Apoptygma Berzerk - Rocket Scienc
1.Weight of
the World 2.Apollo - Live on Your TV feat. Benji
Madden 3.Asleep or Awake? 4.Incompatible 5.United States of Credit 6.Shadow
7.Green Queen 8. Butterfly Defect 9.The State of Your Heart - Shit End of the Deal 10.Rocket Calculator 11.Right 12.Pitchblack
/ Heat Death 13.Black vs. White feat. Amanda Palmer14.Trash
23 January 2009 - Gun / Sony-BMG
Πριν ξεκινήσω, θα ήταν
καλό να παραθέσω μία συμβουλή προς τους αναγνώστες αυτής της δισκοκριτικής: αν
ακόμα πιστεύετε/ελπίζετε/εύχεστε ότι οι Αpoptygma θα ξαναθυμηθούν κάποτε τις παλιές καλές ημέρες του seven,soli deo gloria κλπ, τότε υπάρχουν
πολλοί καλύτεροι τρόποι να αξιοποιήσετε τα επόμενα 7 λεπτά από το να διαβάσετε
το παρακάτω κείμενο (αυτό φυσικά δεν αποτελεί μομφή για κανέναν, και εγώ στην
παραπάνω συνομοταξία ανθρώπων ανήκω). Εφόσον όμως ο Νορβηγός Stephan Groth αποφάσισε εδώ και λίγα
χρόνια να τραβήξει τον δύσβατο και δύσκολο δρόμο της εμπορικής επιτυχίας,
οφείλουμε να το σεβαστούμε (όσο μπορούμε).
Κάποιοι ντόπιοι
τροβαδούροι τραγούδησαν κάποτε οτι οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, αλλά
στην συγκεκριμένη περίπτωση ¨οι παλιές -μας- αγάπες πάνε στα charts¨ ή τουλάχιστον έτσι ελπίζουν. Και αν με το προηγούμενο album τους ¨You and Me Against the World¨ τα κατάφεραν αρκετά καλά σε αυτόν
τον τομέα, οι προβλέψεις δεν είναι τόσο ευοίωνες και για το ¨Rocket Science¨. Μόνο και μόνο η
επιλογή του ¨Apollo (Live On Your TV)¨ ως πρώτου single προκαλεί - εύλογες
- απορίες. Θα ρωτήσετε βέβαια και με το δίκιο σας : υπάρχουν και καλύτερα
τραγούδια στον δίσκο; Η απάντηση είναι πως υπάρχουν (δεν είναι και ιδιαίτερα
δύσκολο). Μην φανταστείτε βέβαια τίποτα αριστουργήματα. Για να πιάσουμε όμως τα
πράγματα με μία σειρά. Η πιο ενδεδειγμένη κριτική για αυτό το album (βασικά λόγω της παντελούς έλειψης ομοιμορφίας), θα ήταν η track by track. Επειδή όμως
αυτό το αποφεύγουμε όπως ο διάολος το λιβάνι, θα ακολουθήσω την μέση όδο: θα
χωρίσω το album σε τρία μέρη.
Το πρώτο μέρος αποτελείται από εύπεπτα (ενίοτε και άνοστα) ποπ-synth-ροκ κομματάκια, που τόσο πολύ της
μόδας είναι τελευταία: Apollo - Live on Your TV, Green Queen, The State of Your Heart - Shit End of the Deal, Pitchblack / Heat Death . Τίποτα το ιδιαίτερα εντυπωσιακό αλλά και τίποτα το
ιδιαίτερα εκνευριστικό (εκτός φυσικά από το προαναφερθέν Apollo - Live on Your TV). Μπόλικες κιθάρες, εντελώς ακουστικά/συμβατικά drums, φωνή
χωρίς παραμόρφωση (για να λέμε και του στραβού το δίκιο, η φωνή του Stephan έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια) και ολίγη από
synths. Το Pitchblack δείχνει να ξεχωρίζει κάπως, κυρίως λόγω των εντελώς 90's riffs στις κιθάρες και των αρκετά ταιριαστών γυναικείων φωνητικών.
Στο δεύτερο μέρος,
και ελπίζοντας ότι δεν θα προβώ σε ύβρη, βρίσκουμε κομμάτια που μας θυμίζουν (εντελώς
αμυδρά είναι η αλήθειά) ότι ακούμε Αpoptygma και όχι Lenny Kravitz ή Bon Jovi (εντάξει, σταματάω να είμαι πικρόχολος): Weight of the world, Asleep or awake, Incompatible, shadow, Black vs. White (μαζί με την
Amanda Palmer - Dresden Dolls-, της οποίας
η αποδεδειγμένα πανέμορφη φωνή παραμένει παραδόξως στο background του κομματιού). Λίγο πιο ηλεκτρονικά κομμάτια, χωρίς φυσικά
να λείπουν και εδώ οι κιθάρες (είπαμε, μην καλομάθουμε κιόλας). Το ποπ ύφος
παραμένει, αλλά με ένα ελαφρύ σκοτείνιασμα. Ξεχωρίζουν τα Shadow (ίσως η
καλύτερη στιγμή του δίσκου) και Asleep or awake. Φυσικά έχουν γράψει αρκετά κομμάτια στο παρελθόν, σαφώς
καλύτερα από τα προαναφερθέντα, αλλά εδώ που φτάσαμε, καλά είναι και αυτά.
Στο τρίτο και τελευταίο
μέρος,τοποθέτησα όλα τα κομμάτια που δεν ανήκουν σε κάποια από τις παραπάνω
κατηγορίες: τα δύο ατμοσφαιρικά περάσματα ολίγων δευτερολέπτων United States of Credit και Rocket Calculator (για τα
οποία είμαι σίγουρος ότι οι παλιοί fan του group θα τα
θεωρήσουν ως τις καλύτερες στιγμές του δίσκου) και τα δύο κομμάτια Butterfly defect και Right, που φλερτάρουν έντονα με το shoegazing και που με το πρώτο άκουσμα (ιδίως το πρώτο) φέρνουν στο
μυαλό τους Jesus and Mary Chain και τις λοιπές δυνάμεις της συγκεκριμένης εποχής και σκηνής.
Συμπαθέστατα τραγούδια, χωρίς αμφιβολία και ευχάριστη έκπληξη, αλλά παρόλα αυτά
καθόλου Apoptygma.
Άφησα για το τέλος το Trash, γιατί
όπως σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει, έτσι και δίσκος των Apoptygma χωρίς έστω μία διασκευή δεν κυκλοφορεί. Μετά τους (συγχωρέστε
με αν ξεχάσω κάποιους, ήταν και μπόλικοι) Velvet Underground, OMD, Depeche Mode, Metallica, New Order, Visage, Marylin Manson, Kraftwerk, House Of Love, U2, Cure, και Kim Wilde, ήρθε και
η σειρά των Suede να μπούν
στην παραπάνω λίστα. Καλοφτιαγμένη διασκευή, προσεγμένη, αλλά επιτρέψτε μου να
είμαι της άποψης, ότι μερικά συγκροτήματα δεν τα διασκευάζεις, δεν τα ακουμπάς,
ιδίως αν η διασκευή είναι στο ίδιο μουσικό ύφος με το πρωτότυπο,όπως συμβαίνει
στην συγκεκριμένη περίπτωση. Και οι Suede σίγουρα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία συγκροτημάτων...
Συνοπτικά, ένας
δίσκος, που θα αφήσει μάλλον αδιάφορους τους παλιούς πιστούς του συγκροτήματος
(παρότι καποιές καλές στιγμές δεν λείπουνε). Από την άλλη, στους καινούριους fans ίσως αρέσει περισσότερο από το „You and me against the world", του
οποίου αποτελεί και φυσική συνέχεια. Ένα συγγνώμη από τους Apoptygma αν η συγκεκριμένη κριτική ήταν σκληρή σε ορισμένα σημεία,
αλλά αυτό έγινε επειδή Love Never Dies!
Rating: 6 / 10
Kίκo Παπαδόπουλος
APB @ Myspace
Apoptygma Berzerk - Apollo (live on your TV) video
Dir En Grey - Uroboros
1.Sa Bir / 2. Vinushka / 3.
Red Soil / 4. Doukoku to Sarinu /
5. Toguro / 6. Glass Skin / 7. Stuck
Man / 8. Reiketsu Nariseba / 9. Ware, Yami Tote... / 10. Bugaboo / 11. Gaika, Chinmoku ga Nemuru Koro / 12.
Dozing Green / 13. Inconvenient Ideal / 14.
Glass Skin (Japanese Version) / 15. Dozing Green (Japanese Version) / 16.
Agitated Screams of Maggots (Unplugged)
12 November 2008 - Gan-Shin / Universal
Να ξεκαθαρίσουμε
κάτι για όσους δεν το έχουν ήδη καταλάβει: δεν είμαι μεταλάς. Συνήθως βρίσκω
τον ήχο της κιθάρας εκνευριστικό ή υπερεκτιμημένο. Όμως, στην Ελλάδα μεγάλωσα,
και όπως σχεδόν όλοι όσοι ψαχνόμαστε μουσικά, ανταλλάζουμε mp3 με φίλους και τα λοιπά, έχω ακούσει πολύ μέταλ,
ειδικά τα πιο ακραία παρακλάδια του. Και πάλι, στο πρώτο άκουσμα του τελευταίου
πονήματος των Ιαπώνων Dir En Grey, κατάφερα να
κατανοήσω μόνο το σκοτεινό sa bir με τα ανατολίτικα
όργανα και ρυθμούς, και το εφιαλτικό πιάνο του agitated screams of maggots. Τα κομμάτια με την κιθάρα θέλανε το χρόνο
τους, αλλά τον άξιζαν: με κάθε ακρόαση, έμενα με το στόμα περισσότερο ανοιχτό.
Ναι, είναι το ίδιο
συγκρότημα με αυτούς που γράψανε το The Marrow of a Bone. Ναι διακρίνονται
οι επιρροές από Korn, με τους οποίους
περιοδεύσανε, και από όλη την nu metal/metalcore σκηνή. Ναι,
διακρίνεται και η σκοτεινή διάθεση που τους έδωσε θέση στο M'era Luna του 2007. Όπου όταν λέω σκοτεινή, αν και
δεν δίνουν καμία σημασία στις φόρμες της σημερινής gothic, έχουν σαφώς μια διάθεση για πειραματισμό, αυτοέκφραση και σοκάρισμα
που θυμίζει τους Bauhaus πριν καλουπωθεί
όλη η σκηνή. Βλέπουμε ακόμα και ανατολίτικες/μελωδικές αναφορές στα πρώτα τους
άλμπουμ. Και σαφώς όλα αυτά σε ένα υπόβαθρο j-rock: όλα τα ανακατεύουμε, όλα είναι δυνατά.
Συνέχεια του
παρελθόντος, λοιπόν, σταυροδρόμι ειδών, σκηνών, από ένα συγκρότημα που το
μάθαμε λόγω του ότι είναι γιαπωνέζοι και έχουν εντυπωσιακές αμφιέσεις. Συνταγή
για καταστροφή; Και όμως όχι. Εντελώς αναπάντεχα, και δείχνοντας ότι έχουν
μάθει πολλά από τις παγκόσμιες περιοδείες τους, οι Dir En Grey επιδεικνύουν μια ωριμότητα, μια ιδιοφυΐα που τους
επιτρέπει να δημιουργήσουν ένα σύνολο πολύ ανώτερο από το άθροισμα των μερών
του: αρκεί να προσέξετε τα 9μισι λεπτά του vinushka και να ακούσετε τα παιχνίδια των οργάνων,
την πολυπλοκότητα, τις καταπληκτικά δομημένες εναλλαγές μεταξύ riffs, μελωδίας, ουρλιαχτών, τραγουδιού, καφρίλας, μαυρίλας,
κρυστάλλινων ήχων και γυναικείας χορωδίας. Αυτή η αίσθηση της συνέχειας, της
πυκνότητας και της δομής τιθασεύει εκπληκτικά αποκλίνοντες ήχους καθ' όλη τη
διάρκεια του άλμπουμ, δένει το σιτάρ με την κιθάρα, το ουρλιαχτό με το
μαντολίνο, την υπερ-προσεκτική παραγωγή με το συναίσθημα. Σε κανένα σημείο δεν
αφήνονται στην καφρίλα για πάνω από δυο λεπτά, σε κανένα σημείο δεν αναλώνονται
σε σολιές. Μουσικοί, με Μ κεφαλαίο, όχι απλά δεξιοτέχνες.
Δεν υπάρχουν αδύναμα
σημεία τότε; Υπάρχουν: οι στίχοι. Αν και η φωνή έχει πολύ μεγάλο εύρος και
χρησιμοποιείται ως το πιο εκφραστικό όργανο του άλμπουμ, και οι στίχοι στα
ιαπωνικά (λέγεται ότι) έχουν ενδιαφέρουσα ειρωνεία και διπλά νοήματα, τα
κομμάτια που τραγουδιούνται στα αγγλικά, σας συνιστώ να τα σβήσετε, και να
βάλετε στη θέση τους τα αντίστοιχα στα ιαπωνικά (η προφορά είναι κακή). Και όσο
για τις μεταφράσεις των στίχων στο βιβλιαράκι, υπάρχει ένας λόγος που είναι με
μικροσκοπικά σκούρα κόκκινα γράμματα σε μαύρο φόντο: για να μην τις διαβάσετε.
Οποιαδήποτε υποψία ποίησης υπάρχει στο πρωτότυπο, χάνεται στη μετάφραση σε
εκφράσεις που στις κακές τους είναι αστείες (Δεν μπορώ καν να μεταμορφωθώ σε λυκάνθρωπο) και στις καλές τους
πάσχουν από αυτό που αποκαλώ "το σύνδρομο των icon of coil" (οι περισσότεροι στίχοι είναι εντυπωσιακοί από μόνοι
τους, αλλά σπανίως βγάζουν νόημα ο ένας μετά τον άλλο).
Αν
όμως αφήσουμε πίσω μας αυτό, θα βρούμε εξαιρετικές μελωδίες (ware, yami tote...),
υπέροχα κρεσέντα (inconvenient
ideal), ακόμα και κάτι που
πλησιάζει την μπαλάντα, και προσπαθεί (όλως κατ'εξαίρεση) να ακολουθεί μια
μορφή κουπλέ-ρεφραίν (glass skin). Πέρα από τα μέρη,
όμως, βρίσκουμε συνολικά ένα άλμπουμ που θρυψαλιάζει τα φράγματα των ειδών,
δημιουργεί ρυθμούς, σοκάρει και γοητεύει. Ένα άλμπουμ που αξίζει να γίνει
κλασσικό.
Rating: 8,5 /
10
Tec-goblin
Dir en Grey - glass skin video
Combichrist - Today We Are All Demons
01. No Afterparty 02. All Pain is Gone 03. Kickstart The
Fight 04. I Want Your Blood 05. Can't Change The Beat 06. Sent To Deastroy 07.
Spit 08. New Form Of Silence 09. Scarred 10. The Kill V.2 11. Get Out of My Head
12. Today We Are All Demons 13. At The End Of It All
20 January 2009 - Out Of Line
Να
ξεκαθαρίσουμε κάτι. Λογικά δεν πρέπει να υπάρχει φυσιολογικός άνθρωπος που θα
σηκωθεί το πρωί, θα πιει καφέ, θα ανοίξει τα παράθυρα να μπει φως και θα βάλει
να ακούσει Combichrist. Κανείς υποθέτω δεν θέλει να ξεκινήσει τη μέρα του με Kill, fuck, sex, bitch, blood, shit, pain και άλλα τέτοια. Οι Combichrist δεν είναι για όλες τις ώρες.
Ενδεχομένως, να είναι το ιδανικό soundtrack του πρώτου ποτού που αργά το βράδυ
στο σπίτι συνοδεύει τις απαραίτητες προετοιμασίες για το clubbing που θα ακολουθήσει ή για ένα
ξέσπασμα οργής μετά από μια δύσκολη μέρα. Γιατί μπορεί από τη μία οι Combichrist να μην ταιριάζουν στο καθιστικό και
το αναγνωστήριο, από την άλλη δένουν απόλυτα με τους δυνατούς ενισχυτές, τα
ογκώδη sub-woofers και τα strobe-lights ενός club. Εκεί αναδείχθηκαν, εκεί παίχτηκαν περισσότερο, εκεί
χορεύτηκαν και τους γνώρισε το κοινό. Πιστεύω ότι με αυτό το σκεπτικό θα πρέπει
να τους κρίνουμε και δεν γίνεται να συγκριθεί η νέα δουλειά των Combichrist με το νέο άλμπουμ των Killers για παράδειγμα. Και η όποια
βαθμολογία δοθεί, πρέπει να συγκριθεί με την υπόλοιπη δισκογραφία των παραγωγών
και projects της συγκεκριμένης μουσικής σκηνής που αποκαλείται αναλόγως
με δεκάδες διαφορετικές ταμπέλες, aggrotech, powernoise, techno, tbm... Οι ίδιοι πάντως στο myspace.com/combichrist προσδιορίζουν τον ήχο τους ως electro/industrial/metal...
Το τέταρτο
άλμπουμ λοιπόν των Combichrist με τίτλο “Today we are all demons” δεν πρόκειται να ξαφνιάσει κανέναν,
αλλά είναι σίγουρα μερικές σκάλες ανώτερο από το προπέρσινο και αδιάφορο “What the fuck is wrong with you people”. Προηγήθηκε το EP “Sent to destroy” με το ομώνυμο κομμάτι
(περιλαμβάνεται στο άλμπουμ) και μας έδωσε μια πρώτη γεύση γι’ αυτό που έπρεπε
να περιμένουμε. Ισχύουν όλα αυτά που ήδη γνωρίζουμε για το σχήμα του πανέξυπνου
Νορβηγού παραγωγού Andy LaPlegua ο οποίος βαδίζει στην πεπατημένη.
Άγριες διαθέσεις, δυνατοί ρυθμοί, γερή δόση από στιχουργικό ζοριλίκι (τα είπαμε
και παραπάνω) συνθέτουν το παζλ του δίσκου. Με ελάχιστες εξαιρέσεις και
ορισμένες στιγμές πειραματισμού, όπως το κομμάτι που έδωσε τον τίτλο στο
άλμπουμ και φλερτάρει με το trip-hop και το ενδιαφέρον “Νew form of silence” που βαδίζει προς τα ambient-noise μονοπάτια. Την μικρή
εισαγωγή “No afterparty” ακολουθεί το “All pain is gone” , ίσως το καλύτερο κομμάτι του
άλμπουμ, με την κολλητική μελωδία στο synth που το μεταμορφώνει κυριολεκτικά, μάλιστα
προς το τέλος ο LaPlegua θυμάται τo future-pop παρελθόν του με τους Icon Of Coil. Μοιάζει περιττό να επισημάνουμε το
απαραίτητο έντονο beat που το συνοδεύει, όπως και τη συνέχεια του άλμπουμ, το “Kickstart the fight” που έχει τη συντροφιά της GEN των Genitorturers στα φωνητικά. Φτάνουμε
στο πρώτο σίγουρο club hit του δίσκου. Στα χνάρια του παλαιότερου Blut Royale, τo “I want your blood” είναι το κλασικό Combichrist τραγούδι, κάτι που ισχύει και για
το “Can’t change the beat” που μοιάζει σα να ξέμεινε κι αυτό
από τις ηχογραφήσεις του δεύτερου (και καλύτερου) album τους Everybody Hates You. Στο instrumental “Spit (Happy pig whore)”, επόμενο υποψήφιο track που θα προτιμήσουν οι DJs, ακούγεται γυναικεία πρόζα που
καταλήγει στα γνωστά και αναμενόμενα stupid cunt , fucking whore mum, etc, καταλαβαίνετε... Τα φωνητικά
μαλακώνουν εν μέρει στο “Scarred” και η μελωδία για λίγο παίρνει τα
πρωτεία από τον ρυθμό ενώ οι στίχοι επισημαίνουν “Only destruction remains” σε ενα chorus που σε κάποιους μπορεί να θυμίσει
τους ebm-πατέρες Front Line Assembly. Ακολουθεί το “The Kill V2”, δυνατό, αλλά σου αφήνει την αίσθηση ότι κάτι του
λείπει. Σίγουρα στα Clubs θα χορέψουμε πολύ και το “Get out of my head” καθώς ο γρήγορος καθαρός ρυθμός του
θα ξεσηκώσει τους φανς των Combichrist και μοιάζει πιο «φρέσκο» ηχητικά από όσα έχουν προηγηθεί.
Το δίσκο
κλείνει το “At the end of it all” το οποίο αρχικά σε κερδίζει, με τα synthesizers να γεμίζουν τις παύσεις και με την
επιστροφή του ρυθμού να προσπαθούν να οδηγήσουν το τραγούδι στη κορύφωσή του,
αλλά κάπου εκεί μάλλον το χάνει... Το επαναλαμβανόμενο μήνυμα δε που επέλεξε ο Andy για στιχουργικό επίλογο, “don’t stand alone at the end of it all”, είναι τόοοοσο κλισέ... Η μεγάλη
έκπληξη έρχεται στο bonus cd. Τα τρία πρώτα tracks “Tranquilized”, “Avenge”, “Carnival of terror” ακολουθούν το ίδιο beat, με καθαρούς techno dance προσανατολισμούς, είναι mixed μεταξύ τους, ενώ και στα υπόλοιπα bonus κομμάτια οι Combichrist έχουν σαφείς πειραματικές
κατευθύνσεις, άλλοτε ambient και άλλοτε noise. Μην σας πω ότι το “Gore baby, gore” παιζόταν άνετα στους dance σταθμούς των FM…
Στο
συγκεκριμένο μουσικό είδος, όπου για να λέμε την αλήθεια κυκλοφορεί πολύ
σκουπίδι, οι Combichrist ξεχωρίζουν, έχουν το κάτι
παραπάνω και φαίνεται. Και έχουν πολλούς φίλους στη χώρα μας που περιμένουν να
τους δουν ξανά ζωντανά, αυτή τη φορά ευτυχώς είναι καλό και το δισκάκι. Μενει
να δούμε και το εικαστικό του, ο τίτλος πάντως ομολογουμένως μας ιντριγκάρει
αρκετά!
Rating: 8 / 10
Πάνος Παναγιωτάκος
Combichrist - sent to destroy video
Franz Ferdinand - Tonight
1.Ulysses 2.Turn It On 3.No You Girls Never Know
4.Twilight Omens 5.Send Him Away 6.Live Alone 7.Bite Hard 8.What She Came
For 9.Can't Stop Feeling 10.Lucid Dreams 11.Dream Again 12.Katherine Kiss
Me
27 January 2009 - Domino
Η τύχη έχει φερθεί με εξαιρετικό τρόπο στο
συμπαθές συγκρότημα από τη Γλασκόβη, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να το
αρνηθεί. Μόλις με την πρώτη κυκλοφορία τους κατάφεραν να προκαλέσουν αίσθηση που
άγγιζε ενίοτε τα όρια του... παράλογου. Εντάξει, να μην παρεξηγηθούμε, το
ομώνυμο ντεμπούτο τους ήταν μια χαρά δίσκος, με αναγνωρίσιμο ύφος και φίσκα στις
πιασάρικες και καλοδουλεμένες μελωδίες, αφήνοντας 100% ικανοποιημένους το κοινό
που διψούσε για κάτι καινούριο (καινούριο... τέλος πάντων...), τους κριτικούς
που διψούσαν ακόμα περισσότερο για το ίδιο πράγμα και τα ραδιόφωνα, που τους
χάρισαν ατελείωτες ώρες airplay. Ήρθαν και τα βραβεία και η πρώιμη ανακήρυξή
τους ως ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα των 00's για να δέσει το γλυκό.
Χαζοί δεν είναι οι Franz Ferdinand, με κεκτημένη ταχύτητα και
τηρώντας πιστά τη γνωστή συνταγή κυκλοφόρησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα το
You Could Have It So Much Better. Μια απόπειρα
κατώτερη από την προηγούμενη, πλην όμως καταδικασμένη να κάνει επιτυχία πατώντας
στις πλάτες της - όπως και έπραξε. Ξέροντας λοιπόν εκ την προτέρων τι έμελλε να
περιμένω από την τρίτη τους δουλειά Tonight, πάτησα με
μισή καρδιά το play. Και εκεί ήταν που μου τη φέρανε πισώπλατα, οι
μπαγάσες...
Εντάξει, ας μη γίνομαι υπερβολικός, δεν
το έριξε στο death metal η παρέα του mr. Kapranos. Έδειξε όμως
στον υπερθετικό βαθμό κάτι που δεν περίμενα από αυτούς και που μου αρέσει πάρα
πολύ όταν το ακούω σε οποιοδήποτε συγκρότημα: Διάθεση για ανανέωση και
"περιπέτεια". Και όχι τραβηγμένη από τα μαλλιά: Η εισαγωγή ηλεκτρονικών
στοιχείων στον ήχο τους γίνεται με τρόπο κομψό και μελετημένο, δείχνοντας ότι τα
δύο χρόνια που πέρασαν από την προηγούμενη κυκλοφορία τούς έδωσαν την ευκαιρία
να δουλέψουν πολύ πάνω στα κομμάτια τους και να πάρουν την "τολμηρή" απόφαση της
στυλιστικής ανανέωσης. Όχι και τόσο τολμηρή, βέβαια, από την άποψη ότι το
παιχνιδιάρικο, "τσαχπίνικο" ύφος του συγκροτήματος έχει παραμείνει αναλλοίωτο
και αναγνωρίσιμο "δια γυμνού οφθαλμού". Όχι, οι Franz Ferdinand δεν μας αφήνουν
να τους κατηγορήσουμε ούτε καν για τη σοβαροφάνεια της αλλαγής, φαινόμενο αρκετά
οικείο στις μπάντες που αποφασίζουν να "γυρίσουν σελίδα" (με ή χωρίς εισαγωγικά,
όπως θέλετε...). Γι' αυτό και τα νέα τραγούδια τους δεν πρόκειται να ξενίσουν
όσους αποθέωσαν τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους. Το χορευτικό στοιχείο, σήμα
κατατεθέν τους, στο Tonight απλά βρίσκει τις ιδανικές του διαστάσεις,
με την ερμηνεία του Alex να είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των κομματιών
και το σύνολο να έχει μία ικανοποιητική αυτοτέλεια, αποφεύγοντας (ευτυχώς...) να
θυμίσει κάτι σε... "Franz Ferdinand Remixed". Κατόρθωμα όχι ασήμαντο
για συγκρότημα που μας συστήθηκε με αμιγώς κιθαριστικό ήχο, μην
ξεχνιόμαστε...
Τα keyboards λοιπόν αναλαμβάνουν για τα καλά
δράση στο Tonight και χρωματίζουν σοφά τον ήχο. Ή μάλλον, για να είμαστε πιο
ακριβείς, προσφέρουν ένα "πολυτελές περιτύλιγμα" σε ένα ούτως ή άλλως ποιοτικό
"δώρο". Πιο πολύ εμπλουτίζουν τον βασικό κιθαριστικό σκελετό των κομματιών παρά
λειτουργούν αυτοτελώς - εξαιρουμένων, εννοείται τριών κομματιών που τους φέρνουν
για τα καλά στα χωράφια των LCD Soundsystem, Rapture κ' ΣΙΑ - και με αξιώσεις,
παρακαλώ: Τα Live Alone, Lucid Dreams, Can't Stop Feeling
ίσως δείχνουν το μέλλον της μπάντας, ίσως είναι μεμονωμένα
"καπρίτσια" τους, πάντως τέτοια εντυπωσιακή υιοθέτηση dance rock χαρακτηριστικών
και με τόση ευκολία ελάχιστοι θα περίμεναν. Αν και προσωπικά θεωρώ ότι τα πιο
παραδοσιακά (τρόπος του λέγειν...) tracks του δίσκου αποτελούν το δυνατό του
σημείο. Με την εισαγωγική τετράδα (Ulyssees, Turn It On, No You
Girls, Twilight Omens) να "πετάει" και να βάζει εύκολα κάτω
οποιαδήποτε αντίστοιχη των τελευταίων μηνών μου ήρθε στο μυαλό, η ακρόαση
δύσκολα μπορεί να γίνει σε κάποιο σημείο βαρετή. Και για να μην ξεχνιόμαστε,
εθιστικά τραγούδια σαν το Bite Hard οι Franz
Ferdinand αποδεικνύουν ότι μπορούν να γράψουν κυριολεκτικά για την πλάκα τους.
Αν έλειπε και το "άψυχο" τελείωμα, θα μιλούσαμε για μία παροιμιωδώς δυνατή
κυκλοφορία, παρ' όλα αυτά το παιχνίδι είναι κερδισμένο από τα αποδυτήρια,
είπαμε, το άτιμο το άστρο...
Τόσο καλή κυκλοφορία, λοιπόν; Η απάντηση είναι
ένα εμφατικό ΝΑΙ! Όχι τόσο για το ειδικό βάρος και την πρωτοπορία της - οι
Σκοτσέζοι ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να περάσουν στην ιστορία ως ανανεωτές και
στυλοβάτες της σύγχρονης μουσικής και ας ελπίσουμε ότι ποτέ δε θα το
επιχειρήσουν. Πολλοί έφαγαν τα μούτρα τους προσπαθώντας να γράψουν το δικό τους
Sgt. Pepper's... και οι καιροί είναι χαλεποί για να αναλάβει κανείς
τέτοια ρίσκα. Όσο όμως διατηρούν το πνεύμα της ανανέωσης και της αναζήτησης μέσα
τους, όσο δηλαδή κάνουν τη δουλειά τους με κέφι, οι κυκλοφορίες τους θα
συνεχίζουν να μας απασχολούν και δε θα διστάζουμε να τις βάζουμε στο ίδιο σκαλί
με το ντεμπούτο τους. Όπως έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε (τουλάχιστον) και με
το Tonight.
Rating: 7,8 / 10
Κωνσταντίνος
Γούλας
Franz Ferdinand -
Ulysses video
Franz Ferdinand - Tonight
1.Ulysses 2.Turn It On 3.No You Girls Never Know
4.Twilight Omens 5.Send Him Away 6.Live Alone 7.Bite Hard 8.What She Came
For 9.Can't Stop Feeling 10.Lucid Dreams 11.Dream Again 12.Katherine Kiss
Me
27 January 2009 - Domino
Η τύχη έχει φερθεί με εξαιρετικό τρόπο στο
συμπαθές συγκρότημα από τη Γλασκόβη, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να το
αρνηθεί. Μόλις με την πρώτη κυκλοφορία τους κατάφεραν να προκαλέσουν αίσθηση που
άγγιζε ενίοτε τα όρια του... παράλογου. Εντάξει, να μην παρεξηγηθούμε, το
ομώνυμο ντεμπούτο τους ήταν μια χαρά δίσκος, με αναγνωρίσιμο ύφος και φίσκα στις
πιασάρικες και καλοδουλεμένες μελωδίες, αφήνοντας 100% ικανοποιημένους το κοινό
που διψούσε για κάτι καινούριο (καινούριο... τέλος πάντων...), τους κριτικούς
που διψούσαν ακόμα περισσότερο για το ίδιο πράγμα και τα ραδιόφωνα, που τους
χάρισαν ατελείωτες ώρες airplay. Ήρθαν και τα βραβεία και η πρώιμη ανακήρυξή
τους ως ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα των 00's για να δέσει το γλυκό.
Χαζοί δεν είναι οι Franz Ferdinand, με κεκτημένη ταχύτητα και
τηρώντας πιστά τη γνωστή συνταγή κυκλοφόρησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα το
You Could Have It So Much Better. Μια απόπειρα
κατώτερη από την προηγούμενη, πλην όμως καταδικασμένη να κάνει επιτυχία πατώντας
στις πλάτες της - όπως και έπραξε. Ξέροντας λοιπόν εκ την προτέρων τι έμελλε να
περιμένω από την τρίτη τους δουλειά Tonight, πάτησα με
μισή καρδιά το play. Και εκεί ήταν που μου τη φέρανε πισώπλατα, οι
μπαγάσες...
Εντάξει, ας μη γίνομαι υπερβολικός, δεν
το έριξε στο death metal η παρέα του mr. Kapranos. Έδειξε όμως
στον υπερθετικό βαθμό κάτι που δεν περίμενα από αυτούς και που μου αρέσει πάρα
πολύ όταν το ακούω σε οποιοδήποτε συγκρότημα: Διάθεση για ανανέωση και
"περιπέτεια". Και όχι τραβηγμένη από τα μαλλιά: Η εισαγωγή ηλεκτρονικών
στοιχείων στον ήχο τους γίνεται με τρόπο κομψό και μελετημένο, δείχνοντας ότι τα
δύο χρόνια που πέρασαν από την προηγούμενη κυκλοφορία τούς έδωσαν την ευκαιρία
να δουλέψουν πολύ πάνω στα κομμάτια τους και να πάρουν την "τολμηρή" απόφαση της
στυλιστικής ανανέωσης. Όχι και τόσο τολμηρή, βέβαια, από την άποψη ότι το
παιχνιδιάρικο, "τσαχπίνικο" ύφος του συγκροτήματος έχει παραμείνει αναλλοίωτο
και αναγνωρίσιμο "δια γυμνού οφθαλμού". Όχι, οι Franz Ferdinand δεν μας αφήνουν
να τους κατηγορήσουμε ούτε καν για τη σοβαροφάνεια της αλλαγής, φαινόμενο αρκετά
οικείο στις μπάντες που αποφασίζουν να "γυρίσουν σελίδα" (με ή χωρίς εισαγωγικά,
όπως θέλετε...). Γι' αυτό και τα νέα τραγούδια τους δεν πρόκειται να ξενίσουν
όσους αποθέωσαν τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους. Το χορευτικό στοιχείο, σήμα
κατατεθέν τους, στο Tonight απλά βρίσκει τις ιδανικές του διαστάσεις,
με την ερμηνεία του Alex να είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των κομματιών
και το σύνολο να έχει μία ικανοποιητική αυτοτέλεια, αποφεύγοντας (ευτυχώς...) να
θυμίσει κάτι σε... "Franz Ferdinand Remixed". Κατόρθωμα όχι ασήμαντο
για συγκρότημα που μας συστήθηκε με αμιγώς κιθαριστικό ήχο, μην
ξεχνιόμαστε...
Τα keyboards λοιπόν αναλαμβάνουν για τα καλά
δράση στο Tonight και χρωματίζουν σοφά τον ήχο. Ή μάλλον, για να είμαστε πιο
ακριβείς, προσφέρουν ένα "πολυτελές περιτύλιγμα" σε ένα ούτως ή άλλως ποιοτικό
"δώρο". Πιο πολύ εμπλουτίζουν τον βασικό κιθαριστικό σκελετό των κομματιών παρά
λειτουργούν αυτοτελώς - εξαιρουμένων, εννοείται τριών κομματιών που τους φέρνουν
για τα καλά στα χωράφια των LCD Soundsystem, Rapture κ' ΣΙΑ - και με αξιώσεις,
παρακαλώ: Τα Live Alone, Lucid Dreams, Can't Stop Feeling
ίσως δείχνουν το μέλλον της μπάντας, ίσως είναι μεμονωμένα
"καπρίτσια" τους, πάντως τέτοια εντυπωσιακή υιοθέτηση dance rock χαρακτηριστικών
και με τόση ευκολία ελάχιστοι θα περίμεναν. Αν και προσωπικά θεωρώ ότι τα πιο
παραδοσιακά (τρόπος του λέγειν...) tracks του δίσκου αποτελούν το δυνατό του
σημείο. Με την εισαγωγική τετράδα (Ulyssees, Turn It On, No You
Girls, Twilight Omens) να "πετάει" και να βάζει εύκολα κάτω
οποιαδήποτε αντίστοιχη των τελευταίων μηνών μου ήρθε στο μυαλό, η ακρόαση
δύσκολα μπορεί να γίνει σε κάποιο σημείο βαρετή. Και για να μην ξεχνιόμαστε,
εθιστικά τραγούδια σαν το Bite Hard οι Franz
Ferdinand αποδεικνύουν ότι μπορούν να γράψουν κυριολεκτικά για την πλάκα τους.
Αν έλειπε και το "άψυχο" τελείωμα, θα μιλούσαμε για μία παροιμιωδώς δυνατή
κυκλοφορία, παρ' όλα αυτά το παιχνίδι είναι κερδισμένο από τα αποδυτήρια,
είπαμε, το άτιμο το άστρο...
Τόσο καλή κυκλοφορία, λοιπόν; Η απάντηση είναι
ένα εμφατικό ΝΑΙ! Όχι τόσο για το ειδικό βάρος και την πρωτοπορία της - οι
Σκοτσέζοι ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να περάσουν στην ιστορία ως ανανεωτές και
στυλοβάτες της σύγχρονης μουσικής και ας ελπίσουμε ότι ποτέ δε θα το
επιχειρήσουν. Πολλοί έφαγαν τα μούτρα τους προσπαθώντας να γράψουν το δικό τους
Sgt. Pepper's... και οι καιροί είναι χαλεποί για να αναλάβει κανείς
τέτοια ρίσκα. Όσο όμως διατηρούν το πνεύμα της ανανέωσης και της αναζήτησης μέσα
τους, όσο δηλαδή κάνουν τη δουλειά τους με κέφι, οι κυκλοφορίες τους θα
συνεχίζουν να μας απασχολούν και δε θα διστάζουμε να τις βάζουμε στο ίδιο σκαλί
με το ντεμπούτο τους. Όπως έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε (τουλάχιστον) και με
το Tonight.
Rating: 7,8 / 10
Κωνσταντίνος
Γούλας
Franz Ferdinand -
Ulysses video
<object style="width:400px; height:323px;"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/31sZ9xZr_Ew"></param><param name="wmode" value="transparent"></param><embed xsrc="http://www.youtube.com/v/31sZ9xZr_Ew" wmode="transparent" type="application/x-shockwave-flash" style="width:400px; height:323px;"></embed></object>
Morrissey - Years Of Refusal
01.Something Is Squeezing My
Skull / 02.Mama Lay Softly On The Riverbed / 03.Black Cloud / 04.I'm Throwing My Arms
Around Paris / 05.All You Need Is Me / 06.When Last I Spoke To Carol / 07.That's How
People Grow Up / 08.One Day Goodbye Will Be Farewell / 09.It's Not Your Birthday
Anymore / 10.You Were Good In Your Time / 11.Sorry Doesn't Help / 12.I'm OK By Myself
16 February 2009 - Decca / Polydor
Θα μπορούσε να ήταν
ένα πολύ σύντομο ανέκδοτο: Ο Morrissey αγκαλιά με ένα μωρό σε εξώφυλλο! Τόσο πολύ άλλαξε ο
κόσμος? Θα φτάσουμε αργότερα σε αυτό. Θα ξεκινήσω κάπως ανάποδα, κάτι που θα
μου επιτρέψετε να πιστεύω ότι είναι αρκετά δίκαιο : ας υποθέσουμε λοιπόν ότι τα
δυο προηγούμενα albums του Mozz δεν έχουν βγει ποτέ. Ότι μετά από αρκετά χρόνια ησυχίας,
εμφανίζεται ξαφνικά ένας καινούριος δίσκος του - σε λίγους μήνες 50άχρονου- Morrissey. Σε αυτή την περίπτωση, η κριτική του Years of refusal θα ήταν κάπως έτσι:
«Επιτέλους! Η γκρίνια που μαζί της
ενηλικιωθήκαμε και που τόσο μας έλειψε επέστρεψε! Μόνο που πλέον αυτά η γκρίνια
ωρίμασε (όπως και εμείς); είναι σίγουρη για τον εαυτό της, σταμάτησε να
ξεφυτρώνει εκεί που δεν την σπέρνουν, έμαθε να ζεί μαζί μας και μας μαθαίνει να
ζούμε μαζί της, με τις απαραίτητες ποσότητες τσαντίλας, χιούμορ και κακεντρέχειας
που χρειάζονται για κάτι τέτοιο. Και ποιος θα μπορούσε να ήταν καταλληλότερος
για ιεραποστολός της, από έναν καθόλου κατασταλαγμένο (άλλα παραδόξως πολύ ώριμο)
Morrissey? Ο άνθρωπος που έκανε την κατσουφιά τέχνη, φαίνεται να το διασκεδάζει
περισσότερο από ποτέ. Το Years of refusal θεματικώς και στιχουργικώς δεν είναι
όσο γεροντοκορίστικο θα περίμενε κάποιος από τον Morrissey στα 50 του,
αλλά είναι προφανές ότι ο τύπος βρίσκεται στο στοιχείο του. Το οποίο παλιότερα ίσως
να ήταν το living room του και οι διάφορες υποψίες-ψυχώσεις ότι τίποτα δεν πάει καλά, που
ανέπτυξε, κάνοντας παρέα κυρίως με τον εαυτό του. Πλέον όμως το στοιχείο του
είναι αυτό το πράγμα που κρατάει (αν είσαι τυχερός) περίπου 85 χρόνια, βρίσκεται
εκεί έξω και εδώ μέσα και γύρω γύρω γενικά, αποτελείται από εμάς,εσάς και τους
άλλους, που όλους μας τσατίζει ενίοτε αλλά γενικά ίσως ‘'να μην είναι και τόσο άσχημο
τελικά'' όπως θα έλεγαν και οι Monty Pythons και ονομάζεται καθημερινή ζωή. Εκεί είναι η βασική
διαφορά του τωρινού Mozz : ότι πλέον δεν γκρινιάζει για πράγματα που υποπτευόταν ότι είναι στραβά,
αλλά θυμώνει για πράγματα που έζησε και είδε ότι δεν είναι όπως θα ήθελε. Και επίσης
μοιάζει να κατάλαβε ότι αυτός ο κόσμος δεν αποτελείται μόνο από τον Morrissey, τον Mozz, τον εαυτό του και αυτόν τον ίδιο,
αλλά και από άλλους ανθρώπους. Και από την ερμηνεία του, φαίνεται (σε αντίθεση
ξανά με παλιότερα) ότι δεν θα τα παρατήσει, ότι δεν τα λέει απλά για να τα πει
αφού έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο. Και ότι
πλέον δεν τραγουδάει (μόνο) στον εαυτό του (όσοι έχουν παρακολουθήσει την
πορεία του, θα καταλάβουν ακριβώς τι εννοώ).
Μουσικώς, το album είναι αρκετά δυνατό
και έχει μπόλικες καλές στιγμές. Τα Something is squeezing my skull (το πιο δυνατό και γρήγορο κομμάτι του
δίσκου, οπού δεσπόζει ο αφορισμός του ‘'there is no love/hope in modern life'' ), Black clouds (η πιο
προσεγμένη -μουσικώς- στιγμή του δίσκου), It's not your birthday anymore (εδώ μας δείχνει
ότι η φωνή του κρατάει πολύ καλά ακόμα), I'm ok by myself και το I'm throwing my hands around Paris (αρκετά γλυκόπικρα,
μάλλον τα καλύτερα κομμάτια -ιδίως το πρώτο- του δίσκου και ότι πιο κοντά σε Smiths -αν τους μεταφέρετε μουσικώς
στο 2009- θα βρείτε στο Years of refusal). Στα παραπάνω δεν συμπεριλαμβάνονται
τα 2 singles που έχουν ήδη
κυκλοφορήσει εδώ και καιρό (το That's how people grow up πριν από έναν περίπου χρόνο και All you need is me τον περασμένο Μάϊο), μιας και νομίζω ότι οι περισσότεροι
από εσάς θα τα έχετε ήδη ακούσει και θα έχετε βγάλει τα συμπεράσματα σας. Τα
δικά μου συμπεράσματα πάντως είναι ότί τα 2 συγκεκριμένα κομμάτια, παρότι δεν
είναι κάτι το εξαιρετικό, αποτελούν κλασσικά δείγματα ‘'μορρισσεϊακής'' (αν μου
επιτρέπετε τον όρο) λογικής και τεχνοτροπίας και αποτέλεσαν έναν ή μάλλον δύο
καλούς λόγους να αγοράσει κάποιος fan την best of συλλογής του που είχε κυκλοφορήσει πέρυσι τέτοια εποχή.
Για αυτόν τον σκοπό την κάναν μια χαρά την δουλειά τους, και κυρίως το That's how people grow up, το οποίο αν και δεν έτυχε ιδιαίτερης
αναγνώρισης από τα media, αποτελεί το μανιφέστο του Morrissey για αυτή την νέα φάση του και την είσοδο στα πρώτα -ήντα
και είναι άκρως χαρακτηριστικό για το album και το μοτίβο που κρύβεται από πίσω. Γενικά είναι ένας
δίσκος όπου στα υπέρ συγκαταλέγονται η πιο ευθεία προσέγγιση του Mozz σε κάποια θέματα, το
μοναδικό χάρισμα που έχει (και πάντα είχε) στο να εκφράζεται με στίχους, η
μεγάλη φόρμα της φωνής του και αρκετές καλές μουσικές συνθέσεις. Στα κατά του
δίσκου είναι ότι λείπει η πολύ μεγάλη στιγμή, το κομμάτι που θα τον κάνει
αξέχαστο. Επίσης σε κάποια σημεία, σου δίνει την εντύπωση ότι είναι (μουσικώς)
λίγο προχειροφτιαγμένος και τσαπατσούλικος. Δεν θα προσπαθήσω να βρω αναλογίες
με παλαιότερές δουλειές του, δεν νομίζω ότι έχει ιδιαίτερο νόημα καθώς και οι
καιροί και οι άνθρωποι και οι καλλιτέχνες αλλάζουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
δεν υπάρχουν ομοιότητες. Έτσι κι αλλιώς, ο ίδιος (έστω και αλλαγμένος) άνθρωπος
πού έβγαλε το Viva Hate, το Your Arsenal, το Malajusted και όλα τα άλλα, έβγαλε και το Years of Refusal, οπότε λογικό είναι να υπάρχουν κοινά
σημεία. »
Αυτή θα ήταν η κριτική αν δεν είχαν
προηγηθεί τα You are the quarry (2004) και το Ringleaders of the tormentors (2006). Έλα όμως που προηγήθηκαν. Οπότε η κριτική θα
πρέπει να αρχίζει κάπως έτσι:
«Όλα τα καλά (όπως και τα κακά)
πρέπει να τριτώσουν. Και η αλήθεια είναι ότι μετά το δισκογραφικό comeback του Mozz το 2004, ο ίδιος ανέβασε τον πήχη πολύ ψηλά : δύο από τα καλύτερα solo album του, με το δεύτερο
-κυρίως- να θεωρείται από τους καλύτερους βρετανικούς δίσκους των 00΄s, εμπορική επιτυχία, μεγάλη συναυλιακή φόρμα, Η αλήθεια είναι ότι ο -πάντα
σχολαστικός- Morrissey υπολόγιζε την κυκλοφορία του Years of Refusal για τον Σεπτέμβρη του 2008, πιστός στο χρονοδιάγραμμα που
ο ίδιος τηρεί από το 2004 και μετά, αφήνοντας διάστημα 2 χρόνων μεταξύ των κυκλοφοριών
του. Το ‘'πιο δυνατό'' (σύμφωνα με τον ίδιο) και ένατο προσωπικό του album όμως, παρότι ήταν σχεδόν έτοιμο από τις αρχές του 2008 (6
από τα τραγούδια που υπάρχουν στον δίσκο τα παρουσίασε live ο Morrissey στην Greatest Hits tour το 2007 και το
2008),άργησε μερικούς μήνες, εξαιτίας δύο γεγονότων: τον
θάνατο του παραγωγού του Jerry Finn τον Αύγουστο του
2008, και την διαμάχη που είχε ο Morrissey με την Decca US, το αμερικάνικο
παράρτημα της δισκογραφικής εταιρείας που έχει τα δικαιώματά του.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κάποιος
(με μεγάλη έκπληξη) με το που πιάνει το cd στα χέρια του είναι το εξώφυλλο: Ο Morrissey αγκαλιά με ένα μωρό! Βέβαια για όσους γνωρίζουν πόσο
λατρεύει την αντιφατικότητα είναι ένα ακόμα statement περί „unloveable" και ‘'end of the family line''. Αλλά ας ξεκινήσω αλλιώς : με μία πρώτη ανάγνωση των τίτλων των
τραγουδιών, προσγειωνόμαστε (καθόλου ανώμαλα) στον γεμάτο γκρίνια γλυκόπικρο κόσμο
που εδώ και χρόνια έχει φτιάξει επιμελώς ο κάποτε frontman των Smiths και που κάπως είχε ‘'γλυκάνει'' με το πιο φωτεινό σχετικά - για τον Morrissey μιλάμε, μην το ξεχνάτε- Ringleaders of the Tormentors. Φαίνεται ότι ήταν μάλλον ένα διάλειμμα (σχετικής) αισιοδοξίας και η βόλτα
στην Μεσόγειο τελείωσε...»
και θα τελείωνε κάπως
έτσι:
«...και παρόλο που είναι εμφανές ότι
αποτελεί συνέχεια και κατά κάποιο τρόπο συνδυασμό στοιχείων των δύο
προηγούμενων δίσκων, δεν έχει την αρτιότητα τους. Δεν είναι ότι είναι κακός ή
έστω μέτριος δίσκος (είπαμε, μπορεί να μην είναι τομή στα μουσικά δρώμενα, αλλά
δεν παύει να είναι Morrissey), απλά οι δύο προηγούμενοι
(και κυρίως ο δεύτερος) ήταν καταπληκτικοί, πιο προσεγμένοι, πιο φρέσκοι, με
κομμάτια που ξεχώριζαν αμέσως, κάτι που λείπει από το Years of Refusal...»
Διαλέξτε όποια εκδοχή σας ταιριάζει.
Όπως και να έχει, ο Mozz έδειξε ότι η μπογιά του περνάει ακόμα και πως, για άλλη
μια φορά, έστω και σε αυτήν την ηλικία, έστω και χωρίς το καλύτερο δυνατό δισκογραφικό
αποτέλεσμα, τους περισσότερους πιτσιρικάδες του τωρινού μουσικού γίγνεσθαι τους
έχει για πρωινό. Και για να παραφράσω (λίγο) έναν στίχο από το All You Need Is Me:
We're gonna miss
you when you're gone...
Rating: 7,6 / 10
Kίκo Παπαδόπουλος
Morrissey @ Myspace
Morrissey - something is squeezing my skull live
Pop Eye - Pop Eye
01. love is (intro) 02. if you... 03. fly
up high feat. GAD. 04. a vicious game 05. that's life feat. GAD. 06. something
more 07. secrets 'n' lies 08. get away 09. king 10. first 8 11. believe me 12.
the deepest sea
June 2008 - Shift Records
Ομολογώ ότι
όταν άκουσα τις πρώτες νότες του «That's life» μου ήρθαν στο μυαλό οι Simon & Garfunkel. Περίεργο, αλλόκοτο, αλλά όχι
τυχαίο. Ακούγοντας το άλμπουμ των Pop Eye είναι σίγουρο ότι κάθε ακροατής θα
βρει έναν ήχο, μια μελωδία, ένα ρυθμό που κάτι θα του θυμίσει. Έτσι κι αλλιώς
είναι γενικά αποδεχτό ότι στην μουσική, αλλά και γενικότερα στην τέχνη, «όλα
έχουν ειπωθεί». Το θέμα είναι πως θα τα ξαναπείς. Και οι Pop Eye τα ξαναλένε ωραία, χωρίς να
προσπαθούν να κρατούν κρυμμένες, σε ένα δεύτερο επίπεδο, τις επιρροές τους. Όλα
είναι εδώ. H electropop των Kraftwerk, των Depeche Mode και των Οrchestral Manoeuvres in the Dark, οι μελωδίες των Belle and Sebastian και των Stone Roses, ο dance υπνωτισμός των Chicane ή των Salt Tank...
Στον
ανταγωνισμό πάντως της μουσικής βιομηχανίας, τη στιγμή που εκατοντάδες νέα
σχήματα ξεπηδούν κάθε μέρα μόνο στη Βρετανία για παράδειγμα, και παίζουν,
λίγο-πολύ, τα ίδια, τι έχει περισσότερο να επιδείξει μια ελληνική μπάντα; Δεν
μπορεί κανείς όμως να πει στους Pop Eye και σε κάθε φιλόδοξο νέο παιδί «μην
το κάνεις». Έγραψαν καλά τραγούδια, ίδρωσαν, μόχθησαν, πέρασαν ώρες στο
στούντιο και κυκλοφόρησαν σε «ανεξάρτητη» εταιρία (Shift/Archangel) μια αξιέπαινη δουλειά, σε πείσμα
των συγκυριών καθώς η δισκογραφία πλέον δεν προσφέρεται για οικονομικά
ανοίγματα.
Στα
ενδώτερα τώρα, βρίσκω ενδιαφέρουσα τη συμμετρία του άλμπουμ των Pop Eye. Αν ήταν βινύλιο, θα ήταν χωρισμένο,
όπως είναι φυσικό, στις δυο πλευρές του δίσκου. Κάθε μια θα περιείχε από έξι
τραγούδια. Και οι δυο πλευρές του δίσκου, θα ξεκινούσαν με ένα electro κομμάτι: η πρώτη με την εισαγωγή,
το περισσότερο πειραματικό «Love is» και η δεύτερη με το σαφώς ανώτερό
του «Secrets ‘n' lies», ένα από τα πολλά ποπ διαμαντάκια του άλμπουμ. Χωρίζουμε
λοιπόν το άλμπουμ σε δυο μέρη. Το πρώτο
μέρος συνεχίζεται με το «if you...», μια ονειρική, ιδιαίτερα έξυπνη
σύνθεση, όσο απλή και αν φαίνεται στο πρώτο άκουσμα. Μου αρέσει ιδιαίτερα και
με την ιδιότητά μου ως d.j., ομολογώ ότι είναι το κομμάτι του άλμπουμ που εντάσσω στα set μου. Το «Fly up high» που ακολουθεί, βαδίζει στα ίδια
μελωδικά χνάρια αλλά αναδεικνύει τις συνθετικές ικανότητες των Pop Eye με τις εναλλαγές του και δίνει τη
σκυτάλη σε δυο εξαιρετικά τραγούδια. Οι Pop Eye επιφυλάσσουν εδώ τον καλύτερο εαυτό
τους. Στο «A vicious game» για χάρη της απλότητας δάμασαν
κάθε επιθυμία τους να προσθέσουν περιττά «κόλπα», από τα synths ή τις κιθάρες. Όσο για το
επόμενο; Τη φράση «That's Life» από το ομώνυμο κομμάτι που ακολουθεί μπορεί και να την
τραγουδάς για δέκα λεπτά αφού τελειώσει η μουσική... Και ενώ όλα κυλούν τόσο
όμορφα, έρχεται το «Something More», κατά τη γνώμη μου η αδύναμη
στιγμή του άλμπουμ. Θα σας θυμίσει κάτι από το MTV των 90's πολύ έντονα... Το προσπερνάμε.
Πάμε στο
δεύτερο μέρος του άλμπουμ. Το επιθετικό «Get away» είναι το δυνατότερο άκουσμα του
δίσκου, με έντονες κιθάρες, και αποτελεί απρόσμενη έκπληξη, καλώς ή κακώς. Η
μελωδική-ονειρική τάξη αποκαθίσταται με το «King» που ακολουθεί, η ποπ αποθεώνεται
ξανά μέσα στο δίσκο. Στο «First 8» η κιθάρα σαν να κλείνει το μάτι στο φάνκ και το «Believe Me» είναι ίσως η κορυφαία στιγμή του
δίσκου, στιχουργικά και συνθετικά. Με τον αργό «εξωτικό» ρυθμό του οι Pop Eye αρχίζουν να μας ταξιδεύουν σε νησιά
και παραλίες, ενώ το αρκετά πιο dance «The deepest sea», κομμάτι που ακούστηκε πολύ στα FM, ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο το
άλμπουμ, αφήνοντας μια εικόνα ηλιοβασιλέματος κάπου στη Μεσόγειο...
Κι αφού
έγραψα όλα αυτά τα όμορφα, να πω και τον προβληματισμό μου. Το συμπαθές
Αθηναικό συγκρότημα με το (ευφυέστατο ομολογώ) όνομα, μοιάζει συχνά να πάσχει
από σύγχηση στην επιλογή κατεύθυνσης. Δε ξέρω τι πραγματικά θέλουν, τη σκοτεινή
synthpop των Depeche Mode, την ανάλαφρη dance-pop τύπου BestFM ή την κλασσική song-structured κιθαριστικη pop, αλλά αν στο ντεμπούτο τους αυτο το
παιχνίδι είναι διασκεδαστικό, στο επόμενό τους βήμα θα είναι μάλλον
προβληματικό. Ο προβληματισμός μου είναι για το μέλλον λοιπόν, προσωπικά
εύχομαι τα καλύτερα.
Rating: 7,4 / 10
Πάνος Παναγιωτάκος
Pop Eye@ Myspace
My Brightest Diamond - A Thousand Shark’s Teeth
1. Inside A Boy / 2. Ice and the Storm / 3. If I Were Queen / 4. Apples / 5.
From the Top of the World / 6. Black and Costaud / 7. To Pluto's Moon / 8.
Bass Player / 9. Goodbye Forever / 10. Like a Sieve / 11. The Diamond
2 June 2008 - Asthmatic Kitty
"Με μια κολακευτική
απειλή και τους τρόπους ενός πρωταθλητή πυγμαχίας..."
"Avec une menace doucereuse, et
des manieres de champion de boxe..." Black & Costaud
Κάπως έτσι ξεκινάει ένα από τα πιο λαμπερά
διαμάντια-τραγούδια αυτού του δίσκου. Ψιθυριστά, σα να μην πρέπει να τα ακούσει
κανείς. Ένας δίσκος γλυκιά απειλή για τα αυτιά του καθενός. Συγχρόνως άμεσος,
όσο και η γροθιά ενός πυγμάχου που αφήνει τον αντίπαλο σχεδόν νεκρό να κείτεται
στο έδαφος. Κανένας ενδοιασμός για το κακό που προκάλεσε ή θα μπορούσε να
προκαλέσει.
"Και
σαν φάντασμα γυρνάω μαζί σου σε κύκλους, στου φεγγαριού του Πλούτωνa τον χορό..."
"And like a ghost I'm spinning with you in
circles, the dance of Pluto's moon..." To Pluto's Moon
Ένας πλανήτης-φάντασμα,
ό,τι τον ακολουθεί, και αυτό φάντασμα είναι. Σίγουρα τον άκουσες ή σίγουρα τον
είδες. Η άποψη ενός ασπροντυμένου επιστήμονα, που τελικά σου λέει πως δεν
υπάρχει αυτός ο πλανήτης, δεν σε ενδιαφέρει. Καλά κάνεις, δεν διαγράφεται
εύκολα ο χορός του μυαλού στον οποίο σε οδηγεί αυτός ο δίσκος. Υπήρξε και θα
υπάρχει, όσο ο δίσκος παίζει στα ηχεία σου. Η καρδιά σου πάλλεται όπως
πάλλονται οι χορδές της κιθάρας, διαφορετικοί πολιτισμοί σου μοιάζουν οικείοι
όταν ερμηνεύονται folk, gospel, ορχηστρικά τραγούδια με soul αισθητική και νεοϋορκέζικο αέρα. Όταν γκρεμίζονται τα σύνορα μεταξύ της
ερμηνείας της Beth Gibbons (Portishead) και της
θεατρικότητας του Tom Waits και όταν μέσα σε έναν δίσκο βρίσκεις το soundtrack μιας θεατρικής παράστασης που τα λόγια
μόνο απαραίτητα δεν θα είναι, τότε σίγουρα έχεις να κάνεις με ένα δίσκο διαμάντι.
"A Thousand Shark's Teeth" λοιπόν ο τίτλος του
τρίτου σε σειρά άλμπουμ (υπολογίζοντας και το remix album "Tear it Down" του 2007) των My Brightest Diamond. Συγκρότημα που κατά βάση είναι η Shara Worden, μεγαλωμένη με
κλασική μουσική παιδεία και μία καριέρα που μάλλον την οφείλει στον Sufjan Stevens, μιας και μετά την
συνεργασία τους στους Illinoisemakers του Stevens η Shara κυκλοφόρησε στην Asthmatic Kitty Records (δισκογραφική του
καλλιτέχνη) τα "Bring me the Workhorse" και "A Thousand Sharks Teeth" το 2006 και 2008
αντίστοιχα. Ο πρώτος δίσκος εκπληκτικός, ροκ διαθέσεις, ρυθμικά ξεσπάσματα -είτε
αυτά προέρχονται από την κιθάρα είτε από τα τύμπανα- αλλά και μία post rock κιθαριστική
δουλειά. Η φωνή της Shara να θυμίζει αρκετά,
γνωστές γυναικείες φωνές (κυρίως την προαναφερθείσα και σε κάποια σημεία
νέγρικες φωνές), αλλά με ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος που κάθε άλλο παρά φτηνή
απομίμηση θεωρείται. Στο τελευταίο της δημιούργημα- που κυκλοφόρησε το
καλοκαίρι του 2008- οι ρυθμοί πέφτουν, η ατμόσφαιρα πιο ταξιδιάρικη, χαλαρή,
έντονη παρουσία κλασικής κιθάρας (μέχρι που κάποιες φορές θυμίζει τον Jose Gonzalez), δουλεμένο
ηλεκτρικό μπάσο και μία ηλεκτρική κιθάρα η οποία όποτε εμφανίζεται πραγματικά
σε εθίζει. Πολλά από τα τραγούδια είναι ενορχηστρωμένα με βιολί, τις πιο πολλές
φορές όντας ένα υπέροχο χαλί για την διαμαντένια φωνή της Shara, ενώ και οι gospel αναφορές είναι
εμφανείς σε όλη την διάρκεια του δίσκου. Τραγούδια σαν το "Apples" σου δημιουργούν εικόνες εξοχής, συναισθήματα
γλυκόπικρα, καθώς μουσικά, οι folk ήχοι σου προκαλούν
νοσταλγία για κάτι που δεν ξέρεις τι είναι. Το "Inside A Boy" βρίσκεται πιο κοντά στην πρώτη κυκλοφορία των M.B.D όπου οι ηλ.κιθάρες ανταγωνίζονται την φωνή της Shara με συνεχές εναλλαγές έντασης. Οι στίχοι του δίσκου
αξίζουν πραγματικά να διαβαστούν, ειδικά από τους ερωτευμένους...!
Άμα οι M.B.D ήταν κάποια
θρησκεία και το "If I were a Queen" ήταν η προσευχή
τους σίγουρα θα εντασσόσουν μαζί τους, άμα το "From the top of the world" ήταν soundtrack στo ερωτικό 3-iron του Kim Ki-duk σίγουρα θα είχε
βραβευτεί. Το «άρρωστο» "Black & Costaud" θα μπορούσε να ήταν το τελευταίο τραγούδι
της Nina Simone λίγο πριν τον θάνατο της.
Στο τελευταίο "The Brightest Diamond" ακούς "...you are now untouchable..." και πράγματι, τελειώνει
ο δίσκος και σου αφήνει την αίσθηση πως τίποτα δεν πέρασε από πάνω σου, ήσουν
εσύ κι αυτός!
Rating: 8,5 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
My Brightest Diamond @ Myspace
My Brightest Diamond - inside a boy video
Crystal Castles - Crystal Castles
01.Untrust us 02.Alice practice 03.Crimewave (vs. HEALTH) 04.Magic spells
05.Xxzxcuzx me 06.Air war 07.Courtship dating 08.Good time 09.1991 10.Vanished
11.Knights 12.Love and caring 13.Through the hosiery 14.Reckless 15.Black
panther 16.Tell me what to swallow
18 March 2008 - Last Gang
Tο πρώτο πράγμα που σου έρχεται μόλις ακούσεις το cd για πρώτη φορά, είναι να τρέξεις
να κατεβάσεις το gameboy από το πατάρι (ή να το φέρεις από την αποθήκη). Αφού
ξεμπερδέψεις με αυτό, αρχίζεις να ακούς τα κομμάτια πιο προσεκτικά. Ξέρεις ότι
δεν τα έχεις ακούσει ποτέ ξανά, παρότι σου φαίνονται τόσο γνωστά και παλιά. Ή
ότι τα έχεις ξανά ακούσει πολλές φορές, παρότι τόσο καινούρια και φρέσκα. Ή και
τα δύο! Σίγουρα δεν είναι ανάμεσα στους άμεσους στόχους των Crystal Castles η mainstream αναγνώριση. Ειδάλλως ο συγκεκριμένος δίσκος θα μπορούσε, με
ακριβώς τα ίδια συστατικά, να είχε βγει πολύ πιο συμβατικός. Ποία είναι λοιπόν η
συνταγή του Ethan Kath, μουσικού εγκέφαλου των καναδών Crystal Castles?
Τα υλικά που
χρησιμοποιεί δεν είναι καθόλου καινούρια: oκτάβες στο μπάσο (για τους μη μυημένους σε μουσικούς όρους,
βλέπε το Emerge των Fischerspooner ή το Playgirl των Ladytron -όχι βέβαια τα μοναδικά, αλλά τα πιο γνωστά και χαρακτήριστικά
δείγματα), chiptune synths (ναι ναι, αυτά τα synths που σου θυμίζουν το commodore 64 που είχε πριν πολλά πολλά χρόνια ο μεγάλος ξάδερφος σου), vocoder στα φωνητικά (και όταν λέω vocoder, εννοώ πολύ vocoder), μπότα 4/4, μινιμαλιστικές μελωδίες.
Βάζει στο μίξερ και λίγο από gameboy (πρέπει να ξεσήκωσε αρκετά samples από το gadget-φετίχ των εφηβικών μας χρόνων), μερικές επαναλαμβανόμενες
λέξεις ή προτάσεις στους στίχους για το απαραίτητο avant-garde και αυτό ήταν. Σίγουρα μόνο αυτό?
Βασικά ναι! Τότε γιατί ακούγεται τόσο φρέσκο? Μήπως επειδή είναι εκπληκτικός
μουσικός? Μάλλον δεν είναι αυτό. Οι μελωδίες του είναι οι περισσότερες
χιλιοακουσμένες και χιλιοχρησιμοποιημένες. Τότε γιατί? Γιατί ο κύριος Kath είναι πολύ κάλος μάγειρας. Ξέρει
και να δημιουργεί καινούρια πιάτα και να τα γαρνίρει αναλόγως, ακόμα και αν του
δώσεις τα πιο συνηθισμένα υλικά (και αυτό είναι το βασικό συστατικό των πολύ
καλών μαγείρων). Δεν φοβάται καθόλου να
πειραματιστεί. Ξέρει την κουζίνα του και τα υλικά του καλύτερα και από την παλάμη
του.
Χρησιμοποιεί την παιδική φωνή
της πανέμορφης (εδώ πηγαίνει το γαρνίρισμα του πιάτου) Alice Glass, για να τονίσει την μουσική
και όχι το αντίθετο που συμβαίνει κατά κόρον από σύστασης της ποπ μουσικής.
Συνήθως η μελωδία που ακολουθούν τα φωνητικά είναι επιτηδευμένα παράτονη σε
σχέση με το μουσικό μέρος, το οποίο είναι ένα καλό μάθημα για το τι μπορεί να
καταφέρει κάποιος χωρίς εξεζητημένες μουσικές γνώσεις, όταν έχει φάει άπειρες
ώρες πάνω από τα μηχανήματα του. Αυτό φυσικά μόνο μομφή δεν είναι σε μία εποχή
όπου η indie/alternative σκηνή (σε κάθε παρακλάδι της)
έχει κατακλυσθεί από (μουσικώς) αρτιότατα, αλλά βαρετά (με εξαιρέσεις φυσικά)
μουσικά σχήματα που αφήνουν την μουσική παιδεία να καπελώσει την φαντασία τους.
Και όντως, το μεράκι και ο βαθμός ικανότητας του Ethan στον χειρισμό των synths είναι εμφανέστατος και άκρως
εντυπωσιακός.
Εμφανέστατη
είναι επίσης η αγάπη του για τα video games και παρότι πολλών το μυαλό (κυρίως των μεγαλυτέρων από σας)
θα πάει στο παιχνίδι Crystal Castles, ενός από τους πιο επιτυχημένους τίτλους της Atari στα early 80's, η αλήθεια είναι ότι το όνομα τους το πήρανε από την σειρά
κινουμένων σχεδίων „She-Ra:Princess Of Power" (από τους δημιουργούς του σαφώς πιο διάσημου „He-Man:Masters Of The Universe"). Κομμάτια όπως το untrust us,air war, vanished , courtship dating, crimewave (που είναι και οι πιο εύπεπτες
στιγμές του cd) ζωγραφίζουν μπροστά σου αναμαλλιασμένα ρομποτάκια,
ξεχαρβαλωμένες συνάψεις, βραχυκυκλωμένα τσιπάκια, πίστες από arcade των 80‘s. Λειτουργούν άψογα μέσα από την ασυμμετρία τους (την οποία
οφείλουν κυρίως στα εντελώς αυτόνομα φωνητικά) και την απλότητα τους. Τα σαφώς
πιο οργισμένα και με punk αισθητική love and caring, xxzxcuzx me και alice practice (το οποίο αποτέλεσε και το πρώτο τους single) είναι οι μόνες στιγμές του
δίσκου που η φωνή της Alice μπαίνει στην πρώτη γραμμή. Που αυτή καθοδηγεί την μουσική. Μάλλον
όχι οι μόνες: υπάρχει και το μαγικό tell me what to shallow, το οποίο παίζει τέλεια τον ρόλο του σαν επίλογος του album.
Τελικά ο δίσκος
σε μπερδεύει. Ιδίως τις πρώτες 2-3 φορές. Μια συμβουλή: ακούστε τον περισσότερες
πριν βγάλετε το τελικό συμπέρασμα. Δώστε την ευκαιρία στον κύριο Kath να σας δείξει τις ικανότητες
του, το αποτέλεσμα που είχαν τις ατελείωτες
ώρες δουλείας μπροστά από τον υπολογιστή του. Και τότε θα δείτε ότι ίσως
βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι σπουδαίο. Ας ελπίσουμε ότι θα βρεθεί κάποιος καλός χριστιανός
και θα τους φέρει προς τα μέρη μας για καμιά συναυλία, μιας και τους συνοδεύουν
οι καλύτερες συστάσεις όσον αφορά τα live τους.
Rating: 7,5 / 10
Kiko Παπαδόπουλος
Crystal Castles @ Myspace
Crystal Castles - courtship dating video
School Of Seven Bells - Alpinisms
Iamundernodisguise / Face To Face On High Places / Half Asleep / Wired For Light / For Kalaja Mari / White Elephant Coat / Connjur / Sempiternal-Amaranth / Chain / Prince Of Peace / My Cabal
28 October 2008 / Ghostly International
Το 2009 μπορεί να έφθασε για τα καλά, αλλά νομίζω πως
υπάρχει ακόμα το περιθώριο να ασχοληθούμε με κυκλοφορίες του προηγούμενου
έτους. Τέλη Οκτωβρίου είχε κυκλοφορήσει το ντεμπούτο άλμπουμ "Alpinisms" από τους School of Seven Bells (συμβολικά SVIIB... γιατί άραγε; Πιθανά
γράφοντας VII εννοείται
ο λατινικός συμβολισμός του αριθμού επτά-μεγάλη σοφία). Μία τριμελής μπάντα από
τη Νέα Υόρκη για την οποία ίσως να είχες ακούσει κάτι, λόγω κάποιας EP κυκλοφορίας
το 2007-Face to face on High Places-
ή των support εμφανίσεων με τους Blonde Redhead την ίδια χρονιά. Το πιο πιθανό
όμως είναι, πως άμα είσαι fan
των Secret Machines ή
ακόμα και των Air!On!Library! και παρακολουθείς τις καλλιτεχνικές κινήσεις των
μελών τους να έχει πάρει το αυτί σου κάτι γι' αυτόν εδώ τον δίσκο. Οι SVIIB λοιπόν
είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας του Benjamin Curtis (Secret Machines) και των δίδυμων
αδερφών Claudia και Alejandra Deheza
(On!Air!Library!) πράγμα που φανερώνει ελάχιστα και τα πλαίσια που
κινούνται μουσικά.
Στα φωνητικά
βρίσκονται οι δίδυμες αδερφές. Ενώ ο Curtis πολλές φορές κάνοντας διάλλειμα
από τα κιθαριστικά του καθήκοντα εμπλουτίζει την μουσική τους με dream pop και
space rock μελωδίες αλά M83 από τα πλήκτρα του -"My Cabal" το τραγούδι. Ώντας κοινή δημιουργική τομή και των τριών
χαρακτήρων όμως, δεν θα μπορούσε να έλειπε η ψυχεδελική και υποτονική πλευρά
της μπάντας ως βασικό χαρακτηριστικό της. Οι φωνές των δύο κοριτσιών παραπέμπουν
στα «δίδυμα» των 80's και 90's Cocteau Twins και της φωνής τους Elizabeth Fraser, ενώ εμφανώς πρωτότυποι
είναι οι afro-beat ρυθμοί σε τραγούδια όπως
το "Iamundernodisguise",
"Face To Face On High Places" που
είχε κυκλοφορήσει και στο ομώνυμο EP. Το ανατολίτικο πνεύμα του "Wired for Light" δίνει έναν επιπλέον θετικό
βαθμό στον δίσκο. Με διακριτικό ύφος ο δίσκος κινείται επίσης και σε indie-electronic μονοπάτια
στα εκπληκτικά "Connjur","Chain" και "Prince of Peace". Τέλος το "Half Asleep" είναι το τραγούδι που δικαιολογεί τις εμφανίσεις με
τους Blonde Redhead
καθώς και αυτό με τα περισσότερα «click» στο myspace της μπάντας!
Ένας δίσκος που είτε ξέφυγε από όσους είχαν
την πολυτέλεια να δημοσιεύσουν ένα Top10 του 2008, είτε είναι το κρυφό διαμάντι της χρονιάς που άμα
είχε ακουστεί νωρίτερα ίσως και να βρισκόταν σε κάποιες από αυτές. Όσοι ενδιαφερθούν
να αγοράσουν την κυκλοφορία αυτή από κάποιο ελληνικό δισκοπωλείο πιθανόν να
δυσκολευτούν να την βρουν, αλλά σίγουρα δεν θα απογοητευτούν από το περιεχόμενό
του άμα μπούν στον κόπο να την ψάξουν. Μία συνεργασία που λογικά θα συνεχιστεί
αφού τελικά ο Curtis δεν μπόρεσε να στεριώσει με τον αδερφό του στους S.M καταλήγοντας τελικά να είναι αυτός ο
ένας ανάμεσα σε δύο αδέρφια (πως τα φέρνει η ζωή ε;).
Rating: 9 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
School Of Seven Bells @ Myspace
School Of Seven Bells - white elephant coat live
Pages