Peter Heppner - Solo
1. Easy / 2. Alleinesein / 3. Suddenly / 4. Vorbei / 5. Being
Me / 6. I Hate You / 7. No Matter What It Takes / 8. Walter [London or
Manchester] / 9. Wherever / 10. Das geht vorbei / 11. Vorbei (feat. Moonrise)
12 September 2008 - Warner
Γίνονται Wolfsheim χωρίς τον Peter Heppner; Και τι μπορεί να
κάνει ο Peter χωρίς τους Wolfhseim; Ή πιο σωστά, τι μπορεί να κάνει χωρίς κανέναν; Τι μπορεί
να κάνει μόνος του; Σε αυτό αφιερώνει ολόκληρο το άλμπουμ του αυτός ο τόσο
χαρακτηριστικός και αγαπημένος μας καλλιτέχνης. Ο χωρισμός του από τους Wolfhseim τον στιγματίζει, από τον τίτλο του άλμπουμ
ως την έννοια που το single φαίνεται να
διαπραγματεύεται: το ότι το να κάνεις κάτι μόνος σου («alleinesein») δεν σημαίνει ότι νιώθεις και μοναξιά.
Τι απομένει λοιπόν;
Τι είναι ο Peter χωρίς τον Mark; Ή έστω χωρίς τον Schiller, τον Joachim Witt, τον Paul van Dyk κλπ; Μόνος του με τη Warner; Τι είναι η electro-pop χωρίς το electro; Ποπ. Ένας
μεγάλος, δύσκολος κόσμος, με περισσότερους καλλιτέχνες, όπου πρέπει να προωθηθείς
τρελά ή να κάνεις κάτι πολύ ιδιαίτερο για να ξεχωρίσεις, γιατί έχεις απέναντί
σου (έτσι, μόνο για φέτος), μια Madonna, μια Ayumi και μια Mylène.
Δύσκολο το έργο του
Heppner… Τα «τολμηρά» ηλεκτρονικά αναγκάζονται να
περιοριστούν στην αρχή των κομματιών, ίσα να τραβάνε την προσοχή, και μετά να
χαμηλώσουν. Κρίμα, και υπάρχουν πολύ όμορφοι ήχοι εκεί πέρα. Η φωνή αναγκάζεται
να βγει ακόμα πιο μπροστά. Και αυτό είναι ωραίο όταν έχεις πράγματα να πεις.
Και ο κύριος Heppner έχει πράγματα να
πει κυρίως όταν μιλάει στη γλώσσα του, αλλιώς αρθρώνει κάτι «it’s so easy to be dumb», «I hate you from the bottom of my heart» και «No matter what it takes».
Πριν καλά καλά το
καταλάβουμε, το άλμπουμ έχει τελειώσει… προσπαθώντας να θυμηθώ τα κομμάτια,
αδυνατώ. Μένει το Alleinesein και το Vorbei (με τις 3 εκτελέσεις του), αλλά και το I Hate You (το οποίο προσπαθώ επιμόνως να σβήσω από τη μνήμη μου). Τα ίδια
απομένουν και στη δεύτερη, και στην τρίτη… και στην έκτη ακρόαση. Εκτός από
αυτά τα κομμάτια, μένει φυσικά η πανέμορφη φωνή του Heppner, αλλά και κάποιοι σκόρπιοι συμπαθητικοί ηλεκτρονικοί ήχοι, που
αδυνατούν να μπουν σε μια σειρά, γιατί δεν αφέθηκαν σε κανένα σημείο να πάρουν
τα ηνία από τη φωνή.
Ας επικεντρωθούμε
λοιπόν στα δυο κομμάτια που ξεχωρίζουν θετικά. Το Alleinesein είναι ένα δυνατό χιτάκι, με συμπαθητικά progressive trance breaks, ένα συνθ με πολύ
βίαιο gate στην εισαγωγή, που δίνει έναν κοφτό
ρυθμό που σε ξυπνάει, electro/trance μπάσο, απότομα κοψίματα, και ένα ρεφραίν
που σιγουδοτραγουδιέται με ευχαρίστηση. Το Vorbei έχει όμορφα έγχορδα, λιγότερο πρωτότυπη εξέλιξη, αλλά πανέμορφες
μελωδίες και μικρούς χαριτωμένους θορύβους σε όλη τη διάρκεια του. Οι άλλες δυο
εκδόσεις του απλά βοηθούν να διατηρήσουμε στο μυαλό μας τη μελωδία και να την
τραγουδάμε για ώρες αφού σταματήσει να παίζει το άλμπουμ.
Ε, αυτό ήταν όλο.
Rating: 7 /
10
Tec-goblin
Peter Heppner - alleinesein video
Benoit Pioulard - Temper
Ragged Tint
/ Ahn / Sweep Generator / Golden Grin
/ The Loom Pedal
/ Ardoise
/ Physic
/ Modele d'Eclat
/ Idyll
/ Brown Bess
/ Cycle Disparaissant
/ A Woolgathering Exodus
/ Detruisons Tout
/ Loupe
/ Tapyre
/ Hesperus
14 October 2008 - Kranky
A little introduction:
Ήθελα εδώ
και πάρα πολύ καιρό να βρω την αφορμή για να αναφερθώ σε μία μικρή ανεξάρτητη
αμερικάνικη εταιρεία - την KRANKY - η οποία με τις κυκλοφορίες της κάνει την
καθημερινότητα μας πιο υποφερτή. Η αφορμή είναι η κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου
του Benoit Pioulard - ψευδώνυμο του Thomas Meluch - Temper. Πριν αναφερθώ όμως στον δίσκο αυτόν θα ήθελα
να κάνω μία μικρή εισαγωγή στον θαυμαστό κόσμο της εταιρείας, την οποία σίγουρα
κάποιοι από εσάς θα τη γνωρίζουν και κάθε της κυκλοφορία είναι θα έλεγα μία
αποτελμάτωση από το μουσικό "εναλλακτικό" κατεστημένο που ειδικά για το 2008
μας βομβάρδισε με ουκ ολίγους ανιαρούς δίσκους.
Διανύοντας
λοιπόν τον δέκατο πέμπτο χρόνο της η Kranky, με βάση το Σικάγο και έχοντας στο
ενεργητικό της συγκροτήματα όπως οι Labradford, Godspeed you black emperor!,
Pan American αρχικά, Stars of the lid, Low, Amp,μετέπειτα και φτάνοντας στις
μέρες μας με το βαρύ πυροβολικό Deerhunter - ήδη κυκλοφορεί ο δεύτερος δίσκος
τους ο οποίος είναι εξαιρετικός και ο θα παρουσιαστεί και αυτός σε λίγο καιρό
- , To kill a petty bourgeoisie,
Charalambides, Benoit Pioulard και δεκάδες άλλους, κινείται θα έλεγα στο ευρύ
φάσμα της πειραματικής μουσικής χωρίς κατηγοριοποιήσεις, από την αβαντ γκαρντ
φόλκ των Charalambides και τις εκλεκτικές συγγένειες με καλλιτέχνες όπως η
Diamanda Galas, την σύγχρονη συμφωνική μουσική των God speed you black
emperor!, μέχρι την ταύτιση και συγχρόνως την ανανέωση των A kill a petty
bourgeoisie σε σχήματα όπως οι This mortal coil, ή των Deerhunter στο Shoegaze
καθώς και του Benoit Pioulard στην εκκεντρική Pop συγκροτημάτων όπως οι Eyeless
in Gaza ή οι Felt.
The record:
Τί είναι
λοιπόν το Temper; Θα έλεγα με μάλλον μια παιδιάστικη απλοικότητα ότι είναι από
τα καλύτερα πράγματα που θα μπορούσαν να σου συμβούν - αν αφεθείς φυσικα για να
σε αγγίξουν - το 2008. Ακούγοντας
το Temper για πρώτη φορά ή αίσθηση που αποκομίζεις είναι ίδια με αυτή που μπορεί να σου προκαλέσει η
θάλασσα μερικές φορές αργά το απόγευμα του καλοκαιριού. Μια αίσθηση σχεδόν
κρυστάλλινη , το συναίσθημα ότι είσαι τόσο ελαφρύς που οι σκέψεις και τα
συναισθήματα σου αιωρούνται πάνω από το γαλάζιο. Όλα τα τραγούδια θα έλεγα
έχουν την αύρα της ψυχελικής μπαλάντας διανθισμένα από ήχους που διακόπτουν την
ροή του τραγουδιού σαν μια πόρτα που κλεινει στον φανταστικό κόσμο ενός παιδιού
ή στο στοιχειωμένο μυαλό ενός ενήλικα και ντύνονται από την βαθειά και αέρινη
φωνή του Benoit Pioulard που μου θυμίζει σε αίσθηση αυτή του Lawrence των Felt.
Τραγούδια όπως το ragged tint, ardoise, modele d'eclat είναι σαν ο αέρας να
τυλίγει το σώμα σου και ξαφνικα να σταματάει και να ξαναρχίζει,το idyllcycle
disparaissant
καταχωρείται στις καλύτερες ίσως pop μπαλάντες της χρονιάς και το είναι οι χαμένες σου αναμνήσεις που κάποιος τις άφησε στο χαμένο δωμάτιο της ζωής σου.
The
epilogue:
Μετά από
την ομολογουμένως ρομαντική διάθεση που με είχε συνεπάρει και έχοντας
συναίσθηση ότι μπορεί να έγινα κουραστικός, σας ορκίζομαι ότι το Temper είναι
ένας από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς γεμάτος φρεσκάδα - και όποιος με
αμφισβητήσει θα του κάνω δώρο τον καινούργιο δίσκο των Cure για να τον τιμωρήσω
- αισθησιασμό και τρυφερότητα.
Ένας δίσκος
που πιστεύω ότι αν του αφεθείται απαλλαγμένοι από οποιεσδήποτε άλλες σκεψεις
την ώρα της ακρόασης του θα γεμίσει την ζωής σας με την κρυστάλλινη αίσθηση που
προανέφερα.
Ps.1 Για
όποιον ενδιαφερθεί να ακούσει το Temper να του προτείνω και τον πρώτο δίσκο του
Benoit Pioulard, Precis του 2006 ο οποίος όπως και το Temper είναι εξαιρετικός.
Ps. 2 Η
αναφορά των συγκροτημάτων στην εισαγωγή είναι ενδεικτική, μια και δεν θα
μπορούσα να αναφέρω όλους τους καλλιτέχνες ενεργούς ή μη της εταιρείας, πάντως
όσοι θελήσετε να ασχοληθείτε με άλλους πέρα από τον Benoit Pioulard και έχοντας ακούσει τις περισσότερες κυκλοφορίες
της Kranky μπορώ να σας πω ότι οι καλλιτέχνες ξεκινούν από το να είναι
ενδιαφέροντες μέχρι εξαιρετικοί.
Rating: 8,5 / 10
Κώστας Λιμνιάτης
Benoit Pioulard - Idyll video
Brett Anderson - Wilderness
1. Different Place 2. Empress 3. Clowns 4. Chinese Whispers 5. Blessed 6.
Funeral Mantra 7. Back To You 8. Knife Edge 9. P Marius
1 September 2008 - Drowned In Sound
Με
το μυαλό μας κτίζουμε τις ωραιότερες πολιτείες στις υψηλότερες κορυφές απάτητων
βουνοκορφών ανά τον κόσμο. Ονειρευόμαστε, άλλοτε προγραμματίζουμε, άλλοτε
αφήνουμε τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους από μόνα τους. Ξεκινάμε για κάπου,
έστω κι αν ξέρουμε ότι δε θα φτάσουμε ποτέ, η διαδικασία, η διαδρομή είναι
τελικά αυτό που μένει. Ένα ταξίδι στο Περού, μια ασπίδα και δυό σπαθιά πάνω απ'
το τζάκι, την ησυχία και την ανησυχία μου κι ένα βράδυ, κάπου, κάποτε, σε ένα
υπόγειο με τον Brett Anderson να τραγουδάει μόνο για μένα, αυτός, ένα τσέλο και η αφεντιά μου,
κανένας άλλος...
Η σύχρονη
μουσική σκηνή είναι τόσο κορεσμένη που άλλοτε με κάνει και γελάω κι άλλοτε με
κάνει να θλίβομαι. Η αίσθηση του αυθεντικού έχει τόσο πολύ χαθεί που ψάχνουμε
να βρούμε τον επόμενη καλλιτέχνη που θα μας συγκινήσει μέσα από το X-Factor και συνάμα κάποιοι έχουν βγει στους
δρόμους για να βρούνε την επόμενη tv περσόνα του MTV που θα μας παρουσιάσει τη σύγχρονη σαβούρα. Μια καθαρά
εμπορική συναλλαγή με γνώμονα τον τρόπο προώθησης του προιόντος κι όχι το ίδιο
το προιόν. Μια φωνή όμως δε χρειάζεται να τη ζορίσεις για να βγάλει αυτό που
έχει. Έναν συνθέτη δεν χρειάζεται να τον προμοτάρεις για να γράψει καλύτερα
τραγούδια. Είναι μια διαδικασία φυσιολογική, βγαίνουν όλα από μόνα τους τον
κατάλληλο χρόνο και τη σωστή στιγμή. Απλά, όμορφα και φυσιολογικά...
Έτσι
αποτυπώθηκε και το Wilderness, απλά, όμορφα και φυσιολογικά. Απλά
γιατί ηχογραφήθηκε ζωντανά τον Μάιο του 2008 με τον Brett Anderson στα φωνητικά και την Amy Langley στο τσέλο. Στη συνέχεια ο Brett πρόσθεσε τις ακουστικές κιθάρες και
το πιάνο όπου χρειαζόταν και σε μια μόνο εβδομάδα όλα ήταν έτοιμα. Όμορφα γιατί
ανοίγει σιγά σιγά σαν τριαντάφυλλο που ανθίζει και παρότι η θλίψη και η
μελαγχολία αποτελούν τα βασικά συστατικά του στο τέλος δείχνει πανέμορφο
αφήνοντας ένα συγκρατημένο χαμόγελο θαυμασμού. Φυσιολογικά γιατί ο Brett πάτησε τα 41 του χρόνια, έχει πλέον
διαφορετικά βιώματα από αυτά που τον είχαν κάνει να γράψει το Dog Man Star, διαφορετικά θέλω, διαφορετική
λάμψη. Κάποιος νοήμων
άνθρωπος επιτέλους να μου εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να συγκρίνουμε έναν
καλλιτέχνη που στα 40 του ξεκίνησε μια solo δισκογραφία με τον ίδιο όταν στα 26
του κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο των Suede! Δεν θα έπρεπε να έχει και ευτυχώς
δεν έχει καμία σχέση. Τζάμπα μάγκες όσοι αναλώνονται σε συγκρίσεις, όσοι δεν
αποδέχονται ότι όλα αλλάζουν και εξελίσσονται σε αυτόν τον πλανήτη και ο Brett δεν αποτελεί εξαίρεση φυσικά. Έχει
χωρέσει τη ζωή του σε μια βαλίτσα και έχει προχωρήσει προς τα εμπρός. Και πιο
πεντακάθαρη εξήγηση δε θα μπορούσε να δώσει: πίσω δε γυρνάει, εκτός κι αν η
ήλιος σταματήσει να λάμπει κι αν τ' αστέρια πέσουν στη γη (Back To You).
Το κλειδί
για να χωθείς σ' αυτό το δίσκο, να χωρέσεις και να αισθανθείς άνετα είναι να
βρίσκεσαι στην κατάλληλη διάθεση. Αλλιώς...θα μπεις...θα βγεις...και δε θα καταλάβεις
τίποτα ή απλά δε θα σου πει τίποτα. Αλλά αν νομίζετε ότι είστε έτοιμοι και ότι
το timing είναι
κατάλληλο, τότε δε θα βρείτε ούτε μια βαρετή στιγμή μέσα του. Το κάθε τραγούδι
συναγωνίζεται σε ρομαντισμό με όλα τα άλλα κι όλα μαζί με κάθε ψευτοπαπαριά
έχει γραφτεί τελευταίως. Της έδωσε...λέει...ένα τριαντάφυλλο από τον κήπο του κι
όταν πήρε ο αέρας τα πέταλα...έμοιαζαν με κομφετί στο όμορφο πρόσωπό της. Μήπως
δεν προσπάθησε να την αγαπήσει? Μήπως δε ζωγράφισε το πρόσωπό της? Μήπως δεν
προσπάθησε να αλλάξει? Μήπως δε γονάτισε μπροστά της? Αλλά κοιτάξτε μας, εκεί
που υπήρχε πόθος τώρα υπάρχει μίσος, παλιάτσοι είμαστε όλοι στην τελική, clowns, o χαμός δε σημαίνει τίποτα πιά, μόνο
οι λέξεις πονάνε καμιά φορά.
Για την
ιστορία, το πανέμορφο Back To You έχει γραφτεί από τον Brett Anderson μαζί με τον Fred Ball των Νορβηγών Pleasure και είχε αρχικά κυκλοφορήσει πριν
ένα χρόνο. Αυτή τη φορά συνοδεύεται στα φωνητικά από την γαλλίδα ηθοποιό και
πρώην μοντέλα Emmanuelle Seigner σε ένα απόλυτα αισθησιακό ντουέτο.
Βαθμό δεν
έχει, αφήστε τον άνθρωπο στην ησυχία του, δε νομίζω ότι έχει καμία ανάγκη από
κάποιο κατατακτήριο νούμερο και δε νομίζω ότι έχει να αποδείξει τίποτα. Brett, για
εκείνο το ραντεβού που λέγαμε, εσύ κι εγώ, όποτε μου πεις θα είμαι εκεί...
Βασίλης Παπαδογεωργόπουλος
Brett Anderson - back to you live 2008
comments & discussion
Mylene Farmer - Point De Suture
Dégénération /
Appelle mon
numéro / Je m'ennuie / Paradis inanimé / Looking for My Name [duet with
Moby] / Point de suture / Réveiller le monde / Sextonik / C'est dans
l'air / Si j'avais au moins revu ton visage
25 August 2008 - Universal
«Tα τραγουδάμε, τα προφέρουμε, αλλά πολύ συχνά μας συμβαίνει
να μην γνωρίζουμε τη σημασία τους...» - Mylène Farmer
Επτά(7).
Τυχερός, λέγεται, αριθμός. Μυστικιστικός και μαγικός. Επτά (7) τα θανάσιμα αμαρτήματα. (Μεταξύ
αυτών και η νωθρότητα). Έβδομη επίσημη κυκλοφορία και από την Mylène Farmer με το "Point de Suture".
Σίγουρα
αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με αμφιλεγόμενη μουσική για την πλειοψηφία των
ακροατών της. Γεμάτη συμβολισμούς, την έχουμε συνηθίσει να προκαλεί. Την έχουμε
ακούσει και την έχουμε δει να πραγματεύεται έννοιες και όρους «απαγορευμένους» και δυσνόητους, να τους
πιάνει και να τους στύβει κυριολεκτικά μέσα στα χέρια της. Γι' αυτό και έχει
τραβήξει την προσοχή των charts στην πορεία της εξάλλου. ( Η προσοχή του αντρικού
κοινού επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντική για ευνόητους λόγους).
Τον
περασμένο Ιούνιο λοιπόν, πήραμε μια γεύση από το επερχόμενο της album, με το single "Dégénération". Ένα track electro/technosexy, συνέχεια ουσιαστικά του "Désenchantée" (1991). Στη συνέχεια είδαμε ένα σκοτεινό και
διαταραγμένο cover του Point De Suture, που μου δημιούργησε την εντύπωση ότι
ακολουθούν πολύ δυνατά tracks, ή έστω tracks που σηκώνουν "repeat". Όμως στα πρώτα ακούσματα
διαπίστωσα πώς πρόκειται για μια συλλογή,mainstream, pop,αδιάφορη, από όλη τη «μουσική γύρη»
που μάζεψε η Farmer στην πορεία της και μάλιστα χωρίς τις δυνατές συγκινήσεις,
τσιγκλίσματα και σκοτεινές παραπομπές. Έστω λίγη διατάραξη της κοινής ησυχίας
τελοσπάντων! Και μας την παραθέτει. Πέρασαν και τρεισήμισι χρόνια από τη
κυκλοφορία του album "Avant que l'ombre"...Ποιός
ξέρει τι συνέβη μέσα σ' αυτό το διάστημα και τιθασεύτηκε η υποτονική
νευρικότητα αυτού του κοκκινομάλλικου petite κοριτσιού. Μάλλον απλά ωρίμασε
(είναι και 47 ετών πια), οι αντιστάσεις και οι προκλήσεις μπορεί να την αφήνουν
πλέον αδιάφορη και απλά πρέπει να υπάρχει για να υποστηρίξει τις -πολύ καλά
εισπρακτικά- συναυλίες της ή τα υπερ-παραγωγικά clip που ο Πυγμαλίωνάς της, Laurent Boutonnat σκηνοθετεί.
Κατά τα
πρώτα ακούσματα λοιπόν, το "Appelle mon numéro" μ'άρεσε. Μου θύμισε το γλυκό
κορίτσι-εύρημα της Farmer, Alizée (Moi, Lolita) και
πιστεύω πώς κάλλιστα θα μπορούσε να της το παραχωρήσει. Το "Je m'ennuie" , θεωρώ πως είναι λίγο εκνευριστικό
καθότι η Mylène μας λέει πως βαριέται και το
συνδυάζει μ' ένα αδιάφορο mainstream techno χαλί, κάτι που το καθιστά οξύμωρο (clever trick), αδιάφορο. Στα μετέπειτα ακούσματα,
μου άρεσε το "Paradis inanimé" . Ενα track που εκφράζει μοναχικότητα και
αποζητά αγάπη, είναι πάντα επίκαιρο και η Farmer το εκφράζει πολύ συχνά. Λοιπόν, το επόμενο
track
"Looking for My
Name"
,σίγουρα θ' αποτελούσε έκπληξη (και περιέργεια) στους περισσότερους από μας
καθώς τ' αρχικά σχέδια ήταν να ηχογραφηθεί ντουέτο με τον David Bowie. Λόγω όμως κάποιων προβλημάτων
υγείας του αγαπητού μας, υπήρξε αλλαγή σχεδίων και έτσι θεωρώ πως η ασφαλής
επιλογή του Moby (έχουν υπάρξει ξανά μαζί στο
παρελθόν με το "Slipping Away- Crier La Vie"), ήταν επιτυχής. Αισθητό ειδικά
στο ρεφραίν. Το ομώνυμο "Point de
Suture" (δεν έχω μπορέσει να το αποκωδικοποιήσω ακόμα), είναι μια
δυνατή, δεμένη μπαλάντα και προφανώς πραγματεύεται τον πόνο αφού η ακριβής
μετάφραση του Suture είναι το Stich.(H μόνη ίσως συσχέτιση του μουσικού
περιεχομένου με το cover). Ίσως έμμεσα πολιτικοποιημένο το "Reveiller le monde" που ακολουθεί.(Waking up the World στη μετάφραση) Μουσικά μου θυμίζει
κάτι από τέλη ‘80s αρχές ‘90s, με εικόνες από γαλλικά σκοτεινά υπόγεια clubs και στιχουργικά, metrosexual alien φιγούρες μέσα σε κλουβιά να
μπλέκονται μεταξύ τους. (Δεν μπορεί. Σε κάποιο έργο ή videoclip της Farmer θα τοέχω δεί!). Καλό visual
και audio remix με το επόμενο της track "Sextonik". Δεν έχω να πώ κάτι σ'αυτό το σημείο. Είναι
αυτονόητο το τι πραγματεύεται! Θα ήταν και μεγάλο ψέμα να πώ πως δεν περίμενα
τραγούδια της Farmer με σεξουαλικά υπονοούμενα. Ούτε καν υπο θα έλεγα. Σκέτο «νοούμενα».
Χε.. (Προσπερνώ ένα track με τίτλο "C'est dans l'air" γιατί μου ήταν αδιάφορο και
ακατανόητο εκτός από την minimal techno μουσικούλα που μου ψιλοάρεσε).
Φτάνοντας
στο τέλος του album και ενώ με τέτοια προοίμια περίμενα κάτι οργασμικό πια.. ένα όμορφο intro. Κοίταξα και τον τίτλο ξανά, "Si j'avais au moins..." ,σκέφτηκα την μετάφραση «Αν είχα
μόνο...». Και μόνο για τ' αποσιωπητικά που ο καθένας που τα ακούει μπορεί να
προσθέσει ο,τι θέλει και ο,τι του λείπει...Το βρήκα πολύ όμορφο και το αισθάνθηκα
ειλικρινές.(Θέλω να είμαι ειλικρινής όμως και να πω πως με ξενέρωσε για λίγο
όταν μου θύμισε κάτι από Celine Dion και στο solo
της κιθάρας κάτι από Scorpions. Μια διαφορετική προσέγγιση στη
κιθάρα θα ήθελα προσωπικά).
Και
τελείωσε το album. Και αναρωτήθηκα...αυτό ήταν? Και συνέχισα να σκέφτομαι «Να πω πως
ξετρελάθηκα?..οχι..Καλούτσικο ε? Ε.. έτσι κ έτσι. Δηλαδή τώρα αυτό ήταν
μελετημένο και με φόρο ψυχής? Δεν νομίζω. Πιασάρικο λίγο και τίποτα άλλο. Αραιά
και που όταν δεν θα έχω επιθυμία ν ακούσω κάτι άλλο θα την ξανακούσω..»..Ξαφνικά,
ακούω χτύπους καρδιάς (ε ταράχτηκα όπως είναι λογικό. Νόμιζα ότι κάτι μου
συνέβαινε και άκουγα την καρδιά μου στερεοφωνικά)..Μελωδία Schubert και το "Ave Maria" δια στόματος Mylène. Ό,τι ακύρωσα προηγουμένως, κάθε τι
που μου άρεσε και δεν μου άρεσε τα ξέχασα. Και τελικά εστίασα τη προσοχή μου σ
‘αυτό το hidden track. Το γνωστό Ave Maria αυτόματα περιείχε μέσα του όλο το "Point de suture", όλη τη μετριότητα και την
«υποτονική-νευρικότητα» αυτής της γυναίκας, το σκοτεινό και «ραμμένο» cover. Τα πάντα. Συμβολισμός? Ή τέχνασμα?
Αν
πρόκειται για τέχνασμα, τούτο έχω να πω: Την
έβδομη(7) μέρα ο Δημιουργός ξεκουράστηκε γιατί είδε ότι όλα σωστά εποιήθησαν, δυστυχώς
δεν ισχύει το ίδιο και για το έβδομο (7) album της Mylène η οποία μάλλον κουράστηκε..
"Θα
ήθελα να λένε για μένα αυτό που η Mary Shelley έγραφε για τον εαυτό της: Δεν
είμαι από αυτές που αγαπούν, αλλά από κείνες που τις θυμούνται.." Mylène Farmer
Rating: 7 / 10
Κατερίνα Ρουχίτσα
Mylene Farmer - degeneration video
Adam Fielding - Distant Activity
1. Distant Activity
/ 2. Aurora
/ 3. Traveling Light
/ 4. Don’t look now
/ 5. You’re on your own
6. Aeon
/ 7. Busy Lives
/ 8. I am Falling
/ 9. Wildfire
/ 10. Nostalgia
self-released
/ September 2008
Προβληματίστηκα αρκετά πριν κάνω αυτό το review.
Όχι γιατί η δουλειά δεν αξίζει, ίσα ίσα, απλά εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα
δισκάκι το οποίο κυκλοφορεί στο εμπόριο από κάποια εταιρία. Ας τα πάρουμε όμως
όλα από την αρχή και με αργά και σταθερά βήματα.
Ο Adam Fielding,
όπως λέει το βιογραφικό του, κατάγεται από την Αγγλία, ασχολήθηκε με την
μουσική στα μέσα των 90s με έναν Atari
STE και προγράμματα tracker.
Αργότερα θήτευσε στο πανεπιστήμιο του Huddersfield στον τομέα της
μουσικής παραγωγής. Αν και ξεκίνησε γράφοντας Industrial,
αργότερα πρόσθεσε στοιχεία από τις μουσικές που άκουγε, Ambient,
Synth Pop, επιρροές ιδιαίτερα
εμφανείς στη συγκεκριμένη κυκλοφορία. Αρκετά τυχαία βρέθηκα μπροστά στο “Distant
Activity”, χωρίς να ξέρω τίποτα ούτε για το
δημιουργό.
Το δισκάκι είναι ένα πολύ πετυχημένο μίγμα
από διάφορες μουσικές επιρροές όπως ανέφερα. Μέσα ο ακροατής μπορεί να βρει Synth
Pop τραγούδια με μια φωνή που θυμίζει αρκετά τους Mesh
(ίσως και IAMX?), μπορεί να ακούσει ambient
περάσματα και ορχηστρικές μελωδίες. Αυτά μαζί ακούγονται πολύ φιλόδοξα, όμως ο
δημιουργός καταφέρνει εν τέλει να φτιάξει κάτι αρκετά μοναδικό. Θυμίζει αρκετά
τον BT σε σημεία, τολμώ να πω, τα καταφέρνει πολύ καλύτερα! Στο
cd υπάρχει μια ισορροπία φωνητικών τραγουδιών και instrumental
κομματιών, με τα instrumental να είναι τα
αγαπημένα μου, χωρίς τα υπόλοιπα να υστερούν. Η μελαγχολική ατμόσφαιρα
επικρατεί, κάπου η μελαγχολία γίνεται όνειρο και το όνειρο ενέργεια. Ηλεκτρονικοί
ήχοι φτιάχνουν μια θάλασσα συναισθημάτων ενώ ένα απόμακρο πιάνο σαν μια δεύτερη
φωνή ψιθυρίζει δειλά και γλυκά.
Στο σύνολο του, ο δίσκος εκτείνεται σε
διάρκεια 56 λεπτών, μοιρασμένα σε δέκα
κομμάτια, άλλα σύντομα σε διάρκεια, άλλα που φτάνουν μέχρι και τα εννιά
λεπτά. Προσπαθώ αρκετά να βρω ψεγάδι στην έκταση του δίσκου, δεν μπορώ να βρω,
τον απολαμβάνω εξίσου από την αρχή ως το φινάλε, την γλυκιά μελαγχολία του “You’re
on your own”
και του “Busy Lives”, μέχρι και το
αποθεωτικό “Wildfire”, πιθανότατα ένα από τα καλύτερα φετινά
κομμάτια που έφτασαν στα αυτιά μου.
Μακάρι αυτός ο δίσκος να ήτανε στην
κυκλοφορία από εταιρία. Δεν γνωρίζω αν το self-release
ήτανε επιλογή του δημιουργού ή απλά ανάγκη. Δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από
“επίσημες” κυκλοφορίες πάντως, η παραγωγή είναι αψεγάδιαστη, απλά μακάρι να
ήτανε πιο εύκολο να βρει τη δουλειά αυτή κανείς. Για να την προμηθευτεί κάποιος
μπορεί να την παραγγείλει μέσω χρέωσης πιστωτικής από τον ίδιο τον δημιουργό
(μέσω PayPal), από το iTunes και το MagnaTune.
Αξίζει εν τέλει τον κόπο? Ναι,
κατηγορηματικά, κάθετα και απόλυτα. Στα αυτιά μου ήδη είναι μια από τις
καλύτερες κυκλοφορίες του 2008, το συνιστώ με όλη μου την καρδιά. Έχει πολλά να
δώσει.
Rating: 8,5 / 10
Ερμής Κουκάρης
Adam Fileding @
comments & discussion
Okkervil River - The Stand Ins
Stand Ins, One / Lost Coastlines / Singer Songwriter / Starry Stairs / Blue Tulip / Stand Ins, Two / Pop Lie / On Tour With Zykos / Calling And Not
Calling My Ex / Stand Ins, Three / Bruce Wayne Campbell Interviewed On The
Roof Of The Chelsea Hotel, 1979
9 September 2008 - Jagjaguwar
"This is respectfully
dedicated to the woman who concentrated all of her love to find that she had
wasted it on the liar who lied in this song".
Μουσικά πανέξυπνοι! Γιατί; Ειλικρινείς, δυναμικοί και πράοι, δημιουργικοί
και μοναδικοί. Μία μοναδικότητα που δεν είναι αποτέλεσμα της επανάληψής τους.
Πέντε δίσκοι, πέντε φορές μοναδικοί. Δημιουργικοί, αλλά όχι απλά παραγωγικοί.
Ουσιώδεις. Μοναχικοί. Σε τρείς γραμμές οι Okkervil
River.
"Ω,
τι ζεστή μισό-ζωή έχω μισό-ζήσει".
Στίχοι. Σαρκαστικοί, κριτικοί, επιθετικοί.
Πολλές φορές θεματικοί, αντιπροσωπευτικοί, προσωπικές ιστορίες. Ζωγραφιές, ιδέες. Φαντασία... απογοήτευση!
Μάλλον δεν χρειάζονται πολλά ρήματα για να περιγράψεις το "παραμύθι" από το Texas παρά μόνο κοσμητικά επίθετα.
Από το 1998 μέχρι σήμερα ξαναζεί ο Johnny Cash, οι Spoon μοιάζουν μικροί, ενώ οι Neutral Milk Hotel βρίσκουν τα χαμένα παιδιά τους. Με τουλάχιστον δύο
υπέροχους δίσκους - "The Stage Names"(2007),"Black Sheep Boy"(2005) το "Stand Ins" στέκεται όπως
ακριβώς ορίζει ο τίτλος του. Ως ένας δίσκος που- ως προς την αξία του- θα
μπορούσε να βρίσκεται σε κάποιου προκατόχου του την θέση. Πιο ευθύς ίσως, πιο απλοϊκός
σίγουρα όχι. Folk διαθέσεις ("Lost Coastlines", "Singer Songwriter"), indie-rock ατμόσφαιρα ("Starry Stairs"), χορευτικά/ρυθμικά/χαρούμενα
ξεσπάσματα ("Pop Lie") και τον Will Sheff για άλλη μια φορά να γράφει υπέροχα
τραγούδια και να τραγουδάει για/με την ψυχή του!
Το "Stand Ins" στην ουσία
ολοκληρώνει το "Stage Names", δένει τόσο
τέλεια με τον προκάτοχό του όπως δύο χέρια σε προσευχή. Ταξίδι σε κάποια λεωφόρο του Texas με καλή παρέα, αμάξι χωρίς οροφή, πέτρα στο
γκάζι και όπου βγάλει ο δρόμος ή στην σκιά κάτω από το μοναδικό δέντρο σε μία
απέραντη φωτισμένη πεδιάδα; Όπως και να αντιληφθεί κανείς αυτό το δίσκο σίγουρα
θα είναι πρωτόγνωρο γιατί οποιοσδήποτε άλλος θα τον είχε πάει αλλού. Τρομπέτα,
πλήκτρα, μαντολίνο, ακορντεόν, κιθάρες και η μοναδική ψιλή φωνή του Will Sheff, η οποία κάνει
φοβερά ταιριαστή αντίθεση με την πιο μπάσα του Jonathan Meiburg στο εκπληκτικό "Lost Coastlines", δημιουργούν το
ξανά-τέλειο.
Ένας εκπληκτικός δίσκος για να επεκτείνει περισσότερο τον χαμό που είχε
γίνει το 2007 ( θυμίζω ότι το Stage Names είχε πουλήσει την πρώτη εβδομάδα
κυκλοφορίας του στην Αμερική 10.000 αντίτυπα) και να καθιερώσει -άμα δεν έχει
γίνει ήδη- τους Okkervil River ως μία σταθερή πλέον αξία.
"You've got taste, you've got taste, what a
waste that's all that you have"
Rating: 8,5 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
official site
myspace
Mogwai - The Hawk Is Howling
1.I'm Jim Morisson, i'm Dead
2.Batcat 3.Daphne and the
Brain 4.Local Authority 5.The Sun Smells Too Loud 6.Kings Meadow 7.I Love You, I'm Going to Blow Up Your
school 8.Scotland's Shame 9.Thank You Space Expert 10.The Precipic
12 September 2008 - Matador
Η
προσέγγιση μίας -οποιασδήποτε- δισκογραφικής απόπειρας των Mogwai κρύβει
παγίδες, οι κυριότερες εκ των οποίων είναι οι ακόλουθες:
-Πρώτον:
Είναι δύσκολο να τους προσεγγίσεις χωρίς να αποτινάξεις από πάνω σου την ιδιότητα
του οπαδού. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, αν είσαι άνω των 25 (και
δεν είχες μεγάλο αδερφό, ξάδερφο ή θείο να σε εξαναγκάζει σε συνεχείς ακροάσεις
Slint) το Young Team έχει γύρω στο 50% πιθανότητα να είναι ο
πρώτος δίσκος που άκουσες και σε σόκαρε πραγματικά. Ίσως να μην έγινε και
αυτόματα ο αγαπημένος σου, αλλά όρισε εν πολλοίς τη μουσική που θα ήθελες να
ακούς σε όλη σου τη ζωή: Φρέσκια, δυναμική, ταξιδιάρικη, χαώδη και ακαταμάχητα
ελκυστική. Τελεία και παύλα.
-Δεύτερον
(που προκύπτει από το πρώτον): Ως οπαδός θα διαθέτεις την κακή και εκνευριστική
συνήθεια να έχεις ένα -ή περισσότερα- αγαπημένα άλμπουμ από τη δισκογραφία
τους. Το πλήθος των απόψεων σε αυτό το ιδιότυπο “Mogwai Hall of Fame”
περιορίζεται απλά από τον πεπερασμένο (προσοχή, όχι μικρό...) αριθμό των
δισκογραφικών δουλειών των Σκοτσέζων. Πάλι καλά. Δεν σκοπεύουμε, επομένως, σε
αυτό το χώρο να αναλωθούμε σε άτοπες συγκρίσεις με τα Young Team, Come On
Die Young, Rock Action και λοιπά. Αν παρ' όλα αυτά γίνει, ζητάμε συγνώμη προκαταβολικά.
Όπως υπονοήθηκε πριν, είμαστε οπαδοί...
-Τρίτον: Η δισκογραφία των Mogwai είναι πραγματικά
μεγάλη υπόθεση. Εκτός από τις έξι πλήρους μήκους δουλειές τους, έχουν να
επιδείξουν ικανότατο αριθμό ep, compilation, remix, συλλογών, soundtrack, όρεξη
να έχεις να ασχολείσαι... Και εδώ είναι που θα ξεφουρνίσουμε το μεγάλο μυστικό:
Η πεμπτουσία της μουσικής της μπάντας κρύβεται ακριβώς σε αυτές τις
“παράπλευρες” κυκλοφορίες. Τότε πραγματικά παίζουν ελεύθεροι, πειραματίζονται,
εξερευνούν τα όριά τους και το αποτέλεσμα -συχνά- είναι πραγματικά απίστευτο.
Μην το πείτε όμως αυτό παραέξω, θα σας περάσουν για τρελούς...
Ας
μην ξεφεύγουμε όμως από το δια ταύτα και να γυρίσουμε στην ουσία: Οι Mogwai
μόλις κυκλοφόρησαν το έκτο στούντιο άλμπουμ τους με τίτλο The Hawk Is
Howling. Χρονολογικά, αυτό τοποθετείται δύο χρόνια μετά το Mr. Beast,
ένα άλμπουμ που αποτέλεσε την πιο τρανή απόδειξη ότι η μπάντα προσπάθησε να
κάνει ένα “άνοιγμα” σε μεγαλύτερα ακροατήρια: Η διάρκεια των κομματιών μειώθηκε
δραστικά, οι στίχοι έκαναν πιο έντονα την εμφάνισή τους, η παραγωγή “καθάρισε”
επικίνδυνα, μέχρι και “χιτάκι” προωθήθηκε (βλέπε Glasgow Mega-Snake). Με
άλλα λόγια, δηλαδή, τα παιδιά προσπάθησαν να κάνουν το χειρότερο άλμπουμ της
καριέρας τους και πάλι δεν τα κατάφεραν. Κακή δουλειά δεν πρόκειται να βγάλουν
οι Mogwai στον αιώνα τον άπαντα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Με ασφάλεια, 2
χρόνια μετά, μπορούμε να πούμε ότι το
πείραμα της “προσγείωσης” των Σκοτσέζων έχει λάβει τέλος. Όχι ότι με το The
Hawk Is Howling οι φίλοι μας εφευρίσκουν ξανά τον τροχό, προς θεού. Η
χαρακτηριστική τους αύρα είναι παρούσα και σε αυτή την έκτη στουντιακή
κυκλοφορία τους. Με κάποιον μαγικό όμως τρόπο, όλα δείχνουν ότι συνέβησαν πιο
σωστά. Ακούγεται μπερδεμένο; Δεν είναι καθόλου... Θα σας εξηγήσουμε:
-Με
το The Hawk Is Howling έχουμε μία επιστροφή στις πιο γνώριμες διάρκειες
κομματιών. Οι δέκα συνθέσεις τους υπερβαίνουν τη μία ώρα, κάτι που είναι σημαντικό γιατί η
μπάντα αποκτά την ευκαιρία να ξεδιπλώσει τις ικανότητές της σε κάθε κομμάτι,
και αυτό δίνει μία άλλη δυναμική στο
άλμπουμ. Οι συνθέσεις αναπνέουν ελεύθερα, δεν περιορίζονται, δε λήγουν
βιαστικά. Και δεν υπάρχει ούτε στο ελάχιστο η αίσθηση του ατελούς. Το σύνολο
είναι χορταστικό και ανταμείβει πλήρως. Και όταν έχουμε να κάνουμε με μία
κυκλοφορία εξ ορισμού σημαντική, αυτό είναι ίσως το πρώτο ζητούμενο.
-Οι
Mogwai ήταν, είναι και θα είναι μία συναυλιακή μπάντα. Και το νέο άλμπουμ
περιέχει κομμάτια τα οποία θα αποτελέσουν σίγουρο χαρτί για τα μελλοντικά τους
live. Το Batcat δεν είναι η καλύτερη σύνθεση στην ιστορία τους, είναι
όμως ένα από τα πιο δυνατά κομμάτια που έχουν γράψει ποτέ και η ιδέα της
ζωντανής του εκτέλεσης φέρνει χαμόγελο στα χείλη οποιουδήποτε τους έχει δει από
κοντά έστω και μια φορά. Στο ίδιο μοτίβο, τα Scotland's Shame, I Love You,
I'm Going to Blow Up Your School, The Precipice φαντάζουν εκλεκτές
προσθήκες στο ήδη δυνατό set list τους.
-Η
ικανότητα γραφής μελωδικών κομματιών είναι πάντα παρούσα, καταδεικνύοντας
την ικανότητα της μπάντας ακόμα και όταν
τα ντασιμπέλ πέφτουν. Συνεχίζοντας την παράδοση αξέχαστων εναρκτήριων
κομματιών, το I'm Jim Morisson, I'm Dead βρίσκει τους Mogwai να διανύουν
τη φάση της ωριμότητάς τους με τη διακριτικότητα ενός καλού γαλλικού κρασιού.
Ένα αριστουργηματικό track, θριαμβευτικό και κομψό ταυτόχρονα, πλημμυρισμένο
συναίσθημα και εσωτερική ένταση. Αλησμόνητο. Και το Daphne And The Brain,
σαν βγαλμένο από τις ωραιότερες στιγμές του Rock Action, προκαλεί
οποιοδήποτε συγκρότημα, ανεξαρτήτως “είδους” ή “ταμπέλας” να το συναγωνιστεί σε
μελωδικότητα.
-Το
The Hawk Is Howling περιέχει ίσως την πιο ολοκληρωμένη απόπειρα τον
Mogwai να εισέλθουν με αξιώσεις στις ραδιοφωνικές συχνότητες. Είναι το The
Sun Smells Too Loud, με την εθιστικά επαναλαμβανόμενη βασική μελωδία του
και τις διακριτικές ηλεκτρονικές πινελιές του, που δείχνει ότι 12 (και βάλε...) χρόνια μετά οι φίλοι μας δεν
έχουν χάσει την ικανότητα να εξερευνούν νέα ηχοτοπία. Πάντα τέτοια...
-Ακόμα
και τα μικρότερα track (Local Authority, Kings Meadow) δεν αποτελούν
“γεμίσματα” αλλά αυτούσιες προσθήκες, με στέρεη δομή και ρόλο που ξεπερνάει τη
γέφυρα μεταξύ δύο μεγαλύτερων κομματιών.
Ωραία
όλα αυτά, αλλά έχει αυτή η έκτη κυκλοφορία των Mogwai κάτι που να την κάνει
ξεχωριστή; Καλή ερώτηση... Η δύναμη του Hawk Is Howling δεν κρύβεται στις εκπλήξεις του
άλμπουμ, γιατί ούτως ή άλλως είναι ελάχιστες. Ούτε θα συμφωνήσουμε με την άποψη
ότι παραπέμπει τόσο στις πρώτες δουλειές τους. Αυτό που κάνει πολύ καλά είναι
να συνοψίζει την μέχρι τώρα πορεία της μπάντας, κάτι σαν μία συλλογή b-sides
από όλη τη δισκογραφία τους, ηχογραφημένα όμως με τη συνέπεια και την ωριμότητα
της μεστής 12ετούς ιστορίας τους. Και μάλιστα σε τέτοιο χρονικό σημείο που να
μην εγείρει ούτε στο ελάχιστο την υποψία μίας φυσιολογικής κάμψης ή κόπωσης.
Και μη σας πτοεί ο όρος b-sides, το είπαμε και νωρίτερα: Εκεί είναι που
κρύβεται το DNA τους και η συνθετική τους ευφυία. Το αν αποτελέσει το The
Hawk Is Howling σημείο αναφοράς είναι κάτι που μόνο ο χρόνος μπορεί να
κρίνει. Και επειδή ο χρόνος φέρεται μόνιμα στους Mogwai με χαρακτηριστική
ευγένεια, μπορούμε με ασφάλεια να χαρακτηρίσουμε το άλμπουμ ήδη κλασσικό.
Rating: 8,3 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Mogwai - Batcat video
Misuse - Misuse
Desecid / Genesis / Flat Line Evolution / Loss In
Action / Progyria / Amanzi / While It Lasts / Way
To The Seashore
March 2008 - Puzzlemusik
Οι Misuse είναι από τους κυριότερους εκπροσώπους
του post rock στην χώρα μας. Έχοντας
στο ενεργητικό τους πολλές ζωντανές εμφανίσεις, ανοίγοντας για ονόματα όπως Mogwai, Crippled Black Phoenix αλλά και τους A Silver Mount Zion και μετά από
αρκετές συμμετοχές σε συλλογές, τους βρίσκουμε εδώ στην πρώτη τους ολοκληρωμένη
δισκογραφική προσπάθεια. Στο ντεμπούτο τους ομώνυμο άλμπουμ, οι Misuse μας
αποδεικνύουν ότι έχουν εντρυφήσει στο είδος τους και μας παρουσιάζουν ένα “τζαμάρισμα”
που εμπεριέχει όλη την μαεστρία που έχουν αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια μαζί.
Το εναρκτήριο "Desecid" είναι
ένας μουσικός καταιγισμός εικόνων, μεστό, γεμάτο συναίσθημα, με τα έγχορδα του
κλεισίματος να απογειώνουν την ακρόαση με πινελιές βάθους. Ακολουθούν τα "Genesis", "Flat Line Evolution" και
"Loss In Action" που αποτελούν
μια ενότητα. Το ένα κομμάτι διεισδύει αρμονικά στο άλλο, κάνοντας τα να
λειτουργούν σαν ένα ενιαίο σύνολο που παρά την μεγάλη διάρκεια δεν κουράζει
καθόλου.Το "Progyria"είναι ένα κομμάτι μελωδικό με
δυναμικά κοφτά γεμίσματα με τα χαρακτηριστικά του ξυλόφωνα να φωτίζουν τα
σκοτεινά όνειρα που υφαίνουν περίτεχνα οι Misuse. "Amanzi". Εισαγωγή με πιάνο, ονειρικό, σαν να επιπλέεις
πάνω από τα σύννεφα, ένα αέρινο ταξίδι. Στην συνέχεια το "While It Lasts", γνωστό
από την περσινή συλλογή της Spinalonga "In The Junkyard – vol. 3" αποτελεί
την προσωπική μου αδυναμία. Αποτελεί βασικό συστατικό των ζωντανών τους
εμφανίσεων, μία κινηματογραφική σύνθεση που αποδεικνύει τόσο την τεχνική
αρτιότητα του συγκροτήματος όσο και την ικανότητά τους να συνεργάζονται
δημιουργώντας όμορφη μουσική. Ο δίσκος κλείνει με το "Way To The Seashore".
Συννεφιασμένη ατμόσφαιρα που διακόπτεται από ηλεκτρικά ξεσπάσματα και εναλλαγές
της διάθεσης.
Οι Misuse έχουν την ικανότητα να ταξιδεύουν τον
ακροατή με την μουσική τους. Η απουσία φωνητικών δίνει την ελευθερία στον
καθένα να ερμηνεύσει την κάθε σύνθεση από το συναίσθημα που αναβλύζει μέσα από
αυτή. Δημιουργούνται εικόνες και προκαλούνται οι αισθήσεις. Πρόκειται για μια
δουλειά που χαρίζει εγκεφαλικές περιπλανήσεις στον ακροατή. Όσο για το
συγκρότημα πείθει απόλυτα για τα μεγάλα εφόδια που διαθέτει και αφήνει πολλές
υποσχέσεις για ακόμη ωραιότερα πράγματα στο μέλλον.
Misuse myspace
Rating: 7,2 / 10
Νίκος Δρίβας
comments & discussion
WOLFGANG VOIGT – Gas
1. Der Walt / 2. Das Moor / 3. November 89 / 4. Nah Und Fern / 5. Tal 90 (Version)
Raster - Noton / 04 August 2008
“Music without beginning and without end, cushioned contours that fall
softly into the space, that seem to overrule temporal schemes. GASeous music,
caught by a bass drum just marching by, that streams, streams out through the
underwood across the forest soil.”
Wolfgang Voigt
Αρχές
καλοκαιριού κυκλοφόρησε από την Γερμανική Kompakt,
σε ένα box - 4 CD - (και σε διπλό βινύλιο)
ίσως το σημαντικότερο από τα πάρα πολλά projects
του Wolfgang Voigt, oι
Gas.
Το «Nah Und Fern»
περιείχε τα τέσσερα άλμπουμς της περιόδου ’96 - ’00, τα οποία είχαν βγει από
την κλασσική πια Mille Plateaux.
Εδώ και αρκετά χρόνια είναι εξαντλημένα και φυσικά δυσεύρετα, λόγω της
χρεοκοπίας της EFA Medien,
διανομέα της Force Inc. (η Mille
Plateaux ήταν sub
– label), η οποία ανάγκασε την εταιρία από την Φρανκφούρτη και
τις υπό εταιρίες του Achim Szepanski
να κλείσουν. Έτσι, εάν κάνετε μία πλοήγηση στο e-bay,
θα δείτε πόσο πωλούνται πλέον τα άλμπουμς «Pop»,
«Gas», «Königsforst»
και «Zauberberg». Αυτομάτως λοιπόν, αντιλαμβάνεται κανείς το πόσο σημαντική,
όσο και επιτακτική ήταν αυτή η κυκλοφορία από την Kompakt, στην οποία ο Voigt είναι και
συνιδιοκτήτης.
Το δίλλημά μου όμως ήταν το εξής: να
παρουσιάσω την παραπάνω κυκλοφορία ή το CD / Book που κυκλοφόρησε
μετά από δύο μήνες; Τελικά επικράτησε το δεύτερο για δύο απλούς λόγους. Αφενός
γιατί τα 4/5 του CD είναι ανέκδοτα, αφετέρου διότι δεν μπορούσε να παραμεριστεί ένα βιβλίο
128 σελίδων με φωτογραφίες του ίδιου του καλλιτέχνη από την περίοδο 1995 -
1998.
Η Raster – Noton δίνει μεγάλη έμφαση στις συσκευασίες της και κατά
καιρούς κυκλοφορεί κάποια CD με την συνοδεία βιβλίου, όπως η συλλογή «Oacis»
ή το dvd «Fades» ,
του Carsten Nicolai. Ήρθε και η σειρά λοιπόν του Wolfgang Voigt να κυκλοφορήσει από
την Raster, σε αυτή την πολυτελή έκδοση, το Wolfgang Voigt - Gas,
μετά από εννέα χρόνια και εκείνο το «20 Minuten
Gas Im November
/ 20’’ November» τo 2000. Ο ίδιος ο Voigt
δεν χρειάζεται και πολλές συστάσεις. Γνωστός από την δεκαετία του ’90 με projects όπως
οι Mike Ink, Studio
1, Grungerman κ.α., κατέστησε τον εαυτό του, ως μία από τις
σημαντικότερες περσόνες στον χώρο του πειραματικού ήχου, αλλά και του minimal
techno. Με την τελευταία του κυκλοφορία μας μεταφέρει 20 χρόνια
πίσω σε ανέκδοτες συνθέσεις του, που χαρακτηρίζονται από μονότονες λούπες και
αδιευκρίνιστους βόμβους που περιβάλλουν τον χώρο. Στην ambient
μουσική έχει επικρατήσει ο άποψη ότι όταν αναφερόμαστε σε αυτό το είδος, ο νους
μας πρέπει να πηγαίνει αυτομάτως σε ένα χαλαρό άκουσμα που καταπραΰνει και
χαλαρώνει. Αυτό δεν συμβαίνει με την μουσική των Gas,
αλλά μην σας πηγαίνει το μυαλό στο επονομαζόμενο dark
ambient.
Στα
πέντε κομμάτια του άλμπουμ - των οποίων η διάρκεια κυμαίνεται από 10 έως 13
λεπτά - ο Voigt ξέχωρα από μία αινιγματική διάθεση που αναβλύζει, βάζει
τον ακροατή μέσα σε μία σπηλιά, ένα ηχοτοπίο, που δημιουργεί με την επανάληψη,
τον πειραματισμό και τον όγκο του ήχου, μία αμφιθυμία, η οποία με την σειρά της
παγιδεύει σε εκείνο το «ξένο» μέρος, όποιον αποπειράται να γευτεί τον ήχο της
μουσικής του. Έναν ήχο που μεταλλάσετε, δεν μένει ποτέ ο ίδιος αν και αρχικά
σου δίνεται η αντίθετη εντύπωση, λόγω της επανάληψης, τοποθετώντας τον ακροατή
σε μία πλάνη που ο τελευταίος είναι αναγκασμένος να ξεπεράσει για να του δοθεί
η ευκαιρία να εξερευνήσει την σπηλιά. Η δομή της μουσικής αναπόφευκτα
αντικατοπτρίζεται στις φωτογραφίες του Γερμανού συνθέτη. Αυτός άλλωστε ήταν και
ο σκοπός το CD να συνοδεύεται από ένα βιβλίο για να δοθεί έμφαση στον
οπτικό κόσμο του Voigt. Ένας κόσμος στον
οποίο συγκρούονται αντίθετα συναισθήματα, αρχές και ιδέες. Η ευτυχία με την
δυστυχία, το άπλετο φως με το σκοτάδι, η μονοτονία με την πειραματισμό. Κάτι
που συνεχίζεται αενάως δίχως να επικρατεί καμία από τις δύο πλευρές. Αυτό
μεταφράζεται σε μία πρωτόγνωρη συγκίνηση στο άκουσμα της μουσικής, που σε
συνδυασμό με την ατέρμονη δομή, φέρνει τον ακροατή σε ένα πνευματικό επίπεδο
ολοκλήρωσης και περάτωσης από τα κοινά.
Υ.Γ. Οι οπαδοί των εταιριών Miasmah, Touch, Mego και Type, θα
ενθουσιαστούν, αλλά και θα διαπιστώσουν τις επιρροές πολλών μεταγενέστερων
μουσικών
Νίκος Τσίνος
comments & discussion
Woven Hand - Ten Stones
01. Beautiful Axe / 02. Horse Tail / 03. Not One Stone / 04. Cohawkin
Road / 05. Iron Feather / 06. White Knuckle Grip / 07. Quiet Nights Of Quiet
Stars / 08. Kicking Bird / 09. Kingdom Of Ice / 10. His Loyal Love / 11.Ten Stone Drone
12 September 2008 - Sounds Familyre
Δύο χρόνια προσευχής και εκκλησίας χρειάστηκαν ο Δαβίδ Ευγένιος Edwards (David Eugene Edwards) και το Υφασμένο Χέρι (Woven Hand) για να κυκλοφορήσουν το τέταρτο σε σειρά στούντιο
άλμπουμ τους "Ten Stones" (μαζί με κάποιες
άλλες κυκλοφορίες είναι το έκτο). Είχε προηγηθεί το μέτριο "Mosaic" το 2006, το
συμπαθητικό "Consider the Birds" το 2004 και το
εκπληκτικό -γιατί ξέφευγε από το μοτίβο των 16 Horsepower- "Woven Hand" το 2002.
Ως μπάντα πλέον και όχι ως project του τραγουδιστή-Edwards- oμολογώ πως κάθε φορά
που κυκλοφορούν κάτι καινούριο είμαι περίεργος να το ακούσω. Αυτό γιατί όντας
μία από τις πιο γνωστές χριστιανικές μπάντες (λόγω των στίχων τους προφανώς) και
σε συνδυασμό με την εκπληκτική φωνή του Edwards η προσοχή μου επικεντρώνεται πάντα σε αυτόν ενώ συνεχώς σκαλίζω αυτά που
ψέλνει. Το εντυπωσιακό λοιπόν και συγχρόνως χαρακτηριστικό του, είναι ο φόβος
με τον οποίο απευθύνεται κάποιες φορές προς Αυτόν, η ευκολία με την οποία
μηδενίζει τον εαυτό του μπροστά Του και γενικώς η απόγνωση με την οποία βλέπει
ένα θέμα που όσο θρησκευόμενοι και να είμαστε εμείς δεν θα το βλέπαμε ποτέ
έτσι.
Εδώ είναι το περίεργο της υπόθεσης! Η ακρόαση του Ten Stones ήταν τελείως διαφορετική, αυτό γιατί κατά
κάποιο τρόπο ο ήχος τους έχει αλλάξει. Πιο ογκώδης, πιο βαρύς, straight to the head που λένε.
Χαρακτηριστική είναι η θέση των drums του Ordy Garrison και της κιθάρας του
Peter van Laerhoven δίπλα στον Edwards πλέον, οι οποίοι ο καθένας από το πόστο του φέρνουν
την Αποκάλυψη στα ηχεία του στερεοφωνικού. Ο μεν Garrison πολύ σωστά ακολουθεί τον χείμαρρο Edwards κάποιες φορές και με δύκαση ενώ ο δε Peter μπλαμπλαhoven θα μπορούσε να
έπαιζε σε κάποιο heavy metal συγκρότημα. Χαρακτηριστικά τραγούδια του δίσκου που επαληθεύουν τα
άνωθεν είναι το εισαγωγικό "The beautiful axe" , "Not one stone", "Κicking bird" ενώ δεν λείπουν τα χαρακτηριστικά Woven Hand τραγούδια "Horsetail" και "Kingdom of Ice" καθώς και τα πιο
πειραματικά "Cohawkin road", "Iron feather", "Quiet nights of quiet stars" αλλά και η
καλύτερη στιγμή του άλμπουμ, το επικό "White knuckle grip".
Ο Ευγένιος και η παρέα του επιχείρησαν ένα πείραμα-με την ευλογία Του
πάντα- το οποίο μάλλον πέτυχε. Κρατώντας όσα στοιχεία τους έκαναν
χαρακτηριστικούς και ίσως μοναδικούς και προσθέτοντας λίγο ακόμα τσαμπουκά
φαντάζομαι πως δημιούργησαν έναν δίσκο αντάξιο αλλά και διαφορετικό από αυτούς
που μας είχαν προσφέρει παλιότερα. Εντύπωση μου έκανε πως δεν ακούγεται αρκετά
το banjo (το προερχόμενο από Αφρικανούς σκλάβους έγχορδο όργανο που
έχουν υιοθετήσει οι Αμερικάνοι) πράγμα που όμως καλύπτεται υπέροχα από την διαφορετική μουσική επένδυση
του δίσκου.
Woven Hand myspace
Rating: 7,5 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
comments & discussion
Pages