Laibach - Kunst Der Fuge
01 - Contrapunctus 1 / 02 - Contrapunctus
2 / 03 - Contrapunctus 3 / 04 - Contrapunctus 4 / 05 - Contrapunctus 5 / 06 - Contrapunctus 6, A 4 Im
Stile Francese / 07 - Contrapunctus 7, A 4 Per Augment Et Diminut / 08 - Contrapunctus 8 / 09 - Contrapunctus 9, A 4
Alla Duodecima / 10 - Contrapunctus 10, A 4 Alla Decima / 11 - Contrapunctus 11 / 12 - Contrapunctus 12, Canon Alla
Ottava / 13 - Contrapunctus 13 / 14 - Contrapunctus 15
May 2008 / Mute Records (digital only)
Σήμερα θα επιχειρήσουμε ένα σύντομο ταξίδι στο
πρόσφατο παρελθόν. Μέσω αφήγησης και μικρών συνδετικών βημάτων, θα δοκιμάσουμε
να σας φέρουμε κοντύτερα στα νέα των Laibach.
Κάθε καλοκαίρι στην Λειψία, διοργανώνεται το Bachfest για να τιμηθεί ένας από τους διασημότερους κατοίκους
της. Ο συνθέτης και οργανίστας, Johann Sebastian Bach. Την πρώτη μέρα του Ιούνη του 2006 βρήκαμε τους Laibach στο πρόγραμμα των ετήσιων εκδηλώσεων και οι τρομεροί Σλοβένοι σκέφτηκαν
να τιμήσουν τον διάσημο Γερμανό ερμηνεύοντας με τον δικό τους, μοναδικό τρόπο
το κύκνειο άσμα του. O Bach που έζησε και εργάστηκε
στην Λειψία 27 ολόκληρα χρόνια, άρχισε να γράφει από το 1748 και μετά το έργο
του The Art of Fugue (Die Kunst der Fuge) και δυστυχώς δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει αφού ο
θάνατος τον πρόλαβε το 1750. Η παρουσίαση του ήρθε ένα χρόνο μετά, το 1751, και
ο θρύλος λέει πως ο μουσουργός όντας πλέον σχεδόν τυφλός και διανύοντας τις
τελευταίες μέρες της ζωής του, υπαγόρευε την σύνθεση στον μαθητή και γαμπρό του
Johann Christoph Altnickol. Πρόκειται για
ένα σύνθετο έργο που έχει την εξής ιδιαιτερότητα. Κανείς δεν γνωρίζει για ποιο
μουσικό όργανο γράφτηκε μιας και στις παρτιτούρες δεν υπάρχουν ενδείξεις. Έτσι
έχουν υπάρξει στο παρελθόν πολλές προσπάθειες «ανάγνωσης» και διασκευές με κάθε πιθανό συνδυασμό οργάνων.
Στο πρώτο κομμάτι της παρουσίασης στην Λειψία, οι Laibach είχαν υιοθετήσει ένα Kraftwerk-ικό στυλ και
τα τέσσερα μέλη της κολεκτίβας (ντυμένα με τις κλασσικές τους στολές αλλά και
με περούκες περιόδου μπαρόκ για να ομοιάζουν στους σύγχρονους του Bach), περιορίστηκαν πίσω από κονσόλες με laptop που ήταν
στολισμένες με το μουσικό κλειδί του σολ. Στη συνέχεια μετακινηθήκαν σε ένα
μεγάλο ξύλινο τραπέζι για να παίξουν για μια περίπου ώρα, πάνω σε ένα four-handed
chess (σκάκι για τέσσερεις παίκτες ταυτόχρονα) στο οποίο είχαν φροντίσει να
αντικαταστήσουν τα πιόνια με κάλυκες από σφαίρες ενώ η μυσταγωγία συνεχιζόταν.
Στο τρίτο μέρος οι Laibach επέστρεψαν στις κονσόλες τους και η συνολική παρουσία τους στον
συναυλιακό χώρο Werk II, άγγιξε τα 90 λεπτά. Δεν ήταν ακριβώς μια
ζωντανή, μουσική εμφάνιση αλλά περισσότερο μια προβολή ενός έργου μοντέρνας
τέχνης. Μια δραματουργία. Μια θεατρική παράσταση που ενισχύθηκε με έντονα οπτικά
μέσα και πρωτοτύπησε σε τέτοιο βαθμό ώστε κάποιοι από τους θεατές αντέδρασαν
στιγμιαία, πιστεύοντας πως τα επί σκηνής άτομα δεν ήταν οι Laibach.
Η εκδήλωση αφιερώθηκε από τους Σλοβένους στον Bach και στον Ρουμάνο μαθηματικό Schoenberg που είναι γνωστός για το πάθος
του για τους αλγόριθμους και την συνεισφορά του από το ’60 και μετά στην
ραγδαία ανάπτυξη του γεωμετρικού σχεδιασμού μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών (Computer
Aided Design και fractals). Στους Kraftwerk και στον Capt. George Hope Verney. Τον δημιουργό
του ιδιόμορφου σκακιού που έχουμε δει σε διάφορα βίντεο τους αλλά και στο
εξώφυλλο του WAT. Τέλος, στους πολύ γνωστούς σκακιστές Robert Fisher (Αμερικανός) και Boris Vasilievich Spassky ή Spasski (Ρώσος
Παγκόσμιος Πρωταθλητής) που πήραν μέρος στο «Ματς του αιώνα», στο Ρέικιαβικ της
Ισλανδίας το 1972. Όλα αυτά έγιναν τότε.
Πίσω στο σήμερα, οι Laibach μπήκαν στο studio έχοντας την δική τους ηλεκτρονική ανάγνωση
του έργου του Γερμανού συνθέτη και γέννησαν το άλμπουμ LaibachKunstDerFuge. Η δουλειά τους παρουσιάστηκε ζωντανά τον Μάιο που μας πέρασε, με
επισκέψεις τους στην Αυστρία, την Γερμανία, την Ολλανδία και την Ελβετία. Αυτή
τη φορά στο στήσιμο τους προσέθεσαν ηλεκτρονικά drums και πλήκτρα. Στα πρακτικά του θέματος να
πούμε ότι το άλμπουμ έχει κυκλοφορήσει ήδη μέσω της Mute (Μάιος 2008)
σαν digital download ενώ από τα τέλη Αυγούστου θα κυκλοφορήσει και σε μορφή CD από την Σλοβένικη Dallas Records αλλά και από το νέο,
ηλεκτρονικό, Laibach shop.
Το LaibachKunstDerFuge θα
αφήσει έκπληκτο τον μέσο θαυμαστή των Laibach μιας και δεν υπάρχουν επαρκή
μουσικά στοιχεία που θα μπορούσαν να συνδέσουν τις παλιότερες δουλειές τους με
αυτή τη νέα απόπειρα. Εάν ψάχνετε τον κλασσικό, διαπεραστικό, μιλιταριστικό ήχο
τους, θα τρομάξετε διαπιστώνοντας πως ακούτε κάτι που μοιάζει περισσότερο με
τις δουλειές του Jean-Michel Jarre ή ακόμα και του πρωτοπόρου των Moog και λιγότερο γνωστού, Isao Tomita που έδωσε στην μουσική του μια
ανθρώπινη και ζεστή διάσταση.
Κάποτε ο Bach είπε, “It’s
easy to play any musical instrument: all you have to do is touch the right key
at the right time and the instruments will play itself.” Με βάση αυτή τη γενική παρατήρηση και μέσω της παραγωγικής συλλογιστικής οι Laibach έφτασαν στην ειδική παρατήρηση και είπαν, “It’s easy to play Bach: all you have to do
is open the right program on the right computer and Bach will play itself.”
Είναι τόσο απλό. Ο Johann Sebastian Bach δούλεψε
με μαθηματικούς αλγόριθμους. Η κολεκτίβα με αυτό το στοιχείο σαν έμπνευση, χρησιμοποίησε
ηλεκτρονικούς υπολογιστές για να προσεγγίσει το έργο του και τον ανήγαγε πανηγυρικά
σε πρωτοπόρο του ηλεκτρονικού ήχου, της techno και όποιας μουσικής μπορεί να πηγάζει από τις
απροσμέτρητες σειρές των 0 και των 1.
Long live Laibach!
Long live Johann Sebastian Bach!
Rating: 7 / 10
Λυδία Οικονόμου
Thee Silver Mt. Zion Memorial Orchestra & Tra-La La Band – 13 Blues For Thirteen Moons
01.[Untitled], 02.[Untitled], 03.[Untitled], 04.[Untitled], 05.[Untitled], 06.[Untitled], 07.[Untitled], 08.[Untitled], 09.[Untitled], 10.[Untitled], 11.[Untitled], 12.[Untitled], 13.One
Million Died To Make This Sound,
14.13 Blues For Thirteen Moons,
15.Black Waters Blowed / Engine Broke Blues, 16.Blindblindblind
10 March 2008 - Constellation
Μόνο για κάποιο τυχαίο σχήμα δε μιλάμε όταν αναφερόμαστε στους
Silver Mt. Zion (ή, όπως αποκολούνται σήμερα, Thee Silver Mt. Zion
Memorial Orchestra & Tra-La La Band...) . Η μπάντα που συνηθίζει να
παραλάσσει, έστω και ελαφρά, το όνομά της μεταξύ των διάφορων κυκλοφοριών της,
ξεκίνησε ως ένα παρακλάδι της γνωστής και μη εξαιρετέας κολεκτίβας τον Godspeed
You! Black Emperor, προσωπικό στοίχημα, ίσως, του κιθαρίστα / vocalist Efrim Menuck και από το 1999 που ξεκίνησαν
την πορεία τους μας έχουν χαρίσει έξι κυκλοφορίες – ορόσημα που έχουν
αποτελέσει σημείο αναφοράς για όλους τους λάτρεις του post-rock ιδιώματος (όρο
που τόσο πολύ αποφεύγει να χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Menuck...). Και, προς θεού,
δεν έχουμε να κάνουμε σε καμία περίπτωση με “εξαργύρωση” της επιτυχίας των Godspeed.
Περισσότερο από συγκρότημα, οι Silver Mt. Zion θυμίζουν έναν ζωντανό
οργανισμό ο οποίος διαρκώς εξελίσσεται και αναπτύσσεται – και όχι μόνο στο
επίπεδο του πολυπρόσωπου line-up τους. Οι ορχηστρικές πρώτες κυκλοφορίες τους (He
Has Left Us Alone..., Born Into Trouble...) έδωσαν τη θέση τους σε χορωδιακά
αριστουργήματα (βλέπε This Is Our Punk Rock...) και, εσχάτως, σε
πάντρεμα ήχων πειραματικών με τα Blues, το Gospel, την τόσο ιδιαίτερη φωνή του
Efrim. Δεν κάθονται σε ησυχία ούτε στιγμή...
Το τελευταίο τους
άλμπουμ, 13 Blues For Thirteen Moons , αν και περιλαμβάνει τέσσερις
ουσιαστικά συνθέσεις άνω των 13 λεπτών, ξεκινάει περίεργα. 12 κομμάτια
διάρκειας λίγων δευτερολέπτων προλογίζουν αυτό που θα ακολουθήσει. Σύμφωνα με
τον Menuck, αυτό έγινε για να γίνει πιο δύσκολη η ζωή των χρηστών i-pod. Ας μην
τρελαθούμε κιόλας, υπάρχει και delete... Η εισαγωγή όμως του “κυρίως μέρους”
διαλύει κάθε σύννεφο. Το One Million Died To Make This Sound με το
οποίο αρχίζει ο δίσκος είναι μια καθηλωτική σύνθεση, ενδεικτική του δεσίματος
της πολυπληθούς μπάντας (κιθάρες, δύο βιολιά, κοντραμπάσο, τσέλο και ντραμς,
παρακαλώ, και ας λείπει το τόσο χαρακτηριστικό τους πιάνο). Απαλή εισαγωγή με
φωνητικά από τις κοπέλες με τα βιολιά, το τσέλο να δίνει το σύνθημα για μία
δεκάλεπτη απογείωση και η φωνή του Efrim, πιο δυνατή και σίγουρη από ποτέ, να
δίνει το σύνθημα, ξεγυμνώνοντας την “τεχνολογική” μας καθημερινότητα. Στο
φινάλε, η ερμηνεία καταρρέει, θρηνώντας μία εποχή που χάνονται πολλά με πρώτο
τον εαυτό μας. Μαγικό...
Το ομώνυμο κομμάτι
είναι ίσως και αυτό που η φωνή υψώνεται περισσότερο. “I Just Want Some Action. No Heroes on My Radio”...
Δεν έγιναν ξαφνικά Rage Against The Machine. Η διαμαρτυρία τους είναι βαθύτατα εσωτερική
και αγγίζει τα όρια της απόγνωσης, εν πέφτει όμως στην παγίδα του να γίνει
“κλαψιάρικη”, παραμένοντας ζωντανή και συμπαγέστατη. Το Black Waters Blowed / Engine Broke Blues είναι
η πιο σύνθετη και σκοτεινή σύνθεση του δίσκου, ένα κομμάτι απίστευτης
πολυπλοκότητας, με την ένταση να εναλλάσσεται με τον λυρισμό σε ένα
συνταρακτικό πάντρεμα που προορίζεται για πολλές ακροάσεις.
Τελευταίο κομμάτι
είναι το Blindblindblind, το πιο σπαρακτικό track του δίσκου, το οποίο διαθέτει
ένα ονειρεμένο φινάλε με ολόκληρο το συγκρότημα να τραγουδάει στα τελευταία
πέντε λεπτά “Some Hearts Are True...”, φέρνοντας στο νου το live τους στη χώρα
μας, όπου αποσβολωμένοι όλοι οι θεατές έβλεπαν τη μπάντα, χωρίς καμία συνοδεία
οργάνου, να τραγουδάει με μία φωνή για την ελπίδα, που βρίσκεται μέσα μας. Τόσο
συγκλονιστικό που όσες φορές και να το ακούσεις, έρχεται πάντα η ανατριχίλα της
πρώτης ακρόασης...
Δεν πρέπει σε καμία
περίπτωση να δοθεί η εντύπωση ότι ο frontman (τρόπος του λέγειν, πάντα στο
βάθος κάθεται ο άνθρωπος) καθορίζει με δεσποτικό τρόπο τον χαρακτήρα του
συγκροτήματος. Η ορχήστρα διαθέτει τόσο αξιοσημείωτο δέσιμο και οι συνθέσεις
είναι τόσο καλά δουλεμένος, που φαίνεται πραγματικά η καθοριστική συμβολή του
κάθε μέλους στη διατήρηση αυτής της ισορροπίας. Δεν ξέρω αν ζουν ακόμα σε
κοινόβιο, η στάση τους όμως απέναντι στη μουσική τους μόνο “χίπικη” δε μπορεί
να χαρακτηριστεί. Το πιάνο που κυριαρχούσε σε προηγούμενες δουλειές έδωσε εδώ
χώρο στο τσέλο, κίνηση ενδεικτική της διάθεσής τους για εξερεύνηση και
ανανέωση. Ίσως οι Godspeed να μην εμφανιστούν ξανά, τα “ξαδερφάκια” τους όμως
μια χαρά σηκώνουν το βάρος της κληρονομιάς τους...
Είναι πραγματικά
συγκλονιστική η περίπτωση των Silver Mt. Zion. Άτομα που παράγουν
υψηλότατη και κορυφαία μορφή τέχνης, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα τόσο σεμνό
προφίλ είναι κάτι που δεν έχουμε συνηθίσει. Είναι τόσο βιωματική η σχέση τους
με τις δημιουργίες τους που δε μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο ακόμα και τον πιο
δύσπιστο ακροατή. Η μουσική τους βγαίνει κατ' ευθείαν από τα βάθη της ψυχής
τους, απόκοσμη και ταυτόχρονα βαθιά ενδοσκοπική. Είναι η προσωπική τους λύτρωση
σε έναν κόσμο σκληρό και αφιλόξενο. Πίσω από τις ονειρεμένες ενορχηστρώσεις
κρύβεται μια ένταση και μία φλόγα που λιώνει σίδερα, μια διαμαρτυρία που φτάνει
στα ουράνια. Η ελπίδα, η απόγνωση, το αδιέξοδο, παίρνουν κάτι από την πνοή των
καλλιτεχνών και αποκτούν μία σχεδόν θεϊκή υπόσταση. Η μουσική τους, σπαρακτική
και λυτρωτική ταυτόχρονα, ξορκίζει τα κακά πνεύματα, οδηγεί σε μία κατάδυση στα
βάθη του εαυτού μας χωρίς οξυγόνο, αποδομεί όλες τις νόρμες και τους κανόνες
για να οδηγήσει στην απόλυτη κάθαρση. Δεν ζουν από τη μουσική τους. Ζουν για αυτή.
Όπως και οι προηγούμενες δουλειές τους, το 13 Blues For Thirteen Moons
είναι ένα διαχρονικό αριστούργημα, βαθύτατα ανθρώπινο, συγκινητικό, ονειρεμένο
και τόσο μεγαλειώδες που είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια. Ήδη πολύ ψηλά
στη λίστα με τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς..!
Rating: 9,5 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
official site
Thee Silver Mt. Zion Memorial Orchestra & Tra-La La Band live in Athens
comments & discussion
Klimt 1918 - Just In Case We'll Never Meet Again
01.The breathtaking days (via
lactea), 02.Skygazer, 03.Ghost of a tape listener, 04.The graduate, 05.Just an interlude inyour life, 06.Just in case we'll never meet again, 07.Suspense music, 08.Disco awayness, 09.Atget, 10.All summer long, 11.True love is the oldest fear
Season Of Mist / 24 June 2008
Ο Gustav Klimt (ναι, το 1918 ήταν η ημερομηνία του θανάτου
του) υπήρξε ζωγράφος (Αυστριακός στην καταγωγή), με ξεχωριστό ύφος, που
δανειζόταν στοιχεία από το συμβολισμό και την Αρτ Νουβό, και με έντονο ερωτισμό
στα περισσότερα έργα του. Έτσι ενημερώνουν οι εγκυκλοπαίδειες, τουλάχιστον.
Βλέποντας κάποια έργα του στην οθόνη, αδυνατώ να πιάσω τον “συμβολισμό” του
ονόματος που διάλεξαν οι αδερφοί Soellner για το συγκρότημά τους. Κάτι μου
διαφεύγει, ίσως...
Επί του προκειμένου,
οι Klimt 1918 είναι μια μπάντα από τη γειτονική Ιταλία που κυκλοφόρησαν μόλις
τον τρίτο τους δίσκο Just In Case We 'll Never Meet Again, συνέχεια του
πολύ καλού Dopoguerra, ο οποίος σήμανε τη στροφή τους σε πιο ήπιο ήχο σε
σχέση με το ντεμπούτο τους και τη σαφή υιοθέτηση ενός νοσταλγικού αλλά
συγχρόνως φρέσκου και αρκετά ζωντανού darkwave ύφους. Η συνέχεια είναι εξίσου
συνεπής. Στα 50 λεπτά του Just In Case We 'll Never Meet Again “βολεύονται”
11 κομμάτια καλογραμμένα, σχεδόν όλα πιθανά singles, που δείχνουν ότι η μπάντα
βρίσκεται σε μία δημιουργική φάση. Η μουσική τους ρέει αβίαστα από το πρώτο
μέχρι το τελευταίο λεπτό και το άλμπουμ διαθέτει μία ξεχωριστή ομοιογένεια, που
θα τη ζήλευαν πολλοί πιο διάσημοι συνάδελφοί τους. Δε θα είναι υπερβολή να
ισχυριστεί κανείς ότι δεν υπάρχουν αδύναμες στιγμές που να διακόπτουν την
ακρόαση. Έχουμε να κάνουμε με μία από εκείνες τις -πάντα ευπρόσδεκτες- δουλειές
όπου ο ακροατής, ενώ γνωρίζει πως αυτό που ακούει δεν είναι κάτι που πρόκειται
αν αλλάξει την ιστορία της μουσικής, αδυνατεί να το βγάλει από το cd-player.
Και αυτό είναι πραγματικά σπουδαίο επίτευγμα σε μία περίοδο που καταδικάζει τα
περισσότερα άλμπουμ σε μία-δύο ακροάσεις...
Το ωραίο της υπόθεσης
είναι ότι η συνταγή της επιτυχίας των Klimt 1918 είναι αρκετά απλή. Στη
συνθετική ικανότητα του συγκροτήματος προστίθεται η ζεστή, εκφραστική φωνή του
Marco Soellner και οι κιθάρες που ακροβατούν με άνεση ανάμεσα στις shoegaze και
new wave επιρροές τους για να “δέσουν” το γλυκό. Από εκεί και πέρα, τα πάντα
είναι θέμα προσωπικών προτιμήσεων. Το Skygazer είναι ένα απίστευτα
όμορφο κομμάτι που σε έναν πιο δίκαιο
κόσμο θα είχαμε βαρεθεί να το ακούμε στο ραδιόφωνο. Τα Just an Interlude in
Your Life και Suspense Music είναι τόσο περίτεχνα δομημένα και
κλιμακώνουν με τόση μαεστρία το ρυθμό τους που δε μπορεί, θα έκαναν τους
Editors να ζηλέψουν λιγάκι. Η
μελωδικότητα του Disco Awayness και το έξοχο κλείσιμο με το True Love
Is the Oldest Fear αποτελούν, και πάλι, μεμονωμένα κομμάτια ενός παζλ
μοναδικής συμμετρίας και αισθητικής. Μήπως εκεί άραγε είναι που κολλάει ο
Αυστριακός ζωγράφος;
Τελικά, μόνο θετικά
μπορεί να αντιμετωπιστεί μια τόσο μεστή, ισορροπημένη και ολοκληρωμένη δουλειά.
Και μόνο καλά λόγια έχει να πει κανείς για ένα δίσκο που “από το πουθενά” μπορεί να συντροφεύσει κάθε στιγμή
της ημέρας. Ναι, η μουσική τους δεν έχει
τίποτα το καινοτόμο και “επικίνδυνο”. Βεβαίως, υπάρχουν πολλά συγκροτήματα που
αναβιώνουν new wave ήχους, δεν αποτελεί δα και είδηση... Ποιος νοιάζεται όμως;
Ας δεχτούμε το πανάρχαιο ρητό “έκαστος στο είδος του” και ας απολαύσουμε ένα
δίσκο που θα είναι πραγματικά κρίμα να παραμείνει ένα καλά κρυμμένο μυστικό.
Rating: 7,8/ 10
Κωνσταντίνος Γούλας
official site
myspace
Klimt 1918 - Disco Awayness fan-made video
Your Hand In Mine - Every Night Dreams (Music for Mikio Naruse's silent film "Yogoto no yume")
Intro / Waitress Omitsu Came Back / On The Way Home / Calendar / At The Bar I / Neighbours / The Stranger / Tea Time / Sudative Luminareten / Apprentice Workmen Needed / At The Bar II / Father & Son / At The Bar III / A Walk / Turndown / Dinner / No Luck With Jobs / Fumio / The Decision / Siren / Please, Surrender / Take Care Of Our Son / Outro
May 2008 / Inner Ear
Αντλώντας έμπνευση από τους Explosions In The Sky για να
ονομάσουνε το σχήμα τους, οι Your Hand In Mine κατοικούν στη Θεσσαλονίκη.
Το σημερινό Every Night Dreams είναι η μουσική επένδυση της κλασσικής βωβής ταινίας του Mikio Naruse
«Υogoto Νo Υume» που ζητήθηκε να συνθέσουν για τις «Μέρες Ανεξαρτησίας» του 48ου
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Παρουσιάστηκε ζωντανά από τον Μάνο
Μυλωνάκη και τον Γιώργο Παπαδόπουλο συνοδεύοντας την προβολή της ταινίας και τα
νέα ταξίδεψαν γρήγορα. Οι δυο τους κέρδισαν το αβίαστο και ενθουσιώδες
χειροκρότημα του κοινού που είχε σηκωθεί όρθιο και τους αποθέωνε με το πέρας
της παρουσίασης. Ίσως θυμάστε πως λίγο νωρίτερα
από αυτό αλλά και από το εξαιρετικό support τους στον Max Richter, τους είχαμε συναντήσει στο δικό μας AUDIOBOOK 4 που
μοιράστηκε στο Postwave party του Μαρτίου που μας πέρασε. Εκεί άνοιγαν την
τελευταία μας συλλογή με το εξαιρετικό Desert Flags και σίγουρα δεν υπήρξε άνθρωπος που δεν πρόσεξε την ευρηματική μελωδία
του κομματιού και τον ρομαντισμό του.
Όσο κι αν έψαξα να βρω τη βωβή ταινία δεν τα
κατάφερα. Ήθελα να συνδυάσω τα ερεθίσματα και σε ένα
βαθμό να αναπαράγω αυτό που έζησαν όσοι παρευρέθησαν στην προβολή του Υogoto Νo
Υume. Η αλήθεια είναι πως θύμωσα λίγο που δεν συμπεριλήφθηκε στην κυκλοφορία ένας
οπτικός δίσκος για να μας δώσει αυτή την ευκαιρία. Ξεχνώντας όμως πως αυτό ίσως
ήταν σχεδόν αδύνατο κι ευγνωμονώντας στην συνέχεια για αυτή την
«παράληψη».
Χατζιδακικές μελωδίες χωρίς στίχους , μεγάλες
στιγμές, αρώματα Tiersen και θαυμασμός στον Morricone. Σαφείς αναφορές, μελαγχολικά
τοπία, αυτοσχέδια μουσικά όργανα, λούπες, πειραματισμός, ένα ξυλόφωνο, ένα
ακορντεόν, πιάνο, μαντολίνο και μουσικοί του δρόμου. Το Every Night Dreams σε ταξιδεύει σε κόσμους εσωτερικούς και
δύσκολους και ίσως είναι η λιτότητα των κομματιών που το επιβάλει αυτό. Πλούσια
σε συναισθήματα προκαλεί συνειρμούς και αυτονομείται. Στέκεται μόνη της η
μουσική και με αφήνει να την προσαρμόσω στην δική μου οπτική. Να φτιάξω
δράκους, ποταμούς και κάστρα. Έτσι θα την κρίνω. Σαν το όχημα που μου
προσφέρεται για να χαθώ στις σκέψεις μου. Και είναι κάτι οικείο αυτό που
στάζουν μέσα σου οι μελωδίες των παιδιών. Αναμνήσεις και παιδικότητα.
Το Every Night Dreams κυκλοφόρησε την δεύτερη μέρα του Ιούνη από την
ανεξάρτητη Inner Ear που εδρεύει στην Πάτρα. Σε πολύ προσεγμένη και απέριττη, αναδιπλούμενη
σε τρία μέρη συσκευασία. Σε ένα από τα τρία πάνελ θα βρείτε και το συνοδευτικό
βιβλιαράκι με τις υδατογραφίες του Benjamin Nerot aka ‘The Healthy Boy’ που ολοκληρώνει την αισθητική αντίληψη των Your Hand In Mine.
Κι αν ακουστεί αυτό που θα πω
θρασύ, θέλω να σας ζητήσω να το χαρίσετε αυτό το έργο. Σε αυτούς που αγαπάτε
και η σκέψη τους σας κάνει να δακρύζετε.
Αντί επιλόγου και αφιερωμένος
στον Μάνο και τον Γιώργο, ο χάρτης της διαδρομής μου.
Αν περπατούσα θα φορούσα χάντρες και
φτερά
κι ένα μεγάλο κόκκινο καπέλο.
Και θα ‘ταν η ζωή μενεξεδιά
κι ο δρόμος άξαφνα μεγάλος.
Μέσα στις μέρες βλέπω σχήματα πολλά
κι ανθρώπους και τοπία.
Εσένα να προβάλεις ξαφνικά
και να με πνίγεις με μανία.
Είναι το ημερολόγιο μακρύ
σαν δρόμος προς τον άλλο κόσμο.
Κι έχει στις άκρες του γυαλιά,
μεγάλα, κοφτερά και τόσο κρύα.
Βρίσκω ανθρώπους μοναχούς,
να κλαίν' γελώντας και να βρίζουν.
Να προσποιούνται ότι τάχα αγαπούν
και στα κρυφά μονάχοι να δακρύζουν.
Κι είν' η ανάσα τους καυτή
και δύσοσμη και λίγο αλλοιωμένη.
Σαν το γλυκό που ξίνισε και πίκρισε.
Σαν Κυριακή που πέρασε και πάει.
Δώσε κουράγιο, δεν βαστώ.
Με πνίγει σαν το φίδι αυτή η μέρα.
Άμμος λεπτή μέσα απ' τα χέρια να
περνά
να μου θυμίζει όλα τα πικρά, παλιά
αστεία.
Rating: 8,5 / 10
Λυδία Οικονόμου
Fairy World 4 - May 2008, Prikosnovenie
1-CAPRICE
Adew - Sweet Amarillis
2-CORDE
OBLIQUE - Canstatorie
3-CRISTA
GALLI - Oriental
Garden
4-IRFAN - Vernal
Garden
5-LOUISA
JOHN KROL - A retenue of Mandrake
6-NY:NA
VALÈS - L'atmosphère
7-ONZE h30 - A chaque seconde son heure de gloire
8-ALIZBAR - Metamorphoses
of Ann'
9-IVO
SEDLACEK - maya
10-MEDIAVOLO
- Unaltered Empire
11-ANTRABATA
- Echoes
12-LYS En - approchant
des rivages bleus
13-SHIRA°
ZED - Bghina Salam
14-OLEN'K - japanese
Garden
15-Luigi - RUBINO
(ASHRAM) Duca Bianco
16-COLLECTION
D'ARNELL ANDREA - Closer to unicorn
17-POUSSIERES
D'ETOILES - Pearl (Edit)
…Και είναι καλοκαίρι. Καύσωνας. Και αναθεματίζεις την ώρα
και τη στιγμή που κατέληξες για ακόμη μια φορά εγκλωβισμένος στο διάζωμα της
κεντρικής λεωφόρου. Και είσαι στο δρόμο για το σπίτι. Χαμένος βαθιά στις
σκέψεις σου, στ’ αδιέξοδα που έχεις φέρει τον εαυτό σου και το κλιματιστικό που
σε παγώνει. Και παγώνεις το μυαλό σου κάνοντας τις μηχανικές κινήσεις σου. Και
τίποτα δεν σε ευχαριστεί….Βάζεις στο στερεοφωνικό σου ένα CD που κάπως τυχαία «έπεσε» στα χέρια
σου…Play και ξαπλώνεις αναπαυτικά στον καναπέ σου. Οι σκέψεις σου βυθίζονται
αργά και γλυκά. Κάπου που δεν υπάρχει χρόνος. Δεν είσαι σε θέση να σε νοιάξει
κιόλας γιατί έτσι είναι τα όνειρα…
Και ξαφνικά βρίσκεσαι σ’ ένα δάσος.
Και είναι όλα τόσο όμορφα. Σχεδόν ιδανικά. Πράσινα όλα γύρω σου, πλούσιο και
γενναιόδωρο το φως που φτάνει σε σένα μέσα από τα κλαδιά. Και είσαι στο δρόμο
που δεν ξέρεις που θα σε οδηγήσει. Και παρόλα αυτά δεν νιώθεις μόνος σου. Γιατί
δεν είσαι ο μόνος…
Κάθεσαι για λίγο κάτω από μεγάλο
δέντρο. Θέλεις να μείνεις λίγο στάσιμος ν’ απολαύσεις αυτό που συμβαίνει γύρω
σου. Να το κατανοήσεις και να πάρεις ένα μέρος του μέσα σου. Κλείνεις τα μάτια
σου. Και οι ήχοι και οι μυρωδιές παίρνουν μορφές και μουσική. Γιατί έτσι είναι
τα όνειρα…
Από κάπου μακριά ακούγεται μια μουσική
και οι στίχοι αποχαιρετούν την γλυκιά
Αμαρυλλίς. Η μελωδία γνωστή ,ήχοι ηλεκτρονικοί ανάμεσα σε κλασσικά όργανα..
Και τα όνειρα σου μετατρέπονται σε πανηγύρι καλωσορίσματος που τα πλάσματα της
φύσης σου επιφυλλάσουν. Το tracklist τους γίνεται πιο εκστατικό με το Cantastorie των Corde Oblique και
όσο περνάει η ώρα, έχουν φροντίσει να σε συνεπάρουν και να σε ξεναγήσουν στον
μαγικό κόσμο τους. Ο κόσμος τους περιλαμβάνει όργανα από όλο τον πλανήτη και τα
χρησιμοποιούν πολύ επιδέξια. Σε ξεγελάνε! Η φωνή της Louisa John–Krol, σε κάνει πιο μικρό κι άλλο κι άλλο!
Μέχρι που γίνεσαι πάλι παιδί. Και ονειρεύεσαι αυτά που θες να γίνεις. To tracklist συνεχίζει, σε ωριμάζει. Σε φτάνει
στην εφηβεία που λαχταράς, ποθείς και ονειρεύεσαι. Και καίγεσαι. Και
στροβιλίζεσαι μέσα σε μια μεθυσμένη δίνη. Οι Alisbar σε
στροβιλίζουν και σε καταλαγιάζουν. Με πιο γνώριμους ήχους, εναλλακτικούς σε ακουμπούν απαλά στο ίδιο δέντρο που ονειρεύεσαι.
Και η μαγική μελωδία του Ivo Sedlacek σε
κρατάει δέσμιο ενώ νιώθείς πιο ελευθερος από ποτέ…
Ελεύθερος να περιπλανηθείς.
Περιπλανιέσαι πάνω από τον Βόσπορο έχοντας για φυλαχτό ένα άνθος κερασιάς από
τον πιο όμορφο κήπο της Ιαπωνίας. Τρεκλίζεις από τις μυρωδιές των Βαλκανίων
πάνω στα πλήκτρα του μαγικού πιάνου του Luigi Rubino ώσπου η ίδια αόρατη δύναμη που σε
περιπλανεί, σε βυθίζει. Σε βυθίζει στον πιο όμορφο βυθό που ποτέ σου δεν
μπορούσες να φανταστείς….
Και ξυπνάς. Ξυπνάς κρατώντας στα
χέρια σου ένα λαμπερό μαργαριτάρι. Νιώθεις ζαλισμένος από αυτό το ταξίδι. «Μα
τι συνέβη;», αναρωτιέσαι.. Και ξανακοιτάς τ’ όμορφο μαργαριτάρι που βρίσκεται
στη παλάμη σου. Και διαπιστώνεις πως πραγματικά, η μουσική είναι μαγική. Εκείνη
είναι το καλύτερο ξόρκι για να ταράξει το θολωμένο πέλαγος του μυαλού σου.
Βγάζεις το Cd για να το τοποθετήσεις στη θήκη
του. Ένα φιλοτεχνημένο booklet-βιβλιαράκι, με νεράιδες που
στροβιλίζονται και χάνονται στο σβήσιμο της ακουαρέλας, τραβάει τη προσοχή σου.
«Η
Prikosnovenie σας καλωσορίζει σ’ έναν φανταστικό κόσμο, σε μουσικές γεμάτες
ευαισθησία». Νιώθεις
τυχερός που έχεις αυτή τη συλλογή στα χέρια σου. Γιατί το περιεχόμενο της είναι
μια προσπάθεια τροβαδούρων και πραγματικών μουσικών μ’ευαισθησία, με βάσεις
στις ρίζες αυτού και αλλοτινού πολιτισμού. Τυχερός για το ταξίδι και τα
παράξενα όνειρα που είδες, Γιατί έτσι είναι τα όνειρα…
Rating: 8,2 / 10
Κατερίνα Ρουχίτσα
ps: Η 4η συλλογή της prikosnovonie περιέχει 17 τραγούδια, από τα οποία τα 13 είναι ακυκλοφόρητα. Στο site της εταιρείας μπορείτε να ακούσετε δείγματα από τα περισσότερα:
www.prikosnovenie.com/
Last Days of S.E.X. - First S.E.X.ual Experience
1. Protect yourself from your Protectors 2. The Last
Days of S.E.X. 3. Make L.UV and S.E.X. 4. Amphisexual Hypersonic Mayhem 5.
S.E.X.ual Liberation 6. Don't make me destroy you 7. Girlzruleboyzaregoodpetz 8. International S.E.X.
Conspiracy 9. Heavy Metal is the low 10. Homophobic piss of seat 11. Yoghurt Sex and your
local goverment 12. No S.E.X. for the Oligarchy 13. Create new S.E.X.ual
perversions
May 2008 - hands Productions
“Αγαπητέ κ.
Μάνο
Με μεγάλη
μου χαρά έλαβα σήμερα το cd σας. Θα έπρεπε όμως να ξέρετε ότι οπαδός αυτής της μουσικής
δεν είμαι, η επαφή μου με την Noise είναι ελάχιστη. Δι’αυτό το λόγω παραξενεύτηκα όταν μου το
αποστείλατε. Παρόλα αυτά, θα βάλω τα δυνατά μου και θα προσπαθήσω να ανοίξω
τους ορίζοντες μου.
Θα έπρεπε
να ξέρετε πως αν ήτανε κάτι που με τράβηξε και μου δημιούργησε μια θετική
προδιάθεση στη δουλειά σας, αυτό ήτανε το εξώφυλλο και το συνολικό packaging. Ένα εξαιρετικής αισθητικής digipack (έτσι δε τα λένε ακόμα?), από το design μέχρι την υλοποίηση. Θα ήθελα και
ένα booklet μέσα, αλλά καταλαβαίνω ότι δε μπορώ να τα έχω όλα δικά μου.
Με προβλημάτισε ο τίτλος που επιλέξατε για να αντιπροσωπεύσει τη δουλειά σας,
όπως φυσικά και το όνομα που δώσατε στη μπάντα σας. Θα με χαροποιούσε αν κάποια
στιγμή δίνατε μια ερμηνεία σε αυτά.
Δε μπορώ να
πω ότι πατώντας το κουμπί της εκκίνησης δεν ξαφνιάστηκα από αυτά που
ξεπετάχτηκαν από τα ηχεία. Ήχοι ζόρικοι, κύριε Μάνο, δυσκολεύτηκα να το
ακολουθήσω, το ομολογώ. Η πρώτη ακρόαση ήτανε δύσκολη. Έπρεπε να εξοικειωθώ με
τους ήχους, σίγουρα, τέτοια ηχητική επίθεση δε καταπίνεται εύκολα. Αλλά με
σαγήνευσε το διαφορετικό. Είπα στον εαυτό μου να επιμείνει, να μη το βάλει
κάτω. Κι’ έτσι μια μέρα μετά δοκίμασα πάλι.
Και ξέρετε
τι? Ήταν όντως ευκολότερο να παρακολουθήσω τα ηχοχρώματα και τη τόσο
διαφορετική δομή από την περισσότερο “pop” μουσική. Και νομίζω ότι τελικά η Noise αδικείται σε κάποια επίπεδα.
Σκεφτόμουν, απλά θέλει το χρόνο της, να συνηθίσεις τα ηχητικά panzer και τη βάναυση επίθεση. Παρόλα αυτά,
μπορώ να σκεφτώ στιγμές που θα την επέλεγα σα μουσική υπόκρουση. Πίσω στο cd
όμως.
Μια λέξη
σκεφτόμουν συνέχεια ακούγοντας τη δουλειά σας: Tetsuo. Ξέρετε, εκείνη τη γιαπωνέζικη
ταινία του Shinya Tsukamoto όπου
ο χαρακτήρας της ταινίας “εγκαθιστά” στο σώμα του κομμάτια από μέταλλο
δημιουργώντας από τον εαυτό του μιας μορφής Cyborg. Ε λοιπόν, η δουλεία σας μου θύμισε
πάρα πολύ το κλίμα και τη μουσική αυτής της ταινίας που μου είχε αφήσει άριστες
εντυπώσεις. Αγχωτικό και καλπάζον.
Η παραγωγή
σε γενικές γραμμές είναι καλή. Ο ήχος είναι συμπαγής καθ’όλη τη διάρκεια του
δίσκου, η παραμόρφωση κυριαρχεί βέβαια και δημιουργεί ένα ενιαίο αποτέλεσμα στο
σύνολο. Για να είμαι ειλικρινής, θα μου άρεσε μια μεγαλύτερη ποικιλία στους
ήχους, κάποιοι μου φαίνονται σα να επαναλαμβάνονται σχετικά συχνά. Κατανοώ
φυσικά και τα κλισέ του χώρου στα οποία κινείστε, ίσως δεν αφήνουν και μεγάλη
ποικιλία επιλογής. Πάντως, και προς μεγάλη μου χαρά, μπόρεσα μέσα σε αυτό το
συνοθύλλευμα και διέκρινα μελωδίες (ναι, μελωδίες!) που έσπαγαν με υπέροχο
τρόπο τη μάζα του μετάλλου. Για να γίνω περισσότερο συγκεκριμένος, το κομμάτι “Girlzruleboyzaregoodpetz” (εξαιρετικός τίτλος) είναι ένα
παράδειγμα σε τι αναφέρομαι.
Και μιας
και αναφέρθηκα στους τίτλους, τους βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέροντες, αρκετά
μακρυά από τους τυπικούς τίτλους ενός εμπορικού cd, με αρκετή εμμονή στη λέξη “S.E.X.” , παρόλα αυτά δοσμένοι με έναν
σχεδόν χιουμοριστικό και περιπαικτικό τρόπο. Σίγουρα το φχαριστηθήκατε όταν
τους βγάζατε. Και εν τέλει αυτό είναι που μετράει και στις δυο πλευρές του
ποταμού, και του ακροατή και του δημιουργού, το να περνάς καλά και να υπάρχει
κέφι και διάθεση.
Πάντως,
κατά την προσωπική μου άποψη, το cd δε δείχνει τη δυναμική του στα πρώτα κομμάτια. Χωρίς να
είναι άσχημα (κάθε άλλο) αισθάνομαι ότι είναι αρκετά “καθώς πρέπει” και εννοώ
το ότι υποτάσσονται στις επιταγές του χώρου (από ότι μπόρεσα να καταλάβω τουλάχιστο)
σε νόρμες και σε φόρμες. Αντίθετα, με μεγάλη μου χαρά είδα, ότι μετά σα να
απελευθερώνεστε και να συνθέτετε πιο ελεύθερα. Βλέπω ότι τα μετέπειτα κομμάτια
μου ακούγονται αρκετά πιο ενδιαφέροντα, με αρκετά περισσότερους πειραματισμούς.
Στα κομμάτια λοιπόν, θα ήθελα να σας αναφέρω αυτά που μου έκαναν εντύπωση.
Ξεχωρίζει
το “Amphisexual Hypersonic Mayhem” με τους ρυθμούς μέσα στο ρυθμό, το
“Girlzruleboyzaregoodpetz” που ανέφερα και πιο πριν με τα sample στην αρχή και την εξαιρετική υποψία
μελωδίας, το “International S.E.X. Conspiracy” που μου θύμισε πάρα πολύ ευχάριστα
το “We Have Explosives” των Future Sound of London στη γραμμή του μπάσου και στο πως
αυτή κόβεται και ξεκινάει πάλι. Αξίζουν αναφοράς και το “Heavy Metal is the low” που δανείζεται σε σημεία την
τεχνοτροπία των IDM σχημάτων (με μπόλικη παραμόρφωση φυσικά), όπως και το “Yoghurt Sex and your local government” (είπαμε, εξαιρετικά ενδιαφέροντες
τίτλοι). Όμως το απόλυτο αγαπημένο μου δεν είναι άλλο από το εξαιρετικό “Don't make me destroy you” με τον Darth Vader να προλογίζει το κομμάτι.
Εξαιρετικός ρυθμός, και πολύ καλό build up στη διάρκεια του κομματιού, σχεδόν
χορευτικό. Μπορώ να το φανταστώ να παίζει σε ένα σκοτεινό χώρο και κόσμο να
χορεύει σε αυτό. Άνετα.
Κύριε Μάνο,
ομολογώ ότι ήμουν επιφυλακτικός πρωτακούγοντας τη δουλειά σας. Όπως ανέφερα
στην αρχή, δεν είμαι “οπαδός” της σκηνής και του ήχου, κι όμως με τον καιρό και
τις ακροάσεις θεωρώ ότι πήρα πράγματα από αυτό. Για μένα αυτό είναι επίτευγμα.
Δε ξέρω πως η συγκεκριμένη κυκλοφορία στέκει πλάι σε δίσκους του ίδιου ύφους,
ξέρω ότι τελικά πλέον την ακούω ευχάριστα, στα αυτιά μου δεν έχει να ζηλέψει
κάτι. Όπως ανέφερα, θα μου άρεσε λίγο περισσότερο ποικιλία στους ήχους, ίσως
μια πιο επιλεκτική παραμόρφωση, όμως όλα αυτά από έναν άνθρωπο έξω από τα
στεγανά του ιδιώματος ίσως και να είναι άσχετα ή και υπερβολικά. Πιθανότατα σε
κάποιον μέσα στο χώρο, το cd να ακουστεί ακόμα καλύτερο.
Το σίγουρο
είναι ότι μου κεντρίσατε το ενδιαφέρον, με χαρά θα ψάχνω τα νέα για την πορεία
και τη δισκογραφία σας. Ελπίζω και εύχομαι ολόψυχα αυτή η δουλειά να είναι η
πρώτη σε μια σειρά αξιόλογων κυκλοφοριών.
Με σεβασμό,
Ερμής
Κουκάρης”
Rating: 7 / 10
Ερμής Κουκάρης
comments & discussion
Sigur Rós - Með suð í eyrum við spilum endalaust
01.Gobbledigook, 02.Inni mer syngur vitleysingur, 03.Godan daggin, 04.Vid spilum endelaus, 05.Festival,
06.Sud i eyrum, 07.Ara
batur, 08.Illgresi, 09.Fljotavik,
10.Straumnes, 11.All alright
24 June 2008 / EMI
Ας ξεκινήσουμε από τα
βασικά: Οι Sigur Ros είναι μια πραγματικά μεγάλη μπάντα, από όποια πλευρά και
αν εξεταστεί η συνεισφορά της στα σύγχρονα μουσικά “πεπραγμένα”. Δεν είναι μόνο
η ποιότητα (και σταθερότητα) που χαρακτηρίζει όλες τις δουλειές τους. Ούτε η
αψεγάδιαστη αισθητική τους, από το
artwork των άλμπουμ τους μέχρι τα video clip και -εσχάτως- τα
κινηματογραφικά τους περάσματα. Από το 2000, όταν ο δεύτερος δίσκος τους Agaetis
Byrjun αποτέλεσε ορόσημο και μέτρο σύγκρισης για όλες τις post-rock
κυκλοφορίες, καταρρίπτοντας ταυτόχρονα πολλά από τα στεγανά του συγκεκριμένου
μουσικού ιδιώματος, έχει περάσει ικανό χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο η φήμη
των Ισλανδών όχι μόνο δεν έχει ξεφουσκώσει, αλλά αντίθετα έχει μεγαλώσει σε
βαθμό που να θεωρούνται σήμερα μια από τις ευκολότερα αναγνωρίσιμες,
επιδραστικές και δημοφιλείς (σε διαφορετικά, ενίοτε, ακροατήρια) μπάντες της
Γηραιάς Ηπείρου.
Το γεγονός αυτό
σίγουρα αποτελεί κατόρθωμα, αν λάβει κανείς υπ' όψιν ότι έρχονται από την άκρη
του κόσμου, παίζουν μουσική που, όπως και να το κάνουμε, δε χαρακτηρίζεται
εύκολη και τραγουδούν σε μία γλώσσα ακατάληπτη (ακόμα και για τους συμπατριώτες
τους Ισλανδούς...). Δε σημαίνει αυτό όμως ότι τους χαρίστηκε τίποτα. Τόσο
το Agaetis Byrjun όσο και το ( )
που ακολούθησε έπαιζαν με την ατμόσφαιρα και τις διαθέσεις, χαρίζοντας
ονειρικά, μακροσκελή και πολυεπίπεδα έπη, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα μία
συναισθηματική αμεσότητα που σε καθήλωνε από την πρώτη νότα. Αυτός ήταν και ο
ήχος που τους καθιέρωσε στη συνείδηση των μεγάλων ακροατηρίων και τους
χαρακτήρισε ως μία από τις μεγαλύτερες μπάντες της δεκαετίας. Φύσει ανήσυχοι,
όμως, οι Sigur Ros στιγμή δεν επαναπαύτηκαν στις δάφνες τους αλλά πάντα
προσπαθούσαν να εξερευνήσουν τα όρια της τέχνης τους. Δεν είναι μόνο οι
πειραματικές απόπειρές τους -λέγε με BA BA TI KI DI DO- , είναι κυρίως η
έντονη προσπάθειά τους να κάνουν τη μουσική τους πιο άμεση, πιο προσιτή, πιο
“γήινη”, προσπάθεια που δεν είναι άσχετη με τη φιλοσοφία των ίδιων απέναντι στη
ζωή τους και την ίδια τους την τέχνη. Όσοι είδαν το Heima δε μπορεί να
μην έμειναν άφωνοι από την ειλικρίνεια και την απλότητα των ανθρώπων αυτών,
κυριολεκτικά της διπλανής πόρτας, και τη φροντίδα με την οποία προσεγγίζουν τη
μουσική τους. Το στοίχημα πλέον είναι ένα: Μπορεί άραγε το μεγαλείο μίας
τέτοιας μπάντας να χωρέσει σε μικρότερα, πιο “άμεσα” τραγούδια;
Την απάντηση
προσπάθησαν οι ίδιοι να τη δώσουν με το Takk... το 2005, απόπειρα που,
ιδωμένη σήμερα, μοιάζει σαν τον ιδανικό προάγγελο του άρτι αφιχθέντος Med
Sud i eyrum vid spilum endelaus. Και ποια είναι η απάντηση; Βεβαίως και
μπορούν! Ναι, το Med Sud... δεν διαθέτει πολλές μεγάλες συνθέσεις και
ακούγεται πιο προσιτό, άμεσο και φωτεινό από οποιαδήποτε δουλειά τους στο
παρελθόν. Από το ξεκίνημά φαίνεται ότι ο ήλιος έχει μπει για τα καλά στη ζωή
τους. Το εναρκτήριο Gobbledigook
μοιάζει με το πώς θα ακούγονταν οι Radiohead αν έφευγε από τις πλάτες τους το
βάρος όλου κόσμου που κουβαλούν και η αίσθηση αυτή απογειώνεται με το Inni mer syngur vitleysingur, την
κορυφαία ίσως στιγμή του άλμπουμ, ένα τραγούδι που κλιμακώνεται ονειρεμένα και
παραδίδει μαθήματα για το πώς μπορούν να καταρρεύσουν οι τοίχοι που χωρίζουν τα
διάφορα μουσικά ιδιώματα μέσα σε 4 λεπτά. Με τα επόμενα δύο κομμάτια (Godan
daggin και Vid spilum endelaus)
που ακολουθούν γίνεται σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα δίσκο άκρως μελωδικό,
με τραγούδια που έχουν αρχή, μέση και τέλος και που μπορεί το καθένα να σταθεί
αυτούσιο και όχι στα πλαίσια κάποιου “concept”. Ας μη μπερδευόμαστε, βέβαια.
Ακόμα και κομμάτια όπως το Sud i
eyrum και το “γυμνό” llgresi με τη μοναχική ακουστική κιθάρα απέχουν
μακράν του να χαρακτηριστούν pop, διαθέτοντας μία αρμονία μέσα στην απλότητά
τους που τους προσδίδει έντονο χαρακτήρα και βάθος και επιβεβαιώνει ότι με τα
πιο απλά υλικά μπορεί κανείς να συνθέσει αριστουργήματα. Τα ίδια ισχύουν για
την τριάδα που κλείνει το άλμπουμ, σίγουρα με πιο μελαγχολικό τρόπο από το
ξεκίνημα, αφήνοντας όμως μία γλυκιά και ταυτόχρονα νοσταλγική αίσθηση. Ιδανικό
τελείωμα ενός έργου που δεν φτιάχτηκε για να τοποθετηθεί δίπλα στα επιβλητικά
αριστουργήματα του παρελθόντος αλλά που με την εσωτερική αρμονία και δύναμη που
διαθέτει πετυχαίνει να εκτοξευθεί και αυτό στη σφαίρα του διαχρονικού.
Και στα δύο σημεία
που ο χρόνος “ξεφεύγει” αγγίζοντας τα εννέα λεπτά, οι Sigur Ros φροντίζουν
άριστα να μην αφήσουν κανέναν παραπονεμένο. Το Festival θυμίζει τις
καλύτερες στιγμές του ( ), ξεκινάει με τα χαρακτηριστικά φωνητικά τους για να
καταλήξει σε ένα απολαυστικό και παρατεταμένο κιθαριστικό ξέσπασμα, πραγματική
καταιγίδα θετικής ενέργειας. Ακόμα πιο συγκλονιστική είναι η μεταμόρφωση στο Ara
Batur, όπου το μοναχικό πιάνο περνάει σιγά σιγά από ένα τείχος οργάνων για
να έρθει το λυτρωτικό φινάλε όπου μία ολόκληρη ορχήστρα το απογειώνει στα
ουράνια. Μαγικό...
Δεν έχει τελικά
αρνητικά σημεία αυτή η προσπάθεια; Εξαρτάται -πάντα- από τον τρόπο που το
αντιμετωπίζει κανείς. Για τους λάτρεις των επικών, δεκάλεπτων κομματιών του
παρελθόντος σίγουρα τα νέα δεν είναι ευχάριστα. Η δύναμη των Sigur Ros εν έτει
2008 πηγάζει από μέσα τους, είναι προσιτή και καθόλου μα καθόλου ψυχρή.
Ίσως η μείωση των στροφών προς το τέλος
του δίσκου να αποτελεί ένα σημείο αντίρρησης, δύσκολα όμως θα μπορούσε να τους
προσάψει κανείς ότι το Med Sud i eyrum vid spilum endelaus στερείται
συνοχής. Όσο δύσπιστος κι αν ήταν. Και μόνο το γεγονός ότι διατηρούν τη μαγεία
τους και αυτό το γλυκό feeling σε κάθε τους κομμάτι δείχνει ότι έχουμε να
κάνουμε με μουσικούς που, πέρα από διορατικοί, είναι κυρίως αφοσιωμένοι σε κάτι
που αγαπούν και το υπηρετούν με τρόπο ειλικρινή και αβίαστο. Οτιδήποτε παραπάνω
και να τους ζητηθεί, αγγίζει τα όρια της υπερβολής – για να μην πούμε της
αχαριστίας.
Σε όλη αυτή την
προσπάθεια θα είναι παράλειψη να μη μνημονεύσουμε τη συνεισφορά του “πολύ”
Flood στην παραγωγή. Όσο κι αν η επιλογή ενός ονόματος με “ειδικό βάρος” ξένισε πολλούς, η διαχείριση του υλικού ήταν
-σίγουρα προς έκπληξη πολλών- πραγματικά διακριτική και πιστή στο πνεύμα της
μπάντας. Τελικά αυτό χαρακτηρίζει έναν μεγάλο παραγωγό – η ικανότητα να δένει
τη μπάντα του, χωρίς να την καλύπτει αλλά αντίθετα, αφήνοντάς την ελεύθερη να
παίξει στο γήπεδό της. Δεν είναι ο coach, είναι ο γυμναστής της ομάδας. Rick
Rubin ετοιμάσου... You'll be
the next in line έτσι όπως πάει η δουλειά..!
Rating: 8,5 / 10
Κωνσταντίνος Γούλας
Sigur Ros- gobbledigook video
Monika - Avatar
01. Your Favorite
/ 02. Bloody Sth
/ 03. Are You Coming With Us?
/ 04. Babe
/ 05. Pretend
/ 06. Obsession
/ 07. To No Avail
/ 08. Excuse My Friends
/ 09. Over The Hill / 10. Avatar
/ 11. I'm Not Young In My Youth / 12. Misery Loves Company
/ 13. Fraud
Archangel Music
/ May 2008
Τον τελευταίο καιρό πιθανότατα
θα διαβάζετε σε σχετικά έντυπα γιά έναν δίσκο που είχε κυκλοφορήσει με το όνομα
Monika “Avatar”. Εκπληκτικές κριτικές, “next big thing” χαρακτηρισμοί και γενικότερα μία
απόλυτη συμφωνία λέξεων στα media
όσων αφορά τον δίσκο για τον οποίο μιλάμε. Παρασύροντας λοιπόν κι εμένα αυτό το
κύμα ενθουσιασμού, ψάχνοντας και
ρωτόντας, χωρίς να έχω στα χέρια μου το
δισκάκι και χωρίς να έχω ακούσει κάποιο τραγούδι, ανακαλύπτω πως η Monika είναι Ελληνίδα, βρίσκεται στο άνθος της
ηλικίας της (περίπου 21) και συμφοιτήτρια μου (δεν αποκαλύπτω σε ποιά σχολή). Με πολλαπλάσιο λοιπόν ενδιαφέρον, πριν ακούσω το ντεμπούτο “Avatar” της Monika, πέφτει στα χέρια μου ένα demo το οποίο είχε ηχογραφήσει ερασιτεχνικά -
αμα κρίνω από την παραγωγή. Πραγματικά υπέροχο. Όμορφα, ΛΥΤΑ στην ενορχήστρωσή τους τραγούδια (βασικά κιθάρα
και πιάνο άμα ενθυμούμαι ορθά), μία
ζεστή γυναικεία φωνή και γενικότερα μία γλυκειά αίσθηση λύπης και
χαράς ταυτόχρονα. Τελικά, με υπερπολλαπλάσιο ενδιαφιαφέρον αγοράζω τον δίσκο. Όμορφο
artwork με
το προφίλ της ίδιας στο εξώφυλλο, σε κάνει να νομίζεις πως όποτε ανοίγεις την
συσκευασία εισβάλλεις στο μυαλό της. 13
διαφορετικές πόρτες, μία το κάθε τραγούδι!
Τι κρύβεται πίσω
από τις πόρτες; Μία φωνή που θα σου
φέρει στο μυαλό κάτι από Grace
Slick - Jefferson Airplane, 20 διαφορετικά μουσικά όργανα εκ των οποίων
πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν η κιθάρα και το πιάνο, μία πινελιά απο alternative ήχους - μάλλον δηλώνονται
τα ακούσματα της Monika, συμμετοχή του Martin Wenk των Calexico στα “Babe”, “Pretend”, “Over the Hill” (μαζί με το ομώνυμο ίσως είναι τα 4
ομορφότερα τραγούδια του δίσκου) με τρομπέτα, κόρνο και ηλεκτρική κιθάρα, folk μελωδίες βαλκανικής καταγωγής και γενικότερα
μία φρέσκια φωνή και ένας φρέσκος ήχος που μας έλειπε (μας έλειπε όντως ή τον
έχουμε βρεί ήδη; )!
Ένα αρνητικό! Ο τελικός δίσκος, δηλαδή αυτός που
κυκλοφορεί, ίσως είναι ΥΠΕΡΦΟΡΤΩΜΕΝΟΣ ως προς την ενορχήστρωσή του. Όταν πιάνο, ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο,
σαξόφωνο, τρομπέτα, κόρνο, όμποε, τσέλλο, βιόλα, βιολί, μαντολίνο, ακορντεόν,
φυσαρμόνικα, πλήκτρα, κρουστά, τύμπανα πλαισιώνουν μία τόσο ιδιαίτερη και
όμορφη φωνή μπορεί το αποτέλεσμα να μην είναι το καλύτερο δυνατό και στην δικιά μας περίπτωση - συγκριτικά με το demo -
ισως να χάνει. Ούτε γάτα ούτε ζημιά όμως, μιάς και η Monika, μας συστήθηκε όπως την ακούμε εδώ, λιτή από μόνη της, προικισμένη και ταλαντούχα συγχρόνως!
Rating: 7 / 10
'Αγγελος Κουκλάκης
comments & discussion
Portishead - Third
Silence / Hunter / Nylon Smile / The Rip / Plastic / We Carry On / Deep Water / Machine Gun / Small / Magic Doors / Threads
28 April 2008 - Island Records
“Esteja
alerta para as regras dos três
O que você dá, retornará para você
Essa lição, você tem que aprender
Você só ganha o que você merece”
Κάπως έτσι ξεκινάει η τελευταία (τρίτη) δουλειά των Εγγλέζων Portishead με τον προφανή τίτλο “Third”, μια δουλειά που οι πιστοί οπαδοί
τους περίμεναν για περίπου έντεκα χρόνια (αν εξαιρέσουμε το bootleg “Rare Trax” και το
ζωντανό “Roseland
NYC Live”). Μια δουλειά που είχε ανακοινωθεί ότι ηχογραφείται τόσες φορές που
είχε γίνει σα πρωταπριλιάτικο αστείο, τις περισσότερες φορές η απάντηση ήταν “το
άλλο με τον Τοτό το ξες?”. Πάντως, όπως αποδείχτηκε, αρκετές από τις φήμες
είχαν βάση. Ο ίδιος ο Burrows
παραδέχτηκε ότι το συγκρότημα ηχογραφούσε το 2001, για να σταματήσουν
λίγο αργότερα, αφού δεν ήταν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα.
Κι όμως, αυτή τη φορά οι φήμες επιβεβαιώθηκαν και στις 28 Απριλίου του
2008 το “Third” βρισκότανε
στα ράφια των δισκάδικων στην Μεγάλη Βρετανία. Η περιοδεία του συγκροτήματος
πριν το release είχε
δώσει την πρώτη εντύπωση για τα νέα τραγούδια, συμπέρασμα φυσικά δε θα μπορούσε
να βγει. Η αγωνία μέχρι το άκουσμα μεγάλη: Τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε από
αυτούς τόσα χρόνια μετά, θα έφταναν στα στάνταρ που οι ίδιοι είχανε θέσει, στο
είδος που οι ίδιοι (κατά κύριο λόγω) είχαν κάνει δημοφιλές?
Με αυτές τις σκέψεις έκανα παρέα μέχρι να πατήσω το “play”.
…και το Third
ξεκίνησε…
“Beware to
the rule of three
What you give comes back to you
You should learn this lesson
You only receive what you deserve”
Θα προτιμούσα να μην αναφερθώ σε κάθε κομμάτι του δίσκου ξεχωριστά,
είναι μια δουλειά που πρέπει να ακουστεί σαν ολότητα, σα την τρίτη ενότητα στη ζωή
των Portishead, που τελικά,
σε πείσμα των σύγχρονων καιρών και των πλαστικών ακουσμάτων που κυριαρχούνε τα
ραδιόφωνα, έχει πάρα πολλά να πει. Αυτός ο δίσκος κάνει προφανή την απουσία
τους από τη δισκογραφία, έλειψαν πάρα πολύ, δε μπορώ να πω ότι αναπληρώνει ή
δικαιολογεί τα τόσα χρόνια αδράνειας, μπορώ όμως να πω ότι βρίσκονται σε μεγάλη
φόρμα.
“On
your stage,
a show that you create
all by yourself”
Ίσως το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει ο ακροατής όταν
αντιμετωπίζει το Third
είναι να το συγκρίνει με τα προηγούμενα άλμπουμ τους, όχι γιατί υστερεί
σε ποιότητα, αλλά γιατί βρίσκεται τόσο μακριά όσο και κοντά με τις προηγούμενες
κυκλοφορίες τους. Δεν επεδίωξαν να δώσουν ένα ακόμα Portishead, ένα ακόμα Dummy, προς τιμήν τους δεν επαναπαύτηκαν στην επιτυχία και στο όνομα τους.
Πάλεψαν να εξελίξουν τον ήχο τους, και τα κατάφεραν. Με αρκετά 70s στοιχειά (σημαντικά έντονα
στο Small), με
καινούργια παραγωγή και περισσότερο θάρρος (το καταπληκτικό σινγκλ Machine Gun με τον εμβατήριο ρυθμό του) και με κομμάτια πιστά στην παράδοση που
έχουν χαράξει (τα The
Rip και Τhreads άνετα
χωρούν σε οποιοδήποτε δίσκο τους) δημιουργουν ένα ζοφερό τοπίο, έναν καταπιεστικό
αποτέλεσμα, που αν χωθείς μέσα του μπορεί να σε ταξιδέψει, όσο και να σε καταρρακώσει.
Σε αυτό βοηθά αφενός η αψεγάδιαστη παραγωγή (από τις καλύτερες σε σύγχρονες
κυκλοφορίες) που υπηρετεί αντί να εντυπωσιάζει με πομπώδη κόλπα και δυνατούς ήχους,
μια παραγωγή που θυμίζει άλλες δεκαετίες, τόσο απλή όσο και σύνθετη, σίγουρα πανέξυπνη,
όσο και η τρομερή ερμηνεία της Gibbons σε όλη
τη διάρκεια του δίσκου, ερμηνευτικά και στιχουργικά. Δημιουργώντας τη δικιά της κάθαρση, άλλοτε τραγουδώντας νωχελικά (“And if I should fall, would you hold
me, would you pass me by, for you know I’d ask you for nothing, just to wait
for a while” | Hunter), άλλοτε σπαρακτικά (“Often I've dreamt that I don't wake,
enjoy the gift of my mistake, but yet again I'm wrong, and I confess”
| Magic Doors) και άλλοτε με όλη τη δύναμη της φωνής και της ψυχής της (“Riddle of life, when will I sleep,
when will I know, where do I go, I can't find..” | Threads). Πραγματικά, μια από τις καλύτερες
σύγχρονες φωνές, μοναδική και υπέροχη.
“I saw a saviour,
A saviour come my way…”
Εν τέλει,
το Third είναι
ένας δύσκολος δίσκος. Πρέπει να ανοιχτείς σε αυτόν για να σου δώσει. Λιγότερο άμεσος
από τα προηγούμενα τους, το ίδιο ποιοτικός. Είναι ένα ταξίδι που αξίζει κανείς
να κάνει, σίγουρα. Μπορώ να τον συστήσω? Ναι, αλλά όχι ανεπιφύλακτα. Ναι, σε αυτούς
που έχουν τη διάθεση ακόμα και να “χαλαστούν” ακούγοντας τον, που μπορεί και να
δακρύσουν με αυτόν. Όχι, σε αυτούς που περιμένουν άμεση ικανοποίηση και πιασάρικες
μελωδίες, ρεφραίν από δροσερά, πολύχρωμα και ελαφροντυμένα κορίτσια. Οι Portishead άλλωστε ποτέ δεν ήτανε για τον καθέναν,
ευτυχώς δηλαδή.
‘Όλα τα
παραπάνω κάτω από ένα υπέροχα μινιμαλιστικό εξώφυλλο. Όπως πάντα και δυστυχώς
όμως, το booklet δεν
περιλαμβάνει τους στίχους, προσθέτουν πάρα πολύ στα τραγούδια τους. Θα πρέπει
να ανατρέξει κανείς στο διαδίκτυο για να τους βρει.
Μια
τελευταία πρόταση, ευχή και κατάρα..
…Μακάρι η επόμενη
δουλειά τους να μη μας βρει μια δεκαετία αργότερα.
Rating: 8,5 / 10
Ερμής Κουκάρης
Portishead - Machine Gun video
Κοιτώντας σε κάποιο ηλεκτρονικό λεξικό την ακριβή μετάφραση της λέξης Understatement, μου έβγαλε κάτι του στυλ «συγκρατημένη αφήγηση - μείωση σημασίας μιας δήλωσης» κτλ... Δεν βγάζει και το πιο ξεκάθαρο νόημα, αλλά όλοι καταλαβαίνουμε φαντάζομαι. Με το συγκεκριμένο δισκάκι των Last Shadow Puppets δεν ήθελα σε καμία περίπτωση το review να περάσει understated, οπότε σκέφτηκα να κάνουμε 2 διαφορετικά. Ηταν και ο Άγγελος που ενδιαφέρθηκε να γράψει, είχα ενθουσιαστεί και εγώ, οπότε ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για δύο απόψεις με αρκετά διαφορετικό μουσικό background και καταβολές, μια και ηλικιακά μας χωρίζουν περίπου 15 χρόνια... Και το καλύτερο ήταν ότι όσο διαφορετικά και να το προσεγγίζουμε το θέμα, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. 9 στα 10 του βάλαμε και οι δύο!
Πάμε στα γνωστά πρώτα, για τους περισσότερους τουλάχιστον. Οι LSP είναι το δημιούργημα του Alex Turner των Arctic Monkeys από το Sheffield και του Miles Kane των Rascals από το Liverpool. Εντελώς εγκυκλοπαιδικά (όχι ότι έχει και τόσο σημασία), οι 2 αυτές πόλεις είχαν τις καλύτερες και πιο επιδραστικές σκηνές της Βρετανίας στην Post-punk περίοδο (late 70's - early 80's) με αρκετά από τα πιο αξιόλογα συγκροτήματα που ξεπήδησαν ποτέ από το Μεγάλο Νησί.
Συνεχίζω με κάποια facts προσωπικών εκτιμήσεων.
- Δεν τρελλαίνομαι για τους Arctic Monkeys. Τους θεωρώ μια καλή indie μπάντα, αλλά ο θόρυβος γύρω από το όνομα τους μου φάνηκε υπερβολικός.
- Το καλύτερο τραγούδι από το "Favorite Worst Nightmare" των Monkeys ήταν το 505, στο οποίο έπαιζε κιθάρα ο Miles Kane (ο έταιρος Last Shadow Puppets και frontman των Rascals που λέγαμε.)
- Στο album τωn Last Shadow Puppets συνθέτουν και τραγουδάνε και οι 2, και οι φωνές τους μοιάζουν αρκετά θα έλεγα, συχνά μπερδεύεσαι.
- Για όσους έχουν ακούσει τα πρώτα eps των Rascals, o ήχος τους είναι πιο κοντά σε αυτόν των Puppets από ότι είναι ο ήχος των Arctic Monkeys. Απογυμνωμένος σίγουρα και λίγο πιο επιθετικός.
Tα παραπάνω τα γράφω απλά για να αναβαθμίσω τον ρόλο του Miles Kane στο συγκεκριμένο album. Όπως και στο review του Aγγελου πιο κάτω, έτσι και στα περισσότερα που έχουν πέσει στα χέρια μου οι LSP αντιμετωπίζονται σαν project του Turner και παίρνει το μεγαλύτερο μέρος των credits. Είναι όμως φανερό ότι τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά...Αν η συμβολή του Kane δεν είναι μεγαλύτερη, είναι τουλάχιστον ίση.
Affection to rent...
Πάμε στον δίσκο. Αν είσαι 35+ , πιθανότατα θα θυμάσαι μια μπάντα με το όνομα The Pale Fountains που το 1984 είχε κυκλοφορήσει ένα καταπληκτικό, για την ανεξάρτητη ποπ, ντεμπούτο με τίτλο "Pacific Street". Οι Pale Fountains (παρεπιπτόντως από το Liverpool επίσης) αγαπούσαν την Pop της δεκαετίας του 60 (όπως και οι Puppets), το spaghetti western κλίμα και τι μουσικές επενδύσεις του Ennio Morricone (όπως και οι Puppets) και πάνω απ' όλα τον Scott Walker και τις ενορχηστρώσεις του. Ο τελευταίος φαντάζει και ως η σημαντικότερη επιρροή για το ‘The Age of the Understatement", με τα τραγούδια να παίρνουν άλλη υπόσταση κάθε φορά που η 22μελής ορχήστρα εγχόρδων και πνευστών τα φορτώνει με έντονους συναισθηματικούς χρωματισμούς, αφήνοντας τις κιθάρες απλά να συνοδεύουν και να περιμένουν υπομονετικά πότε θα ξεσπάσουν θυμωμένες.
Για μένα που η δεκαετία του 80 αποτέλεσε το μουσικό μου «χωνευτήρι», το "The Age Of The Understatement" είναι το ‘Pacific Street" των 00's, μόνο που είναι ακόμα καλύτερο! Πιο ισομερές, πιο πλούσιο στον ήχο του, με εξαιρετικούς στίχους και τραγούδια που έχουν όλα τα συστατικά για να στοιχειώσουν στην πάροδο του χρόνου και να τα ακούμε ξανά και ξανά. Φρέσκο όσο και ρετρό. Ισως η πιο πετυχημένη ατάκα που είδα να περιγράφει το album ήταν από τον ίδιο τον Turner στο Uncut: "We wanted it to be sepia and we wanted it to be widescreen..."
Σχεδόν το κατάφεραν, όσο φιλόδοξη κι αν ήταν η επιθυμία τους. Και νιώθω ιδιαίτερα χαρούμενος που αναγκάστηκα να το ξανακούσω για να γράψω τις παραπάνω αράδες. Από τα κορυφαία του 2008!
Υ.Γ. Ακολουθεί κι άλλο review από τον Α. Κουκλάκη.
Rating: 9 / 10
Κώστας Μπρέλλας
The Last Shadow Puppets - The Age Of The Understatement
Κάθε χωράφι έχει τον κύκλο ζωής του.Πότε είναι ζωντανό γεμάτο καρπούς και πότε είναι ξερό και προσφέρεται για νέες καλλιέργειες. Εξαρτάται από αυτόν που θα έχει το κουράγιο να το ξαναεπεξεργαστεί, για το τι καρπός θα φυτρώσει. Σκέψου την μουσική λοιπόν, να είναι ένα νεκρό-περίπου χωράφι και τον Alex Turner-έναν πιτσιρικά ο οποίος δεν έχει να χάσει απολύτως τίποτα- να μπαίνει στην διαδικασία να το ζωντανέψει. Ο καρπός πήρε την θέση του στο έδαφος κάπου στο 2002. Καθυστέρησε 4 χρόνια για να ωριμάσει.Αποτέλεσμα; Ίσως ο πιό αφροδισιακός καρπός που είχαμε γευθει μέχρι τότε. "Whatever People Say I Am, That's What I'm Not" το όμομά του και ο Turner με τους Arctic Monkeys ο καλλιεργητής του. Ακολούθησε ένας ακόμα πιό ώριμος, πιό εκλεπτυσμένος-"Favorite Worst Nightmare". Το ξερό εκείνο χωράφι σίγουρα έχει ξαναζωντανέψει!
Μα τι .... λέω; Μάλλον φταίει πως ότι δημιουργεί αυτό το παιδί από το Sheffield, μου προκαλεί την αίσθηση πως έχει φτιαχτεί για τα δικά μου αυτιά, για να το επεξεργάζεται ο δικός μου εγκέφαλος, για να το κορνιζάρω τελοσπάντων στο ταβάνι (ελπίζω να συμφωνείς). Απ' ότι καταλαβαίνεις έχω την ίδια ακριβώς ψευδαίσθηση και με αυτόν εδώ τον δίσκο. The Last Shadow Puppets το side project του Alex ο οποίος μαζί με τον Miles Kane από τους The Rascals (κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους στις 23 Ιουνίου) κυκλοφόρησαν τον Μάιο, το πνευματικό παιδί της συνύπαρξής τους, "The Age of the Understatement".
Διαφέρει! Ένα soundtrack που εύκολα θα ακουγόταν σε μία από τις ιδιαίτερες ταινίες του Tarantino.Ένα άλμπουμ που εύκολα προβλέπεις ότι θα σκαρφαλώσει πολύ ψηλά στα charts,όχι ως ένα ακόμα παραπληγικό pop δισκάκι, αλλά γιατί έχεις ανάγκη να βρίσκεται εκεί. Έχεις ανάγκη-και ας μην το ξέρεις- να χορέψεις πάνω στους καλπάζοντες ρυθμούς του ομώνυμου τραγουδιού, του "Separate and Ever Deadly" και του "Only the Truth". Έχεις ανάγκη να θυμηθείς τους Monkeys με τα "Cam like you", "Black Plant", να ερωτευθείς με τα "The Chamber", "Standing next to me" (ήδη αγαπημένο μου κομμάτι), και να αποκοιμηθείς με το "The time has come Again"!
Είναι 22 χρονών και έχει κάνει πολλά τελικά. Δεν ζει την showbiz παρότι η showbiz τον χρειάζεται για να ζήσει η ίδια. Εκτελεί το καθήκον του να στηρίζει όσους βρίσκονται εκεί που βρισκόταν ο ίδιος μέχρι πριν 2 χρόνια.Ίσως είναι νωρίς να μιλάω έτσι γιά έναν μουσικό ο οποίος βρίσκεται τόσα λίγα χρόνια στην μουσική βιομηχανία, αλλά μάλλον θα είναι το ένστικτο συμπαράστασης στην ίδια ηλικία.
Εντάξει σταματάω! Εξαιρετικός rock ‘n roll δίσκος, συμπλήρωμα και σε καμία περίπτωση υποκατάστατο της μουσικής των Arctic Monkeys (πραγματικά ένα χρήσιμο side project). Θα το ερωτευτείς!
Rating: 9 / 10
Άγγελος Κουκλάκης
Pages