αφορούν στο επίπεδο της εκλογικευμένης πραγματικότητας, η ουσία όμως κρύβεται στο live, στις διαλέκτους που εφεύρει για να τραγουδήσει και κυρίως στα σχήματα που κάνει με όλο του το σώμα ενώ τραγουδάει και παίζει. Και για όσο βρίσκεται εκεί πάνω στη σκηνή, ένας μουσικός που φλερτάρει με την ιδέα να είναι απλά ένα φάντασμα από το παρελθόν, να περιμένετε μια αξέχαστη εμπειρία και να μην ξαφνιαστείτε όταν, αφού τελειώσει η συναυλία, βγείτε στα φώτα της πόλης και η φωνή του θα σας ακολουθεί για αρκετό καιρό, ίσως ως την επόμενη συναυλία των Wovenhand..
Έχοντας παραβρεθεί πρόσφατα στη συναυλία των Wovenhand που έγινε στο Λονδίνο εντυπωσιάστηκα με την πλούσια εκφραστικότητά σου στη σκηνή και μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως έχεις μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Ζωντανεύεις τους στίχους κάνοντας περίεργα σχήματα γύρω σου χρησιμοποιώντας όλο σου το σώμα. Είναι σα να μπαίνεις σε έναν εντελώς άλλο κόσμο. Τί σε εμπνέει να γράφεις μουσική?
David Eugene Edwards: Τα ίδια τα κομμάτια και οι στίχοι μου δείχνουν κατά ένα τρόπο το πώς να εκφραστώ πάνω στη σκηνή και πώς να τα αποδώσω. Είχα συνηθίσει ως τώρα να παίζω καθιστός και αυτή ήταν μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Τώρα που στέκομαι όρθιος αναζητώ εκ νέου τον προσωπικό μου τρόπο έκφρασης γιατί είναι κάτι εντελώς καινούριο για μένα.
Προσωπικά είχα την εντύπωση πως το κοινό θα είχε καλύτερη επαφή με το νόημα των στίχων αλλά και πιο άμεση επικοινωνία με εσάς τους μουσικούς, αν η συναυλία γινόταν στο δάσος ή σε κάποιο άλλο εξωτερικό χώρο έτσι ώστε να βρίσκεται γύρω από εσάς και όχι κάτω από τη σκηνή. Ποιός θα ήταν για σένα ο ιδανικός χώρος για μια συναυλία των Wovenhand ?
David Eugene Edwards: Για’μένα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ο χώρος. Έχω κάνει πολύ καλά live σε πολύ κακά venues και άσχημα live σε πολύ όμορφους χώρους σε γραφικά τοπία. Αυτό που έχει σημασία είναι η διάθεση του κοινού και το τί συμβαίνει ως αποτέλεσμα αυτής της διάθεσης. Δεν υπάρχει κάποιο μέρος που να ευνοεί τη μουσική μου, σαν ιδέα είναι ενδιαφέρουσα και μακάρι να υπήρχε κάτι σαν κι αυτό που αναφέρεις, όμως ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις πώς θα λειτουργήσει τελικά ένας χώρος για τη μουσική.
Πρέπει να σου πω ότι δεν έχω επισκεφτεί την Αμερική επομένως όλες οι γνώσεις μου πάνω στην κουλτούρα, τον τρόπο ζωής και τους ανθρώπους, προέρχεται από βιβλία, ταινίες και εντυπώσεις που μου μεταφέρουν όσοι έχουν ταξιδέψει εκεί. Υπάρχουν είδη μουσικής τα οποία έχουν γεννηθεί στην Αμερική, η country, η blues, η jazz∙ θεωρώ πως κάθε φορά που κάποιος ακούει ένα country κομμάτι αποκτά μια εικόνα της αμερικάνικης κουλτούρας. Παρ’ όλ’ αυτά πιστεύω πως η μουσική των Wovenhand η οποία συνδυάζει τόσο ωραία, στοιχεία από διαφορετικά είδη μουσικής (rock, country, folk, gospel, native American), σκιαγραφεί μια πιο πλούσια εικόνα της αμερικάνικης κουλτούρας σε σύγκριση με τα άλλα είδη μουσικής. Προσωπικά πιστεύω πως μαθαίνω περισσότερα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Αμερικής ακούγοντας τα δικά σας άλμπουμ. Είναι στόχος σας το να συνοψίζει η μουσική σας την αμερικάνικη κουλτούρα και εν μέρει, Ιστορία?
(η αρχική αντίδραση σ’αυτή την ερώτηση ήταν ένα συμπαθέστατο και προβληματισμένο μειδίαμα και μια μικρή παύση)
David Eugene Edwards: ‘Όχι δε θα το έλεγα πως αυτός είναι στόχος μου. Προσωπικά έχω πολύ περιορισμένη κατανόηση της Αμερικής, ακριβώς όπως εσύ, παρότι ζω εδώ και περιβάλλομαι από οικεία πράγματα και ανθρώπους και παρότι έχω ταξιδέψει σε διάφορα σημεία της Αμερικής. Οι άνθρωποι φέρονται διαφορετικά σε διαφορετικές περιοχές της Αμερικής, σκέφτονται διαφορετικά, δρουν διαφορετικά…είναι ενδιαφέρον. Μεγάλωσα ακούγοντας country μουσική και αυτό είναι το είδος που μου αρέσει πιο πολύ. Πιστεύω πως η country (αν και υπάρχουν πολλά είδη country μουσικής) αποτυπώνει επιτυχώς όλα όσα η Αμερική ήθελε να είναι.
Το τελευταίο άλμπουμ των Wovenhand ‘Refractory Obdurate’ είναι το πιο θορυβώδες και το πιο δυναμικό μέχρι σήμερα. Ποιά ήταν η βασική ιδέα πίσω από το άλμπουμ αυτό?
David Eugene Edwards: Δεν υπήρχε κάποια κύρια ιδέα. Αυτό που έχει σημασία είναι οι μουσικοί με τους οποίους παίζω μαζί. Η μουσική που παίζουμε είναι συνήθως ‘σκληρή’. Κάνουμε tour μαζί με τις μπάντες αυτών των μουσικών επειδή μου αρέσει η ‘σκληρή’ μουσική και πάντα χαίρομαι να ανακαλύπτω κάτι το ενδιαφέρον και ‘βαρύ’ στη μουσική. Έχω παίξει ‘σκληρή’ μουσική σε διάφορες φάσεις και μπορώ να πω πως είμαι εντελώς νευρωτικός με αυτήν, με την έννοια πως μπορεί κάποιες φορές απλά να μου αρέσει να παίζω με το banjo και κάποιες άλλες να θέλω 7 μουσικούς να παίζουν κιθάρες. Δεν παίζω πάντα με τον ίδιο τρόπο αλλά συνήθως το αποτέλεσμα εξαρτάται από το ποιοί είναι οι υπόλοιποι μουσικοί και με ποιους επικοινωνούμε καλύτερα, εξαρτάται επίσης από το χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων και από το τί στοιχεία μπορούν να προσθέσουν, εγώ προσαρμόζομαι. Ο τρόπος με τον οποίο γράφω τα τραγούδια είναι ο ίδιος, δεν προσπαθώ να γράψω ένα ‘βαρύ’ κομμάτι, απλά γράφω ένα κομμάτι και μετά το κάνουμε ‘βαρύ’, μπορεί να το γράψω στο banjo αλλά μετά το χειριζόμαστε όπως όλα τα υπόλοιπα κομμάτια. Αποφασίζουμε χωριστά κάθε φορά τι χαρακτήρα θα δώσουμε στο καθένα.
Μιας και ανέφερες τη σημασία των υπόλοιπων μελών της μπάντας ήθελα να σε ρωτήσω το εξής. Έχεις πει στο παρελθόν ότι οι Wovenhand δεν είναι ένα συγκρότημα με την παραδοσιακή έννοια έτσι η μορφή που παίρνει κάθε φορά το σχήμα, έχει να κάνει με το ποιός είναι διαθέσιμος να συμμετάσχει. Στην πρόσφατη συναυλία που δώσατε στο Λονδίνο αφήσατε την αίσθηση μιας πολύ συνεκτικής ομάδας όπου όλοι αντιλαμβάνονται την ουσία της μουσικής που παίζετε και δίνουν όλη τους την ενέργεια προκειμένου να την αποδώσουν όσο καλύτερα μπορούν και το πετυχαίνουν εκπληκτικά κατά τη γνώμη μου. Με άλλα λόγια, δε δίνετε την εντύπωση ότι είστε μια ομάδα που δημιουργήθηκε ευκαιριακά επειδή οι συγκεκριμένοι μουσικοί έτυχε να είναι διαθέσιμοι να παίξουν. Ποιό είναι το σχόλιό σου ως προς αυτό?
David Eugene Edwards: Όχι δεν είναι ακριβώς έτσι. Η μουσική που παίζουμε είναι απαιτητική, δεν είναι απαραίτητα δύσκολη στην απόδοσή της αλλά έχει απαιτήσεις σε άλλα επίπεδα. Δεν είναι για τον οποιονδήποτε μουσικό. Ο μέσος μουσικός δε θέλει απαραίτητα να βρίσκεται σε μια μπάντα όπως οι Wovenhand και να έχει την εμπειρία που προσφέρει αυτό το συγκρότημα γιατί δεν πρόκειται για την τυπική εμπειρία που έχει κανείς παίζοντας σε μια μπάντα. Οι Wovenhand είναι κάτι το διαφορετικό ακόμα και για τους μουσικούς με τους οποίους παίζουμε τώρα μαζί και οι οποίοι έχουν εντελώς άλλη εμπειρία στις δικές τους μπάντες. Αλλά τους αρέσει η μουσική των Wovenhand αρκετά ώστε να θέλουν να συμμετάσχουν στη διαδικασία της σύνθεσής της και σε όσα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια. Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι δεν υπάρχουν πολλοί μουσικοί που θα έκαναν κάτι τέτοιο ή που μπορούν να συμμετάσχουν στη μπάντα, επομένως όσοι κάνουν αυτή την επιλογή είναι πολύ αφοσιωμένοι σ’αυτό που κάνουμε. Μπορεί να παίζω με διαφορετικούς ανθρώπους κατά καιρούς αλλά ξέρω ότι η στάση τους απέναντι στη μουσική που παίζουμε είναι αυτή που απαιτείται για το αποτέλεσμα που επιδιώκουμε.
Έχεις συνεργαστεί με τον Alexander Hacke ο οποίος ήταν παραγωγός του άλμπουμ ‘The Laughing Stark’ αλλά είναι επίσης μέλος των Crime & The City Solution όπου συμμετέχεις κι εσύ. Ακούγοντας ορισμένα από τα ορχηστρικά σημεία διάφορων κομματιών από το τελευταίο άλμπουμ, μου ήταν σαφές ότι οι Wovenhand έχουν κάτι από την ενέργεια των Einsturzende Neubauten και των Swans μαζί. Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Alexander Hacke? Τι πιστεύεις ότι πρόσθεσε στον ήχο των Wovenhand?
David Eugene Edwards: Γνωρίζω τον Alexander Hacke εδώ και πολλά χρόνια, περίπου 12, ίσως και παραπάνω. Έχουμε πολλούς κοινούς γνωστούς, όπως tour managers. Έχω δει τους Neubauten πολλές φορές live, έχω δει τους Crime & the City Solution live επίσης αρκετές φορές, οπότε ήμουν απλά ένας fan. Κάπως έτσι δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστούμε με τον Alexander Hacke και μου άφησε την εντύπωση ενός πολύ καλού κι ευγενικού ανθρώπου με τον οποίο επικοινωνήσαμε πολύ καλά. Αρχίσαμε να συζητάμε το ενδεχόμενο να παίξουμε μαζί και κάπου εκεί ήρθε η συνεργασία μας μέσα στους Crime & the City Solution και η εμπειρία ως τώρα είναι πολύ καλή. Αυτή τη στιγμή συζητάμε πάνω σε ένα project που θα κάνουμε μαζί του χρόνου. Ο Alexander Hacke είναι ο ήρωάς μου!
Οι Crime & The City Solution κυκλοφόρησαν το άλμπουμ ‘American Twilight’ πέρυσι, το οποίο ανανέωσε το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτό το συγκρότημα. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο Detroit. Πώς ήταν η εμπειρία του να δουλεύετε σ’αυτή την πόλη-φάντασμα?
David Eugene Edwards: Περάσαμε πολύ ωραία παρότι το Detroit είναι μια πόλη που δημιουργεί πολλές δυσκολίες αλλά ταυτόχρονα είναι μια ωραία πόλη. Μου αρέσουν οι άνθρωποι εκεί και ήταν πολύ ωραίο το ότι ηχογραφήσαμε εκεί. Το Detroit είναι μια εντελώς διαφορετική πόλη συγκριτικά με ό,τι ξέρω ζώντας στο Colorado. Είναι μοναδική εμπειρία το να βρίσκεται κανείς σ’αυτή την πόλη, η Motown ήταν εκεί, τόση πολύ μουσική έχει βγει από εκεί, τόση αγάπη και κατανόηση για τη μουσική από τους ανθρώπους της τέχνης…
Το ‘Hiss’ είναι ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια από το ‘Refractory Obdurate’ και έχεις πει πως το κομμάτι αυτό είναι ‘…απλά μελοποίηση του κεφαλαίου 5 της Βίβλου για τον Ησαΐα…’. Παρ’ όλ’ αυτά ακούγοντάς το ζωντανά είναι προφανές πως πρόκειται για κάτι πολύ παραπάνω από ένα θρησκευτικό κείμενο με ροκ μουσική επένδυση. Έχεις βρει και αναδείξει με μοναδικό τρόπο, το συσχετισμό ανάμεσα στην παράδοση των Αμερικάνων ιθαγενών και το Χριστιανικό κείμενο. Φαίνεται πως το θρησκευτικό στοιχείο έχει καταπληκτική επίδραση επάνω σου. Οι υπόλοιποι μουσικοί έχουν αντίστοιχη άποψη για τη θρησκεία?
David Eugene Edwards: Συνήθως καθόμαστε όλοι μαζί και συζητάμε πάνω στο νόημα του κάθε κομματιού, πώς νιώθουμε γι’αυτό και τί επίδραση έχει στον καθένα μας. Αυτό σημαίνει το να είναι κανείς σε μπάντα μαζί μου, είναι ένας διαρκής διάλογος.
Παρατήρησα ότι στους τίτλους αρκετών κομματιών χρησιμοποιείς τη λέξη ‘hands’ (χέρια) είναι κάτι σαν ένα θέμα που εμφανίζεται συχνά στη μουσική της μπάντας. Ποια είναι η σημασία αυτής της λέξης για’σένα σε συμβολικό επίπεδο?
David Eugene Edwards: Αυτή η λέξη παίρνει διαφορετικό νόημα κάθε φορά αλλά σε γενικές γραμμές για μένα έχει σημασία το γεγονός ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα χέρια τους για να κάνουν καλά πράγματα… Είναι δύσκολο να το εξηγήσω αλλά συνήθως αναφέρομαι στην περηφάνεια του ανθρώπου.
Κατά τη διάρκεια της συναυλίας των Wovenhand στο Λονδίνο διαπίστωσα ότι η εισαγωγή που έκανες σε ορισμένα από τα κομμάτια ήταν σε μια, άγνωστη σ’ εμένα, διάλεκτο. Αυτό το στοιχείο δεν αποτελεί κομμάτι της εκδοχής των κομματιών όπως τ’ακούμε στο cd. Τί διάλεκτος είναι αυτή?
David Eugene Edwards: Έχω διαφορετικά και πολλά πράγματα που μουρμουρίζω ενώ τραγουδάω, κάποιες λέξεις ανήκουν σε μια δική μου φανταστική διάλεκτο που εφηύρα εκείνη τη στιγμή, άλλες είναι σε γλώσσες των Αμερικάνων ιθαγενών που γνωρίζω. Συνήθως αυτά που μουρμουρίζω είναι λέξεις των οποίων ο ήχος μου αρέσει.
Στο παρελθόν έχεις πει πως οι Wovenhand και στο παρελθόν οι 16 Horsepower, ήταν πιο δημοφιλείς στην Ευρώπη παρά στις πολιτείες που βρίσκονται προς το κέντρο της Αμερικής, λόγω του ότι το θρησκευτικό κατεστημένο είναι πολύ ισχυρό σ’αυτά τα μέρη και οι άνθρωποι δεν αποδέχονται αυτή τη μουσική. Έχεις επίσης πει πως δεν έχετε booking agent για την Αμερική. Όσον αφορά στο αμερικάνικο κοινό έχει αλλάξει καθόλου η νοοτροπία των ανθρώπων τελευταία? Η μουσική είναι μια ‘μαλακή ισχύς’ και στο παρελθόν έχει καταφέρει να ριζοσπαστικοποιήσει την ανθρώπινη σκέψη. Πιστεύεις ότι αυτό έχει σταματήσει πια?
David Eugene Edwards: Χμμμ…η Αμερική είναι μια ενδιαφέρουσα περιοχή. Υπάρχουν θύλακες όπου οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για διάφορα πράγματα μεταξύ των οποίων και η μουσική των Wovenhand, είναι όμως σπάνιο κάτι τέτοιο. Για να είμαι ειλικρινής οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται πια για τα συγκροτήματα, δεν ενδιαφέρονται να πάνε σε μια συναυλία γιατί ο καθένας είναι μέλος και σε μια μπάντα, ο καθένας είναι ένας star αυτή είναι η νέα πραγματικότητα της διασκέδασης. Σε ό,τι με αφορά, ο κόσμος που ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μουσική είναι ολοένα και λιγότερος. Απ’ την άλλη μεριά οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν βρει τον τρόπο να βγάζουν χρήματα από αυτή την κατάσταση εκμεταλλευόμενες αυτό το κοινό αίσθημα απέναντι στη μουσική. Είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει κανείς από αυτή την κατάσταση ιδίως όσο μπαίνουμε όλο και περισσότερο στο ψηφιακό και ψηφιοποιημένο μέλλον. Γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να βγει κανείς από το δίχτυ του μάρκετινγκ και των επιχειρηματικών συμφερόντων και παρότι η εναλλακτική μουσική δίνει την εντύπωση πως κρατάει όλη αυτή την κατάσταση σε περιφερειακό επίπεδο, για μένα δεν υπάρχει τίποτα πια. Είναι αρκετά ζοφερή η κατάσταση.
Ευχαριστώ πολύ για την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Περιμένουμε να σας απολαύσουμε σύντομα στην Ελλάδα.
David Eugene Edwards: Κι εγώ ευχαριστώ πολύ, ανυπομονούμε να παίξουμε στην Ελλάδα. Θα τα πούμε εκεί.
Συνέντευξη: Νάντια Σαββοπούλου
- *Οι Wovenhand θα εμφανιστούν στις 8 Οκτωβρίου στο Fuzz και στις 7 Οκτωβρίου στο Fix Factory Of Sound (Θεσσαλονίκη)
Το που τριγυρίζει ο Peter Murphy μετά τη δόξα των Bauhaus, ήταν πάντα μια πολύ ωραία μουσική συζήτηση, από αυτές που σαν να έχουν αρχίσει και εκλείπουν. Δε θα αρχίσω τις αναδρομές, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον από εκεί που έχεις τα πάντα στα πόδια σου, ξαφνικά να ψάχνεις να βρεις το χώρο που σου ανήκει όσο η μουσική τρέχει γύρω σου και σε προσπερνάει με τρελούς ρυθμούς. Η αλήθεια είναι ότι όλα έγιναν πολύ απότομα. Το post punk κατέβασε τους διακόπτες κανονικά εκεί κατά το 82-’83, και οι φίλοι του δεν είχαν παρά να ξεκινήσουν από τις σταθερές του για να βρουν τη φυσική συνέχειά του. Ο πνευματικός στροβιλισμός του Murphy πάνω σε pop rock ήχο δεν ήταν μέρος για να ψάξει κανείς. Ο καιρός περνούσε, οι νέοι φίλοι της μουσικής κερδίζονταν όλο και πιο δύσκολα ενώ οι παλιοί έριχναν ηδονικά το χαρτί της σύγκρισης με ο,τι τους είχε κάνει να ανατριχιάσουν στους αντικατοπτρισμούς του καθρέφτη, στο καυτό λευκό φως του προβολέα. Love Hysteria, Cascade, Deep,τα υπόλοιπα, κάποια πανέμορφα κομμάτια, η φωνή και η αξεπέραστη θεατρική της παράσταση, αρκετά αδιάφορα κομμάτια, ο ήχος που έκλεινε τα αυτιά του σε ο,τι γινόταν γύρω του την κάθε εποχή, σπάνια τολμούσε να κοιτάξει στα μάτια τη φωνή που τον συνόδευε. Συμβιβασμός, πειραματισμοί, αναβιώσεις, αποτυχίες. Φτάσαμε στο Lion; Μπορεί και να την απέφυγα την αναδρομή.
Υπάρχει η γνωστή φράση σε μουσικά άρθρα για δίσκους ότι «εδώ είναι ένα μέρος για να ξεκινήσει κανείς» εννοώντας τη δισκογραφική αναζήτηση στη μουσική ενός καλλιτέχνη. Ένα ασφαλές σίγουρο μέρος, που έχει και συνέχεια. 28 χρόνια μετά το άκαμπτο Should the world fail to fall apart, ο Murphy έφτιαξε το δικό του σίγουρο ασφαλές μέρος, απλά δεν έχει συνέχεια. Πρώτα απ’όλα, το ερώτημα γιατί του πήρε τόσα χρόνια, το αφήνω στην περιβόητη ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη μουσική του πορεία. Το γιατί το Lion του 2014 είναι το μέρος που θα αναζητήσει κανείς για πρώτη φορά τον σπουδαίο αυτό μουσικό, είναι απλό. Είναι η πιο συμπαγής, αυτόνομη, μουσικά δεμένη, ταιριαστή στη φωνητική του υπόσταση όπως αυτή είναι τώρα, κυκλοφορία του. Ένα σατανικό ηλεκτροσόκ που χωρίς να είναι κανείς σίγουρος για την αναγκαιότητά του, περιμένει να δει μετά τα αποτελέσματα της ενέργειάς του. Ο μυστικιστής γκροτέσκος τροβαδούρος του Alive Just for Love, κλείνει τα αυτιά του στην εναρκτήρια φασαρία του Hang Up.
Το άλλο ερώτημα είναι γιατί ολόκληρος Murphy χρειάζεται κάθε φορά έναν παραγωγό – υπεύθυνο τελικά για το πως θα ακούγεται ο κάθε δίσκος, με βάση τον οποίο τελικά καθορίζεται σε τόσο έντονο βαθμό το συνολικό αποτέλεσμα. Το Love Hysteria του Statham, το Lion του Glover. Ο τελευταίος καθόρισε τον αναρχικό ήχο των Killing Joke, ο McCulloch πάλι καλά που τον άφησε να βάλει το όνομά του στο τελευταίο Meteorites των Echo and the Bunnymen, και έστησε μια πολύ ουσιαστική συνεργασία με τον Peter Murphy. Ο μεταλλικός ήχος του Lion λοιπόν, οι θορυβώδεις κιθάρες και τα αυθεντικά ροκ ξεσπάσματα πολλών τραγουδιών του, δυστυχώς ή ευτυχώς είναι η πιο ουσιώδης κυκλοφορία του Myrphy. Ο ίδιος λέει ότι το άφησε όλο το θέμα πάνω στον παραγωγό ‘Youth’ Glover, ο οποίος τον έσπρωξε στον γκερεμό και εκείνος έπρεπε να πετάξει. Είτε πρόκειται για πραγματικά καλή δουλειά, είτε περιμέναμε τόσο καιρό που απλά πρέπει να βρούμε μια τέτοια στη δισκογραφία του, είτε απλά περνάμε στη φάση που θα ξανανακαλύψουμε τους Metallica.
Το Hang Up ξεκινάει και κάνει περισσότερο θόρυβο απ’ότι όλα τα κομμάτια της προσωπικής πορείας του Peter Murphy παιγμένα ταυτόχρονα. Ηλεκτρική παραμόρφωση, σκληρός ήχος, σκοτεινή glam αισθητική, και η φωνή να πιάνει ύψη και ένταση ασυνήθιστα για κάθε φαν του. Αν το Dust ήταν δίσκος χτισμένος γύρω από τη φωνή του, ένα προσεχτικό ευλαβές ντύσιμο γύρω από περισσότερες πτυχές της, το Lion είναι εκείνο που την σπρώχνει να πάει και αλλού, να ακολουθήσει το νεύρο και την ωμότητα των τραγουδιών του. Σοκαριστικό ξεκίνημα για δίσκο του Murphy, λυτρωτική η ισορροπία στο επόμενο I am my own name, και γρήγορα έρχεται στο μυαλό εκείνο το άσφαιρο Go Away White που αν είχε το θράσος του Lion ίσως να άλλαζε τη θέση του στην ιστορία των Bauhaus. Για όποιον θα ήθελε να μπει στη διαδικασία βέβαια. Εντυπωσιακό είναι όταν αχνοφαίνονται κάτω από τη φασαρία, μελωδίες που θα μπορούσαν να προέρχονται από παλιότερες δουλειές, καταδικασμένες στο να σηκώνουν όλο αυτό το θορυβώδες βάρος, όπως στο Low Tar Stars και το ατμοσφαιρικό I’m on your side. Η εγωπάθεια μιας τέτοιας φωνής ικανοποιείται στο Holy Clown και το Eliza, στους φοβερούς γνώριμους λαρυγγισμούς, στο ξεδιάντροπα goth ρεφραίν τους. Κάτι τέτοιες παρορμήσεις έλειπαν –πολύ- από το Ninth, την προηγούμενη δουλειά του Peter Murphy, και δεν μπόρεσε να φτάσει το φετινό άλμπουμ και ας ήταν στην ίδια κατεύθυνση. Ξεχωριστός ο ιμπρεσσιονιστικός ηλεκτρισμένος ρομαντισμός του Rose μέσα από την έντασή του, και μια από τις καλύτερες ερμηνείες του δίσκου.
Δεν πειράζει που δεν θα το λιώσεις στις ακροάσεις, που δεν θα σε σπρώξει να ακούσεις και άλλες παλιότερες δουλειές του. To Lion είναι μια σύμπραξη δύο μουσικών που οδήγησαν σε κάτι αυθεντικό και ενιαίο, σε κομμάτια που υποκλίνονται στη μοναδική φωνή του Murphy. Έχει πραγματική ένταση, πραγματική ζωή που εκδηλώνεται, μια καινούργια πρόκληση που όμως αφήνει κρυμμένα τα μυστικά της όπως παλιά.
Rating : 8 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος