Faith and the Muse - Ankoku Butoh
1. Woman of
the snow / 2. Kamimukae/ 3.Blessed / 4.Battle Hymn / 5.Bushido/6.Nine Dragons / 7.Harai / 8.When
we go dark / 9.The Red Crown / 10.Kodama / 11.She waits by the well / 12.Sovereign / 13.To
be continued
23 November 2009 - Danse Macabre
ή αλλιώς...
Butoh-Shinto-Taiko drums και λίγο J-horror
Με δυο λόγια, ανυπομονησία που τη
διαδέχτηκαν στιγμές αδιαφορίας, πλήρους
απογοήτευσης μαζί με κάποιες (Kamimukae,
Battle Hymn, Bushido, When we go dark,
The Red Crown), όπου η περιέργεια για τη συνέχεια,
συντηρούσε την επιθυμία μου να συνεχίσω
ν'ακούω αυτόν το δίσκο που πήρε το όνομά
του από την κίνηση
Ankoku Butoh, που επηρεάζει άμεσα το Butoh.
Μέσα
σε όλες του τις αντιφάσεις, αυτό το οπτικοακουστικό
cd/dvd, ευελπιστεί να μεταφράσει σε μουσική,
κομμάτια της θρησκείας του σιντοϊσμού,
μαζί με τη θεματολογία και την αισθητική
των J-Horror ταινιών. Σ'αυτά, προσθέστε την
επιθυμία του Faith και της Monica να
εντάξουν στη μουσική τους την αισθητική
του χορευτικού είδους Butoh μαζί με μιλιταριστική
και πολεμική θεματολογία και ήχους που
μας ταξιδεύουν ως τις φυλές των ιθαγενών
και τις τελετές τους, και έχετε όλο το
σενάριο του τελευταίου τους δίσκου.
Επειδή όπως όλοι, δεν είμαι απαλλαγμένη πλήρως
από τις προκαταλήψεις μου, σας εκμυστηρεύομαι
ότι το κείμενο αυτό το σκιάζει η
συναυλία των Faith
and the Muse στο
Λονδίνο, την οποία παρακολουθησα
πριν περίπου 1 μήνα και γι' αυτό και η
καθυστέρηση αυτής της κριτικής... Ήθελα
λίγο να ξεθωριάσει η εμπειρία αυτής της
συναυλίας ώστε να είμαι περισσότερο
αντικειμενική. Ας περάσουμε όμως στα
3 βασικά συστατικά αυτής της δουλειάς:
1)
Taiko Drums
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, το
album αυτό δεν έχει την αίγλη των προηγούμενων
δίσκων και θα μπορούσε κάλλιστα ν'αποτελεί
πρώτο δίσκο άλλου συγκροτήματος και όχι
αυτού που έχει συνθέσει κομμάτια όπως
το ‘Patience Worth', ‘Interlude Annabell', ‘Mercyground'
κ.α. Μεταξύ των νέων στοιχείων που εντάσσονται
σ'αυτή τη δουλειά, είναι τα τεράστια
taiko τύμπανα που κατά τους F.A.T.M μπορούν
και μεταφέρουν επιτυχώς στο κοινό,
το γενικό κλίμα της πολεμικής που βιώνει
ο σημερινός άνθρωπος. Συχνά οι ρυθμοί
που ακούμε να παίζονται, θυμίζουν αφρικάνικες
φυλές και αρχαίους πολιτισμούς και συγκεκριμένα
τις τελετουργίες στις οποίες επιδίδονταν.
Aπό άποψη ρυθμού και ατμόσφαιρας, τα τύμπανα
αυτά προσθέτουν μια πολύ ενδιαφέρουσα
και ασυνήθιστη νότα στη μουσική και το
μέχρι τώρα ύφος του συγκροτήματος ενώ
μαρτυρούν τη μουσική τους εξέλιξη με
αυτή την αναφορά στις απαρχές ουσιαστικά
της γένεσης της μουσικής που δε βρίσκεται
αλλού από τις αρχαίες φυλές όπου ο ρυθμός
συνόδευε κάθε πτυχή της καθημερινότητας.
Άλλωστε είναι γνωστό πως η αφαιρετικότητα
και η απλότητα αυτών των ρυθμών που βασίζεται
στους ελάχιστους μουσικούς φθόγγους
που χρησιμοποιούν, είναι στοιχεία που
μεταδίδουν πιο άμεσα το μήνυμα της εκάστοτε
μουσικής.
Το πρόβλημα στο Ankoku Butoh είναι πως
όταν έχουμε να κάνουμε με ένα, σε γενικές
γραμμές, συνεκτικό album, τα επιπλέον στοιχεία
αναδεικνύουν τη σημασία τους και το όλο
εγχείρημα. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε
με ένα κολλάζ μουσικών
και αισθητικών υφών με αποτέλεσμα να
δημιουργείται η εντύπωση ενός χαοτικού
ακούσματος που θέλει να πει εκατομμύρια
πράγματα αλλά δεν έχει τη συνοχή και την
οργάνωση που απαιτείται ώστε να μας μεταδώσει
το επιθυμητό μήνυμα και συναίσθημα. Ακούμε
για παράδειγμα αιθέρια φωνητικά και μελωδίες
(‘Kodama', ‘When
we go Dark') και ξαφνικά ροκ και πολύ
σκληρές ηλεκτρικές κιθάρες (‘Blessed'
, ‘The Red Crown', ‘Sovereign')
πολεμικές ιαχές και σκληρά τύμπανα που
παραπέμπουν σε τελείως άλλα πράγματα
...
Για να
το πούμε κάπως αλλιώς, είναι σα να
έχουμε συνηθίσει ένα ζωγράφο να χρησιμοποιεί
στα έργα του μόνο ευθείες γραμμές και
ξαφνικά στον τελευταίο του πίνακα να
βάζει και μερικές καμπύλες...προς στιγμή
ξαφνιαζόμαστε πολύ ευχάριστα με την αντίθεση
αυτή, αλλά μετά παρατηρούμε πως αυτές
οι καμπύλες δεν ενώνονται με καμία απ'
τις ευθείες γραμμές αλλά έχουν τοποθετηθεί
κάπου ανάμεσα και δε βγάζουν πολύ νόημα
σε σχέση με την υπόλοιπη εικόνα και έτσι
το όλο εγχείρημα με απογοητεύει. Τώρα
θα σκεφτείτε πως τα πάντα είναι θέμα ερμηνείας
αλλά εμείς εδώ μιλάμε για έλλειψη συνοχής
η οποία δεν είναι θελημένη αλλά προκύπτει
ως αποτέλεσμα ελλιπούς επεξεργασίας
του έργου.
Αυτά
περίπου αισθανόμαστε ακούγοντας τα ‘Bushido,
‘Nine Dragons' για παράδειγμα με τις
πρωτόγονες ιαχές και τα επιβλητικά τύμπανα
αμέσως μετά το ‘Battle
Hymn' και πριν το ‘Harai'...Υπερανάλυση
θα πείτε τώρα? Μπορεί...
2)
Butoh
Ας ασχοληθούμε
με την άλλη μεγαλεπίβολη πρόθεση των
Faith and the Muse που ήταν η ένταξη στο album, του
Butoh ως αισθητική παρά ως κίνηση, απ'ό,τι
αντιλαμβάνομαι... Πραγματικά αναρωτιέμαι
αν ο Faith και η Monica έχουν παρακολουθήσει
πότε live ή έστω από video, κάποια παράσταση
butoh...και αν πραγματικά θεωρούν πως αυτό
που βγάζουν σαν αισθητική και ως σκηνική
παρουσία αλλά και στο έντυπο υλικό του
cd/dvd και στη μουσική τους, έχει έστω και
κάποια μακρινή σχέση με το butoh. Συνήθως
όταν κάποιος επιθυμεί να εντάξει σε μια
δουλειά του στοιχεία ενός ‘ρεύματος',
υιοθετεί τουλάχιστον τις βασικές αρχές
αυτού του ‘ρεύματος'. Το butoh λοιπόν έχει
τις εξής 4:
- Λιτότατη
σκηνική παρουσία την οποία χαρακτηρίζει
το στοιχείο της ομοιομορφίας καθώς
κανείς δεν πρέπει να
ξεχωρίζει αισθητικά
ως παρουσία εφ'όσον το σώμα είναι το
‘ρούχο' της ψυχής (Kazuo
Ohno)
- Μουσική επένδυση
εντελώς αφαιρετική
- Καμία έκφραση
συναισθήματος με οποιοδήποτε άλλο τρόπο
πλην της κίνησης η οποία εμπεριέχει οπτικές
στρεβλώσεις και προβάλλει τους μυς
- Κάποιου είδους βασική ιδέα πάνω στην
οποία βασίζεται όλη η κίνηση
που παρακολουθούμε
Εγώ
δεν διακρίνω το παραμικρό
που να μας παραπέμπει στο butoh ούτε με αφαιρετικό
τρόπο σ'αυτό το album , πράγμα το οποίο με
εκνευρίζει ιδιαίτερα σε βαθμό που θα
προτιμούσα να μην ονομαζόταν έτσι το
album ...παραξενιές
3)
Shinto ή kami-no-mich
Πρόκειται
για το σιντοϊσμό μια θρησκεία-φιλοσοφία
που εκφράζει την πνευματικότητα της ιαπωνικής
κουλτούρας και η οποία υμνεί τη φύση,
τον πολυθεϊσμό, τα ζώα, τους προγόνους,
τη ύπαρξη του Kami, που εκφράζει το πνεύμα
σε κάθε μορφή και παραπέμπει στη φύση.
Όσον αφορά την ενδυματολογική προσέγγιση
του σιντοϊσμού, οι εκφραστές του υιοθετούν
παρόμοιες εμφανίσεις με αυτές που χρονολογούνται
πίσω στις περιόδους Nara και Heian που δεν
είναι κάτι άλλο από τα γνωστά κιμονό.
Ας γυρίσουμε
όμως στους Faith and The Muse...
...
Πέρα λοιπόν από την ανατολικής προέλευσης
ενδυματολογική επιλογή της Monica η οποία
δεν παραπέμπει μονοσήμαντα στο σιντοϊσμό,
είναι αδύνατο να διακρίνουμε κάποια σαφή
αναφορά σ'αυτή τη θρησκεία, πέραν από
μια αμυδρή και άκρως καλοπροαίρετη, στους
στίχους κάποιων από τα κομμάτια όπως
π.χ στα ‘Battle Hymn', ‘Nine
Dragons', ‘Sovereign' οι οποίοι βέβαια
παραπέμπουν και σε ένα σωρό άλλες θρησκείες.
Δεν ξέρω...αλλά
εμάς όταν μας μάθαιναν μουσική σύνθεση
και χορό, μας έλεγαν πως αν πρόκειται
να κάνουμε αναφορά σε κάποια επιρροή
μας, θα πρέπει η πηγή της επιρροής, να
είναι εμφανής στο τελικό αποτέλεσμα αλλιώς
μπερδεύουμε το θεατή.
Για να
καταλήξω λοιπόν επειδή και πάλι
μακρυγόρησα... περίμενα κάτι πολύ
πιο εμπεριστατωμένο μουσικά
και αισθητικά από ένα συγκρότημα
όπως οι Faith and the Muse...παρ' όλ'αυτά είμαι
αισιόδοξη για τη συνέχειά τους καθότι
οι προθέσεις τους μου αρέσουν πολύ και
λόγω του παρελθόντος τους δεν τους εγκαταλείπω
τόσο εύκολα.
Rating: 5 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Faith and the Muse @ Myspace
Faith & the Muse - battle hymn video
Them Crooked Vultures - them crooked vultures
1.No One Loves Me &
Neither Do I / 2.Mind
Eraser, No Chaser / 3.New Fang
/ 4.Dead End Friends / 5.Elephants / 6.Scumbag Blues / 7.Bandoliers
/ 8.Reptiles / 9.Interlude with Ludes / 10.Warsaw or the First Breath
You Take After You Give Up / 11.Caligulove / 12.Gunman / 13.Spinning
in Daffodils
17 November 2009 - Interscope
Ο όρος supergroup
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη
της δεκαετίας του 1960 για μουσικά σχήματα
που τα μέλη τους είναι ήδη γνωστά είτε
από την συμμετοχή τους σε άλλα συγκροτήματα,
είτε από προσωπικές δουλειές. Αναμφίβολα,
όταν σε ένα group παίζει κιθάρα και τραγουδάει
ο Josh Homme (Queens of the Stone Age, Kyuss), dums o Dave Grohl (Nirvana,
Foo Fighters) και μπάσο και πλήκτρα ο John Paul Jones
(Led Zeppelin) ο ορισμός του supergroup ταιριάζει
γάντι. Them Crooked Vultures, λοιπόν, (και όχι The,
περιέργως) το supergroup που είχε προαναγγείλει,
ήδη από το 2005, σε συνέντευξή του στο Mojo
ο Dave Grohl. Το παρελθόν έχει δείξει
πως πολλές φορές τα supergroup τα καταφέρνουν
καλά. Εξίσου πολλές φορές, όμως, τα καταφέρνουν
αρκετά χειρότερα από ό,τι το κάθε μέλος
χωριστά στις προηγούμενες δουλείες του.
Κάτι τέτοιο μάλλον είναι αναμενόμενο,
μιας και η συνύπαρξη πολλών έντονων προσωπικοτήτων
σε επαγγελματικές ή και απλές συναναστροφές
μπορεί να καταλήξει σε ένα σιωπηλό ανταγωνισμό
για το ποιος θα κυριαρχήσει, ασχέτως αν
ξεκινάει με τις καλύτερες προϋποθέσεις.
Κρίνοντας από το αποτέλεσμα (το ομώνυμο
album) οι Them Crooked Vultures δεν ανήκουν στην παραπάνω
κατηγορία. Δεν κυκλοφόρησαν μια δουλειά
ετερόκλητη, με ένα-δυο πιασιάρικα κομμάτια
και με στόχο να πουλήσουν εξαιτίας των
μεγάλων ονομάτων τους και μόνο. Κυκλοφόρησαν
μια δουλειά ολοκληρωμένη, που φιγουράρει
σε αρκετές λίστες με τα καλύτερα του 2009,
αν και κυκλοφόρησε προς το τέλος της χρονιάς.
Μια δουλειά, πάντως, που θα μπορούσε εύκολα
να κυκλοφορήσει και σαν το νέο album των
Queens of the Stone Age αποκαλύπτοντας πως τελικά
η επιρροή του Josh Homme είναι τελικά η μεγαλύτερη
στο αποτέλεσμα του σχήματος (δεδομένου
ότι ο Dave Grohl είναι και αυτός ένα κομμάτι
από τους Queens of the Stone Age μιας και έπαιζε
drums στο Songs for the Deaf). Αναμφισβήτητα και
η επιρροή του Jones δεν περνάει απαρατήρητη,
χωρίς όμως να είναι καταλυτική.
Ο δίσκος ενώ
ξεκινάει διερευνητικά με το "No
One Loves Me & Neither Do I", δείχνει τα δόντια
του από νωρίς με τη βόμβα "Mind Eraser, No
Chaser" και συνεχίζει με το κοφτό πρώτο
single "New Fang" και τη ζαλισμένη ενέργεια
του "Dead End Friends". Το επτάλεπτο "Elephants"
είναι γεμάτο από άρτια δεμένες εναλλαγές
και δείχνει να συμπυκνώνει συμμετρικά
το ταλέντο και των τριών. Οι ομαλές μεταβάσεις
από τα funk παιξίματα του Jones στα σαρωτικά
refrain του Homme είναι παρούσες και στo "Scumbag
Blues". Η μείωση του ακουστικού ενδιαφέροντος
μετά και το σκοτεινό "Bandoliers" είναι
αισθητή αλλά όχι ενοχλητική. Αξιοπρόσεκτα
είναι, ωστόσο, τα ψυχεδελικά πειράματα
του "Interlude With Ludes", οι επιτυχημένες
αναμίξεις των blues solos και της απόμακρης
και σκοτεινής φωνή του Homme με τις χορωδιακές
πινελιές στο οχτάλεπτο "Warsaw
or the First Breath You Take After
You Give Up", οι αλλαγές πορείας του "Caligulove",
το άλλοτε ατμοσφαιρικό και άλλοτε dance
"Gunman" και το άξαφνο τελείωμα του μέχρι
τότε αδιάφορου "Spinning In Daffodils".
Οι Them Crooked Vultures
τελικά κατόρθωσαν και βρήκαν την ισορροπία
μεταξύ τους. Oι τρεις superstars συνδυάζονται
αρμονικά και ο καθένας δείχνει να έχει
βρει τη μουσική του θέση στο σύμπλεγμα
που προσπάθησαν να φτιάξουν. Το album είναι
πλημμυρισμένο από εναλλαγές βρώμικων
riffs και δυναμικών μελωδιών, ενώ στα σημεία
που κάνει κοιλιά προσπαθεί να ανακάμψει
με εναλλαγές που εκπλήσσουν. Το συνολικό
αποτέλεσμα χάνει τελικά μόνο από την
μεγάλη του διάρκεια, που μοιραία οδηγεί
σε κενά διαστήματα, ιδίως στο δεύτερο
μισό του δίσκου.
Τα supergroups συνήθως
αντέχουν για 1-2 album. Ύστερα από το αρχοντικό
πρώτο δείγμα δουλειάς το στοίχημα πλέον
για τους Them Crooked Vultures είναι αν θα αντέξουν
παραπάνω. Όχι για τους ίδιους, αυτοί δεν
έχουν να αποδείξουν τίποτα. Για εμάς,
τους αδημονούντες ακροατές τους!
Rating: 8 / 10
Βαγγέλης Τόμπρας
TCV Official Site
Ινφο - We choose the moon
01.Tik Tok/ 02.Crush/ 03.Beyond/ 04.Recall/ 05.Ultraviolet/ 06.Στρογγυλή Διαδρομή/ 07.Αερόστατο (Instrumental)/ 08.Taxis 2008/ 09.Prelude 1/ 10.Cinnamon/ 11.Do You Read Me/ 12.We Choose The Moon/ 13.Prelude 2/ 14.Two Roses/ 15.Αερόστατο
October 2009 - Klik & VIM Records
Κάπου το 1962, ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής
John F. Kennedy
κάτω από την πίεση του χαμηλού ηθικού των πολιτών υποσχέθηκε ότι
μέχρι τα τέλη των 60s θα έχουν
πετύχει την πρώτη προσεδάφιση στην μακρινή Σελήνη. «We choose the moon», είχε πει τότε στον λόγο του. Η
ανάγκη του ανθρώπου όμως να ταξιδεύει στην Σελήνη, να ξεφύγει από το κλουβί που
έχει μπει και να φύγει μακριά, είναι καθημερινή. Αντί, λοιπόν, για το Apollo 11, εγώ βουτάω το τελευταίο album των Ινφο, βάζω το αγαπημένο
μου ποτό και την αράζω στο μπαλκόνι μου χαζεύοντας εκεί που θέλω να ταξιδέψω...
στο φεγγάρι.
Το άλμπουμ ξεκινά με τον χρόνο να κυλά, «Τίκ, τόκ, τίκ, τόκ» και στην
αρχή θα μπορούσες να πεις ότι σε αγχώνει. Εκεί όμως έρχεται η φωνή της Δέσποινας Τερζίδου να
σε ηρεμήσει. Οι πειραματισμοί με την φωνή της δίνουν ένα ιδιαίτερο στοιχείο
στην μουσική των Ινφο. Στην μουσική τους όμως δεν λείπουν και τα ορχηστικά
μέρη. Σε αυτά αναλαμβάνουν ο Παναγιώτης Λουκουμάς με την κιθάρα του και ο Χάρης
Καπετανάκης με το σαξόφωνο. Στο πλήρωμα τους όμως περιλαμβάνονται και οι Πέτρος
Μαγγανάρης και Dj Booker, οι οποίοι δίνουν μια πιο ηλεκτρονική διάσταση στο
ταξίδι.
Θα λατρέψεις τραγούδια όπως το "Αερόστατο", το δυναμικό "Στρογγυλή
διαδρομή", το δισδιάστατο "Crush" καθώς και
το "Ultraviolet" που θα
σου φέρει στην μνήμη έστω και λίγο τους StereoNova. Το "Taxis 2008" με την σκοτεινή του
αισθητική και τον ανήσυχο στίχο του,
σε βάζει σε σκέψεις, ενώ κομμάτια όπως το "Cinnamon" σε χαλαρώνουν και σου
επιτρέπουν να χαζέψεις έξω από το παράθυρο.
Ενίοτε ταξιδιάρικα κιθαριστικό και άλλες φορές δυναμικά χορευτικό.
Πολυδιάστατο ταξιδεύει ανάμεσα στους γαλαξίες μιας μουσικότητας που δεν
βρίσκεται εύκολα στην ελληνική πλαστική πραγματικότητα. Όμορφο χωρίς να είναι
όμως καταπληκτικό. Δυναμικό και ταξιδιάρικο. Κάνει εντύπωση αλλά δεν ξεφεύγει
με διαφορά. Σίγουρα όμως αξίζει.
Αλήθεια, τι χρώμα έχει η ζωή;
Rating: 7,5 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Inφo @ Myspace
Inφo - We chose the moon
Vic Chesnutt - At the Cut
01. Coward/ 02. When the Bottom Fell Out/ 03. Chinaberry Tree/ 04. Chain/ 05. We Hovered With Short Wings/ 06. Philip Guston/ 07. Concord Country Jubilee/ 08. Flirted With You All My Life/ 09. It Is What It Is/ 10. Granny
22 September 2009 - Constellation
Οι
προβληματικοί τραγουδοποιοί που για περισσότερο από μια δεκαετία διαστρέβλωναν
ηδονικά (και ενίοτε με συγκλονιστικά αποτελέσματα) το πρόσωπο της americana, τα τελευταία χρόνια πορεύονται
με αξιοσημείωτη συνέπεια προς το δημιουργικό τέλμα. Ο Conor Oberst, μαζί με την κατασκευασμένα
τραυματική παιδική ηλικία και τις εφιαλτικές, εφηβικές ονειρώξεις του,
εγκατέλειψε και την πρώιμη έμπνευσή του, προλαβαίνοντας να μεγαλουργήσει και να
ξεφουσκώσει σε ηλικία που άλλοι μόλις που θα ξεκινούσαν δειλά να γράφουν
τραγούδια. Ο Will
Oldham,
αφού διοχέτευσε την παραληρηματική ιδιοφυία του σε αρκετά αριστουργηματικά
άλμπουμ, αρκείται πλέον σε ακίνδυνες country κυκλοφορίες. Σε μια βελτιωμένη
περίπτωση, ο Bill
Callahan
(Smog)
επιστρέφει κατά καιρούς με ενδιαφέρουσες δουλειές, χωρίς όμως να πλησιάζει τις κορυφές
του παρελθόντος. Σε μια βέλτιστη περίπτωση, όμως, ο Vic Chesnutt εν έτει 2009 παραδίδει με το
δέκατο τρίτο δισκογραφικό του πόνημα ένα από τα καλύτερά του άλμπουμ, ως
συνέχεια του επίσης εκπληκτικού «North Star Deserter» του 2007.
Τι
είναι, λοιπόν, αυτό που διαφοροποιεί τον τελευταίο σε σχέση με τους υπόλοιπους;
Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να αναφερθεί είναι η επιλογή των μουσικών που τον
πλαισιώνουν. Γιατί μπορεί ο Vic
Chesnutt
να μην υπήρξε ποτέ φειδωλός στο να διαλέγει συνεργάτες, αλλά στη συγκεκριμένη
περίπτωση ήταν εξαρχής προφανές ότι το επικείμενο αποτέλεσμα δύσκολα θα
κατέληγε έστω μέτριο. Μέλη των Thee
Silver
Mt.
Zion,
Godspeed You!
Black
Emperor
και Witchies,
καθώς και ο Guy
Picciotto
των Fugazi
ανεβάζουν κατακόρυφα
το επίπεδο του «Αt
The
Cut»,
με τον ίδιο τρόπο που το είχαν κάνει και στο «North Star Deserter» (δεν είναι διόλου τυχαίο το
γεγονός ότι ο Chesnutt
για πρώτη φορά επαναλαμβάνει συνεργασία). Η συμβολή τους είναι σημαντική τόσο
όταν δίνουν ξεκάθαρα το στίγμα τους, προχωρώντας τα κομμάτια πέρα από τις
δυνατότητες του δημιουργού τους («Chinaberry Tree») όσο και όταν του παρέχουν μια
πιο διακριτική μεν, εξίσου ουσιώδη δε συνοδεία («When The Bottom Fell Out»).
Το
δεύτερο -και κυριότερο- στοιχείο, όμως, που διατηρεί αναλλοίωτη την
καλλιτεχνική αξία του Vic
Chesnutt
μετά από είκοσι χρόνια και του επιτρέπει να βγάζει δίσκους, όχι απαραίτητα
σπουδαίους, αλλά πάντα ξεχωριστούς είναι η απόλυτα ειλικρινής διάθεση απέναντι
στα τραγούδια του. Κι επειδή κάθε προσπάθεια ανάλυσης του παραπάνω θα καταλήξει
αναπόφευκτα σε εξαιρετικά άτοπους για την περίσταση βερμπαλισμούς, αρκούν οι
ερμηνείες του «At
The
Cut»
και μια ματιά στους στίχους, για να πειστεί κανείς- αρχής γενομένης με το
εξαιρετικό «Coward»
που ανοίγει το άλμπουμ. «The
courage of
the
coward
is
greater than
all
others'»
τραγουδάει ο Chesnutt,
καθώς οι υπόλοιποι ξεδιπλώνουν post-rockικά το κομμάτι, κρατώντας ιδανικά
τις ισορροπίες ανάμεσα στις ήρεμες στιγμές και στα δραματικά κιθαριστικά ξεσπάσματα.
Στο επίσης πολύ καλό «Chain»,
η μινιμαλιστική ευαισθησία του πιάνου αντιτίθεται στο αίσθημα παγίδευσης που
αποπνέουν οι στίχοι («Chain-
every
gesture,
every
face»),
ενώ με το «Flirted With
You
All
My
Life»,
ο Chesnutt,
ο οποίος μετά από τις απόπειρες αυτοκτονίας του αποφάσισε ότι θέλει να ζήσει,
γράφει ένα ερωτικό τραγούδι για το θάνατο με την ίδια αναπάντεχη αμεσότητα που
ο Bonnie
Prince
Billy
αφιέρωνε την ωδή στο σκοτάδι του («Black») στο δικό του αριστούργημα «I See A Darkness». To «It Is
What It Is» αποτελεί μια γλυκόπικρη αποδοχή της αναπηρίας του («like the
Invisible Man directing traffic / I'd be ineffective, no matter how enthusiastic»)
και ταυτόχρονα μια επίμονη αποστροφή της θρησκείας ως συναισθηματικό δεκανίκι («I
don't need stone altars to help me hedge my bet against the looming blackness»).
Το άλμπουμ
ολοκληρώνεται με το «Granny»,
η αφορμή για το οποίο δόθηκε από ένα όνειρο με τη νεκρή γιαγιά του. Εδώ η
ελεγχόμενη στιχουργική αφέλεια και η μετρημένα δραματική ερμηνεία υφαίνουν την
αναγκαία φορτισμένη ατμόσφαιρα, απομακρύνοντάς την παράλληλα από τη σκόπελο του
μελοδραματισμού- και ανεξάρτητα με το αν είναι όντως το κορυφαίο τραγούδι που ο
Chesnutt συνέθεσε
ποτέ (όπως δηλώνει ο ίδιος), συνιστά το ιδανικό κλείσιμο μιας πανέμορφης
μουσικής κατάθεσης.
Εν
κατακλείδι, το «At
The
Cut»
έρχεται λίγο πριν το τέλος της χρονιάς, για να σηματοδοτήσει μία από τις
αυθεντικότερες στιγμές της. Κι ενώ οι σχετικές λίστες ήδη φορτώνονται με όσους
μιμούνται τους μελαγχολικούς με περισσότερο στυλ, ο Vic Chesnutt μας αναγκάζει για άλλη μια φορά
να στρέψουμε την προσοχή μας στις επώδυνες, λιτά ποιητικές εξομολογήσεις του,
που δε χρειάζεται να προσποιηθούν τις αληθινές.
Rating: 9 / 10
Παναγιώτης Πουλάκης
Vic Chesnutt official
Vic Chesnutt - Coward video
Timber Timbre - Timber Timbre
1.Demon Host / 2.Lay Down in the Tall Grass / 3.Until
the Night is Over / 4.Magic Arrow / 5.We'll Fing Out / 6.I Get Low / 7.Trouble
Comes Knocking / 8.No Bold Villain
June
2009 - Arts & Crafts
Οι λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς έχουν αρχίσει
σιγά σιγά να δημοσιεύονται στα διάφορα διαδικτυακά περιοδικά, οι συναυλίες
συνεχίζονται σε πυρετώδη σχεδόν ρυθμό και η κανονικότητα της μουσικής
βιομηχανίας φαίνεται πως καλά κρατεί. Μέσα σε αυτό το χάος συχνά πυκνά ή αραιά
και που, εξαρτάται, ξεχωρίζουν κάποιες κυκλοφορίες που παρουσιάζουμε εδώ. Μία
από αυτές είναι και το ιδιαίτερο άλμπουμ που κυκλοφόρησε o Taylor Kirk ως
μέλος της καναδικής εταιρίας arts & crafts κάτω από το
καλλιτεχνικό του όνομα Timber Timbre. Ομολογώ πως δεν τον γνώριζα!
Ομολογώ επίσης, πως χαίρομαι αφάνταστα που τελικά το έκανα. Τρίτος δίσκος είναι
λέει αυτό εδώ το δημιούργημα, αλλά κανείς μάλλον δεν γνώριζε επ' αυτού. Μαζικά
κυκλοφόρησε μόνο τούτος, άρα με δεδομένο πως δεν έχουμε ακούσει τις
προηγούμενες δουλειές των Timber Timbre θα
σχολιάσουμε αυτήν εδώ την προσπάθειά τους.
Καθ' όλη την διάρκεια που παίζει ο δίσκος σκέφτεσαι πως δεν
μοιάζει με κάτι που έχεις ξανακούσει. Αυτή την αίσθηση μου έβγαλε εμένα
τουλάχιστον. Αν κάνεις προσπάθεια να βάλεις ταμπέλα πιθανά να πέσεις έξω. Να
φανταστείς τον Taylor
Kirk
ως έναν lo-fi
καλλιτέχνη που κυκλοφορεί τους πολλές φορές ανιαρούς folk δίσκους;
Μα δεν είναι ανιαρός! Ένα blues άκουσμα του "I Get Low" και "Trouble Comes Knocking", ένας desert ήχος
του "Magic
Arrow" και ένα Beirut τραγούδι
σε αργή κίνηση, το "We'll Find Out" μόνο ανία δεν μπορούν να σου
προκαλέσουν. Στίχοι που κάποιοι θυμίζουν εικόνες από εφιάλτες έγκλειστου σε
φρενοκομείο. Ερωτευμένος, σε περιμένω, σε ονειρεύομαι, τρέμω μόνο στην εικόνα
σου...και όταν με βρίσκεις με θάβεις σε έναν ρηχό τάφο με ένα ελβετικό μαχαίρι.
Κιθάρα, απαλά τύμπανα, βιολί και
φυσαρμόνικα επενδύουν μουσικά την όμορφη φωνή του Καναδού, ενώ για τις
υποχρεώσεις αυτές μέλη από τους Ohbijou αναλαμβάνουν δράση.
Προσωπικά καλύτερη στιγμή το "Until the night is over" , το οποίο παίζει με την
διάθεση σου. Χαρούμενο refrain ακολουθεί το χαρακτηριστικό μουντό και σκοτεινό
μοτίβο που παίζουν τα όργανα σε ένα τραγούδι που θα μπορούσε να είχε γραφτεί
κάποια στιγμή τα τελευταία 100 χρόνια από τον οποιοδήποτε. Σε αυτό λοιπόν το
τραγούδι ο Taylor
αναφέρεται σε κάποιο σπίτι της Νέας Ορλεάνης, λέτε να είναι
το ίδιο με αυτό στο οποίο αναφέρεται το γνωστό τραγούδι των 60's ;
Εν γένει, ένας σκοτεινός δίσκος, απλός, αλλά συγχρόνως τόσο
εκλεπτυσμένος, τελετουργικός και τελικά υποκειμενικός και προσωπικός. Δεν
υπάρχει βαρετό σημείο, δεν υπάρχει επανάληψη αλλά όλο αυτό αποτελεί πιθανή
παγίδα για τον επόμενο δίσκο, στον οποίο για κανέναν λόγο δεν θα θέλαμε να
επαναλαμβάνονται ιδέες. Και σε αυτή την μουσική είναι δύσκολη η
πρωτοτυπία!
Rating: 8 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Timber Timbre @ Myspace
Timber Timbre - demon host
Sivert
Höyem - Moon Landing
1.Belorado/ 2.The
Light That Falls Among The Trees/ 3.Moon Landing/ 4.What You
Doin' With Him?/ 5.Going For Gold/ 6.Lost At Sea/ 7.Shadows High Meseta/ 8.Empty House/ 9.High Society/ 10.Arcadian Wives/ (Limited Edition bonus cd2): 1.Return To
Nothing Special/ 2.Sister Sonic Blue/ 3.Johnny/
4.The House Of The Rising Sun
November 2009 - Hektor Grammofon
Η κυκλοφορία
του τρίτου solo δίσκου του Sivert Hoyem έρχεται σε μια χρονική στιγμή, που
ο τραγουδιστής των Madrugada έχει κλείσει τελεσίδικα κάθε υποχρέωση με το παρελθόν
του. Η ολοκλήρωση του τελευταίου studio άλμπουμ της νορβηγικής μπάντας και
η συγκινητική τελευταία περιοδεία τους ήταν οι οριστικοί φόροι τιμής στον αδικοχαμένο
Robert Buras και ουσιαστικά οι τίτλοι τέλους που
σηματοδότησαν την πλήρη απενεργοποίηση των Madrugada.
Δεν είναι
κρυφό ότι ο δεσμός που ένωνε τον Hoyem με τον Buras ήταν ισχυρότερος από οποιοδήποτε
άλλο μέλος της μπάντας. Υπήρξαν κυριολεκτικά συγκάτοικοι από την αρχή των Madrugada και στενοί φίλοι που βίωσαν μαζί με
έντονο τρόπο την άνοδο της μπάντας, περισσότερο από τον μετριοπαθή Frode Jacobssen ή τον έκπτωτο Jon Lauvland Pettersen και τους εκάστοτε συνεργαζόμενους ντράμερ.
Το δυσαναπλήρωτο
κενό που αφήνει η απουσία του Robert και η αποδέσμευση από τα δημιουργικά όρια που
επιβάλλει η συμμετοχή σε συγκρότημα, οδηγεί τον Ηoyem σ' ένα νέο εσωστρεφές δημιουργικό φορμά, απαλλαγμένο από
τους δεσμούς του παρελθόντος και από την οποιαδήποτε ανάγκη συλλογικής
ομοιογένειας.
Οι conceptual δεσμοί είναι άλλωστε εμφανείς στην τραγουδοποιία του Hoyem μέχρι σήμερα. Από την αστική
μελαγχολία του Industrial Silence, το ξενυχτισμένο (και δυστυχώς
ελαφρώς υποτιμημένο) post-blues του Nightly Disease και την βερολινέζικη ψυχεδέλεια του
Grit, μέχρι την
φολκ κατατονία του Ladies and Gentlemen... και την άνιση μελοποιία του Exiles, το Moon Landing αποτελεί το πρώτο δισκογραφικό έργο του που παρουσιάζει
απενοχοποιημένα τόσο ετερογενείς αντιθέσεις.
Από την
έναρξη του άλμπουμ, θα διαπιστώσει κανείς σύντομα πως στο track list συνυπάρχουν φωτεινά ποπ διαμάντια (Moon Landing, Bellorado) με αισθαντικές folk μπαλάντες (The Light That Falls Among The Trees) και rock'n'roll συνθέσεις (What You Doin' With Him), που μετά το Grit υπήρχαν διάσπαρτες στο μυαλό του Hoyem (Ready, I'm In Love).
Στο Moon Landing τα ραδιοφωνικά χαμόγελα συμβιώνουν
με αγωνιώδη ερωτήματα και οι ψυχεδελικές κιθάρες (High Society και Sister Sonic Blue που θυμίζει έντονα Rain Parade) αναμιγνύονται με το ανατριχιαστικό
midtempo riff του Shadows High Meseta στην καλύτερη στιγμή του άλμπουμ, ξυπνώντας μνήμες απ'το αριστουργηματικό Industrial Silence.
Η ετερόκλητη
σύνθεση του άλμπουμ ενίοτε λειτουργεί καθιστώντας κάθε τραγούδι ένα αυτόνομο e.p. και υπό περιπτώσεις αποτυγχάνει,
όπως για παράδειγμα στην μάλλον αχρείαστη διασκευή του House Of The Rising Sun και σε ορισμένες βαρετές συνθετικές
ευκολίες. Αν θα έπρεπε πάντως κάποιος να διακρίνει κάποιες κοινές αφετηρίες, θα
παρατηρούσε πως η συνολική παραγωγή απομακρύνει τον Sivert από την φολκ αμερικάνα των
προηγούμενων solo δίσκων του
προς μάλλον μια πιο σκανδιναβικη (και δη σουηδική) φολκ προσέγγιση.
Κύριος
συνοδοιπόρος του Hoyem είναι ο Cato ‘Salsa' Thomassen, που έφερε εις πέρας τα δύσκολα κιθαριστικά μέρη στην
τελευταία περιοδεία των Madrugada, και που μαζί με τον Sivert αποτελούν τους Hyler Twins, που ευθύνονται για την παραγωγή
του δίσκου, (ντούετο project που πρωτοεμφανίστηκε στον tribute δίσκο για τον St. Thomas διασκευάζοντας το The Cool Song). Εδώ αναλαμβάνει να γεμίσει τις
συνθέσεις με αναλογικά κήμπορντς και ακουστικές κιθάρες, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει
και ο σπουδαίος John Agnello στην μίξη.
Το
αποτέλεσμα συνολικά δικαιώνει τον δημιουργό του, αφού εν τέλει προσεγγίζει διαφορετικά
ηχητικά μοτίβα με τρόπο μοναδικό, και αποτελεί μια ενθαρρυντική νέα μουσική
διαδρομή στην πολύχρονη καριέρα του.
Διαδρομή που
θα περάσει και από την χώρα μας, κάνοντας έτσι τις προγραμματισμένες εμφανίσεις
του Sivert Hoyem στην Ελλάδα περισσότερο
αναμενόμενες από ποτέ, αφού η παρουσία πλήρους μπάντας, που θα υποστηρίξει για
πρώτη φορά την solo δουλειά του και η αδιαμφισβήτητα χαρισματική
ικανότητα του Hoyem ως live performer αποτελεί γοητευτικός συνδυασμός για
το πολυπληθές εγχώριο κοινό του.
Rating: 7,5 / 10
Βασίλης Παπαευσταθίου
Sivert Höyem official
Sivert Höyem - moon landing video
Beak> - Beak>
1. Backwell/ 2. Pill/ 3. Ham Green/ 4. I know/ 5. Battery Point/ 6. Iron Action/ 7. Ears Have Ears/ 8. Blagdon Lake/ 9. Barrow Gurney/ 10. The Cornubia/ 11. Dundry Hill/ 12. Flax Bourton
19 October 2009 - Invada
"I just wanted to make interesting music, proper songs with a proper life span and a decent place in people's record collections". Εάν άκουγα αυτή τη μνημειωδώς σεμνή και ταπεινόφρονη δήλωση στα ελληνικά, θα ορκιζόμουν ότι ανήκει στον Γιώργο Ανδρέου ή σε κάποιον άλλο παραπλήσιο ''εντεχνούλη'' τραγουδοποιό/συνθέτη. Σε ερώτηση σχετικά με τον ουσιαστικό λόγο δημιουργίας των Portishead, o Geoff Barrow έδωσε αυτή την απάντηση. Με το πρόσφατο αποκύημα της ευγενούς διάνοιάς του, διατυπώνει έναν σίγουρα πνευματώδη σαρκασμό για την εν λόγω δήλωσή του.Το πρώτο σκέλος είναι ακριβές. Η μουσική του "Beak>" είναι όντως πολύ ενδιαφέρουσα.Το δεύτερο σκέλος όμως διακυβεύεται σε μεγάλο βαθμό, λόγω του περιθωριακού χαρακτήρα και του αντικομφορμισμού αυτού του project.
Ο προφανής αναχρονισμός της μουσικής του "Beak>", δεδομένου του ότι μηρυκάζουν τις kraut και ψυχεδελικές φόρμουλες, μέσω της γονιμοποιού αφομοίωσης αυτών των επιρροών, μετουσιώνεται εύκολα σε ρετρό σαγήνη. Ο Geoff Barrow μαζί με τον Billy Fuller (Fuzz Against Junk) και τον Matt Williams (Team Brick) δανείζονται τον kraut αυτισμό και την ψυχεδέλεια των Can αλλά κυριότερα των Neu!(!). Ήδη από το πρώτο κομμάτι "Backwell", το μπάσο και τα τύμπανα μνημονεύουν την ακαταπόνητη ρυθμική μονοτονία των Neu!, ενώ τα πλήκτρα αναπτύσσουν μια κάπως φλύαρη αλλά σκαλωτική μελωδία.Το "Ham Green" διακρίνεται για την κλιμάκωση του και την απροσδόκητη doom μεταστροφή του. Γενικά όμως οι Beak>, ενώ δημιουργούν την αίσθηση προσμονής σε αυτόν που ακούει, δεν επιφυλάσσουν συνθετικές εκπλήξεις κατά τη διάρκεια των κομματιών. Αποδεικνύοντας έτσι, ότι η άποψη πως η ικανοποίηση είναι ο θάνατος της επιθυμίας, έχει κάποια βάση.
Τα φωνητικά στο Beak> είναι κατά κύριο λόγο υπόκωφα και απομακρυσμένα. Το απροσμέτρητο βάθος τους δίνει μια έκπνοη και φοβισμένη χροιά και κάνει τον τραγουδιστή να μοιάζει με ελαφρώς goth ανθρωπάριο, χωρίς καθόλου όμως πίστη στον εαυτό του. Αυτό ακούγεται αρνητικό αλλά ουσιαστικά η φωνή συμφωνεί με την πειραματική και αιρετική περιβολή του album. Παρόλα αυτά σε μερικά σημεία, όπως στο "Pill" και στο "The Cornubia", τα φωνητικά θυμίζουν Liars.
Από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου είναι τα "I know" και "Iron acton" με τον ιδιαζόντως ραφινάτο ρυθμό τους και τις εύστοχες ηλεκτρονικές προσθήκες, καθώς και το "Battery Point" με την post rock κιθαριστική του αντίστιξη. Το κομμάτι που κλείνει το "Beak", το "Flax Bourton" διαθέτει την πιο πομπώδη ενορχήστρωση από όλα τα κομμάτια, αλλά αυτό που επισφραγίζει την ορθότητα της θέσης του είναι το riff του κοντραμπάσου.
Το "Beak>" δεν υπέστη ιδιαίτερη επεξεργασία και ηχογραφήθηκε σε 12 μέρες. Ενδέχεται να ηχογραφούσαν ένα κομμάτι την ημέρα...και την ένατη μέρα να άφησαν τον κρετίνο τεχνικό τους να ηχογραφήσει ένα (και βγήκε το "Barrow Gurney"). Εν κατακλείδι, το album έχει σε γενικές γραμμές εξαιρετική συνοχή και οι φαινομενικά ετερόκλητες φάσεις του καταλήγουν να υπάγονται όλες σε ένα ενιαίο μοντέλο. Κάτι σαν το μοντέλο της Kübler-Ross. Με τη διαφορά ότι θα θέλεις να το επαναλάβεις. Και αυτό καθιστά την πρόδηλη προχειρότητα του "Beak>" απατηλή.
Rating: 8 / 10
Γιώργος Λεονταρίτης
Beak> @ Myspace
Beak> - iron action
Black Tape for a Blue Girl - 10 Neurotics
1. Sailor Boy/ 2.Inch Worm / 3. Tell me you've taken another/ 4. The Perfect Pervert /5. Marmalade Cat/ 6. Love Song/ 7.Rotten Zurich Café/ 8. Military / 9. In dystopia / 10. The Pleasure in Pain / 11. I strike you Down / 12. Caught by a stranger / 13. Curious Yet Ashamed / 14. Love of the Father
22 September - Projekt Records
‘ 10 N e u r o t i c s ' or
‘Stop being afraid and do whatever thing it is that you want to do'
Αν διαβάζετε αυτό το άρθρο ανυπομονώντας για τη γεύση που έχει η νέα
δουλειά των Black Tape for a Blue Girl, δεν έχετε παρά να τη
δοκιμάσετε με προσοχή καθότι είναι ιδιαίτερα πικρή και δυσάρεστη. Αν πάλι
περιμένατε αρκετό καιρό μέχρι το νέο αυτό album για να ξανακούσετε τις ως τώρα αγαπημένες και
οικείες, ατμοσφαιρικές, μελωδικές συνθέσεις του συγκροτήματος, να είστε
σίγουροι πως όλ'αυτά...λείπουν από το ‘10 Neurotics' και μάλιστα εκ προθέσεως.
Αν πάλι νομίζετε πως αυτοί που ακούτε είναι οι γνωστοί BTFABG απατάστε οικτρά
καθότι από τη γνωστή σύνθεση λείπουν... όλοι εκτός του Sam Rosenthal και ο λόγος ? Οι στίχοι και το βαθύτερο νόημά τους, στοιχεία που έκαναν
όλους τους ως πρότινος, συνεργάτες του Sam, να αποχωρήσουν από το group αρνούμενοι να τα ερμηνεύσουν, παρέχοντας έτσι, το
αναγκαίο πρόσφορο έδαφος για πειραματισμό σε εντελώς νέα μουσικά και ψυχολογικά
μονοπάτια. Συνοδοιπόροι του αυτή τη φορά οι Lucas Launthier ( τραγουδιστής των Cinema Strange), Brian Viglione ( Dresden Dolls), Laura Read (ex-Attrition), Niki Jaine, Michael Laird (Unto Ashes). Το αποτέλεσμα? Ισχυρά αμφιλεγόμενο και ακριβώς
γι'αυτό, αρκετά ενδιαφέρον.
Αυτή τη φορά το μουσικό μενού περιέχει ριψοκίνδυνα παιχνίδια του μυαλού,
ξεπέρασμα ψυχολογικών αι ηθικών ορίων, υποβόσκουσα άγρια χαρά και θυμό, βία,
εμμονή, ψύχωση, πάθος, επιθυμία...ή αλλιώς μια γλαφυρή περιγραφή 10 νευρώσεων στα
όρια του φετιχισμού μιας για κάθε κομμάτι και για κάθε ένα από τα συνολικά 10 album του συγκροτήματος ως
σήμερα. Ο στόχος ? Αυστηρά προσωπικός για το Sam Rosenthal...να τις εμπεδώσει εκθέτοντάς τες μαζί με τον εαυτό
του καθότι από αυτόν προκύπτουν, να τις ισοπεδώσει και να τις αντιμετωπίσει ΚΑΙ
με μουσικό τρόπο.
Όλο το album έχει μια αισθητική σκοτεινού, υπόγειου, παρακμιακού καμπαρέ κάπου στα
προάστια κάποιας ευρωπαϊκής πόλης, στοιχείο το οποίο καταρχάς προδιαθέτει
θετικά για τη συνέχεια ειδικά μετά την εισαγωγή του Brian Viglione στο ‘Sailor Boy' και το ‘Inch Worm'. Για τα επόμενα όμως 18.5 λεπτά , αυτή η
θεατρική δυναμική ενέργεια δε διατηρείται. Τα κομμάτια είναι μουσικά
απογοητευτικά, ερμηνευτικά ενδιαφέροντα και στιχουργικά σκληρά. Μιλάμε συγκεκριμένα
για τα ‘Tell me you've taken another', ‘The Perfect Pervert', ‘ Marmalade Cat', ‘Love Song' στα οποία είναι λίγα τα ενδιαφέροντα στοιχεία
όπως για παράδειγμα, το φλάουτο στο πρώτο. Χαριτωμένος είναι στο ‘The Perfect Pervert', ο διάλογος ανάμεσα σε δυο εραστές εν ώρα ερωτικού,
μη συναινετικού παιχνιδιού μεταξύ τους.
‘You need to be broken down
You need to be rebuild
You need to be purified
Purity, purity,purity...'
Θα ήταν παράλειψη να μην πούμε πως το κομμάτι αυτό όπως και όλα τα υπόλοιπα,
είναι μεταφορές προσωπικών εμπειριών του Sam, περιγράφουν αληθινές καταστάσεις και
περιλαμβάνουν πραγματικές στιχομυθίες. Στο ‘Marmalade Cat' όπου ο φετιχισμός αγγίζει ύψη δυσθεώρητα για τον
αμύητο ακροατή, η περιγραφή της συμπαθέστατης γυναίκας, που αρέσκεται στο να
ντύνεται με γούνες σε χρώμα που θυμίζει μαρμελάδα και να θεωρεί τον εαυτό της
ως μεγάλο τεμπέλη αρσενικό γάτο, είναι το πραγματικά ενδιαφέρον στοιχείο του
τραγουδιού. Η μουσική, αν έλειπε κιόλας πιστεύουμε πως θα έκανε το κομμάτι
ακόμα πιο δυναμικό ψυχολογικά. Πλήρη αδιαφορία αισθανθήκαμε ακούγοντας το ‘Love Song'.
Η συνέχεια του album κατά τη γνώμη μας πλησιάζει σε ύφος το ‘Sailor Boy' και γι'αυτό σας προτείνουμε ν' ακούσετε τα
κομμάτια 7-14 αμέσως μετά το πρώτο. Το αποκορύφωμα της ψυχρότητας και του
κυνισμού ως αποτέλεσμα υποβόσκοντος θυμού και τρέλας, στο ‘Rotten Zurich Café' με την εξαιρετική ερμηνεία της Nicki Jaine, το ασυνήθιστο μιλιταριστικό ύφος του ‘Military', το
ανατριχιαστικό τέλος του ‘In dystopia', είναι μόνο η αρχή του παγόβουνου που διακρίνεται
μετά το ‘Love Song' και έχει ως βάση την άρρωστη ψυχολογία του ‘Love of the Father'.
Τα κομμάτια αυτά αφορούν θέματα ταμπού όπως η έξαψη της επιδειξιομανίας (‘Caught by a stranger'), η αυτογνωσία και η παραδοχή του πραγματικού
μας εαυτού με όλες του τις πτυχές, η ελευθερία, η τρέλα και η απελευθέρωση των
πιο ενδόμυχων επιθυμιών στο πιο αυτοκριτικό κομμάτι του album ‘Curious Yet Ashamed' ερμηνευμένο ιδανικά από τον Lucas Launthier. Τα δυο αυτά
κομμάτια απλά προετοιμάζουν το έδαφος για το τραγικό φινάλε με το ‘Love of the Father' όπου ένα κακοποιημένο παιδί αναζητά στο πρόσωπο του ίδιου του δυνάστη
πατέρα του, την αγάπη και την αφοσίωση μπερδεύοντας το Θεό με τον πατέρα... ή
μήπως όχι?
‘I hate God ‘cause they tell me he loves me
I don't trust their scriptures, no I don't trust you
‘cause I can't believe it's true, ‘cause when my
Dad says he loves me he doesn't mean it '
Γενικά παρατηρούμε πως έχουν ενταχθεί στη μουσική της μπάντας όργανα που στο
παρελθόν απουσίαζαν, όπως η ακουστική κιθάρα, το μπάσο και τα ντράμς, υποσκελίζοντας
το ρόλο του ηλεκτρισμού κάτι που προσωπικά επικροτούμε ως μεταστροφή ύφους. Απουσιάζουν
επίσης σκόπιμα οι αντηχήσεις και οι πολλοί ήχοι δίνοντας μια ιδιαίτερη και
ξεχωριστή αξία σε αυτό το album. Σαν αποτέλεσμα και πρόθεση, η τραχύτητα των
ερμηνειών, η σκληρότητα και ο κυνισμός των χαρακτήρων που οι στίχοι
αποκαλύπτουν, είναι πιο εμφανείς και ‘ωμοί΄. Ο χειρισμός θυμίζει αυτόν που
έχουν οι αντιήρωες του Κορεάτικου κινηματογράφου. Εκεί όπου οι σκληρότερες
πράξεις γίνονται εν απουσία ή με ελάχιστη μουσική υπόκρουση, για να προβληθούν
χωρίς άλλη επεξεργασία, όπως είναι ωμά τα συναισθήματα.
Κλείνουμε λέγοντάς σας πως αν δεν έχετε όρεξη ν'ακούσετε σκοτεινές
ιστορίες για τη σεξουαλικότητα και το φετιχισμό, μη χάσετε το χρόνο σας
ακούγοντας αυτό το album, καθότι αυτές είναι το πιο σημαντικό στοιχείο του album δια στόματος Sam Rosenthal. Αν
επίσης είστε από τους τύπους που θεωρούν φρικιά όλους όσους αναζητούν αγάπη και
επικοινωνία δοκιμάζοντας σεξουαλικά, ιδεολογικά και ψυχικά τους εαυτούς τους σε
πράγματα έξω από την καθημερινή ‘φυσιολογική' ζωή, τότε πολύ σύντομα θα
βαρεθείτε αυτό το album. Η δική μας γνώμη είναι πως παρ'όλο
που οι συνεργασίες των μουσικών είναι πολύ ενδιαφέρουσες όπως και οι αλλαγές
στο μουσικό ύφος λόγω των οργάνων που προστέθηκαν, δε διαπιστώνουμε μια
ουσιαστική ενσωμάτωση όλων αυτών στην ήδη υπάρχουσα ελκυστική μουσική των Black Tape for a Blue Girl ώστε να προκύψει μια
πραγματικά νέα δουλειά με στοιχεία από όλους. Αποτέλεσμα είναι ν'ακούμε μια
συλλογή με κομμάτια των Cinema Strange, Dresden Dolls, Unto Ashes υπό τις γενικές οδηγίες του Sam Rosenthal. Με
την ελπίδα για κάτι καλύτερο...
Rating: 6 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Black Tape for a Blue Girl @ Myspace
Black Tape for a Blue Girl - the pleasure in pain
The Constellation Branch - The Dream Life,
The Real Life, The Empty Glass
1. The Dream Life/ 2. The Real Life (American
Earth) 3. The Empty Glass (Zero Equals Zero)/ 4. Ellipses/ 5. The False
Awakening Pt. 1: Prelucidity/ 6. The False Awakening Pt. II: The Carnival/ 7.
The False Awakening Pt. III: Poisoned Apple/ 8. Re-Creation in Sleep/ 9.
Electric Light (The Foreshadow Future Anthem)/ 10. Black Hole/ 11. The Dream
Sequence
January 2009/(Self release)
Κατά
την δημιουργία του πρώτου δίσκου ενός συγκροτήματος συνηθίζεται -αναλόγως το
συναισθηματικό δέσιμο με την δημιουργία τους- να δίνουν ότι καλύτερο έχουν για
ένα αισθητικά πολύ καλό τελικό αποτέλεσμα. Τις περισσότερες φορές, μέχρι να
κυκλοφορήσει ένας δίσκος παίρνει περισσότερο χρόνο από το αναμενόμενο, έχοντας
σαν αποτέλεσμα, ένα group να έχει χρόνο να δουλέψει
πάνω στο άλμπουμ ξανά και ξανά. Αυτό φαίνεται και στους "The Constellation Branch" (tCB), ένα πολύ καλό δουλεμένο άλμπουμ. Όπως
είπε
και
ο
Bryce Hill, ιδρυτικό μέλος του
group, «It took us
forever to finish».
Το
«The Dream Life, The Real Life, The Empty Glass», εκτός
από
ντεμπούτο
για
τους
tCB, αποτελεί ένα self release
- DIY (do it yourself) άλμπουμ... και
πάντα
είχα
μια
αδυναμία
στα
DIY projects. Το άλμπουμ .. ή μάλλον ο "δίσκος"
αυτός κινείται σε μια τροχιά γύρω από τρεις αστερισμούς. Ο πρώτος αστερισμός
ονομάζεται «Ονειρική Ζωή», είναι αυτό
που θέλουμε να υπάρχει, έτσι όπως θέλουμε ο κόσμος να είναι. Ο δεύτερος
αστερισμός είναι κάπως αντίθετος. Χρήμα, απληστία και πολυεθνικές είναι τα
κυρίαρχα στοιχεία του «Αληθινή Ζωή».
Ο τελευταίος αστερισμός, είμαστε όλοι μας. «Το
Άδειο Ποτήρι», λοιπόν, γεμίζει με ότι εμείς θέλουμε, οτιδήποτε από τους
προηγούμενους αστερισμούς. Αν μπορούσες να αλλάξεις πλανήτη, τι θα έπαιρνες
μαζί σου; Χρήματα, φθόνο κι ενοχή ή αγάπη, φροντίδα για το περιβάλλον
και αλληλεγγύη;
Στο
κομμάτι "Poisoned Apple", ακούγεται μια γυναίκα να αναφέρει αναμνήσεις που είχε από τον
πόλεμο. Αυτή είναι η γιαγιά του Bryce που μιλά για την εποχή
που ζούσε στην Γερμανία με την οικογένεια της που ήταν αντι-Ναζί και
προσπαθούσε να ξεφύγει απ'όλα αυτά της εποχής. Η γιαγιά του πέθανε δύο μήνες
ύστερα από την ηχογράφηση. Ο Bryce το αναφέρει σαν το αγαπημένο του κομμάτι... το ίδιο θα έλεγα κι εγώ!
Η
μουσική τους είναι πολυεπίπεδη και όπως ανέφεραν σε συνέντευξη τους, για να την
κατανοήσει κάποιος πλήρως θα πρέπει να φορά ακουστικά και να ακούει πολύ προσεκτικά.
Σίγουρα είναι ένα δύσκολο άκουσμα για κάποιον που θέλει κάτι πιο «εύπεπτο». Έχει
εξάρσεις αλλά και πολλά ατμοσφαιρικά (shoegaze) σημεία. Σε γενικά πλαίσια
κάνει κάτι τέτοιο να μοιάζει με τζαμάρισμα
συμμαθητών σε studio. Αυτό προκύπτει γιατί ηθελημένα προσπάθησαν να συμπεριλάβουν
σε ένα έργο όλα σχεδόν τα ανθρώπινα συναισθήματα και γι' αυτό είναι ένας δίσκος
καθαρά για το σπίτι. Εξάλλου οι ηχογραφήσεις έγιναν στο σπίτι της μαμάς ενός
φίλου. Χωρίς τεράστια budget από εταιρίες και
χρυσοπληρωμένους παραγωγούς. Απλά και με μεράκι.
Δεν
νομίζω να υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που να έχουν περιγράψει, με λόγια ή
παραδείγματα, τον ήχο των tCB
εκτός αν το έχει κάποιος τόσο πολύ ανάγκη, πια. Όπως δεν πιστεύω να υπάρχουν
πολλοί άνθρωποι που να άκουσαν τον δίσκο περισσότερες από δύο με τρεις φορές
και να μην ενθουσιάστηκαν. Γιατί δεν γίνεται να μην ενθουσιαστείς με κάτι τόσο
δημιουργικό. Ελπίζουμε να συνεχίσουν έτσι και στις επόμενες δουλειές τους,
μακάρι DIY και πάντα με το πάσο τους!
Rating : 8,5 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
The Mary Onettes - Islands
1. Puzzles/ 2. Dare/ 3. Once I Was Pretty/ 4. Cry for Love/ 5. The Disappearance of My Youth/ 6. God Knows I Had Plans/ 7. Symmetry/ 8. Century/ 9. Whatever Saves Me/ 10. Bricks
4 November 2009 - Lambrador
Τι θα γίνει πια με αυτές τις μπάντες που βρίσκονται σε ανοιχτή επαφή με τα
80`s? Οι Editors στο νέο τους
δίσκο προσκυνούν το σκότος του πρίγκηπα Gary Numan και τον
παρακμιακό ερωτισμό των Depeche Mode. Mια από τις ευχάριστες εκπλήξεις της
φετινής χρονιάς, οι Pains of Being Pure at Heart, θυμούνται την
επιθετικά κρυμμένη αγνότητα των Cure και τον τεμπέλικο ρομαντισμό των Ride και My Bloody Valentine. Oι Yeah Yeah Yeahs πέρασαν Giorgio Moroder-ικά «σκονάκια»
στην τελευταία τους δουλειά, με την δυναμική ερμηνεία της front woman τους Karen O να δίνει
ξεχωριστή ταυτότητα στα περισσότερα κομμάτια του album, ενώ οι αγαπημένοι των media A Place To Bury Strangers ξεπατηκώνουν με
μαεστρία τους Jesus & Mary Chain. Είναι γεγονός,
τα μελαγχολικά νεορομαντικά αγόρια δεν σταμάτησαν να παράγονται μετά το
βιολογικό (και μόνο!) μεγάλωμα του Simon Le Bon και του Dave Gahan (κάποιες fans στις
μπροστινές θέσεις ακόμα ουρλιάζουν). Η εποχή αυτή ακόμα συγκινεί τα νέα
συγκροτήματα, με τους Mary Onettes να το έχουν
κάνει σαφές από το πρώτο τους album. To Islands, έρχεται για να επικυρώσει τη θέση
τους, χωρίς πολλές εκπλήξεις, αν εξαιρέσουμε τα strings parts που αυτή τη
φορά είναι από πραγματική ορχήστρα.
Μελαγχολικά φωνητικά, κιθαριστικός θόρυβος που σπάει σε χίλια μικρά κομμάτια
και πομπώδη rhythm section. Οι σουηδοί Mary Onettes εμπνέονται από
το ψυχρό κλίμα των σκανδιναβικών πεδιάδων και τις ατελείωτες νύχτες για να φτιάξουν
ένα soundtrack για τις όλες
εκείνες τις στιγμές που ένοιωσες, κοιτώντας το πόστερ του Ian McCuloch στο τοίχο σου,
ότι η μόνη λύση είναι η μοναξιά. Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί σε ξεσηκωτικά εναρκτήρια κομμάτια όπως το «Puzzles» . Ένα κομμάτι
που πολύ θα ήθελαν να έχουν γράψει οι Coldplay, μα δεν μπορούν
να πλησιάσουν καν αυτή την σκοτεινή περιοχή της καρδιάς. Το «killing moon» των Echo, και το «I ran» των A Flock of Seagulls είναι τα πρώτα που έρχονται στο
μυαλό κι εσύ ξαφνικά θέλεις βόλτα στην παραλία χειμωνιάτικα. Ο δίσκος περνάει, οι τρυφερές εξομολογήσεις του Eckstrom διαδέχονται η
μια την άλλη. Στο «God knows I had plans», θαρρείς πως
χτύπησαν και την πόρτα των Glasvegas για να
συζητήσουν λίγο πέρι new wave και τελικά, αλλή μια φορά ο λυρισμός
γρατζουνάει τις πιο ευαίσθητες χορδές σου.
Προς το τέλος του δίσκου ο στίχος «whatever saves me saves you too.." σε κάνει να
θέλεις να πάρεις εκείνη τηλέφωνο ξανά και να της ζητήσεις εκείνη την συγγνώμη
που αναβάλλεις τόσο καιρό. To Islands έχει κάποιες στιγμές ιδιαίτερα αφοπλιστικές, που μαρτυρούν
ότι το κουαρτέτο απο την Σουηδία έχει φιλτράρει όλες αυτές τις αναγνωρίσιμες
επιρροές του από μια γνήσια προσωπική συνθετική στόφα που ποντάρει στην γνήσια
εσωστρέφεια και στην απίστευτα καλοδουλεμένη παραγωγή, που θυμίζει εποχές που ο
Martin Hannet διαμόρφωνε το ηχητικό σύμπαν των Joy Division με τα επιστημονικά space reverbs στον ήχο της
κιθάρας, τα fat bass lines και τα πομπώδη
τύμπανα.
Ένα μόνο αρνητικό υπάρχει σε όλη αυτή την ιστορία. Το συγκρότημα φαίνεται
να προδίδεται από τα ίδια του τα όπλα. Στην μέση του δίσκου ξεκινά μια μικρή
υπόνοια πλήξης, με πομπώδεις τίτλους κομματιών όπως το «Disappearance of my youth» και επανάληψη
της ίδιας συνθετικής φόρμας ξανά και ξανά, χωρίς κάποιο δυνατό crescendo, ή κάποιο
μεγαλειώδες φινάλε, αντίστοιχο με αυτά των δίσκων που μελέτησαν καλά οι σουηδοί
ξεκινώντας πρόβες.
Το σίγουρο είναι πως αυτό το συγκρότημα θα συνεχίσει να μας απασχολεί τα
επόμενα χρόνια, αν αποφασίσει στα επόμενα του βήματα να μπει στην φωτιά και να
«καεί» λίγο παραπάνω.
Rating: 7,5 / 10
Γιάννης Δημητρέλλος
The Mary Onettes @ Myspace
The Mary Onettes - puzzles video
Pages