Marching Dynamics - Nailsleeper
1. tapping intelligent nature / 2. the dead live by love / 3. asps / 4. lashings / 5. un fall able / 6. un fall able / 7. tangible madness / 8. mutant moth in british smog / 9. insolence / 10. nailsleeper / 11. stoic / 12. rival system / 13. dark they were and golden eyed / 14. our decadent sins will reap discipline / 15. luring mintmasters / 16. curing the wet mouse
Hymen Records ¥762 - October 2007
Είναι
δυνατόν να αναμείξεις idm,
τέκνο, διαφόρων ειδών θορύβους, ανατολίτικες μελωδίες και ατμόσφαιρα σε ένα
κομμάτι και να δουλέψει, χωρίς να ακουστεί ελιτίστικο; Είναι δυνατόν να το καταφέρεις
τουλάχιστον 10 φορές σε ένα άλμπουμ; Και αν ναι, πώς πέρασαν τόσοι μήνες χωρίς
να φτάσει αυτό το άλμπουμ στα χέρια μας; Όλα
είναι δυνατά με τους marching
dynamics…
Δεν
είναι η πρώτη φορά που η χάρη της hymen φτάνει ως την Καλιφόρνια, και μάλλον ούτε η τελευταία.
Στη Δυτική Ακτή, λοιπόν, βρίσκουμε τους Marching Dynamics που θυμίζουν Amon Tobin και Keef Baker, στον τρόπο που αναμειγνύουν ήχους και
είδη στη διάρκεια ενός κομματιού δημιουργώντας κάτι νέο και φρέσκο σε κάθε
λεπτό.
Ξεκινάνε
όμως σαν τυπική hymen
κυκλοφορία. Μια ελαφριά μελαγχολία, περίεργοι μινιμαλιστικοί θόρυβοι και
ακαθόριστα όργανα στις χαμηλές συχνότητες. Απαγγελία. Τα πράγματα που αγαπάω. Όμως
σύντομα αφήνουν λίγη από την ατμόσφαιρα πίσω τους, τεντώνουν τα δάχτυλα και
αρχίζει ένα ρεσιτάλ ιδιοφυΐας. Οι ρυθμοί σχετικά σταθεροί σε κάθε κομμάτι: δεν
έχουμε εδώ τις διαταραγμένες εναλλαγές της IDM και του breakcore, και αυτό είναι απαραίτητο
για να μη χαθούμε στον ηχητικό πλούτο που ξεχύνεται από κάθε δευτερόλεπτο του
άλμπουμ.
Αλλά
ας εξηγήσουμε τι σημαίνει ηχητικός πλούτος: οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι
πολύ ευχαριστημένοι αν χρησιμοποιήσουν έναν ξεχωριστό όμορφο και φρέσκο ήχο σε
κάθε κομμάτι. Οι marching
dynamics
μάλλον τους βρίσκουν στα δέντρα και δεν αρκούνται σε κάτω από 5 (ΠΕΝΤΕ
ολογράφως). Μερικές φορές ακούς ένα πανέμορφο εφέ ακριβώς δυο φορές, στρατηγικά
τοποθετημένο ίσα για να γεμίσει το εύρος των συχνοτήτων εκεί που χρειάζεται. Η
παραγωγή; Μπορώ να παραμιλώ για μέρες για αυτήν. Το λιγότερο ισάξια ενός Amon Tobin, χωρίς φυσικά τις πλάτες και τους
πόρους του.
Ένα
μειδίαμα δημιουργείται, καθώς η αρχική μελαγχολία κάνει τόπο σε μια υφέρπουσα
ευθυμία, για να φτάσουμε στο χορευτικό tangible madness και
να καταβληθούμε με αγνή χαζοχαρά. Εδώ, οι αναφορές σε celluloid mata είναι προφανείς, και ο χείμαρρος νέων
ήχων ακατάπαυστος. Μα πότε θα σταματήσουν;
Εντάξει,
τα παιδιά κουράζονται κάποια στιγμή. Το υπόλοιπο άλμπουμ δεν συνεχίζει όλο στο
επίπεδο του πρώτου μισού: ακριβώς τα μισά κομμάτια από αυτό το σημείο και
έπειτα κρατάνε αυτό τον μοναδικό συνδυασμό μελωδίας, εφευρετικότητας και
ρυθμού, αλλά είναι αρκετά. Δηλαδή, ακόμα και μόνο του το nailsleeper θα
ήταν αρκετό για να λικνίζομαι ως το τέλος της χρονιάς.
Rating: 7,9 / 10 (και 10 για την κρυστάλλινη παραγωγή)
tec-goblin
Hecq - Night Falls
1. nightfalls / 2. never leave / 3. dis / 4. dis (reverberation) / 5. bending time / 6. aback / 7. come home / 8. giants / 9. Magnetism / 10. red sky / 11. Above / 12. i am you
Hymen Records ¥767
/ April 2008
Δεν είμαι εγώ.
Είμ’ εκείνος…
Με τα απίστευτα
ρεμίξ άλμπουμ του σε in strict confidence και pzycho bitch, ο hecq μετατράπηκε σε έναν καλλιτέχνη στον οποίο ήθελα να
πιστέψω. Όμως κάτι έλειπε από τα πρώτα του άλμπουμ. Οι εξαιρετικές ιδέες και
ήχοι που ομόρφαιναν τα κομμάτια άλλων στέκονταν κάπως γυμνοί στις δικές του
δουλειές. Όχι πια.
…που περπατάει στο πλάι μου χωρίς να τον βλέπω…
Το άλμπουμ στο
εξώφυλλο έχει ένα ποίημα του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, βραβευμένου με Νόμπελ
λογοτεχνίας. Ο τίτλος με άσπρα γράμματα, το ποίημα με γκρι, και το υπόλοιπο
μαύρο. Η νύχτα πέφτει; Η νύχτα έπεσε. Κάτω από μερικά δέντρα στο εσώφυλλο, μια
αφιέρωση στον πατέρα του Hecq. Και οι πρώτοι
ήχοι μάς καλωσορίζουν.
…που άλλες φορές καταφέρνω να τον επισκεφτώ,
και άλλες τον λησμονώ.
Η αρχή θλιβερή και
επική. Έγχορδα, χωρίς έντονη την παρουσία του ηλεκτρονικού (αν και προφανώς
βγαίνουν από ηλεκτρονικά). Το never leave, από τα καλύτερα
κομμάτια του άλμπουμ, συνεχίζει με κύματα συναισθήματος, μια ψυχική ανάταση που
συγχρονίζεται με μια συναισθηματική κατάβαση στο σκότος. Προς το τέλος
εμφανίζονται τα πρώτα «κρουστά».
Εκείνος που, γαλήνιος, σιωπά όταν μιλώ.
Η μοναξιά έρχεται
στο προσκήνιο πιο εμφανής με τη χρήση κλασσικών hecq ηλεκτρονικών στα δύο dis. Πόσο
εύκολα ξυπνά αυτό το συναίσθημα ο ήχος των μηχανών! Και μετά, ένα πιάνο,
αντηχεί στη σιωπή, η οποία σιγά σιγά γεμίζει από drones μεσαίων συχνοτήτων. , Σχετικά αναπάντεχα, τελετουργικοί ρυθμοί μπαίνουν
στο προσκήνιο στο Aback, φέρνοντας στο μυαλό των μάστορα Γιαμαόκα
του Silent Hill. Όμως, κάτι τραβάει την προσοχή… ένας θόρυβος στο
παρασκήνιο. Ακούω τέτοια πράγματα επί 6 χρόνια, και μου πήρε μέρες να
συνειδητοποιήσω ότι δεν έφταιγαν τα ηχεία μου για αυτό τον ήχο, ο οποίος σε
τρομάζει, εισβάλλοντας σαν ξένος στο ιερό.
Εκείνος που, μειλίχιος, συγχωρεί όταν μισώ.
Η τελετουργία
διαταράχθηκε. Κάτι πήγε στραβά! Απειλητικά, αλλά και μελαγχολικά drones παίρνουν το λόγο για ώρα, για να ακολουθηθούν στα
τελευταία κομμάτια από κύματα που σε ανυψώνουν και σε ξαναβυθίζουν. Στο τέλος,
ο Hecq φαίνεται να νιώθει μια ανακούφιση που
είναι εμείς, που μοιράζεται τα συναισθήματά του, και αυτήν ακριβώς την γλυκιά αγαλλίαση
μοιράζεται μαζί μας στον 9λεπτο ύμνο του I am You.
Εκείνος που συχνάζει, όπου δεν πατώ…
Για να συνοψίσουμε,
το Night Falls είναι ένα άλμπουμ με πολύ περισσότερη συνέχεια και συναίσθημα, όχι μόνο
από τα προηγούμενα του καλλιτέχνη, αλλά και από τις περισσότερες φετινές
κυκλοφορίες. Μοναδική αρνητική πινελιά η κλασσική παραγωγή στην οποία μας έχει
συνηθίσει αυτός ο καλλιτέχνης, η οποία δεν κάνει κανένα συμβιβασμό με το
ρεαλισμό, και σε ένα δυο σημεία είναι ικανή να γονατίσει αξιοπρεπή οικιακά
ηχεία.
Ας εμείνουμε, όμως,
στα ουσιώδη. Χωρίς να το καταλάβεις, η ένταση κάθε κομματιού και το φόκους του
αλλάζει, μέσα σε λίγα λεπτά. Ο Hecq καταφέρνει μαγικά
να μας δώσει την αίσθηση της συνέχειας και να μη μας ξυπνήσει σε καμία στιγμή
από τον εφιάλτη, χωρίς να θυσιάσει την εξέλιξη του κομματιού και του άλμπουμ
στο σύνολό του. Αφήνει στο τέλος την αίσθηση της πλήρωσης, ότι η ιστορία έχει
ειπωθεί, αλλά ζητάμε ταυτόχρονα την επανάληψη, αφού το συνειδητό δεν έχει
αντιληφθεί το εύρος και τον πλούτο αυτού που έχει ακούσει και ζητάει
περισσότερο για να χορτάσει.
…και που θα στέκεται ακόμα, όταν θα πεθάνω.
Rating: 8,2 / 10
tec-goblin
ΥΓ: Η μετάφραση του ποιήματος βασίστηκε στη μετάφραση του Κώστα Κουτσουρέλη.
Tapes 'N Tapes - Walk It Off
1. Le Ruse / 2. Time of Songs / 3. Hang Them All / 4. Headshock / 5.
Conquest / 6. Say Back Something / 7. Demon Apple / 8. Blunt / 9. George
Michael / 10. Anvil / 11. Lines / 12. The Dirty Dirty
4 April 2008 - XL / Beggars
Τα μέσα εξελίσσονται, οι ιδέες αλλάζουν -θέλω να πιστεύω προς το καλύτερο-
και αυτό δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη και την πορεία της μουσικής. Πόσες
μπάντες έχουν δει τη μουσική τους να ακούγεται σε όλα τα ραδιόφωνα και σε όλα
τα club; Πόσες έχουν υπογράψει βαριά συμβόλαια με
δισκογραφικές εταιρίες και πόσες απο την μιά μέρα στην άλλη κάνουν headline εμφανίσεις σε φεστιβάλ της Ευρώπης,και όλα
αυτά εξαιτίας της δημοσιότητας που τους προσέφερε το Διαδίκτυο; Ουκ ολιγά θα
έλεγα. Eπί παραδείγματι δες τους Arcade Fire, τους Clap Your Hands and Say Yeah και τους
“μεγάλους” πλέον Arctic Monkeys.Καί δεν είναι μόνο αυτές.Το 2006 ξεπήδησαν
από το internet οι Tapes ‘n Tapes.Μία μπάντα για της οποίας το ντεμπούτο “The Loon” γράφτηκαν
υπέροχες κριτικές. Ένα άλμπουμ γεμάτο “εφηβική” ενέργεια, ειλικρινές συναίσθημα,sold out συναυλίες στην
Αμερική (μιάς και είναι από την Μιννεάπολη) και όμορφα indie rock τραγούδια.
Ο δεύτερος λοιπόν δίσκος τους, που ακούει στο όνομα “Walk it Off”, στο ίδιο μήκος κύματος με τον προκάτοχο του,
ακουμπάει και στις δύο μεριές του Ατλαντικού. Από την μία οι Pixies και οι Pavement, καί από την άλλη
οι πιο post προσεγγίσεις των τραγουδιών τους.Μη
φανταστείς κανέναν copy-paste ήχο, αφού κάθε άλλο παρά φθηνός θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί.”Le Ruse” το τραγούδι της υποδοχής, και ομολογώ πως με λούζει
κρύος ιδρώτας.Η αρχή δεν ήταν όπως την περίμενα (αν και τελικά το εκτίμησα το
τραγούδι, λίγο πριν τελειώσω αυτό εδώ το κείμενο καθώς τους άκουγα στο παλιό cd-player της βιβλιοθήκης
μου).Γλιτώνοντας τα κρυοπαγήματα, μιάς και ακούγοντας το πολύ δυναμικό “Hang them All” που ακολουθούσε, μου έρχονται στο μυαλό όμορφες
εικόνες του The Loon. Συνεχίζουν αξιοπρεπή τραγούδια όπως το The Conquest μέχρι την καλύτερη στιγμή του άλμπουμ “Blunt”,στο οποίο οι Tapes ‘n Tapes δηλώνουν παρόν στον κόσμο της κιθαριστικής ροκ (λες
και υπάρχει και άλλη) με τον καλύτερο τρόπο.Το Walk it off κλείνει με μία σοφή
ερώτηση για τα ελληνικά δρώμενα κρυμμένη στους στίχους του “The Dirty Dirty” “που πήγαν όλα τα λεφτά;” .Ρυθμοί που
θυμίζουν τους συνομήλικους σχεδόν Menomena, δυναμικές κιθάρες,
συναίσθημα που θαυμάζουμε, ακόμα, στους Joy Division, αλλά και η πίστη
τους στην indie νοοτροπία είναι λίγα από εκέινα που κάνουν τους Tapes ‘n Tapes ξεχωριστούς. Ανεξαρτήτως των προηγουμένων όμως με
έκαναν να καταλάβω, πως κάθε δεκαετία τελικά έχει και τους Pixies της.Στα 80’s
ήταν οι ίδιοι, στα 90’s οι Pavement και σήμερα οι T’n T.
Πληροφοριακά,
το “Walk it Off”
κυκλοφορεί απο την ανεξάρτητη XL Recordings,
η οποία ήταν αυτή που είχε ξανα-κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους το 2006,το οποίο
πρώτα είχε βγει στην αγορά από την δική τους Ibid Records.In conclusion
που λένε και οι Βρετανοί, διάβασες για έναν δίσκο αντάξιο του προηγούμενου τον
οποίο δεν ξεπερνάει, αλλά σίγουρα τους ανοίγει τον δρόμο για σπουδαία πράγματα
που θα μας απασχολήσουν και στο μέλλον, πόσο μάλλον όταν αυτά, προέρχονται από
μπάντες όπως οι Tapes
‘n Tapes, πού θα τους περιμέναμε
να γυρίσουν με ένα δυνατό συμβόλαιο σε μιά πολυεθνική, αλλά μας διέψευσαν και
έμειναν σταθεροί στον ήχο, στο τρόπο και στην ειλικρίνια τους.
Rating: 7 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
TAPES N TAPES - hang them all live
Olga Kouklaki - Getalife
01.Getalife,
02.How Do You Feel, 03.Before the Night Ends, 04.Melted Torch, 05.Call Me Liar,
06.Right Shot, 07.Ballade, 08.Her Own Right, 09.Afissos, 10.Calling You,
11.Pick Up Your Pieces
28 January 2008 - The Perfect Kiss / EMI
Υπάρχουν ιστορίες που, ακόμα και στα πιο υπομονετικά αυτιά,
μπορούν να ακουστούν αφόρητα κλισέ. Δεσπόζουσα θέση ανάμεσα σε αυτές κατέχει
-σε όλες τις εκδοχές του- ο μύθος της σύγχρονης Σταχτοπούτας, συνήθως με τη
μορφή της όμορφης και τίμιας κοπέλας, της οποίας π.χ οι σπουδές στο κλασσικό
πιάνο και η προσφορά ενός αξιόλογου πρώτου άλμπουμ αγνοήθηκαν πλήρως από τους
φωστήρες της πατρίδας της. Στην περίπτωσή μας η τροπή γίνεται σχεδόν...
χολιγουντιανή, αν αναλογιστεί κανείς ότι η πολυπόθητη στέγη βρέθηκε σε γαλλικά
εδάφη και ο πρίγκηπας Marc Collin των Nouvelle Vague έβαλε το χεράκι του ώστε
να μη μιλήσουμε για άλλη μία περίπτωση καλλιτέχνη που χάθηκε. Τι ωραία ιστορία,
αλήθεια...
Ας σοβαρευτούμε, όμως. Η περίπτωση της Olga Kouklaki είναι πραγματικά ξεχωριστή
και θα είναι τουλάχιστον άδικο να υποβαθμιστεί στα επίπεδα του προαναφερθέντος
“μελοδράματος”. Θα είναι άδικο γιατί θα αγνοήσει την παροιμιώδη άνεση και
ευκολία με την οποία η καλλιτέχνις φέρνει σε πέρας τη δημιουργία του πρώτου
προσωπικού της άλμπουμ. Μία άνεση τουλάχιστον αξιοσημείωτη, δεδομένης της
πίεσης που αντιμετωπίζουν όλοι οι νέοι δημιουργοί να κάνουν τη διαφορά από τον
πρώτο κιόλας δίσκο τους. Η Olga επιδεικνύει μία απίστευτη ωριμότητα σε κάθε
δευτερόλεπτο των συνθέσεών της και οι ιδέες της δείχνουν τόσο άρρηκτα
συνδεδεμένες μεταξύ τους track-by-track, ώστε το Getalife να θυμίζει
περισσότερο δουλειά έμπειρου σχήματος με αρκετούς δίσκους στο ενεργητικό του
παρά την προσπάθεια μιας νέας -και ωραίας, για να μην ξεχνιόμαστε- κοπέλας να
εξασφαλίσει πρώιμη υστεροφημία από την πρώτη της δουλειά. Σε ολόκληρο το
άλμπουμ η ροή είναι τόσο αβίαστα ομαλή
που πραγματικά κάνει τον ακροατή να ξεχνά τις όποιες “φιλολογίες” απορρέουν
-μοιραία...- από την “ελληνικότητα” του εγχειρήματος της δεσποινίδος Kouklaki
και να επικεντρώνεται σε αυτό που έχει πραγματική σημασία: Τη μουσική.
Και μιλώντας για μουσική, αναφερόμαστε σε εκλεπτυσμένη,
εύπεπτη αλλά ταυτόχρονα εγκεφαλική electronica φτιαγμένη με τα πιο αγνά υλικά
και την αυθεντική, γαλλική συνταγή. Οι ενορχηστρώσεις είναι σε κάθε περίπτωση
ευρηματικές και πλαισιώνονται από μία στιβαρή πλην όμως ευέλικτη παραγωγή, με
αποτέλεσμα να εκλείπει πλήρως το στοιχείο της μονοτονίας και της βαρεμάρας. Η
φωνή της Όλγας λόγω της ποικιλίας χρωμάτων που διαθέτει υποστηρίζει άνετα τα
τραγούδια αλλά δε σταματάει εκεί. Με αξιοσημείωτη πλαστικότητα ακολουθεί τις
συναισθηματικές μεταπτώσεις του άλμπουμ, από τα πιο χορευτικά εώς τα
περισσότερο ενδοσκοπικά κομμάτια του, προσδίδοντάς του μία συνοχή αβίαστη,
έντονα εσωτερική και σκοτεινά γοητευτική. Η ερμηνεία της στα Before the Night Ends, Call Me Liar, Ballade και Afissos
διαθέτει μία σπάνια, εύθραυστη ομορφιά, ένα γλυκό και ταυτόχρονα “femme fatale”
άγγιγμα το οποίο ακούγεται τόσο ευθύ και ειλικρινές που δεν αφήνει αμφιβολία
ότι βρίσκεται μέσα στο ερμηνευτικό DNA της.
Η αναμφίβολη αξία των πιο “εσωτερικών” ερμηνειών της Όλγας δεν μπορεί να πάρει τα
βλέμματα από τα πιο δυνατά κομμάτια της.
Το εισαγωγικό Getalife, με τις αυτοβιογραφικές -σύμφωνα με την ίδια-
προεκτάσεις του, ισορροπεί εξαιρετικά ανάμεσα στο μελωδικό και το χορευτικό
αποτελώντας προφανέστατη επιλογή για πρώτο single του δίσκου. Η συνέχεια είναι
εξίσου δυνατή με το πιο γρήγορο track του δίσκου How Do You Feel να
ανοίγει για τα καλά την όρεξη για τη συνέχεια. Στα Her Own Right και Right
Shot η δύναμη της ερμηνείας συμβαδίζει με τη φροντισμένη και πολυεπίπεδη
ενορχήστρωση ενώ η κορύφωση του άλμπουμ έρχεται με το Melted Torch, ένα
ορχηστρικό διαμάντι τόσο απλό στη σύλληψή του και τόσο όμορφο στη εκτέλεσή του
που θα έκανε σίγουρα πολλούς συναδέλφους της να κοκκινίσουν από τη ζήλεια τους.
Το συγκεκριμένο κομμάτι αποτελεί ίσως και την επιτομή της καλλιτεχνικής
προσέγγισης της Όλγας για την πρώτη δισκογραφική απόπειρά της: Χωρίς έντονες
εξάρσεις, άμεσα και ουσιαστικά δείχνει
ότι η σκληρή -και φροντισμένη- δουλειά λάμπει από μόνη της και καθιστά περιττά
τα όποια περιτυλίγματα χρησιμοποιούνται κατά καιρούς για να φανεί το
περιεχόμενο πιο ελκυστικό. Και αυτό είναι που πραγματικά την καθιστά άξια
συγχαρητηρίων...
Είναι μοιραίο καλλιτέχνες όπως η Olga Kouklaki να προκαλούν
μία εύλογη αμηχανία στον ακροατή. Και απολύτως λογικό. Είναι κούκλα, νέα, με όλο το μέλλον
μπροστά της. Έβγαλε έναν πρώτο δίσκο – υπόδειγμα και δείχνει πόσο απλό και
αθόρυβο πράγμα μπορεί να είναι η διεθνής καριέρα. Σε όλες τις συνεντεύξεις της
είναι συνειδητοποιημένη και πολύ προσγειωμένη για άτομο που φιγουράρει “πρώτη
μούρη” στο site της εταιρείας της The
Perfect Kiss. Αναπόφευκτα θα έρθουν και οι μαύρες σκέψεις ότι, δεν μπορεί,
κάποιο λάκκο θα έχει η φάβα, κάτι θα πρέπει να πηγαίνει πολύ στραβά στην περίπτωσή
της και να είναι ζήτημα χρόνου να αποκαλυφθεί. Ας μείνουν αυτές οι σκέψεις
κλειδωμένες. Η συμπαθής νεαρά μας κλείνει το μάτι με αυτοπεποίθηση και μας
προτρέπει να την εμπιστευτούμε, γιατί τα καλύτερα βρίσκονται μπροστά της. Ποιος
θα μπορούσε άραγε να της αρνηθεί κάτι τέτοιο;
Rating: 7,6 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Nine Inch Nails - Ghosts (I-IV)
Ghosts I 1-9, Ghosts II 1-9, Ghosts III 1-9, Ghosts IV 1-9
The Null Corporation
/ March '08 (internet) - April '08 (cd)
Και
ξαφνικά, οι Nine
Inch Nails κάνανε
το μπαμ. Είναι άλλο πράγμα να βγάζεις happenings στο ίντερνετ και σιντάκια που αλλάζουν
χρώμα, και άλλο να περνάς σε άλλο μοντέλο διανομής, ξαφνικά, και χωρίς να
ασχοληθείς σοβαρά με την προώθηση του άλμπουμ σου. Όχι ότι δεν μας είχαν
προετοιμάσει: οι απόψεις του Τρεντ Ρέζνορ για το κατέβασμα μουσικής και τις
εταιρείες είναι γνωστές: τα σιντί είναι υπερβολικά ακριβά, τα περισσότερα
ηλεκτρονικά μαγαζιά μουσικής έχουν κακή ποιότητα και υπερκοστολογημένα τα
άλμπουμ κλπ κλπ. Και αποφάσισαν να κάνουν τη δουλειά σωστά:
Τα
πρώτα εννιά τραγούδια δωρεάν. Θεωρητικά παίρνουμε μια γεύση. Παίρνουμε;
Ναι. Και όχι. Ναι, γιατί είναι ορχηστρικά, κυρίως ambient, μικρά κομμάτια, το καθένα
με έμπνευση μια εικόνα (οι εικόνες δίνονται ξεχωριστά αλλά είναι και
ενσωματωμένες στο mp3).
Ένας ενισχυτής, ένα ερημικό τοπίο, μερικά κλαριά… Ατμόσφαιρα, θλίψη, μικρές
ιδέες που αναπτύσσονται γρήγορα και σταματάνε απότομα. Θα τις έλεγα εντυπώσεις.
Λίγα πράγματα θυμίζουν το ότι από πίσω είναι ο Τρεντ και ο Atticus Ross, τα κύρια(;) μέλη των Nine Inch Nails πια: κάποιες μελωδίες εδώ, κάποιες
κιθάρες εκεί, ανάμεσα σε οτιδήποτε από tribal ρυθμούς
ως κρουστά με έντονο reverb,.
Μετά,
μπορούμε να κατεβάσουμε και τα 36 κομμάτια (δυο σιντί), για 5 δολάρια. Ξέρετε
πόσο είναι 5 δολάρια με τη σημερινή ισοτιμία; Έχετε ξαναγοράσει κομμάτι για 0,1
ευρώ; Και όμως. Με την ονειρική γλύκα του πρώτου μέρους στο μυαλό, εύκολα τα
δίνουμε. Αν νιώθουμε και ένα μίσος για τη φύση και περισσεύει χώρος στη
βιβλιοθήκη, δίνουμε άλλα τόσα για να μας τα στείλουν σε σιντί (υπάρχουν κάτι
εκδόσεις με απ’ όλα – dvd, blue ray κλπ κλπ). Και είναι πρακτικώς αδύνατο να τα
μετανιώσουμε. Δεν είναι μόνο η επιλογή μεταξύ 3 διαφορετικών άψογων format (δυο lossless και ένα mp3 στα 320kbps – αν καταλάβετε εσείς τη διαφορά στον
ήχο τρυπήστε μου τη μύτη). Είναι το περιεχόμενο.
Διότι
ο κύριος Ρέζνορ κράτησε τα πιο δυνατά κομμάτια για αυτά τα 3 μέρη της
κυκλοφορίας. Περιλαμβάνουν κάποιες πολύ NIN στιγμές (λες «τώρα θα βγει να
τραγουδήσει»), αλλά και διάφορα απρόσμενα αριστουργηματάκια.
Το
δεύτερο μέρος με έναν ήπιο τρόμο να υποβόσκει μας δίνει από περίεργες,
ανατριχιαστικές στιγμές όπως το 15ο κομμάτι (το οποίο δεν μπορεί
παρά να μου φέρει στο μυαλό το OST
του
American McGee’s Alice, δουλειά ενός άλλου παλιού μέλους των Nine Inch Nails) ως και περίεργες kraftwerk-ικές συνθέσεις που
παραπέμπουν στα υπνωτικά σημεία του downward spiral.
Το
τρίτο μέρος περνάει σε μια industrial
επίθεση – ο θόρυβος μένει σχεδόν σταθερά στο προσκήνιο και μοιάζει σαν όμορφη
βιβλιοθήκη ήχων που σε καλούν να τους κλέψεις για να φτιάξεις κάτι μαζί τους.
Δεν λείπουν οι μελωδίες (πχ 22ο κομμάτι), αλλά μπορεί να αρχίσατε να
κουράζεστε από τις 2λεπτες-3λεπτες ιδέες. Μπορεί να περιμένετε ένα κομμάτι που
προλαβαίνει να πει την ιστορία του.
Και
τότε έρχεται το 4ο μέρος για να σας ικανοποιήσει: από ατμοσφαιρικά post-rock ηχοτοπία στο πρώτο του κομμάτι (28ο
συνολικά) ως το μοναδικό χορευτικό του κομμάτι, πιθανό χιτ σε σκοτεινά κλαμπ
(και εδώ σκέφτομαι περισσότερο το Dark Sun ή το Rebound από
το Underworld),
το 32ο, που ξεκινάει θυμίζοντας παλιούς neubauten, και κρατάει αυτή την
διακριτική ένταση μέχρι το τέλος χωρίς να ξεσπάσει.
Ένα μοναδικό άλμπουμ – η φαντασία του Τρεντ χωρίς
περιορισμούς, 36 κομμάτια χωρίς τη φωνή του, 36 κομμάτια που υπονοούν χωρίς να
λένε. Μπορεί να μην μπουν στο air play των σταθμών, μπορεί μερικές φορές η συντομία τους και
η έλλειψη σύνδεσης μεταξύ τους να είναι λίγο εκνευριστική όταν ακούγονται το
ένα μετά το άλλο (μοιάζουν σαν να έχουν κλαπεί από ένα soundtrack, και
στο μυαλό μού έρχεται πρώτα το Silent Hill). Όμως είναι ιδέες που μοιάζουν να βγαίνουν αβίαστα,
ακομπλεξάριστα. Σαν να βγήκαν από το στουντιο και να ήρθαν κατευθείαν στο
σκληρό μας. Έτσι μάλλον πρέπει να είναι η μουσική.
ΥΓ: Snowstorm στο 24ο κομμάτι παίζοντας Audiosurf. Φάτε τη σκόνη μου :P
Rating: 8 / 10
tec-goblin
comments & discussion
Techsoir - Dark Room
1. Time Run /
2. Take Control /
3. Sally’s Night /
4. Look at Me /
5.
Funkey Rain /
6.
Drunk Music /
7.
Sweet Harmony Face /
8.
My Life /
9.
Scary Night /
10.
Save This Love /
11.
XXX /
12.
Hard Life /
13.
Electric Love Song /
14. Embrasse - MOI
Undo Records
/ January 2008
‘Έχω αρχίσει και
ανησυχώ κάθε φορά που ακούω πως κυκλοφορεί νέα ηλεκτρονική δουλειά στην Ελλάδα!
Η συνταγή είναι πια γνωστή ... παλιομοδίτικα beats,
έτοιμες loops, κορεσμένες ενορχηστρώσεις και πολύ κλέψιμο... Αυτή η μανία που έχει πιάσει τους εγχώριους
μουσικούς να προσαρμοστούν στη μιζέρια της Ελληνικής δισκογραφίας μου φαίνεται πλέον αστεία!
Την ιστορία ΤechSoir
την ξέρω
από παλιά. Τους πρωτοάκουσα στο «try me» στη συλλογή «Greek
United» και μετά από καιρό γνώρισα και τον Tareq
και τον Michael
S. Ακούγοντας την δημιουργία στην εξέλιξη της - αν και δεν είμαι fan
του
ψηφιακού ήχου- ομολογώ πως το «Dark
room» μου φάνηκε μια δουλειά που σε καμία περίπτωση δεν
μπορείς να την χαρακτηρίσεις «ξεπέτα». Ήχοι δουλεμένοι στη λεπτομέρεια, έξυπνα
μπλιμπλίκια, αρκετά καλή παραγωγή και κολλητικές μπλαζέ ερμηνείες. Σίγουρα όχι
κλεμμένο, σίγουρα όχι «πουλημένο»... ίσως λίγο pop
;).
Διαβάζοντας τις πρώτες κριτικές για το «Dark
Room» συνάντησα ένα
κοινό σημείο στις περισσότερες σχετικά με την «80's»
ταυτότητά του. Ίσως επειδή εκεί αναγνωρίζουν
την τάση της Undο, ίσως γιατί έχει γίνει καραμέλα,
ίσως ..ίσως ... βρίσκει κανείς την εύκολη λύση στους χαρακτηρισμούς. Το «Dark Room»
κατά τη γνώμη μου απέχει εντελώς από κάτι τέτοιο! Είναι ένα ψηφιακό album με σύγχρονες
ιδέες και στοιχεία. Θα μπορούσε κανείς να το
χαρακτηρίσει nu-electro, tech,
επηρεασμένο από τα «mid
90's»
αλλά σίγουρα όχι «80's». Ξεκάθαρη είναι η
εμμονή του Tareq
στην A. Goldfrapp,
όπως και χαρακτηριστική η «dj friendly»
πρόθεση της ενορχήστρωσης του Michael S.
Ομολογώ πως δεν είναι ένα album
που με κέρδισε με την πρώτη. Ακούγοντάς
το όμως προσεκτικά ανακάλυψα το manual των ΤechSoir.
Μπαίνοντας στο «Dark Room»
τους ακούγονται ψυχροί και μονότονοι. Προχωρώντας όμως ανακαλύπτεις λαμπερές
και γεμάτες συναισθηματισμό εκπλήξεις και μελωδίες που σε κάνουν να πιάνεις τον
εαυτό σου να κουνάει ρυθμικά και επαναλαμβανόμενα τους ώμους. Ηλεκτρονικά παιχνίδια που σε
ξεγελάνε και πριν καν το καταλάβεις βρίσκεσαι με ένα χαμόγελο κολλημένο στο
πρόσωπο. Ψάχνοντας στις γωνιές του συναντάς
ξεσπάσματα όπως το τέλος του «Take Control»
και του «Look
at me», το ρομαντικό και sexy «Sally's
night», τα κολλητικά φλάουτα στο «Funky
Rain», το «Sweet harmony
face», το παιχνίδι της κιθάρας με το 303 like
bass στο «Scary
Night» και φυσικά το techee «Save
this love» ....
Ίσως το λάθος που έκαναν τα παιδιά να είναι το ότι δεν υπολόγισαν πως η προκατάληψη
για την ελληνική ηλεκτρονική σκηνή και οι fast-food
ρυθμοί
στον κόσμο του downloading, η μόνη ευκαιρία που
θα τους δώσει ο ακροατής είναι αυτή του γρήγορου skip
track, ακούγοντας απλά τα πρώτα δευτερόλεπτα.. Αλλά μαγκιά
τους θα έλεγα!
Ένα τελευταίο... Στην electro-dance
σκηνή οι
τάσεις αλλάζουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Όταν κάποιοι καλλιτέχνες-εταιρείες
αποφασίζουν και τολμάνε να ακολουθήσουν αυτό το παιχνίδι, καλό είναι να φροντίζουν
για την άμεση κυκλοφορία του υλικού τους, γιατί αλλιώς είναι σαν να παίζουν με μισο-σκουριασμένα
όπλα. Το album των Techsoir μοιάζει και είναι
ηχογραφημένο 1-2 χρόνια πριν. Αν κυκλοφορούσε
τότε, η βαθμολογία θα ήταν σαφώς πιο γεναιόδωρη...
Rating: 7 / 10
Ηλίας Δοξάκης
Goldfrapp - Seventh Tree
01. Clowns / 02. Little Bird / 03. Happiness / 04. Road to Somewhere / 05.
Eat Yourself / 06. Some People / 07. A&E / 08. Cologne Cerrone
Houdini / 09. Caravan Girl / 10. Monster Love
25 February 2008 - Mute Records
A little
history
Έχουν
περάσει δεκατρία χρόνια από τότε που το μυστηριώδες πλάσμα που λέγεται Alison
Goldfrapp εμφανίστηκε στον κόσμο της μουσικής, κάνοντας την αρχή με ένα πέρασμα
σε έναν δίσκο που θα σηματοδοτούσε την άνθιση ενός νέου μουσικου κινήματος (το
trip hop). Ο δίσκος ήταν το Maxinquaye και δημιουργός ο Tricky. Η μικρή
τότε Alison έκανε φωνητικά σε ένα
τραγούδι αυτού του δίσκου (pumpkin).
Κανείς δεν
θα μπορούσε να φανταστεί εκείνη την εποχή ότι δεκατρία χρόνια μετά ο Tricky θα
ήταν στα αζήτητα, το trip hop παραπεταμένο στο περιθώριο και η Alison Goldfrapp
μαζί με τον Will Gregory θα είχαν δημιουργήσει ένα συγκρότημα το οποίο θα
έβγαζε το 2000 έναν καταπληκτικό δίσκο (Felt mountain) όπου είχε την αποδοχή
και των πιο δύσκολων ακροατών ως ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα και στην συνέχεια
δύο άλλους (Black cherry, Supernature), όπου η Αλισον εμφάνισε την sexy persona
και σε συνδυασμό με το υβρίδιο της ηλεκτρονικής μουσικής που συνέθεταν την
πέρασε σε ένα ευρύτερο κοινό.
The record
Τρία χρόνια
πέρασαν από το Supernature λοιπόν και στην μουσική οι τάσεις αλλάζουν με το
ρυθμό και τις ορέξεις των ξένων συντακτών (Άγγλων και Αμερικανών) .Σήμερα
ξυπνάς και διαπιστώνεις ότι η ηλεκτρονική μουσική δεν υφίσταται, το πρόγραμμα
έχει νεο-φόλκ.Περάσανε την φάση του οι
Αμερικανοί, αποφάσισαν και οι Άγγλοι να περάσουν την δική τους. Ανακαλύπτουν
διάφορα ονόματα τα οποία μπορεί να μην τα ξανακούσεις ποτέ ( τύπου Duffy) και
αρχίζει να βουίζει ο τόπος. Έτσι λοιπόν εσύ ο φτωχός καλλιτέχνης που άγεσαι και
φέρεσαι από τις τάσεις, τρέχεις να προλάβεις το τρένο της εποχής σου.
Κάπως έτσι
είναι και ο καινούργιος δίσκος των Goldfrapp. Προσπαθεί και αυτός να χωθεί στην
εποχή του και ευτυχώς χάρη στο ταλέντο που διαθέτουν δεν διασύρονται, αλλά
βγάζουν έναν δίσκο που είναι αξιοπρεπής αλλά άνισος. Όλα εδώ είναι αιθέρια και
σχεδόν ανοιξιάτικα. Aν αφεθείς, μπορείς να μυρίσεις τα αρώματά του, που δεν είναι
και λίγα...
Έχει
τραγούδια που ακροβατούν από την Αγγλική φόλκ του '60 όπως το εισαγωγικό Clows
( με τις εμφανείς σε ορισμένα σημεία επιρροές στα φωνητικά από την Liz Frazer
των Cocteau Twins), το Eat Yourself , την ψυχελική ποπ του '60 στα Little Bird,
Α&Ε και Monster love το οποίο κλείνει και το δίσκο, πριν συναντήσουν την
παιχνιδιάρικη ηλεκτρονική ποπ στα Hapiness, Road to somewhere, Some people, Cologne Cerrone Houdini και Caravan Girl, την οποία όμως την έχουμε
ξανακούσει αρκετά και δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε με τις ευφυέστατες
ενορχηστρώσεις του Will Gregory.
The
epiloque
Για
αυτούς που παρακολουθούν τους Goldfrapp, το Seventh tree σίγουρα δεν θα
αποτελέσει το αριστούργημα που θα
κοσμήσει την δισκοθήκη τους, αλλά ούτε και θα τους απογοητεύσει μια και είναι ένας αρκετά
ευχάριστος δίσκος που θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει μουσική υπόκρουση στις
ονειροπολήσεις τους σε κάποια όμορφη
παραλία ή τέλος πάντων σε κάποιο ειδυλλιακό μέρος (μπορεί να ακούγεται κλισέ
αλλά είναι αλήθεια). Για αυτούς που δεν τους γνωρίζουν, ας ξεκινήσουν με το
καταπληκτικό Felt Mountain
( και ότι προκύψει μετά) και τέλος για αυτούς που θέλουν συγκλονιστικά πράγματα
απλά να μην μπουν στον κόπο ούτε να τον αγοράσουν, ούτε να τον κατεβάσουν.
Rating: 6,5 / 10
Κώστας Λιμνιάτης
GOLDFRAPP - happiness video
Autechre - Quaristice
01. Altibzz / 02. The Plc / 03. IO / 04 . plyPhon / 05. Perlence / 06. SonDEremawe / 07. Simmm / 08. paralel Suns / 09. Steels / 10. Tankakern / 11. rale / 12. Fol3 / 13. fwzE / 14. 90101-5I-I / 15. bnc Castl / 16. Thesware / 17. WNSN / 18. chenc9 / 19. Notwo / 20. Outh9X
Warp Records
/ 3 March 2008
Μία νέα κυκλοφορία από το δίδυμο των
Rob Brown και Sean Booth είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει αντιπαραθέσεις
και διχογνωμίες – εξ ορισμού. Γεγονός αντικειμενικά παράδοξο, αν θεωρήσει
κανείς ότι έχουνε περάσει 15 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που με το μνημειώδες ντεμπούτο τους Incunabula
προσδιόρισαν και στη μετέπειτα πορεία τους σημάδεψαν ένα ολόκληρο μουσικό
κίνημα. Όσο δύσκολες κι αν είναι οι συζητήσεις περί πρωτοπορίας, μουσικής
εξέλιξης και επίδρασης, ελάχιστοι είναι αυτοί που θα διαφωνήσουν ότι οι
Autechre, χεράκι-χεράκι με τον κύριο
Richard D. James γιγάντωσαν την εταιρεία τους Warp και με εξαιρετική συνέπεια
προσπαθούν, αν όχι να επαναπροσδιορίσουν, τουλάχιστον να επηρεάσουν τον τρόπο
με τον οποίο γίνεται αντιληπτή σήμερα η έννοια της μουσικής.
Δύσκολη η πορεία και το εγχείρημά τους, κακά
τα ψέματα. Μία μουσική εξ ολοκλήρου ηλεκτρονική-στουντιακή, με χαώδη και
πολύπλοκη ρυθμολογία και χωρίς την παραμικρή διάθεση να προσελκύσει τον
ανυποψίαστο ακροατή εύκολα μπορεί να κατηγορηθεί ως εξεζητημένη και ελιτίστικη.
Εύκολα μπορεί να της καταλογιστεί απουσία νοήματος και ουσίας, να χαρακτηριστεί
αποστειρωμένη και εκτός πραγματικότητας, συνώνυμο της πνευματικής
αυτοϊκανοποίησης μίας ούτως ή άλλως περιορισμένης μερίδας ακροατών. Τίθεται εν
τέλει το κομβικό ερώτημα, κατά πόσο τα άλμπουμ των Autechre συνιστούν αυτούσια
μουσικά δημιουργήματα και δεν είναι απλά αποτελέσματα ασκήσεων ηχοληψίας στο στούντιο ή, στη
χειρότερη περίπτωση, το τερατούργημα που προκύπτει από την ένωση της επιστήμης
των μαθηματικών με την τέχνη της μουσικής. Ε, όχι...!
Όπως κάθε καλλιτεχνική έκφραση, έτσι και η
μουσική των Autechre θα πρέπει να κριθεί μέσα στο γενικό πλαίσιο των
καταστάσεων που ώθησαν τη δημιουργία της. Ο ήχος τους δεν μπορεί παρά να
φαντάζει ως το ιδανικό soundtrack μίας εποχής μπερδεμένης, αντιφατικής και
πολυσύνθετης. Οι δαιδαλώδεις συνθέσεις τους εισβάλλουν στον εγκέφαλο χωρίς
αναισθητικό, τον συντονίζουν με τα μικροτσίπ της δικής τους πραγματικότητας,
μιλάνε τη γλώσσα της τεχνολογίας όχι με λέξεις, αλλά με δυαδικό κώδικα. Το 1975
οι Pink Floyd μας καλωσόρισαν στον κόσμο της μηχανής. Τριάντα και κάτι χρόνια
μετά, οι Autechre αφουγκράζονται τους μηχανικούς πλέον χτύπους της καρδιάς μας,
προσεύχονται σε έναν θεό ηλεκτρονικό, πολύπλοκο και απομακρυσμένο. Όπως οι ζωές
μας. Τόσο απλά...
Το Quaristice είναι αισίως η ένατη
μεγάλου μήκους δουλειά τους και η πρώτη μετά το άλμπουμ Untitled του
2005. Είναι επίσης το πρώτο άλμπουμ τους με τόσο μεγάλο αριθμό κομματιών (20
τον αριθμό με μόλις τα δύο τελευταία να ξεπερνούν τα πέντε λεπτά σε
διάρκεια). Δεν πρέπει να μας ξενίσει το
νούμερο – είναι εμφανής η δημιουργική φάση στην οποία βρίσκονται και πολλές οι
ιδέες τους που πρέπει να εκφραστούν μέσα στα
γενναιόδωρα 73 λεπτά του δίσκου. Από ατμοσφαιρικά κομψοτεχνήματα με τον
“σήμα κατατεθέν” Autechre ήχο (βλέπε το εναρκτήριο Altibzz ή το
υπνωτιστικό 90101-5-l-l) μέχρι μαθήματα ρυθμολογίας και εναλλαγών (chenc9,
bnc Castl, The Plc). Από δυναμίτες με έντονο τον απόηχο των Future Sound of London (rale)
εως χαώδη, σκοτεινά ηχοτοπία (Tankakern, paralel Suns, plyPhon). Από
ύμνους της “πειραγμένης” ηλεκτρονικής μουσικής τους βγαλμένους μέσα από τις
κορυφαίες στιγμές της δισκογραφίας τους (IO, Perlence, Simmm, Theswere)
μέχρι tracks όπου ο θόρυβος και το χάος αναλαμβάνουν το ρόλο του οδηγού (Fol3,
fwzE, WNSN). Και ίσως με το πιο απολαυστικό και ταξιδιάρικο τελείωμα που
μας έχουν επιφυλάξει ποτέ σε άλμπουμ τους (Notwo, Outh9X).
Δεν βρίσκεται όμως μόνο στον καταιγισμό των
ιδεών η δύναμη του Quaristice. Το σύνολο που προκύπτει δεν είναι ένα
απλό άθροισμα των επιμέρους κομματιών αλλά λειτουργεί ενιαία, δημιουργώντας
μέσω των προσεγμένων εναλλαγών μία συνέχεια και μία συναισθηματική διακύμανση
που ωθεί σε επανειλημμένες ακροάσεις, καθώς απουσιάζει κάθε έννοια στασιμότητας
και μονοτονίας. Για χάρη του συνόλου μπορεί να θυσιάζουν λίγο τη μεμονωμένη
δυναμική των κομματιών (με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, φυσικά) και να
απουσιάζουν οι δεκάλεπτοι ύμνοι του παρελθόντος. Η συνοχή του άλμπουμ, όμως,
είναι τόσο εμφανής, που ανταμείβει απόλυτα. Γι' αυτό και η αξία του μπορεί να
εκτιμηθεί τόσο από τους παλιούς οπαδούς του διδύμου όσο και από όσους έρχονται
για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο τους. Αυτό κι αν είναι κατόρθωμα...
Χωρίς να απαιτούν από τον ακροατή να
κατανοήσει τις -ομολογουμένως- πολύπλοκες και καινοτόμες τεχνικές ηχογράφησης
που χρησιμοποιούν και χωρίς να θέλουν να τον προκαταβάλουν συναισθηματικά γύρω
από το νόημα της δουλειάς τους, είναι άδικο για τους Autechre να κατηγορηθούν
ότι παράγουν τυφλή τέχνη. Θα είναι πολύ πιο χρήσιμο να γίνει μία εποικοδομητική
συζήτηση για το αν ο λαβύρινθος του μυαλού τους έχει κάποια διέξοδο, για το αν
η μουσική τους λειτουργεί αποξενωτικά ή όχι, για το αν η προβολή των
συναισθημάτων πάνω στη μουσική τους είναι μία καθαρά ατομική-μοναχική υπόθεση,
για το αν τελικά η μουσική τους μπορεί να ιδωθεί κάτω από ένα πρίσμα
αισιοδοξίας, φανερώνοντας ότι μέσα στα καλώδια και τα κυκλώματα της
καθημερινότητας μας μπορεί να ανθίσει η ζωή...
Rating: 8 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Death In June - The Rule Of Thirds
The Glass Coffin / Forever Loves Decay / Jesus,
Junk And The Jurisdiction / Idolatry / Good
Mourning SunThe Perfume Of
Traitors / Last Europa Kiss / The Rule Of Thirds / Truly Be / Their Deception / My
Rhine Atrocity / Takeyya / Let Go
18 March 2008 - NER
Οι Death In June κυκλοφορούν το
νέο τους δίσκο επτά χρόνια μετά το προηγούμενο τους "All Pigs Must Die" του 2001,
πoυ ήταν ένα album αδύναμο, μοιρασμένο ανάμεσα σε folk και noise. (Δεν μετράω
το "Alarm Agents" του
2004, συνεργασία Death In June και Boyd Rice).
Το "The Rule Of Thirds", που
αποτελεί στην ουσία το δέκατο τρίτο άλμπουμ των Death In June, ακολουθεί
ηχητικά το "But, What Ends When the Symbols Shatter" του
1992. Ακουστικό, απογυμνωμένο, με μόνο την φωνή του Douglas P. και την
συνοδεία μιας ακουστικής κιθάρας. Ελάχιστοι πρόσθετοι ήχοι υπάρχουν, με εξαίρεση
μόνο σε κάποιες περιπτώσεις την χρήση samples από διαλόγους.
Αυτή την φορά ο Douglas P. δεν
συνεργάζεται με κανέναν, μια πραγματική μοναχική δουλειά, ήρεμη χωρίς εξάρσεις.
Ο δίσκος ανοίγει με το "The Glass Coffin" που μας
παραπέμπει σε παλιότερες εποχές που ο Douglas P. είχε
τελειοποιήσει την εντρύφησή του στο apocalyptic folk. Ακολουθούν τα
"Forever Loves Decay", "Jesus, Junk And The Jurisdiction" και "Idolatry" που παρά
την απλότητα τους ρέουν αβίαστα και ευχάριστα, ενώ τα "Good Mourning Sun" και "The Perfume Of Traitors" που
ακολουθούν, αποτελούν ίσως τις καλύτερες στιγμές του album. Στο "Last Europa Kiss" φαίνεται
πλέον να αποτελεί μακρινή ανάμνηση η Ευρώπη, που παλιότερα αποτελούσε το πεδίο
έμπνευσης του Douglas P. Η νέα του
κατοικία στην μακρινή Αυστραλία φαίνεται να τον έχει επηρεάσει, μακριά από
φαντάσματα του παρελθόντος, ακούγεται νοσταλγικός.
Στα "The Rule Of Thirds", "Truly Be", "Their Deception", "My Rhine Atrocity" και "Takeyya" ο Douglas P. με ευκολία
μας αποδεικνύει το πόσο καλός folk τραγουδοποιός
είναι και το "Let Go" που κλείνει το δίσκο είναι η πιο μελωδική και
ονειρική στιγμή, όπου η χρήση δύο κιθάρων αυτή την φόρα δίνουν άλλο χρώμα στην
σύνθεση.
Στο σύνολο της, έχουμε μια δουλειά λίγο αδύναμη, που ηχεί μονοδιάστατη. Οι
συνθέσεις δεν είναι κακές, αλλά φαίνεται ότι η απόφαση του να τις διατηρεί απογυμνωμένες
μάλλον τις αδικεί. Ισως θα πρέπει να ξανακοιτάξει το ενορχηστρωτικό μέρος στο
μέλλον, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις. Από μια άλλη οπτική γωνία, θα
μπορούσε να πει κανείς ότι με τον τρόπο αυτό έχουμε καθαρά ένα δίσκο να ηχεί Death In June χωρίς περιττούς
πειραματισμούς και ξένα στοιχεία. Το θέμα είναι αν το άλμπουμ αυτό έχει να
προσθέσει κάτι στους πρωτεργάτες του neo-folk / apocalyptic folk ιδιώματος. Η
απάντηση είναι όχι! Παρά ταύτα, μοιάζει να συμπληρώνει με ένα ακόμα κομματάκι το
ψηφιδωτό των Death In June και μετά από
μερικά ακούσματα οι συνθέσεις ποτίζουν μέσα σου. Δεκατρία νέα τραγούδια, που ο
χρόνος θα δείξει αν έχουν την διαχρονικότητα αλλά και την βαρύτητα να σταθούν δίπλα
σε αυτά του παρελθόντος.
Για
τους μυημένους μόνο...
Rating: 6,8 /
10
Νίκος Δρίβας
comments & discussion
.Pridon - Apnea Eina
She Bit Me First / Flask Bordon / Here Be Dragons
/ Sunk / False Schematics / Who Are You? / Gin / One Of the Last
Doctors / Fumble / Lithos / Keewed
1 March 2008 - Low Impedance recordings
Λοιπόν ο .Pridon είναι
ένας ακόμη Έλληνας. Όχι λάθος. Ο .Pridon είναι ένας Έλληνας. Εχμ… Ο .Pridon είναι
ένας νέος Έλληνας. Καλλιτέχνης. Ο .Pridon.
O Πέτρος Βουδούρης (aka .Pridon) πέρασε τα νιάτα του στα ξένα. Σε δάση ανήλιαγα, σε ομίχλες, βροχές και
κρύα. Not. Στο παραθαλάσσιο Brighton ήταν και
σπούδαζε «Digital Music». Έκανε ντεμπούτο με το «Health Food
Scroll» μέσα από το roster της Vibrant Music. (Nαι, εκεί έχει κυκλοφορήσει ο Fluxion aka Κωνσταντίνος Σούμπλης, ιδρυτής της Vibrant καθώς και O Coti K aka
Costantino Luca Rolando Kiriakos. Δηλαδή, τα πλήκτρα και η παραγωγή των Stereo Nova etc etc). H Ελληνική,
εκλεκτική και πειραματικών ήχων Low Impedance είναι το σπίτι
του από τότε που επέστρεψε στην Ελλάδα. Πρώτη κυκλοφορία του εκεί, ήταν το EP «New Steine» το φθινόπωρο
του 2005. Τον Βουδούρη τον έχει
ανακαλύψει και ο Πετρίδης (ναι, αυτός ο μέγας) και τον προηγούμενο μήνα του
έκανε αφιέρωμα στο blog του. Αφορμή το νέο του άλμπουμ Apnea Eina από την Low Impedance και πάλι.
Ψάχνοντας
το myspace του
.Pridon βρήκα
φωτογραφίες από ένα μπλιμπλίκι που έφτιαξε μόνος του. Έκλεψα λοιπόν μια εικονίτσα και σας τη δείχνω εδώ για να δούμε ένα ακόμη από τα ταλέντα του
Βουδούρη. Δηλαδή είναι αυτό που λέμε personal touch. Αυτό που λέμε αγάπη. Αυτό που λέμε
προσπάθεια, επιμονή και αφοσίωση. Κάτι τέτοια πράγματα με εντυπωσιάζουν. Με
κάνουν και αγαπάω.
Ξαναγυρίζοντας
στο άλμπουμ, να πω ότι τo Apnea Eina έχει 11
κομμάτια. Καλοδουλεμένα, ζεστά, απόλυτα ασύνδετα μεταξύ τους και user friendly. Δηλαδή, γουστάρεις dub; Έχει. Γουστάρεις techno; Έχει. IDM; Κι απ’ αυτό. Και ambience έχει και breaks έχει. Έχω και ‘γω όμως μια ένσταση
εδώ. Έχει πολλά χρώματα αυτή η δουλειά. Πολλά τοπία, πολλές εποχές, πολλές
εικόνες, πολλά οχήματα, πολλούς δρόμους αλλά δεν έχει καμία κατεύθυνση. Δηλαδή
έχω χάσει το μέτρημα. Το έχω ακούσει άπειρες φορές και υπό διαφορετικές
συνθήκες αλλά μέχρι στιγμής δεν μου έχει γεννήσει κανένα απολύτως συναίσθημα.
Δεν με βάζει σε διαδικασία ταξιδιού.
Ξεκινάω με
ένα κομμάτι (έχω ακούσει το άλμπουμ με δεκάδες συνδυασμούς ροής) και το επόμενο
με κρεμάει. Δεν με πάει πουθενά. Ακούω σε κάθε κομμάτι τον ίδιο καλλιτέχνη, την
ίδια ψυχή αλλά δεν ακούω τα μάτια του. Δεν ακούω το μυαλό και την σκέψη του.
Δεν μπορώ να δω πέρα από τον ήχο. Θα ‘θελα να μου δημιουργούσε μια ψυχοσωματική
αντίδραση αλλά δεν μπορώ να αγγίξω τίποτε.
11 άψογα και δυνατά κομμάτια αλλά 11 μονάδες.
Έφτιαξα 2
σκίτσα. Πρόχειρα και τραβηγμένα με το κινητό αλλά απλά θέλω να σας δείξω τι
εννοώ. Το πρώτο είναι αυτό που ακούω και το δεύτερο αυτό που θα ‘θελα να
ακούω.
Ειλικρινά
παρακαλώ όποιον από εσάς το έχει ακούσει ή θα το ακούσει, να μοιραστεί μαζί μας
την εμπειρία του. Για μια αποσπασματική εικόνα, μπορείτε να ακούσετε 2-3 από τα
κομμάτια του .Pridon εδώ.
Είναι δικιά μου παραξενιά; Κάνω κάτι λάθος; Μπορεί. Ας το μοιραστούμε το
συναίσθημα, να ανοίξουμε νέα μονοπάτια.
Rating: 7 / 10
Λυδία Οικονόμου
Pages