Au Revoir Simone - Still Night, Still Light
1. Another
Likely Story/ 2.Shadows/ 3.All or Nothing/ 4.Knight of Wands/ 5.The Last One/ 6.Trace
a Line/ 7.Only You Can Make You Happy/ 8.Take Me As I Am/ 9.Anywhere You Looked/
10.Organized Scenery/ 11.We Are Here/ 12.Tell Me
19 May 2009 - Moshi Moshi
Κιθάρες vs Synths: 0-1. Σύγχρονο vs Ρετρό: 0-1. Εξυπνάδα, ποικιλία vs. Απλότητα: 0-1. Boys vs. Gils: 0-1.
Οι Au Revoir Simone αποτελούνται από το
γυναικείο τρίο των
Annie Hart, Erika Forster, Heather D'Angelo. Με
βάση το Μπρούκλιν, υπάρχουν από το 2003-2004, παίζουν synthpop και μας παρουσιάζουν τον τρίτο
δίσκο τους, "Still Night, Still Night". Η Feist λιγότερο σέξι, οι The Bird and The Bee χωρίς
παλαμάκια, η Lykke Li βυθισμένη στα synths, απλοί ρυθμοί, ζεστά φωνητικά, αλλά μέχρι εκεί.
Η προσωπική μου άποψη για τον δίσκο είναι πως όταν
προσπαθείς να κάνεις κάτι απλό, το οποίο βέβαια να μην βρίσκεται στα επίπεδα
της Lady Gaga
για παράδειγμα, πρέπει να προσπαθείς συγχρόνως να κερδίζεις τον ακροατή από
κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο μπορεί να είναι οι στίχοι, τα φωνητικά, η παραγωγή
του δίσκου ή τέλος πάντων κάτι που να είναι ενδιαφέρον πέραν του εξωφύλλου. Οι Au Revoir Simone προσπαθούν,
δεν είναι ότι βάζουν τα keyboards να παίζουν και κουρδίζοντας τις γλυκές φωνούλες τους απλά,
επιδιώκουν επαίνους. Έχουν μία μελαγχολία (κάπως την έκρυβαν στα προηγούμενα
άλμπουμ) κατάλληλη για ταξίδια του μυαλού, εκλεπτυσμένες , σοβαρές, καθώς
πρέπει, αλλά όχι δήθεν. Ακούς τον δίσκο και τελικά δεν είναι κακός. Μέσα σε
αυτόν υπάρχουν όμορφα τραγούδια, όπως το εισαγωγικό "Another Likely Story" με το σχεδόν techno beat καθ'
όλη την διάρκεια του τραγουδιού, το πιο κοριτσίστικο up-tempo "Shadows"
με τους στίχους να κυλάνε πολύ αρμονικά με την μελωδία των πλήκτρων, το -κάτι
μου θυμίζει- "Knight of Wands",
το «αγαπώ τους Broadcast»
"Trace
A Line",
ενώ ο δίσκος κλείνει πιο ατμοσφαιρικά με τα "Organized Scenery", "We are Here" και "Tell me".
Οι στίχοι δεν
είναι και οι
πιο αφελείς , αποδεικτικό στοιχείο το "getting
drunk in taxicabs and writing names on back of hands and figuring how to get to
you..." του "Trace
a Line" και το "We've talked a million hours
to end up just where we begun..." στο "Take me as I am". Ναι, τελικά δεν είναι
μία χαζομάρα το "Still Night,
Still Night", είναι προσεγμένος, με
όλες τις χορευτικές ή ποπ πυγολαμπίδες να λείπουν εσκεμμένα και την ρετρό
αισθητική τελικά να αποδεικνύεται γνήσια.
Εντάξει το επίπεδο του μινιμαλιστικού ήχου τους δεν θα το
συγκρίνουμε ή παρομοιάσουμε με το "O Superman" της Laurie Anderson
(ας πούμε), αλλά μπορούμε να καταλήξουμε για άλλη μια φορά πως δεν είναι
απίθανο να κυκλοφορούν στις μέρες μας ωραίοι ποπ δίσκοι.
Το εξώφυλλο του δίσκου είναι από τον πίνακα του Samuel Palmer "Shepherds Under a Full Moon". Λίγο παραπλανητικός
ομολογώ, συγκριτικά με τις ηχητικές κορνίζες που δημιουργούν οι τρεις κοπελιές
στο cd
πίσω από αυτόν.
Rating: 7 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Au Revoir Simone Official Website
Isis - Wavering Radiant
01.Hall
of the Dead/ 02.Ghost Key/ 03.Hand of the Host/ 04.Wavering Radiant/ 05.Stone to Wake a Serpent/ 06.20 Minutes/40 Years/ 07.Threshold of Transformation
5 May 2009 - Ipecac Recordings
-Το άκουσες καθόλου το νέο άλμπουμ των
Isis;
-Αστειεύεσαι; Από την πρώτη κιόλας μέρα της κυκλοφορίας του.
Μία κυκλοφορία των Isis είναι εξ ορισμού ένα από τα μουσικά γεγονότα της
χρονιάς. Οι τύποι μαζί με τους System και τους Tool είναι ότι πιο σημαντικό
έχει να επιδείξει το metal από Αμερική μεριά. Και μπορείς να διαφωνήσεις όσο
θες με αυτό, δε με νοιάζει.
-Έλα τώρα, που είναι metal η μουσική
των Isis...
-Φυσικά και είναι. Τουλάχιστον για όσους θεωρούν ότι το
metal είναι κάτι παραπάνω από πέτσινο μπουφάν και ζώνες με σφαίρες. Ο ήχος τους
έχει όγκο, είναι σκληρός και αρκούντως τραχύς, δεν καταλαβαίνω τι άλλο
χρειάζεται για να τους μπει η "ταμπέλα". Να σου πω κάτι όμως; Δεν έχει καμία
σημασία η ταμπέλα όταν μιλάμε για ένα συγκρότημα με τέτοια προσφορά και τέτοιο
κατάλογο κυκλοφοριών. Και κυρίως, με όραμα και ανοικτό μυαλό να εξερευνήσει
κάθε πτυχή της μουσικής του. Μία ακρόαση να ρίξεις μόνο στα remix του Oceanic
που κυκλοφόρησαν το 2004 θα καταλάβεις ότι είναι πολλά παραπάνω από έναν
χαρακτηρισμό - είτε αυτός είναι post metal, sludge, doom, post-rock ή ό,τι άλλο
κατεβάσει το κεφάλι σου.
-Oceanic... Τι μου θύμισες τώρα...
-Μιλάμε για κυκλοφορία κομβική για τη μουσική δεκαετία που
διανύουμε. Πολλοί είχαν οραματιστεί τον ήχο του Oceanic ακόμα και πριν το 2002,
κανείς όμως δεν είχε καταφέρει να συνδυάσει με τέτοιο μαγευτικό τρόπο hardcore
και post-rock κιθάρες, βάρβαρα αλλά και... γυναικεία φωνητικά. Το Oceanic
οριοθέτησε μία απίστευτη μεταμόρφωση στο προφίλ των Isis και τους καθιέρωσε ως
ένα τρομερά ενδιαφέρον σχήμα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και προσωπικά θεωρώ ότι
το Panopticon που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα είναι ακόμα καλύτερη
κυκλοφορία. Πήρε τα καλύτερα στοιχεία από τον προκάτοχό του και, με ελαφρώς
καλύτερη παραγωγή, έδωσε μερικούς ύμνους που θα μείνουν γραμμένοι στην ιστορία.
Βρες μου άνθρωπο που δεν ανατριχιάζει με τις πρώτες νότες του So did we....
-Τι μου θυμίζει αυτή η μετάβαση
άραγε...
-Τους Tool σου θυμίζει, φυσικά. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη
αντιστοιχία του δίδυμου Oceanic / Panopticon από την αντίστοιχη των Aenima /
Lateralus. Και ας ακούγεται λιγάκι "ιερόσυλο" σε μερικούς. Τεχνικά οι Tool
είναι πολύ πιο μπροστά και ο ήχος των δύο συγκροτημάτων δεν έχει ιδιαίτερη
σχέση, ωστόσο η εξελικτική πορεία τους έχει πολύ ενδιαφέρουσες ομοιότητες.
-Ναι, αλλά μετά το Lateralus οι Tool
κυκλοφόρησαν το άχρωμο 10,000 days.
-Και οι Isis το In the Abscece of Truth. Το οποίο γνώρισε
παραπλήσια αντιμετώπιση ως επί το πλείστον από κοινό και κριτικούς - θεωρήθηκε
αρκετά πιο "ακίνδυνο" και "συμβιβασμένο" σε σύγκριση με τους προκατόχους του.
Και μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε η στροφή του Aaron προς τη χρήση κυρίως καθαρών
φωνητικών. Εντάξει, και η σαφέστατα πιο καθαρή παραγωγή. Προσωπικά, όμως, δεν
το θεωρώ καθόλου κακή κυκλοφορία. Ό,τι χάνει σε όγκο ήχου το κερδίζει σε
συνθετική ποιότητα και βάθος. Απλά, απαιτεί περισσότερες ακροάσεις για να
καταλάβει κανείς ότι είναι μία τρομερή δουλειά,
που δεν βασίζει την ύπαρξή της στο όνομα των Isis αλλά, απεναντίας,
προσθέτει στον "μύθο" τους και στέκεται επάξια δίπλα στα προηγούμενα άλμπουμ
τους. Και, μεταξύ μας, ούτε το 10,000 days ήταν άχρωμο. Δισκάρα ήταν, μην
τρελαθούμε κιόλας....
-Καλά, καλά, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα και γι' αυτό θα
διαφωνήσω μαζί σου. Πες μου όμως για το Wavering Radiant, αρκετά με το
παρελθόν, το ζαλίσαμε το θέμα...
-Το Wavering Radiant, λοιπόν, είναι η πέμπτη πλήρης
κυκλοφορία των Isis. Ηχητικά, συνεχίζει από το σημείο που σταμάτησε το In the
Abscence of Truth: Προσεγμένη παραγωγή, ευδιάκριτα όργανα και το ρυθμικό
session να αναλαμβάνει σαφώς κεντρικότερο ρόλο. Είναι ένα γρήγορο άλμπουμ - για
τα δεδομένα των Isis πάντα. Σαφώς το πιο "σπιντάτο" από τον κατάλογό τους. Οι
μελωδίες στα περισσότερα κομμάτια ακολουθούν μία όμορφη κυκλικότητα που
σταδιακά δομεί μία ατμόσφαιρα και έναν ξεχωριστό χαρακτήρα στο κάθε track, αλλά
γενικά μπαίνεις πολύ γρήγορα στο παιχνίδι. Τα φωνητικά εν γένει δεν είναι αυτό
που λες "κάφρικα", αλλά όπου πρέπει γίνονται πιο brutal, για να δέσουν με το
όλο κλίμα. Σε πολλά σημεία, μάλιστα, και αυτό για μένα είναι μία καλοδεχούμενη
εξέλιξη. Η χρήση των πλήκτρων είναι αρκετά διακριτική, αλλά παρούσα σε μεγάλη
έκταση. Και το κλείσιμο που επιφυλάσσουν σε κάθε σχεδόν track είναι επικό και
μεγαλοπρεπές - ακούγονται πολύ σίγουροι για αυτό που παίζουν και δεν έχουν λόγο
να το κρύψουν. Πάω στοίχημα ότι σε live τα κομμάτια τους θα τσακίζουν κόκαλα.
-Ώπα, ώπα, με πήρες παραμάζωμα. Για να
καταλάβω, ο ήχος τοποθετείται σα να λέμε κάπου ανάμεσα σε Oceanic και In the
Abscence of Truth; Δεν ξέρω πόσο με "ψήνει" αυτό.
-Θα ήταν μία εύκολη και βολική προσέγγιση αυτή για να
χαρακτηρίσεις τον ήχο τους αλλά δε νομίζω ότι συμφωνώ. Αν θέλω να γίνω πιο
συγκεκριμένος, θα έλεγα ότι ο ήχος είναι πιο κοντά στην τελευταία τους
κυκλοφορία, χωρίς όμως και πάλι να είμαι απολύτως σωστός. Βασικά, οι Isis είναι
ένα συγκρότημα που δε φοβάται την εξέλιξη και αυτό το αποδεικνύουν σε κάθε βήμα
της καριέρας τους. Στο Wavering Radiant, λοιπόν, επέλεξαν να κινηθούν σε
μελωδικά μονοπάτια που θυμίζουν περισσότερο "ορθόδοξα" τραγούδια αλλά το έκαναν
με λιγότερο αυστηρό τρόπο σε σύγκριση με το In the Abscence of Truth. Και αυτό
δεν είναι καθόλου δύσκολο να το πιάσεις. Τα ξεσπάσματά τους είναι και πάλι
"τοξικά" και αν ανεβάσεις την ένταση λιγάκι παραπάνω σου παίρνουν το σκαλπ.
Και, κατά την ταπεινή μου άποψη, οι ιδέες τους είναι πολύ περισσότερο
ευδιάκριτες - κοινώς, ο δίσκος γίνεται κτήμα σου από την δεύτερη - τρίτη
ακρόαση. Αν ήθελα λοιπόν να θέσω το ζήτημα της εξέλιξής τους σε μία φράση, απλά
θα έλεγα ότι πήραν τον τελευταίο τους δίσκο και τον ανέβασαν δύο σκαλιά
παραπάνω.
-Είναι πολλά τα λεφτά...
-Γίνεσαι δύσπιστος τώρα. Δεν βλέπω πού είναι το κακό να
απευθύνονται σε μεγαλύτερα ακροατήρια παίζοντας κάτι ελαφρώς πιο "βατό" από το
Panopticon. Μακάρι όλα τα "ανοίγματα" όλων των καλλιτεχνών να είχαν τέτοια
ποιότητα, θα έλεγα. Το γεγονός ότι ο προηγούμενος δίσκος τους έκανε τη μεγαλύτερη
επιτυχία σαφώς και δεν τους έχει αφήσει αδιάφορους. Από την άλλη, ακόμα κι εγώ
θα "ξίνιζα" λίγο αν είχαν βγάλει άλλα τρία "Panopticons" (και ας είναι η
αγαπημένη μου κυκλοφορία τους). Νομίζω ότι στους Isis πιο πολύ γουστάρω αυτές
τις "μικροαλλαγές" του ήχου τους και το γεγονός ότι δε μένουν στατικοί. Η
ποικιλομορφία τους προσδίδει ποιότητα και, κυρίως, χαρακτήρα. Και μην
τρελαίνεσαι, δεν έπαθαν δα και καμία μετάλλαξη. Όποιοδήποτε 30 δευτερόλεπτα από
το άλμπουμ να σε βάλω να ακούσεις τυχαία, θα καταλάβεις ότι είναι Isis με
υπογραφή και σφραγίδα.
-Κανένα κομμάτι ξεχωρίζει;
-Θέμα γούστου καθαρά. Τα Hall of Dead και Thereshold
of Transformation μου άρεσαν περισσότερο, αλλά είναι καθαρά personal. Κάτι
μου λέει ότι το Ghost Key θα αρέσει πολύ αλλά δεν μπορώ να σου πω γιατί. Ίσως η
απόκοσμη εισαγωγή του, δεν ξέρω... Πάντως το άλμπουμ είναι ομοιογενές, δεν
κάνει κοιλιά σε κανένα σημείο (σιγά μην έκανε) και, γενικά, είναι ιδιαίτερα
ισορροπημένο.
-Κάτι άλλο πρέπει να ξέρω;
-Ο Adam Jones των Tool παίζει κιθάρα σε δύο κομμάτια,
νομίζω. Θα σου αρκεί αυτό...
-Νισάφι πια με τους Tool. Και του
έβαλες τελικά μεγάλο βαθμό, ε;
-Τον αξίζει και με το παραπάνω. Το Wavering Radiant
ακούγεται κλασσικό από την πρώτη στιγμή γιατί οι δημιουργοί του παίρνουν πολύ
σοβαρά αυτό που κάνουν. Τέτοιο συνδυασμό όγκου, συναισθήματος, έντασης,
μελωδίας πολύ δύσκολα θα τον βρεις. Αν λάβεις υπ' όψιν και το γεγονός ότι μόνο
στάσιμοι δεν έχουν μείνει, μιλάμε για μια από τις κορυφαίες μπάντες της
δεκαετίας. Με δυο κουβέντες, οι Isis έβγαλαν μία ακόμα δισκάρα και κακό του
κεφαλιού σου θα κάνεις άν δεν τη "λιώσεις".
-ΟΚ, ΟΚ... Ένα τελευταίο μόνο: Στο Oceanic και το
Panopticon θα έβαζες μεγαλύτερο βαθμό;
-Εεεεε... Ναι. Εννοείται..!
Rating: 8,5 / 10
Κωνσταντίνος
Γούλας
Isis Official Website
Mono - Hymn to the Immortal Wind
01.Ashes in
the Snow 02.Burial at Sea 03.Silent Fight, Sleeping Dawn 04.Pure as Snow 05.Follow the Map 06.The Battle to heaven 07.Everlasting Light
24 March 2009 - Temporary Residence
Οι
Mono είχαν την τύχη από το δεύτερο μόλις άλμπουμ τους (το One Step More and
You Will Die του 2003) να ξεχωρίσουν και να καταθέσουν σε μεγάλο βαθμό τα
διαπιστευτήριά τους: Η συνταγή της εναλλαγής ήρεμων, ονειρεμένων μελωδιών με
ουρανομήκη ξεσπάσματα, διδαχθείσα σε όλη τη μεγαλοπρέπειά της από τους
"πατερούληδες" Mogwai βρήκε στα πρόσωπα των συμπαθών Ιαπώνων μία (ακόμα)
θαυμάσια έκφραση και, για να είμαι ειλικρινής, δεν βρίσκω κάτι μεμπτό σε αυτό.
Ακόμα και όσοι δύσπιστοι έθεταν το "αιώνιο" θέμα της πρωτοτυπίας και της αυθεντικότητας,
δύσκολα μπορούσαν να προσάψουν κάτι κακό σε ένα συγκρότημα που είχε μία
αξιοσημείωτη ποιότητα και βάθος σε όλες ανεξαιρέτως τις κυκλοφορίες του (και το
τονίζουμε αυτό). Ούτε να αγνοήσουν την παραγωγικότητά τους - σχεδόν κάθε χρόνο μας έχουν απασχολήσει
είτε με πλήρη κυκλοφορία, είτε με κάποιο EP η συνεργασία τους. Για την
ακρίβεια, οι Mono πάντα τύχαιναν της αποδοχής των φίλων της ορχηστρικής rock
μουσικής και υπήρχαν στο μυαλό των περισσότερων ως ένα ωραίότατο, φιλότιμο,
συμπαθέστατο πλην όμως "δεύτερης διαλογής" σχήμα. Και εδώ βρισκόταν το πρόβλημά
τους.
Για
να μην παρεξηγηθώ, δεν είναι καρπούζια οι καλλιτέχνες για να τους
κατηγοριοποιούμε με τόσο άκομψο τρόπο. Ειλικρινά όμως, και με το χέρι στην
καρδιά, ποιος δεν το κάνει; Όλες οι αναφορές στο έργο των Mono έδειχναν
καταδικασμένες να τελειώνουν με την κλισαρισμένη φράση: "Καλοί, πολύ καλοί,
αλλά εντάξει, Mogwai δεν είναι". Και μέσα στην αδικία του, ο χαρακτηρισμός
αυτός, εντάξει, δεν ήταν και εντελώς λανθασμένος. Ναι μεν με τον ήχο στην τσίτα
δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τους εκάστοτε αντίζηλους (και γι' αυτό τα live
τους ήταν, εν γένει, μία άκρως ικανοποιητική εμπειρία), όταν όμως οι στροφές
έπεφταν, τα πράγματα γίνονταν λιγάκι πιο δύσκολα. Προς θεού, δε μιλάμε για
κάποια συνθετική αδυναμία τους αλλά για κάτι πολύ λιγότερο αντικειμενικό και
αντιληπτό όχι τόσο με την ακοή όσο με το "εσωτερικό αισθητήριο" των ακροατών.
Μιλάμε για μία έλλειψη μεγαλείου. Αυτό ακριβώς διόρθωσαν με τη φετινή
κυκλοφορία τους.
Διόρθωσαν;
Η λέξη είναι μάλλον φτωχή για να περιγράψει το ηχητικό αποτέλεσμα του Hymn to
the Immortal Wind. Οι Mono με τον καινούριο τους δίσκο ήρθαν από εκεί που δεν
το περιμέναμε και μας έκαναν μάρτυρες σε μια από τις συγκλονιστικότερες
μεταμορφώσεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο χώρο του post-rock. Όχι
ότι είδαμε μία ποιοτικά αλλαγμένη μπάντα (πάντα υπήρξαν ποιοτικότατοι, το
τονίσαμε αυτό). Είδαμε όμως μία απίστευτη εμβάθυνση και πιοκιλία στον ήχο τους
που μας άφησε με κομμένη την ανάσα. Οι παλιές καλές μέρες του COM?, όπου
συμμετείχες περιμένοντας τη στιγμή που θα σε παρασύρει ο κιθαριστικός
οδοστρωτήρας τους, έδωσαν τη θέση τους σε κάτι πιο περίπλοκο και τρομερά
εθιστικό: Σε έναν απίστευτο συνθετικό οργασμό που καθιστά το κάθε κομμάτι του
δίσκου μία ανεξάρτητη και μοναδική εμπειρία. Οι Mono ωρίμασαν, και ωρίμασαν
πάρα πολύ όμορφα. Τα αργά πλέον μέρη είναι που κλέβουν την παράσταση και
προκαλούν μία αισθητική τέρψη που είναι πολλές φορές δύσκολο να περιγραφεί.
Πάρτε για παράδειγμα το Silent Fight, Sleeping Dawn: Ένα κομμάτι που υπό
φυσιολογικές συνθήκες θα αποτελούσε ένα βαρετό γέμισμα σε δίσκο τους,
μεταμορφώνεται από το άγγιγμά τους σε ένα μίνι-έπος, ένα ήρεμο κομψοτέχνημα που
σου ξεσκίζει την ψυχή με την αρμονία και την ομορφιά που αποπνέει. Για να μη
μιλήσουμε για το Follow the map (το δεύτερο "γέμισμά" τους) που
παραδίδει απλόχερα μαθήματα για το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί μια ολόκληρη
ορχήστρα με τρόπο που όχι μόνο δεν είναι πομπώδης και υπερβολικός, αλλά που
ξεκινώντας με την πιο απλή μελωδία εξυψώνεται στα όρια της κινηματογραφικής
μεγαλοπρέπειας. Η κάθε νότα δείχνει να έχει σκοπό και λόγο ύπαρξης και το
αποτέλεσμα μοιάζει τόσο άψογα δουλεμένο που από τις πρώτες ακροάσεις έχεις
συνειδητοποιήσει πλήρως ότι βρίσκεσαι απέναντι σε έναν από τους καλύτερους
δίσκους της χρονιάς.
Εννοείται
πως όσοι αγάπησαν τους Mono για τα κιθαριστικά κορυφώματά τους δε θα μείνουν
καθόλου παραπονεμένοι. Δε θα μπορούσαν άλλωστε τα φιλαράκια από την Ιαπωνία να
χωρέσουν τον οίστρο τους σε κάτι κάτω των 12 λεπτών, μην ξεχνιόμαστε... Και
όταν ο θόρυβος αναλάβει δράση δείχνουν ότι παίζουν στην έδρα τους. Οι
κλιμακώσεις των κομματιών δουλεύουν στην εντέλεια, η ατμόσφαιρα δημιουργείτα
από το πρώτο λεπτό και οι εναλλαγές (που σύμφωνα με τους ίδιους δεν είναι
μεταξύ σιωπής και θορύβου πλέον αλλά μεταξύ σκοταδιού και φωτός) κρατούν το
ενδιαφέρον στα ύψη. Για να είμαι ειλικρινής, δεν το κατάλαβα το σημείο εκείνο
με το "σκοτάδι και το φως" αλλά ελάχιστη σημασία έχει. Το Hymn to the
Immortal Wind (με το εξαιρετικά καλαίσθητο, παρεμπιπτόντως, εξώφυλλο) δεν
αφήνει τον ακροατή να βαρεθεί ούτε στιγμή. Έχει μία αύρα που τη βρίσκει κανείς
σε εκείνες τις εμβληματικές κυκλοφορίες (ονόματα δε λέμε...) που μας έκαναν να
λατρέψουμε το post rock. Είναι επικό, επιβλητικό και ταυτόχρονα τόσο ειλικρινές
και προσιτό που δεν μπορείς να πιστέψεις ότι κρατάς στα χέρια σου ένα τέτοιο
διαμάντι.
Τελικά η μεταμόρφωση δεν είναι υποχρεωτικά κάτι
μεγαλεπήβολο και δραματικό. Είναι περισσότερο μία σιωπηλή, εσωτερική διεργασία
και οι Mono την πέρασαν με άριστα. Από τον επόμενο δίσκο τους δικαιωματικά θα
αντιμετωπίζονται ως ένα από τα μεγάλα ονόματα της διεθνούς post-rock σκηνής και
αυτό το κέρδισαν με το σπαθί τους
Rating: 9 / 10
Κωνσταντίνος
Γούλας
Mono @ Myspace
Mono - follow the map video
The Boy - Please make me dance
1.PMMD + how my eyes change/ 2.εκπέμπω/ 3.της δικαιοσύνης ήλιε/
4.Miserable men/ 5.cool/ 6.γιατί δε χορεύετε ρεεεε;/ 7.φοβίζω τον εχθρό/ 8.λίγοι
και φτωχοί/ 9.εδώ κανείς/ 10.the life that i own/ 11.πυροβολισμός (είσοδος)/ 12.πυροβολισμός
στο πρόσωπο/ 13.την πόρτα ανοίγω το βράδυ/ 14.PMMD 2/ 15.religious son + PMMD
(έξοδος)/ 16.σ'αγαπάω να της λες
May 2009 - Inner Ear
Κάποιοι άνθρωποι προβληματίζονται, σκέφτονται και
δημιουργούν θεωρίες, άλλοι απεχθάνονται τον κόσμο που ζουν και διαμαρτύρονται,
κάποιοι σηκώνουν απλά τα χέρια ψηλά και αφήνουν τα πράγματα να αλλάξουν από
μόνα τους. Ένα παιδί ίσως να μην μπαίνει καν σε αυτή την διαδικασία. Μέσα στην
ζωντάνια του, διασκεδάζει, χορεύει και ας είναι όλοι ψόφιοι, σάπιοι και
δυστυχισμένοι γύρω του. Ένα παιδί δεν
προσεύχεται, δεν έχει Θεό να ελπίζει, ούτε Δαίμονες να φοβάται. Δεν θα απαιτούσε
από κάποιον να τον κάνει να χορέψει, ούτε θα θεωρούσε τον εαυτό του κομμάτι
μίας ετερόκλητης μάζας που με κοινό χαρακτηριστικό την σύγχυση ενσωματώνεται σε
αυτή και ακολουθεί. Πάνω απ' όλα δεν θα αυνανιζόταν μπροστά από την φωτογραφία
της ταυτότητας της αδερφής του και θα τέλειωνε ενώ διάβαζε την ημερομηνία
γέννησης της.
Ο The Boy λοιπόν μόνο ένα παιδί δεν είναι που παίζει με τα πλήκτρα
του, την μπότα των drums
και την κιθάρα του. Αντιστρέφει τους ρόλους και δημιουργεί έναν καταιγιστικό
δίσκο, από ρυθμό, ελληνικούς και αγγλικούς στίχους, ebm ατμόσφαιρα
και κάτι από NIN στο "Pretty Hate Machine". Κριτικάρει. Κάποιους
μπορεί να τους σοκάρει, αλλά τελικά το "Please Make Me Dance"αποδεικνύεται ως ένας
ιδιαίτερος δίσκος, που πρέπει να τον ακούσεις. Όχι γιατί μέσα σε αυτόν κρύβεται
κάποια απίθανη μουσική, ούτε γιατί, για κάποιο λόγο, αγαπήθηκε από όλα τα
μηδενικού ενδιαφέροντος free press που τρως στην μούρη κάθε Πέμπτη, αλλά γιατί -είτε θα σ'
αρέσει είτε όχι- καταφέρνει να σου μεταφέρει τουλάχιστον ένα από τα
συναισθήματα της πρώτης παραγράφου. Οριοθετεί εξίσου, τον ρόλο των οργάνων και
των φωνητικών, με την ζυγαριά να γέρνει προς το δεύτερο, στο "Εκπέμπω" εκθέτει τα κλοπιμαία από το "Αμνηστεία
64" του Διονύση Σαββόπουλου, και στο
"Της Δικαιοσύνης ήλιε" διασκευάζει το
"Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ" του Μίκη
Θεοδωράκη. To "Miserable Men"
προσωπικά με παραπέμπει σε κάτι από Handsome Furs, ενώ ο The Boy στον επόμενο δίσκο (πιθανά να τον ακούσουμε σύντομα) μάλλον θα
πρέπει να καταπιαστεί μόνο με τον αγγλικό στίχο μιας και του ταιριάζει
καλύτερα. Το "Cool" σα να μην τέλειωσε πότε, ένα
τραγούδι που έμεινε στην μέση, που μπορεί να ήταν και ο Marilyn Manson πίσω
από το μικρόφωνο δεν σε χαλάει γιατί ακολουθεί η κραυγή για την διασκέδαση. Μία
πόλη που για τον Αλέξανδρο Βούλγαρη (The Boy), δεν διασκεδάζει και δεν
χορεύει, γυρνάει σπίτι της και κοιμάται, το "Γιατί δεν χορεύεται ρεεε; " είναι η προσπάθεια να την ξυπνήσει,
ωραία μελωδία στα πλήκτρα και μία μπότα που βαράει αδιάκοπα. Το "Φοβίζω τον εχθρό" λίγο πιο ηλεκτρονικό
και shoegaze προσφέρεται για ένα καλό remix. Ο δίσκος για τα επόμενα εννιά τραγούδια συνεχίζει στο ίδιο
μοτίβο. Παρεμβάλλονται και τραγούδια του μισού λεπτού, άνευ σημασίας, ενώ τα
τρία τελευταία "Please make me dance 2", "Religious son + PMMD" και "Σ' αγαπώ να της λες" σώζουν την
κατάσταση που από την μέση του δίσκου και μετά ήθελες να βγάλεις το cd (τα παραλέω). Ο δυναμισμός
των δύο πρώτων είναι 100% ναρκωτικός και μαζί με το παραλήρημα του The Boy στο
τελευταίο όπου «το μόνο που του απομένει,
είναι αυτή η πανάκριβη μπόχα, η μονάκριβη του αγάπη, η πουτάνα η καριόλα, αυτή
η πόλη που κοιμάται και νομίζει ότι σκίζει... η Αθήνα του» τέλος! Γεμάτος
ιδέες, ώριμος (συγκριτικά με τα Mary and the Boy
τραγούδια), δυνατός, «κάτι». Απλή αντιγραφή, δήθεν, σάπιος και βρώμικος,
«τίποτα». Σε ποια κατηγορία χαρακτηρισμού του δίσκου ανήκεις αποφάσισέ το αφού
του δώσεις μία ευκαιρία.
Rating: 7,8 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
The Boy @ Myspace
Simple Minds - Graffiti Soul
1. Moscow Underground/ 2. Rockets/ 3. Stars Will Lead The Way/ 4. Light Travels/ 5. Kiss And Fly/ 6. Graffiti Soul/ 7. Blood Type 0/ 8. This Is It Deluxe Bonus CD: 1. Rockin' In The Free World / 2. A Song From Under The Floorboards / 3. Christine / 4. (Get A) Grip (On Yourself) / 5. Let The Day Begin / 6. Peace, Love And Understanding / 7. Teardrop/ 8. Whiskey In The Jar/ 9. Sloop John B
25 May 2009 - Universal Records
Είναι άδικο να σου κολλάει η ιδέα ότι μπορείς άνετα να
γράψεις μια κριτική για ένα δίσκο πριν καν τον ακούσεις. Βάζεις τα γνωστά
σχόλια - κλισέ που σέρνει μαζί του κάθε συγκρότημα για τη μουσική του και όχι
μόνο, πολύ παρελθόν και περασμένα μεγαλεία, ένα δυο σχόλια για το σινγκλάκι που
-δεν μπορεί- κάπου θα το πήρε τ'αυτί σου, και ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη για
τέλος σαν από κατανόηση, λύπηση και αδιαφορία. Μ'αυτές τις σκέψεις σου κόβεται
ο ενθουσιασμός, η όρεξη να ασχοληθείς με τη μουσική και όλα όσα περιστρέφονται
γύρω απ'την κυκλοφορία, ενώ οι τύψεις που ακολουθούν, αργά ή γρήγορα
τελειώνουν. Βοηθάει ίσως, όταν εγκλωβίζεται κανείς σε μια τέτοια επιφανειακή
προσέγγιση, να κάνει ένα μικρό restart,
να κοιτάξει πίσω και να ξανα-πρωτοσυναντήσει όλα τα στοιχεία που δίνουν σ'αυτή
τη μουσική μια θέση στην καρδιά του. Πόσα κείμενα για τους Simple Minds τα τελευταία 15 χρόνια, δεν
έχουν μια μεγάλη παράγραφο που να ξεκινά μια ιστορία απ'τον αυθεντικό ήχο του Life in a Day μέχρι
την παγκόσμια αναγνώριση του Once upon a time?
Ιστορία μέσα απ'την οποία ο διαγράφεται ρομαντικά μια προσωπική σχέση με
διαφορετικές κορυφώσεις και πορεία. Προσωπικά παραδέχομαι ότι αυτή η παράγραφος
είναι και αυτή που πάντα με ευχαριστεί και με ενθουσιάζει περισσότερο.
Ακούγοντας το Graffiti Soul, το νέο δίσκο του πολύ σπουδαίου αυτού συγκροτήματος
απ'τη Γλασκώβη, μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι και οι ίδιοι κάτι παρόμοιο με την
παραπάνω τακτική κάνουν, ο «τρόπος γραφής» τους μοιάζει αρκετά... Είπαμε,
γνωστά κλισέ, πολύ παρελθόν, και κάποια λίγα σημεία που ξεχωρίζουν. Άσχημο δεν
ακούγεται; Απ'την άλλη το μόνο που δεν μπορείς να πεις για τους Simple Minds είναι
ότι ένας δίσκος γι'αυτούς είναι αγγαρεία. Δεν εξηγούνται έτσι τα 30 χρόνια
δισκογραφίας με 15 άλμπουμ και οι αμέτρητες συναυλίες. Δεν μπορώ να σκεφτώ
πολλά άλλα συγκροτήματα που ο ήχος τους να συνδέθηκε τόσο με τις ζωντανές τους
εμφανίσεις, το ζωντανό να περιγράφει το ηχογραφημένο, οι συναυλίες τους να
αποτελούν απόκοσμα μοναδικές στιγμές για χιλιάδες κόσμο που τους έχει δει και
όλα αυτά χωρίς να είχαν ποτέ κάτι ιδιαίτερο να δείξουν σ'αυτό που αποκαλείται
σκηνική παρουσία. Κι όσο τα χρόνια πέρναγαν και η μουσική άλλαζε, μέχρι που
τους προσπέρασε για τα καλά, εκείνοι βυθισμένοι ακόμα στο χρυσό όνειρό τους συνέχιζαν
να πιστεύουν στη Μεγάλη Μουσική όπως τη φαντάστηκε και την ακολούθησε ο Mike Scott με τους Waterboys. Η περίοδος που
ακολούθησε το απόγειο της δόξας τους, ήταν μια ηχηρή αφάνεια με μέτριες και
αδιάφορες κυκλοφορίες· τι να ξεχωρίσει κανείς απ'το Real Life και
μετά; Κι όμως συνεχίζουν να μας απασχολούν εν έτει 2009 με το Graffiti Soul, σε μια εποχή που τα 80's είναι
πιο κοντά απ'ότι ήταν για τα 90's.
Μπορεί γι'αυτό και οι Simple Minds,
με τρία μέλη της παλιάς συνθεσης να υπογράφουν αυτό το δίσκο, να άφησαν τις
ανέμπνευστες ραδιοφωνικές δημιουργίες των προηγούμενων δίσκων και να επιστρέφουν
στα βασικά.
Τα βασικά είναι φυσικά ο Jim Kerr, η κιθάρα του Charlie Burhill και τα τύμπανα του Mel Gaynor. Με το ξεκίνημα του Graffiti Soul μας
χαρίζουν την πιο ωραία στιγμή του το Moscow Underground. Κιθάρα που όταν θυμίζει τα παλιά κάνει θαύματα,
τρομερό 80's μπάσσο που οδηγεί το το ρυθμό του κομματιού. Ο Kerr τραγουδάει
χαμηλόφωνα πλέον, αλλά με ωραία απαλή φωνή. Ατμοσφαιρικό αλλά με ambient διάθεση
ασυνήθιστη για Simple Minds,
και δομή κομματιού των Cure του Wish.
Ίσως η πιο ελκυστική και καινούργια μουσική πνοή που έχουν προσφέρει εδώ και
χρόνια στους φαν τους... Ακολουθεί το single Rockets που ουσιαστικά παρακάμπτει το πανέμορφο Moscow Underground και
συνεχίζει εκεί που τελείωσε το Black and White
050505. Όπως και το επόμενο Stars will lead the way, είναι απ'τα κομμάτια που οι Simple Minds μπορούν
να γράφουν με κλειστά μάτια για πολλά χρόνια ακόμα, απ'αυτά που περνάνε γρήγορα
και αδιάφορα όσο και τα 90's για το συγκρότημα. Το Kiss and fly θυμίζει γιατί δεν μπορώ να ακούσω ολόκληρους δίσκους σαν το Once upon a time, ενώ το Graffiti Soul θα
μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο single απ'το Rockets.
Μελωδικότερο, με καλύτερα φωνητικά και περισσότερο νεύρο. Τα κομμάτια του
άλμπουμ κυλάνε με τον ίδιο τρόπο χωρίς ουσιαστικές συγκινήσεις. Δεν ξέρω τι
εννούσε ο Jim Kerr με τη δήλωση, πριν την κυκλοφορία αυτή, ότι έχει αρκετό
υλικό για να γεμίσει ένα διπλό άλμπουμ, καθώς τα μόλις 9 κομμάτια του Graffiti soul δε
δείχνουν τέτοια παραγωγικότητα. Στη deluxe edition βέβαια περιλαμβάνεται δεύτερο
cd με
διασκευές γνωστών κομμάτιών όπως το Rockin' in a free world, το Christine των Siouxsie and the Banshees,
το Teardrop των Massive Attack, το Whiskey in a Jar.... Ουδέν σχόλιον, οι Simple Minds είναι ό,τι θέλουν κάνουν. Το Christine ίσως
ακούγεται καλό.
Οι Simple Minds έχουν χρόνια να κυκλοφορήσουν κάτι πραγματικά καλό και ίσως
να μην το κάνουν ποτέ ξανά. Πόσοι άλλοι όμως έχουν σταθεί τόσο έντιμα απέναντι
στη μουσική τους; Κάνουν απλά αυτό που ξέρουν καλύτερα, προσπαθούν να συγκινήσουν
και να εντυπωσιάσουν όπως παλιά. Χωρίς αγχωτικές αλλαγές στη σύνθεση, χωρίς να
ακριβοπληρώνουν πετυχημένους νέους παραγωγούς. Προσπαθούν να εμπνεύσουν, να ξυπνήσουν
το συναίσθημα και την ονειροπόληση όπως το έκαναν τότε, σε μια εποχή που αυτά μοιάζουν
όλο και πιο δύσκολα. Κι όσο περισσότερο δείχνει ένα συγκρότημα να σέβεται τη
μουσική του τόσο μεγαλύτερη αξία αποκτά και το παρελθόν του, μαζί και μια δόξα
λίγο πιο διαχρονική και πιο βαθιά απ'αυτήν που κέρδισαν όσο λίγοι οι Simple Minds. Κάπου εδώ δε θα
ταίριαζε να μπει η παράγραφος που λέγαμε; Ας μείνει έτσι, ας συμπληρώσει ο
καθένας τις δικές του burning gold memories...
ΥΓ. Να σημειωθεί ότι στο παραπάνω κείμενο δεν αναφέρονται
πουθενά οι U2.
Rating: 6.5 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
Simple Minds @ Myspace
Simple Minds - Rockets
Placebo - Battle for the sun
1.Kitty Litter/ 2.Ashtray
Heart/ 3.Battle for the Sun/ 4. For what is worth/ 5.Devil in the Details/ 6.Bright Lights/ 7.Speak in Tongues/ 8.The Never-Ending Why/ 9.Julien/ 10.Happy You're Gone/ 11.Breathe Underwater/ 12.Come Undone/ 13.Kings of Medicine
8 June 2009 - PIAS
Οι δηλώσεις του Molko πριν την
κυκλοφορία του album επικές. Εκτός απο τα κλασσικά «η
καλύτερη στιγμή μας, πιο δεμένοι από ποτέ, ο καινούριος drummer μας έδωσε άλλη ώθηση» κλπ, έκανε και το εξής ατόπημα. Είπε ότι «μόνο οι U2 και οι Rolling Stones είναι πάνω από μας, αλλά θα τους φτάσουμε και
αυτούς». Ok Mr. Molko. Prove it! Έχοντας την «τύχη» να ακούσω μεγάλο μέρος του
καινούριου album live πριν
τρεις εβδομάδες, δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα. Οι πρώτες κριτικές στο net δεν χαρακτηρίζονται και διθυραμβικές,
το εξώφυλλο (επιεικώς) αδιάφορο και το πρώτο single „For what it's worth" συμπαθητικό, αλλά μέχρι εκεί (και αυτό λέει πολλά
για ένα συγκρότημα που αποδεδειγμένα ξέρει να διαλέγει τα singles του). Οι συνθήκες λοιπόν ιδανικές για θάψιμο.
Γυαλίζοντας
το φτυάρι, που πάντα υπάρχει εύκαιρο για τέτοιες περιπτώσεις, είπα (με μισή
καρδιά είναι η αλήθεια) να ακούσω προσεκτικά το «Battle for the Sun», το 6ο κατά σειρά studio album των Placebo. Και
όμως! Αυτό που άκουσα δεν είναι άσχημο. Εντάξει, σίγουρα δεν είναι το καλύτερο
τους album (απέχει πραγματικά πολύ από το να μπει έστω στην καλύτερη τριάδα, αλλά
έχουν βγάλει αριστουργήματα οπότε το κριτήριο δεν είναι ασφαλές), του λείπει
μπόλικο από το σκοτάδι και την λυρικότητα που τους χαρακτηρίζει όλα αυτά τα
χρόνια - ίσα ίσα που είναι εμφανώς πιο απλοϊκός και λιτός, πιο αμερικάνικος (με
ότι αυτό συνεπάγεται), τα ηλεκτρονικά στοιχεία απουσιάζουν σχεδόν πλήρως, του
λείπουν τα πολύ μεγάλα κομμάτια (ενώ σε κάθε ένα από τα προηγούμενα album υπήρχαν
τουλάχιστον δύο τέτοια), αλλά δεν είναι τόσο κακό όσο περίμενα και κάποιες
σταθερές ευτυχώς υπάρχουν: με το που ακούσεις τον δίσκο, καταλαβαίνεις αμέσως
ότι ακούς Placebo, ο τρόπος που ο Brian παίζει
με τους στίχους και τις φωνητικές του χορδές παραμένει εγγύηση, παρότι μου δόθηκε
η εντύπωση ότι είναι πιο χαμηλά η ένταση της φωνής του σε σχέση με παλιότερα, η
ικανότητα τους να κορυφώνουν τα κομμάτια τους τις κατάλληλες στιγμές (και γενικά το arrangement) είναι
ακόμα σε πολύ καλή κατάσταση και το album έχει συνοχή.
Πιο συγκεκριμένα,
υπάρχουν τέσσερα- πέντε κομμάτια που
ξεχωρίζουν, τα οποία βέβαια πολύ αμφιβάλλω αν θα ξεχώριζαν σε κάθε ένα από τα 5
προηγούμενα album τους(θα μπορούσαν όμως εύκολα να
χαρακτηριστούν ως νόστιμα συνοδευτικά): Speak in Tongues, For what it's worth, Ashtray Heart, Happy you're gone και ίσως το ομώνυμο Battle for the Sun και το Devil in the Details (μάλλον η πιο πολύπλοκη σύνθεση του δίσκου). Σε κλασσικές γραμμές Placebo, κιθαριστικά (ο
παραγωγός του δίσκου είναι υπεύθυνος για κυκλοφορίες των Tool, Staind κλπ,
οπότε όσο να'ναι θα έβαλε και αυτός το χεράκι του), επιθετικά, πολύ πιο φωτεινά
όμως και σίγουρα αρκετά πιο αισιόδοξα από το στερεότυπο τους. Τα Bright Lights, Julien, Breath Underwater και Never ending why θα μπορούσαν άνετα να είναι μέρος του καινούριου
δίσκου των Apoptygma Berzerk, όντας βέβαια
τουλάχιστον δύο επίπεδα παραπάνω από οτιδήποτε εμπεριέχεται στο Rocket Science. Δεν
είναι και ιδιαίτερα δύσκολο αλλά δεν ξέρω αν αυτό αρκεί για να χαρακτηριστούν
ως πολύ καλά κομμάτια. Το Come Undone, το οποίο δεν είναι διασκευή Duran Duran όπως θα
προδίκαζε κάποιος από τον τίτλο, ρίχνει ένα σχετικό σκοτάδι στον δίσκο, αλλά
σου αφήνει την αίσθηση ότι κάτι του λείπει. Not bad πάντως. Το Kings of Medicine, ορισμιακά bittersweet, με τις (synth) τρομπέτες να ξεχωρίζουν, ακούγεται ευχάριστα, θα
μπορούσε να είναι σε soundtrack αμερικάνικης
αισθηματικής comedy, την ώρα που ο πρωταγωνιστής σκέφτεται την καλή του ατενίζοντας το
ηλιοβασίλεμα. Τι μας έμεινε; Τα Kitty Litter και Unisex. Το πρώτο, κατά
την γνώμη μου, λανθασμένα διαλεγμένο ως opener του Battle for the Sun, αδιάφορο και
άγευστο. Το δεύτερο,του οποίου ο τίτλος δεν αποτελεί καμία έκπληξη για το όλο attidute των Placebo, σε διαφορετικό ύφος, αλλά η γεύση που αφήνει
είναι μία απο τα ίδια. Και φυσικά η avantgarde πινελιά, το The Movie of your Eyelids, γιατί είπαμε,
είμαστε οι Placebo και αυτά τα έχουμε. Όμορφο για
κλείσιμο του album πάντως.
Το resume; Χμ, δεν ξέρω. Πραγματικά με μπέρδεψε. Δεν είναι
τυχαίο ότι οι κριτικές που πήρε από τον αμερικάνικο τύπο ήταν αισθητά
θετικότερες απο τις αντίστοιχες του ευρωπαϊκού. Αξίζει τον κόπο να του ρίξεις
μια ακρόαση (και ίσως όχι μόνο μία), μερικά κομμάτια θα τρυπώσουν με τον έναν ή
τον άλλον τρόπο σε folders με favorites τραγουδάκια του 2009, το θεωρώ όμως απίθανο να τον θυμάται κάποιος αυτόν τον δίσκο
(ή έστω μεμονωμένα κομμάτια) σε κανά δύο
χρόνια. Το φτυάρι επέστρεψε στην αποθήκη σχετικά καθαρό. Έτσι κι αλλιώς για
μερικά «σφαξίματα», το βαμβάκι κάνει πολύ καλύτερη δουλειά από το πιο κοφτερό
νυστέρι... Όσον αφορά την δήλωση για τα (ενεργά) συγκροτήματα που βρίσκονται
πάνω από αυτούς, η λίστα νομίζω ότι είναι κατιτίς μεγαλύτερη. Bigmouth strikes again κύριε Molko!
Υ.Γ: τελικά ο Stefan Groth κατάφερε αυτό για το οποίο προσπαθεί εδώ και
κάποια χρόνια, να αναφερθεί το όνομα του σε άρθρο/κριτική για τους Placebo -έστω και ως
αρνητικό παράδειγμα. Πραγματικά ζητάω συγγνώμη για αυτό.
Rating (ως album οποιουδήποτε άλλου συγκροτήματος) : 7,3 / 10
Rating (ως album των Placebo) : 5,8 / 10
Kiko Παπαδόπουλος
Placebo - For what is worth official video
VNV Nation - Of Faith, Power and Glory
1. Pro
Victoria / 2. Sentinel / 3. Tomorrow Never Comes / 4. The Great Divide / 5.
Ghost / 6. Art Of Conflict / 7. Defiant / 8. Verum Æternus / 9. From My Hands /
10. Where There Is Light
19 June 2009 - Anachron Records
Faith, Power and Glory: όποιος έχει βρεθεί σε μια συναυλία των
VNV Nation εύκολα μπορεί να βρει αυτά τα στοιχεία
στα συναισθήματα που του δημιούργησαν. Δεν χρειαζόταν να περιμένουμε το 7ο
άλμπουμ τους για να το ανακαλύψουμε, και δεν το περιμέναμε για αυτό το λόγο. Το
περιμέναμε γιατί είναι de
facto η
σταθερότερη αξία της EBM/future pop σκηνής, ανεξάρτητα με - ή καλύτερα ακριβώς χάρη - στους
πειραματισμούς τους με όλη την υπόλοιπη ηλεκτρονική (και όχι μόνο) σκηνή.
Θα πείτε ότι κάποιοι έχουν απογοητευθεί. Θα πείτε ότι
κάποιοι «παλιοί» φαν θα ήθελαν κάτι άλλο. Όμως 1μιση εκατομμύριο view στο fan-made βίντεο του Illusion στο YouTube, η παρουσία τους στο top 100 των charts του Amazon, και ένα κοινό στις συναυλίες ανά τον
κόσμο που δεν λέει να μειωθεί, δείχνουν ξεκάθαρα ότι για κάθε έναν παλιό που
φεύγει, ένας (ή δύο) καινούριοι έρχονται. Για αυτούς που αγάπησαν το Judgement έχει γραφτεί αυτή η
κριτική, γιατί περίπου αυτοί είναι και το κοινό του Of Faith, Power and Glory. Αλλά θα επανέλθω σε αυτό το σημείο στο
τέλος. Τώρα, ας ανοίξουμε την χάρτινη οικολογική συσκευασία και ας βάλουμε το cd να παίξει...
Pro Victoria
Η αγάπη του Ronan για τα στρατιωτικά εμβατήρια και τα soundtracks δεν είναι μυστικό. Το Pro Victoria μας γυρίζει στην εποχή του Advance + Follow, όπως θα ήταν αν είχε φτιαχτεί με τις
μουσικές και τεχνικές γνώσεις του συγκροτήματος: αν ήταν μια δόση πιο πένθιμο
θα μιλούσα καθαρά για martial
industrial.
Φαντασιώνομαι στη σκέψη του να ξεκινήσει συναυλία των VNV με τον Mark και τους In the Nursery να παίζουν live αυτά
τα drums!
Sentinel
I
can't accept and won't concede that this is who we are
[...]
On
the day the storm has just begun, I will still hope there're better days to
come...
Η
ανθρωπότητα έχει σχεδόν καταστραφεί, και το άγαλμα που κοσμεί το εξώφυλλο είναι
από τα ελάχιστα που έχουν επιβιώσει: ένα μνημείο πολέμου, τώρα πια ένα
παράδειγμα προς αποφυγή, ένας σκοπός που φροντίζει να μην ξανακάνουμε τα ίδια
λάθη... Το νόημα του άλμπουμ γίνεται ξεκάθαρο αμέσως: η πίστη και το κυνήγι της
δύναμης μπορούν να μας καταστρέψουν, αλλά ταυτόχρονα η «παράλογη» ελπίδα ότι
μπορούμε να σωθούμε πρέπει να επιζήσει.
Τα
πρώτα 30'' του κομματιού είναι τόσο πυκνά σε όμορφους «τεχνολογικούς» ήχους που
δεν μπορούν να συγκριθούν με οτιδήποτε άλλο έχει φτιάξει ο Ρόναν, ούτε καν το chrome. Δείχνουν περίτρανα πόσο καλός
παραγωγός έχει γίνει, και το πώς μπορεί να αντλεί ιδέες από techno ή progressive, για να τις δέσει σε ένα
χορευτικό κομμάτι με θεματολογία και ρεφραίν που δεν μπορεί παρά να θυμίσει το Empires.
Tomorrow
Never Comes
What
will become of us
If there's no one to watch over us?
If we should face the certainty of our destruction?
Forfeiting everything, pointless cries, futile dreams
There'll be no laughter, there'll be no tears
When tomorrow never comes
Συνεχίζοντας
το ίδιο θέμα με το Sentinel, το
Tomorrow Never Comes έχει ακόμα πιο απαισιόδοξο στίχο:
είμαστε στο όριο της αυτοκαταστροφής, και βαυκαλιζόμαστε με όνειρα για μια άλλη
ζωή, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι μπορεί πράγματι να μην υπάρχει αύριο. Μια
κραυγή απόγνωσης στηριγμένη σε ένα δυνατό μπάσο, και ντυμένη με ένα synth που μοιάζει να έχει βγει από dream house, το tomorrow never comes, με την προώθησή του στο διαδίκτυο και
στους σταθμούς είναι ό,τι κοντινότερο σε single έχει αυτό το άλμπουμ, στη σημερινή, μετά-single εποχή.
The
Great Divide
Just
for a second look into your heart
as
you stand and look across the great divide
Remember
all the things that you will leave behind
as
you set out to cross the vast and great divide.
Ένα
τελευταίο αντίο πριν από ένα μεγάλο βήμα. Κάπως έτσι ένιωσε ο Ρόναν όταν άφησε
το Ηνωμένο Βασίλειο για τη Γερμανία; Κάπως έτσι θα νιώσει πριν πεθάνει; Σε κάθε
περίπτωση το Great
Divide
κινείται στους ρυθμούς του Arena,
στο ελαφρώς λιγότερο χαρούμενο, με ένα riff από συνθετική κιθάρα. Δεν είναι κάτι
καινούριο, αλλά οι στίχοι του είναι πολύ πιο άμεσοι (σε αντίθεση με τους
τουλάχιστον 20 διαφορετικούς συμβολισμούς μέσα στο Arena), γεγονός που με κάνει να δυσκολεύομαι
να σταματήσω να το τραγουδώ.
Ghost
...The
drowning out of self.
A
bitter cold goes side by side, a self-sustained obscurity
The
sense I can't maintain the ghost that never wanes.
Σε
αυτό το κομμάτι ο Ronan
βυθίζεται στον εαυτό του, και πολεμάει τους δαίμονες του. Ένα πολύ προσωπικό
κομμάτι, που αφήνεται όμως αρκετά ασαφές ώστε να μπορεί να συνοδεύσει και τις
δικές μας ενδοσκοπήσεις. Πόσες μπαλάντες έχουν οι VNV; 10; Ε το Ghost τις ισοπεδώνει όλες. Τα βιολιά, το
μπάσο, οι μικροσκοπικοί ήχοι στο background, θα
έκαναν ακόμα και τον Daniel
Myer (Haujobb) να ζηλέψει την παραγωγή.
Art
of Conflict
The
art of war is of vital importance to the state
It's
a matter of life and death
Afterfire, Voice, Electronaut, Strata, Interceptor,
Lightwave, Momentum... Το Art of Conflict συνεχίζει μια παράδοση δυνατών instrumental κομματιών. Αν και ο Ρόναν τώρα έχει ξεχωριστό side-project για τέτοια πράγματα (Modcom), ένα άλμπουμ με τη λέξη Power στον τίτλο δεν θα μπορούσε να μην έχει
ένα τέτοιο σκληρό χορευτικό πολεμικό κομμάτι. Acid trance του 21ου αιώνα, το Art of Conflict έχει τα φόντα να τελειώνει
τις συναυλίες των VNV
όπως κάποτε έκανε το Electronaut: με
ένα αξέχαστο rave.
Απλά καταπληκτικό.
In
Defiance
Until
the corners of the earth, defiant to the last breath
Until
there's no one standing, no surrender
Επικίνδυνα
πράγματα κάνεις κύριε Ρόναν! Είναι δυνατόν να μας βάζεις ένα τόσο γρήγορο
κομμάτι, με δομή και riffs
κάπου μεταξύ Justice,
ροκ και... ε φυσικά VNV,
αφού μας έχεις φτιάξει με το Art
of Conflict, και να του βάζεις τέτοιους
στίχους; Θες να κάνουμε μια επανάσταση τώρα; Μόνο μην το δώσουμε στον Τσίπρα,
έτοιμος είναι!
Το
ρεφραίν μπαίνει γρήγορα, είναι χαρούμενο, δυνατό και με ποπ δομή. Τι εννοώ ποπ;
Πώς θα ήταν οι σημερινοί Apoptygma αν
δεν είχαν κιθάρες; Τόσο ποπ. Και όμως, δεν στεναχωριέμαι καθόλου. Με κάνει να
χοροπηδώ πάνω στον καναπέ, που λέμε κι εδώ στη Γαλλία. Οκ, μην το παρακάνουμε,
μην γεμίσουν το επόμενο άλμπουμ με τέτοια κομμάτια: ένα και καλό! Και ας
«κινδυνεύουμε» να το πάρει κάποιος χαμπάρι και να το λιώσουν όλα τα ραδιόφωνα.
Verum
Æternus
If
you, and I had been anything else than these disenfranchised minds
We
would have looked the other way, as we passed each other by
Δυο
εραστές. Δυο φίλοι. Δυο μουσικοί. Ένας μουσικός και ένας ακροατής. Δυο
οραματιστές.
Δεν
μπορώ να παραλληλίσω αυτό το κομμάτι με οτιδήποτε άλλο: το πρώτο μισό του
βασίζεται σε ένα μελωδικό συνθ που παίζει κλίμακες, και θυμίζει το παρελθόν. Το
δεύτερο έχει ένα όργιο drums και
φωνών που μιλάνε για ένα παρόν, μία μέρα που πήγε στραβά, αλλά δεν πρέπει να
σπάσει αυτό το συναισθηματικό δεσμό που μας γεμίζει αισιοδοξία, για όσα
πετύχαμε, για όσα θέλουμε να πετύχουμε.
Δύσκολο
κομμάτι, αλλά μια στιγμή έκανε κλικ μέσα μου, και το λάτρεψα.
From
My Hands
Nothing
will change a single fact of who you were to me...
Ούτε
για πίστη, ούτε για δόξα ούτε για δύναμη μιλάει αυτό το κομμάτι. Είναι
προσωπικό, συναισθηματικό. Συμβολίζει οποιοδήποτε χωρισμό, αλλά με έναν τρόπο
πολύ πιο θλιμμένο από ότι το The
Great Divide. Οι παραλληλισμοί με το Illusion, ως «η συναισθηματική
μπαλάντα του άλμπουμ» είναι αναπόφευκτοι. Και τα δυο μουσικά δεν έχουν κάτι
πολύ καινούριο να πουν, ειδικά το From My Hands με το απλό «πιάνο» του. Αλλά αυτό το κομμάτι έχει έναν
στιχουργικό πλούτο, μια ιστορία, μια θλίψη που δεν θα προκαλέσει τα
αμφιλεγόμενα συναισθήματα που προκάλεσε το απλοϊκό αλά-britney ρεφραίν του Illusion.
Where
There is Light
The
gods play games with the mortal hearts, as the carousel goes round
Αν
και λιγότερο upbeat από
το Perpetual,
εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό: Να δώσει μια αχτίδα φωτός στο τέλος ενός άλμπουμ με
αρκετές απαισιόδοξες στιγμές. Και οι παραλληλισμοί δεν σταματάνε εκεί: υπάρχουν
στο ρυθμό και στα συνθ, αν και το μπάσο είναι λίγο πιο γεμάτο, λίγο πιο «ροκ»,
και το σπάσιμο με το πιάνο είναι αναπάντεχο και πολύ γλυκό. Σε καμία περίπτωση
όμως δεν θα μας κάνει να ουρλιάζουμε «ναρανανάνα» α καπέλα για 5 λεπτά, όπως το
Perpetual
καταφέρνει. Είναι λίγο κρίμα, γιατί αδικεί το υπόλοιπο άλμπουμ στη λήξη: είναι
απλά καλό.
Και
τελικά, όταν αθροίσουμε τα μέρη τι έχουμε; Για άλλη μια φορά ένα άλμπουμ που
κυλάει καταπληκτικά από το ένα κομμάτι στο άλλο, με ένα καθαρό μήνυμα. Ναι,
ξέρω, Ρόναν, δηλώνεις ότι οι VNV δεν
είναι πολιτικό συγκρότημα, αλλά όταν μιλάς για πόλεμο, για ιδανικά, για
επιμονή, και κάνεις και ένα οικολογικό σχόλιο με την συσκευασία του άλμπουμ,
δεν μπορούμε παρά να ασχολούμαστε με καθαρά κοινωνικοπολιτικά θέματα,
ανεξαρτήτως παράταξης.
Μουσικά
έχουμε ένα άλμπουμ που κινείται στα ίδια χωράφια με το Judgement, μειώνοντας τα
ορχηστρικά-νεοκλασσικά σημεία για να δώσει σε ένα δυο σημεία έμφαση σε μια ποπ
που θυμίζει U2
στο ηλεκτρονικότερο. Παράλληλα μπολιάζει το είδος από εδώ κι από εκεί με
διάφορες ιδέες και αποφεύγει με κάθε τρόπο το να φτιάξει ένα άλμπουμ που
βασίζεται απλά σε μια ιδέα και κομμάτια που μοιάζουν μεταξύ τους (Andy, τα ακούς αυτά;). Υπάρχει, βέβαια, και
μια ανησυχητική νότα: εφόσον για πρώτη φορά οι VNV αποφάσισαν να μείνουν περίπου στα ίδια
χωράφια με το προηγούμενο άλμπουμ τους, μήπως αυτό είναι ένα πρώτο σημάδι
κούρασης;
Ό,τι
και να είναι, αν βάλουμε τα κομμάτια δίπλα δίπλα, η γνώμη μου είναι ότι νικάει
στα σημεία το Judgement
(κυρίως χάρη στην παραγωγή του Sentinel και
του Ghost,
αλλά και τη συσκευασία). Αλλά οι διαφορές θα είναι πιο εμφανείς για τους
ραδιοφωνικούς σταθμούς με ροκ/ποπ προσανατολισμό: οι VNV σε
αυτό το άλμπουμ μάς δίνουν μεγαλύτερα από τα ωραιότερα ηλεκτρονικά ποπ κομμάτια
της δεκαετίας. Εν ολίγοις, νομίζω ότι το άλμπουμ θα αρέσει πέραν από τον κύκλο
του υπάρχοντος κοινού τους.
Rating: 9 / 10
Tec-goblin
VNV Nation - Sentinel video
Το πράγμα άρχισε να στραβώνει το 1984. Τουλάχιστον στα δικά μου «οπαδικά» τότε και εφηβικά αφτιά, που δεν είχαν χορτάσει ακόμα από ελεκτρο-φουτουριστικά μπλιπ-μπλιπ. Πρώτο σημαντικό δείγμα ήταν το "The Lebanon" των Human League. Μια χαρά το τραγούδι βέβαια, αλλά το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Όταν το απόλυτο synthpop συγκρότημα της εποχής μοιάζει να «απατάει» τα synthesizers και να γλυκοκοιτάει τις ηλεκτρικές κιθάρες, είναι από μόνο του σημείο αναφοράς. Την ίδια χρονιά οι OMD κυκλοφορούν το "Junk Culture" έχοντας βάλει τα περισσότερα αναλογικά στην άκρη και φορτώνοντας το album τους με ακουστικούς ήχους πνευστών και εγχόρδων. Μετά η λογική της χιονοστιβάδας. Οι Duran Duran να φλερτάρουν με το funk, οι Talk Talk με την jazz (!), oι China Crisis με την soul, o John Foxx με την avant-garde, οι Tears For Fears με τους Beatles...και η λίστα δεν έχει τελειωμό (έχει βέβαια επιστροφή, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Ακόμα και ο Vince Clarke αντικατέστησε το SH-101 με μια αστραφτερή ασημένια κιθάρα (η «χορεύω στην βροχή» σκηνή με μια κιθάρα αγκαλιά στο "sometimes" να καταχωρηθεί ως η πιο απογοητευτική και αστεία της περιόδου παρακαλώ). Βαρύγδουπες δηλώσεις περί πιο «ανθρώπινου ήχου», εξέλιξης και δεσμευτικών ορίων των συνθετητών με έκαναν να βαριέμαι και να νιώθω προδομένος. Mόνο οι Depeche Mode είχαν διαφορετική άποψη (η δική τους απιστία ήρθε αρκετά χρόνια μετά) και δεν είναι τυχαίο που κράτησαν ζεστούς και πιστούς τους fans τους τόσα χρόνια.
Τι σχέση έχουν τώρα όλα αυτά με τις Marsheaux και το νέο τους CD? Oι Marsheaux αποδεικνύονται πολύ πιο πιστές στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα, το οποίο ουσιαστικά αναβιώνουν, πολύ περισσότερο τουλάχιστον από τους προ 30ετίας εμπνευστές του. Στο τρίτο τους πλέον album, και έχοντας ήδη κλείσει μια πενταετία και βάλε στη δισκογραφία, οι sleazy electronica πινελιές που διακοσμούσαν σε σημεία το Peak-a-Boo έχουν σβηστεί και η «κοριτσίστικη» electropop επανέρχεται περήφανη, ομοιόμορφη και ξεδιάντροπα παλαιομοδίτικη! Ηχητικά, το Lumineux Noir είναι 2 κλικ ανώτερο από ότι έχουμε ακούσει ως τώρα από την Σόφη και τη Μαριάνθη, οι επιλογές στους ήχους και οι ρυθμίσεις στις κυμματομορφές των synths πιο φροντισμένες από ποτέ ( τα synth-strings στο Thousand Leds είναι απολαυστικά και soooo 80ish!), παίζοντας και εναλλάσσοντας τις χαρωπές και φωτεινές μελωδίες με ελαφρώς σκοτεινιασμένα ηχοχρώματα. It's luminous and black έλεγαν στο blog τους και μάλλον βρήκαμε το concept του album. Πάμε στα τραγούδια.
Παρατήρηση 1: Το κοιταζα μπρος, το κοίταζα πίσω, αναποδογύρισα το κουτάκι μπας και πέσει κανα cd ακόμα, έψαχνα για hidden tracks, αλλά τίποτα. Για πρώτη φορά λοιπόν δεν υπάρχει ούτε μία διασκευή ανάμεσα στα 12 τραγούδια του Lumineux Noir. Δεδομένου ότι στα 2 προηγούμενα albums είχαν συνολικά 5 (σε Lightning Seeds, Chris & Cosey, New Order, When In Rome και στο popcorn) εξαιρετικά πετυχημένες απόπειρες, μη ξεχνάμε και το "Being Boiled" των Human League στο Audiobook 4, η έκπληξη δεν ήταν και μικρή. Ομολογώ ότι θα ήθελα να ξεθάψουν πάλι κάποιο «αδικημένο» 80's διαμαντάκι, όπως στην περίπτωση του "the promise", πιθανότατα όμως ένιωσαν ότι έχουν κατά ένα μέρος ταυτιστεί με αυτές ή απλά δεν ήξεραν τι να πρωτοδιαλέξουν!
Παρατήρηση 2: To «τι μου θυμίζει;» παιχνίδι που μου άρεσε να παίζω με τις μελωδίες σε αρκετές συνθέσεις τους, στο Lumineux Noir δεν κατάφερα να το παίξω και νευρίασα. Ουσιαστικά περιορίστηκα στο "summer", έφαγα ένα μισάωρο ν'αναρωτιέμαι και εγκατέλειψα. Όσοι είπατε αβίαστα "wishing" από A Flock Of Seagulls σοβαρευτείτε... Τα μισά electropop anthems μοιάζουν με το wishing. Ντο-ρε-μι-ρε, παμ-παμ, χάσαμε... Πάντως το συγκεκριμένο τραγούδι είναι από τα καλύτερα στο CD, πάει full για χιτάκι και μπορεί να αντικαταστήσει επάξια στα καλοκαιρινά mixtapes σας το Pale Movie των Saint Etienne!
Παρατήρηση 3: To breakthrough ξεχωρίζει πανεύκολα με το πρώτο άκουσμα σαν τη μύγα μες το γάλα, η επιλογή του ως single απόλυτα σωστή και τα πάει ήδη περίφημα στα γερμανικά radio charts. Πιο επιθετικό και άμεσο από τα υπόλοιπα 11, όχι όμως και το καλύτερο...
Παρατήρηση 4: ...το οποίο είναι το "So Far". Είναι χορευτικό, είναι μελαγχολικό, βγάζει μια ακατανόητα ελκυστική cinematic αισθητική, έχοντας «τεράστια» synth bass-lines να το οδηγούν (θυμηθείτε για παράδειγμα καλές italo-disco στιγμές) και μερικά βρώμικα synth-strings για γαρνιτούρα.
Παρατήρηση 5: Στο νέο album των Marsheaux βρίσκουμε και το πιο σκοτεινό κομμάτι που έχουν γράψει ποτέ. Μιλάμε για το Sorrow που κλείνει τον δίσκο με επικά τύμπανα και αγωνιώδη synthesizers. Ξεκάθαρες επιρροές από Depeche Mode εδώ, που βέβαια πάντα υπήρχαν στα τραγούδια τους, απλά στο sorrow άλλαξε η περίοδος. Είναι η ίδια περίοδος που έχει στοιχιώσει και τους Mesh για να καταλάβετε...
Παρατήρηση 6: H δομή των τραγουδιών τους παραμένει απλή. Όσοι αρέσκεστε σε πειραματισμούς και ανατροπές, απλά προσπεράστε και συνεχίστε να ακούτε Radiohead.
Παρατήρηση 7: Στιχουργικά είναι κάπως αφελές και επιφανειακό θα πουν πολλοί. Μαζί σας κι εγώ. Οι στίχοι των Marsheaux απευθύνονται σε όσους γουστάρουν να τραγουδάνε το "don't you want me" των Human League κάθε φορά που παιζει σε κάποιο club. Σε μένα και σε εσάς δλδ, σας έχω δει...
Τέλος, καταλαβαίνω ότι οποιοσδήποτε διαβάζει μπορεί να μου ανατρέψει με ευκολία όλα τα παραπάνω και να ορίσει ακριβώς ανάποδα τα πράγματα, αλλά εγώ μετά από την 5η ακρόαση του album νιώθω ιδιαίτερα luminous, βλέπω τα πράγματα θετικά και και θέλω να πάω διακοπές. Επίσης, τον μικρό εκνευρισμό που μου προξένησε το επιβεβλημένο, για να ακούσεις το cd, σκίσιμο της παράξενης συσκευασίας (πολύ ωραία, μπράβο) να μου τον απαλύνει κάποιος με μια καινούρια κόπια για το αρχείο μου. Lumineux κοριτσάκια με σκοτεινά γυαλάκια...
Rating: 8 / 10
Κώστας Μπρέλλας
Ayumi Hamasaki - Next Level
CD 1: 01 bridge to the sky / 02 next level / 03 disco-munication / 04 EnergizE / 05 sparkle
/ 06 rollin' / 07 green / 08 lord of the shugyo / 09 identity / 10 rule / 11 love
‘n' hate / 12 pieces of seven / 13 days
/ 14 curtain call Live CD2: 01 green / 02 will / 03 end of the world /
04 heartplace / 05 and then / 06 naturally / 07 powder snow / 08 hope or pain /
09 over / 10 scar / 11 signal / 12 hana / 13 too late / 14 everywhere nowhere /
15 days / 16 for my dear...
25 March 2009- Avex Trax
Αναρωτιέμαι πώς θα μπορέσω να κάνω μια
νέα αρχή από αυτό το σημείο...
Next Level
Νόμιζα ότι
δεν θα έρθει ποτέ αυτή η στιγμή: η Ayumi Hamasaki, η βασίλισσα της Ιαπωνικής ποπ έβγαλε
ένα άλμπουμ αρκετά ηλεκτρονικό ώστε να μπορεί να ασχοληθεί το site μας μαζί της. Και γιατί όχι; Πρώτη
φορά είναι που ασχολούμαστε με κάτι τόσο απροκάλυπτα ποπ;
Για τους
προληπτικούς, οι οιωνοί δεν ήταν καλοί: η Ayumi είχε χάσει με τα χρόνια κάτι από την
παιδική γλυκύτητα της, είχε μεταμορφωθεί σε glamour ντίβα και σιγά σιγά το νεανικό κοινό
που ήρθε κοντά της για τη μελαγχολία των στίχων της και την ικανότητά της να
παίζει με τις διαθέσεις μας την εγκατέλειπε. Μόλις δυο φορές πλατινένιος ο
τελευταίος της δίσκος! (Καταστροφή! Θα διασπαστούμε! Θα ‘ρθ'η Ντ...)
Με μισή
καρδιά ξεκίνησα να ακούω το άλμπουμ. Δεν περίμενα με κανέναν τρόπο τον
ηλεκτρονικό βομβαρδισμό που ακολούθησε. Ειδικά μεταξύ disco-munication και
rollin' βλέπουμε την ικανότητα των Ιαπώνων να
ξανανακαλύπτουν τη δυτική μουσική και να τη συνδυάζουν σαν να είναι απλά
τουβλάκια LEGO.
Αφού ξέθαψαν την bossa-nova στις αρχές της δεκαετίας, τώρα βρήκαν
να βάλουν electro-pop
και vocoders στο
μείκτη, μαζί με τη συνηθισμένη j-pop.
Με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Ο
παραγωγός Max
Matsuura κατάφερε
να κάνει αυτό που είχε να συμβεί από την περίοδο της ayu-trance και του my story classical: να ασχολείται ο ακροατής με τη
μουσική όσο και με την τραγουδίστρια. Χρειάστηκε να ξεσηκώσει ήχους από το Supernature των Goldfrapp στο EnergizE ή
ακόμα και να αρχίσει το Load
of
the
Shugyo σαν ένα τυπικό κομμάτι In Strict Confidence (!!), για να το συνεχίσει με σκληρές
κιθάρες, αλλά το κατάφερε!
Φυσικά,
δεν λείπουν οι τυπικές power-pop στιγμές (identity), ή
τα μελωδικά εξυψωτικά έγχορδα στο ρεφραίν του green, για να
δώσουν κάποια αίσθηση συνέχειας με τα προηγούμενα άλμπουμ. Αλλά όλα αυτά
γίνονται με εξαιρετική παραγωγή, προσοχή στη λεπτομέρεια και ένταση (edge), αρκετή για να κάνουν τα τελευταία
ξενέρωτα r'n'b χιτάκια που κατακλύζουν την
αμερικάνικη και ευρωπαϊκή mainstream
σκηνή να ντρέπονται. Και ο στίχος παραμένει σε αξιοπρεπή επίπεδα, με αρκετές
καλές στιγμές:
«Σαν εμένα, που τη ζεστασιά φοβάμαι / και
κρατιέμαι μακριά απ'οτιδήποτε οδηγεί στην ελπίδα» Green
«Κάνε ένα νεύμα, ότι όλα πάνε καλά / βάση ας
μην έχει, αυτό είναι το αληθινό κουράγιο» EnergizE
Σε καμία
περίπτωση, βέβαια, δεν ακούμε ένα άλμπουμ της Ayumi Hamasaki για να μάθουμε νέους ήχους ή για να
πάρουμε παράδειγμα για νέους δρόμους στη μουσική. Αλλά, αν ανοίξουμε τα αφτιά
μας και ξεπεράσουμε το εμπόδιο του μη αγγλόφωνου στίχου, μπορεί να γίνει η Madonna της γενιάς που άρχισε να χορεύει το
98-2000, μιας ξεκάθαρα ηλεκτρονικής και ακόμα νέας γενιάς. Το δεύτερο cd με τις live (διαφορετικές) εκτελέσεις αγαπημένων
κομματιών από την τελευταία της περιοδεία απλά ενισχύει αυτή την αύρα του pop idol.
Rating: 7,7 /
10
Tec-goblin
Sonic Youth - The Eternal
01 "Sacred Trickster" 02 "Anti-Orgasm" 03 "Leaky Lifeboat (For Gregory Corso)" 04 "Antenna" 05 "What We Know" 06 "Calming The Snake" 07 "Poison Arrow" 08 "Malibu Gas Station" 09 "Thunderclap For Bobby Pyn" 10 "No Way" 11 "Walkin Blue" 12 "Massage The History"
9 June 2009 - Matador records
Το ζέσταμα έγινε τον Ιούλιο του 2008 με την υπ' αριθμόν 8
κυκλοφορία τους "SYR8: Andre Sider Af Sonic Youth" από μία σειρά συνεργασιών με διάφορους
καλλιτέχνες (τελευταία με τον Merzbow).
Οι θαυμαστές των Sonic Youth
βρισκόντουσαν στην μεγαλύτερη σε διάρκεια αναμονή από τον τελευταίο στούντιο
δίσκο της μπάντας "Rather Ripped"
του 2006. Τρία χρόνια δεν είναι και λίγα και σίγουρα η απαίτηση ενός καλού
δίσκου από τους εμπνευσμένους Αμερικανούς δικαιολογείται. Γνωστοί για τους
πειραματισμούς τους και για τις ελαφρώς λάθος νότες στα σωστά σημεία, φτύνοντας
την Geffen Records
και υπογράφοντας στην ανεξάρτητη Matador, οι Sonic Youth προσπαθούν με το "The Eternal" να δημιουργήσουν κάτι που πατώντας στο παρελθόν θα
αυτο-προσδιορίζεται ως "αιώνιο".
Όταν οι επιστήμονες στο Cern επιχειρούν κάποιο πείραμα και θέτουν
σε λειτουργία τον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων LHC δεν λέμε ότι ξαναπειραματίζονται. Μία τέτοια αναφορά θα ήταν
σωστή για τα πιτσιρίκια που παίζουν στον κήπο ψάχνοντας σκουληκότρυπες. Κάπως
έτσι και οι Sonic Youth δεν ξαναπειραματίζονται σε αυτόν τον δίσκο μιας και η λέξη
αυτή είναι συνώνυμη με την ύπαρξη τους. Κατά κάποιο τρόπο δοκιμάζουν ξανά το
ίδιο 28ετές πείραμα τους.
"Sacred Trickster"
και τα riff γαζώνουν,
οι κιθάρες γκαζώνουν και η Kim Gordon με την λίμπιντο λίγο πριν την έκρηξη εύχεται "I wish I could be... music... on a tree...". Ως αποτέλεσμα των
δεσμών γάμου μέσα στους Sonic Youth το "Anti-Orgasm" είναι η συνομιλία Moore και
Kim με
κάθε ένα ηχείο του στερεοφωνικού να ανήκει αποκλειστικά σε έναν από τους δύο,
τα κλασικά ξυσίματα στις χορδές της κιθάρας και τα αρρωστημένα τύμπανα του Steve Shelley καθιστούν
το τραγούδι άψογο. Σωστός τίτλος: "Orgasm". Έπειτα οι συνηθισμένες ποιητικές αναφορές (κυρίως όπως
στο "NYC Ghosts
& Flowers" αλλά και
στο "A
Thousand Leaves"
με το τραγούδι Hits of Sunshine)
το "Leaky Lifeboat",
εμπνευσμένο από το ποίημα "The Leaky Lifeboat Boys" του Gregory Corso, είναι η τριπλέτα του
δίσκου. Kim, Moore, Ranaldo πιάνουν
το μικρόφωνο και μαζί με τις πιο "καθαρές" κιθάρες αυτή την φορά, φτιάχνουν ένα
πραγματικά περίεργο post-punk τραγούδι
(δεν ξέρω πως αλλιώς να το περιγράψω). Το αργόσυρτο "Antenna" με τα ρυθμικά τύμπανα θα αγαπηθεί από τους Thurston-ικούς, ενώ το "What we Know" είναι... και τι δεν
είναι. Sonic Youth τραγουδάρα στην οποία βρίσκεις αναφορές στο παρελθόν του
συγκροτήματος, αλλά συγχρόνως αρχίζεις να αμφιβάλλεις για το κατά πόσο οι Monster Magnet επηρεάστηκαν
από τους Kyuss και όχι
από τους SY (περίεργο
επίσης) . "Calming The Snake"
και "Poison Arrow"
οι κιθάρες σφυρίζουν κοφτά riff για να μεταβείς στο "Malibu Gas Station" το οποίο παραδόξως έχει μία Sugar Kane ατμόσφαιρα
με την Kim να πολεμάει εσωτερικούς δαίμονες. Οι The Germs έχουν
την τιμητική τους στο "Thunderclap For Bobby Pyn"
στο οποίο πραγματικά τα δίνουν όλα. Noise, punk-τουπα-τουπα,
και ο Moore δικαιολογεί πολλούς από τους χαρακτηρισμούς του. Παρόμοιου
σαματά και το "No way"
, για να έρθει επιτέλους το Ranaldo-only "Walking Blues". Πιο χαλαρό, και
αμερικάνικο, δεν είναι ούτε το ‘Rain King"
ούτε το "Wish Fulfillment" αλλά δένει απίθανα με το όλο σκηνικό που προσπαθούν
να κτίσουν οι SY σε αυτόν τον δίσκο. Κλείνοντας, το "Massage The History", υποτονικό, μετά τον
οργασμό σε σκεπάζει όπως πρέπει.
Εν κατακλείδι, ο δίσκος δεν έχει σημασία αν
είναι επιστροφή στις ρίζες ή όχι. Οι παλιοί θα βρουν αυτό που ψάχνουν και οι
καινούριοι ίσως αλλάξουν απόψεις για συγκροτήματα νερόμπομπες. Τα
ανατριχιαστικά Sonic Youth σημεία κρύβονται σε όλο το μήκος του δίσκου,
αλλά λόγω προσμονής δικής μας, ίσως απαιτούσαμε λιγότερη σπανιότητα σε αυτά.
Καλογυαλισμένος (όσο χρειάζεται) από άποψης παραγωγής, ένας δίσκος που θα
ανεβάσει κι άλλο την ανεξάρτητη Matador Records στα μάτια του μουσικόφιλου κοινου.
Rating: 8 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Sonic Youth @ Myspace
Pages