Primal Scream - Beautiful Future
01.Beautiful
Future 02.Can't Go Back 03.Uptown
04.The Glory Of Love 05.Suicide
Bomb 06.Zombie Man 07.Beautiful Summer 08.I Love To Hurt You (You Love To Be
Hurt) 09.Over & Over 10.Necro HexBlues 11.The Glory Of Love (Single Version)
1 August 2008 - Warner
Στο ένατο άλμπουμ τους έφτασαν αισίως οι Primal Scream. Και
σίγουρα, δεν είναι αυτό μία είδηση που δικαιούται κανείς να προσπεράσει
αδιάφορα. Μιλάμε για ένα από τα συγκροτήματα που σημάδεψαν με τις κυκλοφορίες
τους τη μουσική ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας - και λίγα λέμε. Αν έχεις στο
βιογραφικό σου δίσκους όπως τα Screamadelica, Vanishing Point, XTRMNTR,
μόνο απαρατήρητος δεν μπορείς να περάσεις...
Και αυτό είναι τόσο ευχή όσο και κατάρα, αγαπητέ κύριε Gillespie...
Εν έτει 2000, σύσσωμος ο παγκόσμιος μουσικός τύπος ανακάλυπτε στο XTRMNTR
το πρώτο μεγάλο άλμπουμ του νέου αιώνα. Τεράστιος πλούτος ιδεών, ετερόκλητα
μουσικά στυλ, ένταση, όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα μουσικό
αριστούργημα ήταν παρόντα και απαστράπτοντα. Τόσο που ελάχιστοι ενοχλήθηκαν από
το σαφώς υποδεέστερο (αλλά εν γένει άκρως αποδεκτό) Evil Heat που το
ακολούθησε. Και με την κυκλοφορία μίας συλλογής που συνόψιζε την μέχρι τότε
πορεία τους, οι Primal Scream δικαιούντο να ατενίζουν με αισιοδοξία την επόμενη
(άραγε τελευταία;) φάση της πορείας τους. Αλίμονο όμως, η έκπληξη που
επιφύλασσαν στους οπαδούς τους ήταν σκληρή... Το Riot City Blues τους
βρήκε στο ναδίρ της συνθετικής τους ικανότητας, όντας παροιμιωδώς άνευρο,
βαρετό και χωρίς το παραμικρό ψήγμα της θρυλικής τους έμπνευσης, αγγίζοντας τα
όρια ενός κακόγουστου αστείου. Αν ισχύει ότι η μουσική που παίζουν σχετίζεται
με το είδος των ναρκωτικών που καταναλώνουν την εκάστοτε χρονική περίοδο,
μάλλον οι φίλοι μας εν έτει 2006 "φτιάχνονταν" με το υγρό από μπαταρίες
αυτοκινήτου...
Όπως είναι σαφές, η κυκλοφορία του ένατου άλμπουμ τους
αναμενόταν με ξεχωριστό ενδιαφέρον - και με κάποια αγωνία, είναι η αλήθεια. Για
πολλούς οπαδούς τους, ένα δεύτερο σερί χτύπημα στην υστεροφημία της μπάντας θα
ήταν καταδικαστικό - άποψη που προσωπικά με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Οι
πληροφορίες που έλεγαν ότι την παραγωγή του Beautiful Future ανέλαβαν
από κοινού οι Björn Yttling και ο παραγωγός των Bloc Party, Paul
Epworth, απλά επέτειναν το κλίμα της αβεβαιότητας...
Τελικά, ήρθε η κυκλοφορία του δίσκου και όχι, καμία
καταστροφή δεν συντελέστηκε. Δεν έχω ιδέα αν η μπάντα είχε συναίσθηση του
γεγονότος ότι βρισκόταν σε κρίσιμο σταυροδρόμι, επέλεξε όμως να κινηθεί σε
γνώριμα μονοπάτια και να μην επιφυλάξει εκπλήξεις στους οπαδούς της. Ούτε
ευχάριστες αλλά, κυρίως, ούτε τραυματικές. Το Beautiful Future είναι σαφώς πιο
ηλεκτρικό / ηλεκτρονικό από τον προκάτοχό του. Διαθέτει δυνατές στιγμές και
επίδοξα singles. Ηχητικά, τους επαναφέρει σε μονοπάτια που γνωρίζουν καλύτερα
και στα οποία μπορούν αν κινηθούν με μεγαλύτερη άνεση - είναι σαφές ακόμα και
από την πρώτη ακρόαση. Έχει εκλεκτούς καλεσμένους (Josh Homme, Linda Thompson,
τη Lovefoxxx των CSS). Και δείχνει ότι, αν σοβαρευτεί, το συγκρότημα είναι
ακόμα σε θέση να συνθέσει αξιοπρεπή τραγούδια.
Μετά το άνευρο και -επιεικώς- μέτριο εισαγωγικό track, η
κατάσταση παίρνει γρήγορα τα πάνω της. Το Can't Go Back είναι ένα
τραγούδι βγαλμένο από τις μεγάλες στιγμές του συγκροτήματος, γκαζωμένο, άγριο
και επιθετικό. Τα "γερόντια" έχουν ακόμα ψυχή και κότσια... Το ρυθμικό Uptown
συνεχίζει μια χαρά, δείχνοντας ότι το ηλεκτρονικό στοιχείο μια χαρά τους
ταιριάζει (δεν θα αναφερθώ στους country πειραματισμούς του παρελθόντος, θα με
πιάσει πονοκέφαλος...). Εξίσου δουλεμένο είναι και το Suicide Bomb, αν
και λίγο αργό για να αποτελέσει επίδοξο highlight. Το αφελές Zombie Man,
παραδόξως, καταφέρνει να κερδίσει τις
εντυπώσεις και να επιβεβαιώσει ότι αυτοί οι τύποι μπορούν να σκαρώσουν ένα
"πιασάρικο" τραγούδι κυριολεκτικά από το πουθενά. Τα I Love to Hurt You (You Love to
Be Hurt) και The Glory Of Love παίζουν το 1-2 μεταξύ τους και επίσης σκοράρουν. Με την προσθήκη του πολύ
καλογραμμένου Beautiful Summer και του "δυναμίτη" Necro Hex Blues
(με τον "κολλητό Josh στις κιθάρες) το συνολάκι δείχνει τα δόντια του και
πιστοποιεί, αν μη τι άλλο, ότι οι Primal Scream στέκονται γερά στα πόδια τους
και το υγρό για μπαταρίες (που λέγαμε παραπάνω...) τουλάχιστον δεν τους άφησε
κάποια μόνιμη βλάβη. Ευτυχώς..!
Υπάρχει όμως κάτι που στα 54 λεπτά του άλμπουμ λάμπει δια
της απουσίας του, και δεν είναι άλλο παρά η μεγαλοφϋία της μπάντας. Το Beautiful
Future απέχει πράγματι πάρα πολύ από το να χαρακτηριστεί κακός δίσκος. Ο
μεγαλύτερος εχθρός του είναι τα ίδια τα άτομα που αναγράφονται ως δημιουργοί
του στο booklet και τα οποία μας έχουν χαρίσει στο παρελθόν στιγμές μεγαλείου.
Αυτό το μεγαλείο σε καμία στιγμή του δίσκου δεν είναι παρόν. Επαναλαμβάνω,
αξιοπρεπή (έως τα όρια του να χαρακτηριστούν καλά...) τραγούδια υπάρχουν. Και
μάλιστα το σύνολο είναι αρκετά σφριγηλό και δεμένο, σε βαθμό που να μπορεί
άνετα να του αποδοθεί ένας ξεχωριστός χαρακτήρας. Και, μεταξύ μας, δεν υπάρχει
καμία στιγμή τόσο κακή ώστε να "κηλιδώσει" τη συνολική εικόνα του δίσκου. Και
όμως, ένα ολόκληρο καλοκαίρι, το δισκάκι δεν "έλιωσε" στο στερεοφωνικό μου, δεν
μπήκε στο player του αυτοκινήτου, ούτε "διαφημίστηκε" σε γνωστούς και φίλους.
Και χωρίς να έχει πια τόσο "ισχυρό" ανταγωνισμό ώστε να πετύχει τα παραπάνω. Τι
μου φταίει τότε, ρε γαμώτο;
Φταίει μάλλον το γεγονός ότι με τον δίσκο αυτό ένα
τεράστιο συγκρότημα φτάνει ένα (ακόμα) βήμα πιο κοντά στη λήξη της καριέρας
του. Και τα περιθώρια δείχνουν να στενεύουν απειλητικά. Κανείς οπαδός των
Primal Scream δε θα τους ήθελε να επαναπαυθούν στις δόξες του παρελθόντος,
σίγουρα. Και είναι ευπρόσδεκτη η προσπάθειά τους να μείνουν συντονισμένοι με τη
μουσική πραγματικότητα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Θα ήταν όμως υπέροχα το τέλος
τους να σηματοδοτηθεί με ένα ακόμα πραγματικά ΣΠΟΥΔΑΙΟ άλμπουμ και μετά
υπερήφανα να μας αφήσουν στις αναμνήσεις μας. Οι ίδιοι το αξίζουν αυτό
περισσότερο από όσο το κοινό τους το
δικαιούται. Με αυτή την προσέγγιση, το Beautiful Future "εξαγοράζει" τα
δυο-τρία χρόνια μέχρι την επόμενη κυκλοφορία τους και μας κάνει να ελπίζουμε
ότι το δέκατο άλμπουμ τους θα είναι αυτό που ξανά θα μας συγκλονίσει. Λέτε; Ο χρόνος θα δείξει...
Rating: 7,3 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Primal Scream - Can't go back video
Max Richter - 24 Postcards In Full Colour
1. The Road In Grey Tape / 2. H In New England / 3. The
Picture Of Us. P. / 4. Lullaby From The Westcoast Sleepers / 5. When The
Northern Lights / Jasper And Luise / 6. Circles From The Rue Simon / Crubellier
/ 7. Cascade NW By W / 8. A
Sudden Manhattan Of The Mind / 9. In
Luisville At 7 / 10. Cathodes / 11. I Was Just Thinking / 12. A Song For H / Far Away / 13.
Return To Prague / 14. Broken Symmetries For H / 15. Berlin By Overnight / 16.
Cradle Song For A (Interstate B3) / 17. Kierling Doubt / 18. From 553 W Elm
Street, Logan Illinois (Snow) / 19. Tokyo Riddle Song / 20. The Tatu Piano /
21. Cold Fusion Fro G / 22. 32 Via San Nicolo / 23. Found Song For P. / 24. H
Thinks A Journey
25 August 2008 - Fat Cat Records
Από την χρονιά του 2002 και το «Memoryhouse» ανά δύο έτη ο Max Richter κυκλοφορεί και ένα άλμπουμ.
Φτάνοντας λοιπόν στο ’08 ο Γερμανός συνθέτης κυκλοφορεί το «24 Postcards In Full Colour». Αυτό που αξίζει να αναφερθεί
είναι ότι στο άλμπουμ υπάρχουν μικρά σε διάρκεια κομμάτια (από 60’’ μέχρι 3’) και ο λόγος γι’ αυτό είναι τα… ringtones! O μουσικοσυνθέτης που πλέον η βάση του
είναι το Εδιμβούργο, δηλώνει ότι και αυτός είναι ένας τρόπος να ακούσει κάποιος
μουσική -σημεία των καιρών. Τώρα κατά πόσο είναι εφικτό να χτυπάει το κινητό
σου και να ακούγεται το In Luisville 7, αυτό είναι άλλο θέμα. Όπως μας
πληροφορεί η Fat Cat (η 130701 είναι sub-label) μπορούν να εγγραφούν κάποια άτομα από την
ιστοσελίδα του Max Richter και να λάβουν
κάποιο ή κάποια κομμάτια στο κινητό τους. Έτσι στην παράσταση που θα δώσει ο
μουσικός και στην οποία θα υπάρχουν και κάποια installations, το κοινό θα έχει κατά κάποιο τρόπο
το ρόλο της ορχήστρας ενεργοποιώντας το κείμενο που θα τους έχει σταλεί.
Ας αφήσουμε όμως τα ringtones που στην κυριολεξία μας έχουν
κατακλείσει και ας επικεντρωθούμε σε αυτό καθ’ αυτό το άλμπουμ. Φαίνεται ότι
εκεί στο νησί ο Max Richter θα απηύδησε ακούγοντας συνέχεια από τα κινητά το Crazy Frog –δεν έχει ακούσει φαίνεται τα δικά
μας…
Η ανάμνηση που μας έχουν αφήσει τα τρία
προηγούμενα άλμπουμς του ήταν η καλύτερη δυνατή. Ειδικότερα τα «Memoryhouse» και «The Blue Notebooks» είναι πλέον αναφορά στον κύκλο του
modern
classical, αν
και εγώ προτιμώ να χαρακτηρίζω τον Max Richter ως post classical συνθέτη. Στην τελευταία του δουλειά
ακούγοντας κανείς ένα - ένα τα 24
κομμάτια, είναι σαν να κρατάς ένα καρτποστάλ από ένα φιλικό σου πρόσωπο.
Μια φωτογραφία με πολλές προεκτάσεις, που μπορεί να μην βλέπεις πέρα από το
τοπίο κάτι άλλο, όμως αυτό δεν σε εμποδίζει να φανταστείς και να βρεθείς νοητά
εκεί, σε ένα ιδεατό μέρος. Ένα σύντομο ταξίδι που κρατάει όσο το
ανοιγόκλειμα των ματιών, αφήνοντας ανάμεικτα
συναισθήματα νοσταλγίας, -γλυκιάς- μελαγχολίας, πόθου, έρωτα… όλα αυτά, τόσο
σύντομα, όσο και οι μελωδίες που εσωκλείονται στο «24 Postcards In Full Colour». Τα 24 κομμάτια του άλμπουμ τα
ακούς σαν να κοιτάζεις με την ίδια αγωνία τα καρτποστάλ που κρατάς στα χέρια
σου και δίχως να το καταλάβεις, αυτή η σύντομη περιήγηση έχει τελειώσει, με
εσένα να συνεχίζεις να τα έχεις στις παλάμες σου, εντυπώνοντας όμως βαθιά μέσα
σου την γλυκύτητα που αναβλύζει τόσο από το πιάνο, όσο και από το βιολί, τα
οποία έχουν εναρμονιστεί στα τοπία που μόλις ο νους σου ταξίδεψε.
Μες στην αχλή της μουσικής τού Max Richter μπορούμε να αναζητήσουμε την
γαλήνη, αλλά και κάποιο κομμάτι του ίδιου μας του εαυτού. Ίσως να είναι αυτός
που μας στέλνει εκείνες τις καρτποστάλ για να μας φέρει σε έναν κόσμο όπου
εμείς οι ίδιοι υποσυνείδητα έχουμε πλάσει. Σε όλα τα άλμπουμς του Richter υπάρχει η αλληγορία και κατά
κάποιον τρόπο, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το «Songs From Before» συνεχίζεται στο «24 Postcards In Full Colour». Καθόλου απίθανο. Παρ’ όλα αυτά,
όπως και να ακούσει κάνεις τις δουλειές του Max Richter, είτε μεμονωμένα είτε στη ολότητά
τους, σίγουρα θα «σκαλίσει» πολλά και ενδιαφέροντα συναισθήματα ενδόμυχα.
Τέλος, στο καθαρά μουσικό κομμάτι του άλμπουμ συναντάμε και κάποιες
ρηξικέλευθες ιδέες από τον συνθέτη, όπως η εμφάνιση κιθάρας σε λίγα κομμάτια,
αλλά με έναν ήχο που σε παραπέμπει στο «Endless Summer» του Fennesz. Η ένθεη έμπνευση στις συνθέσεις
που αυτομάτως θυμίζουν Arvo Pärt με την απλότητα στο πιάνο –σαν τις δουλειές
του Dustin ‘O Halloran- αφήνουν τον ακροατή έμπλεο συναισθημάτων.
Klaus Schulze / Lisa Gerrard – Farscape
CD1: Liquid Coincidence 1 / Liquid Coincidence 2 / Liquid Coincidence 3 CD2: Liquid Coincidence 4 / Liquid Coincidence 5 / Liquid Coincidence 6 / Liquid Coincidence 7
4 July 2008 / Synthetic Synphony
Περί μαγειρικής και λοιπών τεχνών..
Λέγεται, ότι στην μαγειρική δύο πράγματα είναι σημαντικά. Το
πρώτο, η τέχνη του μάγειρα, οι γνώσεις και εμπειρίες. Το δεύτερο, τα υλικά τα
οποία χρησιμοποίησε, αν αυτά ήτανε καλής
ποιότητας, από το πάνω ράφι, ή από το πανέρι.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα δούμε πως ο μάγειρας (Klaus Schulze) κατάφερε με εξαιρετικά υλικά (Lisa Gerrard) να μας δώσει μια από τις
χειρότερες φετινές σούπες, κρύα, βαριά και βαρετή, κάτω από το όνομα Farscape.
Μερικά λόγια από τον Τσελεμεντέ..
Ο Klaus Schulze, εξήντα ενός πλέον, έκανε το όνομά
του σαν ένα από τα ιδρυτικά μέλη των θρυλικών Tangerine Dream , έστω κι αν συμμετείχε μονάχα στο
ντεμπούτο τους, έπειτα στους Ash Ra Tempel και (κυριότερα) παράγοντας μια
τεράστια δισκογραφία σαν σόλο καλλιτέχνης, μια καριέρα που κρατά σχεδόν τριάντα
χρόνια πλέον.
Η Αυστραλή Lisa Gerrard έγινε πασίγνωστη μέσα από το σχήμα
των Dead Can Dance, αφήνοντας στο πλευρό του Βρετανού Brendan Perry μερικές εξαιρετικές δουλειές. Η
διάλυση του σχήματος την βρήκε μάλλον προετοιμασμένη, ακολουθώντας έκτοτε μια
καλή σόλο διαδρομή, περιλαμβάνοντας σε αυτήν και μερικά πετυχημένα soundtrack.
Για δύο ώρες στο φούρνο..
Ξεκινώντας να τονίσω κάτι. Δεν τα πάω καλά με τις μεγάλες σε
διάρκεια κυκλοφορίες. Θεωρώ ότι ο μουσικός έχει χρέος να ξεσκαρτάρει το υλικό
καλά και να παρουσιάσει στο κοινό ότι καλύτερο έχει στο οπλοστάσιο του. Το να
δώσεις κάτι που πλησιάζει (ξεπερνάει) τις δυο ώρες, δηλώνει δυο πράγματα: Ή
είσαι υπερβολικά σίγουρος για το υλικό, ή φοβάσαι ότι αυτό που βγάζεις από το
φούρνο δεν είναι αρκετό και βάζεις και βάζεις και βάζεις για να ρεφάρεις,
κοινώς δεν είσαι σίγουρος. Δε με πείθει ο Schulze ότι είναι σίγουρος για αυτό που
έχει στα χέρια του, μου φάνηκε ότι φοβήθηκε να "κόψει" (για πολλούς λόγους). Η
εν λόγω δουλειά λοιπόν έχει μια έκταση που καταλαμβάνει σχεδόν την πλήρη
διάρκεια των δυο CD του Digipack.
Το σερβίρισμα και η πρώτη γεύση..
Δύο CD λοιπόν. Δύο CD ambient μουσικής, η New Age του παρελθόντος έχει καλώς ή κακώς πεθάνει.
Στο πιάτο όμως έχουμε λίγα πράματα. Λίγοι ήχοι. Λέει ο Schulze για αυτό στο ένθετο: "..and the
more tracks you need, the less substance the basic track has, which is the most
important thing anyway.. / ..My best pieces only have ten tracks and they don't
need any more than that.." Και κάπου εδώ κρύβεται ένα από τα μειονεκτήματα. Οι ήχοι
είναι όντως λίγοι, και το πρόβλημα είναι ότι είναι ανέμπνευστοι τις
περισσότερες φορές, αρκετά προβλέψιμοι, η δομή πανομοιότυπη στα περισσότερα
τμήματα της δουλειάς. Τα ίδια "χαλιά" σαν ήχοι να τραβάνε για πολλά λεπτά
(χωρίς ποικιλία και εναλλαγή) και, σχεδόν πάντα, τα ίδια κρουστά να μπαίνουνε
στα τελευταία δύο λεπτά του κάθε κομματιού. Και αυτό δε συμβαίνει μια και δυο
φορές.. Αν είχα τη δουλειά σε βινύλιο θα ήθελα να δοκίμαζα το εξής: Καθώς
παίζει ένα κομμάτι θα σήκωνα τη βελόνα και θα την τοποθετούσα σε ένα
οποιοδήποτε, τυχαίο σημείο. Είμαι σχεδόν σίγουρος, θα μπορούσε να είναι το ίδιο
κομμάτι, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ.
Λέει ο Schulze στο ένθετο: "We scheduled six days to do it. On the first day we
just went out for dinner and didn't record any music at all.. / ..Lisa sang
everything only once. She didn't listen to her recorded vocals afterwards.."
Το κυρίως πιάτο..
Η μουσική λοιπόν χάνεται κάπου στη μετριότητα. Το μόνο που
μπορεί να σώσει τη δουλειά είναι η ερμηνεία της Gerrard. Όσοι περιμένουν να ακούσουν τον contralto τόνο της φωνής της (contralto είναι ένας όρος της κλασικής
μουσικής και περιγράφει τη φωνή που βρίσκεται ανάμεσα σε tenor / mezzo soprano) ή τις σχεδόν παγανιστικές κορόνες
της, έπαιξαν και έχασαν. Το τραγούδισμα είναι πολύ χμμ.. άνευρο, πολύ μέτριο,
πολύ επίπεδο, πολύ πολλά και τίποτα. Ειδικά στο πρώτο δισκάκι η ερμηνεία της
μουντή, χωρίς αναλαμπές, σχεδόν βαρετή. Δυστυχώς δηλαδή, δένει εξαιρετικά με τη
μουσική. Στο δεύτερο δισκάκι τα πράγματα βελτιώνονται κάπως, αλλά όχι αρκετά
ώστε να ανατρέψουν το κλίμα που ήδη έχει φτάσει στα όρια της νύστας, της οργής
για το χάσιμο χρόνου και ταλέντου.
Λέει η Gerrard στο ένθετο: "All I did was go and improvise.. / I remember once
I was planting grasses with a gardener. I said to him, what do I do, do I put
them in the ground, or do I put water first or dig a hole, what do I do, and he
said "Do it with your soul, Lis.."
Η μετάγευση κι ο λογαριασμός..
Και κάπου εδώ νομίζω βρίσκεται η καρδιά του σφάλματος. Η
δουλειά έγινε από δύο άτομα με τεράστια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους. Δυο
άτομα που δεν περιμένουν να κριθούν από αυτό το δισκάκι. Κι όμως αυτό είναι
λάθος. Οι καλές προθέσεις δεν κάνουν μια καλή δουλειά. Τα βαριά ονόματα δεν
κάνουν μια καλή δουλειά. Όλα τα υλικά του κόσμου και η εμπειρία των μαγείρων
δεν κάνουν ένα καλό πιάτο αν αυτό γίνει βάσει βιογραφικού, και μόνο. Με έναν
τρόπο μαγειρέματος που στηρίζεται στην έπαρση και τις ικανότητες. Κι όμως, η
ψυχή λείπει από το έργο τελικά.
Περίμενα με ανυπομονησία αυτή τη δουλειά και με χτύπησε σαν
μερικοί τόνοι από τούβλα. Δεν το περίμενα, πλανεύτηκα κι εγώ από τα ονόματα,
περίμενα κάτι μεγάλο που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Έπιασα τον εαυτό μου κατά την ακρόαση
να είναι θυμωμένος, να κοιτάζω με μίσος τα ηχεία και σχεδόν να φωνάζω "για το
όνομα του θεού, παίξε κάτι!". Δυσκολεύτηκα να το ακούσω το δισκάκι, και κάθε
φορά ήτανε και δυσκολότερη, ώσπου απλά δεν μπορούσα άλλο και απλά βγήκε από το player, δύσκολα θα ξαναμπεί.
Δε μπορώ να συστήσω αυτή τη δουλειά, ακόμα και σε φανατικούς
της ambient μουσικής. Υπάρχουν πολύ καλύτερα παραδείγματα στο είδος
αυτό.
Κρίμα.
Rating: 4 / 10
Ερμής Κουκάρης
Klaus Schulze & Lisa Gerrard live
Hammock - Maybe They Will Sing For Us Tomorrow
1. Gold Star Mothers / 2. City In The Dust Of My Wind / 3. This Kind Of
Life Keeps Breaking Your Heart / 4. Mono No Aware / 5. Three Sisters / 6. Maybe
They Will Sing For Us Tomorrow / 7. Elm / 8. Razorback Drug Town / 9. 84.000
Hymns / 10. We Will Say Goodbye To Anyone / 11. All Of Your Children Are
Addict
6 May 2008 / Darla Records
Η αυχμηρότητα μερικές φορές που
επικρατεί στις μουσικές δημιουργίες των εκάστοτε καλλιτεχνών μας προξενεί μια
ανασφάλεια ή στην καλύτερη των περιπτώσεων μια εφήμερη χαρά, η οποία σε
ορισμένες περιπτώσεις πηγάζει από την υποσυνείδητη ανάγκη του καθενός μας να
ικανοποιηθεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παροδική πτώση τόσο της μουσικής
καλλιέπειας, όσο και του «ωραίου» από την μουσική, όπου διέπεται στην ψυχή μας
μεταξύ άλλων.
Οι Hammock από το Nashville των Ηνωμένων Πολιτειών ευτυχώς
καταφέρνουν το αντίθετο. Οι επιρροές τους μπορεί να προέρχονται από την
post rock μουσική και να φτάνουν μέχρι και την
ambient, αλλά όπως δηλώνει και το έτερον
ήμισυ του συγκροτήματος, Andrew Thompson, η απλότητα του τοπίου που
απλώνεται στην πολιτεία του Tennessee εξασφαλίζουν ίσως την πραγματική
μουσική υπόσταση που φαντάζεται το ντουέτο. Ενώ ο Mark Byrd συμπληρώνει με την σειρά του ότι η
φιλοσοφία τους είναι να παγιδέψουν τους ήχους μέσα στον κάθε ακροατή και αυτοί
να πάρουν με την σειρά τους τον καθένα από εμάς, οδηγώντας τον
εκεί όπου κυριαρχεί η μελωδία, ο ήχος… η ίδια μας η ψυχή. Σε έναν κόσμο που για
ορισμένους είναι ιδεατός, για κάποιους άλλους όμως δεν βρίσκεται μόνο στα όνειρα
μας, αλλά όπως ψέλλισα πιο πάνω, στις ψυχές μας.
Το
«Maybe They Will Sing For Us Tomorrow» είναι μία studio ηχογράφηση του συγκροτήματος για την
έκθεση των Riceboy Sleeps που είχε λάβει χώρα στο Hot Springs το καλοκαίρι του ’07 και ήταν και η
πρώτη φορά που οι Hammock έδιναν μία ζωντανή παράσταση. Για
την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι οι Ισλανδοί Riceboy Sleeps είναι μια συνεργασία των Jón
“Jónsi” Þór Birgisson (τραγουδιστή / κιθαρίστα των
Sigur Ros) και του Alex Somers (μέλος των Parachutes), όπου η βασική τους ασχολία είναι
το οπτικό μέρος κατά κύριο λόγο. Ο τελευταίος λόγω της καλής σχέσης με το
ντουέτο κανόνισε ουσιαστικά να τους πείσει να δώσουν το παρόν στην παραπάνω
έκθεση, από όπου και γεννήθηκε ο τίτλος του άλμπουμ, αφού οι Hammock λάτρεψαν έναν πίνακα με τίτλο… «Maybe They Will Sing For Us Tomorrow». Η διαφορετικότητα του άλμπουμ,
έγκειται στο γεγονός ότι στις προηγούμενες δουλειές τους η εμφάνιση των
φωνητικών ήταν πιο συχνή, στην τελευταία τους όμως αυτό έχει εκλείψει με
αποτέλεσμα να «ακούμε» τους πίνακες των Riceboy Sleeps και να «βλέπουμε» τις μελωδίες των
Hammock. Αν θα μπορούσα να προσεγγίσω από
μουσικής άποψης το τελευταίο τους άλμπουμ, ασφαλώς και στο μυαλό μου έρχονται οι
Stars Of The Lid, ενώ σε ένα γενικότερο πλαίσιο η
μουσική όλων των άλμπουμ τους, έρχεται κοντά στον ήχο των Manual και των Bitcrush του In Distance. Όσον αφορά το οπτικό μέρος, θα
μπορούσε κάλλιστα να ντύσει αριστουργηματικά την ταινία του John Duigan, Lawn Dogs.
Το προσωπικό ύφος ασφαλώς και
υπάρχει σε όλες τις δουλειές των Hammock και είναι αυτό άλλωστε που τους
κάνει να ξεχωρίζουν μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα κυκλοφοριών που μας κατακλύζουν
επί καθημερινής βάσεως. Η ποιότητα και η αισθητική που περικλείεται στο
«Mayby They Will…» είναι υψηλή και αυτομάτως το
άλμπουμ θέτει υποψηφιότητα για τα καλύτερα της χρονιάς. Εσείς δεν έχετε παρά να
το ακούσετε και στην πορεία μόνο χαμένοι δεν θα βγείτε. Η αδήριτη ανάγκη που
έχουμε όλοι μας να ακούμε μουσικές, στις οποίες ενυπάρχουν αρετές που
λησμονούμε, είναι πολύ μεγάλη.
Ladytron - Velocifero
1. Black Cat / 2. Ghosts /
3. I'm Not Scared / 4. Runaway / 5. Seasons of Illusions / 6. Burning Up / 7.
Kletva / 8. They Gave You a Heart, They Gave You a Name / 9. Predict the Day /
10. The Lovers / 11. Deep Blue / 12. Tomorrow / 13. Versus
2 June 2008 - Nettwerk
Κάλιο
αργά παρά ποτέ. Είναι λίγο ντροπή να κάνω κριτική τώρα σε κριτικές του Ιουνίου.
Μη φανταστείτε ότι το έριξα στα μπάνια, κάτι άσχετα projects έκαναν κατάληψη
στα σαββατοκύριακα μου. Επιστροφή στο postwave, λοιπόν, με την
επιστροφή των Ladytron. 4ο
άλμπουμ για ένα συγκρότημα που το έχουμε πολλοί στις καρδιές μας σε αυτό το
webzine. Το συγκρότημα
που φέρνει το μυαλό μας όταν αναφερόμαστε στην electroclash, και συνεχίζει
ακάθεκτο κρατώντας αρκετές αναφορές στον ήχο με τον οποίο το γνωρίσαμε.
Φαίνεται ότι τα
άλμπουμ των Ladytron πάνε σαν τους
Χιώτες. Μετά από δυο καθαρά ηλεκτρονικά άλμπουμ, έχουμε δυο με πιο έντονη την
παρουσία του κιθαριστικού στοιχείου. Μην περιμένετε, λοιπόν, μεγάλες διαφορές
μεταξύ του Witching Hour και του
Velocifero: κιθάρες, ρυθμοί
σχετικά απλοί αλλά όχι 4/4, μαζί με όλα όσα ξέρουμε για τους Ladytron: ποπ κομμάτια με
γλυκά γυναικεία φωνητικά, ακατανόητους catchy στίχους, κάποια
κομμάτια στα βουλγάρικα (περισσότερα από συνήθως, με το Seasons
of
Illusions να είναι μάλλον
το καλύτερο) και μια υγιής εναλλαγή μεταξύ upbeat χορευτικών
κομματιών και πιο ήρεμων ρυθμών.
Βέβαια, ήδη από
το πρώτο κομμάτι βλέπουμε κάποιες λεπτές διαφορές: οι ρυθμοί είναι πιο κοντά στο
post punk, η ενορχήστρωση
και η παραγωγή πιο πυκνή. Ο τοίχος ήχου που άρχισαν να χτίζουν στο Witching Hour, γίνεται όλο και
πιο πυκνός, δυστυχώς όμως μερικές φορές αφήνει τη γεύση του overproduced: τα κλασσικά
όργανα (κιθάρες, drums) καλύπτουν
σχεδόν τα πάντα, αφήνοντας τα πιο «φρέσκα» ηλεκτρονικά μεν να ακουστούν, αλλά
πιο πολύ στο υπόβαθρο. Μοιάζουν όλο και πιο πολύ με rock μπάντα
δηλαδή.Ευτυχώς, συνοδεύουν αυτή την τάση με μια έντονη γλύκα, που κορυφώνεται
στο Versus, όπου κιθάρα
(που μοιάζει ακουστική, αλλά είμαι άσχετος με αυτά), περίεργοι ήχοι, ένα γλυκό
καμπανιστό συνθ και φωνητικά αντρικά και γυναικεία συνθέτουν το πιο όμορφο
κομμάτι του άλμπουμ – το οποίο λάμπει ακόμα περισσότερο προς το τέλος όταν το
μπάσο το αφήνει να αναπνεύσει (κάτι που λέγαμε;).
Άλλα κομμάτια με
ιδιαίτερο χαρακτήρα είναι τα Ghosts και
I’m
Not
Scared, έντονα
χορευτικά και γρήγορα, κομμάτια όπου ο τοίχος ήχου δουλεύει υπέρ τους,
προκαλώντας τα μέλη σου να κινηθούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις το καθένα.
Επίσης ξεχωρίζει το They
Gave
You
a
Heart,
They
Gave
You
a
Name, που μοιάζει να
βγήκε από το προηγούμενο άλμπουμ, και προετοιμάζει το Predict
the
Day, ένα εντελώς
ηλεκτρονικό κομμάτι με κοφτό ρυθμό και ωραίους κρυστάλλινους ήχους στο υπόβαθρο.
Και φυσικά, η γλύκα του (my little) Runaway δεν περνάει
απαρατήρητη.
Για να
καταλήξουμε, αν θεωρείτε το Witching Hour την καλύτερη από
τις προηγούμενες δουλειές των Ladytron, πιθανότατα να
λατρέψετε και το Velocifero, γιατί συνεχίζει
(με αργά βήματα) προς την ίδια κατεύθυνση. Αν είστε όμως κυρίως φαν της
ηλεκτρονικής μουσικής, είναι απλά ένα γλυκό άλμπουμ, με μερικά κομμάτια που
μπορεί να μείνουν στην καρδιά σας, και άλλα τόσα που θα κουράσουν μετά την
4η ακρόαση.
ΥΓ: Όχι
ότι έχει μεγάλη σημασία, αλλά το άλμπουμ δεν τα έχει πάει και πολύ καλά στα
charts. Δεν φαίνεται να
είναι απογοήτευση, γιατί οι κριτικοί γενικά ήταν θετικοί – φαίνεται
όμως ότι λίγος κόσμος τούς γνωρίζει εκτός Λονδίνου και Ελλάδας.
Rating: 7,5 /
10
Tec-goblin
Ladytron - Velocifero
1. Black Cat / 2. Ghosts /
3. I'm Not Scared / 4. Runaway / 5. Seasons of Illusions / 6. Burning Up / 7.
Kletva / 8. They Gave You a Heart, They Gave You a Name / 9. Predict the Day /
10. The Lovers / 11. Deep Blue / 12. Tomorrow / 13. Versus
2 June 2008 - Nettwerk
Κάλιο
αργά παρά ποτέ. Είναι λίγο ντροπή να κάνω κριτική τώρα σε κριτικές του Ιουνίου.
Μη φανταστείτε ότι το έριξα στα μπάνια, κάτι άσχετα projects έκαναν κατάληψη
στα σαββατοκύριακα μου. Επιστροφή στο postwave, λοιπόν, με την
επιστροφή των Ladytron. 4ο
άλμπουμ για ένα συγκρότημα που το έχουμε πολλοί στις καρδιές μας σε αυτό το
webzine. Το συγκρότημα
που φέρνει το μυαλό μας όταν αναφερόμαστε στην electroclash, και συνεχίζει
ακάθεκτο κρατώντας αρκετές αναφορές στον ήχο με τον οποίο το γνωρίσαμε.
Φαίνεται ότι τα
άλμπουμ των Ladytron πάνε σαν τους
Χιώτες. Μετά από δυο καθαρά ηλεκτρονικά άλμπουμ, έχουμε δυο με πιο έντονη την
παρουσία του κιθαριστικού στοιχείου. Μην περιμένετε, λοιπόν, μεγάλες διαφορές
μεταξύ του Witching Hour και του
Velocifero: κιθάρες, ρυθμοί
σχετικά απλοί αλλά όχι 4/4, μαζί με όλα όσα ξέρουμε για τους Ladytron: ποπ κομμάτια με
γλυκά γυναικεία φωνητικά, ακατανόητους catchy στίχους, κάποια
κομμάτια στα βουλγάρικα (περισσότερα από συνήθως, με το Seasons
of
Illusions να είναι μάλλον
το καλύτερο) και μια υγιής εναλλαγή μεταξύ upbeat χορευτικών
κομματιών και πιο ήρεμων ρυθμών.
Βέβαια, ήδη από
το πρώτο κομμάτι βλέπουμε κάποιες λεπτές διαφορές: οι ρυθμοί είναι πιο κοντά στο
post punk, η ενορχήστρωση
και η παραγωγή πιο πυκνή. Ο τοίχος ήχου που άρχισαν να χτίζουν στο Witching Hour, γίνεται όλο και
πιο πυκνός, δυστυχώς όμως μερικές φορές αφήνει τη γεύση του overproduced: τα κλασσικά
όργανα (κιθάρες, drums) καλύπτουν
σχεδόν τα πάντα, αφήνοντας τα πιο «φρέσκα» ηλεκτρονικά μεν να ακουστούν, αλλά
πιο πολύ στο υπόβαθρο. Μοιάζουν όλο και πιο πολύ με rock μπάντα
δηλαδή.Ευτυχώς, συνοδεύουν αυτή την τάση με μια έντονη γλύκα, που κορυφώνεται
στο Versus, όπου κιθάρα
(που μοιάζει ακουστική, αλλά είμαι άσχετος με αυτά), περίεργοι ήχοι, ένα γλυκό
καμπανιστό συνθ και φωνητικά αντρικά και γυναικεία συνθέτουν το πιο όμορφο
κομμάτι του άλμπουμ – το οποίο λάμπει ακόμα περισσότερο προς το τέλος όταν το
μπάσο το αφήνει να αναπνεύσει (κάτι που λέγαμε;).
Άλλα κομμάτια με
ιδιαίτερο χαρακτήρα είναι τα Ghosts και
I’m
Not
Scared, έντονα
χορευτικά και γρήγορα, κομμάτια όπου ο τοίχος ήχου δουλεύει υπέρ τους,
προκαλώντας τα μέλη σου να κινηθούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις το καθένα.
Επίσης ξεχωρίζει το They
Gave
You
a
Heart,
They
Gave
You
a
Name, που μοιάζει να
βγήκε από το προηγούμενο άλμπουμ, και προετοιμάζει το Predict
the
Day, ένα εντελώς
ηλεκτρονικό κομμάτι με κοφτό ρυθμό και ωραίους κρυστάλλινους ήχους στο υπόβαθρο.
Και φυσικά, η γλύκα του (my little) Runaway δεν περνάει
απαρατήρητη.
Για να
καταλήξουμε, αν θεωρείτε το Witching Hour την καλύτερη από
τις προηγούμενες δουλειές των Ladytron, πιθανότατα να
λατρέψετε και το Velocifero, γιατί συνεχίζει
(με αργά βήματα) προς την ίδια κατεύθυνση. Αν είστε όμως κυρίως φαν της
ηλεκτρονικής μουσικής, είναι απλά ένα γλυκό άλμπουμ, με μερικά κομμάτια που
μπορεί να μείνουν στην καρδιά σας, και άλλα τόσα που θα κουράσουν μετά την
4η ακρόαση.
ΥΓ: Όχι
ότι έχει μεγάλη σημασία, αλλά το άλμπουμ δεν τα έχει πάει και πολύ καλά στα
charts. Δεν φαίνεται να
είναι απογοήτευση, γιατί οι κριτικοί γενικά ήταν θετικοί – φαίνεται
όμως ότι λίγος κόσμος τούς γνωρίζει εκτός Λονδίνου και Ελλάδας.
Rating: 7,5 / 10
Tec-goblin
Lulu Rouge - Bless You
1. Melankoli / 2.
Lulu's Theme / 3. Bless You / 4. Ninna Ninna / 5. Thinking Of You / 6. Runaway
Boy / 7. Sweeter Than Sweet / 8. Pitch Black / 9. End Of The Century / 10. Slow
Pigeon
Music For Dreams - 14 May 2008
Παίρνουμε ένα CD player της Pioneer -κατά προτίμηση το CDJ 200- και βάζουμε να παίξει το «Last Resort»
του Trentemøller. Εν συνεχεία στο άλλο CD player αρχίζουμε να περνάμε ήχους των Gus Gus του «Polydistortion» και τέλος κάνουμε φινάλε στο MK2 με το «Himawari» των Swayzak. Αλλά γιατί να μπαίνουμε σε αυτή
την διαδικασία βρισκόμενοι μπροστά από τον μείκτη κάνοντας αυτές τις αλλαγές,
όταν μπορούμε κάλλιστα να απολαύσουμε φιλτραρισμένους τους παραπάνω καλλιτέχνες
μέσα από το «Bless You» των Lulu Rouge ξαπλωμένοι στον καναπέ μας; Κάτι
παρόμοιο θα σκέφτηκαν και οι Thomas Bertelsen και Torsten Bo Jacobsen, όταν
μέχρι πρότινος ήταν συνεργάτες του συμπατριώτη τους Trentemøller και ξεκίνησαν το project τους. Η επόμενη κίνηση τους ήταν να
(προσ)καλέσουν τον Mikael Simpson -βραβευμένο από τα Δανέζικα μουσικά
βραβεία- και την Alice Carreri Pardeihan για να αναλάβουν τα φωνηντικά,
καθώς και τον Trentemøller -αφού ντεμπούτο άλμπουμ είναι, καλό θα είναι να διαφημιστεί και με αυτόν
τον τρόπο με την παρουσία του πλέον αναγνωρίσιμου Δανού καλλιτέχνη.
Έχω την εντύπωση
ότι το «Bless You» ακούγεται καλύτερα τις πρώτες πρωινές ώρες, με το χάραγμα
του ήλιου αφού καταφέρνει να εντρυφήσει μυχίως στην ιδιοσυστασία του αποδέκτη,
είτε με το dub / reggae κομμάτι
Thinking Of You, ή με το ερωτικό -σε
συνδυασμό με τον ισπανικό στίχο- Ninna Nanna. Φυσικά δεν λείπουν οι πιο micro στιγμές του άλμπουμ με το Runaway Boy και το κορυφαίο Sweeter Than Sweet.
Κοιτάζοντας το
εξώφυλλο την πρώτη φορά που το έπιασα στα χέρια μου, η απορία μου ήταν η εξής:
«Τι θέλει να πει ο ποιητής;». Η απάντηση σε αυτό το σκωπτικό ερώτημα είναι:
«Τίποτα». Ο Christian Grainville έχει γράψει: «Όταν ο αναγνώστης δημιουργεί, ο συγγραφέας
σωπαίνει». Έτσι ο καθένας μας μπορεί να ερμηνεύσει μέσα από τον δικό του πρίσμα
τόσο το ανεπαίσθητα ξαφνιασμένο βλέμμα του κοριτσιού που κρατάει ένα τυλιγμένο
μωρό βρισκόμενοι σε έναν βόρβορο, όσο και την μουσική των Lulu Rouge, που σε κάποιους μπορεί να
ακούγεται χθόνια, σε κάποιους άλλους όμως αέρινη. Το επιστέγασμα των ακροάσεων
του άλμπουμ, όπως και να το δει κανείς, θα είναι ασφαλώς ευεργετικό, μιας και
ρεαλιστικά θα διακρίνει ότι τα όρια που χωρίζουν το ένα είδος μουσικής από το
άλλο είναι τόσο ασήμαντα, όπου ο οποιοσδήποτε μπορεί να τα προσπεράσει με
τέτοια ευκολία, ανακαλύπτοντας αδηρίτως αυτό που -ίσως- για καιρό αδημονούσε να
βρει. Στο εν λόγω άλμπουμ η άδηλη αντίστιξη πλέον φανερώνεται με την ακρόαση
στην ολότητά του. Bless you!!!
Lulu Rouge @ myspace
Νίκος Τσίνος
Lulu Rouge - Bless You fan-made video
Lingouf - Area Keloza
1. bidless game / 2. harpman / 3. filupoy / 4. xozpoqorpe
/ 5. Doyo / 6. area keloza
June 2008 - Ant-Zen
Είχα αρχίσει να
ανησυχώ ότι η χρονιά παραείναι ήρεμη – καλή μουσικούλα, αλλά όχι κάτι
εντυπωσιακό – ακόμα και ο αγαπημένος μου ginormous δεν με άφησε και με το στόμα ανοιχτό φέτος. Όμως η γνωστή μας γερμανική εταιρία noise, ant-zen, αποφάσισε να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Χρειάστηκε
να βάλουν τα χέρια βαθιά μέσα στον τρομερό κόσμο της gabber, για να βγάλουν ένα περίεργο στρογγυλό πλάσμα με κέρατα. Η πρώτη λέξη
που είπε ήταν… lingouf.
Η επικοινωνία μαζί
του ήταν μάλλον δύσκολη. Λέξεις όπως “xozpoqorpe” δεν είχαν αντιστοιχία σε καμία
γλώσσα, και ας είχε μια γαλλική ταυτότητα πάνω του. Τι να κάνουν, του δώσανε
λίγους converter για να ηρεμήσει,
και το άφησαν να παίζει με έναν οικογενειακό φίλο, ονόματι Kenji Siratori.
Αυτό ήταν. Ξέρετε
τις οδηγίες για τα γκρέμλινς; Μην τα αφήνετε κοντά στο νερό, μην τα ταΐζετε
μετά τα μεσάνυχτα; Ε κάπως έτσι, η ant-zen είχε κάνει ό,τι δεν έπρεπε να κάνει με τον lingouf. Ανίεροι ήχοι άρχισαν να βγαίνουν από το
δωμάτιο. Περίεργα φωνητικά από τον Kenji, βαριά beats. Σύντομα ο Kenji άφησε το δωμάτιο
τρέχοντας, και ο lingouf έμεινε μόνος του.
Οι gabber καταγωγές του έγιναν πιο εμφανείς στους
δεκάλεπτους χορευτικούς ύμνους που ακολουθούσαν, με τίτλους εξόχως ειρωνικούς,
όπως “harpman”. Όμως, όλη αυτή η παραμόρφωση, οι απόκοσμοι ήχοι στο
βάθος, είχαν την υπογραφή της ant-zen. Η ένωση γινόταν όλο και πιο ισχυρή. Μέσα σε 30 λεπτά,
ήπιες επιρροές από imminent δημιουργούσαν ένα πανδαιμόνιο που σου πάγωνε την
ραχοκοκαλιά. Δεν μιλάμε για μια χαρωπή έξοδο για να ξεδώσουμε πια. Μιλάμε για
ΤΡΟΜΟ. Εφιαλτικά τοπία ανακατεμένα με θορυβώδη beats και περίεργα συνθ, να εναλλάσσονται γεμίζοντας όλες τις συχνότητες. Οι
αλλαγές συχνές, αλλά όχι τόσο δραστικές ώστε να διακόπτουν το ρυθμό: μόνο
μεταξύ των κομματιών έχει λίγο χρόνο να αναπνεύσει το θύμα – ο ακροατής – από
τη συνεχή ατμόσφαιρα καταδίωξης.
Μοναδικό μελανό
σημείο, τα «μπουκωμένα» μπάσα που σε κάποια σημεία θα μπορούσαν να έχουν
καλύτερη παραγωγή, αλλά αυτό εύκολα το συγχωρούμε σε μια κυκλοφορία που είναι
υποείδος από μόνη της, και που καταφέρνει να είναι μέχρι στιγμής ταυτόχρονα η
πιο χορευτική και μια από τις πιο ατμοσφαιρικές κυκλοφορίες της χρονιάς (στην
ατμόσφαιρα χάνει τα πρωτεία από το The Hatred of Trees των Empusae). Ο εγκέφαλος που
δημιούργησε αυτό το πράγμα, αν είναι γήινος, πρέπει να έχει αγγιχτεί από
οντότητες του Far Realm (οκ, μπορείτε να αγνοήσετε αυτή την g33ky αναφορά). Αρκεί να
ρίξετε μια ματιά στη σελίδα του.
Συνίσταται σε όλους
τους τολμηρούς (και μόνο αυτούς)…
ΥΓ: Δυο μέρες απ’
όταν έβαλα το cd στον υπολογιστή, τα ηχεία μου
άρχισαν να κάνουν σοβαρά παράσιτα. Σύμπτωση;
Rating: 8,6 / 10
tec-goblin
Sonar Kollectiv Orchester - Guaranteed Niceness
1. L.O.V.E. And You & I / 2. Held Him First /
3. Ain't No Dream (No Use Introduction) / 4. No Use / Another Day/ 5. Rej / 6.
(I Got) Somebody New / 7. Midnight Marauders / 8. Run
/ Fedime's Flight / 9. Silent Distance / 10. Atlantic / 11. Boom Clicky
Boom Klack / 12. Africa / 13. How To Find Royal Jelly
Sonar Kollectiv / 19 May 2008
Η Sonar Kollectiv έκλεισε
τον Ιανουάριο 10 χρόνια παρουσίας και όλοι περίμεναν ότι κάτι ξεχωριστό θα
ετοίμαζε. Και δεν μας διέψευσε καθόλου κυκλοφορόντας την συλλογή με τον τίτλο «Ten Years, Who Cares?». Ποιος όμως να περίμενε ότι ήδη
είχε προετοιμάσει το έδαφος για κάτι ακόμα πιο ξεχωριστό!
Ας πάρουμε όμως τα
πράγματα από την αρχή. Πίσω από την Sonar Kollectiv βρίσκονται οι Βερολινέζοι Jazzanova , οι οποίοι με την δημιουργία της
εταιρίας βρήκαν το καταφύγιο τους για να στεγάσουν τις nu jazz ανησυχίες τους. Φτάνουμε λοιπόν
στις αρχές της χρονιάς όπου η jazz κολλεκτίβα συγκεντρώνει γνωστούς και φίλους -κυρίως
καλλιτέχνες της εταιρίας- και το 15μελές project, που ακούει στο όνομα Sonar Kollectiv Orchester
είναι πια γεγονός. Η ιδέα που ξεκίνησε στο πάρτυ για τα 10 χρόνια της εταιρίας,
υλοποιήθηκε στα studio του Volker Meitz -που πληρούσαν τις προϋποθέσεις για
ένα τέτοιο εγχείρημα- με τον τελευταίο να είναι και ο παραγωγός.
Το «Guaranteed Niceness» ξεκίνησε να ηχογραφείται με την
παρουσία τραγουδιστών / τραγουδιστριών των αρχικών συνθέσεων -ύστερα από
πρόσκληση του κυρίου Knoblauch των Jazzanova. Έτσι οι Esther Cowens, Clara Hill και Wilson Michaels, μαζί με τους Georg Levin, Sascha Gottschalk (Thief) και Lisa Bassenge (Micatone) πλαισίωσαν τους υπόλοιπους 15
μουσικούς για ένα μοναδικό αποτέλεσμα. Ένας από τους λίγους καλλιτέχνες του
ίδιου χώρου που επιχείρησε παλιότερα κάτι ανάλογο, ήταν ο Matthew Herbert με την Big Band. Απλά εκεί ο ήχος ήταν ακόμη πιο
κλασσικός. Στο άλμπουμ των SKO είναι εκπληκτικό το πώς δένουν τα πνευστά και έγχορδα όργανα
στο απόλυτα επιτυχημένο house κομμάτι (Rej) των Âme -κρίνοντας από τις πολλές συμμετοχές που
έχει σε διάφορες συλλογές- ή το reggae Midnight Marauders. Δεν μπορείς φυσικά να προσπεράσεις
την συνεργασία των Jazzanova με τους Micatone στο Run / Fedime’s Flight με αυτή την 70’s ατμόσφαιρα που απλώνεται ακούγοντας
την Lisa Bassenge. Μέσα στις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ βρίσκονται το (I Got) Somebody New, με τον Georg Levin να δίνει ρεσιτάλ και εσύ να
νομίζεις ότι έχεις μεταφερθεί σε κάποιο καζίνο του Las Vegas την δεκαετία του 70 έτοιμος να
τζογάρεις την τύχη σου παρέα με δύο πληθωρικές δίμετρες στο πλάϊ σου… -να σου και
ο Tom Jones…!!! σου κλείνει το μάτι!!! Ώχ, όχι…
αυτό είναι από άλλο έργο. Επαρασύρθειν.
Πίσω στο «Guaranteed Niceness» (ήδη αδημονώ για την επόμενη
δουλεία τους) για τον επίλογο του άλμπουμ -ο οποίος πάντα με δυσκολεύει στις
κριτικές. Όσοι από εσάς δεν είστε οικείοι με τον ήχο της jazz γενικότερα και δεν έχετε παρωπίδες,
το σίγουρο είναι ότι δεν θα σας αφήσει αδιάφορους αυτός ο μοναδικός μουσικός
οργασμός φυσικών οργάνων σε μία computerized εποχή που ζούμε. Οι Jazzanova συνεχίζουν να βγάζουν
αριστουργήματα, αλλά αυτό που είναι σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι
το γεγονός ότι πέρα από ανήσυχα μουσικά πνεύματα -Βερολίνο μένουν άλλωστε- το
μυαλό τους γεννάει συνεχώς ιδέες, όπου τα αποτελέσματα φαίνονται τόσο από τις
επιλογές στο ρόστερ της εταιρίας, όσο και από την υψηλή ποιότητα και αισθητική
της κάθε κυκλοφορίας.
Νίκος Τσίνος
Sonar Kollectiv Orchester - held him first live
Sleepin Pillow - Apples On An Orange Tree
01.Instrument
Of Time 02.The Black Sea 03.Amplifier In My Heart 04.Drop The Mask 05.Drug
06.Motherhood 07.Winter
Dreams 08.The Light Is Real 09.Rise 10.Apples On An Orange Tree 11.Once 12.A Thousand Times To
Spell 13.Hail Messiah
June 2008 - Shift Records
Υπάρχουν φορές που το άκουσμα και μόνο της “μουσικής
ταυτότητας” ενός συγκροτήματος μπορεί να προκαλέσει πονοκέφαλο. Οι Sleepin
Pillow, λοιπόν είναι μία μπάντα από τη Θεσσαλονίκη που μόλις κυκλοφόρησε
τον πρώτο της δίσκο, ένα μείγμα “progressive, psychedelic, experimental
μουσικής με εκτενή χρήση παραδοσιακών οργάνων και ανατολίτικών ήχων”. Ο ορισμός
αυτός απέχει, σίγουρα, μακράν από ένα άλμπουμ που θέλεις να ακούσεις ένα ζεστό,
καλοκαιρινό απόγευμα. Ιδίως το πάντρεμα του μοντέρνου ήχου με το παραδοσιακό με
έκανε ιδιαίτερα επιφυλακτικό. Πολλοί έχουν προσπαθήσει (και φυσικά όχι μόνο
Έλληνες) να αποδώσουν φόρο τιμής στη μουσική ιστορία του τόπου τους. Τα
αποτελέσματα ήταν συνήθως φτωχά. Στο όνομα της μουσικής ανανέωσης και πάνω στην
προσπάθεια να αποκτήσουν μία ιδιαίτερη μουσική ταυτότητα, οι καλλιτέχνες συχνά
αγνοούν το σπουδαιότερο: Την ψυχή της μουσικής τους. Το πρωτογενές υλικό, όσο
σπουδαίο κι αν είναι, αν συνδυαστεί με μία αδύναμη σύνθεση ή αν, ακόμα
χειρότερα, καλύψει και τελικά “πνίξει” τη σύγχρονη δημιουργία, οδηγεί σε ένα
αποτέλεσμα που κυμαίνεται συνηθέστατα από αδιάφορο έως κωμικοτραγικό.
Ευτυχώς, στην
περίπτωση των Sleepin Pillow έχουμε να κάνουμε με κάτι εντελώς διαφορετικό,
γεγονός που αποδεικνύει ότι η μουσική πρέπει να κρίνεται από την ακρόαση και
όχι από τα διάφορα αφελή πολλές φορές και τυποποιημένα στερεότυπα. Το Apples
On An Orange Tree είναι ένας στιβαρός και ειλικρινής δίσκος που σε μεγάλο
βαθμό πετυχαίνει τον στόχο της συνεπούς καλλιτεχνικής δημιουργίας αποφεύγοντας
πολλές από τις παγίδες που θέτει το
είδος της μουσικής που υπηρετούν. Για να συμβαίνει αυτό, το συγκρότημα έχει
πετύχει αρκετά αξιοσημείωτα:
-Η παραγωγή είναι πραγματικά πολύ καλή και προσανατολισμένη
στα μέτρα ενός progressive σχήματος. Το πλήθος των οργάνων που χρησιμοποιείται είναι πολύ καλά
διαχωρισμένο, ο κάθε μουσικός γνωρίζει τα όριά του και το σύνολο δείχνει να
δουλεύει τέλεια, γεγονός ασυνήθιστο και άκρως ευπρόσδεκτο όταν έχουμε να
κάνουμε με τον πρώτο δίσκο ενός συγκροτήματος. Η ένταση είναι υπό έλεγχο κάθε
στιγμή και “ξεφεύγει” μόνο όταν βοηθάει τη μπάντα στην έκφρασή της. Κακά τα
ψέματα, δεν υπάρχει ίχνος ερασιτεχνισμού σε αυτή τη δουλειά...
-Η χρήση της παραδοσιακής μουσικής γίνεται με οικονομία. Και
αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Ναι, σχεδόν σε κάθε κομμάτι υπάρχουν στοιχεία
δανεισμένα από την οικεία μουσική παράδοση και ανατολίτικες κλίμακες.
Βρίσκονται όμως σοφά τοποθετημένα στο “background” των συνθέσεων και εν τέλει
δεν είναι αυτά που τις χαρακτηρίζουν, αλλά τους δίνουν ένα διαφορετικό feeling,
μία αίσθηση ότι κάπου ο ακροατής το έχει ακούσει αυτό και παλιότερα, αίσθηση
που είναι ευπρόσδεκτη, γιατί εν τέλει τα τραγούδια έχουν να διανύσουν μικρότερο
δρόμο μέχρι να γίνουν “κτήμα” του.
-Το μεγαλύτερο στοίχημα είναι τα τραγούδια εκείνα στα οποία
το παραδοσιακό στοιχείο αποκτά το πάνω χέρι, δηλαδή το The Black Sea με
τη χαρακτηριστική χρήση της λύρας και τα γνώριμα έγχορδα του The Light Is
Real. Και το στοίχημα αυτό κερδίζεται με σχετική άνεση. Το πρώτο αποτελεί
ίσως και το highlight του δίσκου, όντας ένα γρήγορο, ανεβαστικό, πλούσιο και
χορταστικό τραγούδι με ρυθμό που παραμένει καρφωμένος στο μυαλό για μέρες. Το The
Light Is Real είναι πιο ήπιο και εσωτερικό, κρύβοντας όμως στην πορεία του
πολλές εκπλήξεις και εναλλαγές, χωρίς όμως να ακούγεται σε κανένα του σημείο
υπερφίαλο και πομπώδες. Nice job...
-H progressive συνιστώσα της μπάντας είναι παρούσα σε πολλά
σημεία του άλμπουμ, δίνοντας βάθος στις συνθέσεις και ταυτόχρονα -φυσικά- όλο
εκείνο το “βάρος” που αγαπάμε όλοι οι φίλοι του συγκεκριμένου ήχου (και μισεί ο
υπόλοιπος κόσμος...). Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, το βάρος δεν
“καταπλακώνει” τα πάντα, έστω κι αν αυτό πολλές φορές σώζεται... στις
καθυστερήσεις του αγώνα! Το Μotherhood ξεκινάει με τρόπο δαιδαλώδη και
ενδοσκοπικό για να καταλήξει σε ένα φινάλε βγαλμένο από τις ένδοξες στιγμές των
Mogwai. Ακόμα πιο μεγάλη είναι η έκπληξη που κρύβει στο τέλος του το
εννιάλεπτο, μαυρόψυχο, “αντιεμπορικό” Once, ένα ξέσπασμα σχεδόν
λυτρωτικό που εκτοξεύει το κομμάτι στη στρατόσφαιρα.
-Το Apples On An Orange Tree περιέχει ορθόδοξα,
καλογραμμένα τραγούδια. Η Gillespie-κή ερμηνεία στα Drop The Mask και Amplifier
In My Heart οριοθετεί δύο συνθέσεις μοντέρνες και καλογραμμένες, υποψήφιες
να γίνουν ραδιοφωνικά χιτ. Εξίσου όμορφο είναι και το Rise, το κομμάτι
που ίσως περικλείει και όλη τη φιλοσοφία του δίσκου για το πώς ετερόκλητα ακούσματα μπορούν να
συνυπάρξουν αρμονικά κάτω από την ίδια στέγη. Η αποκορύφωση έρχεται όμως με το
μαγευτικό, πανέμορφο Winter Dreams, ένα ευαίσθητο κομμάτι, μελωδικό και
καλογραμμένο, με τα έγχορδα να δημιουργούν ένα απίστευτο συναίσθημα ευφορίας,
δείγμα του ταλέντου της μπάντας.
Όλα τα παραπάνω δε
σημαίνουν ότι ο δίσκος στερείται αδύναμων στιγμών. Ως ένα σημείο, βέβαια, είναι
κατανοητές και δικαιολογημένες, δεδομένου ότι η μπάντα στην πρώτη τη δουλειά
ήθελε - με περισσότερο ίσως από τον δέοντα ενθουσιασμό - να δώσει το προσωπικό
της στίγμα. Αυτό εξηγεί εν μέρει και τη μεγάλη διάρκεια του άλμπουμ, που
ξεπερνάει τα 70 λεπτά, γεγονός που αφαιρεί πόντους από τη συνολική συνοχή,
δεδομένου ότι χώρεσαν τραγούδια όπως το αδύναμο Drug και το κατατονικό,
στα όρια του πένθους Hail Messiah για κλείσιμο. Και παρ' όλο που
απέφυγαν – σοφά – να εξυμνήσουν στιχουργικά τη χαμένη παράδοση και τη δόξα
παλαιότερων εποχών, οι στίχοι ακούγονται υπερβολικά “φιλοσοφημένοι” και
βαρύγδουποι, ενώ οι διάσπαρτες θρησκειολογικές αναζητήσεις σε λίγους και
εκλεκτούς μόνο θα προκαλέσουν συναισθήματα ταύτισης. Ωστόσο, αυτά καταχωρούνται
απλά ως “παιδικές ασθένειες”. Με τον τρόπο γραφής τους, οι Sleepin Pillow
αφήνουν έντονη την υποψία όχι μόνο ότι θα συνεχίσουν να απασχολούν τα εγχώρια
(και μη) μουσικά δρώμενα, αλλά ότι οι επόμενες δουλειές τους θα καλύψουν το
χαμένο έδαφος στην ενότητα μεταξύ των κομματιών τους. Και τότε τα πράγματα θα
σοβαρέψουν άσχημα...
Οφείλω να εξομολογηθώ
ότι δεν αισθάνομαι κάποιον ιδιαίτερο δεσμό με τη μουσική παράδοση του τόπου
μου, ιδίως δε σε σημείο να πω ότι με κατακλύζουν συναισθήματα υπερηφάνειας και
άλλα τέτοια συγκινητικά. Καμία σχέση. Τα παιδιά από τη Θεσσαλονίκη δούλεψαν
πολύ και έβγαλαν έναν ωραιότατο δίσκο, 100% ειλικρινή στις προθέσεις του, με
φανερές και κρυμμένες αρετές που θα αιχμαλωτίσουν τον μουσικόφιλο για αρκετές
ακροάσεις. Όλη δικιά τους η υπερηφάνεια, λοιπόν... Και ναι, ομολογώ και αυτό,
πανηγύρισα και τα δύο γκολ που μας έβαλε η Σουηδία στο Euro..!
Rating: 7,6 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
official site
myspace
Sleepin Pillow - amplifier in my heart video
Pages