Electric Litany - How To Be A Child and Win The War
1.How to be a child & win the war 2.Home 3.The Dunes 4.Tear 5.Like we do in January 6.Minute 7.The roses came 8.A dream worth dreaming 9.Time (never be late) 10.February
February 2010 - Inner Ear
To «How To Be A Child And Win The War» των Electric Litany, τιτλοφορημένο από το
ομώνυμο τραγούδι του Ian Hawgood,
είναι καταρχάς ένα περιεκτικό ντεμπούτο. Συμπυκνώνει μουσικά κάτι παραπάνω από
το μισό εναλλακτικό ήχο από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, αλλοιώνοντας
αβίαστα τις αποστάσεις μεταξύ post-rock και
post-punk, Radiohead σχολής και σχολής Cave. Κι αν το πρώτο τους κατόρθωμα είναι ότι απέφυγαν με ευκολία
τον κίνδυνο του ανερμάτιστου συνονθυλεύματος που κλασικά ελλοχεύει η επιλογή
ενός «περιεκτικού» δίσκου, το δεύτερο και σημαντικότερο είναι ότι κατέληξαν σ'
ένα αποτέλεσμα που απέχει διακριτά από μια απλή σύνοψη των παραπάνω,
αφομοιώνοντας τις πολυπληθείς επιρροές τους και διοχετεύοντάς τες σε ένα αμιγώς
προσωπικό ύφος.
Πριν απ' όλα, όμως, το ντεμπούτο των Electric Litany είναι
ένα εγχείρημα ατόφια ρομαντικό. Ο Αλέξανδρος Μίαρης από την Κέρκυρα, ο Richard Simic από
το Devon και ο Duane Petrovich από το Texas αφού έγραψαν τα πρώτα demo τους σε μια pub που χρησιμοποίησαν παράνομα ως studio, ηχογράφησαν το υλικό
του άλμπουμ σε μια εγκαταλειμμένη εκκλησία στο Βόρειο Λονδίνο, στην οποία και
διέμενε ο πρώτος, με εξοπλισμό δανεικό ή/και κλεμμένο. Βέβαια, ο ρομαντισμός
τους ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα και αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργίας τους εκτείνεται
πέρα από τις όποιες ενδιαφέρουσες ιστορίες σχετικά με τις συνθήκες ετοιμασίας
του δίσκου και τοποθετείται ακριβώς στις πιο ουσιαστικές αναζητήσεις της
μπάντας. Ο Αλέξανδρος Μίαρης δήλωνε σε μια συνέντευξή του πως το περιεχόμενο
του «How To Be A Child And Win The War»
είναι εικόνες και νοήματα αναφορικά με το ωραίο μέσα από την έννοια της
ελευθερίας, μιας ελευθερίας που παρολαυτά δεν αναφέρεται άμεσα σε κανένα
σημείο, αλλά αφήνεται να αιωρηθεί και προσεγγίζεται διαμέσου του έρωτα, της
αγάπης, της φιλίας και της ομορφιάς.
Υπό αυτό το πρίσμα ο λυρισμός που διαπνέει όλο το άλμπουμ δε
μοιάζει να έρχεται ως συγκεκριμένη επιλογή μουσικής κατεύθυνσης ή ως στοιχείο
που διανθίζει τα κομμάτια, αλλά ως αναγκαίο υπόβαθρο προκειμένου αυτά να
αποκτήσουν τη μόνη λειτουργική τους μορφή. Το εναρκτήριο «Don't Fear The War» δίνει εξαρχής το ελεγειακό στίγμα του δίσκου, κινούμενο σε
μια δομή που απηχεί συγκροτήματα όπως οι iLiKETRAiNS, χωρίς σε καμία στιγμή να εγκλωβίζεται στο ασφυκτικά
συμπαγές πλαίσιο που συνηθίζουν να στήνουν οι τελευταίοι. Παρόμοιους δρόμους
ακολουθούν αρκετά από τα τραγούδια και είναι ευτύχημα που οι Electric Litany δεν
αφήνουν τις post-rock διαθέσεις
τους να τους παρασύρουν σε προβλέψιμες του είδους αναπτύξεις- αντίθετα, χτίζουν
ατμόσφαιρες επενδύοντας στο είδος της αοριστίας που επιτρέπει στον ακροατή να
ακολουθήσει μια προσωπική προσέγγιση της μουσικής τους, ενίοτε και διαφορετική
κάθε φορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «A Time (Never Be Late)»
που εξελίσσεται σαν αργό εμβατήριο, αρνούμενο να κορυφωθεί ακόμα κι όταν τα drums μοιάζουν να εισάγουν
την επικείμενη έκρηξη, καταλήγοντας εντέλει να αποδομούν περισσότερο παρά να προετοιμάζουν,
καθώς το μόνο που έρχεται είναι ένα μικρό κύμα θορύβου πριν το κομμάτι
επιστρέψει στην αρχική του μορφή, για να κλείσει. Οι post-punk αναγνώσεις της μπάντας προσφέρονται
κυρίως μέσω των διαδοχικών «Minute»
και «The Roses Came»-
κι αν το πρώτο καθίσταται μια μάλλον συμβατική επιλογή μέσω του interpolικού φίλτρου από το
οποίο το περνάνε, στο δεύτερο κοινωνούν κατευθείαν την 80s πηγή, με το φάντασμα των Joy Division να
πλανάται στο ριφάκι της κιθάρας και επιτυγχάνουν μια σύγχρονη και ουσιαστική
μετάφραση. Το «Tear»,
με το sample του Ρίτσου
να απαγγέλει τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», είναι ελαφρώς αλλαγμένο σε σχέση με
το demo που είχε συμπεριληφθεί σε παλαιότερο audiobook του Postwave, αλλά παραμένει ένα
όμορφο τραγούδι (όπως όμορφο είχε παραμείνει και το «Over The Hill» της Monika που τελικά μπήκε στο δίσκο της,
αλλά και στις δύο περιπτώσεις προτιμώ τις αρχικές εκτελέσεις). Ειδική μνεία,
τέλος, θα πρέπει να γίνει στο «Home»,
το κατά τη γνώμη μου καλύτερο του άλμπουμ. Εδώ τα πάντα λειτουργούν τέλεια, η
ενορχήστρωση είναι αψεγάδιαστη και τίποτα δεν περισσεύει, ούτε καν το τρυπανάκι
που χαιρετάει βιομηχανικά στο τέλος- ένα από τα πληρέστερα κομμάτια από
ελληνική κυκλοφορία των τελευταίων χρόνων.
Ο ρομαντισμός, όμως, στο μεγαλύτερο βαθμό του είναι εθισμός
στη ματαιοπονία κι αυτό δείχνουν να το ξέρουν πρώτοι οι ίδιοι οι Electric Litany. Αφιερώνουν το δίσκο «στην
αναρχία και στην κοινωνική απελευθέρωση», «στην εξέγερση του Δεκέμβρη», αλλά
στο «A
Dream Worth Dreaming»
που αναφέρεται στα παραπάνω δεν ξεχνούν να τραγουδήσουν: Dreaming/ I was only dreaming/Dreaming/I never lost control. Ένα παιδί, λοιπόν, δε μπορεί
να κερδίσει τον πόλεμο κι οι Electric Litany δε συναντούν ποτέ την ελευθερία- βρίσκουν, εντούτοις, την
ομορφιά μέσα από τη μουσική τους και μ' αυτή ξορκίζουν τη ματαιότητα των
προσπαθειών τους.
Rating: 8,5 / 10
Παναγιώτης Πουλάκης
Συνέντευξη στο Postwave.gr
Electric Litany @
myspace
Diaphane - Samdhya
1. nebula
/ 2. les hautes terres / 3. Platinium / 4. Signa / 5. Petals / 6. the icefield
/ 7. Isthme / 8. Undefined / 9. chandra's breath
February 2010 - Ant-Zen
Είναι το
μέρος καλύτερο από το όλο; Σπανίως ισχύει αυτό στα συγκροτήματα. Γιατί να
ισχύσει, λοιπόν, για τους ab
ovo, που
χωρίστηκαν στα δυο; Ίσως γιατί έτσι τα δυο μέρη αφήνονται να πουν αυτό που
θέλουν με συνεκτικό τρόπο.
Και αυτό
είναι όντως η δύναμη και η αδυναμία του Samdhya (ημίφως στα σανσκριτικά). Τα 9
κομμάτια ξεκινάνε από τη σιωπή, ανεβαίνουν μελωδικά, με εξαιρετική παραγωγή,
και ξανασβήνουν στη σιωπή. Στο δρόμο, έχουν μεταφέρει συναισθήματα εξερεύνησης,
αγνώστου, χαλάρωσης, ίσως ακόμα και κατάνυξης. Ένα πανέμορφο και συνεκτικό soundtrack για την ανάγνωση ενός καλού βιβλίου.
Μη
φανταστείτε βέβαια τα τυπικά ρομαντικά συμφωνικά soundtrack. Αν και είναι γεμάτο συναίσθημα και
ηλεκτρονικά έγχορδα, το samdhya
διανθίζεται από ωραίους θορύβους, αργά αλλά καθαρά beats, μικρά κλικς, και όλα όσα ξέρουμε από
τους ab
ovo (ή και
οποιοδήποτε άλλο συγκρότημα στο technoid). Όλα με ένα τρόπο που εκφράζει
συναισθήματα χωρίς ριψοκίνδυνα πράγματα (όπως οι στίχοι που εμφανίζονταν πού
και πού στα παλιά άλμπουμ). Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα άλμπουμ πιο «γαλλικό»:
λιγότερο σκληρό, πιο συναισθηματικό και μελωδικό. Οι πραγματικά νέοι ήχοι είναι
αρκετά λίγοι και πολύ χρησιμοποιημένοι με έναν τρόπο που δεν σοκάρει, απλά
δημιουργεί τα σωστά συναισθήματα γλυκιάς μελαγχολίας ή ακόμα και μοναξιάς.
Αυτή η
συνοχή και η προσοχή, όμως, είναι και το αδύναμο κομμάτι του diaphane: τα 9 κομμάτια ξεκινούν και σταματούν
με τον ίδιο τρόπο, υπάρχει καθαρά μια συνταγή, που καταλήγει να κάνει τον
ακροατή να ξεχνάει το άλμπουμ κάπου προς το έκτο κομμάτι. Προσωπικά, μάλιστα,
δεν μ' αρέσει το πόσο πολύ κυλάει στη σιωπή μεταξύ των κομματιών, αντί να δένει
πραγματικά σε μια ενιαία ιστορία. Ίσως ήθελε να δώσει 9 διαφορετικούς τρόπους
να βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, παραμένει ένα καλό άλμπουμ,
γραμμένο με την καρδιά. Για πιο εντυπωσιακά πράγματα, περιμένετε μια
δέκα-δεκαπέντε μερούλες ακόμα: έχουμε νέες δουλειές από ginormous, asche και
τον τεράστιο Scott Sturgis (ex-Converter)!
Rating: 7,4 / 10
tec-goblin
Diaphane @ Myspace
Poets Of The Fall - Twillight Theater
1/Dreaming Wide Awake,
2/War, 3/Change, 4/15 Min flame, 5/Given and Denied, 6/Rewind, 7/Dying to Live,
8/You're Still Here, 9/Smoke and Mirrors, 10/Heal my Wounds
17 March 2010 - Insomniac
Το συγκεκριμένο άλμπουμ το άκουσα ένα (για προσωπικούς λόγους) περίεργο
απόγευμα. Έπαιζε σαν background music
κατά την διάρκεια μιας σοβαρής συζήτησης. Μετά από πολλά repeats
καταλήγω στο συμπέρασμα ότι «Αυτό είναι
ένα πάρα πολύ καλό άλμπουμ». Ένα απλό συμπέρασμα χωρίς να έχω κάτσει να
αφιερώσω χρόνο στο "Twilight Theater"
(και με την προκατάληψη που έχω πλέον σε οτιδήποτε έχει την λέξη twilight μέσα). Έτσι λοιπόν,
μετά την μικρή εισαγωγή ας απαντήσω στο προφανές ερώτημα «Τι παίζει με δαύτο και γιατί είναι καλό άλμπουμ;».
Το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτός ο δίσκος
είναι ο τέταρτος του συγκροτήματος και ίσως ο καλύτερος. Το ίδιο το συγκρότημα,
περιγράφει τον ΤΤ, με τον όρο «cinematic rock» και πετυχαίνει
-αρκετά καλά στο- να δημιουργήσει μια αισθητική, ας πούμε, κινηματογραφικότητας. Σε γενικά πλαίσια δεν ξεφεύγει πολύ αυτό που
αναφέρουμε ως «pop rock»,
με την καλύτερη μορφή του pop
και να αγγίζει λίγο το rock.
Το feeling ότι κάτι καλό μπορεί
να ακούσεις εδώ πέρα, το παίρνεις από το πρώτο δευτερόλεπτο. Το εισαγωγικό "Dreaming Wide Awake"
σε βάζει αρκετά δυναμικά με το μπάσο να βαράει παρέα με τα πλήκτρα. Το πιο
δυναμικό κομμάτι με το πιο ηλεκτρικό κλείσιμο απ'όλα τα κομμάτια στον δίσκο,
όμως όχι το καλύτερο. Το "Given and Denied"
είναι μια υπέροχη μπαλάντα με τον Marko Saaresto να αναδεικνύει το
ερμηνευτικό του ταλέντο με υπέροχα σκαμπανεβάσματα/εναλλαγές στην φωνή του.
Υπέροχο ακουστικό κομμάτι όπου από τους στίχους του πηγάζει και ο τίτλος του
άλμπουμ.
Εκεί που καταλαβαίνει κανείς την αξία του album
αυτού είναι
όταν περάσει από το "Dreaming Wide Awake" στο δεύτερο κομμάτι του δίσκου, το "War".
Με απρόσμενη ωριμότητα τοποθετούνται στο θέμα του πολέμου και της ανάγκης του
ανθρώπου να έχει κάποιον να στηριχθεί εκείνες τις στιγμές, ακόμα κι αν αυτό που
κάνει, είναι χωρίς σκοπό. Το "Dying to Live"
είναι επίσης από τα πολύ δυνατά κομμάτια του δίσκου με πολύ έξυπνες εξάρσεις
στην (πολύ ωραία) εισαγωγή αλλά και στα ρεφρέν του. Χωρίς όμως να δίνει κάτι
περισσότερο από το είναι απλά ένα καλό
τραγούδι. Ε δεν φτάνει αυτό; Αφού αναφέραμε ενδεικτικά και ανακατεμένα [ :P
] κάποια κομμάτια, ας αναλύσουμε και το προτελευταίο "Smoke and Mirrors",
το οποίο φαίνεται να είναι βγαλμένο από τα βάθυ της ψυχής. Γεμάτο αυτοκριτική,
ανησυχία και διάθεση να ξύσει με τα νύχια του κάθε σκοτεινή γωνιά του εγώ της
ύπαρξης μας. Την δική μου και την δική σου. Σε όλο τον δίσκο αλλά κυρίως σε
αυτό το τραγούδι καταλαβαίνεις γιατί κομμάτι του ονόματός τους είναι το "Poets".
«I danced a tango with my hubris
high on youth
We swept across the dance floor to subjective truth...
...Now the melody's void of sympathy, cos that shit's in byte size bits on
YouTube
so tell me what am I supposed to do,
When the malady's no remedy, till we reach the lowest absolute
And necessity will finally force something through what's walling you
Do we even know who we are...»
Ο "Twilight Theater" είναι ένας δίσκος
που δεν πρόκειται να σε αφήσει αδιάφορο σχεδόν σε κανένα κομμάτι του. Αν σου
αρέσουν τραγούδια όπως, ας πούμε, το "Through the Glass" ή το "Raindrops", να είναι
μελαγχολικά και catchy χωρίς να γίνονται
κλαψιάρικα και με μία ακουστική διάθεση χωρίς να σε παίρνει ο ύπνος, τότε οι Poets of the Fall
είναι η μπάντα σου.
Rating : 8 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Eluvium - Similes
1. Leaves Eclipse The Light / 2. The Motion Makes Me Last / 3. In Culmination / 4. Weird Creatures / 5. Nightmare 5 / 6. Making Up Minds / 7. Bending Dream / 8. Cease To Know
15 February 2010 - Temporary Residence
Ύστερα
από αρκετές ακροάσεις του Similes ακόμη προσπαθώ να κατατάξω την μουσικές αναζητήσεις
του Matthew Cooper κάπου
και δεν εννοώ να γράψω αν ανήκει στον χώρο του modern classical με αναφορές στην ambient μουσική,
αλλά κάτι βαθύτερο, κάτι που να σε βοηθήσει να αποκωδικοποιήσεις αυτές τις
νότες που ξεδιπλώνονται με όλη τους την μεγαλοπρέπεια, πλημμυρίζοντας σε.
Βλέποντας όλα τα εξώφυλλα των Eluvium, που τα επιμελείται η Jeannie Lynn Paske, αναρωτιέμαι αν ο νατουραλισμός αντιπροσωπεύει την
ιδιοσυγκρασία του Cooper ή αν αυτός ο
νεορομαντισμός, που έρχεται σε σύγκρουση με την πρώτη τάση, είναι πιο κοντά
στην μουσική του. Αν έκρινα εικαστικά την μουσική του με βάση τα εξώφυλλα που
κοσμούν τις δουλειές του, ασφαλώς και θα τη χαρακτήριζα πιο νατουραλιστική,
παρ' όλα αυτά στις συνθέσεις του υπάρχει μία ηρεμία κατά την διάρκεια της
ακρόασης, που καταλήγει σε κάτι το ευεργετικό με μια ποιητική διάθεση και
συνάμα στην εξιδανίκευση της ομορφιάς. Οι ισορροπίες ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάσεις,
τόσο στον λογοτεχνικό, στον θεατρικό χώρο, όσο και σε αυτόν της ζωγραφικής, είναι
αρκετά λεπτές και προφανώς μας ταξιδεύουν στο 19ο αιώνα, χωρίς
βέβαια να υφίστανται στον χώρο της μουσικής, με την παρουσία τους όμως προσδίδουν
μία άλλη διάσταση στην μουσική του Matthew Cooper.
Μετά
το εντυπωσιακό περυσινό box set
που περιείχε επτά βινίλια, o Matthew Copper δεν άργησε να κυκλοφορήσει την νέα
του δουλειά με τίτλο Similes. Σε
πολλά πράγματα παρέμεινε όπως τον γνωρίσαμε και στις προηγούμενες δουλείες του,
δηλαδή στην ατμόσφαιρα των κομματιών, ύστερα στο πως είναι δομημένη η κάθε
μουσική του σκέψη, αλλά και στην παραγωγή του άλμπουμ. Μέχρι και τα εξώφυλλα
-που παραμένουν το σήμα κατατεθέν του- και η εταιρεία παρέμειναν όπως τα
ξέραμε. Άρα θα μου πείτε δεν άλλαξε τίποτα. Και εγώ κρατώντας το cd για
πρώτη φορά στα χέρια μου, βγάζοντας την ζελατίνα, δεν περίμενα ότι θα είχα την
χαρά να ακούσω την φωνή του Cooper να
τραγουδάει. Χμμ... τραγουδάει έγραψα; Μάλλον μονολογεί ψυθιριστά θα ήταν
προτιμότερο, ενώ μπορεί εκ πρώτης ακροάσεως να ξενίσει μερικούς η όχι και τόσο
καθαρή άρθρωσή του, όμως πιστεύω στα επόμενα ακούσματα να κριθεί με μεγαλύτερη
επιείκια το τόλμημα του Copper να «πιάσει μικρόφωνο».
Μπορεί
ο ίδιος να μένει εδώ και αρκετά χρόνια στο Πόρτλαντ, όμως μεγάλωσε ανατολικά
κεντρικά, στην πολιτεία του Κεντάκι και πιο συγκεκριμένα στο Louisville. Τα
σημάδια προέλευσης του αποτυπώνονται με πολύ έντονο τρόπο στην μουσική του και
ειδικά στο άλμπουμ του Talk Amongst The Trees, όπου και περιέχεται ίσως η
κορυφαία του στιγμή, το δεκαεπτάλεπτο Taken. Οι
Eluvium όμως,
που είχαμε την δυνατότητα να τους απολαύσουμε και στην χώρα μας μαζί με τους Explosions In The Sky -βρίσκονται στην ίδια εταιρεία-, με την κυκλοφορία
του Copia, που πολλοί υποστήριξαν -μεταξύ αυτών και εγώ- ότι ο καλλιτέχνης
έφτασε στο peak του, ο τελευταίος θέλησε να προσθέσει και την φωνή του
στον μουσικό καμβά του Similes. Οι
στίχοι δεν θα μπορούσαν να αποκλίνουν στο ελάχιστο από αυτό που πρεσβεύει το
δημιούργημα του Cooper, δηλαδή μας ανοίγουν ένα
ακόμη παράθυρο για να διακρίνουμε με ενάργεια αυτό που αποτυπώνεται στα πλήκτρα
του πιάνου καθώς αγγίζονται από τον νου και την καρδιά του καλλιτέχνη, ενώ
ακουστικά ο κάθε βόμβος που λειτουργεί σαν εμπόδιο, με την ήρεμη πλην υπνωτική
φωνή του παραμερίζεται, για να γίνουμε ένα με αυτά που μας ενώνουν με την φύση,
ωσότου φτάσουμε στην ολοκλήρωση αυτής της διαδρομής με τους εαυτούς μας στο
κέντρο το σύμπαντος, όπως αποτυπώνεται και στο εξώφυλλο του άλμπουμ, με την
φωνή του να ερμηνεύει το Cease
To Know, λέγοντας:
why does the color move away from my mind
the
first place I rest is the last of its kind
growing
my thoughts on tethers borrowed by time
my
eyes choose to blur and my body unwinds.
Νίκος Τσίνος
eluvium @
Myspace
The Sunshine Underground - Nobody's Coming To Save You
1/Coming to save you, 2/Spell it out, 3/We've Always Been Your Friends, 4/In your arms, 5/ A Warning Sign, 6/Change Your Mind, 7/Any Minute Now, 8/Here It Comes, 9/One by One, 10/The Messiah
1 February 2010 - City Rockers
Όλοι
μας κάποια στιγμή, όταν ήμασταν στην ηλικία της εφηβείας προσπαθούσαμε να
δείξουμε στον κόσμο ποιοι είμαστε. Προσπαθούσαμε -άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο- να εντυπωσιάσουμε, να
εκφραστούμε και να αποδείξουμε τι αξίζουμε. Ένας από τους τρόπους για να σε
δεχθεί ο κόσμος είναι να του μοιάσεις. Απλά μερικές φορές αυτό βγαίνει προς τα
έξω κάπως «άσχημα» και ονομάζεται μιμητισμός.
Εδώ,
λοιπόν, έχουμε ένα άλμπουμ το οποίο με απόλυτο (σχεδόν) επαγγελματισμό φέρεται
σαν να είναι στην εφηβεία. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η
αρχή έγινε το 2006 με τον πρώτο τους δίσκο "Raise the Alarm".
Κάνοντας μια απλή αφαίρεση μπορεί κάποιος να καταλάβει ότι τους πήρε τέσσερα
ολόκληρα χρόνια για να προχωρήσουν στην επόμενη φάση της καριέρας τους. Ένα
δεύτερο άλμπουμ που θα επιβεβαιώσει αλλά και ενισχύσει τις υποψίες των φίλων
της indie rock μουσικής, ότι οι TSU αξίζουν.
Αναλογιζόμενος αυτά τα τέσσερα χρόνια υπομονής αναφώνησα: «Θα πρέπει να τα σπάει». But it
didn't, τουλάχιστον όχι στο
επίπεδο που θα ήθελα/ες.
Το
στοιχείο του επαγγελματισμού εκφράζεται μέσα από (αρκετά) καλοφτιαγμένα
τραγούδια, πιασάρικα riffs και μια γεμάτη παραγωγή. Τι θα μπορούσε,
όμως, να κάνει τόσο όμορφα κομμάτια να ακούγονται σαν γέροι που έχουν πολύ
καιρό να κάνουν σεξ; Ο επαγγελματισμός που αναφέραμε πιο πριν.
Ότι
ένας δίσκος είναι απλά για να είναι, indie. Ή θα μπορούσε να
πει κανείς, παραείναι indie, με έναν
επιτηδευμένο τρόπο, με έναν τρόπο που έχει ξαναειπωθεί. Κι εδώ έρχεται ο
μιμητισμός. Πάρτε για παράδειγμα όλα τα πρώτα κομμάτια του δίσκου. Καλοδουλεμένα
-τέσσερα χρόνια γαρ, άλλωστε- με καλό στοίχο και ερμηνεία. Αλλά τους λείπει
κάτι... ο χαρακτήρας. Βούτα σε ένα
μπλέντερ τους Muse με, ας πούμε, τους
δικούς μας Infidelity και θα έχεις το
υπέροχο, διασκεδαστικό και εύηχο "Spell it out".
Και φυσικά δεν αναφέρομαι σε αντιγραφή. Αλλά σε έλλειψη χαρακτήρα. Πάρε λίγο
από Coldplay, ελάχιστα από Placebo
και μια
γουλιά από Happy Mondays και τσάκ παίρνεις κομμάτια σαν τα αξιόλογα "We've Always Been Your Friends", "Coming
to Save You" και "Change Your Mind".
Ο «Nobody‘s coming to save you" είναι
ένας πραγματικά ωραίος δίσκος να τον ακούς ξανά και ξανά. Αλήθεια J . Απλά ξεχνά να δώσει κάτι, να προσφέρει κάτι δικό
του. Να δώσει το στίγμα του, σε ένα είδος που σιγά σιγά γεμίζει από φρέσκα αλλά
και χαλασμένα φρούτα. Είναι ένας δίσκος που, ενώ, αξίζει να ακουστεί πάρα
πολλές φορές από το στερεοφωνικό σου, ίσως δεν αξίζει να τον έχεις στην
δισκοθήκη σου. Weird, huh?
Rating : 6,5 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
The Album Leaf - A Chorus of Storytellers
1. Pero / 2. Blank Pages /
3. There Is A Wind / 4. Within Dreams / 5. Falling From The Sun / 6. Stand
Still / 7. Summer Fog / 8. Until The Last / 9. We Are / 10. Almost There / 11.
Tied Knots
2 February 2010 - Sub Pop
Ανέκαθεν
είχα μία συμπάθεια σε μουσικούς που στις ηχογραφήσεις αναλαμβάνουν να παίξουν
όλα τα όργανα μόνοι τους. Αυτό δείχνει ένα πηγαίο ταλέντο, που αν αποτυπώνεται
και στις συνθέσεις τότε ασφαλώς θα μπορούμε να μιλάμε για κάτι πολύ ξεχωριστό.
Δεν ξέρω αν ο Jimmy LaValle είναι
κάτι ξεχωριστό, αλλά με το σχήμα του έχει την διάθεση να γράψει μουσική που να
πηγάζει από την καρδιά του με την καθοδήγηση του νου και όποιος θέλει τον
ακολουθεί. Αν είστε από αυτούς που σας αρέσουν τα παραμύθια, ακολουθήστε τον
κύριο LaValle και πιστέψτε με, στο τέλος θα χαμογελάσετε.
A Chorus
Of Storytellers είναι ο τίτλος του
άλμπουμ των Τhe Album Leaf, οι
οποίοι συνεχίζουν για πάνω από μία δεκαετία να χαράζουν το δικό τους μονοπάτι
σε ήχους που ξεκινούν από indie
rock, μεταβάλλονται σε folk, αμφιταλαντεύονται μία σε pop electronica και μία σε americana και καταλήγουν σε post rock φόρμουλες,
για να επαναληφθεί το παραπάνω κάθε φορά με διαφορετική σειρά. Ακούγοντας το
άλμπουμ και πιο συγκεκριμένα το There
Is A
Wind, στο οποίο ακούγονται και πρώτη φορά τα φωνητικά,
ασυναίσθητα μου ήρθαν στο μυαλό οι The Youngbloods, αυτή μπάντα από τα
60's και πιο συγκεκριμένα το πολύ γνωστό τους κομμάτι Get Together.
Μπορεί να τους χωρίζουν αρκετά χρόνια, όπως και το ότι οι τελευταίοι να προέρχονται
από την ανατολική ακτή, ενώ οι Τhe Album Leaf από
το San Diego,
αυτό όμως μικρή σημασία έχει, αφού το folk
στοιχείο είναι πολύ έντονο στο project
του Jimmy LaValle. Θα μου
πείτε βέβαια το μοναδικό γκρουπ είναι που έχει αυτό τον ήχο της folk / americana; Σε
καμία περίπτωση, αλλά ο τρόπος που ερμηνεύει ο Jimmy LaValle, τείνει
προς εκείνη την εποχή, αλλά και σε αυτό που χαρακτήριζε τους Youngbloods. Τι ήταν όμως αυτό που τους χαρακτήριζε; Ό,τι
χαρακτηρίζει και κάθε γκρουπ που έχει την δική του μουσική ταυτότητα και ξέρει
πώς να απορροφά ήχους, συναισθήματα, εικόνες από γύρω του.
Ως
γνήσιος παραμυθάς ο LaValle, δεν θα μπορούσε να
αγνοήσει το πιάνο και το βιολί για την ιστορία του. Δεν είναι βέβαια τόσο
φολκλόρ όσο ο John Fahey για παράδειγμα, αλλά αυτό είναι που μου τραβάει την
προσοχή στην μουσική του. Όχι, δεν είναι μομφή προς τον Fahey -σέβομαι και την ηλικία του- έναν τόσο σημαντικό folk καλλιτέχνη,
απλά θέλω να τονίσω τους ανοιχτούς ορίζοντες του LaValle στο κομμάτι της σύνθεσης. Ακούγοντας μεμονωμένα
κομμάτια από το A Chorus Of Storytellers, το σίγουρο είναι ότι
μπορεί κανείς εύκολα να μπερδευτεί για πολλά πράγματα. Ένα από αυτά είναι η προέλευση
του γκρουπ. Σε καμία περίπτωση δεν θα πάει στο μυαλό τού ακροατή ότι αυτό που
ακούει προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά από κάποια ευρωπαϊκή χώρα,
με την Γερμανία και την Αγγλία να είναι τα φαβορί. Κάποιος άλλος θα έχει την
εντύπωση ότι σε αυτό που ακούει συμμετέχει ο Ulrich Schnauss
-ειδικότερα της πρώτης εποχής- ενώ σε μια
άλλη περίπτωση μπορεί να αναρωτηθεί -μέχρι να ακούσει τα φωνητικά- αν αυτό
είναι το καινούργιο άλμπουμ των Notwist.
Δεν
ξέρω αν σας μπέρδεψα με τα τόσα ονόματα, το σίγουρο όμως είναι ότι ακούγοντας
το A Chorus Of Storytellers, οι απορίες σας θα λυθούν πολύ γρήγορα. Η ζωτικότητα
του ήχου που απορρέει κατά την διάρκεια του είναι αξιοθαύμαστη, ενώ δεν μπορεί
να αγνοηθεί η παρουσία του Jón Þór Birgisson των Sigur Ros, στην μίξη
του άλμπουμ που έγινε στο Ρέικιαβικ. Μετά τους Hammock, o Birgisson
-ως Riceboy Sleeps- συνεχίζει
το σαφάρι του στην άλλη άκρη του ατλαντικού...
Νίκος Τσίνος
The album Leaf @
Myspace
Loscil - Endless Falls
1. Endless Falls / 2. Estuarine / 3. Shallow Water Blackout / 4. Dub For Cascadia / 5. Fern And Robin / 6. Lake Orchard / 7. Showers Of Ink / 8. The Making Of Grief Point
1 March 2010 - Kranky
Δεν
γνωρίζω την σχέση σας με την βροχή, αλλά ασφαλώς υπάρχουν κάποια πράγματα που
μπορούν να μας κάνουν να την δούμε με διαφορετικό μάτι και ποιος ξέρει, ύστερα
από την ακρόαση του Endless Falls να την αγαπήσουμε κιόλας. Τα φυσικά φαινόμενα, αλλά
και η τοπογραφία, παίζουν έναν σημαντικότατο ρόλο στην σύνθεση τής μουσικής και
όχι μόνο. Η ιδιοσυγκρασία, ο τρόπος συμπεριφοράς, μερικές φορές και ο τρόπος
που σκεφτόμαστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τα δύο παραπάνω στοιχεία. Στην
προκειμένη περίπτωση ο Scott
Morgan, μεγαλωμένος στο Βανκούβερ του Καναδά, έχει ζυμωθεί
τόσο από το περιβάλλον, όσο και από την μουσική πόλη που μεγάλωσε.
Το
Endless Falls
είναι το 5ο άλμπουμ του, το οποίο, όπως και τα προηγούμενα, βρίσκει
την μουσική του στέγη για μία ακόμη φορά, στην εταιρεία από τον Σικάγο, που
ακούει στο όνομα Kranky. H μουσική πορεία
του Morgan με τους Loscil
ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας -αν και από τα τέλη των 90's συμμετέχει
ως ντράμερ σε ένα indie σχήμα με τον όνομα Destroyer- όπου όλες του οι δουλείες διακρίνονται από την
μεστότητα του ήχου, ένας ήχος που δεν πολυαλλάζει, αλλά δεν γίνεται βαρετός σε
καμία περίπτωση. Σε αυτή την τελευταία δουλειά, ίσως φανεί μία στροφή του
καλλιτέχνη να εμπλουτίσει τις συνθέσεις του και με άλλα στοιχεία, αν και εδώ θα
ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιηθεί το ρήμα διανθίζω για να τονιστεί, αυτό που
επιχειρείται στον επίλογο του άλμπουμ με το The Making
Of Grief Point. Εδώ φαίνεται η διάθεση για
κάποιες αλλαγές στο μέλλον, που μπορεί βέβαια να μην σημαίνουν και τίποτα και
απλά να ήταν μια εξωτερίκευση κάποιων συναισθημάτων του συνθέτη, που αποδόθηκαν
με έναν αφηγηματικό χαρακτήρα, σε μορφή μονολόγου, ο οποίος και μας φέρνει
ασυναίσθητα στο μυαλό, το Melt Inside των Yellow6 και την Ally Todd, τη
θέσης της οποίας εδώ έχει ο Daniel
Bejar -επίσης μέλος των Destroyer.
Όπως
κάθε ambient σχήμα που σέβεται την μουσική που πρεσβεύει, έτσι και
οι Loscil, δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση, αν και
βέβαια, στην συγκεκριμένη μουσική η γραμμή που χωρίζει ένα κομμάτι από το να
χαρακτηριστεί βαρετό ή αριστούργημα, είναι πολύ λεπτή. Ευτυχώς οι δουλείες των Loscil δεν
χαρακτηρίζονται επ' ουδενί βαρετές. Το Endless Falls με
την απλότητα του σε μεταφέρει στο παγωμένο Tromso κάνοντάς σε να σκεφτείς ενδόμυχα και να βιώσεις την
απολυτότητα σε ένα μέρος που απλά είσαι μόνος σου. Στην συνέχεια θα βρεθείς στα
midlands της
Αγγλίας για να χαθείς στο απέραντο πράσινο και τέλος να επιστρέψεις εκεί που
βρίσκεσαι ή εκεί που θα ήθελες να βρίσκεσαι. Μεταφράζοντας μουσικά την διαδρομή
Tromso με τα midlands, τα
ονόματα που κρύβονται πίσω από τις δύο αυτές γεωγραφικές περιοχές, είναι αυτά
των Biosphere και
του Chris Herbert. Αναμφισβήτητα
δεν είναι μόνο αυτές οι επιρροές του Scott Morgan, θα μπορούσα κάλλιστα να
αραδιάσω μία λίστα με ονόματα που να ξεκινούν από τον Fennesz και
φτάνουν στον William Basinski, όμως τόσο ο ήχος των Biosphere, όσο και αυτός του Herbert, προσεγγίζουν περισσότερο αυτό που περισσότερο
διαισθητικά και λιγότερο ακουστικά θα νιώσει ο ακροατής.
Και
επανέρχομαι στο θέμα της βροχής, την οποία ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει με
τον δικό του τρόπο. Το εξώφυλλο του άλμπουμ είναι ένα παράθυρο στην βροχερή
καθημερινότητα του ανθρώπου, ένα παράθυρο που μπορεί ο καλλιτέχνης να βλέπει
αυτό που απεικονίζεται, η ερμηνεία του ωστόσο και κυρίως η ατομική θέαση του να
δημιουργεί σε μερικές περιπτώσεις μία αμφιθυμία για το συναίσθημα της βροχής
που ενσταλάζει στις ψυχές μας, με τον ρόλο του οχήματος να έχει η μουσική του Endless Falls.
Νίκος Τσίνος
Loscil @
Myspace
Playground Noise - Playground Noise
1.April 24 /2.Last Cigarette /3.The Divers /4.Today
/5.Distance /6.Night-Blooning Cereus /7.Heart's Circus /8.Covered with Snow
/9.Whisper in my Head /10.Isolation
22 February 2010 - Inner Ear
Η ελληνική μουσική σκηνή, κυρίως η αγγλόφωνη, τα
τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να δημιουργεί ένα αυτόνομο σύνολο. Νέες
κυκλοφορίες από εγχώριες δισκογραφικές, καινούρια συγκροτήματα, το καθένα από
τα οποία με τον δικό του τρόπο προσπαθεί να βάλει το πετραδάκι του και να
αφήσει το στίγμα του, άλλες φορές επιτυχημένα, άλλες όχι. Κάποιες από αυτές τις
προσπάθειες άλλοτε προκαλούν ενδιαφέρον και άλλοτε μας αφήνουν αδιάφορους. Οτιδήποτε
και να συμβαίνει τελικά, το σίγουρο είναι πως η Inner Ear κατέχει ένα μεγάλο ποσοστό αυτών.
Άλλη μία λοιπόν
κυκλοφορία από την δισκογραφική, αίτιο της οποίας είναι οι πατρινής καταγωγής Playground Noise με το ομώνυμο ντεμπούτο τους. Μας είχαν
συστηθεί πέρυσι μέσω του Audiobook 6
με το τραγούδι "Today"
και πολύ εύστοχα είχαν χαρακτηριστεί ως post-punk revival στα μονοπάτια των Editors. Αυτό το γεγονός άμεσα
αποκαλύπτει τι μπορεί να περιμένει κανείς ακούγοντας αυτόν εδώ τον δίσκο. Δεν
θα πέσει έξω!
Στο "Playgroud
Noise" δεν
θα ακούσεις την αυτοκτονική απόγνωση των Joy Division, ούτε τη μουσική ιδιοφυία των
Bauhaus,
την ψυχεδελική διάθεση των Echo
and the Bunnymen, τις χαρακτηριστικές
μελωδίες των The
Cure ή
την εφηβεία των Wire.
Αυτό που θα ακούσεις όμως είναι μία ικανοποιητική προσπάθεια των πέντε. Βιολί,
τσέλο, μελωδικά πλήκτρα, κιθάρες με αρκετό γρέζι και την φωνή του Βασίλη
Σμπίλια να σε περνάει από την υποτονικότητα στην δυναμική καθ' όλη την διάρκεια
του δίσκου. Οι κιθάρες του "Last
Cigarette" με
τις πολύ όμορφες και έξυπνες αναφορές στον ήχο των Sonic Youth, το -κάτι μου θυμίζει- και σχεδόν beat-άτο "Today" με το χαρακτηριστικό μπάσο και τον
επαναλαμβανόμενο στίχο " So
happy I am alive, today the sun shines on me", η καλύτερη στιγμή του δίσκου με το
πιο post "Distance" και ο ανταγωνιστής του, "Whisper in my head", η στιχουργική ευστοχία του "Heart's Circus" και το ιδανικότερο 9λεπτο κλείσιμο με
την περίληψη ολόκληρου του δίσκου μέσα σε αυτά, αφήνοντας σε στην απομόνωση του
"Isolation".
Ξεχνώντας να μιλήσω για το εισαγωγικό "April 24" βρίσκω την ευκαιρία να αναφερθώ, με
τον τρόπο που ακούστηκε στα αυτιά μου βέβαια, η παραγωγή του δίσκου. Έχει γίνει
πολύ καλή δουλειά στις κιθάρες, καθαρές όσο πρέπει (το οποίο μεταφράζεται όσο
σε εμένα αρέσει), ενώ από την άλλη στα τύμπανα και ειδικά στα πιατίνια ο ήχος
πολύ οξύς. Ένας δίσκος που κατά την άποψη μου, αν πλαισιωνόταν με πιο ογκώδη
ήχο στο rhythm
section θα
κέρδιζε πολλά. Το "April 24"
ακριβώς με τον ίδιο τρόπο αν "βάραγε" πιο πολύ στην έξοδο του από τα ηχεία θα
μπορούσε να εγκατασταθεί σε διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς και playlists.
Αξίζουν αρκετά και στο κάτω-κάτω της γραφής δεν μας
ενδιαφέρει αν δεν πρωτοτυπούν, λίγοι το κάνουν και λίγοι θα το κάνουν. Οι Playground Noise θα αρέσουν πολύ στην πλειοψηφία των postwave-άδων!
Rating: 7,2 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Playground Noise @
Myspace
Black Rebel Motorcycle Club - Beat the Devil's Tatoo
1. Beat The Devil's Tattoo / 2. Conscience Killer / 3. Bad Blood / 4. War Machine / 5. Sweet Feeling / 6. Evol / 7. Mama Taught Me Better / 8. River Styx / 9. The Toll / 10. Aya / / 11. Shadow's Keeper / 12. Long Way / 13. Half-State
8 March 2010 - Abstract Dragon
Η 12ετής μουσική
διαδρομή των Black Rebel
Motorcycle Club
έχει
ακολουθήσει ένα δρόμο με πολλές στροφές και διακλαδώσεις και όχι μια καλοτάξιδη
λεωφόρο. Στις μέχρι σήμερα πέντε studio κυκλοφορίες τους, ενώ
έδειχναν να διασχίζουν το δρόμο του garage rock
/ shoegaze με μεγάλες ψυχεδελικές παρακάμψεις, άλλαζαν τελείως την πορεία τους σε
blues/folk διαδρομές αλλά και σε
παράξενους instrumental πειραματισμούς. Η μεγάλη επιτυχία και η σκόνη
των μεγάλων προσδοκιών που σηκώθηκε με την κυκλοφορία του πρώτου τους ομώνυμου album
δεν
οδήγησε το group στη χάραξη μιας σταθερής πορείας που ίσως να
ήταν περισσότερο επιτυχημένη. Έχοντας κατορθώσει να μην μπορεί να μπει μια
ξεκάθαρη ταμπέλα στη μουσική τους, οι Black Rebel
Motorcycle Club
επιστρέφουν,
κυκλοφορώντας το έκτο τους album, προκαλώντας μας να
μαντέψουμε τι μουσικό ύφος θα ακολουθήσουν. Με έναν τίτλο δανεισμένο από μια
φράση από το "The Devil In
The Belfry" του Edgar
Allan
Poe που κέντρισε το ενδιαφέρον του Robert
Levon Been.
Όλες
οι μουσικές τάσεις που έχει εξερευνήσει το συγκρότημα σε διαφορετικές μεταξύ
τους κυκλοφορίες είναι σχεδόν όλες μαζεμένες σε μία κυκλοφορία, το "Beat
The Devil's
Tattoo". Το μόνο που λείπει είναι οι instrumental πειραματισμοί
του προηγουμένου δίσκου ("The Effects
of 333").
Οι δυνατές rock ‘n' roll
κιθάρες
εναλλάσσονται ισορροπημένα με blues μουρμουρητά και
μπαλάντες ενώ ένα ατμοσφαιρικό και απαλά μελαγχολικό πέπλο καλύπτει και τα
περίπου 65 λεπτά του album. Το "Beat
The Devil's
Tattoo" χαρακτηρίζεται από την θαυμαστή ικανότητα
προσαρμοστικότητας των κομματιών μεταξύ τους κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα οι
ποικίλες κατευθύνσεις του album να ακούγονται σαν ένα
συμπαγές σύνολο. Ο δίσκος χαρακτηρίζεται, επίσης, και από την σκοτεινή και
μελαγχολική γεύση που αφήνει στιχουργικά. Οι στίχοι είναι θλιβερά
συναισθηματικοί ενώ εμπεριέχουν και έναν εσωτερικό αγώνα για λύτρωση.
Καινούριες
πρωτόγνωρες μουσικές αναζητήσεις δεν υπάρχουν στο "Beat
The Devil's
Tattoo", κάτι που ίσως δείχνει πως οι Black Rebel
Motorcycle Club
δεν νοιώθουν πλέον την ανάγκη για ψάξιμο νέων οριζόντων γιατί αποφάσισαν πως
είναι πια έτοιμοι να ενσωματώσουν σε μια ολοκληρωμένη δουλειά όλες τις μουσικές
ανακαλύψεις που έκαναν τα χρόνια που πέρασαν. Παρόλο που το group
έχει και
νέο μέλος, την drummer Leah Shapiro (από τους The Raveonettes), το νέο τους album
δεν έχει
πλέον εκπλήξεις.
Το "Beat The Devil's Tattoo" δεν έχει κανένα πιασάρικο hit. Είναι από αυτά τα album με βάθος που όσο τα ακούς
ανακαλύπτεις κρυμμένα αστραφτερά σημεία που περιμένουν καρτερικά να
αποκαλυφθούν. Κάθε άκουσμα σε προκαλεί να κάνεις το ταξίδι από την αρχή. Ύστερα
και από το έκτο τους album οι Black Rebel Motorcycle Club δεν κατόρθωσαν να απαντήσουν στην δική τους κραυγή
"Whatever Happened to My Rock 'n' Roll" του 2001 και να επαναπροσδιορίσουν το rock ‘n' roll. Μας
χαρίζουν, όμως, με τη νέα τους δουλειά μια συλλογή από πολλά γκρίζα μουσικά
όστρακα που αν έχεις την υπομονή και τα ανοίξεις θα βρεις μέσα τους διάσπαρτα μικρά
μαργαριτάρια.
Rating: 7,6 / 10
Βαγγέλης Τόμπρας
BRMC @
Myspace
Broken Bells - Broken Bells
01 - The High Road / 02 - Vaporize / 03 - Your Head Is On Fire / 04 -
The Ghost Inside / 05 - Sailing To Nowhere / 06 - Trap Doors / 07 -
Citizen / 08 - October / 09 - Mongrel Heart / 10 - The Mall and
Misery
9 March 2010 - Columbia records
Οι The
Shins
είναι μία από τις πολύ μεγάλες μου αγάπες. Μας συστήθηκαν το 2001 ως κάποια
συμπαθητικά παιδιά από τις Ην. Πολιτείες. Μέχρι και το 2007 είχαν καταφέρει να
παρουσιάσουν τρεις ,κατά την άποψη μου αυξανόμενης ποιότητας δισκογραφικές
δουλειές με αποκορύφωμα το γεμάτο συναίσθημα και ατμόσφαιρα "Wincing the Night Away". Ψυχή του συγκροτήματος ο James Mercer.
Ο Brian
Joseph Burton είναι από αυτούς του περίεργους τύπους
που καταπιάνονται με τα πάντα, πολυτάλαντος, αεικίνητος και συνεχώς στη «φάση».
Φαίνεται πως αυτό που κάνει, το κάνει καλά είτε είναι hip hop κάτω από το ψευδώνυμο Danger Mouse ή με τον MF DOOM, είτε ως το ½ των neo-soul ήχων των Gnarls Barkley ή ως παραγωγός του "Demon Days" των Gorillaz, του "Modern Guilt" του Beck και του " Dreamt for Light Years in the Belly of a Mountain" των Sparklehorse.
Τι να θέλουν αυτοί οι δύο τύποι καλλιτεχνών, σχεδόν αντίθετων
κατευθύνσεων, μαζί σε έναν δίσκο; Τι προσπαθούν και τι τελικά καταφέρνουν;
Συνυπάρχουν ή μήπως η δράση του ενός προκαλεί μεγαλύτερη αντίδραση από τον
άλλον;
Broken
Bells ονομάζουν το ντουέτο τους, με τον Mercer στις κιθάρες
και στα φωνητικά, τον Burton στα τύμπανα και τα υπόλοιπα εφέ, παρουσιάζοντας το
ομώνυμο ντεμπούτο τους μέσω της Columbia. Ο
δίσκος ξεκινάει κυριολεκτικά με τον ιδανικότερο τρόπο. Το εισαγωγικό "The High Road" είχε φθάσει στα αυτιά μας από τα τέλη
Δεκεμβρίου γεννώντας μας προσδοκίες για κάτι καλό, αποδεικνύοντας πως η τομή
των δύο συνόλων που αποτελούν τους B.B δεν είναι κενή. Το συναίσθημα του Mercer, η γλυκιά φωνή και ο 100% εκφραστικός
τρόπος που τραγουδάει σε αργούς στρογγυλεμένους ρυθμούς του Burton αποκαλύπτουν τον τρόπο που θα
προσεγγίσουν και οι δύο αυτή την συνεργασία (με κάποια τραγούδια εξαιρέσεις). Ο
δίσκος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον κατά την άποψη μου από το πρώτο άκουσμα.
Το "Citizen"
ίσως η πιο «διαστημική» αλά Flaming
Lips
σύνθεση των δύο, με την φωνή του Mercer
πολύ διαφορετικά δουλεμένη, το "The
Ghost Inside" πιο κοντά στις δουλειές του Burton με τους Gnarls Barkley και τα "Sailing to Nowhere", "Trap Doors" κοντά σε αυτές του Mercer με τους The Shins δεν εκπλήσσουν μεν, αλλά δημιουργούν
ένα κράμα επιρροών, ακουσμάτων και εμπειριών αρκετά ενδιαφέρον.
Θεωρώ πως παρόμοιας υφής δίσκο, αλλά υψηλότερου επιπέδου,
μας παρουσίασαν πέρυσι και οι Bear
In Heaven σε ένα πιο σκοτεινό πλαίσιο,
περισσότερο παγανιστικό και λιγότερο pop, αλλά με ηλεκτρονικά στοιχεία, κιθάρες και εφηβικά
φωνητικά συγκαταλέγοντας το στο προσωπικό μου Top10. Χωρίς τα hip hop φωνητικά να κάνουν την εμφάνιση τους
καθόλου -κάτι που μάλλον θα χάλαγε τα τραγούδια- οι Broken Bells δεν φθάνουν το υψηλότερο επίπεδο απόδοσης
που πιθανά να μπορούσαν και χωρίς να ξεπερνάνε το "πολύ καλό" γράφουν
τουλάχιστον πέντε τραγούδια που θα χαρακτηρίζονταν έτσι. Ένας αξιοπρόσεκτος
σταθμός στις καριέρες και των δύο μελών της μπάντας, λόγω του ενδιαφέροντος που
προκαλεί η αλλαγμένη φωνή του J.M και
τα ιδιαίτερα για την συνολική αισθητική του δίσκου beats του B.J.B.
Υ.Γ.1: Ο δίσκος
υπάρχει σε free
streaming εδώ
Υ.Γ.2:Ο Burton έχει
συνεργαστεί με την Ελληνίδα Helena
Costas των Joker's Daughter τους
οποίους κάποτε είχαμε αναφέρει εδώ
Rating: 8 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Broken Bells @
Myspace
Pages