Wolfmother - Cosmic Egg
1. California Queen/ 2. New Moon Rising/ 3.
White Feather/ 4. Sundial/ 5. In the Morning/ 6. 10,000 Feet/ 7. Cosmic Egg/ 8.
Far Away/ 9. Pilgrim/ 10. In the Castle/ 11. Phoenix/ 12. Violence of the Sun
23 October 2009 - Modular/Intersco
Τι είναι το Cosmic Egg; Ας πούμε ότι, έχεις γυρίσει από την δουλειά, είσαι στο
καναπέ σου και θέλεις να βάλεις κάτι cool να ακούσεις. Να μην σε «πάρει από κάτω», να μην είναι
χαζοχαρούμενο, να μην είναι παλιομοδίτικο αλλά ούτε πολύ brutal, θέλεις κάτι.... just cool. Τότε η λίστα που θα
φτιάξεις σίγουρα θα περιέχει και μερικά κομμάτια από το "κοσμικό αυγό", απλά
και μόνο επειδή είναι ένας cool,
γρήγορος, χορταστικός rock
δίσκος που rollάρει. Αυτό
είναι το "Cosmic Egg".
Ομολογουμένως η επιστροφή στις hard rock εποχές έρχεται σε
αντίθεση με το concept
του τίτλου και του εντυπωσιακού εξωφύλλου. Ο συμβολισμός του αυγού, της
δημιουργίας, της ηρεμίας, της αναγέννησης και του καινούργιου αντιπαραβάλλεται
με τον ήχο του άλμπουμ, την αναβίωση (rip off?) μουσικών που κυκλοφόρησαν, οι περισσότερες, πριν καν
γεννηθούμε. Κανείς δεν μπορεί να τον πει κακό δίσκο. Αμφιλεγόμενο, οπωσδήποτε,
αλλά κακό.... όχι. Είναι ένας δίσκος που ΔΕΝ είναι βαρετός κατά την διάρκεια της
ακρόασης του, αλλά σίγουρα δεν... πάει την μουσική ένα βήμα παρακάτω. Γι' αυτό και είναι δίσκος
παγίδα/αστείο. Θα αφήσεις τον εαυτό σου «στην απέξω» και θα τον κοιτάς με μία,
δικαιολογημένη, επικριτική ματιά ή θα αφεθείς στο ροκ'εν'ρολάρισμα του; Θα
ξενερώσεις με την απλότητά του ή θα κάνεις headbanging με το coolness
του; It's your choice.
Ο δίσκος ξεκινά δυναμικά, με παροξυσμικά riff τα οποία θα μπορούσε να τα έχει
γράψει κάποιος άνθρωπος της εποχής των πρώτων «Homo Proto-Metallius». Αρκετά καλό το intro κομμάτι "California Queen" αλλά
όχι καταπληκτικό. Όχι όσο καταπληκτικό είναι το outro κομμάτι του δίσκου «Violence of the Sun». Αυτό συμβαίνει γιατί έχει συναίσθημα, το μπάσο σε
οδηγεί πανέμορφα στην μέση του τραγουδιού όπου ξεκινά και η κορύφωση του. Θυμάσαι
τους Led Zeppelin; Κάτι τέτοια
κάνανε και δαύτοι. Μια πολύ καλή στιγμή είναι και το "In the Castle", που μου θύμισε τον εκμοντερνισμό και τις εκρήξεις
των White Stripes. Αν θέλεις
κάτι absolutely 70's, τότε το ομώνυμο "Cosmic Egg" σου
δίνει την λύση από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο, σε αντίθεση με το "Sundial" που ξεκινά με μια ωραία bassίλα και συνεχίζει έτσι
χαρντκοροκάδικα όπως ξεκίνησε.
«I see this small town boy now
from a small town family.
He's got to find his way now,
gotta find himself a woman.
With the skill of the people,
he don't wanna be no whipping boy.
Well, the time has come now,
Gotta hit the highway»
Ο δίσκος αυτός, λοιπόν, ή μπορεί να σε ενθουσιάσει ή μπορεί
να σε αφήσει αδιάφορο. Στις περισσότερες φορές θα σου θυμίζει κάτι. Μουσικές
που έχουν περάσει στο υποσυνείδητο κάθε ροκά/μουσικόφιλου, αλλά μην
παραξενευτείς όμως όταν θα τον ακούσεις σε ροκάδικο ή σε πάρτι και θα σε κάνει να κατεβάσεις το
μπουκάλι της μπύρας μονορούφι. It's
rock after all.
«Υ.γ.: Μπορώ επίσης να ομολογήσω ότι γέλασα όταν πρωτοείδα τον τίτλο. :P »
Rating: 7 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Wolfmother @ Myspace
Wolfmother - new moon rising video
The Dead Weather - Horehound
1. 60 Feet Tall / 2. Hang You From the Heavens / 3. I Cut Like a Buffalo/ 4. So Far From Your Weapon / 5. Treat Me Like Your Mother / 6. Rocking Horse / 7. New Pony / 8. Bone House / 9. 3 Birds / 10. No Hassle Night / 11. Will There Be Enough Water?
13 July 2009 - Third Man
"Και ο Jack White έπλασε τους Dead Weather". Tον Ιανουάριο που μας πέρασε το χαρισματικό παιδί της garage σκηνής που ό,τι πιάνει γίνεται χρυσός, αποφασίζει λοιπόν να συγκροτήσει μια μπάντα από τις πιο επιβλητικές φιγούρες της new rock: Dean Fertita (Queens of the Stone Age),
Jack Lawrence (the Raconteurs, the Greenhornes)
και φυσικά την ανυπέρβλητη frontwoman των Kills, Alison Mosshart. Σε δελεάζουν από μόνα τους τα μέλη
να ακούσεις το δίσκο. Όμως μην περιμένεις να ακούσεις μόνο τις κιθαριστικές
ικανότητες του White, το progressive βούισμα των QOTSA και την ψυχεδελική χροιά της Αlison (χώθηκε πάλι, αλλά την χαιρόμαστε).
Μην προσπαθήσεις να φανταστείς απλά το αποτέλεσμα τους, είναι απρόσιτο. Horehound. Ίσως από τα καλύτερα επιτηδευμένα
πειράματα "συνάντησης" μουσικών.
..Βουβές
φωνές, λευκό φόντο με μαύρα πλέγματα. Καμένα κλαριά, αποτέφρωση και υγρά
υπόγεια. Χάραμα. Ταξίδια από το Texas μέχρι το Montreal. Ξηρά ερημικά τοπία, μυρίζει καμένο
ύφασμα από σφαίρα. Ένοπλη φιγούρα, χωρίς πρόσωπο. Με τις επανειλημένες απειλές
της, η Alison επιβάλει
τη σκιερή φιγούρα της. Αραδιάζει τους στίχους με τη σαγηνευτική της βία. Κρατάει
το τσιγάρο της δίπλα στο μικρόφωνο και μεταφέρει στη μουσική τη ζάλη της.
Ύστερα μπαίνει στον εφιάλτη σου. Έχει σταθεί στο σταυροδρόμι παραδείσου και κόλασης. "I'd
like to grab you by the hair and hang you
off from the heavens .. I ‘d like to grab you by the hair and drag you to the
devil".
Σε όλο
το εύρος του δίσκου κυριαρχεί μια country ιδέα στολισμένη με ατμοσφαιρικά reefs ενώ τα πιο "εξασκημένα αυτιά
" θα εκτιμήσουν τον ρόλο των πλήκτρων. Θετικό που όλα τα μέλη συμμετέχουν
στα φωνητικά. Ίδια φιλοσοφία, ανόμοια τραγούδια. Κάτι τέτοιο σπανίζει στα σημερινά
groups
μιας και πολύ συχνά
έχουμε δίσκους των δύο singles και με μία σειρά αδιάφορων κομματιών. Μία πολύ καλή διασκευή
του Bob Dylan στο New Pony, ενώ το reef στα μέσα του "Treat me like your mother" σαφώς και δεν περνά απαρατήρητο. Είναι
γεγονός ότι θα προτιμούσαμε να έχουμε τον White πιο συχνά στις κιθάρες παρά στα drums. Συνοπτικά, το όλο επίτευγμα είναι
ικανοποιητικά καλό.
Και οι
λάτρες των Kills, αλλά περισσότερο των White Stripes θα εκτιμήσουν το δίσκο αυτό. Και
είναι ουκ ολίγοι αυτοί που έχουν γεμίσει τα live τους αλλά και έχουν διασκευάσει
κομμάτια του White -
το "Seven Nation Army" έχει καταλάβει θέση στα υψηλότερα βάθρα του
εναλλακτικού ροκ -. Βέβαια, όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε το κοινό της
βρετανικής indie, συνήθως απορρίπτει την κάθε αμερικανιά. Εδώ όμως θα γίνει σίγουρα
εξαίρεση καθώς ο δίσκος αυτός εξευγενίζει την αδεξιότητα που συχνά
παρουσιάζεται στα "anti-brits".
Ξεκινήστε να ακούτε το δίσκο από το "3 Birds" - Καλή ακρόαση.
Rating: 7,5 / 10
Φωτεινή Κολαΐτη
The Dead Weather official
The Dead Weather - treat me like your mother video
13th Monkey - Redefining the Paradigm of Bang
1.Aktrus
/ 2.Cedera / 3.Oropax / 4.Mister 29 / 5.Yakis / 6.Anality / 7.Monkey Bites / 8.Axyt
/ 9.Tremor(live) / 10.A500
October 2009 - Hands
Records
Αγαπητές Δισκογραφικές,
Παρακαλείσθε να σταθεροποιήσετε λίγο
το ρυθμό των καλών κυκλοφοριών. Δεν είναι δυνατόν να βγάζετε μέσα σε έναν μήνα
τόσα καλά άλμπουμ όσα βγάλατε στους 6 προηγούμενους. Αναγκαζόμαστε εμείς, οι
πτωχοί συντάκτες (:P), να προσπερνάμε πολύ όμορφα
πράγματα (Rotersand, Empusae) όταν κάνουμε τις επιλογές μας για τις
μουσικοκριτικές.
Και θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης για
τα κριτήρια με τα οποία επιλέξαμε το Redifining
the
Paradigm
of
Bang. Ένα άλμπουμ tecnoise. Οκ, πόσα να πεις, όταν το άλμπουμ είναι
προσανατολισμένο για τα dance
floors, δεν έχει πραγματικά στίχους, ούτε κάποια τρομερή
εξέλιξη κατά τη διάρκειά του; Εντάξει, αλλά δεν πάει άλλο αυτή η δουλειά! Για
τον ίδιο λόγο προσπέρασα στο παρελθόν ένα σωρό πολύ καλά χορευτικά cd (Noisuf-X, S.A.M, Punch Inc) - από κάπου πρέπει να αρχίσουμε!
Ας αρχίσω λοιπόν. Στα μάτια μου, ένα
cd στο tecnoise, το TBM ή λοιπές παραπλήσιες μίξεις industrial και χορευτικών ειδών, κρίνεται γενικά από τα εξής:
την παραγωγή, την αποτελεσματικότητα των κομματιών στο dancefloor και την πρωτοτυπία των συνθέσεων. Στο πρώτο, η 13η
Μαϊμού έχει εμπειρία: όχι μόνο δεν είναι το πρώτο τους άλμπουμ, αλλά και το ένα
μέλος είναι παλιά καραβάνα στους Kiew. Το beat είναι
γεμάτο, οι θόρυβοι γεμίζουν σωστά τις συχνότητες και σε κάθε κομμάτι
καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν ένα καινούριο φρέσκο συνθ μπροστά και κάποιους
όμορφους τρομακτικούς ήχους στο βάθος, που δένουν το κομμάτι: ό,τι κάνει ένα
καλό tecnoise cd να ξεχωρίζει από ένα απλό techno cd.
Στο θέμα της αποτελεσματικότητας στο
dancefloor, είναι αξιοζήλευτοι: από τα 10 κομμάτια, τουλάχιστον
τα 6 θα μπορούσαν να γίνουν club
hits, αλλά θα προτιμούσα τα acid synths του Cedera, τα 12 λεπτά industrial εξέλιξης του Monkey Bites και τον πλούτο θορύβων του Axyt. Τέλος, στην πρωτοτυπία, πέρα από τους θορύβους,
μένει πάντα λίγος χώρος για περιθώρια ελιγμών στο είδος: οι 13th
Monkey τον γεμίζουν με μια μαεστρία στο χειρισμό των oscillators και γενικά της κονσόλας τους. Καταφέρνουν να
αλλοιώνουν τους ήχους τους με ένα σωρό τρόπους, και έτσι ακούγονται πολύ
λιγότερο επαναλαμβανόμενοι από κάποιες παλιές καραβάνες (βλ. Sonar). Το τελικό αποτέλεσμα έχει - ηθελημένα - μια
αίσθηση live, με τους δυο καλλιτέχνες να
προσεγγίζουν τα κομμάτια τους σαν dj, και
να κάνουν αυτό που ο ακροατής-χορευτής θα ήθελε.
Δεν νομίζω να περιμένατε κάτι
παραπάνω (στίχο, μελωδία, ή κάποια πολύ μελαγχολική ή γλυκιά ατμόσφαιρα): εδώ
έχουμε αγνό, δουλεμένο θόρυβο, για όσους νιώθουν ακόμα την σωματική ανάγκη να
χορέψουν μέχρι να πονάει όλο τους το σώμα, χωρίς όμως να ικανοποιούνται από
αναμασημένους ήχους.
Rating: 7,5 / 10
tec-goblin
13th Monkey @ Myspace
Richard Hawley - Truelove's Gutter
1.As the Dawn Breaks/ 2. Open Up Your Door/ 3. Ashes on the Fire/ 4. Remorse Code/ 5. Don't Get Hung Up In Your Soul/ 6. Soldier On/ 7. For Your Lover, Give Some Time/ 8. Don't You Cry
21 September 2009 - Mute
Κακόβουλος (και δήθεν ψαγμένος ακροατής) -
Richard Hawley.
Χμμ. Αναμφίβολα ένας αξιόλογος καλλιτέχνης. Δυστυχώς όμως τόσα χρόνια δεν έχει
ακολουθήσει παρά την πεπατημένη κλασική πορεία στο καλλιτεχνικά μουσικό
στερέωμα. Και εξηγούμαι. Όπως κάθε έφηβος έτσι και ο Ριχάρδος υπήρξε ρομαντικός
επαναστάτης. Τρανή απόδειξη το πρώτο του συγκρότημα οι Treebound Story. Στη συνέχεια
ακολουθώντας τα trends
της αρχής των 90's
πέρασε και την britpop
φάση της ζωής του με τους Longpigs (παίζοντας όμως στην Β' κατηγορία της Αγγλικής
σκηνής), μέχρι το 2001 όπου είδε κι απόειδε και αποφάσισε να ξεκινήσει solo καριέρα. Κυκλοφορεί ένα
μικρό αριστούργημα ονόματι Coles Corner και στη συνέχεια ξεπουλήθηκε γράφοντας έναν
εμπορικότατο δίσκο που στην καλύτερη των περιπτώσεων περιείχε ερωτικά
σαχλοτράγουδα βγαλμένα από διαφημίσεις μεταμοντέρνας μα τόσο banal σοκολάτας. Η συνέχεια προφανώς
ήταν και είναι καταδικασμένη. Ναι, καλά το κατάλαβες, με το Truelove's Gutter κάνει την (προ πολλού) αναμενόμενη cliché (για σαραντάρη μουσικό) στροφή προς κάποια "σκοτεινή"
ωριμότητα. Και τι δεν επιστράτευσε για να εντυπωσιάσει. Λύρες, waterphones μέχρι και μουσικό
πριόνι ο αθεόφοβος, μπλα,μπλα,μπλα...
Μέσος σημερινός ακροατής (ναι αυτός που ακούει τα πρώτα
20 δευτερόλεπτα κάθε κομματιού ψάχνοντας απεγνωσμένα να ανακαλύψει το καινούριο
Last Night)
- Τι ξενέρα είναι αυτή ρε παιδιά;
Αντικειμενικός fan του κυρίου Ηawley (βλ. εγώ) - "Η
παράδοση δεν αλλάζει εύκολα. Έτσι λοιπόν όπως όλα δείχνουν κάθε δεύτερο
φθινόπωρο ο εν λόγω τροβαδούρος θα μας καλομαθαίνει με μια καινούργια του
δουλειά". Τουλάχιστον αυτά σκεφτόμουν καθ' οδών προς το δισκοπωλείο. Ο δίσκος
πάρθηκε, η ιεροτελεστία απαράλλακτη εδώ και 8 χρόνια. Απομονώνομαι στο δωμάτιο.
Πατάω το start. 55
περίπου λεπτά μετά η ώρα του stop.
Μεγάλη η απογοήτευση. Τίποτα παραπάνω από έναν μη κακό, μα παντελώς αδιάφορο
δίσκο. Οκτώ γλυκανάλατα εκνευριστικά τραγούδια μεγάλης αργόσυρτης διάρκειας,
δίχως πάθος, δίχως ρομαντισμό. Μια μινιμαλιστική όσο δεν πάει παραγωγή κι ένας Hawley ανίκανος
να σε ταξιδέψει έστω μέχρι το πολυαγαπημένο του Sheffield.
Αδυνατώντας βέβαια να αποδεχτώ τόσο εύκολα όλα τα παραπάνω,
ξανάβαλα τον δίσκο να παίξει. Και τον ξανάβαλα. Και τον ξανάβαλα. Και τον
ξανάβαλα. Και συνεχίζω ακόμα στον ίδιο ρυθμό, μία βδομάδα μετά.
Η σταδιακή συνειδητοποίηση της ομορφιάς ενός δίσκου είναι
σίγουρα ένα από τα πιο γοητευτικά χαρίσματα της μουσικής. Είναι εξάλλου αυτές
οι στιγμές που καταλαβαίνεις (για ακόμα μία φορά) ότι κάτι το απρόσμενο ή
καινούργιο (που τι πιο εύκολο από το να το κατακρίνεις) κρύβει μερικές φορές εικόνες και λόγια που πάντα έψαχνες. Κι
όμως είναι όλα τόσο απλοϊκά...
Κάπως έτσι σιγά σιγά κάποιο νόημα εμφανίζεται Αs the down breaks, και το πολυπόθητο ξέσπασμα (Open up your door) φανερώνεται. Στίχοι απλοί, στίχοι ρομαντικά αθώοι και
πάντα κάπου στη μέση ένα συννεφιασμένο μα τόσο απολαυστικό Sheffield.Kι όλα αυτά μέσα από την φωνή του Richard Hawley,που
είναι και το "κυρίαρχο'' όργανο του δίσκου. Ηγείται άλλοτε μελαγχολικών, άλλοτε
σπαραξοκάρδιων, άλλοτε απλά ειλικρινών μελωδιών "για τον παλιό καλό καιρό" (Scott Walker, Lee Hazlewood). Η απλότητα σε όλο
της το μεγαλείο - με μία κιθάρα και στο βάθος ό,τι θες να φανταστείς. Κι εκεί
που έρχεται η ώρα να βαρεθείς έρχεται ο καταθλιπτικός καταιγισμός του Soldier on για να
σε καθησυχάσει ανοίγοντας τον δρόμο για τον καλύτερο ίσως επίλογο που έγραψε ποτέ ο Hawley, μέσα από ένα δεκάλεπτο
ονειρικό ταξίδι που ακούει στο όνομα Don't you cry.
Ίσως όλα είναι μία καλοστημένη υπερβολή. Ίσως πάλι να είναι
ένα ανοσιούργημα. Ναι γιατί όχι; Η υποκειμενικότητα της τέχνης πάντα
συναρπάζει. Σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος δίσκος του, ούτε όμως κι ο
χειρότερος. Ποτέ δεν θα χαρακτηριστεί ως αριστούργημα. Εξάλλου ο Richard Hawley ποτέ δεν είχε ιδιαίτερα ματαιόδοξους (μουσικά
τουλάχιστον) στόχους. Γι' αυτό και πάντα θα μας προσφέρει όμορφους και κυρίως
ειλικρινείς δίσκους απ' το πρώτο μέχρι το τελευταίο κομμάτι.
Rating: 7/ 10
Ιωάννης Κούσης
Richard Hawley @ Myspace
Richard Hawley - for your lover give some time video
Pearl Jam - Backspacer
1.Gonna See My Friend / 2.Got Some / 3.The Fixer / 4.Johnny Guitar / 5.Just Breathe / 6.Amongst the Waves / 7.Unthought Known / 8.Supersonic / 9.Speed of Sound / 10.Force of Nature / 11.The End
22 September 2009 - Universal
Έχουν περάσει ήδη 18 χρόνια από τότε που οι Pearl Jam μας κέρασαν για πρώτη φορά την "μαργαριταρένια μαρμελάδα" τους. Από τα
μεγαλύτερα ονόματα της grunge σκηνής του Seattle που άνθησε την δεκαετία του ‘90. Το μόνο συγκρότημα από εκείνη
τη σκηνή που έμεινε μεγάλο και δεμένο μέχρι και σήμερα! Συγκρότημα που τα album που κυκλοφορεί πάνε κατευθείαν στο
Νο1. Συγκρότημα που όπου και αν παίζει γεμίζει γήπεδα. Συγκρότημα με πολιτικούς
στίχους και άποψη. Συγκρότημα που, όμως, εδώ και χρόνια, δεν έχει κυκλοφορήσει
ένα album αντάξιο
του Ten του 1991, ένα album που το ρουφάς από την αρχή μέχρι
το τέλος.
Έτσι λοιπόν, λίγο αδιάφορα και επηρεασμένος από την εδώ και
χρόνια μέτρια απόδοση του group, πάτησα το play για να ακούσω το Backspacer, το 9ο album των Pearl Jam. Για να ανακαλύψω τα 2-3 καλά
κομμάτια του album. Αν τα έβρισκα και αυτά. Όμως για μισό λεπτό. Γρήγορα τελείωσε ο
δίσκος. Μα πόσο διαρκεί; 37 λεπτά. Όχι και πολύ. Αλλά όχι και λίγο για να κυλήσει
σα χείμαρρος στα ακουστικά και νοητικά μου αυλάκια. Μήπως να το ακούσω και άλλη
μια φορά; Τελικά το άκουσα πολλές φορές. Όχι μόνο εκείνη την ημέρα, αλλά και αρκετές
ακόμα. Το Backspacer είναι ένας rock δυναμίτης 11 δεσμίδων. Δεν έχει το super hit που θα αφήσει ιστορία, ωστόσο είναι διαβολεμένα
ισορροπημένο, κάτι που σήμερα, στην εποχή των πολλών κυκλοφοριών και του downloading δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Παρά
την μικρή του διάρκεια, πρόκειται για ένα γεμάτο album και η προσπάθεια να βρεις κομμάτια
που δεν ξεχωρίζουν φαντάζει δύσκολη, μιας και κανένα τραγούδι δεν δείχνει να
έχει γραφτεί απλά για να συμπληρώσει τον δίσκο. Εντούτοις, ένα σκαλοπάτι
παραπάνω από τα άλλα βρίσκεται το σαρωτικό "Got
Some", το πρώτο single "The Fixer" που σε ξεσηκώνει, το εξαιρετικό και
συναισθηματικό "Just Breathe", το "Unthought Known" που σε παίρνει από το
χέρι και σε οδηγεί στη κορύφωση, το υπερηχητικό "Supersonic" που σε
απογειώνει, το ρυθμικό "Force of Nature",
η αιθέρια και μελαγχολική μπαλάντα "The
End". Μεστό, δυνατό, αγνό και καθαρό rock. Αυτό είναι το Backspacer. Μια rock καταιγίδα. Και ταυτόχρονα απλό. Γιατί
κάτι πρέπει να είναι πολύπλοκο για να είναι ωραίο;
Όσοι ψάξουν
να βρουν πολιτικούς στίχους και μηνύματα στο Backspacer, όπως στα δύο
προηγούμενα album του group, θα απογοητευτούν. Ο Bush είναι πλέον
παρελθόν από τον Λευκό Οίκο,
έχει ήδη αναλάβει ο Obama και στην Αμερική υπάρχει ένα κλίμα ευφορίας.
Ο ίδιος ο Vedder έχει παραδεχτεί πως η εκλογή του Barrack Obama τον ώθησε να γράψει στίχους αισιόδοξους
και πιο ανάλαφρους. Αγγίζει πάντως και καυτά κοινωνικά ζητήματα, όπως το πρόβλημα
της εξάρτησης από τα ναρκωτικά.
Οι Peal Jam συνεργάζονται ξανά ύστερα από χρόνια
με τον παραγωγό Brendan O' Brien (από
το "Yield" του 1998) θέλοντας να
γυρίσουν πίσω στα απλά και βασικά του rock. Ο Eddie Vedder στο "The Fixer" τραγουδάει
με τη διαχρονικά διαπεραστική φωνή του (που έχουν μιμηθεί πολλοί) "I wanna fight to get it back again" και δείχνει να τα καταφέρνει! Γράφει τους στίχους του
ακόμα σε γραφομηχανή, πατάει το Backspacer (το πλήκτρο επιστροφής στις
γραφομηχανές που βοηθάει στη διόρθωση των λαθών) και προσπαθεί να διορθώσει τη μουσική
μετριότητα των τελευταίων χρόνων. Οι Pearl Jam
επανέρχονται στα πρώτα
δημιουργικά τους χρόνια, μας χαρίζουν έναν από τους καλύτερους rock δίσκους της χρονιάς και ίσως την πιο
πλήρη και σημαντική κυκλοφορία τους από την εποχή του Ten!
Rating: 8,2 / 10
Βαγγέλης Τόμπρας
Pearl Jam Official Site
Imminent - Cask Strength
1.séracs
/ 2.gari / 3.bock / 4.garn / 5.lorsc / 6.teskede / 7.ila / 8.cling / 9.rubbs / 10.droak
/ 11.ébat / 12.thal
Ant-Zen - Οκτώβριος 2009
Είχαμε αναφέρει για την επιστροφή ιερών τεράτων του
ηλεκτρονικού ήχου, και όχι, ο λόγος δεν ήταν μόνο για τον Tiësto. Πιθανότατα
το μεγαλύτερο νέο της χρονιάς για τους φίλους του σκληρού industial ήχου είναι η επιστροφή του Imminent.
Ναι, δεν είχε σταματήσει ποτέ να γράφει μουσική. Αλλά
καμία από τις συνεργασίες του με τον Synapscape (για παράδειγμα), δεν είχε κάνει τον πάταγο που
έκανε το 1999 το Nord,
και ακόμα νωρίτερα το Lost
Highway, ένα από τα λίγα «κλασσικά» club friendly
κομμάτια της ιστορίας του power
noise.
Επί δέκα χρόνια, λοιπόν, το πάλευε. Επί δέκα χρόνια
προσπαθούσε να επανεφεύρει τον εαυτό του, να ξεφύγει από τη συνταγή του Nord (απλές θλιμμένες μελωδίες στο βάθος, γρήγορο σκληρό
σφυροκόπημα με πολύ σύνθετες drumlines
μπροστά). Άφηνε το αποτέλεσμα να ωριμάζει. Δεν βιαζόταν: κανείς δεν ακολουθούσε
τα χνάρια του. Όποτε και να κυκλοφορούσε το δίσκο, θα ακουγόταν φρέσκος.
Προφανώς είχα μεγάλη αγωνία όταν άνοιξα την ξύλινη
κασετίνα. Αφήστε που το cd είχε φύγει
από το περίτεχνα σκαλισμένο προστατευτικό και είχε κάνει πολλές βόλτες πάνω στο
ξύλο, οπότε ήταν θαύμα που έπαιζε ακόμα ;). Και αυτό που άκουσα ήταν... αυτό που
περίμενα, και όχι. Διότι ναι, αναγνωρίζεται η συνταγή του σε απίστευτα σκληρά
κομμάτια, όπως το Teskede
και το Ila. Ακόμα και εκεί, όμως, είναι αλλαγμένη, λιγότερο
θλιμμένη, πιο εξυψωτική, με πιο σύνθετα drones. Αναγνωρίζονται οι συνεργασίες με τον Synapscape
στους οξείς ήχους του Rubbs. Και μόνο με αυτά τα κομμάτια, θα ήμουν χαρούμενος.
Όμως, δεν σταματάει εκεί. Αυτά τα 12
κομμάτια είναι μια επιλογή των καλύτερων πειραμάτων που έκανε όλα αυτά τα
χρόνια, και δεν θα περιορίζονταν σε γνωστούς ήχους. Σίγουρα υπάρχουν οι
αναφορές στο breakcore (Bock), αλλά
η κακοφωνία των συνθ ενός Droak, για παράδειγμα δεν έχει κανένα προηγούμενο που να
γνωρίζω. Το ομορφότερο κομμάτι του δίσκου, το Lorsc, μπορεί να βασίζεται σε ελαφρώς tribal ρυθμούς που συνοδεύουν μια ωραία μελωδία, στο στυλ
του Empusae, αλλά η μελωδία είναι απείρως πιο ανεπτυγμένη,
αναπάντεχη, και φέρνει στο μυαλό μια σκηνή στην άγρια δύση, και όχι έναν ναό
της Κεντρικής Αμερικής.
Δεν έχει νόημα να απαριθμήσω όλα τα
ενδιαφέροντα κομμάτια και όλες τις πτυχές του δίσκου. Είναι τόσο πολυεπίπεδος
και πλούσιος σε ιδέες που είναι απορίας άξιο το πώς καταφέρνει να διατηρεί μια
συνοχή. Σκέτη απόλαυση!
Rating: 8,3 / 10
tec-goblin
Imminent @ Myspace
{mosimage}Porcupine Tree - The Incident
Disc 1: I. Occam's Razor/ II. The Blind House/ III. Great Expectations/ IV. Kneel and Disconnect/ V. Drawing the Line/ VI. The Incident/ VII. Your Unpleasant Family/ VIII. The Yellow Windows of the Evening Train/ IX. Time Flies/ X. Degree Zero of Liberty / XI. Octane Twisted/ XII. The Séance/ XIII. Circle of Manias/ XIV. I Drive the Hearse Disc 2. 1. Flicker/ 2. Bonnie the Cat/ 3. Black Dahlia/ 4. Remember Me Lover
14 September 2009 - Roadrunner Records
Δισκογραφικά οι Porcupine Tree ξεκίνησαν το 1991 - αν και η ιστορία τους ξεκινά το 1987 όταν ο Steven Wilson δημιουργεί μια μπάντα ονόματι ΝΟ-ΜΑΝ και ένα side project που έμελλε να είναι η βασική του ενασχόληση, τους Porcupine Tree. Έκτοτε η παραγωγή μουσικών διαμαντιών δε σταμάτησε. Το να έχεις διαρκή δημιουργική διάθεση είναι κάτι. Το να καταφέρνεις αυτή να έχει πάντα αποτελέσματα προσεγμένα στην εντέλεια και διαρκώς εμπνευσμένα, όμως, είναι το μεγάλο στοίχημα. Και οι PT το στοίχημα αυτό το κερδίζουν. Οτιδήποτε κάνουν είναι άρτιο, τόσο από άποψη παραγωγής (ηχητικά και artwork), όσο και από την Live απόδοση του υλικού τους. H ηγετική μορφή των PT είναι ο αυτοδίδακτος μουσικός, κύριος Steven Wilson. Τι να πρωτοπεί κανείς για αυτόν. Πρόκειται για μια μουσική ιδιοφυία, κατ εμέ, για τον αντιπροσωπευτικότερο και χαρισματικότερο πρεσβευτή της prog rock σκηνής και, το σημαντικότερο, ένα τελειομανή καλλιτέχνη. Με το που έρχεται στα χέρια και στα αυτιά σου η κάθε δουλειά του, είτε σ'αρέσει είτε όχι δε μπορείς παρά να σκεφτείς πως αυτός είναι ένας καλλιτέχνης που σέβεται τόσο τον ακροατή όσο και την τέχνη που υπηρετεί.
To "Incident", το νέο διπλό τους άλμπουμ, δεν αποτελεί εξαίρεση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι PT. Στο πρώτο από τα δύο μέρη συναντάμε ένα concept δίσκο αποτελούμενο από ένα κομμάτι χωρισμένο σε 14 επιμέρους τμήματα! Σύμφωνα με τον ίδιο τον Wilson η αρχική σύλληψη προέκυψε όταν βρέθηκε μπροστά σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και αισθάνθηκε το πνεύμα ενός εκ των θυμάτων να κάθεται δίπλα του στο αυτοκίνητο: «Μια πινακίδα της αστυνομίας έγραφε incident (=περιστατικό), κάτι που τελικά μπορεί να είναι μια τραυματική έως καταστροφική εμπειρία για τους ανθρώπους που εμπλέκονται», ανέφερε. Κάποια συμβάντα μας αλλάζουν δραματικά, υποχρεώνοντας μας να δούμε τη ζωή μας, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, τους φόβους μας, ακόμα και τον ίδιο μας το θάνατο, διαφορετικά. Αυτό ήταν η αφετηρία και η κεντρική ιδέα πάνω στην οποία στηρίχτηκε ο δίσκος.
Ας πάρουμε τα πράγματα με κάποια σειρά. Το ατού του Wilson πότε δεν βρισκόταν στο στιχουργικό κομμάτι. Δεν έπλαθε ιστορίες τόσο άξιες αναφοράς. Tο ίδιο συμβαίνει και εδώ. Εξαίρεση αποτελούν οι στίχοι που αναφέρονται σε πιο καθημερινές καταστάσεις («hate song», «she's moved on» από το Lightbulb Sun του 2000) παρά σε πιο αφηρημένες.
Συνθετικά αυτό που παρατηρώ με τις πρώτες 4-5 ακροάσεις - δυο εκ των οποίων στη «σωστή» ένταση, γιατί οι γείτονες δεν είναι fan δυστυχώς - είναι ότι μετά από δυο πολύ δυνατά άλμπουμ που φλέρταραν με το metal σε αρκετές στιγμές («Deadwing» του 2005 και «Fear of a blank planet» του 2007), σαν κάπου να γίνεται μια στροφή προς τις prog rock εποχές του «Signify»(1996).Τα δυνατά riffs υπάρχουν βέβαια και εδώ («Blind House», «Incident», «Octane Twisted»), όμως σίγουρα έχουν αραιώσει και η prog ατμόσφαιρα σαφώς κυριαρχεί («Great Expectations»). Προσωπικά βέβαια αυτό καθόλου δε με ενοχλεί γιατί πιστεύω ότι οι καλύτερες συλλήψεις τους δεν είναι απαραίτητα «με το γκάζι πατημένο». Μακράν καλύτερη στιγμή θεωρώ πως είναι το «Drawing the line» όπου φέρνει αρκετά στο μυαλό το ασύλληπτο «Arriving somewhere but not here» («Deadwing»-2005). Πολύ καλή σύνθεση αποτελεί και το ομώνυμο κομμάτι (ψυχεδελική electro με αρκετά metal σημεία), εξαιρετική στιγμή το «Octane twisted» που βρίσκεται στα όρια μεταξύ Progressive και metal (εύκολο για τους PT να κινούνται σ'αυτά τα πλαίσια), ενώ στην τετράδα που ξεχωρίζει θα έβαζα και το σχεδόν 12λεπτό «Time Flies» (στιχουργικά είναι ένας φόρος τιμής σε καλλιτέχνες όπως οι Beatles, ο Hendrix και όλους όσους τους επηρέασαν μεγαλώνοντας), αν και νομίζω πως λιγάκι το ...παρατραβάνε. Εδώ οι κιθάρες παραπέμπουν κατευθείαν στους Pink Floyd, η αύρα των οποίων κυριαρχεί σε όλο το album, προδίδοντας τη βασική τους επιρροή.
Τα τέσσερα κομμάτια στο δεύτερο μέρος του άλμπουμ είναι εκτός του concept του άλμπουμ και ορθώς τοποθετούνται ξεχωριστά και στο cd, αλλά και στο βινύλιο. Δύο από αυτά θεωρώ πώς είναι εξαιρετικές στιγμές. Το ένα είναι είναι το «Bonnie the cat» που αναδεικνύει το απίστευτο ταλέντο του drummer Gavin Harrison, ενώ οι metal στιγμές συνδυασμένες με κάποιες ανατολίτικες μελωδίες δίνουν μια «εκστατική» ατμόσφαιρα στο κομμάτι. Το δεύτερο είναι το «Remember me lover», μια κλασσική PORCUPINE-ική μπαλάντα, με υπέροχα ξεσπάσματα. Βέβαια, κάτι μου θυμίζει αλλά όσο γράφω αυτές τις γραμμές δε λέει να μου έρθει στο μυαλό.
Το συμπέρασμα ποιο είναι? Δύσκολη απάντηση. Αρχικά θα πω ότι για άλλη μια φορά κράτησαν σε όλους τους τομείς που τους χαρακτηρίζουν πολύ υψηλά τα standards τους. Μετά από τόσες αλλαγές στο μουσικό τους ύφος- ξεκίνησαν παίζοντας ψυχεδέλεια με πολλά ambient στοιχεία, πέρασαν στο καθαρά progressive rock και κατέληξαν να φλερτάρουν με το metal χωρίς πότε να χάσουν την έμπνευση και την ταυτότητα τους. Ειλικρινά δε πιστεύω ότι θα απογοητεύσουν τους οπαδούς τους με το Incident.
Δε ξέρω αν σε λίγα χρόνια θα το βάλω δίπλα στις κορυφαίες στιγμές τους, όπως το Lightbulb Sun, το Deadwing και το Voyage 34 (η απαραίτητη σύνδεση με το «παρελθόν» τους), αλλά σίγουρα δε θα πάψω ποτέ να το ακούω. Για εκείνους που διαβάζουν αυτές τις γραμμές και δεν έχουν έρθει σε επαφή με τους Porcupine Tree, τα τρία προαναφερθέντα άλμπουμ είναι μάλλον πιο ενδεδειγμένη αφετηρία για το ταξίδι στον κόσμο τους. Πάντως αν έπρεπε να αναφέρω ένα μουσικό ήρωα της γενιάς μου, άνθρωπο με τον όποιο μεγάλωσα μαζί, σίγουρα ο βασικότερος υποψήφιος είναι ο Steven Wilson και η παρέα του.
Porcupine Tree - The Incident
Disc 1: I. Occam's Razor/ II. The Blind
House/ III. Great Expectations/ IV. Kneel and Disconnect/ V. Drawing the Line/
VI. The Incident/ VII. Your Unpleasant Family/ VIII. The Yellow Windows of the
Evening Train/ IX. Time Flies/ X. Degree Zero of Liberty / XI. Octane Twisted/ XII. The
Séance/ XIII. Circle of Manias/ XIV. I Drive the Hearse Disc 2. 1.
Flicker/ 2. Bonnie the Cat/ 3. Black Dahlia/ 4. Remember Me
Lover
14 September 2009 - Roadrunner Records
Δισκογραφικά
οι Porcupine Tree ξεκίνησαν το 1991 - αν και η ιστορία τους ξεκινά το
1987 όταν ο Steven Wilson δημιουργεί μια μπάντα ονόματι ΝΟ-ΜΑΝ
και ένα side project που έμελλε να είναι η βασική του ενασχόληση, τους
Porcupine Tree. Έκτοτε η παραγωγή μουσικών διαμαντιών δε σταμάτησε. Το να
έχεις διαρκή δημιουργική διάθεση είναι κάτι. Το να καταφέρνεις αυτή να έχει
πάντα αποτελέσματα προσεγμένα στην εντέλεια και διαρκώς εμπνευσμένα, όμως,
είναι το μεγάλο στοίχημα. Και οι PT το στοίχημα αυτό το κερδίζουν.
Οτιδήποτε κάνουν είναι άρτιο, τόσο από άποψη παραγωγής (ηχητικά και artwork),
όσο και από την Live απόδοση του υλικού τους.
H ηγετική μορφή των PT
είναι ο αυτοδίδακτος μουσικός, κύριος Steven Wilson. Τι να πρωτοπεί κανείς για
αυτόν. Πρόκειται για μια μουσική ιδιοφυία, κατ εμέ, για τον
αντιπροσωπευτικότερο και χαρισματικότερο πρεσβευτή της prog rock σκηνής και, το
σημαντικότερο, ένα τελειομανή καλλιτέχνη. Με το που έρχεται στα χέρια και στα
αυτιά σου η κάθε δουλειά του, είτε σ'αρέσει είτε όχι δε μπορείς παρά να
σκεφτείς πως αυτός είναι ένας καλλιτέχνης που σέβεται τόσο τον ακροατή όσο και
την τέχνη που υπηρετεί.
To "Incident",
το νέο διπλό τους άλμπουμ, δεν αποτελεί εξαίρεση στον τρόπο με τον οποίο
λειτουργούν οι PT. Στο πρώτο από τα δύο μέρη συναντάμε ένα concept δίσκο
αποτελούμενο από ένα κομμάτι χωρισμένο σε 14 επιμέρους τμήματα! Σύμφωνα
με τον ίδιο τον Wilson η αρχική σύλληψη προέκυψε όταν βρέθηκε μπροστά σε ένα
αυτοκινητιστικό δυστύχημα και αισθάνθηκε το πνεύμα ενός εκ των θυμάτων να
κάθεται δίπλα του στο αυτοκίνητο: «Μια πινακίδα της αστυνομίας έγραφε incident
(=περιστατικό), κάτι που τελικά μπορεί να είναι μια τραυματική έως καταστροφική
εμπειρία για τους ανθρώπους που εμπλέκονται», ανέφερε. Κάποια
συμβάντα μας αλλάζουν δραματικά, υποχρεώνοντας μας να δούμε τη ζωή μας, την
απώλεια αγαπημένων προσώπων, τους φόβους μας ,ακόμα και τον ίδιο μας το θάνατο,
διαφορετικά. Αυτό ήταν η αφετηρία και η κεντρική ιδέα πάνω στην οποία
στηρίχτηκε ο δίσκος.
Ας
πάρουμε τα πράγματα με κάποια σειρά. Το ατού του Wilson πότε δεν βρισκόταν στο
στιχουργικό κομμάτι. Δεν έπλαθε ιστορίες τόσο άξιες αναφοράς. Tο ίδιο συμβαίνει
και εδώ. Εξαίρεση αποτελούν οι στίχοι που αναφέρονται σε πιο καθημερινές
καταστάσεις («hate song», «she's moved on» από το Lightbulb
Sun του 2000) παρά σε πιο αφηρημένες.
Συνθετικά αυτό που παρατηρώ
με τις πρώτες 4-5 ακροάσεις - δυο εκ των οποίων στη «σωστή» ένταση, γιατί
οι γείτονες δεν είναι fan δυστυχώς - είναι ότι μετά από δυο πολύ δυνατά
άλμπουμ που φλέρταραν με το metal σε αρκετές στιγμές («Deadwing»
του 2005 και «Fear of a blank planet» του 2007), σαν κάπου να γίνεται
μια στροφή προς τις prog rock εποχές του «Signify»(1996) . Τα δυνατά
riffs υπάρχουν βέβαια και εδώ («Blind House», «Incident», «Octane
Twisted»), όμως σίγουρα έχουν αραιώσει και η prog ατμόσφαιρα σαφώς
κυριαρχεί («Great Expectations»). Προσωπικά βέβαια αυτό καθόλου δε με
ενοχλεί γιατί πιστεύω ότι οι καλύτερες συλλήψεις τους δεν είναι απαραίτητα «με
το γκάζι πατημένο». Μακράν καλύτερη στιγμή θεωρώ πως είναι το «Drawing the
line» όπου φέρνει αρκετά στο μυαλό το ασύλληπτο «Arriving somewhere
but not here» («Deadwing»-2005). Πολύ καλή σύνθεση αποτελεί και
το ομώνυμο κομμάτι (ψυχεδελική electro με αρκετά metal σημεία),
εξαιρετική στιγμή το «Octane twisted» που βρίσκεται στα όρια μεταξύ
Progressive και metal (εύκολο για τους PT να κινούνται σ'αυτά τα
πλαίσια), ενώ στην τετράδα που ξεχωρίζει θα έβαζα και το σχεδόν 12λεπτό «Time
Flies» (στιχουργικά είναι ένας φόρος τιμής σε καλλιτέχνες όπως οι Beatles,
ο Hendrix και όλους όσους τους επηρέασαν μεγαλώνοντας), αν και νομίζω πως
λιγάκι το ...παρατραβάνε. Εδώ οι κιθάρες παραπέμπουν κατευθείαν στους Pink
Floyd, η αύρα των οποίων κυριαρχεί σε όλο το album, προδίδοντας τη βασική τους
επιρροή.
Τα τέσσερα κομμάτια στο
δεύτερο μέρος του άλμπουμ είναι εκτός του concept του άλμπουμ και ορθώς
τοποθετούνται ξεχωριστά και στο cd, αλλά και στο βινύλιο. Δύο από αυτά θεωρώ
πώς είναι εξαιρετικές στιγμές. Το ένα είναι είναι το «Bonnie the cat»
που αναδεικνύει το απίστευτο ταλέντο του drummer Gavin Harrison, ενώ οι
metal στιγμές συνδυασμένες με κάποιες ανατολίτικες μελωδίες δίνουν μια
«εκστατική» ατμόσφαιρα στο κομμάτι. Το δεύτερο είναι το «Remember me lover»,
μια κλασσική PORCUPINE-ική μπαλάντα, με υπέροχα ξεσπάσματα. Βέβαια, κάτι μου
θυμίζει αλλά όσο γράφω αυτές τις γραμμές δε λέει να μου έρθει στο μυαλό.
Το συμπέρασμα ποιο είναι?
Δύσκολη απάντηση. Αρχικά θα πω ότι για άλλη μια φορά κράτησαν σε όλους τους
τομείς που τους χαρακτηρίζουν πολύ υψηλά τα standards τους. Μετά από τόσες
αλλαγές στο μουσικό τους ύφος- ξεκίνησαν παίζοντας ψυχεδέλεια με πολλά ambient
στοιχεία, πέρασαν στο καθαρά progressive rock και κατέληξαν να φλερτάρουν με το
metal χωρίς πότε να χάσουν την έμπνευση και την ταυτότητα τους. Ειλικρινά δε
πιστεύω ότι θα απογοητεύσουν τους οπαδούς τους με το Incident.
Δε ξέρω αν σε λίγα χρόνια
θα το βάλω δίπλα στις κορυφαίες στιγμές τους, όπως το Lightbulb Sun,
το Deadwing και το Voyage 34 (η απαραίτητη σύνδεση με το
«παρελθόν» τους), αλλά σίγουρα δε θα πάψω ποτέ να το ακούω. Για εκείνους που
διαβάζουν αυτές τις γραμμές και δεν έχουν έρθει σε επαφή με τους Porcupine
Tree, τα τρία προαναφερθέντα άλμπουμ είναι μάλλον πιο ενδεδειγμένη αφετηρία
για το ταξίδι στον κόσμο τους. Πάντως αν έπρεπε να αναφέρω ένα μουσικό
ήρωα της γενιάς μου, άνθρωπο με τον όποιο μεγάλωσα μαζί, σίγουρα ο βασικότερος
υποψήφιος είναι ο Steven Wilson και η παρέα του.
Porcupine
Tree - The Incident
Disc 1: I. Occam's Razor/ II. The Blind
House/ III. Great Expectations/ IV. Kneel and Disconnect/ V. Drawing the Line/
VI. The Incident/ VII. Your Unpleasant Family/ VIII. The Yellow Windows of the
Evening Train/ IX. Time Flies/ X. Degree Zero of Liberty / XI. Octane Twisted/ XII. The
Séance/ XIII. Circle of Manias/ XIV. I Drive the Hearse Disc 2. 1.
Flicker/ 2. Bonnie the Cat/ 3. Black Dahlia/ 4. Remember Me
Lover
14 September 2009 - Roadrunner Records
Δισκογραφικά
οι Porcupine Tree ξεκίνησαν το 1991 - αν και η ιστορία τους ξεκινά το
1987 όταν ο Steven Wilson δημιουργεί μια μπάντα ονόματι ΝΟ-ΜΑΝ
και ένα side project που έμελλε να είναι η βασική του ενασχόληση, τους
Porcupine Tree. Έκτοτε η παραγωγή μουσικών διαμαντιών δε σταμάτησε. Το να
έχεις διαρκή δημιουργική διάθεση είναι κάτι. Το να καταφέρνεις αυτή να έχει
πάντα αποτελέσματα προσεγμένα στην εντέλεια και διαρκώς εμπνευσμένα, όμως,
είναι το μεγάλο στοίχημα. Και οι PT το στοίχημα αυτό το κερδίζουν.
Οτιδήποτε κάνουν είναι άρτιο, τόσο από άποψη παραγωγής (ηχητικά και artwork),
όσο και από την Live απόδοση του υλικού τους.
H ηγετική μορφή των PT
είναι ο αυτοδίδακτος μουσικός, κύριος Steven Wilson. Τι να πρωτοπεί κανείς για
αυτόν. Πρόκειται για μια μουσική ιδιοφυία, κατ εμέ, για τον
αντιπροσωπευτικότερο και χαρισματικότερο πρεσβευτή της prog rock σκηνής και, το
σημαντικότερο, ένα τελειομανή καλλιτέχνη. Με το που έρχεται στα χέρια και στα
αυτιά σου η κάθε δουλειά του, είτε σ'αρέσει είτε όχι δε μπορείς παρά να
σκεφτείς πως αυτός είναι ένας καλλιτέχνης που σέβεται τόσο τον ακροατή όσο και
την τέχνη που υπηρετεί.
To "Incident",
το νέο διπλό τους άλμπουμ, δεν αποτελεί εξαίρεση στον τρόπο με τον οποίο
λειτουργούν οι PT. Στο πρώτο από τα δύο μέρη συναντάμε ένα concept δίσκο
αποτελούμενο από ένα κομμάτι χωρισμένο σε 14 επιμέρους τμήματα! Σύμφωνα
με τον ίδιο τον Wilson η αρχική σύλληψη προέκυψε όταν βρέθηκε μπροστά σε ένα
αυτοκινητιστικό δυστύχημα και αισθάνθηκε το πνεύμα ενός εκ των θυμάτων να
κάθεται δίπλα του στο αυτοκίνητο: «Μια πινακίδα της αστυνομίας έγραφε incident
(=περιστατικό), κάτι που τελικά μπορεί να είναι μια τραυματική έως καταστροφική
εμπειρία για τους ανθρώπους που εμπλέκονται», ανέφερε. Κάποια
συμβάντα μας αλλάζουν δραματικά, υποχρεώνοντας μας να δούμε τη ζωή μας, την
απώλεια αγαπημένων προσώπων, τους φόβους μας ,ακόμα και τον ίδιο μας το θάνατο,
διαφορετικά. Αυτό ήταν η αφετηρία και η κεντρική ιδέα πάνω στην οποία
στηρίχτηκε ο δίσκος.
Ας πάρουμε τα πράγματα με
κάποια σειρά. Το ατού του Wilson πότε δεν βρισκόταν στο στιχουργικό κομμάτι.
Δεν έπλαθε ιστορίες τόσο άξιες αναφοράς. Tο ίδιο συμβαίνει και εδώ. Εξαίρεση
αποτελούν οι στίχοι που αναφέρονται σε πιο καθημερινές καταστάσεις («hate
song», «she's moved on» από το Lightbulb Sun του
2000) παρά σε πιο αφηρημένες .
Συνθετικά αυτό που παρατηρώ
με τις πρώτες 4-5 ακροάσεις - δυο εκ των οποίων στη «σωστή» ένταση, γιατί
οι γείτονες δεν είναι fan δυστυχώς - είναι ότι μετά από δυο πολύ δυνατά
άλμπουμ που φλέρταραν με το metal σε αρκετές στιγμές («Deadwing»
του 2005 και «Fear of a blank planet» του 2007), σαν κάπου να γίνεται
μια στροφή προς τις prog rock εποχές του «Signify»(1996) . Τα δυνατά
riffs υπάρχουν βέβαια και εδώ («Blind House», «Incident», «Octane
Twisted»), όμως σίγουρα έχουν αραιώσει και η prog ατμόσφαιρα σαφώς
κυριαρχεί («Great Expectations»). Προσωπικά βέβαια αυτό καθόλου δε με
ενοχλεί γιατί πιστεύω ότι οι καλύτερες συλλήψεις τους δεν είναι απαραίτητα «με
το γκάζι πατημένο». Μακράν καλύτερη στιγμή θεωρώ πως είναι το «Drawing the
line» όπου φέρνει αρκετά στο μυαλό το ασύλληπτο «Arriving somewhere
but not here» («Deadwing»-2005). Πολύ καλή σύνθεση αποτελεί και
το ομώνυμο κομμάτι (ψυχεδελική electro με αρκετά metal σημεία),
εξαιρετική στιγμή το «Octane twisted» που βρίσκεται στα όρια μεταξύ
Progressive και metal (εύκολο για τους PT να κινούνται σ'αυτά τα
πλαίσια), ενώ στην τετράδα που ξεχωρίζει θα έβαζα και το σχεδόν 12λεπτό «Time
Flies» (στιχουργικά είναι ένας φόρος τιμής σε καλλιτέχνες όπως οι Beatles,
ο Hendrix και όλους όσους τους επηρέασαν μεγαλώνοντας), αν και νομίζω πως
λιγάκι το ...παρατραβάνε. Εδώ οι κιθάρες παραπέμπουν κατευθείαν στους Pink
Floyd, η αύρα των οποίων κυριαρχεί σε όλο το album, προδίδοντας τη βασική τους
επιρροή.
Τα τέσσερα κομμάτια στο
δεύτερο μέρος του άλμπουμ είναι εκτός του concept του άλμπουμ και ορθώς
τοποθετούνται ξεχωριστά και στο cd, αλλά και στο βινύλιο. Δύο από αυτά θεωρώ
πώς είναι εξαιρετικές στιγμές. Το ένα είναι είναι το «Bonnie the cat»
που αναδεικνύει το απίστευτο ταλέντο του drummer Gavin Harrison, ενώ οι
metal στιγμές συνδυασμένες με κάποιες ανατολίτικες μελωδίες δίνουν μια
«εκστατική» ατμόσφαιρα στο κομμάτι. Το δεύτερο είναι το «Remember me lover»,
μια κλασσική PORCUPINE-ική μπαλάντα, με υπέροχα ξεσπάσματα. Βέβαια, κάτι μου
θυμίζει αλλά όσο γράφω αυτές τις γραμμές δε λέει να μου έρθει στο μυαλό.
Το συμπέρασμα ποιο είναι?
Δύσκολη απάντηση. Αρχικά θα πω ότι για άλλη μια φορά κράτησαν σε όλους τους
τομείς που τους χαρακτηρίζουν πολύ υψηλά τα standards τους. Μετά από τόσες
αλλαγές στο μουσικό τους ύφος- ξεκίνησαν παίζοντας ψυχεδέλεια με πολλά ambient
στοιχεία, πέρασαν στο καθαρά progressive rock και κατέληξαν να φλερτάρουν με το
metal χωρίς πότε να χάσουν την έμπνευση και την ταυτότητα τους. Ειλικρινά δε
πιστεύω ότι θα απογοητεύσουν τους οπαδούς τους με το Incident.
Δε ξέρω αν σε λίγα χρόνια
θα το βάλω δίπλα στις κορυφαίες στιγμές τους, όπως το Lightbulb Sun,
το Deadwing και το Voyage 34 (η απαραίτητη σύνδεση με το
«παρελθόν» τους), αλλά σίγουρα δε θα πάψω ποτέ να το ακούω. Για εκείνους που
διαβάζουν αυτές τις γραμμές και δεν έχουν έρθει σε επαφή με τους Porcupine
Tree, τα τρία προαναφερθέντα άλμπουμ είναι μάλλον πιο ενδεδειγμένη αφετηρία
για το ταξίδι στον κόσμο τους. Πάντως αν έπρεπε να αναφέρω ένα μουσικό
ήρωα της γενιάς μου, άνθρωπο με τον όποιο μεγάλωσα μαζί, σίγουρα ο βασικότερος
υποψήφιος είναι ο Steven Wilson και η παρέα του.
Pearl Jam - Backspacer
1.Gonna See My Friend / 2.Got Some / 3.The Fixer / 4.Johnny Guitar / 5.Just Breathe / 6.Amongst the Waves / 7.Unthought Known / 8.Supersonic / 9.Speed of Sound / 10.Force of Nature / 11.The End
22 September 2009 - Universal
Έχουν περάσει ήδη 18 χρόνια από τότε που οι Pearl Jam μας κέρασαν για πρώτη φορά την "μαργαριταρένια μαρμελάδα" τους. Από τα
μεγαλύτερα ονόματα της grunge σκηνής του Seattle που άνθησε την δεκαετία του ‘90. Το μόνο συγκρότημα από εκείνη
τη σκηνή που έμεινε μεγάλο και δεμένο μέχρι και σήμερα! Συγκρότημα που τα album που κυκλοφορεί πάνε κατευθείαν στο
Νο1. Συγκρότημα που όπου και αν παίζει γεμίζει γήπεδα. Συγκρότημα με πολιτικούς
στίχους και άποψη. Συγκρότημα που, όμως, εδώ και χρόνια, δεν έχει κυκλοφορήσει
ένα album αντάξιο
του Ten του 1991, ένα album που να το ρουφάς από την αρχή μέχρι
το τέλος.
Έτσι λοιπόν, λίγο αδιάφορα και επηρεασμένος από την εδώ και
χρόνια μέτρια απόδοση του group, πάτησα το play για να ακούσω το Backspacer, το 9ο album των Pearl Jam. Για να ανακαλύψω τα 2-3 καλά
κομμάτια του album. Αν τα έβρισκα και αυτά. Όμως για μισό λεπτό. Γρήγορα τελείωσε ο
δίσκος. Μα πόσο διαρκεί; 37 λεπτά. Όχι και πολύ. Αλλά όχι και λίγο για να κυλήσει
σα χείμαρρος στα ακουστικά και νοητικά μου αυλάκια. Μήπως να το ακούσω και άλλη
μια φορά; Τελικά το άκουσα πολλές φορές. Όχι μόνο εκείνη την ημέρα, αλλά και αρκετές
ακόμα. Το Backspacer είναι ένας rock δυναμίτης 11 δεσμίδων. Δεν έχει το super hit που θα αφήσει ιστορία, ωστόσο είναι διαβολεμένα
ισορροπημένο, κάτι που σήμερα, στην εποχή των πολλών κυκλοφοριών και του downloading δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Παρά
την μικρή του διάρκεια, πρόκειται για ένα γεμάτο album και η προσπάθεια να βρεις κομμάτια
που δεν ξεχωρίζουν φαντάζει δύσκολη, μιας και κανένα τραγούδι δεν δείχνει να
έχει γραφτεί απλά για να συμπληρώσει τον δίσκο. Εντούτοις, ένα σκαλοπάτι
παραπάνω από τα άλλα βρίσκεται το σαρωτικό "Got
Some", το πρώτο single "The Fixer" που σε ξεσηκώνει, το εξαιρετικό και
συναισθηματικό "Just Breathe", το "Unthought Known" που σε παίρνει από το
χέρι και σε οδηγεί στη κορύφωση, το υπερηχητικό "Supersonic" που σε
απογειώνει, το ρυθμικό "Force of Nature",
η αιθέρια και μελαγχολική μπαλάντα "The
End". Μεστό, δυνατό, αγνό και καθαρό rock. Αυτό είναι το Backspacer. Μια rock καταιγίδα. Και ταυτόχρονα απλό. Γιατί
κάτι πρέπει να είναι πολύπλοκο για να είναι ωραίο;
Όσοι ψάξουν να βρουν πολιτικούς στίχους και μηνύματα στο Backspacer, όπως στα δύο προηγούμενα album του group, θα απογοητευτούν. Ο Bush είναι πλέον παρελθόν από τον Λευκό Οίκο,
έχει ήδη αναλάβει ο Obama και στην Αμερική υπάρχει ένα κλίμα ευφορίας. Ο ίδιος ο Vedder έχει παραδεχτεί πως η εκλογή του Barrack Obama τον ώθησε να γράψει στίχους αισιόδοξους
και πιο ανάλαφρους. Αγγίζει πάντως και καυτά κοινωνικά ζητήματα, όπως το πρόβλημα
της εξάρτησης από τα ναρκωτικά.
Οι Peal Jam συνεργάζονται ξανά ύστερα από χρόνια
με τον παραγωγό Brendan O' Brien (από
το "Yield" του 1998) θέλοντας να
γυρίσουν πίσω στα απλά και βασικά του rock. Ο Eddie Vedder στο "The Fixer" τραγουδάει
με τη διαχρονικά διαπεραστική φωνή του (που έχουν μιμηθεί πολλοί) "I wanna fight to get it back again" και δείχνει να τα καταφέρνει! Γράφει τους στίχους του
ακόμα σε γραφομηχανή, πατάει το Backspacer (το πλήκτρο επιστροφής στις
γραφομηχανές που βοηθάει στη διόρθωση των λαθών) και προσπαθεί να διορθώσει τη μουσική
μετριότητα των τελευταίων χρόνων. Οι Pearl Jam
επανέρχονται στα πρώτα
δημιουργικά τους χρόνια, μας χαρίζουν έναν από τους καλύτερους rock δίσκους της χρονιάς και ίσως την πιο
πλήρη και σημαντική κυκλοφορία τους από την εποχή του Ten!
Rating: 8,5 / 10
Βαγγέλης Τόμπρας
Pearl Jam @ Myspace
comments & discussion
Pages