Υπό άλλες συνθήκες - που παραπέμπουν σε προηγούμενα χρόνια - μία νέα κυκλοφορία από τους τέσσερις Ιρλανδούς που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους σε δύο (τουλάχιστον) μουσικές δεκαετίες θα αποτελούσε είδηση πρώτης γραμμής. Θα είχε δημιουργηθεί μία σχετική προσμονή, τεχνηέντως καλλιεργημένη από τον mainstream και μη μουσικό τύπο, που θα την ακολουθούσαν ατελείωτες κουβέντες σχετικά με το ύφος της κυκλοφορίας, το πού τοποθετείται στη μακρά και σημαντική λίστα των άλλων δίσκων και φυσικά, το τι σημαίνει για το μέλλον της μπάντας. Αντί αυτού; Μόνο μία αιφνίδια (για τους περισσότερους τουλάχιστον) ανακοίνωση ότι το νέο, δέκατο τρίτο στουντιακό πόνημα των U2 διατίθεται ηλεκτρονικά και δωρεάν από την πλατφόρμα του iTunes, κάτι που πρώτη φορά επιχειρούν στην καριέρα τους. Κάποια σκόρπια σχόλια που τους επαινούσαν για την “γενναία” τους απόφαση, αν και προφανώς δεν ήταν ούτε κατά διάνοια το πρώτο από τα μεγάλα συγκροτήματα που σκέφτηκαν κάτι τέτοιο. Και μετά, ένας σκασμός από σχόλια, παράπονα κριτική και διαδικτυακό τρολάρισμα από όσους προσπαθούσαν να σβήσουν το Songs of Innocence από τη μουσική τους βιβλιοθήκη και δε μπορούσαν, παράπονα που ανάγκασαν τη μαμά Apple να κυκλοφορήσει ειδικό application του τύπου “Βγάλε τον Bono από τη βιβλιοθήκη σου”. Περίεργα πράγματα...
Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναζήτηση απάντησης στην ερώτηση “γιατί τώρα;”. Τόσον καιρό πήρε στο συγκρότημα να καταλάβει ότι ο κόσμος μπορεί να κατεβάσει τζάμπα από παντού το άλμπουμ τους; Χλωμό. Μήπως είναι τόσο χαμηλές οι προσδοκίες πωλήσεων; Επίσης χλωμό - ποτέ δεν έπαψαν οι U2 να αποτελούν μία πρώτης γραμμής μπάντα, τόσο μουσικά όσο και εμπορικά μιλώντας. Μήπως θέλουν να προσθέσουν μερικές ακόμα ένδοξες σελίδες στο ατελείωτο κεφάλαιο της υστεροφημίας τους, το οποίο επιμελώς γράφουν εδώ και μία 15ετία; Πιθανόν. Μήπως είναι ένα ωραίο κόλπο που θα τους δώσει την απαραίτητη δημοσιότητα και προβολή χωρίς να χρειαστεί να εστιάσει κανείς στην “πολυφορεμένη” persona του Bono ως σωτήρα της ανθρωπότητας ή (πολύ περισσότερο) στη σχετική αξία των Ιρλανδών στο σύγχρονο μουσικό χρηματιστήριο; Πολύ φοβάμαι πως ναι.
Οι U2 είναι αρκετά έξυπνοι ώστε να καταλάβουν ότι το brand name τους έχει μία μάλλον φθίνουσα πορεία στο χρόνο. Η προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη υστεροφημία ξεκίνησε κάπως πρώιμα, με το All That You Can’t Leave Behind του 2000 να αποτελεί τον εμπορικά επιτυχημένο και πολιτικά ορθό διάδοχο του διφορούμενου αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντος Pop. Από εκεί και πέρα, ακολούθησαν άλλες δύο κυκλοφορίες οι οποίες, χωρίς να έχουν κάτι το ιδιαίτερα μεμπτό, αφαίρεσαν πλήρως τον χαρακτήρα της περιπέτειας και του απρόβλεπτου από τη μπάντα, η οποία λείανε απότομα τις γωνίες της και ξεκίνησε να φλερτάρει επικίνδυνα με τον δεινοσαυρισμό. Πλέον, ο Bono και η παρέα του κατάλαβαν ότι ούτε οι μεγάλες συναυλίες - υπερπαραγωγές είναι κάτι που μπορούν να υποστηρίξουν και γι’ αυτό η περιοδεία για το Songs of Innocence θα στηριχθεί σε live που θα γίνουν σε μικρούς, πιο ζεστούς χώρους. Ίσως να πλησιάζει ο καιρός που θα κυκλοφορήσουν ένα πλήρως ακουστικό άλμπουμ - να κάτι που δεν έχουν δοκιμάσει ακόμα. Σίγουρα όμως απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από το συγκρότημα εκείνο που πριν 23 χρόνια κυκλοφόρησε ένα Achtung Baby και έδειχνε να πάλλεται από ζωντάνια και δημιουργικότητα. Πιθανόν αυτή μετριοφροσύνη και οι χαμηλοί τόνοι που συνοδεύουν το τελευταίο τους πόνημα να δείχνουν ότι και οι ίδιοι οι U2 πλέον βλέπουν την τελική γραμμή της καριέρας τους στον ορίζοντα. Και δείχνουν να θέλουν να διασχίσουν αυτή τη γραμμή με τρόπο όσο πιο λιτό, απέριττο και αξιοπρεπή γίνεται, χωρίς τυμπανοκρουσίες και πυροτεχνήματα. Χάνοντας όμως έτσι και ένα σημαντικό στοιχείο της ίδιας τους της ταυτότητας...
Και δεν είναι ότι το Songs of Innocence είναι κανένα κακό άλμπουμ. Ίσα ίσα που θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι σε αρκετά σημεία είναι καλύτερο από το No Line in the Horizon που διαδέχεται. Η εισαγωγική τεράδα μάλιστα (The Miracle, Every Breaking Wave, California, Song for Someone) είναι απροσδόκητα δυνατή, μεστή και μελωδική και πετυχαίνει να δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες που δυστυχώς μένουν μετέωρες στην πορεία του δίσκου, όπου γίνεται εμφανής η ένδεια σε ιδέες και η αγωνία τους να μην ξεφύγουν από τα πεπατημένα. Εν πολλοίς για το συνολικά φτωχό αποτέλεσμα ευθύνεται ο περιορισμένος ρόλο που έχει ο κιθαρίστας τους στα περισσότερα κομμάτια. Η συνεισφορά του The Edge στον ήχο της μπάντας υπήρξε διαχρονικά ανεκτίμητη αφού με το μεστό, οικονομικό και χαρακτηριστικό του παίξιμο αποτελούσε την “κόλλα” που κρατούσε όλα τα κομμάτια ενωμένα. Περιορισμένος τώρα σε σχεδόν διεκπεραιωτικό ρόλο, με εκμηδενισμένα τα περιθώρια αυτοσχεδιασμού, καταδικάζει το Songs of Innocence να ακούγεται μονοδιάστατο, προβλέψιμο και να δίνει την αίσθηση ενός δίσκου που πολύ γρήγορα θα ξεχαστεί. Και προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι η χρησιμοποίηση ενός φρέσκου ονόματος (Danger Mouse) στο ρόλο του παραγωγού δεν προσέδωσε κάτι το ιδιαίτερο στον ήχο αλλά, αντίθετα, τον κράτησε μάλλον “αγκυλωμένο” με τις άτολμες επιλογές του. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελεί το Raised by Wolves, ένα track που φέρνει με γλυκό τρόπο την αίσθηση την πρώτων τριών δίσκων στο σήμερα και πετυχαίνει να ακούγεται ταυτόχρονα νοσταλγικό αλλά και επίκαιρο. Εύλογα αναρωτιέται κανείς, λοιπόν, πόσο διαφορετικό θα ήταν το τελικό αποτέλεσμα αν η μηχανή τους δούλευε στην πλήρη δυναμική της και όχι σε ένα απλό energy saving mode.
Οι U2, επιλέγοντας εδώ και τόσα χρόνια να κινούνται σε ασφαλή μονοπάτια, κατάφεραν να χάσουν το δρόμο που τους οδήγησε κατά το παρελθόν στις μεγάλες επιτυχίες και την παγκόσμια αναγνώριση. Διατήρησαν μεν μία συνέχεια στο ύφος τους και θα έλεγε κανείς ότι υπήρξαν και συνεπείς απέναντι στην ιστορία τους και τους οπαδούς τους. Όσο όμως παραμένουν άχρωμοι και άγευστοι, τόσο η προσμονή για επόμενες κυκλοφορίες τους θα μικραίνει. Το follow-up υποτίθεται θα λέγεται Songs of Experience και θα έχει σαφή ηλεκτρονικό προσανατολισμό και παραγωγό τον David Guetta και... και... και... Λέτε; Προσωπικά, έχω τις αμφιβολίες μου.
Rating: 6,9 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Μας χωρίζουν μόλις δύο χρόνια από τότε που οι MECHANIMAL παρουσίασαν το πρώτο τους άλμπουμ. Ένα γκρίζο, βαρύ, μελαγχολικό, νεφελώδες ντεμπούτο που παίρνοντας τα καλύτερα από την ηλεκτρονική μουσική και το Kraut rock δημιούργησε έργο προσωπικής σφραγίδας, μουσικής αναφοράς και ένα soundtrack της ζωής στις συγκεκριμένες συντεταγμένες, τη συγκεκριμένη στιγμή. Για μουσική επένδυση σε μελλοντικά ντοκιμαντέρ για την Αθήνα και για τη γενική μελαγχολία της επικράτειας των ημερών της κρίσης, οι προσωπικές παρατηρήσεις του Γιάννη Παπαϊωάννου περασμένες μέσα από τα ηλεκτρονικά του μηχανήματα, τα κιθαριστικά νέφη του Τάσου Νικογιάννη αλλά κυρίως εκφρασμένες από την βαριά, ράθυμη, 4 τα ξημερώματα με καμμία υπόσχεση ηλιοφάνειας, φωνή του Freddie, θα ήταν η πρώτη που θα έπρεπε να έρθει στο μυαλό του επίδοξου σκηνοθέτη.
Δύο χρόνια μετά το σχήμα δεν έχει σταματήσει να ηχογραφεί τραγούδια και να κάνει συναυλίες. Τα τραγούδια του πρώτου άλμπουμ έχουν εξελιχθεί συναυλιακά και πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο ήχος του σχήματος εξελίσσεται συνεχώς κρατώντας μας σε εγρήγορση. Ο καιρός λοιπόν για ένα δεύτερο άλμπουμ έφτασε. Με καινούριο κιθαρίστα (Κώστας Ματιάτος) και με διάθεση αυτή τη φορά να δοθεί βάρος στη δημιουργία ενός περισσότερο πολυχρωματικού ήχου μας παρουσιάζουν το ''Secret Science''.
Λίγο πριν πάρω το άλμπουμ στα ψηφιακά χέρια μου, είχα ήδη ακούσει το ομώνυμο και το ''We Come Alive'' και με συνεπήραν και τα δύο τόσο σαν επίπεδο ηχογραφήσεων όσο και σε επίπεδο εξέλιξης. Το φως της ημέρας εισβάλλει με ορμή πλέον στα γκρίζα ηχητικά τοπία, τα γυαλιά ηλίου είναι απαραίτητο αξεσουάρ καθώς δεν γλεντάει κανείς αλλά παραμένει στην ταπεινή θέση του παρατηρητή και με ψυχραιμία περιγράφει τις επιδράσεις. Ανεβασμένες ταχύτητες, κοφτοί ρυθμοί, κιθαριστικά στρώματα λίγο ανεβασμένα, μελαγχολικά και περισσότερο εύκαμπτα. Στίχοι που μιλούν για κατάκτηση γνώσης, συνειδητοποίηση, ξυπνήματα από τον λήθαργο, επίγνωση του εαυτού τη συγκεκριμένη στιγμή. Όμως η εισβολή του ήχου στη δικιά μου ζωή περιγράφει συναισθητικά τη δικιά μου αστική αίσθηση. Η δική μου μετάφραση βραχυκυκλώνει την αρχική ιδέα και την ενσωματώνει στο προσωπικό μου σάουντρακ. Το ''Secret Science'' είναι απλά ένα αριστούργημα και το ''We Come Alive'' αναζωπύρωσε την αναμονή για την πλήρη ακρόαση.
Η σύνθεση ''Kindergarten'' που ανοίγει το νέο δίσκο δεν έχει φωνητικά, αλλά δηλώνει ξεκάθαρα και δυνατά, καθώς οι κιθάρες ξεσπούν νοσταλγικά και ηλεκτρίζουν τον αέρα: «Κυρίες και Κύριοι καλωσήλθατε στους MECHANIMAL v2.0». Η κυριαρχία της κιθάρας, οι σταθεροί ρυθμοί και τα συνθ στα μετόπισθεν με κάνουν να μη μπορώ να χαρακτηρίσω μουσικά το κομμάτι παρά μόνο να το περιγράψω σαν ένα όμορφο εισαγωγικό που χαιρετά τον ήλιο και νοσταλγεί...
Τα χρώματα ζωήρεψαν λοιπόν από τα «αποδυτήρια» και ζωηρεύουν ακόμα περισσότερο καθώς η μετρονομική εισαγωγή του ''Sensucht'' προκαλεί ακούσια κίνηση ποδιού και κεφαλιού. Η κιθάρα ξερνοβολάει ηλεκτρισμό και ακούμε τη χαρακτηριστική φωνή του Freddie απόλυτα εναρμονισμένη με το χαμό αλλά αντίρροπη με την ταχύτητα. Σε άλλη περίπτωση θα ακούγαμε υστερικά goth φωνητικά ή κάτι που θα έφερνε προς Jurgensen μεριά και η σύνθεση θα κατέληγε σε Γερμανοειδές industrial goth. Όμως εδώ δεν έχουμε με καλούς μαθητές ή απλά αντιγραφείς. Έχουμε να κάνουμε με σχήμα που έχει δικό του στυλ και μπορεί η ατμόσφαιρα και η σφραγίδα του πρώτου άλμπουμ να μη φαίνεται μεμιάς στο ''Secret Science'', αλλά μπορεί κανείς να απολαύσει συνθέσεις που έχουν αποκτήσει εύρος είναι περισσότερο ελαστικές και ενορχηστρωμένες με μαεστρία.
Οι τόνοι χαμηλώνουν στο ''Cut Communications'' με τα ζαλισμένα συνθ, τους αργούς κοφτούς φανκ ρυθμούς, τους βόμβους της κιθάρας και την ψευδοραπ ερμηνεία του Freddie. Δεν είναι τόσο απλό όσο το βλέπετε γραμμένο και προχείρως αναλυμένο. Ακούγεται όπως γνωρίσαμε τους MECHANIMAL αλλά με περισσότερο «αέρα» στην παραγωγή και στην ενορχήστρωση. Η εξέλιξη του ήχου τους μπορεί να κάνει τους οπαδούς του ήχου του πρώτου άλμπουμ να νοιώσουν άβολα αλλά ευτυχώς (ή δυστυχώς) μερικά πράγματα οφείλουν να είναι μοναδικά. Και σίγουρα το φυσιολογικό είναι ,ότι όπως εξελισσόμαστε σαν προσωπικότητες (ερήμην ή μη της επίγνωσης αυτής της εξέλιξης), έτσι εξελίσσονται και αυτά που εκπορεύονται από εμάς. Η μουσική, τα κείμενα, οι σκέψεις, οι συμπεριφορές κλπ.
Το ''Ode To Europe'' έχει '80'ς αναμνήσεις ως προς την αρετή του να χορεύεις αλλά και να σκέφτεσαι καθώς περιδινείσαι στις εικόνες που σε υποβάλλει ο ήχος και στους στίχους ερμηνεύει με σταθερότητα και σοβαρότητα ο Freddie. Είναι ένα τραγούδι για την Ευρώπη του σήμερα. Ξέρετε πολλούς που γράφουν για την Ευρώπη του σήμερα;
Ρυθμικότεροι MECHANIMAL στο ''Secret Science'' λοιπόν. Με μπόλικο χώρο για χορό του μυαλού επίσης.
Όμως θα ακούσετε δύο σχεδόν μπαλάντες σε αυτό το άλμπουμ. Το ''Always Drifting'' κλείνει την βινυλιακή έκδοση του δίσκου σαν κάποιος να αποτραβιέται από τον χαμό της πόλης για μερικές νοσταλγικές σκέψεις και διαπιστώσεις. Το τραγούδι χρωστά πολλά στον Eno και στην εξέλιξη του ambient μέχρι τη λεγόμενη folktronica των αρχών της δεκαετίας των '00s. Και πάλι όμως, το σχήμα δεν θα αναλωνόταν σε νοσταλγικές/μελαγχολικές ηχητικές καλλιγραφίες αν δεν υπήρχε το συναισθηματικό υπόβαθρο, δεν θα είχε αξία. Το ''The Den'' είναι το πιο μελωδικό τραγούδι των MECHANIMAL. Δάνειο από Joy Division αλλά πληρωμένο με ηλεκτρονικό τόκο και στίχους για μια προδομένη γενιά που αναπνέει σε φρακταλ ουρανούς αλλά ποτέ δε χάνει την ελπίδα όσο ο κοσμικός κύκλος διατηρείται σταθερός. Το ''The Den'' επίσης με φέρνει λίγο στην RAW εποχή του '' City'' για κάποιο λόγο.
Στο ''Secret Science'' της έκδοσης του cd ακούμε δύο κομμάτια που φέρνουν τη σφραγίδα MECHANIMAL σε πιο σκοτεινά μέρη ακόμα. Είναι κάτι που θα περίμενα για γενική ατμόσφαιρα σε αυτό το δεύτερο άλμπουμ. To ''Song To The Sirens'' διατηρεί την γκριζάδα του μοναδικού drone 'n' roll του σχήματος και ακούγεται περισσότερο μελαγχολικό από όλα τα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ. Το ''Down At The Basement'' είναι ένα κλασσικό σκοτεινό ονειρικό cyber techno κομμάτι με το σκοτάδι να σκεπάζει τα πάντα και το φως να φοβάται να βγει σύντομα.
Είναι το εναλλακτικό φινάλε το άλμπουμ, στη cd έκδοση.. Director's cut δεν θα το έλεγα αλλά με καλύπτει περισσότερο άσχετα αν ανατρέπει την ατμόσφαιρα όλου του υπόλοιπου άλμπουμ. Το επόμενο βήμα των MECHANIMAL; Μια υπέροχη μέρα, παρέα με τους ειλικρινείς, συντροφικούς ήχους των ΜECHANIMAL κλείνει λοιπόν με ένα δεκάλεπτο '90'ς αναμνησιογόνο, αλλά με την μεγαλοπρέπεια ενός ήχου που σαν το σύμπαν επεκτείνεται και τα φρακταλ πολλαπλασιάζονται ή τα βλέπουμε εμείς για πρώτη φορά.
Το ''Secret Science'' είναι ένα δεύτερο γενναίο άλμπουμ των MECHANIMAL. Από αυτά τα άλμπουμ που τα θαυμάζεις για την άνεση που κινούνται σε γνώριμα εδάφη και ορθώνουν προσωπικό ήχο που δε γίνεται να μη λάμψει...
Rating: 9 / 10
Χρήστος Μίχος
Έχω γράψει πολλές φορές για τους B-Movie στο παρελθόν, από την εποχή ακόμα του synthpop avenue forum που προσπαθούσαμε να καταγράψουμε όλες τις διαφορετικές ηχογραφήσεις του Nowhere Girl και να ψηφίσουμε την καλύτερη. Η αλήθεια είναι ότι από πολύ μικρός τους είχα αδυναμία. Ήταν αυτός ο αβίαστος και νεανικός τρόπος που «έσμιξαν» το κλασικό new wave με την synthpop του Sheffield που μου ασκούσε γοητεία και η αίσθηση της αδικίας που η τύχη δεν τους τα έφερε όπως θα τους άξιζε που μου τους έκανε ακόμα πιο συμπαθείς. Το πόσο παράξενο μου φαίνεται ότι 35 χρόνια μετά την ίδρυση τους θα τους δω ζωντανά στο Death Disco το άλλο Σάββατο με την αρχική τους σύνθεση είναι περιττό που το αναφέρω. Όσο κι αν αρκετές φορές φροντίζω να απέχω διακριτικά από re-unions παλιών μου φίλων γιατί συνήθως με μελαγχολούν, με τους B-Movie θα είναι διαφορετικά. Η πρώτη μου φορά βλέπετε, κι ακόμα κι αν ο αυθορμητισμός έχει ατονήσει, η πρώτη φορά είναι πάντα ελκυστική και αξιομνημόνευτη. Μια remembrance day διαφορετική για τον καθένα. Τους χρωστούσα ηθικά και μια συνέντευξη, αυτή ήταν μοναδική ευκαιρία, οπότε... Ο Steve Hovington, τραγουδιστής και μπασίστας του συγκροτήματος, απαντάει στις όποιες απορίες μας.
Ονόμασες το συγκρότημα από έναν ομώνυμο πίνακα του Andy Warhol αν θυμάμαι σωστά. Έψαξα λίγο, αλλά δεν μπόρεσα να τον βρω πουθενά. Τι το ιδιαίτερο είχε ώστε να τον επιλέξεις; Τον θυμάσαι καθόλου;
Steve Hovington: Δεν είναι ακριβώς έτσι, γι αυτό δεν μπόρεσες να τον βρεις. Για την ακρίβεια ξεφύλλιζα κάτι βιβλία στο μάθημα τέχνης στο σχολείο μου και έπεσα πάνω σε ένα πόστερ για την ταινία του Blue Movie. Κάτι μου έκανε κλικ, αλλά σκέφθηκα ότι θα ήταν ρίσκο να βαφτίσω το συγκρότημα μου με τον τιτλο μιας ερωτικής ταινίας όπως αυτή του Warhol. Έτσι το συντόμευσα σε B-Movie.
Πoια ήταν η σχέση σας με την punk σκηνή όταν ξεκινούσατε τα τέλη των 70’s; Δεδομένου ότι τα πρώτα σας τραγούδια στην συλλογή East και το πρώτο σας 7ιντσο έχουν πολύ κοντινό στο punk ήχο, ήταν η βασική σας επιρροή ή είχατε ήδη διαμορφώσει μια διαφορετική εικόνα για το πως θέλατε να εξελιχθεί η μουσική σας;
Steve Hovington: Οι B-Movie δημιουργήθηκαν από τις στάχτες του punk συγκροτήματος The Aborted, αλλά όταν μπήκα στο συγκρότημα είχε φτάσει ήδη η λεγόμενη post-punk εποχή. Το πνεύμα του punk ήταν ακόμα εκεί, αλλά ύπήρχε μια πιο πειραματική προσέγγιση στην ενορχήστρωση και το παίξιμο. Ήμασταν από τα Midlands και το Sheffield ήταν μόλις λίγα μίλια μακριά, οπότε ακούγαμε όλα εκείνα τα πρωτοποριακά synth συγκροτήματα, όπως οι Human League και οι Cabaret Voltaire. Εγώ προσωπικά ήμουν fan των Ultravox της εποχής του John Foxx, των Magazine και των Cure. Από τότε φιλοδοξούσαμε να αποκτήσουμε ένα ήχο πιο πολύ βασισμένο σε επικά synthesizers, παρά στον κιθαριστικό new-wave pop που είχαμε στην αρχή. Ήταν μια σταδιακή εξέλιξη.
Θεωρώ το Nowhere Girl EP ως ένα από τα καλύτερα mini-albums που κυκλοφόρησαν το 1980. Τι δεν πήγε καλά στην εκτύπωση και σταμάτησε;
Steve Hovington: Ειλικρινά δεν ξέρω, ίσως έφταιγε που η μία πλευρά ήταν στις 45 στροφές και η άλλη στις 33.
Νομίζεις ότι θα είχε καλύτερη τύχη στα media της εποχής αν είχε πιο «επαγγελματική» παραγωγή;
Steve Hovington: Όλα ήταν καινούρια τότε, ένας νέος κόσμος όπου τα πάντα ήταν πιθανά. Η παραγωγή ήταν αρκετά πρωτόγονη, αλλά έιχαμε μόνο μία μέρα στο στούντιο και βασικά τα πάντα έγιναν σχεδόν live σε μία λήψη. Έχω μια αστεία ιστορία για τον Andy Dransfield, τον τύπο που είχε το στούντιο που ηχογραφήσαμε αυτό το EP και επίσης είχε κάνει παραγωγή στα πρώτα singles. Μετά από μερικά χρόνια, το καλοκαίρι του 1984, είχα έρθει για διακοπές στην Ελλάδα με την φίλη μου. Κάναμε μερικές μέρες περιοδεία στα νησιά και επιστρέψαμε στην Αθήνα για να δούμε τα αξιοθέατα. Πρέπει να ήταν Κυριακή βράδυ όταν περπατήσαμε μέχρι την Ακρόπολη για να βρούμε κάποιο εστιατόριο, για να καταλήξουμε σε ένα που ήταν εντελώς άδειο. Καθώς τρώγαμε μπήκε ένας τύπος που ήταν ολόιδιος με τον Andy, με προσπέρασε και κάθησε στο διπλανό τραπέζι με την παρέα του χωρίς να με κοιτάξει. Λίγο μετά κατάλαβα ότι ήταν πραγματικά αυτός. Ο πρώτος μας παραγωγός, που είχα να τον δω πάνω από 5 χρόνια, ήταν δίπλα μου σε ένα άδειο εστιατόρειο της Αθήνας. Τελικά χαιρετηθήκαμε και γελάσαμε πολύ με το περιστατικό. Πολύ παράξενη σύμπτωση!
Τι το ιδιαίτερο είχε ο χαρακτήρας της «nowhere girl» στο βιβλίο της Angela Ruth ώστε να σε εμπνεύσει να γράψεις το συγκεκριμένο τραγούδι;
Steve Hovington: Δεν είχα διαβάσει το βιβλίο για να είμαι ειλικρινής. Μου άρεσε μόνο ο τίτλος. Το εξώφυλλο της τότε έκδοσης του βιβλίου έδειχνε ένα ντροπαλό κορίτσι να κοιτάει σε έναν καθρέφτη. Προσπάθησα να φανταστώ το σενάριο και την κατάσταση στην οποία μπορεί να βρισκόταν. Το τραγούδι βασίστηκε σε μια εμπειρία που είχα με μια παλιά μου σχέση.
Και δεν το διάβασες ποτέ από τότε;
Steve Hovington: Όχι, αλλά νομίζω θα το κάνω κάποια στιγμή.
Από την άλλη, ήταν η δική σας nowhere girl που ενέπνευσε τον βασικό χαρακτήρα για ένα βραβευμένο web-comic το 2001. Αυτό το διάβασες; Πως νιώθεις;
Steve Hovington: Είναι φανταστικό συναίσθημα! Παρόλο που δεν το έχω διαβάσει, είναι υπέροχο που το τραγούδι μας έχει εμπνεύσει ένα σωρό διαφορετικά πράγματα. Οι άνθρωποι ταυτιζονται με τον χαρακτήρα του τραγουδιού ή με την αίσθηση που αποπνέει. Είναι ότι καλύτερο για μένα να νιώθω ότι μουσική μας μπορεί να εμπνεύσει.
Συμφωνείς ότι το Remembrance Day είναι το καλύτερο σας τραγούδι; Αυτη η μελωδία του με έχει στοιχειώσει...
Steve Hovington: Λοιπόν, ναι, κατά τη γνώμη μου είναι. Νομίζω ότι συμπυκνώνει τέλεια όλα όσα έιναι οι B-Movie και στιχουργικά έιναι η πιο δυνατή μου στιγμή. Η μελωδία του synthesizer είναι πολύ μελαγχολική και πραγματικά σε στοιχειώνει. Και η παραγωγή στο σινγκλ ήταν υπέροχη. Ο Mike Thorne είχε κάνει παραγωγή στους 3 πρώτους δίσκους των Wire και μετέφερε όλη αυτή την εμπειρία στα δικά μας sessions για την ηχογράφησή του.
The Some Bizzare days. Είχα πάντα μια θεωρία για τους Β-Movie, ειδικά για την περίοδο που περάσατε στην Some Bizarre. Κατά κάποιο τρόπο το ίδιο το συγκρότημα προκάλεσε σύγχηση στο κοινό. Ξαφνικά είχατε αυτό το νεο-ρομαντικό φουτουριστικό image στις φωτογραφίες και τα ρούχα σας, όμως η μουσική σας ήταν πιο περίπλοκη και ακατέργαστη από των Duran ή των Spandau Ballet. Από την άλλη όμως, ήταν πολύ πιο ποπ απ’ότι των Magazine, των Simple Minds και των υπόλοιπων new wave συγκροτημάτων. Πιστεύεις ότι στεκόσασταν στην μέση 2 διαφορετικών τάσεων και δεν μπορούσατε τα ταυτιστείτε με καμία από τις 2;
Steve Hovington: Ναι, μάλλον είναι δίκαιο αυτό που λες. Η αλήθεια είναι ότι η εικόνα μας δεν ήταν συνειδητoποιημένη, ειδικά στην αρχή. Ο κόσμος μας έμαθε μέσα από την εκπομπή του John Peel και ο ήχος μας είχε αναπτύξει κάποιες ακατέργαστες ψυχεδελικές απολήξεις, πιο κοντά στου παλιούς Pink Floyd και τους Doors παρά στην synth pop. Ήμασταν μέρος εκείνης της ετερόκλητης «φουτουριστικής» σκηνής και ήταν δύσκολο να κατηγοριοποιηθουμε. Υποθέτω ότι αυτό ακριβώς ήταν ένα σπουδαίο στοιχείο των B-Movie. Μετά έγινε αυτή η έκρηξη της νεο-ρομαντικής σκηνής και ξαφνικά είχαμε υπογράψει σε μια μεγάλη εταιρεία που ήθελε να πουλάει πολλούς δίσκους. Πιστεύω ότι την περίοδο του Remembrance Day διατηρήσαμε αυτή την ελαφρώς μυστηριώδη εικόνα, αλλά ήμασταν πολύ πιο εσωστρεφείς στην σκηνή από τα μεγάλα ποπ συγκροτήματα εκείνης της εποχής.
Το “Moles” είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα κομμάτια στην πρώτη συλλογή της Some Bizzare. Σε πλήγωσε το γεγονός ότι λίγο μετά αρκετές από τις άλλες μπάντες που συμμετείχαν, όπως οι Soft Cell, οι Blancmange, οι Depeche Mode και οι The The πέτυχαν εμπορικά ή είχατε μια εντελώς διαφορετική οπτική για την εξέλιξη της καριέρας σας;
Steve Hovington: Tο Remembrance Day που κυκλοφόρησε μετά τη συλλογή ξεπέρασε αρχικά τις προσδοκίες μας, αλλά απογοητευτήκαμε όταν απέτυχε να μπει στο Top 40. Λίγες θέσεις παραπάνω και θα μας καλούσαν στο Top of the Pops, και τότε ποιος ξέρει τι θα γινόταν... Υποθέτω ότι θελαμε να είμαστε μια «άλμπουμ-μπάντα», όπου θα μπορούσαμε να εκφράσουμε πλήρως τον ήχο μας. Το γεγονός ότι δεν κάναμε αυτό το άλμπουμ το 1981-1982 ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση. Επίσης θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει μερικές καλύτερες αποφάσεις. Προφανώς και ήταν πολύ απογοητευτικό όταν το επόμενο single Marilyn Dreams απετυχε στα charts, τη στιγμή που οι Soft Cell, που είχαν κοινό manager με εμάς, τον Stevo (ιδρυτή της Some Bizzare), πήγαν στο νούμερο 1. Ποιος δεν θα ένιωθε ζήλια; Είμαι όμως περήφανος για όσα καταφέραμε.
Πως περάσατε στα support που κάνατε για τους Duran Duran τότε;
Steve Hovington: Ήταν μόνο για δύο παραστάσεις. Αρχικά η εταιρεία μας τα πλάσσαρε ως co-headline, οι Duran μόλις είχαν υπογράψει σε μεγάλη εταιρεία. Καταλήξαμε να ξεκινάμε να παίζουμε πρώτοι, ακριβώς τη στιγμή που άνοιγαν οι πόρτες και πριν από ένα cabaret act που λεγόταν Biddie and Eve. Όλοι μοιραζόμασταν το ίδιο καμαρίνι. Ήταν φιλικά παιδιά. Για το Nottingham Rock City show, ήμασταν σε πάτρια εδάφη και το κοινό ήταν πολύ ενθουσιώδες.
Κατά τη γνώμη μου, τα τραγούδια από τις ηχογραφήσεις του BBC το 1981 θα μπορούσαν να γίνουν ένα πραγματικά κλασικό post-punk άλμπουμ, αν τα ηχογραφούσατε σε στούντιο και κυκλοφορούσαν στην ώρα τους. Είναι κρίμα που δεν έγινε, θα μπορούσε να είναι αριστούργημα. Πιστεύεις ότι ήταν η καλύτερη περίοδός σας όσον αφορά την σύνθεση και την δημιουργία;
Steve Hovington: Ναι, παιζαμε καιρό τα τραγούδια ζωντανά και υπήρχε πάντα κάποιο στοιχείο αυτοσχεδιασμού. Νομίζω ότι καταφέραμε να «συλλάβουμε» τον ωμό ατμοσφαιρικό ήχο που θέλαμε σε αυτά τα sessions και το άλμπουμ θα ακουγόταν παρόμοια. Ήταν η πιο παραγωγική μας περίοδος και ναι, είναι κρίμα που το άλμπουμ δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Μετανιώνεις για την παραγωγή και τον τρόπο που ηχογραφήθηκε το πρώτο σας άλμπουμ Forever Running στα μέσα της δεκαετίας του '80;
Steve Hovington: Ναι. Πήγαμε στο στούντιο με μεγάλες ιδέες, αλλά όλα κατέληξαν να ηχούν λίγο υπερβολικά. Δέχομαι μέρος της ευθύνης γι 'αυτό, αλλά νομίζω ότι ο παραγωγός δεν κατάφερε να κατανοήσει το συγκρότημα και η διαδικασία ηχογράφησης ήταν υπερβολική και εριστική. Ήταν πραγματικό επίτευγμα που τελικά ολοκληρώθηκε το άλμπουμ. Δεν μπορούσα να το ακούσω για τριάντα χρόνια, αλλά πρόσφατα το έκανα, και νομίζω ότι πλέον στέκεται συμπαθητικά στα πλαίσια της 80s pop.
Πριν από μερικά χρόνια ξαναφτιάξατε τους B-Movie και το 2013 κυκλοφορήσατε νέο άλμπουμ και ένα EP με το αρχικό line-up. Είναι αυτό μια επανεκκίνηση ή βραχύβια μέθοδος αναβίωσης των νεανικών σας αναμνήσεων;
Steve Hovington: Λοιπόν, έιμαστε πλέον σχεδόν 10 χρόνια μαζί (το reunion show έγινε στον Λονδίνο στις 28 Οκτ. 2004), οπότε δεν μπορείς να την πεις βραχύβια! Είμαστε ακόμα καλοί φίλοι, ειδικά ο Paul και εγώ, και έχουμε ακόμα την αίσθηση ότι μπορούμε κάτι να προσφέρουμε δημιουργικά. Αυτές τις μέρες, η δημιουργικότητα είναι το βασικό κίνητρο.
Το "The Age Of Illusion" ακούγεται σαν ένα κλασικό B-Movie άλμπουμ, εννοώ μπορώ να αισθανθώ το ίδιο πνεύμα και σίγουρα οι χαρακτηριστικοί ρετρό synth ήχοι είναι ακόμα εκεί. Σας βγήκε αυθόρμητα έτσι;
Steve Hovington: Υποθέτω ότι είναι βασισμένο στην αγία τριάδα των επιρροών μας. John Foxx της εποχής των Ultravox, Simple Minds και Magazine, ίσως με μια μικρή δόση από Joy Division / New Order μέσα. Αγαπάμε τους ρετρό synth ήχους, αλλά υπάρχουν περισσότερα σύγχρονα στοιχεία σε αυτό.
Μια λίστα με τις αγαπημένες σου b-movies?
- The Incredible Shrinking Man
- The Man with the X Ray Eyes
- Dr Terror’s House of Horrors
- Plan 9 From Outer space
Ποιος είναι ο πιο επιδραστικός δίσκος όλων των εποχών για την μπάντα;
Steve Hovington: Το Systems Of Romance των Ultravox!
Μια ιδέα για το setlist στην επικείμενη συναυλία σας στην Αθήνα;
Steve Hovington: Θα εκτείνεται σε ολόκληρη την καριέρα των B-Movie από το 1979 ως το 2014.
Τέλος, what about the devil in you?
Steve Hovington: Ναι, υπάρχει ακόμα ένα κομμάτι από το παλιό γερο-διάβολο μέσα μου. Η μουσική και η καλή αίσθηση του χιούμορ όμως σε κρατάει νέο.
Συνέντευξη: Κώστας Μπρέλλας