Ginormous - The Sound of Love Impermanent
1. Every Tooth Is Bared (With Rohner Segnitz) / 2. North-Part 1 / 3. Joy When You Come (With Rohner Segnitz) / 4. If The Sky Had Stich Marks / 5. Fallen For Lovers-Part1 / 6. So You'll Know Where I Am / 7. Lycanized (With Rohner Segnitz) / 8. North-Part 2 (With Deru) / 9. The Splendor Of Gretel / 10. Fallen For Lovers-Part2 (With Bryant Landers) / 11. Hollow Ashes / 12. A Darkness By Day (With Rohner Segnitz) / 13. The Sound Of Love Impermanent / 14. A Feather Is Re-Glued To The Flight
16 April 2010 - Hymen
Με το που
μπήκαν οι πρώτοι ήχοι του North
(part
1), σχεδόν παρέλυσα. Ετοιμαζόμουν
να βγω για τη δουλειά και είχα μόλις φορέσει τα ακουστικά. Και σταμάτησα στην
καρέκλα μου, για περίπου ένα λεπτό, με κλειστά τα μάτια, δυο κλικ πριν τα
δάκρυα: μου-σι-κή. Συχνότητες και μελωδίες που χτυπάνε κατευθείαν κάτι βαθύ
μέσα μου.
Δεν
εγγυώμαι ότι θα συμβεί το ίδιο με εσάς. Και μάλιστα εγγυώμαι ότι δεν συνεχίζει
όλο το άλμπουμ με τόσο μαγικό τρόπο
(όπως πάντα στα άλμπουμ του ginormous,
το καλύτερο κομμάτι είναι στα τρία πρώτα). Όμως, είναι γεγονός ότι ο μουσικός
για άλλη μια φορά κατάφερε να αλλάξει την επιφάνεια και να διατηρήσει την
ουσία: αυτή τη φορά η αφορμή ήταν η χρήση της δουλειάς του σε μια παράσταση
χορού. Και αυτό αλλάζει εντελώς όλη τη δομή και το συναίσθημα των κομματιών:
εκεί που το "At
Night, Under Artificial Light" ήταν γρήγορο και γεμάτο σκέρτσο, το "The Sound of Love Impermanent" ξαναδένει την αισιοδοξία με τη
μελαγχολία, ξαναγυρίζει σε πιο αργές και πιο μελωδικές εξελίξεις. Και όχι μόνο
αυτό: για να ταιριάξει με την παράσταση, αναγκάζεται να σκεφτεί νέους τρόπους
να εξελιχθούν τα κομμάτια (όπως στο The
Splendor
of
Gretel με τους ανησυχητικούς του θορύβους
και την έλλειψη ρυθμού). Εξερευνεί νέους ήχους, όπως τη φωνή, ή ακόμα και τον
ήχο της ακουστικής κιθάρας στο Fallen
for
Νevers
(part
1)- πιθανότατα
συνθετικό, όχι πως έχει κάποια σημασία. Φυσικά, ξέρει ακόμα πώς να φτιάχνει
ατμοσφαιρικά ηχοτοπία με ρυθμικούς γλυκούς θορύβους και κομμάτια που χτίζουν
αργά και λικνίζουν το σώμα (όπως στο ομώνυμο The Sound of Love Impermanent).
Ένα
ποικιλόμορφο σύνολο, λοιπόν, ένα μαγικό ταξίδι - ειδικά αν το ακούτε με
αξιοπρεπή εξοπλισμό. Με μεγαλύτερη ποικιλία και ωριμότητα από ποτέ, με αρκετή
δύναμη ώστε να κρατά το ενδιαφέρον ως το τέλος, ο ginormous μάς δίνει έναν ύμνο στην εφήμερη φύση
του έρωτα, με τις ρομαντικές, θλιμμένες και χαρούμενες στιγμές του.
Φέτος
φαίνεται ότι, μαζί με την άνοιξη, τα λουλούδια που ανθίζουν και τον ήλιο που
ξεμυτίζει (εδώ πάνω), βγαίνουν και τα καλά άλμπουμ. Όχι πως υπήρχε σοβαρή
περίπτωση να απογοητευθώ από τους ginormous. Αυτό, όμως, που ακούνε τα αυτιά μου,
ήταν ταυτόχρονα αποκαλυπτικό και γνώριμο, πρωτότυπο και κλασσικό, και θα
ξεχωρίσει ακόμα και σε έναν μήνα σαν κι αυτό, με τόσες άλλες καλές κυκλοφορίες
(για τις οποίες αξίζει να μείνετε συντονισμένοι στο postwave.gr ;)).
Rating: 8,4 / 10
tec-goblin
Ginormous @ Myspace
The Sight Below - It All Falls Apart
1. Shimmer / 2. Fervent / 3. Through The Gaps In The Land / 4. Burn Me Out From The Inside / 5. It All Falls Apart / 6. New Dawn Fades / 7. Stagger
6 April 2010 - Ghostly International
Φανταστείτε τι απόδοση θα έδινε
το γραφείο στοιχημάτων William Hill,
για να βγει καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς το It All Falls Apart...!
Σίγουρα θα ήταν πολύ υψηλή... Επειδή όμως δεν μας απασχολεί η συγκεκριμένη
εταιρεία στοιχημάτων, αφού αποκλείεται να έχει σκεφτεί το παραπάνω, εκτός και αν
πάει ο υπογράφων και στοιχηματίσει για το συγκεκριμένο άλμπουμ, χάνοντας
αυτομάτως και το ποσό που θα τζογάρει.
Έπρεπε να κυκλοφορήσει λοιπόν το
παραπάνω άλμπουμ για να αποδειχθεί ποια είναι η ταυτότητα του καλλιτέχνη, αφού στο
ντεμπούτο του με τον τίτλο Glider το 2008, δεν
αποκάλυπτε απολύτως τίποτα για το ποιος ή ποιοι κρύβονται πίσω από το όνομα The Sight Below. Ένας είναι αυτός που
βρίσκεται στο τιμόνι του project αυτού, και δεν είναι άλλος από τον Rafael Anton Irisarri,
ο οποίος είναι γνωστός από την Miasmah με το Daydreaming του '07, μία δουλειά που ακροβατούσε ανάμεσα στην
ambient και στο modern classical,
όπως και οι μετέπειτα κυκλοφορίες του στην Immune. Φτάνοντας έτσι
στο project του The Sight Below,
διαπιστώνουμε μία αλλαγή στο ήχο του σε σχέση με την πρώτη του δουλεία, η οποία
και χαρακτηρίζεται από την σφραγίδα του Wolfgang Voigt ως Gas, αλλά και
του Low Light Dreams των Signer, δηλαδή από μακρόσυρτα ambient ηχοτοπία,
συνδεόμενα από υπόκωφα 4/4 beats.
Οι αλλαγές που ενυπάρχουν στο It All Falls Apart, είναι αρκετές και σημαντικές,
κάνοντας έτσι το εν λόγω άλμπουμ να ξεφεύγει από οποιαδήποτε άλλα αντίστοιχα
του συγκεκριμένου χώρο -μιας και έχει κατακλυστεί από διάφορους...- και να μην
πέφτει στην παγίδα του επαναλαμβανόμενου, με κίνδυνο να τελματωθεί και να
ξεχαστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Irissari, μπορεί να μένει στο Seattle και
να πέρασε τα χρόνια της εφηβείας του βιώνοντας την άνθηση του grunge, όμως με τις ως τώρα δουλειές του
μας φανερώνει ότι τα δικά του βιώματα ήταν εντελώς διαφορετικά, ξεκινώντας από
τον Brian Eno και
φτάνοντας μέχρις και τους Joy Division... Με τις πρώτες νότες του Shimmer να
σε κατακλύζουν, καταλαβαίνεις για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Μία ακολουθία
ήχων, που σε απογειώνουν από το έδαφος χωρίς κάποιο beat -εξαιρουμένου των Through The Gaps In The Land και Burn Me Out From The Inside- να συνοδεύει το περιβάλλων
χώρο που έχει κατακλυστεί από αναρίθμητες εικόνες, οι οποίες παραπέμπουν σε
ιστορίες του Άρθουρ Κλαρκ και του Φίλιπ Ντικ. Αυτή η διαφυγή από την πραγματικότητα,
κάνει μία μικρή στάση στο New Dawn Fades, το
οποίο δεν είναι άλλο από το γνωστό κομμάτι των Joy Division, όπου στα φωνητικά
βρίσκουμε την Jesy Fortino
-ακόμα μία καλλιτέχνη από το Seattle- να προσδίδει μία άλλη αίσθηση στα κλασσικά φωνητικά του Curtis, που σε συνδυασμό με την κιθάρα του Irissari, κάνει το κομμάτι ουσιαστικά
«δικό του» -με όλο τον σεβασμό προς τους απανταχού οπαδούς των Joy Division. Οι
εκπλήξεις όμως δεν σταματάνε εκεί, αφού στο It All Falls Apart
υπάρχει και η συμμετοχή -σε αρκετά μάλιστα κομμάτια- του Simon Scott,
ντράμερ των θρυλικών Slowdive, που επηρέασαν και άνοιξαν
καινούργιους μουσικούς δρόμους σε τόσα σύγχρονα συγκροτήματα. Ο Rafael Anton Irisarri είναι ένας από
τους οπαδούς αυτού του Βρετανικού γκρουπ και όπως είχε δηλώσει, ούτε στα πιο
τρελά του όνειρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί μία συνεργασία με ένα μέλος από
το αγαπημένο του συγκρότημα! Ίσως έπαιξε ρόλο και το προσωπικό περυσινό άλμπουμ
του Scott στην Miasmah με τίτλο Navigare, όπου ο Irisarri συμμετείχε,
ενώ και ο ήχος του συγκλίνει με τις ιδέες του τελευταίου.
Τέλος η ουσία είναι
ότι ο ήχος των The Sight Below στην τελευταία τους δουλειά, μπορεί να ανήκει στον ευρύ χώρο της ambient μουσικής, αλλά έχει την δική του σφραγίδα. Ακούγοντάς το, δεν θα νοιώσουμε
την αποξένωση των Biosphere φερ' ειπείν, ούτε και την αίσθηση που προσδίδει ο Lustmord, μία αίσθηση που σε κάνει να θέλεις να ανακαλύψεις σκοτεινά μονοπάτια,
αλλά ούτε και την απλότητα που βρίσκει κανείς ακούγοντας τους Stars Of The Lid. Για το τι ανακαλύπτεις ακούγοντας το It All Falls Apart... το αφήνω σε ‘σας... Όσον αφορά εμένα για το αν θα το ψήφιζα καλύτερο
άλμπουμ της χρονιάς... no bet.
Νίκος Τσίνος
The Sight Below @
Myspace
Get Well Soon - Vexations
1.Nausea / 2.Seneca's Silence / 3.We are Free / 4.Red
Nose Day / 5.5 Steps/7 Swords / 6.We are Still... / 7.A Voice in the Louvre /
8.Werner Herzog Gets Shot / 9.That Love / 10.Aureate! / 11.We are Ghosts / 12.A
Burial at Sea / 13.Angry Young Man / 14.We are the Roman Empire
22 January 2010 - City Slang
Όταν
ο Χίτλερ φυλάκιζε Εβραίους, δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν Εβραίος. Όταν ο
Χίτλερ φυλάκιζε τσιγγάνους δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν τσιγγάνος. Όταν ο
Χίτλερ φυλάκιζε ομοφυλόφιλους δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν ομοφυλόφιλος. Όταν
ο Χίτλερ φυλάκιζε κομμουνιστές δεν αντέδρασα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής. Ο
επόμενος στη σειρά ήμουν εγώ, αλλά δεν υπήρχε κανείς για να φωνάξει.
[Μπέρτολτ Μπρεχτ]
Μία πόλη που συνεχώς αλλάζει. Ερεθίσματα, εικόνες,
έμπνευση, ελεύθερη έκφραση, είναι λίγα από τα χαρακτηριστικά που κάνουν την
ατμόσφαιρα του Βερολίνου τόσο ξεχωριστή. Αυτή η ατμόσφαιρα περιβάλλει και τον
δημιουργό του "Vexations" Konstantin Gropper ή αλλιώς Get Well Soon και
δεν θα μπορούσε παρά το δεύτερο άλμπουμ του Γερμανού να είναι ιδιαίτερο,
ευρηματικό, με φιλοσοφικές αναζητήσεις να κρύβονται στους στίχους και τραγούδια
που μουσικά πλαισιώνονται από βιολί, τύμπανα, μπάσο, κιθάρα, βιόλα, τσέλο,
τρομπέτα, το γερμανικό flügelhorn (flügel = φτερό), τρομπόνι, τούμπα, σουζάφωνο
και μία τετραμελή χορωδία.
Αν διαβάζοντας την συγκεκριμένη κριτική του δίσκου
περιμένεις μία σύγκριση αυτού με το "Rest Now, Weary
Head! You Will Get Well Soon" μάλλον θα απογοητευτείς. Κάθε ένας από
τους δίσκους των Get
Well Soon καταλήγει να στέκεται μόνος του, σε
απόσταση αντίστοιχη του χάσματος που υπάρχει μεταξύ των σκέψεων στο μυαλό του
δημιουργού τους. Έρωτας, φόβος, ζωή και θάνατος, ιδιομορφία, άγνοια. Οι
δοκιμασίες της ζωής και η απογοήτευση, το άγχος των προσδοκιών των άλλων για
εμάς, ο ευκαιριακός πόλεμος και η αδιαφορία μεταξύ μας - εξ ου και τα λόγια του
Μπέρτολτ Μπρέχτ- και τελικά ταφή στην ελληνική θάλασσα, πέφτοντας από έναν
γκρεμό με το νοικιασμένο σου αυτοκίνητο. Με λίγα λόγια ταλαιπωρίες (= Vexations). Σπουδαγμένος φιλοσοφία, ο
K.Gropper γράφει στίχους καθαρά
προσωπικούς, ο καθένας τους διαβάζει όπως θέλει. Πρέπει να τους διαβάσει. Ο
δίσκος αξίζει και γι' αυτό τον λόγο. Μουσικά είναι ήπιος και σα να ακολουθεί
μία προκαθορισμένη πορεία ως προς την δυναμική των τραγουδιών, αφού ξεκινώντας
(πέραν του εισαγωγικού "Nausea")
με το δυνατό "Seneca's Silence" διασχίζεις μία διαδρομή με
στάσεις στο γαλήνιο "Red
Nose Day", το απίστευτο "5 Steps / 7 Swords", κάπου στα μέσα σταματάς στο Λούβρο
και στα καπάκια μία συνάντηση με τον Nosferatu. Ας πούμε το καλύτερο κομμάτι του δίσκου "Aureate!" με τα groovy τύμπανα τελειώνει απλά πολύ σύντομα, ή
έτσι σου φάνηκε, ώστε να υποδεχθείς με περίσσια θέληση το "We are ghost" -ας πούμε το καλύτερο κομμάτι του
δίσκου- συμφωνικό, με folk-ίζουσα
διάθεση θέλεις να το ακούσεις live,
έλα παραδέξου το. Περίεργοι στίχοι στο "A Burial at Sea", αγχωτικοί σε αργό ρυθμό, μάλλον πιθανή ερώτηση σε κάποια συνέντευξη με τον Gropper :
"Maybe it could be that I pushed
it too far / that way fate can't be tricked / rented a car on my holiday in
Greece"
Ο δίσκος έχει παίξει μαζί σου, σε έχει καθοδηγήσει εκεί
ακριβώς που έχει προγραμματιστεί να σε πάει και το αποχαιρετιστήριο "We are the roman empire" σε αφήνει πιθανά με ένα μεγάλο
ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι σου. Ίσως με μία πικρή γεύση αισιοδοξίας.
Αναμνηστικές μελωδίες και ατμόσφαιρα που μοιάζει με συνάντηση Radiohead και Beirut. Αν δεν ταυτίζεσαι με αυτά που
διάβασες, αγόρασε τον δίσκο και βρες με τι θα το κάνεις. Αξίζει!
Rating: 8,6 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Get Well Soon @
Myspace
Crystal Castles - Crystal Castles II
1.Fainting
Spells / 2.Celestica / 3. Doe Deer / 4.Baptism / 5.Year Of Silence / 6.Empathy /
7.Suffocation / 8.Violent Dreams / 9.Vietnam / 10.Birds / 11.Pap Smear / 12.Not In
Love / 13.Intimate / 14.I Am Made Of Chalk
24 May 2010 - Fiction records
Το πόσο πού αγαπήθηκε εκείνο το αλμπουμάκι, με εξώφυλλο τον Ethan και
την Alice με κρεμασμένα τα χέρια και τα κεφάλια να κοιτάνε κάτω,
φαίνεται από το ότι αμέσως με την όψη του φτάνει στο νου σου το "pixel game" που λέγεται Crystal Castles.
Η δεύτερη "version" αυτού του "game" λέγεται πάλι Crystal Castles. Τι κι αν έχει το
ίδιο όνομα ή δεν έχει καθόλου. Πόσα untitled να υπάρχουν πλέον που θεωρούνται ωραία. "...θα
σου βάλω να ακούσεις κάτι να μου πεις αν σ΄ αρέσει. Είναι Crystal Castles." Επαρκές. Είναι Crystal Castles - τέλος. Το κάθε τι
μουσικό τους είναι πια αντιπροσωπευτικό γιατί έχουν καταφέρει να
αποκρυσταλλώσουν ύφος, και ξεχωριστή
ταυτότητα. Και αυτό είναι το γνώρισμα που δίνει το αυθεντικό στοιχείο και θεσμοθετεί.
Σε ένα διάστημα δημιουργούν διάστημα. Το πρώτο διάστημα είναι η πεπερασμένη
οργανικότητα που τους έδωσε απ την αρχή το γνώρισμα του ολοκληρωμένου γκρουπ.
Το δεύτερο διάστημα είναι η γαλαξιακή ατμόσφαιρα που εκφράζει τεχνολογιακό
φουτουρισμό. Τον φουτουρισμό εκείνο των Crystal Castles που ξεκινά από το μέσο, το κάθε
κουμπάκι και πληκτράκι δηλαδή, και φτάνει μέχρι την διαστημική και αστρική
αύρα.
Έτσι λοιπόν το Crystal Castles του 2010 δεν
χρειάζεται συστάσεις. Έχει όλα εκείνα που εκπροσωπούν το προσωπικό τους στιλ.
Τα beats και τα clapping,
φτάνουν μέχρι τις χαοτικές νοϊζιές, ενώ τα samples απ΄ τα synths έχουν εξελιχθεί
με τέτοιο τρόπο που σημειακά προσεγγίζουν house στοιχεία - αυτή τη φορά με πολύ
ενδιαφέροντα τρόπο. Όμως εξακολουθεί να κυριαρχεί αρμονικά (και μη) αυτή η
χαρακτηριστική τους αισθητική από κάρτες ήχου gameboy. Τέτοιες μουσικές ταξιδεύουν σε
έναστρους γαλαξίες, με ονόματα όπως Celestica, Suffocation, Intimate. Κάπου εκεί περνάς σε "διαστάσεις-
πίστες" που λέγονται Doe Deer και Birds,
θα συναντήσεις κάτι πλασματάκια στο I Am Made Of Chalk και πριν καλά καλά το καταλάβεις
στην οθόνη σου εμφανίζεται και αναβοσβήνει το gameover... Από εκεί και πέρα όμως είναι
θέμα του καθενός αν θα "ξαναπαίξει" ή θα το παρατήσει.
Και μέσα σ΄ όλα αυτά, φυσικά, δεν
απουσιάζουν τα φωνητικά της Alice Glass,
καταλλήλως παραμορφωμένα δείχνουν άλλοτε τσιρίδες που ξεσηκώνουν και άλλοτε
θυμίζουν μυστηριώδεις φωνές υπολογιστών που έρχονται απ το πουθενά, ηχητικές
προειδοποιήσεις και φωνητικά μηνύματα. Όταν όμως όλα αυτά αποκαλυφθούν το
σίγουρο είναι ότι θα δούμε έναν αφοσιωμένο στα σύνθια Ethan και μια Alice τυλιγμένη με καλώδια να
κυλιέται πάνω σε μια σκηνή και σε ένα πλήθος που θα λυσσάει. Όσον αφορά το θέμα
των φωνητικών, όμως, δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν με ενοχλούν η όχι. Αν η
μουσική από μόνη της ευσταθούσε και τα υπόλοιπα κουράζουν και περισσεύουν...
Απ΄την άλλη όμως είναι και αυτά εφέ που με έναν ξεχωριστό τρόπο λειτουργούν στο
όλο ύφος.
Οι Crystal Castles, απ΄
ότι έχω καταλάβει μέχρι τώρα, συγκεντρώνουν πάνω τους πολλές διιστάμενες
απόψεις. Άλλα αυτιά ενοχλούνται έντονα ενώ άλλα ικανοποιούνται και με το πάρα
πάνω. Προσωπικά, το βρίσκω ενδιαφέρον γκρουπ, ισχυρά ιδιαίτερο και φρέσκο, άσχετα
αν αναπολούνται διάφορα ηλεκτρονικά στοιχεία(τι να κάνουμε, όπως πολύ συχνά
ακούμε, δεν υπάρχει παρθενογένεση ). Δεν νομίζω να υποβαθμιστεί με τη δεύτερη
κυκλοφορία του, κάθε άλλο παρά αυτό μάλιστα. Μ΄ αρέσει που δεν υπάρχουν
απότομες αλλαγές ύφους αλλά τα νέα στοιχεία εισάγονται με διαβάθμιση - έχουν
μια διακριτική παρουσία όπως πρέπει. Επίσης, ανυπομονώ να ακούσω και τις
επόμενες παραγωγές εκτός δίσκου, δεδομένου ότι οι προηγούμενες μου φάνηκαν
εξαιρετικές. Και για να κλείσω επιστρέφοντας εκεί που άρχισα, στο περίπου, μ΄ αρέσει πολύ και το καινούριο εξώφυλλο...
Rating : 8,8 / 10
Φωτεινή Κολαΐτη
Crystal Castles @
Myspace
Crystal Castles - celestica
Dandelion Wine - All Becompassed By Stars
01. All Becompassed By Stars / 02. Gravity / 03. Shards / 04. Nowhere / 05. Sidereal / 06. Early Warning Sign / 07. Orbit / 08. XVII / 09. Seven Times As Bright
26 March 2010 - Ars Musica Diffundere
O Ray Bradbury στο ομώνυμο και πρώτο του βιβλίο, -κάπως
αυτοβιογραφικά- περιγράφει το παιδάκι και πρωταγωνιστή του βιβλίου καθώς
παρακολουθεί τον πατέρα του να φτιάχνει το «κρασί» από πικραλίδα (άγριο ραδίκι)
που μαζεύει όλο το καλοκαίρι. Μέσα από αυτοβιογραφική φαντασία βλέπεις την ζωή
ενός παιδιού από επιλεγμένες στιγμές, εύθυμες ή και οδυνηρές να συλλέγονται
όλες μαζί, να βράζουν και να αποστάζονται έτσι ώστε στο τέλος να υπάρχει ένα finale,
ουσιαστικό για εμάς και ίσως καθαρτικό για τον ίδιο τον συγγραφέα.
Από
την άλλη πλευρά έχουμε τον (μισό Έλληνα) Nicholas Albanis, ο οποίος έχει μαζέψει και αποστάξει -πειραματιζόμενος- μουσικές που
ανήκουν στο παρελθόν και μας παρουσιάζει ένα δίσκο που τον λες τουλάχιστον μαγικό
και αιθέριο με έναν -σχεδόν- μοναδικό τρόπο. Κάποιοι έχουν ονομάσει την μουσική
τους σαν electro-folk, άλλοι ethereal, medievaltriphop μέχρι και dreampop αλλά οι ίδιοι περιγράφουν την μουσική τους σαν Dark Electronic Worldmusic. Στον όρο worldmusic θα
συμφωνήσω απόλυτα. Μέσα από την ακρόαση του 4ουalbum τους, θα ταξιδέψεις μέσα από τα παζάρια της Αραβίας, τις σκοτεινές
σπηλιές της Σκοτίας, τα δάση κάπου στην βόρεια Ιταλία, μέχρι και σε σύγχρονα clubs της Γερμανίας με χορευτική σκοτεινή ηλεκτρονική
μουσική.
Στην απόσταξη της μουσικής τους
συμβάλουν μουσικά όργανα όπως σαντούρι, τοξωτό ψαλτήριο (μεσαιωνικό όργανο),
λαούτο, μαντολίνο, bell cittern (12χορδη
μεσαιωνική κιθάρα) και φυσικά electronic beats μαζί με ηλεκτρική κιθάρα. Και το αποτέλεσμα; Dandelion Wine.
Πατώντας
το play, νιώθεις ένα αεράκι -κάπως δροσερό- να εισβάλει στο
δωμάτιο και χωρίς να έχεις καταλάβει με
ποιον ουράνιο τρόπο τελείωσε το ομώνυμο "All Becompassed by Stars"
(η μοναδική φορά που θα ακουστούν ανδρικά φωνητικά btw),
συνεχίζει το "Gravity" με περισσότερα
ηλεκτρονικά στοιχεία και με πιο χορευτική διάθεση. Το -προσωπικά αγαπημένο- "Shards"
με την απίστευτη γρήγορη μελωδία από κάποιο έγχορδο της ανατολής. Βρίσκεσαι να
κοιτάς πολύχρωμα χαλιά στην άκρη κάποιου παζαριού ενώ κόσμος πηγαινοέρχεται βιαστικά
σκουντώντας πάνω στον ώμο σου. Μέχρι το σημείο που δυνατά beats
και η ηλεκτρική κιθάρα θα κάνουν την αλλαγή και θα χαθείς κάπου στην δίνη του
χρόνου. Το "Nowhere" έχει ίσως την καλύτερη εισαγωγή σε ολόκληρο
το άλμπουμ. Με ένα μυστικιστικό τρόπο εισβάλει στα μονοπάτια των "Dead Can Dance" και με ένα ανατολικό
ρυθμό στα κρουστά σε κάνει να χορέψεις στα μαγικά βουνά της Αραβίας που σε είχε
αφήσει το προηγούμενο "Shards".
Σειρά έχει το "Sidereal" όπου τα πιο
εντυπωσιακά στοιχεία είναι η ερμηνεία της Naomi Henderson (την οποία κακώς δεν έχουμε
αναφέρει) και τα heavy σχεδόν industrial metal στοιχεία του κομματιού. Με το "Early Warning Sign" θα ηρεμήσεις λίγο καθώς οι DW στο επόμενο "Orbit" συναντούν λίγο από τους δικούς μας Dirty
Granny
Tales και Daemonia
Nymphe
που όπως έχει πει ο Nicholas τους θαυμάζει. Στο "XVII"
έχουμε ένα πανέμορφο συνδυασμό/ντουέτο εγχόρδων και φωνής μέχρι που κάπου στην
μέση τα beats σε μεταφέρουν από κάποιο φωτεινό δάσος στην dreamy
urban αισθητική του trip
hop όπου σιγά σιγά θα έρθει το τέλος με το "Seven
Times As Bright" το οποίο στην αρχή θα σου θυμίσει ότι έχεις πολύ καιρό
να βάλεις Enya στο
cd player σου. Ένα τέλειο track
για
κλείσιμο, αιθέριο (ακόμη μια φορά) και ονειρικό.
Δεν υπάρχουν πολλά να ειπωθούν
για την μουσική των Dandelion Wine. Λένε ότι τα βότανα κρύβουν μέσα τους μυστικά που η
χημεία και οι άλλες επιστήμες δεν μπορούν να κατανοήσουν. Εγώ είμαι έτοιμος να
πιστέψω σε μυστικιστικές συνταγές βοτάνων από περασμένους αιώνες και από τόπους
που ίσως δεν καταφέρω να δω ποτέ μου.
Rating : 8 / 10
Δημήτρης Balidor Κουτσομιχάλης
Communist Daughter - Sountrack to the End
1. The Lady Is An Arsonist \ 2. Not The Kid \ 3. Speed Of Sound \ 4.
Oceans \ 5. Northern Lights \ 6. Soundtrack To The End \ 7. Coal Miner \ 8. In The
Park \ 9. Fortunate Son \ 10. Tumbleweed \ 11. Minnesota Girls
6 April 2010 - Grain Belt
Ποιες είναι οι πρώτες εικόνες που έρχονται
στο μυαλό, όταν κάποιος αναφέρει μία μικρή επαρχιακή πόλη (Prescott),
κοντά στη Minneapolis της Minnesota; Να υποθέσω;
Μεγάλα αγροτόσπιτα με βεράντα στην μπροστινή
πόρτα. Ο παπούς/γιαγιά της οικογένειας να κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα δίπλα
στην πόρτα και να αγναντεύει τα παιδιά που παίζουν απέναντι καθώς το σκυλί που
είναι ξαπλωμένο παραδίπλα κουνάει νωχελικά την ουρά του διώχνοντας τις
ενοχλητικές μύγες του καλοκαιριού. Οι έφηβοι να τριγυρνάνε με pickup
trucks. Μία καραμπίνα κρυμμένη πάντα κάτω ή πίσω από το κάθισμα
και η ύπαιθρος να καλύπτεται από μια
ζεστή και μοναχική ραστώνη. Τόσοι
άνθρωποι και τόσες ιστορίες.
Ο John Solomon
είναι ο συνθέτης/ηγετικό μέλος των φρέσκων Communist Daughter
και έχει ζήσει τέτοιες ιστορίες. Ο ίδιος λέει ότι κατέληξε σε αυτήν την πόλη διότι "...I wanted to leave, but I didn't really want to leave.". Μετά από ένα
διαζύγιο και διάφορα άλλα προσωπικά προβλήματα (εξάρτηση) αγόρασε στην εν λόγω
μικρή πόλη ένα bar (Boxcar το λέει) και όταν
τελειώσει, μαζί με την μπάντα του, μαζεύουν το μαγαζί και ξεκινάνε τις πρόβες.
Πρόβες για τραγούδια γεμάτα από ιστορίες.
Κάποιος είχε πάει να τους δει να παίζουν
μουσική και τον ρώτησε:
"Do you believe in magic? Do you
believe that a band is more than just a band of dudes playing guitars onstage?"
"Of course" απάντησε εκείνος .
"Good"
είπε και συνέχισε η μπάντα το κομμάτι της
Έτσι απλή είναι και η μουσική των Communist Daughter. Κι εδώ είναι η μεγαλύτερη παγίδα. Γιατί
ασχολούνται με ένα είδος που εύκολα μπορεί να βγάλεις απόλυτα μέτρια έως και κακή μουσική.
Μέσα στην θάλασσα των συγκροτημάτων της country
folk ακουστική (κυρίως) μουσικής είναι πολύ δύσκολο να γίνεις
εκείνη η σταγόνα που θα ξεχωρίσει. Αλλά το καταφέρνουν. Γι αυτό ασχολούμαστε κι
εμείς εδώ σε μία μακρινή χώρα που μοιάζει σαν επαρχιακή πόλη της Ευρώπης.
Όπως είπαμε και πριν, ο John Solomon έχει ζήσει ιστορίες και στον τόπο που μένει
οι ιστορίες ζούνε από στόμα σε στόμα. Έτσι κάθε τους τραγούδι είναι πολλές
μικρές ιστορίες. Ξεκινώντας με το όμορφο "Not the kid" που αναφέρεται στην παιδική ηλικία. Αυτά τα
απλά χαζά πράγματα που κάναμε ως παιδιά. Την παιδική ηλικία που έχει πεθάνει
μέσα μας. Στον βυθό των "Oceans",
βρίσκεται η καρδιά κάποιου που έχει πληγωθεί και δεν μπορεί να αναδυθεί ξανά...και
το "Speed of Sound" είναι ένα τραγούδι για κάποιον που αδημονεί
να δραπετεύσει από ένα μέρος στο οποίο βρίσκεται πάρα πολύ καιρό.
Την μουσική του "Soundtrack to the End"
θα την βρείτε πλούσια μέσα στην απλότητά της και με καθημερινούς στίχους που θα
μας θύμιζαν την αμεσότητα των δικών μας ρεμπέτικων. Μην προσπαθήσεις να βρεις
το «διαμαντάκι» του δίσκου ή την περίεργη διασκευή που ίσως κρύβεται στο τέλος
του δίσκου (εγώ το κάνω,χεχ). Τα καλύτερα κομμάτια βρίσκονται κυρίως στην αρχή.
Με ένα μπαούλο γεμάτο με τις δυσκολίες της
ζωής ο Solomon σε αφήνει να γνωρίσεις μερικές από της
πτυχές της ζωής του μέσα από το ντεμπούτο άλμπουμ τους.
Υ.γ.:
Αν έχει κανείς περιέργεια να μάθει για το όνομα του συγκροτήματος είναι
εμπνευσμένο από τραγούδι των "Neutral Milk Hotel".
Rating : 7 / 10
Δημήτρης Balidor Κουτσομιχάλης
Trans Am - Thing
1. Please Wait / 2. Black Matter / 3. Naked Singularity / 4. Thing / 5. Bad Vibes / 6. Heaven's Gate / 7. The Silent Star / 8. Arcadia / 9. Apparent Horizon / 10. Interstellar Drift / 11. Maximum Yield / 12. Space Dock
20 April 2010 - Thrill Jockey
Τώρα εγώ πρέπει να γράψω μία
αντικειμενική κριτική για αυτή την μπάντα; Καλά θα γράψω. Πάνε 15 χρόνια -αν
και κοντεύουν 20 ως συγκρότημα- από τότε που οι Trans Am κυκλοφόρησαν
το ομότιτλο άλμπουμ τους, από την Thrill Jockey, και από τότε η συγκεκριμένη εταιρεία θα παραμείνει η
μουσική τους στέγη με ελάχιστες εξαιρέσεις. Έκτοτε, διάφοροι κριτικοί θα κολλήσουν διάφορες ταμπέλες στο τριμελές γκρουπ
-που διατηρεί τα ίδια μέλη από το ξεκίνημά του-, από electro και post punk, μέχρι leftfield και indie. Φυσικά δεν μπορούμε να
τους κατηγορήσουμε -τους κριτικούς- γι' αυτό, αφού οι Trans Am συνηθίζουν να επιβάλουν με
αυτά που παίζουν στον οποιοδήποτε, να τους κατηγοριοποιήσει κάπου, αφού όχι
απλά τα άλμπουμ τους διαφέρουν, αλλά το κάθε κομμάτι του άλμπουμ διαφέρει από
το προηγούμενο ή το επόμενο. Θεμιτό μου ακούγεται λοιπόν να καταβάλουμε κάθε
φιλότιμη προσπάθεια να τους τοποθετήσουμε κάπου, αλλά όταν αναφερόμαστε στο εν
λόγω γκρουπ μου φαίνεται από δύσκολο, έως αδύνατο. Βλέπεται οι Trans Am, δεν μπήκαν ποτέ στην διαδικασία
να γίνουν οι underground αστέρες (υπάρχουν πολλοί από δαύτους γύρω μας), έτσι δεν
ακολούθησαν την πεπατημένη συγκροτημάτων όπως οι Crystal Castles, οι Fischerspooner, οι Ladytron, η Miss Kittin και τόσα άλλα, και για
να το γενικεύσω λιγάκι ακόμη, όταν είχε γίνει το electro clash hype, για τους Trans Am δεν ήταν κάτι καινούργιο,
όπως το ίδιο ισχύει και για την επιστροφή στο punk. Όλα αυτά και αρκετά ακόμη, τα
άκουγες ήδη στις δουλειές τους πριν γίνουν μόδα.
Η νέα τους κυκλοφορία, που είναι και το 9ο
άλμπουμ, φέρει τον ωμό τίτλο Thing. Ένα άλμπουμ που
έρχεται να κυκλοφορήσει ύστερα από το live What Day Is It Tonight?, το οποίο οι περισσότεροι πίστεψαν ότι θα είναι και
το κύκνειο άσμα του συγκροτήματος από τη Washington. Να όμως που οι Nathan Means, Philip Manley και Sebastian Thomson είχαν
διαφορετική γνώμη. Έτσι φτάνουμε στο σήμερα, για να ακούσουμε το χθες στο Futureworld. Σας μπέρδεψα ε; Εδώ και εγώ μπερδεύτηκα που το
έγραψα... Ας προσπαθήσω να το αναλύσω. Την χρονιά του '99 οι Trans Am θα κυκλοφορήσουν το Futureworld, το οποίο μοιάζει
αρκετά με το Thing -αν
και στα πρώτα ακούσματα μου θύμισε και κάποιες στιγμές του Liberation. Δηλαδή εκεί που ακούς στο
ξεκίνημα του Thing τα Black Matter και Naked Singularity,
τα οποία είναι και ο ήχος που χαρακτηρίζει τους Trans Am -μην μου ζητάτε να σας τον
περιγράψω, προτιμώ να παίξω jenga-,
έρχεται το Heaven's Gate που σε στέλνει αδιάβαστο. Η
εισαγωγή του είναι κάτι από pacman,
αλλά μετά νομίζεις ότι έκανε κατάληψη στο στούντιο ο Steve Albini με τους Big Black. Πάντως το συγκεκριμένο
κομμάτι είναι ότι πρέπει από εδώ και στο εξής, για το κλείσιμο των συναυλιών
τους. Στην συνέχεια μπαίνει το Arcadia, με τον
επαναλαμβανόμενο ρυθμό στα synths
να σου μένει και την κιθάρα να τζαμάρει, θυμίζοντας την σκηνή της Νέας Υόρκης
την περίοδο '77 - '83, ενώ έχει ενδιαφέρον που συναντάμε για ακόμα μία φορά,
τόσα πολλά no wave
στοιχεία, τα οποία έρχονται σε σύγκρουση με τον ala Kraftwerk ήχο
-έχει αρκετά σε αυτό το στυλ στο Liberation.
Ας κλείσω με τρεις ευχές. Να διαβάσουν την συγκεκριμένη κριτική πάνω από
50 άτομα. Να ακούσουν το Thing, πάνω από 50 άτομα. Και τέλος να τους ξαναδούμε κάποια στιγμή στο
μέλλον, αλλά τα άτομα που θα πάνε στην συναυλία να είναι πάνω από 50 και όχι
όπως έγινε πριν από δύο χρόνια στο Orient, στην Θεσσαλονίκη. Λοιπόν, ήμουν αντικειμενικός; Σιγά μην ήμουν...
Νίκος Τσίνος
Trans am @
Myspace
Jonas Reinhardt - Powers Of Audition
1. Mumma Deed Family Clone / 2. Atomic Bomb Living / 3.
Orbiter Dicta / 4. Only You Can Achieve Nitrogen / 5. Near A Mirrored Pit Viper
/ 6. Powers Of Audition / 7. Wastrel Eyelid
15 March 2010 - Kranky
Ποια είναι η σχέση που έχετε με
την δεκαετία του 70; Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, όταν ακούτε όρους όπως,
kraut rock, space rock ή
τα πρώτα χρόνια του αναλογικού πειραματισμού με τα synthesizers, αλλά και soundtracks cult ταινιών
από την εν λόγω δεκαετία, ποιες είναι οι πρώτες σκέψεις που εμφανίζονται στο
μυαλό σας; Ασφαλώς και αν κάποιος μεγάλωσε στα 70's έχει και εντελώς διαφορετική άποψη,
αλλά με τους υπόλοιπους τι γίνεται; Όταν ακούμε ονόματα όπως οι Tangerine Dream, o Jean-Michel Jarre, o Klaus Schulze, οι Neu και διάφορα ακόμη από την εποχή
εκείνη, μήπως μας προκαλεί θυμηδία τον
άκουσμα όλων αυτών των καλλιτεχνών ή απλά αναφωνούμε την λέξη «σεβασμός» και
κάνουμε επιτόπου στροφή; Όπως και να ‘χει το πράγμα, θα είχε ενδιαφέρον ένα
αντιπροσωπευτικό γκάλοπ για να αποσαφηνιστούν οι παραπάνω προβληματισμοί. Προβληματισμούς
όμως που απ' ότι φαίνεται δεν είχε ο Jesse Reiner και την χρονιά του 08
δημιούργησε το project με τον όνομα Jonas Reinhardt, με το οποίο μπόρεσε να πειραματιστεί στο έπακρο με
τον αναλογικό ήχο και να αναβιώσει έτσι την χρυσή αυτή εποχή 35 χρόνια μετά
-φυσικά δεν είναι και ο μοναδικός.
Πριν από δύο χρόνια λοιπόν θα
κυκλοφορήσει το ομότιτλο ντεμπούτο άλμπουμ του από την Kranky και οι ανταπόκριση που θα έχει
από κοινό και κριτικούς, θα είναι πάρα πολύ θετική, ενώ σε μερικές περιπτώσεις
θα υπάρχουν και υπερβολές για τις ρηξικέλευθες ιδέες! του καλλιτέχνη (σαν να
παρουσίασε κάτι εντελώς καινούργιο στον υπόλοιπο κόσμο). Η προσμονή έτσι για
την επόμενη του κυκλοφορία ήταν μεγάλη από μία μερίδα του τύπου και ο Reiner, δεν απογοήτευσε
κανέναν δύο χρόνια μετά την πρώτη επαφή που είχε με την δισκογραφία. Όντας μεγαλωμένος
στο San Francisco με σπουδές στο Harvard Electronic Music Center, δεν νομίζω να είχε
σχέση την δεκαετία του 80 με το μουσικό κίνημα του Bay Area και
με συγκροτήματα όπως οι Μetallica,
οι Exodus ή οι Forbidden. Αστειεύομαι
φυσικά, αφού το παρόν μας καταμαρτυρεί ένα μουσικό background, άρρηκτα συνδεδεμένο με ότι
αντιπροσώπευε ειδικά το πρώτο μισό των 70's, σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Στο Powers Of Audition ο Jesse Reiner
δεν είναι μόνος του, αλλά πλαισιώνεται από τους Phil Manley (κιθάρα), Diego Gonzalez (μπάσο), Damon Palermo (ντραμς). Ο πρώτος
των φοβερών και τρομερών Trans Am,
με τον δεύτερο να συνυπάρχουν στο psychedelic rock γκρουπ Citay, ενώ ο τρίτος είναι
μέλος των Μi Ami.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, το κάθε μέλος, που εκτός από την αγάπη που το
διακατέχει για την συγκεκριμένη μουσική, να είναι δεμένο λόγω της φιλίας, κάτι
που αποτυπώνεται στους ήχους του Powers Of Audition, ενώ το άκουσμα του είναι ασφαλώς πιο εύθυμο από το
σαφώς πιο εγκεφαλικό πρώτο άλμπουμ. Ειδικά στα κομμάτια Atomic Bomb Living και στο ομώνυμο η
εμφάνιση των ντραμς σε συνδυασμό με τα synthesizer και την κιθάρα, έχουν ως απότοκο έναν groovy ρυθμό,
αλλά και από την άλλη, κομμάτια όπως το Near A Mirrored Pit Viper και το Wastrel Eyelid (πολύ ψυχεδελικός
τίτλος), σου δίνουν την εντύπωση ότι παρακολουθείς κάποιο από εκείνα τα ιατρικά
ντοκυμαντέρ της δεκαετίας του 70, με βασικό χαρακτηριστικό την ambient ατμόσφαιρα εκείνης
της εποχής, που σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται κάπως minimal και φτάνει να σου θυμίζει τις
πρώτες δουλειές των The Orb.
Ήδη αναρωτιέμαι πώς θα ακούγεται
η νέα του δουλειά, ποιες εκπλήξεις θα μας επιφυλάσσει με τους guest μουσικούς
και ευχή όλων όσων είναι νοσταλγοί του αναλογικού ήχου και πιο ειδικότερα του space rock και
του kraut rock,
είναι ο Jonas Reinhardt
να μην παρεκκλίνει από αυτό που ξεκίνησε και με τις εκάστοτε δουλειές του να
αναδείξει τους μουσικούς που τον επηρέασαν, αλλά και γενικότερα την όλη
κουλτούρα των 70's.
Νίκος Τσίνος
Jonas Reinhardt @
Myspace
Autechre - Oversteps
01. ress 02.
ilanders 03. known (1) 04. pt2ph8 05. qplay
06. see on see 07. Treale 08. os veix3 09. O=0
10. d-sho qub 11. st epreo 12. redfall 13. krYlon
14. Yuop
22 March 2010 - Warp records
Κάθε καινούριο album των Autechre φέρνει κύματα
χαράς στους φίλους της ηλεκτρονικής μουσικής
σκηνής και συνάμα αποτελεί και ένα ταξίδι
στο άγνωστο. Aπό το 1993 και την κυκλοφορία
του πρώτο - IDM album τους Incunabula, ο Sean Booth και
ο Rob Brown εξελίσσονται μακριά από κάθε τάση
ή μόδα. Αν και οι συνθέσεις τους χαρακτηρίζονται
από τυχαίες και αφηρημένες δομές, υπάρχει
μια γραμμική εξέλιξη στο βαθμό πολυπλοκότητας
που τους χαρακτηρίζει στην όλη πορεία
τους μέχρι σήμερα.
Το
2008 με την κυκλοφορία του Quaristice έδειξαν
ότι απομακρύνονται από τις απόλυτα ρυθμικές
φόρμες του τρίπτυχου Confield - Draft 7.30 - Untitled,
όπου οι μελωδίες υπήρχαν μόνο σε κατάσταση
αποσύνθεσης.
Με το Oversteps που είναι αισίως το δέκατο album
τους, οι Autechre τονίζουν τη διαφοροποίηση
αυτή πιο δραστικά, στηριζόμενοι περισσότερο
σε ζεστά ηχοτοπία και μελωδικά σχήματα,
αφήνοντας πιο πίσω λιτά ρυθμικά περάσματα,
που στην ουσία ντύνουν τους υπόλοιπους
ήχους και μελωδίες παρά υπερισχύουν αυτών.
Αν θα έπρεπε να βρούμε με ποιά προηγούμενη
τους δουλειά μοιάζει περισσότερο το Oversteps,
μάλλον αυτή που έρχεται στο μυαλό είναι
το Amber.
Κομμάτια όπως τα "known (1)", "d-sho
qub", "st epreo" γλυκοκοιτούν πίσω στην πρώιμη
περίοδο της Warp, μια εποχή που η home-listening
electronica ήταν κάτι νέο και η σοφιστικέ συνθετική
προσέγγιση καλλιτεχνών όπως οι Autechre,
ο Polygon Window, οι Black Dog, έμοιαζε με όαση στην
τότε ηλεκτρονική μουσική σκηνή, που στερούνταν
καινοτόμων ιδεών. ‘Αλλα κομμάτια όπως
τα "see on see", "O=0" και "redfall" χαρακτηρίζονται
από την έλλειψη ρυθμού, εξελίσσοντας
τη δική τους περίπλοκη ιστορία. Υπάρχουν
ωστόσο και κάποια κομμάτια που μοιάζουν
αρκετά απομονωμένα και είναι εκεί απλά
για να γεμίζουν το κενό.
Τα βίαια χαρακτηριστικά στον ήχο των
Autechre που υπήρχαν από τις αρχές της προηγούμενης
δεκαετίας και άφηναν πίσω τους διαμελυσμένα
ηχοτοπία και δομές, έχουν δώσει τη θέση
τους σε μια περισσότερο γαλήνια και εσωστρεφή
προσέγγιση. Ίσως είναι μια προσπάθεια
να αναδείξουν ένα περισσότερο "ανθρώπινο"
στοιχείο στη μουσική τους, κάτι που για
να γίνει αντιληπτό χρειάζονται αρκετές
ακροάσεις.
Το Oversteps έχει τα σκαμπανεβάσματά του, με
στιγμές που αναδεικνύουν τη δυναμική
του album αλλά και νεκρά σημεία. Αλλά αν
αυτοί οι δύο τύποι ήθελαν να φτιάχνουν
μουσική σωστά ισσοροπημένη ακολουθόντας
την ασφαλή οδό, τότε θα έπρεπε να είχαν
σταματήσει να το κάνουν εδώ και δεκαπέντε
χρόνια.
Rating: 7,6 / 10
Γιώργος Κουρής
Autechre @
Myspace
Burzum - Belus
1. Leukes renkespill (Introduksjon)/ 2. Belus' død/ 3. Glemselens elv/ 4. Kaimadalthas' nedstigning/ 5. Sverddans/ 6. Keliohesten/ 7. Morgenrøde/ 8. Belus' tilbakekomst (Konklusjon)
8 March 2010 - Byelobog Productions
Μια παλιότερη εποχή, ο Ζαν Ζενέ μετά την αποφυλάκισή του, έγραψε το έκφυλο
αριστούργημά του ‘'Η Παναγιά Των Λουλουδιών''. Αντιστοίχως, ο περιώνυμος Varg
Vikernes, μετά
την έκτιση των 16 ετών της ποινής του, κυκλοφόρησε το ‘'Belus'',
ένα δίσκο προς τιμήν του Λευκού θεού της σκανδιναβικής μυθολογίας, η οποία
εμπεριέχει όλες τις νεο-παγανιστικές αξίες που καθορίζουν τη ζωή του, όπως
υποστηρίζει. Απαξιώνοντας το black metal
κοινό
και αποκαλώντας ευθαρσώς ‘'white niggers''
τα ‘'ανθρωπάρια'' που το απαρτίζουν, απευθύνθηκε αποκλειστικά στην Burzumική
κοινότητα και υποσχέθηκε ένα album πιστό στις
απαρέγκλιτες μουσικές αρχές του. Αντ' αυτού, παρέδωσε το πιο άρτιο δείγμα της
καλλιτεχνικής του διάνοιας, αποδεικνύοντας ότι το τελευταίο πράγμα που
χρειάζεται η μουσική του είναι να παρασιτεί σε κάποια στείρα κατηγορία του metal.
Τα
2 dark ambient albums
που προηγήθηκαν,
κυκλοφόρησαν όσο ήταν ακόμα στη φυλακή και μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο ως
ατοπήματα που περιμένουν να συγχωρεθούν. Η γενεσιουργός αιτία τους ήταν απλά η
ύπαρξη ενός αστείου synthesizer στο κελί του Vikernes,
λόγω του ότι του απαγόρευσαν την κιθάρα.
Ευτυχώς
όμως, ‘'Κανείς δεν ξεχνάει που έχει θάψει το τσεκούρι''. Στο εναρκτήριο κομμάτι
λοιπόν, το ‘'Belus' død'',
ανασύρει από την synth τραγελαφικότητα τη
μελωδία του ‘'Daudi Baldrs'' και της δίνει, έστω και τόσο αργά, την
πρέπουσα στυγερή μεγαλοπρέπεια. Το tremolo της κιθάρας, έχοντας
επιβιώσει από τις αλλόφρονες στιγμές του ‘'Filosofem'',
καθώς και από τα 16 χρόνια φορτισμένης σιωπής, κρατάει στο ‘'Belus''
μια σειρά απαράμιλλα riffs υπό τη διαφθορά του.
Η
πομπώδης τραχύτητα του ‘'Belus'' πιστώνεται στο
ακάθαρτο wall of sound
από μια
πλειάδα distorted κιθάρων που αρέσκεται να οικοδομεί ο Vikernes,
ένα βιτσιο του εξαιρετικά καλοήθες. Όπως καλοήθης είναι και ο έκδηλος αυτισμός
κομματιών όπως το 11λεπτο ‘'Glemselens elv'',
με τις μελωδίες του να γίνονται αυτάρεσκα επαναληπτικές αλλά και θρασύτατα
υποβλητικές. Τοιουτοτρόπως, προκύπτει μια ηχώ των πιο εθιστικών riffs
στο κεφάλι
του ακροατή, καθώς ο Vikernes επιλέγει με προσοχή
ποιά μελωδία θα ξεχειλώσει σε διάρκεια.
Τα
φωνητικά κατά τον ίδιο τον Varg αποτελούν δυνατό
στοιχείο του album και φαίνεται να είναι περήφανος για τον τρόπο
που τραγουδάει τώρα σε σχέση με το παρελθόν, και περιφρονεί φυσικά αυτούς πού
άρχισαν τα αστειάκια για βιασμούς στη φυλακή και πίπτοντα σαπούνια. Άλλες
εξαιρετικές στιγμές του δίσκου είναι το progressive,
σχεδόν αιρετικό ξέσπασμα στο Kaimadalthas και αναμφίβολα το
Morgenrøde, του οποίου η αρχική μελωδία, χωρίς την απροσμέτρητη παραμόρφωση, θα
μπορούσε να έχει γραφτεί για τα έγχορδα των Thee
Silver Mt. Zion.
Ο
‘'Count
Grishnackh'' που μια εποχή έκανε την πυρπόληση
εκκλησίας mainstream activity και
τον Euronymous με τις 23 μαχαιριές κάτι παραπάνω από talk
of the town,
και αργότερα επιχείρησε μια στυλιστική μεταστροφή σε σαρδόνιο νέο-ναζί και μία
απόδραση, έχει πλέον καλμάρει. Χρωστώντας στην πόλη του Oslo
23 εκατομμύρια για τις εκκλησίες, και χωρίς φίλους, έχει αποσυρθεί στη φάρμα
του, καθότι παγάνας φυσιολάτρης και το ειδεχθέστερο έγκλημα που θα μπορούσε να
τον φανταστεί κάποιος να κάνει είναι να φονεύσει ένα ερίφιο της φάρμας και να
ραντίσει με το αίμα της κάποιο βωμό λατρείας. Ενδεχομένως τον δικό του.
Rating: 8,3 / 10
Γιώργος Λεονταρίτης
burzum @ myspace
Pages