The Flaming Lips and Stardeath and White Dwarfs - The Dark Side of the Moon
1. Speak To Me/Breath
(feat. Henry Rollins and Peaches)/ 2. On The Run (feat. Henry Rollins)/ 3.
Time/Breath (Reprise)/ 4. The Great Gig In The Sky (feat. Peaches and Henry
Rollins)/ 5. Money (feat. Henry Rollins)/ 6. Us And Them (feat. Henry Rollins)/
7. Any Colour You Like/ 8. Brain Damage (feat. Henry Rollins)/ 9. Eclipse
(feat. Henry Rollins)
22 December 2009 - Warner
"Well, why don't we just record Pink Floyd's Dark Side of the Moon, and
put that out?" And I said it without really giving it any thought, just sort of
like, "Well, that'd be cool, wouldn't it?". ‘Ετσι ανάλαφρα, ευφορικά και κυρίως αλόγιστα,
όπως δήλωσε ο Wayne Coyne, έλαμψε
η ιδέα αυτής της διασκευής στο τεμπέλικο μυαλό του. Και μπορεί η μίμηση να
είναι η ειλικρινέστερη μορφή κολακείας, αλλά δεν μπορείς να περιμένεις να
χαρακτηριστείς και cool
έτσι απλά. Δυστυχώς το αποτέλεσμα ήταν όσο cool θα ήταν αν οι Kings Of Convenience διασκεύαζαν τους λατρεμένους
τους Simon and Garfunkel. Χρησιμοποιώντας το
αδιαφιλονίκητο magnum
opus ‘'Embryonic'' σαν εγχειρίδιο, οι Flaming Lips αποπειράθηκαν την πρόσμιξη
της αρχετυπικής-μουσειακής ψυχεδέλειας με την εκφυλισμένη νέο-ψυχεδέλεια. Τα
κομμάτια των Pink Floyd όμως μοιάζουν με διαχρονικούς
αφορισμούς που το τελευταίο πράγμα που χρειάζονται είναι αναδιατύπωση.
Την εκπόνηση του project, εκτός
από τους Flaming Lips, ανέλαβαν οι Stardeath and White Dwarfs, η μπάντα του ανιψιού του Wayne
Coyne, οι οποίοι όπως δήλωσε
χαρακτηριστικά, μερικές φορές δεν ήξεραν πόσο έπρεπε να ‘'τραβήξουν'' τα
κομμάτια. Η καταλυτική νουθεσία του Coyne
ήταν: ''Fuck, go
as crazy as you want''. Ομολογουμένως ακούγεται κι αυτό πολύ cool.
Τους διάσπαρτους μονολόγους του Dark Side Of The Moon ανέλαβε ο χονδροειδέστατος
Henry Rollins, ενώ στα φωνητικά συνδράμει η Peaches, η οποία εμφορούμενη από το album της ‘'Fatherfucker'', βρίσκεται λίγα χρόνια
αργότερα να κάνει πράγματα πολύ πιο βδελυρά και ανόσια στο ‘'Great Gig In The Sky''.
Οι μουσικές φόρμουλες του ‘'Embryonic'' γίνονται ευδιάκριτες ήδη από
το εναρκτήριο ‘'Speak
To Me/Breath'', όπου
ο αρχικά γοητευτικός ρυθμός ενώνεται με τα φωνητικά και οδηγούν σε μια αρκετά
ατυχή συνεύρεση. Δυστυχώς, η αρχική αυτή ακρόαση είναι όσο δυσοίωνη πρέπει. Η
εξέλιξη του album μοιάζει
με σπουδή πάνω στην ενορχηστρωτική επιπολαιότητα και την διαβρωτική υπερβολή. Σχεδόν
όλα τα κομμάτια αποτελούν τεκμήρια του ότι οι εκτελεστικοί μηχανισμοί και η
πειραματική περιβολή του ‘'Embryonic'' δεν
είναι σε καμία περίπτωση πανάκεια. Το ‘'Money'' έχει καταλήξει να θυμίζει theme από παιχνίδι του Nintendo 64, ενώ η φωνή είναι σα να χει
βγει από electro pop κομματάκι. Τα μόνα που
μπορούν να σταθούν με μια σχετική αξιοπρέπεια, είναι το ‘'Us And Them'' με το λελογισμένα δωρικό του ύφος, καθώς
και το ανέλπιστα ραφιναρισμένο ‘'Any
Colour You Like''.
Ίσως το ασυγχώρητο ατόπημα των Flaming Lips σε αυτή τη διασκευή, είναι
το ότι καθαγίασαν το ναρκισσισμό τους και τη μεγαλομανία τους και κατάφεραν να
κάνουν το ‘'Brain Damage'' να ακούγεται απελπιστικά αναιμικό και
αδιάφορο κομμάτι.
Χωρίς υπερβολές, μετά από 2 ακροάσεις σου φαίνεται πιο ενδιαφέρον
να παρακολουθήσεις το ‘'Wizard Of Oz'' συγχρονισμένο με το πρωτότυπο ‘'Dark Side Of The Moon'', παρά να ξανακούσεις την ανιαρή εκδοχή των
Flaming Lips. Όλο το album διακρίνεται για την γεύση
‘'ξινισμένου'' λυσεργικού οξέος που όντας τόσο αδιάφορο ούτε ‘'bad trip'' δεν δύναται να σου προκαλέσει. Όσο και να
προσπαθήσεις να δεις την φωτεινή πλευρά σε αυτό το εγχείρημα είναι αδύνατο.
Όπως λέει και ο Henry Rollins στο τέλος του album: ''There is no dark
side of the moon. Matter of
fact, it's all dark''.
Rating: 5,8 / 10
Γιώργος Λεονταρίτης
Architect - Consume Adapt Create
1 the bitch is back / 2 the shadow of eve / 3 fast lane (freeze frame) / 4 unhuman / 5 for you / 6 so i went out / 7 unhuman (reprise francaise) / 8 attack ships on fire / 9 pure / 10 i lost my 808 on a rainy day / 11 awake (album version) / 12 the beauty and the beat (rokka) / 13 wachsmuth
22 February 2010 - Hymen records
Daniel Myer. Ένας πολυάσχολος μουσικός της ηλεκτρονικής σκηνής
που τον έχουμε δει στην Ελλάδα σε διάφορες συναυλίες και για τον οποίο
ακούει κανείς όλο και περισσότερα τον τελευταίο καιρό. Αποφάσισε λοιπόν
να αφήσει προσωρινά στην άκρη το σχήμα με το οποίο έγινε γνωστός, τους Haujobb (με
την οριστικά τελευταία ζωντανή εμφάνιση πρόπερσι το καλοκαίρι στο Amphi
Festival), τα άλλα αναρίθμητα side projects που τα έχει παγώσει, και
μεταξύ υποχρεώσεων ως επίσημο μέλος των Covenant, των live εμφανίσεων στα keyboards με τους Diary Of Dreams, των remix για άλλους καλλιτέχνες της ευρύτερης σκηνής και τέλος των εμπορικών προσπαθειών με τους Destroid και ασχολήθηκε -επιτέλους- εντατικά με το νέο album του άκρως ενδιαφέροντος σχήματος, τους Architect, δύο χρόνια περίπου μετά το Lower Lip Interface.
Το Consume Adapt Create είναι
η έβδομη κατά σειρά κυκλοφορία του σχήματος από το 1998 που, έως και
σήμερα, κινείται στο χώρο της βιομηχανικής IDM. Είχα ήδη διαβάσει στο
myspace περί κυκλοφορίας νέου album εδώ και αρκετό καιρό και είχα
σκεφτεί τότε: "Ε δεν μπορεί, εφόσον εξακολουθεί και
γράφει/εμφανίζεται live κλπ ως Architect, που δεν πουλάνε όπως άλλα
groups, μάλλον έχει να πει κάτι ενδιαφέρον...". Πρέπει να ομολογήσω
βέβαια και όλες τις σχετικές επιφυλάξεις τόσο εξαιτίας της προσπάθειας
του Daniel να επιζήσει επαγγελματικά ως μουσικός στους δύσκολους
καιρούς του αναίσχυντου downloading όσο και εξαιτίας πολλών πρόσφατων
απογοητευτικών κυκλοφοριών εντός του 2009, τόσο από μεγάλα
κυρίως ονόματα όσο και γενικότερα στο χώρο της σκοτεινής ηλεκτρονικής
μουσικής...
Με το πρώτο κιόλας άκουσμα και με ιδιαίτερη ανακούφιση και ενθουσιασμό διαπίστωσα ότι το Consume Adapt Create εξαιρείται
της παραπάνω κατάταξης και ότι τα ηχητικά αποσπάσματα που είχε ανεβάσει
o Daniel στο myspace εδώ και καιρό, ήταν βέβαια αντιπροσωπευτικά και
ενθαρρυντικά, αλλά δεν κολάκευαν ιδιαίτερα το συνολικό αποτέλεσμα του
album. Με την ίδια ευχαρίστηση ανακάλυψα ότι το γενικό ύφος των
Architect έχει παραμείνει το ίδιο: η εξελιγμένη μίνιμαλ techno βάση με
τα πολυσύνθετα ηχητικά επίπεδα, τα συγκρατημένα μελωδικά ξεσπάσματα, τα
κινηματογραφικά ηχοτοπία, η χορευτική και σκοτεινή (ως επί το πλείστον)
διάθεση και τα σκληρά breakbeats, τα φωνητικά samples, οι έξυπνες
παραμορφώσεις του ήχου σε καίρια σημεία, όλα αυτά είναι εκεί, ιδιοφυώς
δεμένα μεταξύ τους όπως μας έχει συνηθίσει. Αυτό το album είναι
επιπλέον πιο δυναμικό, πιο χορευτικό, με περισσότερη αυτοπεποίθηση (και
σε μερικά σημεία ίσως και επιθετικό όπως στα κομμάτια unhuman και i went out,
τα κόκκινα τετράγωνα στο εξώφυλλο πάνω από μια ασπρόμαυρη
αεροφωτογραφία προϊδεάζουν κάπως). Και περιέχει σαφώς περισσότερα και
πιο έντονα στοιχεία drum'n'bass και dubstep σε σχέση με τις
προηγούμενες δουλειές του (όπως στο the beauty and the beat και το the bitch is back).
Και αυτό οφείλεται σε συγκεκριμένες και πολλές επιρροές από σχήματα του
ευρύτερου χώρου, τους οποίους "...συνεχίζει να αγοράζει" όπως αναφέρει
και ο Daniel στο εσώφυλλο - με παράπονο ίσως. Μέσα σε αυτές τις
επιρροές περιλαμβάνονται γνωστά σχήματα όπως οι Venetian Snares, Otto Von Schirach, Moderat, Telefon Tel Aviv, Somatic Responses, 16bit, Vector Lovers και διάφοροι άλλοι (πιστεύω ότι, αν και δεν αναφέρεται στην εν λόγω λίστα, και ο HECQ είναι μέσα σε αυτούς, αφού γνωρίζω πολύ καλά την εκτίμηση που τρέφει ο Daniel στο σχήμα του Ben Lukas Boysen). Ακόμα και synths που παραπέμπουν κατευθείαν σε Jean-Michel Jarre θα ακούσει κανείς στο κομμάτι fast lane (freeze frame) - ως φόρο τιμής ίσως;
Παρ'όλη την πληθώρα των επιρροών, ο ήχος των Architect διατηρείται αναλλοίωτος και χαρακτηριστικός σε κάθε ένα από τα κομμάτια του CD. Και κάπως έτσι εξηγείται ο τίτλος Consume Adapt Create (σε
ελεύθερη μετάφραση: καταναλώνω, προσαρμόζω, δημιουργώ), ο οποίος
περιγράφει μια διαδικασία που ακολουθούν οι περισσότεροι, αν όχι
όλοι, καλλιτέχνες. Μερικοι βέβαια μας πείθουν με το παραπάνω και
κάποιοι άλλοι καταλήγουν να χαρακτηρίζονται απλοί αντιγραφείς. O Daniel
Myer ως Architect απέδειξε, για άλλη μια φορά, ότι ανήκει στους πρώτους
επιδεικνύοντας την ικανότητα του να αφομοιώνει με μαεστρία ακούσματα
και επιρροές και είναι από τους σχετικά λίγους
που τολμούν να τις παραδεχτούν ευθέως στο εσώφυλλο ενός CD.
Τα δυνατά σημεία του album είναι πολλά και ενδεικτικά αναφέρω τα unhuman, the shadow of eve, i lost my 808 on a rainy day.
Από τα 13 συνολικά κομμάτια δυσκολεύομαι να βρω κάποιο το οποίο με
έκανε να πατήσω skip, να ψιλοβαρεθώ ή κάποιο που να απλά μπήκε για να
γεμίσει το album. Ίσως το wachsmuth να διεκδικήσει αυτόν τον χαρακτηρισμό, ίσως και να το αδικεί καθώς είναι το πιο downtempo/ambient από τα υπόλοιπα 12.
Τελικό συμπέρασμα: Όσοι
ξέρετε τους Architect δεν χρειάζεστε και πολλές συστάσεις. Για τους
υπόλοιπους, αν το μουσικό ιδίωμα της IDM είναι στην καθημερινή σας
playlist, ή προτροπή για "Consume" είναι άνευ επιφυλάξεων και είμαι
σίγουρος ότι θα ανταμειφθείτε. Αν είστε ακόμα δύσπιστοι για το
αποτέλεσμα και αμφιταλαντεύεστε μεταξύ άποψης περί "ιδιαίτερης
ικανότητας στην αφομοίωση" και στην "απλή ανακύκλωση/κατανάλωση ήχων",
δεν έχετε παρά να προϊδεαστείτε και το
τελικό συμπέρασμα θα είναι δικό σας. Αποσπάσματα από το album στο
videotrailer που βλέπετε παρακάτω, στην επίσημη myspace ιστοσελίδα τους και στο site της Hymen.
Εγώ ελπίζω και εύχομαι να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο και με τους
Destroid στο μέλλον... Και επιτέλους να φτιάξει μια κανονική
ιστοσελίδα...
Rating: 8,3 / 10
Χριστόφορος Βραδής
Massive Attack - Heligoland
1.Pray For Rain - feat. Tunde Adebimpe 2.Babel - feat.
Martina Topley-Bird 3.Splitting The Atom - feat. Robert del Naja/Grant
Marshall/Horace Andy 4.Girl I Love You - feat. Horace Andy 5.Psyche - feat.
Martina Topley-Bird 6.Flat Of The Blade - feat. Guy Garvey 7.Paradise Circus -
feat. Hope Sandoval 8.Rush Minute - feat. Robert del Naja 9.Saturday Come Slow
- feat. Damon Albarn 10.Atlas Air - feat. Robert del Naja
8 February 2010 - Virgin records
Είναι λίγο δύσκολο να κρίνει κανείς αντικειμενικά αυτην την δισκογραφική κυκλοφορία, ειδικά
εαν είναι φανατικός θαυμαστής της κολλεκτιβας απο το Bristol, απο την εποχή της κυκλoφορίας του πρώτου τους δίσκου, «Blue Lines» (όπως ο γράφων το review!). Περάσαν κιόλας 19 χρόνια απο τότε. Τι να
πρωτοπεί κανείς για τις μουσικές εμπειρίες που μας έχουν χαρίσει. Εσείς ποιο
πιστεύετε ότι είναι το καλύτερο massive attack album; Θα μπορούσαμε να συζητάμε ώρες γι`αυτό.
Κάθε δισκογραφική κυκλοφορία των Massives μοιάζει σαν μια ολοκληρωμένη ταινία
τρόμου, που είναι περιττο να δείς με τα φώτα κλειστά, είναι περιττό να μην
πιστέψεις, γιατί αφορά την ζωή σου. Vocalists οπως ο Horace Andy, η Liz Frazer, η Tracey Thorn, η Sarah Jay, o Tricky (αυτονομήθηκε γρήγορα...)
διηγούνταν ιστορίες, άλλοτε αιχμηρές
και δοσμένες με πόνο, άλλοτε γλυκερές, σαν νανούρισμα αγέννητου παιδιού.
Μουσικά, αυτό το παράξενο κράμα ορχηστρικής soul και ατμοσφαιρικής electro, ονομάστηκε trip hop. Οι Portishead και ο Tricky, με εξαιρετικές κυκλοφορίες, όπως τα «Dummy» και «Maxinquae» έδωσαν στο νεο αυτό genre, σημαντικό κύρος που
υφίσταται εως και σήμερα.
Ποια είναι η θέση του trip hop στο μουσικό στερέωμα σήμερα; Ο Craig Armstrong γρήγορα στραφηκε προς «εύκολα» για
τον ήχο του κινηματογραφικά projects. Oι Portishead επανήλθαν (εντυπωσιακά ομολογουμένως) το 2008 μετρώντας 12, σχεδόν, χρόνια
δημιουργικής αδράνειας. Ο Τricky έκανε κι εκείνος το comeback του με το «Knowles east boy» επιστρέφοντας στα ηλεκτρισμένα blues. Θα μπορούσαν οι Μassive Attack, ύστερα απο άνακατατάξεις στην μεταξύ τους σύνθεση, τσακωμούς, οικονομικές
ατασθαλείες (το label της melancholic, είναι μια ευχαριστή αναμνηση πια) να δημιουργήσουν κάτι αξιόλογο και
«φρέσκο»;
Κι όμως είναι γεγονός , το Heligoland είναι η καλύτερη επιστροφή, το καλύτερο "lifting" του ήχου τους που θα μπορούσαμε να περιμένουμε, ένα δυνατό σύνολο
τραγουδιών με μια concept
έννοια σκοταδιού που δεν λέει να
ξημερώσει. Συμμετοχές
απο Tunde Adepimpe (TV on the Radio) Hope
Sandoval, Martina Topley-Bird, Guy Garvey(Elbow), Horace Andy κ
last but not least, o «εργασιομανής» κύριος Damon
Albarn.
Ξεκινώντας απο το εναρκτήριο «praying for rain» με ερμηνευτή τον Mr. Adepimpe, ένα αργόσυρτο κομματι με το επαναλαμβανόμενο drum beat σε πρώτο ρόλο, και την κορύφωση να μην έρχεται ποτέ,
είναι η εισαγωγή στο άνυδρο, μοναχικό και σκοτεινό τοπίο αυτού του δίσκου. Τα
φυσικά όργανα στα περισσότερα κομμάτια υπερκαλύπτουν τους ηλεκτρονικούς ήχους.
Ακου τα «Paradise circus» και «Splitting the atom» και θα θυμήθεις σίγουρα κάτι απο
την «Protection» περίοδο του group. Απο τις indie συμμετοχές των Mr. Garvey/Albarn θα ξεχωρίσουμε αυτή του «seldom seen kid» Guy σε ένα αργόσυρτο, αρρωστημένο κομμάτι που αφηγείται τις τελευταίες στιγμές
ενός «ιδιαίτερου» παιδιού («I`m no good in the crowd, I got skills I can`t speak of»)
Θα ξεχωρίσουμε σίγουρα και το κομμάτι «Babel» με την ερμηνεία της Martina Topley Bird. Έγινε γνωστή απο την σημμετοχή της στο πρώτο δίσκο του Tricky «maxinquae» και ύστερα απο μια solo προσπάθεια που πέρασε
σχετικά απαρατήρητη ερμηνεύει δυο κομμάτια στο Helligoland, κι ακούγεται σαν να μην έχει
περάσει ούτε μέρα απο το 1994.. Στο ένα απο αυτά τα δυο tracks, ένας επαναλαμβανόμενος σχεδον drum n` bass ρυθμός συνοδέυει τα φωνητικά της Martina, με ωμή,
μηχανική δύναμη και κορύφωση που κλείνει
το μάτι στις ένδοξες μέρες της jungle...
Προσωπική αδυναμία προς το τέλος
του
δίσκου, το
«atlas air», ένα απο τα δυο
tracks χωρίς guest vocals, μόνο αυτά
του 3D (a.k.a Robert Del Naja) όπου
αναμειγνύουν τους ηλεκτρονικούς ήχους με
ethnic κρουστά, δημιουργώντας
μια post punk/ethnic ελεγεία
απο
εκεί που
έιχε μέινει το "inertia creeps" στα
90`s.
Συνοψίζοντας, το «Ηeligoland» είναι για μένα η πρώτη σημαντική κυκλοφορία του 2010, μια επιστροφή στο
μέλλον για ένα απο τα σημαντικότερα συγκροτήματα του urban ήχου της Βρετανίας. Ένα
μπουκέτο απο διαμαντάκια που δύσκολα μπορείς να αφήσεις κάτι στην άκρη... Αυτο το review δείχνει ευγνωμοσύνη
στους Massive Attack για τη συνολική τους προσφορά στ'αυτιά μου, κι ελπίζω να μου την
επιστρέψουν με ένα Live το επόμενο καλοκαίρι!
Rating: 8,2 / 10
Γιάννης Δημητρέλλος
Massive Attack @ Myspace
Etten - I Know You’re Behind Me But I’m Not Scared
1. Northern
lights(rivontulet) 2. 20,45 sling 3. Bubble factory 4.
Another day 5. She s A and S 6. Clockwork skies 7.
Make up for robots 8. Car race 9. Sedna 10.
Skog 11. Snow
November 2009 - Undo records / EMI
Στα μάτια μας ξεδιπλώνεται
ένας αγώνας αυτοκινήτων. Ένας αγώνας ανθρώπων
μεταμφιεσμένων σε αυτοκίνητα για την ακρίβεια, που τρέχουν πάνω στο χιόνι με θεατές μακιγιαρισμένα robots και ένα υπέροχο έπαθλο: το
πιο μεγάλο εργοστάσιο φούσκας κάτω απο έναν καλοκουρδισμένο ουρανό. Και όλα
αυτά πασπαλισμένα με μπόλικα υπέροχα σκίτσα. Όχι, δεν πρόκειται για μία ακόμα
ταινία του Burton, αλλά για τον solo δίσκο της Etten, κατά
κόσμον Ελένη Τζαβάρα, παλιάς μας γνώριμης από τους Film. Είναι
τελείως μόνη της σε αυτήν την προσπάθεια; Χμμμ, αν μπορέσετε να ξεκολλήσετε τα
μάτια σας απο τις 13 κάρτες-πίνακες που επιμελλήθηκε ο H.O.P.E (με μια μικρή βοήθεια της ίδιας της Etten) και το εξ'ίσου εντυπωσιακό εξώφυλλο, θα μπορέσετε να διαβάσετε δύο βαριά
ονόματα στα credits: αυτά του Coti K και του Μιχάλη Δέλτα. Και αυτά όσον
αφορά την παραγωγή, οπότε προσεγγίζουμε το cd υποψιασμένοι για την ηχητική του κατεύθυνση.
Είναι όμως το
-καθ'έαυτου- δώρο αντάξιο του (πραγματικά υπέροχου) περιτυλίγματος; Η απάντηση
είναι πολύ εύκολη: ΝΑΙ! Ξεκινώντας από τα βασικά και αυτά που μάλλον
υποπτευόμασταν: η φωνή της είναι ιδιαίτερη και με μεγάλο εύρος, η προφορά της
στα αγγλικά άψογη, ο ήχος αρκετά
σκανδιναβικός (οι μπόλικες αναφορές στο myspace της Etten σε Knife, Björk, Stina Nordenstam κλπ. μόνο τυχαίες δεν είναι) αν
και όχι πάντως τόσο μινιμαλιστικός, σχεδόν εξ'ολοκλήρου ηλεκτρονικός (φυσικά
πολύ διαφορετικός από ότι είχαμε συνηθίσει με τους Film) και
με προσεγμένη παραγωγή. Πάμε σε αυτά που δεν ήταν τόσο αναμενόμενα: το ύφος είναι
αρκετά παιχνιδιάρικο. Απροσδόκητα παιχνιδιάρικο για να γίνω πιο σαφής. Και
ονειρικό. Όχι ότι λείπουν οι σκοτεινές στιγμές, ίσα ίσα που δένουν όμορφα και
εναλλάσσονται αρμονικά. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του δίσκου είναι ότι κομμάτι
με κομμάτι δυναμώνει, βελτιώνεται και από ένα σημείο και μετά αυτοτροφοδοτείται,
κυλάει πολύ ομαλά. Υπό αυτή την έννοια, η επιλογή της σειράς των κομματιών
είναι άκρως επιτυχημένη. Οι συνθέσεις της Etten, μάλλον βασικό σκοπό έχουν να αναδείξουν/πλαισιώσουν τα φωνητικά που κλέβουν συνήθως την παράσταση
με την συναισθηματική θεατρικότητα τους, χωρίς όμως να λείπουν εδώ και εκεί τα τσαχπίνικα
electronics γεμισματα και οι πολύπλοκες „γέφυρες"- και μπόλικη drum machine. Με λίγα λόγια, αυτό που στην κεντρική Ευρώπη
(κυρίως) ονομάζεται Indietronica (αλλά εμείς εδώ σιχαινόμαστε τις ταμπέλες,
σωστά;).
Τα τραγούδια που
ξεχωρίζουν είναι αρκετά, αλλά τα τραγούδια που ξεχωρίζουν μεταξύ αυτών που
ξεχωρίζουν (...sic...) είναι το low tempo και επιβλητικό „She s A and S" ( από μουσικής απόψεως μάλλον η καλύτερη στιγμή
του δίσκου, και με πολύ δυνατούς στίχους επίσης), το υπέροχο „Clockwork Skies", το ταξιδιάρικο αλλά ταυτόχρονα κλειστοφοβικό (και σίγουρα ιδανικό για
κλείσιμο) „Snow" και το πιο σκοτεινό κομμάτι του δίσκου, το „Skog".
Από κοντά και το περίφημο "Bubble Factory" (μα τι ωραία εικόνα-τίτλος!)
που το ειχαμε ακούσει στο Audiobook 5, ενώ για την, μάλλον αναπάντεχη,
διασκευή στο Another Day του Roy Harper δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη γιατί
η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ακούσει το πρωτότυπο. Συνολικά ένα πολύ
ελκυστικό και προσεγμένο
πακέτο πραγματικά διεθνών προδιαγραφών, με την Etten να γυρνάει την πλάτη της σε αυτό που ονομάζουμε the safe way, και που δείχνει ξεκάθαρα ότι έχουμε καλλιτέχνες που όταν ξεφύγουν από κάποιες παγιωμένες αντιλήψεις (τον
περιβόητο ελληνικό μικρόκοσμο), είναι ικανοί για πολύ όμορφα πράγματα.
Rating : 8 / 10
Kiko Παπαδόπουλος
Liars - Sisterworld
01. Scissor / 02. No Barrier Fun / 03. Here Comes All The People / 04. Drip / 05. Scarecrows On A Killer Slant / 06. I Still Can See An Outside World / 07. Proud Evolution / 08. Drop Dead / 09. The Overachievers / 10. Goodnight Everything / 11. Too Much, Too Much
9 March 2010 - Mute records
Αποτελεί κοινό τόπο, φαντάζομαι, πως στον ομολογουμένως
χονδροειδέστατο χαρακτηρισμό «πειραματικός» στοιβάζονται μουσικές πράξεις τόσο διαφορετικές
ως προς την ουσία τους, που θα ήταν άστοχο να μην επιχειρηθεί, τουλάχιστον, μια
προσέγγιση με σχετικό εύρος κριτηρίων. Αν τώρα απομονώναμε ως τέτοια το
ενδιαφέρον της πειραματικής διαδικασίας και επιπλέον, την αναλογία του με την
εθιστικότητα του αποτελέσματος, μάλλον θα προέκυπταν τρεις κατηγορίες
συγκροτημάτων του είδους. Αρχικά, ο τύπος Animal Collective, που πληρεί επαρκώς το πρώτο κριτήριο, καθώς δεν είναι
δύσκολο για κάποιον με καλή προαίρεση να εκτιμήσει τις πολυεπίπεδες συνθέσεις
του «Merriweather Post Pavilion»,
παραμένει, όμως, εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσον θα θυμάται έστω και ένα
τραγούδι μετά το πέρας της ακρόασης, ακόμα κι αν δεχτεί ότι αυτοί οι
επιβεβλημένοι πρωτοπόροι κατόρθωσαν μετά από καμιά δεκαπενταριά εξουθενωτικές
κυκλοφορίες να ηχογραφήσουν ένα δίσκο-ορόσημο για το μέλλον του «εναλλακτικού»
ήχου. Η δεύτερη κατηγορία αφορά όσους αποπειρώνται να πετύχουν και τους δύο
στόχους και αποτυγχάνουν με την ίδια μεγαλοπρέπεια στην κάθε περίπτωση, με πιο
πρόσφατο παράδειγμα τους These New Puritans,
οι οποίοι απορροφημένοι με τις «δανεικές» αναζητήσεις τους δεν προλαβαίνουν να
στήσουν τα μεταμφιεσμένα hitάκια
που στην πραγματικότητα ονειρεύονταν. Από την τρίτη κατηγορία, τέλος, έρχεται
το νέο άλμπουμ των Liars,
το οποίο ισοπεδώνει τα όρια των κριτηρίων μέσα από το ατέλειωτο κάψιμό του,
τοποθετώντας την εθιστικότητα ακριβώς εκεί που ξεκινούν οι πειραματικές του
εξάρσεις.
Δεν υπάρχει, βέβαια, κάποια έκπληξη εδώ. Οι Liars ανέκαθεν
επιδείκνυαν συνέπεια ως προς το παραπάνω στοιχείο, κάτι που σε συνδυασμό με την
αξιοζήλευτη ασυνέπειά τους προς έναν συγκεκριμένο ήχο, τους έχει από καιρό καταστήσει
μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις σύγχρονων συγκροτημάτων. Το
υποψιαζόμασταν όταν στο αριστουργηματικό ντεμπούτο τους περνούσαν από το
παραμορφωτικό τους φίλτρο τις προσταγές των Gang Of Four, προσφέροντας μια προκαταβολική κοροϊδία στον post-punk revival παροξυσμό
που θα ακολουθούσε, σιγουρευτήκαμε με το χαοτικό μεγαλείο του «Drum's Not Dead» και πλέον απλά το
επιβεβαιώνουμε με κάθε νέο τους πόνημα.
Το «Sisterworld»
φαίνεται αρχικά να συνεχίζει ορισμένους ηχητικούς και θεματολογικούς
προσανατολισμούς του προηγούμενου «Liars», πράγμα καθόλου σύνηθες για διαδοχική κυκλοφορία του
συγκροτήματος. Όμως, αυτή τη φορά δεν είναι η κατάβαση στην εφηβεία η αφορμή
για την εκ νέου επεξεργασία των μουσικών τους καταβολών και οι ανάγκες για φυγή
και αναζήτηση του εαυτού τώρα διοχετεύονται, διόλου κατευνασμένες, σε νέες
κατευθύνσεις. «We're interested
in the alternate spaces people create in order to maintain identity in a city like
L.A. Environments where outcasts and loners celebrate a skewered relationship to
society», δήλωνε η μπάντα μετά την ηχογράφηση του άλμπουμ. «Sisterworld is Liars' own space», συμπλήρωνε το δελτίο τύπου
και αν ισχύει έστω και στο ελάχιστο, πρόκειται για έναν απολαυστικά
κατεστραμμένο χώρο.
Στο εναρκτήριο «Scissors» ο Angus Andrew ξεκινά να τραγουδά σαν ένας υπέρμετρα μαστουρωμένος Cave (ή χωρίς πλεονασμούς σαν
τον Cave μια δεκαετία πριν) με συνοδεία αέρινων χορωδιακών φωνητικών μέχρι
που ο καθησυχαστικός κιθαριστικός ορυμαγδός στο 1:40 φέρνει τα πράγματα στη
θέση τους: «I dragged her body to the parking lot/....Just then I began to quiver/when I saw her blinking eye/she was alive». Το «No Barrier Fun»
που ακολουθεί θα ήταν το ιδανικό υπόγειο single του δίσκου, ένα λιγότερο αρρωστημένο «It Fit When I Was A Kid», ενώ στο «Here Comes All The People» λοξοκοιτούν
διακριτικά προς τους Floyd
του «Α Saucerfull Of Secrets»,
χωρίς, ασφαλώς, να φαίνονται διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τις διαστροφικές
τους τάσεις. Τις τελευταίες διατηρούν και στο «Scarecrows On A Killer Slant», όπου ο Angus εξαντλεί τα ουρλιαχτά
του και στο τέλος παραδίδεται με τη βοήθεια των υπολοίπων σε εκτάσεις φωνηέντων
και επιφωνήματα, παραδόξως κάθε άλλο παρά αφελή κάτω από το εκρηκτικό ριφάκι-
παράφραση των Dead Kennedys.
Το μόνο κομμάτι που θα μπορούσε να λειτουργήσει παρενθετικά στην επίμονη
αποστροφή τους προς οτιδήποτε θα ακουγόταν συμβατικό, το «Too Much, Too Much», τοποθετείται περιέργως
στο κλείσιμο του άλμπουμ, αλλά η εμμονοληπτική επανάληψη του «I am dead...», με το οποίο σβήνει, αφήνει την αναγκαία μετέωρη
αίσθηση και ολοκληρώνει κατάλληλα το πέμπτο επιτυχημένο εγχείρημα των Liars.
Ο Angus Andrew
ομολογούσε σε μια συνέντευξή του ότι το μυστικό αυτής της επιτυχίας είναι ότι
«απλά δεν ξέρουν πώς να το κάνουν». Αλλά μετά από μια δεκαετία κυκλοφοριών που
συναρπάζουν με υπολογισμένα διαφορετικό τρόπο η καθεμία, μπορεί κανείς με
ασφάλεια πλέον να μην εμπιστεύεται τις ομολογίες των συγκεκριμένων ψευτών. Και
παρόλο που το «Sisterworld»
δε διαθέτει την αφοπλιστική ωμότητα του «They Threw Us All In A Trench...» ή τη μηδενιστική αοριστία του «Drum's Not Dead», γεγονός παραμένει ότι ελάχιστες παρόμοιες προσπάθειες
σήμερα διαθέτουν τις γνήσια καμένες αρετές του.
Rating: 8 / 10
Παναγιώτης Πουλάκης
Liars @ myspace
Spoon - Transference
01 Before Destruction / 02 Is Love Forever? / 03 The Mystery Zone / 04 Who Makes Your Money / 05 Written in Reverse / 06 I Saw the Light / 07 Trouble Comes Running / 08 Goodnight Laura / 09 Out Go the Lights / 10 Got Nuffin / 11 Nobody Gets Me But You
19 January 2010 - Merge
Aκούγοντας το εναρκτήριο track («before destruction») διαπιστώνεις οτι ο κύριος Britt Daniel διαθέτει καινούρια τεχνάσματα για να
κάνει ενδιαφερον αυτόν τον δίσκο. Συγκοπτόμενες
μουσικές φράσεις, απόηχοι μελωδιών, ατάκες που κόβονται και συναρμολογούνται
όσο διαρκεί ενα refrain, όλα υπάρχουν εδώ. Η προσπάθεια
για μια πρωτότυπη και προκλητική μουσική δημιουργία απαιτεί φρέσκες ιδέες και
οι Spoon μόνο απαρατήρητοι δεν περνούν με
αυτόν τον δίσκο.
Θα
κολλήσεις σίγουρα με το «mystery zone", ενα κομάτι που υποδηλώνει κατά πολυ το ύφος όλου του album. Μια φωνή με punk καταβολές, στρώσεις απο κιθάρες που θυμίζουν μια πιο indie εκδοχή των Lcd Soundsystem και ενα περιβάλλον απο synths και bleeps που δρα κάτω απο την επιφάνεια, απογειώνοντας στα κρυφα, το ηχητικό
αποτέλεσμα. Εθιστικό track με παρόμοιες αρετές και το «who makes your money» με την κιθάρα να
πρωταγωνιστεί σε ενα βαρυ motorik ρυθμό και τα φωνητικά να
αποσυντιθονται προς το τέλος του κομματιου. Η ατμόσφαιρα του δίσκου εχέι πολυ
καπνό, αποπροσανατολισμένα μυαλά και μια εντονη δυσκολία να βρεις το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι...
Εκπλήξέων συνέχεια...
Η DIY αυτοσχεδιαστική διάθεση του συγκροτήματος ξεχωρίζει σε όλα σχεδόν τα κομάτια. Στο «written in reverse» νομιζεις οτι τζαμάρουν παρέα με
τους White Stripes!. To πιάνο του Britt Daniel μπαίνει μπροστά και κάποιες blues διαθέσεις φαίνονται στον ορίζοντα. Οι δραματικές κορυφώσεις και οι
αυτοσχεδιασμοί κόβουν στην μέση ή και παρατείνουν την διάρκεια κάποιων
κομματιών («Ι saw the light»). Καποιες φορές θυμίζουν κινηματογραφικο διάλλειμα και σύντομη αναδρομή
στο παρελθον, κάτι που μπορεί να μπερδέψει όσον αφορά το ηχητικό στίγμα του group. Παρ`ολα αυτά, άκου τα πρώτα δευτερόλεπτα του «trouble comes running» και θα νομιζεις ότι παρακολουθείς το group την ώρα που κουρδίζουν τα όργανα στο στούντιο.
Η
μοναξιά, η δυσλειτουργία των προσωπικών σχέσεων, ισως η διάθεση να πεις
καληνύχτα σε κάποιον που θες να ξαναδείς το επόμενο πρωί, κομμάτια όλα τους
μιας διακριτικής εσωστρέφειας και μελαγχολίας που απλώνεται σαν πρωινή ομίχλη
απο την αρχή εως το τέλος του δίσκου. Στις χαμηλότονες στιγμές («Goodnight Laura») αλλα και στις πιο δυναμικές όπως
το «got nuffin», υπάρχει η ιδέα
μιας μοναξιάς βαριάς και ασήκωτης που δεν εγκαταλείπεται εύκολα, αλλά υπάρχει
πάντα η ελπίδα για κάτι καλύτερο, γιατί πολυ απλά κανείς δεν έχει τίποτα να
χάσει («I got nothing to lose but darkness and shadows»)
Συνοψίζοντας
, η νύχτα έιναι ακόμα νεα σ`αυτόν τον δίσκο. Η punk rock /new wave μελαγχολια που υπάρχει διάχυτη παντού, καταφέρνει να
βάλει μπρος το όχημα για κάτι καινουριο, μια νέα τάση, η απλούστερα κάτι
αξιόλογο για να μας απασχολήσει τα αυτιά
στο χλωμό δισκογραφικά, ξεκίνημα της νέας χρονιάς. Υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες
«παραξενιές» και κάποιες άλλες που θα μπορούσαν να λείπουν. Το σίγουρο είναι
ότι αν οι ερινύες στο μυαλό του Britt Daniel συνεχίσουν
να παραμιλούν με αυτόν τον διακοπτώμενο,
παραμορφωτικό τρόπο που ακούγονται στο απόλυτο hit single του album, τότε έχουμε να ακούσουμε
συγκλονιστικά πραγματα στο μελλον... Τι; ποιο είναι το hit single, θα το βρείτε εύκολα, είμαι σίγουρος...
Rating: 8 / 10
Γιάννης Δημητρέλλος
Spoon @ Myspace
Nine Black Alps - Locked Out from the Inside
1.Vampire In The Sun/
2.Salt Water/ 3.Every Photograph Steals Your Soul/ 4.Cold Star/ 5.Bay
of Angels/ 6.Porcupine/ 7.Full Moon Summer/ 8.Silence Kills/ 9.Buy Nothing/
10.Along For The Ride/ 11.Ghost In The City
5 October 2009 - Lost House records
Locked Out from the Inside
ή σας βαρέθηκα. Έχω χαθεί. Άντε και
στο διάολο (?!).
Στον τρίτο τους
δίσκο οι NBA χωρίζουν από το «Νησί» (όχι
του Lost) και ξεμένουν από δισκογραφική
και αποφασίζουν να βγάλουν με την δική
του Lost House Records. Έτσι λοιπόν, σε μία εποχή
αλλαγών της μουσικής των συγκροτημάτων
στο όνομα της εξέλιξης, της εμπορευματοποίησης
και των στίχων: «πόσο
πονά η καρδία μου, μου
έχεις λείψει» οι NBA, ξαναγυρνούν στα
καθιερωμένα.
Rock =>
ωμός στίχος και ήχος.
Όλα αυτά γίνονται με
μία απλή οργισμένη συνταγή, γαρνιρισμένη
από υπερβολικά catchy ρυθμό που θέλεις, δεν
θέλεις, θα σου κολλήσει. Γι αυτό πολλοί
μιλούν για prequel. Μετά το δυνατό debut album
Everything is (2005) και το αδύναμο/poppy Love/Hate
(2007) δημιουργούν ένα ακόμα πιο βαρβάτο,
μες-τη-μάπα και πίσω στα 90s δίσκο που
όμως δεν είναι σημείο αναφοράς στην μουσική
βιομηχανία. Βιομηχανία; Who cares anyway?
Nobody cares, γιατί στην λέξη
«βιομηχανία» έχουν την απάντηση: "Buy
nothing". Απλά, λιτά, με στυλ Nirvana και
επαναλαμβανόμενα δυνατά όπως οι RATM. Αν
και ξινίζει κάπως στην πρώτη ακρόαση
το ρεφρέν του εισαγωγικού «Vampire
in the Sun» ευτυχώς το γλυκαίνει ο πιασάρικος
ρυθμός του και η ειρωνική μελωδία της
κιθάρας που υπάρχει έντονα και στο περίεργο
«Every Photograph Steals
Your Soul». Ένα κομμάτι που θυμίζει βρετανικό
θρίλερ σειρά των έξι επεισοδίων με κάπως
μαύρο χιούμορ και μπόλικα supernatural στοιχεία.
Έτσι και το είχε στα χέρια του ο M.
Manson, θα είχε γίνει massive hit.
Στα αρνητικά του άλμπουμ
είναι ότι όλα πάνω κάτω τα τραγούδια
έκτος από τα mid-tempo «Silence
Kills» και «Ghost
in the City» είναι εξίσου δυνατά, brutal και
με μπόλικο γρέζι στην φωνή του Sam
Forrest. Σε όλα όμως τα τραγούδια, κυριαρχεί
ένα μπέρδεμα, μια ειρωνεία, ο ήλιος που
συνεχώς δύει πίσω από τον λόφο, που φαίνεται
από το πίσω μπαλκόνι του σπιτιού μέσα
σε μία πόλη φάντασμα. Όπως αναφέρεται
στο «Bay of Angels» με το πανέμορφο ρεφρέν
του.
«If ever you're lost
on your way here
And need to come back
down to earth
There's plenty of room,
you can stay here
I'll find you,
with a view from the top of the world»
Έτσι λοιπόν με λίγο
από Nirvana και Foo Fighters, με στίχους που
ρέουν αβίαστα στο ποτάμι της μουσικής,
μπόλικη εφηβική και alternative τρέλα, grunge
φωνητικά, κι ένα άλμπουμ που σου δίνει
μια απόλυτα live εμπειρία, οι NBA σε δείχνουν
με το δάχτυλο και σου λένε:
«Open up your eyes
and tell me what you said
I never realised you'd
get me so upset
But now and then I
find it's easy, to play dead instead»
Rating: 7 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Nine Black Alps @ Myspace
NBA - buy nothing video
Vello Leaf - Tonight, I'm Leaving...
01.Midnight Takeoff / 02.By The Morning Light / 03.Long Way / 04.In Sunshine / 05.Bitter / 06.Now That We Are... / 07.Skies Ending / 08.Velvet Land
21 December 2009 - Insight Room
Πάρτε στα χέρια σας τη
χάρτινη συσκευασία του δίσκου. Επικεντρωθείτε στο εξώφυλλο, κλείστε τα μάτια
για λίγο αν θέλετε, προσπαθήστε να νοιώσετε αμυδρά ότι κι εσείς αιωρείστε.
Ανοίξτε το κουτί, ρίξτε μια γρήγορη ματιά στις θαυμάσιες καρτούλες των
κομματιών, και μετά χωρίς να το πολυσκεφτείτε, βάλτε τις σε μια τυχαία σειρά.
Ακόμα καλύτερα ξανακλείστε τα μάτια σας για να το κάνετε αυτό. Ύστερα κοιτάξτε
τις, πιαστείτε άφοβα από την άκρη του εναρκτήριου Midnight Takeoff που αργά αργά ανεβαίνει προς τον έναστρο ουρανό
του Tonight I'm Leaving και χαθείτε
στην τυχαία σελίδα του ονειρολόγιου των Vello Leaf που μόλις φτιάξατε. Ένα ταξίδι σε τοπία, που τα θολά τους περιγράμματα
είναι χρωματισμένα απ'τη λήθη και τη φαντασία. Η νυχτερινή αύρα των Slowdive, μεταφέρει από μακριά
τους αχνούς παιδικούς ψίθυρους των Sigur Ros και μας σπρώχνει όλο και ψηλότερα, στα απέραντα κατάλευκα σύννεφα των Cocteau Twins. Οι Vello Leaf μας ξυπνούν σε ένα μέρος παραμυθένιο και
μελαγχολικό, μακριά από ο,τιδήποτε γήινο εξουσιάζουν η λογική και ο χρόνος.
Οι δοκιμαστικές πτήσεις
των παιδιών ξεκίνησαν πριν περίπου 10 χρόνια, ενώ μας συστήθηκαν το 2006 με το ep Morning Star. Στα Audiobook του postwave, έπρεπε να επιστρατεύεις διαφορετικά
αντανακλαστικά για να ακούσεις τα κομμάτια των Vello Leaf ανάμεσα στα υπόλοιπα. Τα πιο πρώιμα, τα παιδικά ίσως. Το παγωμένο μελόδραμα
του τυπικού post rock ήχου λιώνει από μια γλυκιά ευαισθησία που βρίσκεται
στη μουσική τους. Γκρίζο ηλεκτρισμένο background από κιθάρες, εύθραυστη ατμόσφαιρα από γυναικεία φωνητικά και θλιμμένες αέρινες
μελωδίες που ισορροπούν πάνω σε όλα αυτά. Αν νομίζετε ότι τα έχετε ξανακούσει
αυτά δεν θα έχετε ακριβώς άδικο. Αλλά θα είχε νόημα ένα όνειρο χωρίς τις
ξεχωριστές λεπτομέρειες που επιζούν στη μνήμη και το κάνουν να κρατάει κι άλλο;
Η ιδιαιτερότητα στη μουσική νύχτα του
Tonight I'm Leaving είναι η αληθινή, ανθρώπινη αγάπη για την ίδια την ονειροπόληση,
απελευθερωμένη από την εμβατηριακή σοβαρότητα των Explosions
in the sky ή τα αδιάκοπα μπερδεμένα παιχνίδια
των Mum. Είναι οικείος και μαγευτικός ο
ουρανός των Vello Leaf, μακρινός αλλά όχι απόκοσμος. Το ότι τα παιδιά
είναι από την Κρήτη, και όχι απ'το Quebec ούτε απ'το Reykjavík, δε με
βοηθάει στο να δικαιολογήσω ακριβώς αυτήν την οικειότητα, δεν ξέρω καν αν
βρίσκω λόγο να το αναφέρω. Στο κάτω κάτω, το αιθέριο By the Morning Light μας έχει ανεβάσει πολύ ψηλά πλέον
και όλες οι πόλεις μοιάζουν με όμοιες αδιάφορες κουκίδες, είναι πιο όμορφα να
κοιτάμε προς τα πάνω...
Οι πρώτοι αργόσυρτοι στίχοι
με τη φωνή της Evira των ήδη
αγαπημένων Abbie Gale, καθησυχάζουν και καθηλώνουν απαλά, η οποία
μοιράζει και το πρώτο απ'τα μετρημένα χαμόγελα του δίσκου στο dream pop άστρο του In Sunshine. Η Evira τραγουδά με εξωστρέφεια, ειλικρίνεια, χωρίς εμμονές παλιών ή νέων μουσικών
ιδιωμάτων, έχοντας απλά βρει τη θέση του εαυτού της στους περίεργους
χρωματισμούς απ'το λιγοστό φως στα τοπία των κομματιών που ερμηνεύει. Η πανέμορφη
φωνή της Alexandra McKay που τραγουδά στα περισσότερα κομμάτια του δίσκου μαγεύει, με αποκορύφωμα
το κομψοτέχνημα του Now that we are... Σε
εκπλήσσει, σε μουδιάζει, σου κολλάει στο μυαλό σαν pop μελωδία αλλά δεν τολμάς να το ψιθυρίσεις, μη χαθεί
η ομορφιά του. Η πιο παραμυθένια γωνιά του ουρανού δε θα μπορούσε να είναι πιο
απλή και πιο συγκινητική. Το αγωνιώδες και σκοτεινό Long Way μας περνά από τα μονοπάτια
της 4AD που δεν φαίνονταν από το έδαφος,
με την «κρυμμένη» απαγγελία του, δυνατό ρυθμό και αυξανόμενη ηχητική και
συναισθηματική ένταση. Αλλά στον κόσμο του Tonight I'm Leaving αυτά δεν κρατάνε πολύ, ακολουθεί το ξάστερο In Sunshine και το γλυκόπικρο Bitter. Το τελευταίο
μοιάζει βγαλμένο από την αισθητική των Blonde Redhead και τον ήχο του "23". Ρυθμικό, απογοητευμένο, χωρίς ξεσπάσματα, μια σχεδόν
χορευτική εξομολόγηση με πλήκτρα και κιθάρα απ' τις υπνωτικές στιγμές του Disintegration.
Τα μεγαλόπρεπα θλιμμένα
τοπία που αλλάζουν αργά είναι οι ομορφότερες εικόνες του Tonight I'm Leaving. Το δυνατό Skies Ending, θέλει να μας προετοιμάσει για το τέλος, και
φτάνουμε να πετάμε όλο και πιο γρήγορα γύρω από αλυσιδωτές πολύχρωμες εκρήξεις.
Μια ονειρική υπερπαραγωγή θορύβου και ρομαντισμού, που προσπαθεί να συμφιλιώσει
μέσα της το φως και τα σκοτάδια όλου του δίσκου. Κι αν ένα ταξίδι χρειάζεται
προορισμό, το ορχηστρικό Velvet Land ξεπροβάλλει σιγά σιγά και
φανερώνει -κι όμως!- σχεδόν αστικές εικόνες, τις πιο σκληρές όλου του ταξιδιού,
ίσως γιατί άρχισε να τις μπολιάζει η πραγματικότητα, ή απλά γιατί άρχισε να
συντίθεται μπροστά μας το Destination: Nowhere που έγραφε στο πίσω μέρος το εισιτήριο του Midnight Takeoff.
Προσγείωση, αργό ξύπνημα,
επαφή με την πραγματικότητα, πρώτη αναπνοή, ο,τι κι αν είναι, το τέλος είναι
γαλήνιο. Οι Vello Leaf για 45 λεπτά μας ανέλαβαν πλήρως, και μας άφησαν μαγεμένους. Έφτιαξαν τον
πιο ονειρικό δίσκο ελληνικού συγκροτήματος, και μας τον δώρισαν σε μια
συσκευασία που εκτός από πανέμορφη και προσωπική, φανερώνει αγάπη για το
αποτέλεσμα, τον κόσμο, τους ίδιους και πάνω απ'όλα, τα όνειρά τους.
Κι επειδή ένα μουσικό ταξίδι, σίγουρα δε χρειάζεται προορισμό,
ξανακλείστε τα μάτια, βάλτε τις καρτούλες σε μια τυχαία σειρά, ανοίξτε τα και όταν
καταλάβετε ότι αρχίσατε πάλι να ανεβαίνετε, σταματήστε να κοιτάτε προς τα κάτω...
Rating: 8,5 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Vello Leaf @ myspace
Midlake - The Courage of Others
1.Acts of Man / 2.Winter Dies / 3.Small Mountain /
4.Core of Nature / 5.Fortune / 6.Rules, Ruling All Things / 7.Children of the
Grounds / 8.Bring Down / 9.The Horn / 10.The Courage of Others / 11.In The
Ground
1 February 2010 - Bella Union
Για τον δίσκο των Volcano Choir "Unmap" του 2009 είναι σχεδόν δεδομένο πως
όποτε αναφερθεί θα μου προκληθεί σύγχυση αφού το εξώφυλλο του μοιάζει αφάνταστα
πολύ και σχεδόν λειτουργεί συμπληρωματικά με αυτό του "The Trials Of Van
Occupanther", δίσκο των Αμερικανών Midlake από το 2006. Παρ όλο που θα μπορούσε να πει κανείς πως
οι δύο αυτές μπάντες αντιπροσωπεύουν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος (του
δολαρίου δηλαδή) το πρόσφατο δημιούργημα "The Courage of Others" των Midlake αποτελεί μία αξιόλογη
στιγμή στην πεντάχρονη δισκογραφική παρουσία του συγκροτήματος που με κάποιον
τρόπο παρουσιάζει μία πιο μυστικιστική, σκοτεινή και κρυφή πλευρά του χαρακτήρα
του περπατώντας σε διαφορετικά μονοπάτια ξέχωρα από τις "περίπλοκες" συνθέσεις
του δίσκου "Bamnan
and Silvercork" και τις ντελικάτες του "The Trials Of Van Occupanther" προσπαθεί να μας βάλει σε
ένα ταξίδι... που λίγοι το έχουν καταφέρει.
Τον τρόπο αυτόν θα προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε εδώ.
Ακούγοντας το "The
Courage Of Others" σίγουρα ανακαλούνται στην μνήμη σου
ήχοι και ακούσματα που κάτι σου θυμίζουν. Αυτό ίσως αποδειχθεί και το αδύναμο
σημείο του, το οποίο βέβαια από μεριάς του συγκροτήματος τελικά υπερνικείται με
την ζεστή φωνή του Tim
Smith και
τις όμορφες μελωδίες και ακόρντα της ακουστική κιθάρας που παραπέμπουν στον Jose Gonzalez. Οι ρυθμοί απαλοί, τα
ξεσπάσματα λίγα, όπως και οι ηλεκτρικές κιθάρες - που εμφανίζονται με άγριες
ήπιες διαθέσεις στο "Winter
Dies"-. Ατμοσφαιρικές
μπαλάντες που κρύβουν πικρία, μελαγχολία αλλά όπως αποκαλύπτει και ο τίτλος του
δίσκου, ας βασιστούμε στο κουράγιο των άλλων. Και πραγματικά οι στίχοι
διαπραγματεύονται κάτι παρόμοιο, δεν ξέρω αν η πηγή έμπνευσης του
στιχουργού/τραγουδιστή Tim
Smith
είναι η οικονομική κρίση, η οικολογική καταστροφή ή κάτι προσωπικό, αλλά το
σίγουρο είναι πως τα συναισθήματα αυτά μέσω του δίσκου είναι άμεσα προσβάσιμα
σε όποιον τον ακούσει!
Μουσικά θυμίζουν κάτι από Shearwater (η καινούρια τους δουλειά "The Golden Archipelago" κυκλοφορεί μέσα στο 2010),
τα fuzzy
σόλο της κιθάρας έχουν εξαφανιστεί και τα έντεκα τραγούδια λειτουργούν σαν ένα.
Πολύ "ένα" όμως σε σημείο που δεν ξεχωρίζεις κάποιο. Άντε να ξεχωρίσεις το
εισαγωγικό "Acts
of Man" γιατί αντιπροσωπεύει το όλο, το "Winter Dies" λόγω ηλεκτρισμού και το τελευταίο "In The Ground" γιατί συνειδητοποιείς πως αν πάρεις
τον δίσκο με την όπισθεν θα είναι ο ίδιος. Η ποικιλία ιδεών λοιπόν απουσιάζει,
ο δίσκος κυλάει, το χαλάρωμα στους μυείς έντονο, οι σκέψεις ποικίλες, η
συνάφεια, ομολογουμένως αξιοζήλευτη αλλά λείπει το «κάτι». Το ορόσημο του
δίσκου. Ίσως είναι η στιχουργική ευστοχία αυτή την φορά, ίσως να είναι η
συνθετική απλότητα σε συνδυασμό με την συναισθηματική πολυπλοκότητα, εσείς
ξέρετε. Ο καθένας ξεχωριστά.
Rating: 6 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Midlake @ Myspace
Midlake - acts of man video
Delphic - Acolyte
1. Clarion Call 2.Doubt 3.This Momentary 4.Red Lights 5.Acolyte 6.Halcyon 7.Submission
8.Counterpoint 9.Ephemera 10.Remain
11 January 2010 - Polydor
Είναι,
πραγματικά, άξιο θαυμασμού το πόσο έχει καταφέρει να διαμορφωθεί η alternative rock
τα τελευταία χρόνια. Οι κιθάρες πια αφήνουν διακριτικά ίχνη στα ηλεκτρονικά samples
και στις μελωδίες των synths. Εξακολουθεί να έχει
τη στιχομυθία της πλήρη, ενώ είναι περιβεβλημένη από εναλλασσόμενες
παραμορφώσεις στα πλήκτρα. Αρκετά επιτυχημένη προσπάθεια για ένα τέτοιο
αποτέλεσμα έκαναν και οι Delphic.
Μία
από τις εκπλήξεις της περασμένης χρονιάς ήταν και το single
τους Counterpoint. Παντού στις λίστες διαφόρων ιντερνετικών
ραδιοφώνων, σε κορυφαίες θέσεις στα charts, θετικές κριτικές,
όπως και το Doubt, συμπλήρωνε μία πολύ καλή αρχική εικόνα .Αποτέλεσε
δείγμα που μας έκανε να προσδοκούμε ένα πολύ ενδιαφέρον album
για αρκετό χρονικό διάστημα σε σημείο ανυπομονησίας και να μετράς τις μέρες. Να
βλέπεις και να ξαναβλέπεις το video clip
του Counterpoint και του Doubt
και το album όλο και να καθυστερεί. Κατά καιρούς ενέτινε
την λαχτάρα για όσους τους εκτίμησαν και με το This
Momentary, πιστεύω ικανοποιητικά. Επιτέλους με τη νέα
χρονιά κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους Acolyte, στο οποίο
ξεδιπλώνεται ένα πολύ ενδιαφέρον group.
Κυριαρχεί
γενικά μια νοοτροπία indie με στοιχεία electronica.
Ανθεμικές μελωδίες στα πλήκτρα φτιάχνουν το πλαίσιο όλων των κομματιών ενώ η
κιθαριστικότητα έχει διακριτική παρουσία, συγκρατεί και ελέγχει το ηλεκτρονικό
ύφος μέχρι εκεί που επιτυγχάνεται η ισοβαθμία τους. Επίσης, είναι εκπληκτικό το
ότι σε κομμάτια όπως το Counterpoint και το Halcyon,
διαθέτουν ένα χρόνο προθέρμανσης από εύκολους ρυθμούς ενώ στην πορεία με
διαδοχική σειρά μπαίνει το ένα synth με τα το άλλο. Η
αίσθηση είναι παροδική, καθώς το κομμάτι έχει αποκτήσει εκρηκτικότητα και σε
έχει εκτοξεύσει ήδη είτε σε χορευτική διάθεση, είτε σε ηχητικούς γαλαξίες με
πανδαισίες από πλήκτρα, σε διαστάσεις που περικλείουν κοφτές νότες καθώς και εκτεταμένες
μελωδίες. Σαν εκείνες που υπάρχουν στο Acolyte.
Έχει την χαρακτηριστική αυτοτέλεια να αποτελεί ταξίδι και προορισμό μαζί. Περνά
μέσα από αυτούς τους ηχητικούς γαλαξίες. Ίσως το καταφέρνει καλύτερα από όλα τα
άλλα tracks. Λίγο πριν το τέλος αυτού του ταξιδιού συναντάμε και ένα
ιδιαίτερο παιχνίδισμα, ένα μικρό πανδαιμόνιο από κοφτές νότες που όσο ψηλώνουν,
σε εκτινάσσουν στο τέλος όπου και τελικά αυτό το ταξίδι απορροφά τις σκέψεις
σου και νιώθεις ένα περίεργο τράβηγμα μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Μετά την
επαφή με το Acolyte και αφού κοντεύει τα τελειώσει το cd, έρχεται
ένα απρόσμενο δίλεπτο που σε πιάνει πραγματικά απροετοίμαστο. Τα «Εφήμερα» ,
είναι μια κορυφαία δημιουργία που είναι και αυτή συντελεστής σ' αυτό το
καταπληκτικό album και εμπεριέχεται στον επίλογό του για να σου
αφήσει τις καλές εντυπώσεις, δικαιολογημένα.
Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι η τελευταία χρονιά είχε αρκετές αξιόλογες μουσικές
εμφανίσεις. Ας ελπίσουμε ότι η νέα θα βελτιωθεί ακόμα περισσότερο. Οι Delphic
είναι
μια πάρα πολύ καλή αρχή και είναι φανερό ότι η δουλειά τους είναι πολύ
μελετημένη και είναι σίγουρο ότι ως συγκρότημα υπόσχεται πολλά και μας
υπενθυμίζει ότι τα νέα group, για να θεωρηθούν
άξια ακρόασης, οφείλουν να υπηρετούν τη μουσική και όχι τον πανζουρλισμό τον
κυνισμό και την υπερβολή.
Rating : 7,6 / 10
Φωτεινή Κολαΐτη
Delphic @ Myspace
Pages