Raining Pleasure - Who's gonna tell Juliet?
01_breathe in - breathe out / 02_you are not young any
more / 03_flamenko / 04_stains on the wall / 05_God is pregnant / 06_who's
gonna tell Juliet? / 07_run to the disco / 08_love was just a girl / 09_game
over / 10_stay / 11_our father / 12_rainbow
18 December 2007 - Celesta / EMI
And when you finally know what was wrong,
you're not young anymore oh no.
Οι παραπάνω στίχοι είναι πάρμενοι από το “You are not young
anymore”, τραγούδι που περιέχεται στον καινούριο δίσκο των Raining Pleasure.
Δεν ξέρω αν εκφράζει την άποψη τους για την ζωή – που ούτως ή άλλως
διαφορετικά βλέπεις τα πράγματα στα είκοσι σου χρόνια, διαφορετικά στα τριάντα
σου( και ούτω καθεξής), μια και κάθε στιγμή που περνάει όλο και κάποιο
καινούριο βίωμα ξεφυτρώνει εκεί που δεν το περιμένεις και πρέπει να είσαι
μάλλον στρουθοκάμηλος με το κεφάλι στο χώμα για να αρνηθείς ότι δεν συμβαίνει – ή είναι η αυτοκριτική τους για την πορεία τους στον μουσικό χώρο
όλα αυτά τα χρόνια. Μπορεί και τα δύο μαζί, μια και τέχνη και ζωή είτε
ταυτίζονται, είτε αλληλοσυμπληρώνονται.
Οι Raining
Pleasure δεν είναι μόνο ένα από τα μακροβιότερα σχήματα – από το 1992 – στο
χώρο τους στην Ελλάδα, αλλά ίσως και το μοναδικό αγγλόφωνο συγκρότημα από την
δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα που κατάφερε να είναι και εμπορικό, δηλαδή να
πουλάει τους δίσκους που κυκλοφορεί κατά χιλιάδες, καταφέρνοντας να βγεί από
τον στενάχωρο χώρο που αποκαλούμε “Alternative” προς έναν κόσμο που ούτε καν
υποπτευόταν την ύπαρξη τους. Και δεν έφταιγε μόνο η γνωστή διαφήμιση, που
σίγουρα τους βοήθησε (και θα την κουβαλούν σαν κατάρα στις πλάτες τους), αλλά
και η ποιότητα των έργων που παρέδιδαν κατά καιρούς, όπως τα αψεγάδιαστης pop
αισθητικής “Flood” και “Forwards and backwards”, που μαζί με την προσωπική τους
ματιά στο “Reflections” του Μάνου Χατζιδάκη αποτελούν ότι πιο εμπορικό έχει
βγάλει αυτός ο χώρος – και πιθανότατα δεν ξαναβγάλει, όχι γιατί δεν υπάρχουν
εξαιρετικές δουλειές, αλλά γιατί η αισθητική αντίληψη αυτών που κατέχουν τα
μέσα είναι συνήθως αδιάφορη και χυδαία. Και ναι, εμπορικό, γιατί κάποια
στιγμή πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι και οι καλλιτέχνες πρέπει να
βιοπορίζονται από το έργο τους.
I got no
sound – and everything is cold
Flamenko
Φαντάζομαι
ότι οι Raining Pleasure έφτασαν κάποια στιγμή σε αδιέξοδο.Τώρα τι κάνουμε θα
αναρωτιόμουν εγώ αν ήμουν στη θέση τους, αναπαράγουμε τον ευαυτό μας
προσπαθώντας να κάνουμε έναν ακόμη δίσκο replica των προηγούμενων ή προσπαθούμε
να υπονομεύσουμε τον ευαυτό μας δημιουργώντας κάτι διαφορετικό.
Δημιουργούμε
κάτι διαφορετικό φυσικά και εκεί φαίνετα η στόφα του καλλιτέχνη και όχι του
φραγκοφονιά έμπορα. Άλλωστε οι Raining Pleasure κατάγονται από την μήτρα του
alternative Των '80ς, ότι κι αν σημαίνει αυτό για μας σήμερα.
Το “Who's
gonna tell Juliet?” είναι το σφουγγάρι που καθαρίζει τον μαυροπίνακα για να
γράψεις κάτι καινούριο πάνω σ'αυτόν.
Απλά αυτός
δεν είναι ο έκτος δίσκος τους. Είναι ο πρώτος. Είναι το πρωτόλειο μιας νέας
εποχής, είναι επίσης το παζλ όλων όσων
έχουν αγαπήσει, από το εισαγωγικό “Breath in, breath out” μέχρι το “Rainbow”
που κλείνει το δίσκο, μεσολαβούν όλα αυτά που δημιούργησαν τους Rainining Pleasure, πρωτίστως ως ακροατές και μετά ως μουσικούς. Το poppunk του “You are
not young anymore”, ένα πολύ όμορφο ραδιοφωνικό κομμάτι (στο ραδιόφωνο του
μυαλού μας φυσικά μια και το πραγματικό είναι απών και αγνοείται η τύχη του), στο Sonic Youth “Flamenko”, κοφτό
και γεμάτο απελπισία, ένα τραγούδι απ' αυτά που γεννιούνται για να παίζονται
ζωντανά, στους παλιούς μελωδικούς Raining Pleasure με το “Stains on the wall”,
στο κρυφοκοίταγμα των James με τα ''God is a pregnant” - όπου από μονος του ο
τίτλος είναι ανατρεπτικός, σε ένα τραγούδι με υπόγεια οργή στους στίχους – και
''Who's gonna tell Juliet?”, στο σαρκαστικό ''Run to the disco”, την disco
εισαγωγή του “Love was just a girl” με την punkrock ανατροπή και τα funky
φωνητικά στο ρεφρέν, τον απόηχο των Depeche Mode – εποχής Ultra – στο “Game
over”, στην Punk ποίηση – και ας φανώ γραφικός – του “Our father” σε ένα αλλά
Ennio Morricone επικό τραγούδι και στο κλείσιμο της αυλαίας με το τρυφερό
''Rainbow''.
Wake up
there's no good or bad
no right or
wrong it's just you
and what
you feel is right
Our
father
Έτσι με αυτά και με αυτά το επεισόδιο έφτασε στο τέλος του. Το αν
σου άρεσε ή όχι είναι στην εκτίμηση του καθενός – μια και όσοι ενδιαφέρονται
μπορούν να ακούσουν το δίσκο με τον γνωστό τρόπο, πρίν αποφασίσουν ενδεχομένως
να τον αγοράσουν.
Γράφτηκαν
κάποια πράγματα για αυτόν το δίσκο που μπορώ να θεωρήσω ότι είναι άδικα και δεν δίνουν την απαιτούμενη προσοχή
στο αντικείμενο που παρουσιάζουν. Το να
χαρακτηρίζεις ας πούμε ένα δίσκο ότι δεν έχει ψυχή είναι λίγο βαρύ, ειδικά αν
προέρχεται από τον ανεξάρτητο χώρο. Εντάξει, δεν μιλάς γαμώτο μου για τον Κιάμο ή
την Βανδή, αλλά για ανθρώπους, οι οποίοι στο μέτρο του δυνατού απεκδύονται τον όποιο ναρκισσισμό διαθέτουν – και θα
μπορούσαν να έχουν μπόλικο – για να μας παραδώσουν ένα δίσκο ειλικρινή, που
εκρήγνυται από την ασφυξία της βρωμιάς και της αναισθησίας που κατακλύζει τα
πάντα.
Το '' Who's gonna tell Juliet ?” είναι ο πιο
πολιτικός – με την ευρύτερη έννοια της
λέξης – και ο πιο απογυμνωμένος δίσκος από φτιασίδια των Raining Pleasure και
είναι επίσης το ψηφιδωτό των αισθήσεων, των παραισθήσεων και των λοιπόν
υπεκφυγών ότι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα μας.
Rating: 7,5 / 10
Κώστας Λιμνιάτης
comments & discussion
Holy Fuck - LP
01.Super
Inuit (Live) 02.Milk Shake 03.Frenchy's
04.Lovely Allen 05.The Pulse 06.Royal Gregory 07.Echo Sam
08.Safari 09.Choppers
23 October 2007 / Young Turks
Στη μουσική
πραγματικότητα σήμερα αρκετά πράγματα φαντάζουν δύσκολα: Να παίζεις ηλεκτρονική
μουσική που δε θυμίζει αποστειρωμένο θάλαμο χειρουργείου. Να ακούγεσαι
περιπετειώδης και απρόβλεπτος., δημιουργώντας ταυτόχρονα την αίσθηση του
οικείου στον ακροατή σου. Να συγχρονίσεις δύο ντράμερς για να ηχογραφούν live.
Να αποφύγεις την παγίδα της “ταμπελοποίησης” της μουσικής σου. Να χρησιμοποιείς
τον θόρυβο και την παραμόρφωση χωρίς να
ασελγείς εις βάρος των πιο ευαίσθητων αυτιών. Να βρεις ένα όνομα της προκοπής
για την μπάντα σου.
Οι Καναδοί Holy Fuck αποτυγχάνουν (με σχετική
άνεση) μόνο σε ένα από αυτά. Το LP
είναι η δεύτερη δουλειά που ακολούθησε το ομώνυμο ντεμπούτο τους το 2005, ενώ
μέσα στο 2007 κυκλοφόρησαν το EP που
-μαντέψτε- είναι το LP κατά τα ¾ περίπου. Σχετικά ευέλικτης και ακαθόριστης
σύνθεσης συγκρότημα, ηχογράφησαν το LP στα μεσοδιαστήματα των περιοδειών τους
και πέτυχαν διάνα. Στα 9 κομμάτια εγκλώβισαν με κεκτημένη ταχύτητα την αίσθηση
ενός απολαυστικού, ιδρωμένου live: Εξαιρετικές εναλλαγές κομματιών, αμείωτο
ενδιαφέρον, in your face διάθεση με διαστήματα όμορφων μελωδιών, ρυθμό που ανά
πάσα στιγμή σε μπορεί να σε κάνει να χορέψεις. Ακόμα και την αίσθηση που έχεις
όταν η συναυλία κοντεύει να τελεωσει έπιασαν, οι αθεόφοβοι.
Το κομμάτι Super Inuit, με το οποίο ξεκινάει το
άλμπουμ, είναι ηχογραφημένο Live. Τα αγχώδη, σχεδόν αγωνιώδη φωνητικά του
χάνονται κάτω από τόνους παραμόρφωσης και από πολλαπλά στρώματα synths,
βάζοντας αμέσως τον ακροατή στο παιχνίδι. Ξεκινάει στρωτά και καταλήγει σε ένα
ηλεκτρονικό όργιο που σε ξεσηκώνει και σε
βάζει γρήγορα στο ψητό. Το Milk
Shake ακούγεται σα να μπήκαν οι Rapture στο στούντιο των Justice και το
γλέντησαν με την ψυχή τους ενώ το τρίλεπτο παρά κάτι Frenchy's, με την άριστη
κλιμάκωση, παγιώνει το χορευτικό τους στίγμα. Ακολουθεί το πιο χαρακτηριστικό
ίσως κομμάτι του δίσκου Lovely Allen,
με την εθιστική, αιθέρια μελωδία που δίνει την αίσθηση ότι οι Sigur Ros πιάσανε
τα σύνθια και του έδωσαν να καταλάβει. Μαγικό. Με το Pulse, το μεγαλύτερο σε διάρκεια track, παραδίδουν απλά μαθήματα
για το πώς πρέπει να γράφεται ένα ξεσηκωτικό, χορευτικό κομμάτι για όλα τα
ακροατήρια. Σταθερός ρυθμός που πασχίζει να ξεφύγει και να σε παρασύρει μαζί
του, απόκοσμα, παραμορφωμένα φωνητικά εκεί που πρέπει, ιδανικός προάγγελος του Royal Gregory, όπου η ενέργειά τους
βρίσκει διέξοδο σε έναν αριστοτεχνικό δυναμίτη που δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Η
κορυφαία στιγμή. Στο Echo Sam ο
πειραματισμός και ο θόρυβος βγαίνουν καθαροί νικητές ενώ το Safari ξεκινά με ήχους παιχνιδιών για
να καταλήξει στο πιο γρήγορο, νευρικό και βρώμικο κομμάτι του LP. Η
αυλαία πέφτει ένδοξα με το Choppers
που λήγει 37 λεπτά απολαυστικής ακρόασης. Play it again, Sam...
Η δύναμή
τους βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν αποτελούν απλά μία συνισταμένη εκλεκτών
επιρροών. Καταφέρνουν, έστω και οριακά σε ορισμένα σημεία, να τιθασεύσουν την
ηλεκτρονική τους παράνοια, να περάσουν τη χορευτική μουσική από χίλια κύματα
(και φίλτρα), να πειραματιστούν χωρίς να γίνονται ούτε στιγμή βαρετοί. Η
μουσική τους ηχεί μοντέρνα, φρέσκια, συναρπαστική. Οι εναλλαγές θυμίζουν
οδήγηση σε ορεινό δρόμο με πολλές στροφές – και καλό αυτοκίνητο, φυσικά. Μπορεί
άμα πατήσεις περισσότερο το γκάζι στη στροφή να σου φύγει λίγο το πίσω μέρος,
αλλά εκεί βρίσκεται η απόλαυση. Οι Holy
Fuck καταφέρνουν και διατηρούν το όχημα στην πορεία του, χωρίς
ABS, ESP και λοιπά βοηθήματα παρά μόνο με το οδηγικό τους ταλέντο. Άσε που δεν
τους αρέσει να χρησιμοποιούν και κομπιούτερ... Μένει να μας λύσουν την απορία
από πού εμπνεύστηκαν την ονοματάρα...!
Rating: 8 / 10
Κώνσταντίνος Γούλας
Holy Fuck - milkshake video
The Residents - the Voice of Midnight
1. SCENE 1 - THE SANDMAN
/ 2. SCENE 2 - MENTAL DECAY
/ 3. SCENE 3 - CLAIRE RESPONDS
/ 4. SCENE 4 - IN THE DARK
/ 5. SCENE 5 - PROFESSOR CALIGARI
/ 6. SCENE 6 - THE TELESCOPE
/ 7. SCENE 7 - TRUE LOVE
/ 8. SCENE 8 - SEVEN CATS
/ 9. SCENE 9 - CATATONIA
/ 10. SCENE 10 - THE PROPOSAL
/ 11. SCENE 11 - THE TOWER
/ 12. SCENE 12 - EPILOGUE
Mute
/ 19 October 2007
Η εικόνα
δυστυχώς επαναλαμβανόταν με το γνώριμο γι’ αυτόν τρόπο. Καθισμένος στο πάτωμα,
στη γωνία του δωματίου, παραιτημένος από την παραμικρή προσπάθεια να βολευτεί.
Σωρός από χαρτιά, σκόνη και όλα εκείνα τα αντικείμενα που γέμιζαν με ευκολία το
σπίτι και είχαν τη μαγική ικανότητα να χάνουν και να βρίσκουν το νόημά τους σε
ανεξήγητες και μόνο περιστάσεις κατά τη διάρκεια μιας μέρας. Άχρηστες
σημειώσεις σκορπισμένες, φωτογραφίες με πρόσωπα που τον κοίταζαν, σχεδόν
βαριεστημένα κι αυτά ξέροντας τη συνέχεια της μικρής ιστορίας που εκτυλίσσονταν
μπροστά τους. Στο χέρι του κρατούσε το φάκελο με τα αποκόμματα από τις
εφημερίδες, που του άφηνε πάντα στο παράθυρο μια τέτοια μέρα όπως τη σημερινή,
κάποιος που, απ’ότι ήξερε, δούλευε κάποιες ώρες στο θέατρο, δεν είχε προλάβει
να τον δει ποτέ άλλωστε, ούτε είχε καταφέρει να τον ακούσει, αλλά τι σημασία
είχε; Μήπως δεν ήξερε τι θα διάβαζε όταν άνοιγε το φάκελο; Αυτοί οι κριτικοί
που γράφουν για τις παραστάσεις που ανεβάζει χρόνια τώρα, είχαν το χάρισμα να
ανακαλύπτουν αμέτρητους συνδυασμούς με τις ίδιες πάντα λέξεις, μα με την άρνηση
να τονίζεται όλο και πιο σκληρά, όλο και πιο ξεκάθαρα. «Ο θεατής μένει αμέτοχος, σε μια παράσταση που αδυνατεί να τον οδηγήσει
στην ολοκλήρωση του δράματος, και μένει εγκλωβισμένος σε άστοχους συμβολισμούς
και συναισθηματική απραξία» το οποίο άνετα θα μπορούσε να γίνει «Συναισθηματικά άπραγος ο θεατής, αδυνατεί να
παρακολουθήσει μια παράσταση χωρίς συμβολισμούς, και εγκλωβίζεται αμέτοχος στην
άστοχη κατάληξη του δράματος». Τον είχαν βαφτίσει ‘underground’ σκηνοθέτη, πειραματικό μουσικό, avant-garde καλλιτέχνη και άλλα τέτοια που τελικά
σήμαιναν ότι τα έργα του αφορούν μόνο τον εαυτό του.
Ποιος να
ήταν ο λόγος λοιπόν για να διαβάσει για άλλη μια φορά τις λέξεις που του
αντιστοιχούσαν; Η ιεροτελεστία, η επανάληψη της στιγμής, η ικανοποίηση του
μοιραίου, με λίγα λόγια η παράσταση που έδινε εκείνη την ώρα μπροστά στη σκόνη
και στην αχρηστία που τον παρακολουθούσαν. Παίρνει μια βαθειά ανάσα –μέρος του
έργου και μόνο- και ανοίγει το φάκελο... μα το γεγονός ότι δε βρίσκονταν μέσα
τα συνήθη μουτζουρωμένα αποκόμματα, τον μπέρδεψαν. Βγάζει έξω μια καλοδιπλωμένη
επιστολή, και την ξετυλίγει, με κινήσεις αγωνίας κάνοντας μορφασμούς
ανυπομονησίας, όπως ήθελε ο ρόλος της στιγμής.
“Σας ανατίθεται η ευθύνη να είστε
εσείς οι Residents για φέτος
Soloist: Nolan Cook (electric guitar), Carla
Fabrizio (strings)
The Cryptic
Corporation”
Τρομαγμένος,
με έκπληξη που τον έκανε να ξεχάσει όπως σπάνια συνέβαινε ότι πρέπει να
παραμείνει στις επιταγές του ρόλου της στιγμής, έτρεξε ζαλισμένος προς τα
σημεία που μέσα απ’την ακαταστασία ξεχώριζαν δίσκοι και cd. Ώστε αυτη είναι η απάντηση στο
«ποιοι είναι οι Residents;”… Όσοι βγάζουν γλώσσα στο συμβιβασμό της τέχνης, όσοι ψάχνουν
στα μυστικά της έκφρασης. Η ελευθερία και η ολότητα της τέχνης σε ο,τιδήποτε
πηγάζει απ’το μυαλό του καθενός, μεταφρασμένο σε μουσική, στίχους, ιδέες,
«χορογραφίες», εξώφυλλα, ταινίες, στάση ζωής. Αυτοί οι underground λοιπόν! Ταυτόχρονα ξεχώρισε
μερικούς δίσκους, το Animal Lovers, το Eskimo, θυμήθηκε όταν είχε σοκαριστεί από
μια ζωντανή εμφάνισή τους. Οι ηθοποιοί, η μουσική, η πλοκή, όλα υπερβαίνουν
κάθετι συμβατό, μέσα από τα σκηνικά που φτιάχνουν μόνο η κίνηση και ο ήχος. Και
φυσικά οι μάσκες, το μυστήριο, η ειρωνία και ο τρόμος. Η παράστασή τους, είχε
ξεδιπλώσει απόλυτα τη μουσική των δίσκων τους. Η κίνηση των χεριών τους είχε
σιωπή και κραυγές, οι μάσκες - μάτια κοίταζαν σιωπηλά μα το κεφάλι σου
εκρήγνυταν απ’την πίεση, όλα συστέλλονταν και διαστέλλονταν ακανόνιστα. Μα η
απλότητα με την οποία πετυχαίνουν όλα αυτά ήταν το απόμακρο τέλειο στοιχείο που
αγωνιωδώς προσπαθούσε να πετύχει και ο ίδιος στις παραστάσεις του.
Θα ήθελε να
βυθιστεί στο εκστατικό ονειροπόλημα στο οποίο προσπαθούσε να φανταστεί ποιος
ευθύνεται για το Tweedles! μα το βλέμμα του συνάντησε το βιβλίο με την πιο Residents ιστορία, την αποτύπωση της φοβίας
ενός ήρωα που παραπατάει μεταξύ ρεαλισμού και παιδικού εφιάλτη, μέχρι να
καταλήξει στη σκοτεινή πλευρά των αναμνήσεων και της πραγματικότητας...
'Now, children, to bed - to bed! The Sandman's coming,
I can see.'
Ο Γερμανός E.T.A. Hoffmann παίρνει τον Sandman, χαρακτήρα συνυφασμένο με τον
παιδικό ύπνο και τα ανάλογης αθωότητας όνειρα, τον διαστρεβλώνει και δημιουργεί
ένα σκοτεινό τέρας που ρίχνοντας μια σκόνη στα μάτια των παιδιών, κλέβει τα
μάτια τους για να ταΐσει μ’αυτά τα παιδιά του. Ο Nathaniel, μεγαλωμένος με την τρομερή ύπαρξη
του Sandman μέσα απ’τα λόγια της μητέρας του, συνδέει μ’αυτόν το θάνατο
του πατέρα του. Μα μετά από χρόνια η ανάμνηση ζωντανεύει στα “beady little insect eyes” ενός τρελού πλανόδιου που του
πουλάει ένα τηλεσκόπιο...
Οι σιωπές φτιάχνουν
εκρήξεις, η μουσική λέξεις, όλα του φαίνονταν ξεκάθαρα. Τα συναισθήματα είναι
οι πραγματικοί ηθοποιοί, αυτά μεταλλάσσονται και ενσαρκώνουν τη βαθειά ριζωμένη
φοβία στη διαβολική μορφή του Sandman, τη φωνή της λογικής στη μητρική
μορφή της Clara, και τον παραδομένο στην απέραντη δύναμη της μοίρας και του
υπερφυσικού, στο Nathaniel. Πυρετωδώς, αρχίζει να γράφει, σε πεταμένα χαρτιά, σε
βιβλία, εξώφυλλα δίσκων, στη σκόνη στο πάτωμα, στίχους, σημειώσεις, νότες.
Σκηνή
1η,
Πρόσωπα: Nate,
Claire, Sandman. Το τηλεφώνημα γεμάτο αγωνία, “It’s him! It’s the Sandman Claire! I saw him! He killed my father and now he’s come for me!” η κιθάρα
μπλέκεται με την ένταση της κατατρομαγμένης φωνής, το βιολί, η ηρεμία, η
σκοτεινή αργή μελωδία που πλαισιώνουν το πρώτο τραγούδι της ανάμνησης είναι
φαινομενικά. Ο Sandman σαν μόνιμος εφιάλτης, με τη μεταλλική ανατριχιαστική φωνή
του πρέπει να θυμίζει –όπως και σε όλο το έργο- το απαράβατο των νόμων του. Η
φωνή της λογικής καθυσηχάζει, μα στην επόμενη σκηνή, επιβεβαιώνεται ότι ο Sandman είναι η απόλυτη διαβολική παρουσία,
που είτε ξεκίνησε από θρύλος και το μυαλό του έδωσε σάρκα και οστά, είτε η
ύπαρξή του έγινε εμμονή, κατατρώει τις τελευταίες αντιστάσεις του Nate. Το ερωτικό ποίημα του τελευταίου γράφεται
σαν σκοτεινή απειλή.
Οι εικόνες δημιουργούνται
τόσο αβίαστα, που ήδη μέσα απ’την παρανοϊκή συγγραφή, μπορεί να σκέφτεται την
παρουσίασή του. Η απλότητα των προσώπων, η αγωνία της φωνής μαζί με τον
κυρίαρχο ρόλο της ηλεκτρικής κιθάρας, των πλήκτρων, των εγχόρδων και των
αμέτρητων ανατριχιαστικών ήχων από φωνές, εφέ και κρουστά, είναι όλα μαζί τα
πάντα. Οι σκηνές προχωρούν, η Olympia με την αγνή μελαγχολία της ύπαρξής
της θολώνει ακόμα περισσότερο τα μάτια του Nate... Τα μάτια που τελικά τα είχε
χάσει τη νύχτα που πέθανε ο πατέρας του, και έγιναν για μια νύχτα τροφή για τα
παιδιά τέρατα του πιο τρομερού εφιάλτη του. “Starving children raise emotions like rain
raises weeds”.
Οι χαρακτήρες
εκμηδενίζονται, τα συναισθήματα του Nate είναι η θύελλα που στο τέλος ξεσπά
και τελικά σβήνει μόνο και μόνο γιατί περιορίζεται απ’το θνητό σώμα του. Και
ίσως είχε δει αυτήν την κατάληξη κοιτάζοντας βαθειά στα μάτια του Sandman όταν τον αντίκρυσε με φρίκη για
πρώτη φορά... Αλλά τα χρόνια της φοβίας του ήταν απλά η ζωή που του έδωσε ο Sandman από εκείνη τη στιγμή, χωρίς κανένας
να μπορεί να την αλλάξει...
Όταν
τελείωσε, κοίταξε γύρω του το σωρό από το έργο. Με ηρεμία που ήξερε πως δε θα
κρατούσε, τα έβαλε όλα σ’ενα φάκελο και τα ακούμπησε στο παράθυρο. Στην άβολη
γωνία, όλα γύρω έμοιαζαν το ίδιο ξαναμμένα μ’αυτόν, σαν να γνώριζαν ότι αυτό θα
συνέβαινε. Λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος, κατά τα μεσάνυχτα άκουσε αμυδρά κάτι
σαν βήματα, snap, snap, snap...
The Voice of
Midnight: Oh, did you hear that sound,
boys? That’s the sound of the Sandman!
Rating: 9 / 10
Βαγγέλης Γιαννακόπουλος
comments & discussion
Abbie Gale - 2
01. Life after Life
/ 02. Lovesong
/ 03. Heliotrope Portrait
/ 04. Clown
/ 05. Wanted
/ 06. Gone
/ 07. Contact Improvisation
/ 08. Over The Wall
/ 09. Sometimes
/ 10. Air
/ 11. Goodnight
/ 12. Danko
Inner Ear / 9 November 2007
An introduction:
I will make my life a song and i'll
amuse ourselves until we die
This will be the place that every time
will seem like all the silent nights
Over the
wall - Abbie Gale
Είναι πολύ
δύσκολο μέσα από τον καταιγισμό των εκατοντάδων κυκλοφοριών στον μουσικό χώρο -
και όχι μόνο σ' αυτόν - και στην δεδομένη έλλειψη χρόνου, να ξεχωρίσεις κάτι
από την πρώτη στιγμή που θα το ακούσεις. Όχι απλά να το διακρίνεις, αλλά και να
μην το αδικήσεις. Ένα καλλιτεχνικό έργο που θα κινητοποίησει τις αισθήσεις σου,
οι οποίες μπορεί στη δεδομένη στιγμή να είναι απονεκρωμένες ή απλά μπουκωμένες
από την πολλή πληροφορία.
Αυτό έπαθα
κι εγώ επιστρέφοντας στο σπίτι μου και μόλις έχοντας αγοράσει - ναι καλά το
έγραψα, υπάρχουν μερικοί ακόμα που μπαίνουν στην διαδικασία να αγοράσουν ένα
δίσκο - τον δεύτερο δίσκο των Abbie Gale.
Ανυπομονώντας
να τον ακούσω τον έβαλα στο cdplayer και όχι μονο τον άκουσα αλλά έπαθα και ένα
μικρό σοκ.Ο δίσκος δεν είναι απλά καλός - όπως ας πούμε θα χαρακτήριζες την
πρώτη τουςκυκλοφορία, το Family Life - είναι απλά ξεχωριστός.
Στο 2 οι Abbie Gale κάνουν μία τομή στον ίδιο τον χαρακτήρα της μουσικής τους,
προσπαθώντας να ξεφύγουν από τον προαναγγελθέντα θάνατο της αδιαφορίας που
είναι η συχνότερη κατάληξη των Ελληνικών συγκροτημάτων.
Γερές
μουσικές συνθέσεις και με ένα πλούτο μουσικών ιδεών που θα τις ζήλευαν αρκετά
μεγάλα ονόματα του εξωτερικού.
Ο χώρος της
Πάτρας όπου ζουν και κινούνται τα παιδιά μου φαντάζει πολύ στενάχωρος για να
χωρέσει την μουσική τους.Αν αυτός ο δίσκος κυκλοφορούσε σε μία άλλη χώρα π.χ.
Στον Καναδά ,σήμερα θα μιλούσαμε για την καινούργια γκρουπάρα που ξεπήδησε από
το πουθενά, θα πουλούσαν τρελλά - όπως οι Arcade fire ή οι Dears ας πούμε - και
ήδη θα ανήκαν στο δυναμικό μιας εταιρίας όπως η Rough Trade.
Υπερβολή θα
μου πείτε, δεν νομίζω.
The
record:
Αν μπαίνατε
σε ένα ηλεκτρονικό δισκοπωλείο και αναζητούσατε ένα συγκρότημα με το όνομα
abbie gale, θα το βρίσκατε πιθανότατα στην κατηγορία shoe - gazer, indie
pop.Έτσι ξεμπερδεύεις εύκολα και απλά.
Εγώ λοιπόν
που δεν είμαι ένα ηλεκτρονικό δισκοπωλείο, και επίσης δεν είμαι διατεθειμένος
να ξεμπερδέψω έτσι εύκολα - ειδικά με ανθρώπους οι οποίοι στέκονται απέναντι
σου με ειλικρινή διάθεση να ξεδιπλώσουν την ψυχή τους και να σε κάνουν κοινωνό
στις όποιες ανησυχίες έχουν, ζώντας στον ίδιο κόσμο όπου ζω κι εγώ και όχι σε
μια παράλληλη πραγματικότητα - θα σας πω ότι όντως ανήκουν στον indie χώρο - με
ότι κι αν αυτό συνεπάγεται - και μάλιστα στον χώρο της indie pop.
Μόνο που
ξεχωρίζουν από τον σωρό αυτού του αχανούς χώρου, με την απίστευτη μελωδική
φλέβα που διαθέτουν - χαρακτηριστικό κοινό κι άλλων εξαιρετικών συγκροτημάτων,
όπως οι Raining Pleasure, Matisse, Closer κ.λπ τους οποίους αναφέρω ενδεικτικά - από το
εισαγωγικό "life after life" μέχρι το σχεδόν ελεγειακά σκοτεινό "Danko" που
κλείνει τον δίσκο - με το γέμισμα της τρομπέτας που απογειώνει κυριολεκτικά το
τραγούδι - μεσολαβούν άλλα εννέα διαμάντια.
Το
εξαιρετικό ντουέτο στο "Lovesong" της Εβίρας - μία από τις πιο όμορφες γεμάτες
συναίσθημα φωνές - με τον Βασιλικό (των Raining Pleasure) - στο "Air" με τις κοφτές
κιθάρες - τυπικά αρχετυπικό postrock - που θα μπορούσε να παίζεται από το πρωί
μέχρι το βράδυ στο ραδιόφωνο, αν φυσικά υπήρχε ραδιόφωνο, στο "Wanted" - για να
μας θυμίσει τους αδικοχαμένους Heartthrobs - στο απολογητικά συγκινητικό "Goodnight",
μία αιθέρια μπαλάντα αντάξια των Slowdive.
Epilogue:
Θα αναφέρω
ξανά για να το εμπεδώσω και ο ίδιος ότι το 2 θα μπορούσε άνετα να σταθεί μέσα
στην δεκάδα των καλύτερων δίσκων του 2007, ανάμεσα σε ονόματα όπως οι iLiKETRAiNS, Piano Magic, Blonde Redhead, The Mary Onettes κ.λπ.
Όσο
περισσότερο τον ακούς τόσο περισσότερο κολλάς με αυτόν και εντυπωσιάζεσαι από
τις μουσικές ιδέες των παιδιών και τους εξαιρετικούς στίχους του Salvatore.
Μπράβο στην
db για το εξαιρετικό artwork που ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο του
δίσκου, μια μίξη μινιμαλιστικής αυστηρότητας με παιδικότητα σε αποχρώσεις του
γκρίζου.
P.s.1
Κρίμα που
δίσκοι όπως το 2 - και άλλες δουλειές Ελληνικών συγκροτημάτων, γνωρίζουν
συνήθως την αδιαφορία του ούτως ή άλλως Ελληνικού indie χώρου, και είναι
διπλά κρίμα όπου σε μια εποχή όπου η πληροφορία διοχετεύεται με ταχύτητα φωτός
- γνωρίζεις ας πούμε την δουλειά του Χ από το δωμάτιο του στην Σλοβακία - τα
Ελληνικά συγκροτήματα, οι εταιρίες - ποιες εταιρίες; - και όλοι αυτοί που
ασχολούμαστε με την μουσική να μην μπορούμε να βγάλουμε δουλειές όπως αυτή σε
ένα κοινό έξω από την Ελλάδα.
P.s.2
Όχι
δεν με ευχαριστούν στα credits του δίσκου - για να είμαι υποχρεωμένος να γράψω
ένα καλό review - οπότε μπορώ να θεωρηθώ ότι δεν είμαι διαπλεκόμενος για αυτούς
που θα μπουν στην διαδικασία να διαβάσουν την παρουσίαση του δίσκου.
Rating: 8 / 10
Κώστας Λιμνιάτης
comments & discussion
And Also the Trees – (Listen for) the Rag and Bone Man
01 domed / 02 the beautiful silence / 03 rive droite / 04 mary of the woods / 05 the way the land lies / 06 the legend of
mucklow / 07 untitled / 08 candage / 09 stay away from the accordion girl / 10
the saracen's head / 11 on this day / 12 a man with a drum / 13 under the stars
AATT / 12 November 2007
Οι And Also the Trees είναι περίεργο, δύσκολο συγκρότημα. Ηχούν μοναχικοί, κρατάνε μια απόσταση από τον
ακροατή, μιλάνε για σκηνές που συχνά βλέπουν μόνο αυτοί. Είχα όμως την ευκαιρία
να τους δω ζωντανά σε εκείνο το παλιό elfentanz και δεν γίνεται να
τους ξεχάσω. Και να που μας καλούν να
ακούσουμε τον σκουπιδιάρη (rag and bone man), και με μια ειρωνεία
περνάνε με την πραμάτειά τους μπροστά από τα μάτια μας. Για την ακρίβεια, ούτε
καν ειρωνεία – δεν φαίνονται να παρατηρούν καν την παρουσία μας αρκετά ώστε να
προσπαθήσουν να ειρωνευτούν. O κύριος Simon Huw Jones είναι εκεί, καλώντας την Mary να γίνει το
κορίτσι του, και η υπόλοιπη κομπανία δημιουργούν μελαγχολικές μελωδίες για μια
άλλη γη (domed), κρατώντας αμίλητα μια ένταση μεταξύ τους. Μια ένταση που
δεν ξεσπάει σε κανένα σημείο ώστε να χτυπήσει τον ακροατή.
Μια σιωπηλή κραυγή, λοιπόν; Όχι ακριβώς. Το (Listen for) the rag and bone man δεν έχει την απόγνωση των πρώτων δουλειών
των And Also the Trees. Δεν έχει τη δυσαρμονία ενός Count Jefferey ούτε τα χορευτικά
κύματα ενός slow pulse boy. Αλλά δεν
περιμέναμε να τα έχει. Οι And Also the Trees μεγάλωσαν και η έμφαση είναι στη μελωδία. Η φωνή είναι όπως πάντα ανατριχιαστικά
όμορφη, από τα «λαλαλα» του Beautiful Silence ως τη μπάσα
απαγγελία του Saracen’s head, και η μελωδία μπορεί να συντροφεύσει τις
μέρες και νύχτες μας, αλλά δεν θα μείνει καρφωμένο στο μυαλό μας.
Ηθελημένα,
λοιπόν, οι And
Also the Trees κλείστηκαν σε ένα σπίτι
στην ερημιά και πήραν τον ρόλο των τελευταίων ξεπεσμένων ευγενών σε μια χώρα
ξεπεσμένων ευγενών. Η ένταση της πόλης, οι συγκρούσεις, δεν τους άγγιξαν ποτέ,
δεν τους αγγίζουν ούτε τώρα. Και το αποτέλεσμα είναι μια ταινία χωρίς εικόνα,
ένα ηχοτοπίο–αποτύπωμα μιας μοναχικής βόλτας στη συννεφιασμένη βρετανική εξοχή.
Rating: 7,7/ 10
Tec-goblin
P J Harvey - White Chalk
1. The Devil / 2. Dear Darkness / 3. Grow Grow Grow / 4. When Under
Ether / 5. White Chalk / 6. Broken Harp / 7. Silence / 8. To Talk To
You / 9. The Piano / 10. Before Departure / 11. The Mountain
21 September 2007 / Island
Η πολυαγαπημένη μας Polly Jean επιστρέφει
μετά από τρία χρόνια απουσίας (πέρα από κάποια projects στα οποία πήρε
μέρος όπως το Desert Sessions, την συμμετοχή
της στον νέο δίσκο του Mark Lanegan και στη
συλλογή John Peel Sessions), κι αυτή τη
φορά είναι ντυμένη στα λευκά. Η PJ δεν είναι από τους καλλιτέχνες
που καθησυχάζουν τους θαυμαστές τους, αφού σε κάθε άλμπουμ καταφέρνει να φέρει
κάτι καινούργιο. Ωστόσο πάντα είχε ένα στυλ, μια αισθητική που καθόριζε και το
κοινό της άλλωστε.
Στο “White Chalk” δεν υπάρχουν
στριγγλιές ή ουρλιαχτά, δεν εμπνέεται η απόγνωση και η οργή, δεν είναι ένας
δίσκος που θ’ ανατριχιάσει τον ακροατή του όπως το “Is This Desire?”, ούτε έχει
τον ωμό, σκληρό ήχο του προτελευταίου “Uh-Huh-Her”. Όσον αφορά
την δημιουργία του δίσκου, είναι καθοριστική η συμμετοχή των Flood και John Parish, παραγωγοί με
τους οποίους συνεργάστηκε στα “Is This Desire?” και “To Bring You My Love”. Συμβάλλοντας
με ισάξιο ποσοστό σε μια μεγάλη ποικιλία οργάνων, θα μπορούσε
κανείς να είναι προετοιμασμένος για το αποτέλεσμα. Το White Chalk όμως δεν
μοιάζει με τίποτα προηγούμενο.
Ο δίσκος ολόκληρος έχει διάρκεια 33:57’ και η παραγωγή παραμένει απλή και basic όπως συνήθως,
όμως με μερικά χαρακτηριστικά που κάνουν το σύνολό του αγνώριστο: Τα percussions είναι αμελητέα
– η πιο προφανής παρουσία drums είναι στο ‘Silence’ όπου
χρησιμοποιούνται σκουπάκια αντί για κανονικές μπαγκέτες. Η PJ δοκιμάζει άλλες
τεχνικές όπως πιό ψηλές νότες με χαμηλή δυναμική και ένταση, ενώ στην παραγωγή
παρουσιάζεται πιο αέρινη και με πολύ πιο έντονη την παρουσία του reverb, απ' ότι την είχαμε συνηθίσει.
Κατά την διάρκεια της απουσίας της υπήρξαν φήμες ότι η μικροσκοπική
τραγουδοποιός από το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποσύρονταν. Παρόλο που δεν ευσταθούσε
αυτή η φήμη τελικά, η ίδια έκανε τέτοια στροφή που ο ‘παλιός της εαυτός’ μάλλον
ζει με σύνταξη μακριά από τη δισκογραφία. Εδώ έχουμε μια Polly που μας
παρουσιάζεται περισσότερο θλιμμένη παρά άγρια όπως παλιά. Πρώτο δείγμα αυτής
της κατάστασης, είναι ότι δοκιμάζει το πιάνο για πρώτη φορά (δεν ήξερε να
παίζει πριν από το White Chalk) και
πειραματίζεται μ’αυτό παραγκωνίζοντας την κιθάρα με την οποία ήταν τόσο δεμένη
στο παρελθόν, ερμηνεύοντας απλές και επαναλαμβανόμενες μελωδίες μέσα σε σύντομα
κομμάτια. Στιχουργικά, τα τραγούδια της μιλάνε για συγχώρεση που την ζητάει στα
‘Before Departure’ (…/Forgive my weakness/…) και ‘Broken Harp’ (…/Can you/can you forgive me?/Forgive me/…) ενώ σε άλλα
κομμάτια εμφανίζεται μόνη όπως στο ‘Silence’ (…/Freed myself/and remained alone/…) και το ‘Talk To You’ (.../Oh Grandmother/I’m so lonely/All my life/…), ή περιμένει
κάποιον σε απόγνωση όπως στο ‘Devil’ (.../I go out/To theold milestone/Insanely expecting/You to come there/Knowing that I wait for you there/That I wait foryouthere/... ).
Μεταμορφώθηκε η PJ; Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος,
καθ’ότι όπως έχει αποδείξει μπορεί
σ’έναν επόμενο δίσκο να μας αποκαλύψει μια καινούργια πτυχή του εαυτού
της. Τώρα όμως, είναι απλά μόνη, ήρεμη, και προφανώς δεν θέλει να μας ταράξει. Σε
έναν θαυμαστή της PJ Harvey, το White Chalk στην πρώτη
ακρόαση μπορεί να φανεί απόμακρο και δυσνόητο. Αν όμως
ξαναπροσπαθήσει μερικές φορές με την κατάλληλη διάθεση, είναι πολύ πιθανό να
βρεί ένα ‘σημείο επαφής’. Σε κάποιον αμύητο στον κόσμο της όμως, ίσως αυτό το σημείο
επαφής να είναι ακόμα πιό δυσεύρετο.
Rating: 7 / 10
Ηλιάνα Κεφαλοπούλου
PJ Harvey - under ether Live in Copenhagen Opera
Spectra Paris - Dead Models Society
01 Spectra Murder Show / 02 Mad World / 03 Size Zero / 04 Glittering Bullet / 05 Frozen Night / 06 Homicide Boulevard Theme / 07 Lucky City Oversight / 08 Cheeky Alien Dream / 09 Attaque Au Palais Exotica / 10 Heartyficial / 11 Falsos Suenos
12 October 2007 / Trisol
Τα διαμάντια είναι παντοτινά και βρίσκονται ανάμεσά μας,
αρκεί να τα ψάξει κανείς, να τα βρει και να απλώσει το χέρι του να τα πάρει.
Κάποια από αυτά δεν θα βρουν το δρόμο προς τη δημοσιότητα παρά θα μείνουν χωρίς
τη θέλησή τους ίσως κάτι σαν μυστικό. Στην προκειμένη περίπτωση το Falsos Suenos δε θα βρει ποτέ το
δρόμο του στα airplay
όπως και το Dead Models Society
στο σύνολό του, αλλά δεν πειράζει, θα είναι το μυστικό μας.
H Elena Fossi
που γνωρίζαμε ήταν μια δίμετρη και άκρως καλλίγραμμη drag queen, μια θεά με απλά λόγια,
που επί σειρά ετών αποτελεί το μουσικά έτερο ήμισυ του Angelo Bergamini στους Ιταλούς Kirlian Camera. Όταν ο Bergamini άφηνε κάτω το
σημειωματάριό του, εκεί που είχε γραμμένα όλα εκείνα τα απόκρυφα που απαγγέλλει
στους δίσκους των KC,
τότε ερχόταν η σειρά της να συμπληρώσει με τα αιθέρια και laid back φωνητικά της τα
τραγούδια των Ιταλών που συνηθίζουν στην ίδια δισκογραφική δουλειά να έχουν
δείγματα από industrial,
electro, goth, ethereal, experimental και πάει λέγοντας…
Η Elena Fossi
των Spectra Paris
διατηρεί όλα τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της, μουσικά όμως τίποτα δεν είναι
ίδιο με το προηγούμενο project
της (Siderartica) και
με τους Kirlian Camera.
Το Dead Models Society
θα εκτιμηθεί από όλους τους progressive electro-pop lovers που θα του κάνουν την
τιμή να το φιλοξενήσουν στη σιντιέρα τους.
Άκουσα το άλμπουμ υπερβολικά πολλές φορές και ίσως να έχω
υποστεί ηλεκτρονική πλύση εγκεφάλου, έχω όμως την εντύπωση ότι σε κανένα σημείο
του δε φεύγεις από το ρυθμό του δίχως να κοντοσταθείς έστω και λιγάκι στον
πολύχρωμο κόσμο λεπτοσχεδιασμένων εικόνων που ξετυλίγονται σε κάθε μέτρο και σε
κάθε στροφή. Και ανάλογα με τη διάθεση και τη στιγμή θα εγκλωβιστείς οικιοθελώς
ή στις δυνατές στιγμές των Spectra Murder Show,
Size Zero και
Falsos
Fuenos ή στις πιο ήρεμες και αισθησιακές των Attaque Au Palais Exotica, Frozen Night και
Glittering Bullet.
Για την ιστορία, εκτός από την Elena Fossi οι
Spectra Paris αποτελούνται από τις Cristina Restani (e-guitar, synth,
pc), Antonella Costa (bass guitar, synth) και Cinzia Azzali (pc, backing vocals), διασκευάζουν το Mad World των Tears For Fears,
βάζουν τα καλά τους και περιοδεύουν ανά την γειτονική Ιταλία προωθώντας τη
δουλειά τους.
Ακόμα ένα electro δισκάκι όμως ε? Τι έχει να δώσει παραπάνω σε ένα μουσικό
ρεύμα που ψάχνει κανείς με το ματογυάλι να βρει κάτι που θα του κεντρίσει το
ενδιαφέρον? Κατά πάσα πιθανότητα…τίποτα! Τίποτα καινούριο τουλάχιστον. Αυτό που
πετυχαίνει όμως είναι κάτι απλούστατο: δε σε ζορίζει, δεν ψάχνεις να βρεις
τίποτα, ούτε θα γυρίσει κανείς ανάποδα το δίσκο μήπως και ακούσει κανένα διάολο
να του λέει τα μυστικά του. Δε χρειάζεται καν να το ακούσει κανείς
επανειλημμένα για να ψάξει να βρει μερικούς λόγους παραπάνω για να πει…οκ…μου
αρέσει.
Γιατί απλά το δισκάκι αρέσει χωρίς να χρειάζεται να
εξηγήσεις το γιατί. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος μπορεί να σε κάνει να
χορέψεις ή και να μείνεις στον καναπέ σου αφήνοντας τη σκέψη σου να τρέχει, να
θέλεις να δεις την Elena
να σου εξιστορεί brief murder stories set in the fashion world
ή και να μην την δεις ποτέ, να μείνει απλά στη φαντασία σου…
Rating: 7,7/ 10
Βασίλης Παπαδογεωργόπουλος
comments & discussion
Bola - Kroungrine
1. Zoft Broiled Ed / 2. Noop / 3. Waknuts / 4. Halyloola / 5. Urenforpuren / 6. Phulcra / 7. Rainslaight / 8. Diamortem
Skam
/ 18 June 2007
Έχω την εντύπωση πως οι Bola
και η Skam είναι άρρητα συνδεδεμένοι ο ένας με τον
άλλον (είναι ο πιο επιτυχημένος εμπορικά καλλιτέχνης στην εταιρία), γι’ αυτό
και άλλωστε η εταιρεία από το Manchester και ο Darrell Fitton
συνεχίζουν την μουσική τους αναζήτηση, που ξεκίνησε κάπου στα μέσα της
περασμένης δεκαετίας. Ήταν εκείνη η περίοδος που η εν λόγω εταιρία, έφερνε στο
προσκήνιο καλλιτέχνες της Βρετανικής electronica σκηνής, που έμελλε
να πρωταγωνιστήσουν τα αμέσως επόμενα χρόνια. Boards Of Canada, Jega, Freeform,
Gescom και φυσικά… Bola.
Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια μέσα στα οποία
ο κύριος Bola βρίσκεται
συνέχεια στην ελίτ του idm και όχι μόνο με
τέσσερα ολοκληρωμένα albums και μερικά ακόμη EPs - το Shapes του 2006 δεν λογίζεται ως album,
μιας και περιείχε tracks από συλλογές και EPs.
Η τελευταία του δουλεία με τίτλο Kroungrine έρχεται μετά από
τρία χρόνια και το πολύ επιτυχημένο Gnayse,
για να συνεχίσει αυτό που έχουμε μάθει να ακούμε τόσα χρόνια από αυτόν τον
καλλιτέχνη… την ατμόσφαιρα να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όπου σε συνδυασμό
με τις εμπνευσμένες μελωδίες και τον άρτιο προγραμματισμό των κρουστών,
καταφέρνουν να οδηγούν την σκέψη του καθενός στα άκρως ονειρικά εξώφυλλα των albums.
Εικόνες εμπνευσμένες από τους σχεδιαστές που τις έχουν επιμεληθεί - Michael England,
D’Malventhomme -
βλέποντας στα σχέδια τους να παίρνουν την ανάλογη μορφή ο κάθε ήχος… ήχοι όπως
τους «είδαν» μέσα από το δικό τους πρίσμα και αφήνοντας τον κάθε ακροατή να
σχεδιάσει και αυτός με την σειρά του την δική του εικόνα, το δικό του ηχοτοπίο.
Εκεί όπου θα ήθελε να βρίσκεται περισσότερο ο κάθε ακροατής ακούγοντας το Kroungrine,
αλλά και κάθε κυκλοφορία των Bola, είτε για να
συναντήσει και άλλους συνοδοιπόρους, είτε για να συναντήσει τον ίδιο του τον
εαυτό.
Αυτός ο ιδιαίτερος ήχος του καλλιτέχνη, όχι
απλά τον κάνει να ξεχωρίζει από τους περισσότερους του χώρου και
του δίνει μία δυναμική να συνεχίζει το μουσικό του ταξίδι δίχως
ιδιαίτερες αντιξοότητες, αλλά κυρίως προσφέρει σε εμάς την ευκαιρία και
δυνατότητα να ακούμε / βιώνουμε τον τρόπο προσέγγισης του project, το πώς μετουσιώνει την ασήμαντη λεπτομέρεια σε ένα ανεπαίσθητο ρίγος που μας
διαπερνά ή ένα στιγμιαίο κλείσιμο των ματιών μας, για να αισθανθούμε καλύτερα
αυτό που λαμβάνει ο νους μας. Η μουσική των Bola
μετά το πέρας μιας ακρόασης δεν επιδέχεται περαιτέρω σχολιασμού. Ο καθένας
μπορεί να την ταυτίσει με οτιδήποτε, όπως ο ίδιος επιθυμεί, αλλά κυρίως να
ταυτιστεί ο ίδιος μαζί της. Ακούστε το Kroungrine - και όλα τα υπόλοιπα albums των Bola -
όπως θα παρατηρούσατε τα έργα του Dave McKean (http://www.mckean-art.co.uk/) ή του Michael England (http://www.myspace.com/michael_england),
χωρίς δηλαδή να προσπαθείς να εξηγήσεις τα πάντα δίχως λόγο σε μερικές
περιπτώσεις, ή με την λογική - αν υφίσταται λογική πάνω σε αυτό - προβολής μιας
ταινίας του David Lynch.
Με λίγα λόγια… απλά απολαύστε το…
Υ.Γ. Το Kroungrine
κλείνει όπως του αξίζει… με το δεκαπεντάλεπτο Diamortem.
Ένα ακόμη classic one για αυτόν τον
σπουδαίο μουσικό.
Νίκος Τσίνος
Beirut - The Flying Club Cup
A Call to Arms / Nantes / A Sunday Smile / Guyamas Sonora / La Banlieu / Cliquot / The Penalty / Forks and Knives (La Fête) / In the Mausoleum / Un Dernier Verre (Pour la Route) / Cherbourg / St. Apollonia / The Flying Club Cup
5 October 2007 / 4AD
Chapter I: Forgive me if
i'm wrong
Καθώς
κάθομαι λοιπόν να γράψω για τον καινούριο δίσκο των Beirut, μου έρχονται στο
μυαλό οι εικόνες από το βιβλιαράκι του "The hour of two lights" του Terry Hall
με τον Mushtaq. Στις φωτογραφίες εμφανίζονται κάποιοι κύριοι - συγκεκριμένα
Ινδοί λαικοί οργανοπαίχτες που συμμετέχουν στον δίσκο - με τα όργανα
τους, ποζάρουν χωρίς καμία προσποίηση, περιτριγυρισμένοι από γυναίκες, παιδιά
σκυλιά και ότι μπορείτε να φανταστείτε και αίφνης συνειδητοποιώ πόσο φυσικά η
μουσική είναι μέσα στη ζωή τους, πόσο ευχαρίστηση μπορεί να τους δίνει, γιατί
πέρα από έκφραση των συναισθημάτων του όποιου δημιουργού, η μουσική είναι και
ένα παιχνίδι που στήνεται αυθόρμητα και δεν είναι απαραίτητα να το παίρνεις και
πολύ στα σοβαρά.
Ετσι
λοιπόν τόσο απλά συνειδητοποιώ πόσο εγωκεντρικοί είμαστε οι περισσότεροι από
εμάς που παρουσιάζουμε δίσκους - όπως και πολλοί από τους καλλιτέχνες, οι
οποίοι μέσα στον ρόλο που υποδυόμαστε έχουμε χάσει την χαρά της έκπληξης που
μπορεί να μας προσφέρει ένας δίσκος και η μουσική γίνεται ρουτίνα εργοστασιακή
ή απλά ναρκισσιστική, με τα ευφυολογήματα που εφευρίσκουμε είτε ανυψώνοντας ένα
δίσκο είτε καταβαραθρώνοντας τον.
Τέλος
πάντων πιστεύω ότι ίσως μπορώ να εξαιρέσω τους κατοίκους αυτού του site -
η διαπίστωση άλλωστε είναι γενική και ισχύει για όλους τους γραφιάδες του
κόσμου - μια και παρουσιάζουμε δίσκους που πάνω απ'όλα τους κάνουμε κέφι και
όχι για συμπλήρωμα σε κανένα lifestyle περιοδικό, έντυπο ή ηλεκτρονικό.
Chapter II: The record
Τώρα αναρωτιέστε τι σχέση μπορεί να έχει η εισαγωγή με τον δίσκο
των Beirut. Η αλήθεια είναι ότι αντιμετωπίστηκε από πολλούς, γραφιάδες φυσικά,
με μέτριο ενδιαφέρον - που να βρεις την όρεξη να ακούσεις τον δίσκο σοβαρά -
και είναι κρίμα γιατί δεν είναι ένας κακός δίσκος. Απλά σου ανοίγεται με τις
πολλαπλές ακροάσεις. Έτσι λοιπόν βαρέθηκα να διαβάζω βαριεστημένες παρουσιάσεις
δίσκων και είπα να γράψω αυτά στην εισαγωγή.
Περίπου ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του Gulag Orkestar, του
πρώτου δίσκου των Beirut, που ακούγοντας τον σου είναι
δύσκολο να πιστέψεις ότι είναι το δημιούργημα ενός εικοσάχρονου νεαρού αμερικανού
από το Albuquerque του New Mexico και όχι ας πούμε καμιά τσιγγάνικη
αλητοορχήστρα από την Ρουμανία ή ο φίλος μας ο κύριος Goran Bregovic, ο νεαρός κύριος Zach Condon ξαναχτυπά, εγκαταλείπει τα Βαλκάνια και παθιάζεται
με μια πόλη που βρίσκεται περισσότερο
κοντά στην καρδιά της Ευρώπης, με το Παρίσι.
Επίσης παθιάζεται με το παρελθόν. Τo Τhe flying club cup είναι σαν
να ανοίγεις ένα παράθυρο στον μεσοπόλεμο: όλα είναι στο χρώμα της σέπιας - όπως οι φωτογραφίες στο βιβλιαράκι του δίσκου, τα καφέ στο Παρίσι σφύζουν από
ζωή και οι δημιουργικές παρέες στήνουν γλέντι. Κάπου εκεί θα ήθελε να βρίσκεται
ο Zach με ένα φουλάρι τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του, παίζοντας ακορντεόν και
τραγουδώντας με την μελαγχολική, κάπως μονότονη φωνή του για εκείνο το κορίτσι
που δεν βρίσκεται πια εδώ ή για εκείνη την στιγμή όπου νιώθεις διάφανος κάποιες μέρες
της άνοιξης... βαλσάκια μεθυσμένα, εμβατηριάκια, μπαλάντες, όλα επιστρατεύονται
από τον λαικό οργανοπαίχτη που μας κλείνει το μάτι και μας καλεί στο σουρρεαλιστικό καφέ, στο Παρίσι φυσικά, που έχει στήσει στο
μυαλό του.
Επιβιβαστείτε στο αερόστατο και ξεκινήστε το ταξίδι.
Chapter III: This is the
end my beatifull friend
Ο Zach Condon πρώτα λειτουργεί σαν Fan της μουσικής - όπως εσείς
και εγώ - και σε δεύτερη μοίρα σαν δημιουργός. Δηλαδή ενθουσιάζεται από τις κατά
καιρούς μουσικές του προτιμήσεις, προσπαθώντας μέσα από αυτές να δημιουργήσει
τον δικό του μουσικό κόσμο, δηλαδή αυτό που ονομάζουμε προσωπικό ύφος. Μέχρι στιγμής μπορεί να μην το έχει καταφέρει αλλά έχει μπορέσει να στέκεται
με αυθεντικότητα, προσφέροντας μας τα φανταστικά του ταξίδια σε όλους αυτούς
τους τόπους που επισκέπτεται με το μυαλό του.
Κλείνοντας θα επισημάνω για μία ακόμη φορά το εξαιρετικό artwork
του δίσκου, αν και δεν ξέρω αν ενδιαφέρει κάποιους ή αν νιώθουν τον ίδιο
ενθουσιασμό μ'αυτόν που νιώθω εγώ, το οποίο είναι διανθισμένο με αυθεντικές
φωτογραφίες του μεσοπολέμου - που επέλεξε ο ίδιος ο Condon - και κείμενα του
Ryan Condon.
PS.1
Όχι δεν θα γράψω ότι σε αυτόν τον δίσκο επηρεάστηκε από τους
Divine Comedy ούτε ότι η φωνή του μοιάζει με του Neil Hannon, μια και οι
επιρροές των Divine Comedy ήταν ξεκάθαρα ο Scott Walker της δεκαετίας του
εξήντα.
PS.2
Γιατί είναι κακό δηλαδή να επηρεαστείς από τους Divine Comedy;;;
Rating: 7,2 / 10
Κώστας Λιμνιάτης
Beirut - a Sunday smile
Efterklang - Parades
1. Polygyne / 2. Mirador / 3. Him Poe Poe / 4. Horseback Tenors / 5.
Mimeo / 6. Frida Found A Friend / 7. Maison de Réflexion / 8. Blowing Lungs
like Bubbles / 9. Caravan / 10. Illuminant / 11. Cutting Ice to Snow
Leaf / 22 October 2007
A question to myself
Παρακολουθώντας την
συναυλία της Lisa Gerrard
στο Παλλάς και βλέποντας την θερμή ανταπόκριση του κόσμου σε μια μουσική η
οποία ξεφεύγει από τα μουσικά στερεότυπα της ευρύτερης ανεξάρτητης μουσικής
σκηνής, μια μουσική η οποία δεν είναι και η ευκολότερη στον κόσμο και προπαντός
απαιτεί από τον ακροατή να συμμετάσχει δίνοντας όλη του την προσοχή και
εγκεφαλικά και συναισθηματικά στην ακρόαση της, μου ήρθαν συνειρμικά στο μυαλό
οι Efterklang
- ένα σπουδαίο συγκρότημα από την Δανία το οποίο κινείται σε παρόμοιους
μουσικούς δρόμους- με αφορμή την κυκλοφορία του δεύτερου μεγάλου τους δίσκου
και την τέταρτη συνολικά στην μέχρι τώρα μουσική τους ζωή. Το κοινό που γέμισε
το Παλλάς είμαι σίγουρος ότι αν κατάφερνε να έρθει σε επαφή με το έργο αυτής
της Δανέζικης μουσικής κολλεκτίβας θα
γοητευόταν, μια και ο κόσμος τους είναι αναπάντεχα γεμάτος από μουσικές
εκπλήξεις .
Το λούνα παρκ των αισθήσεων
Τέσσερα χρόνια μετά το
αρκετά σκοτεινό Tripper
– όπου άνετα θα μπορούσε να πάρει θέση δίπλα στα αριστουργήματα των This
mortal coil
- ένας δίσκος γεμάτος δραματικές εντάσεις και λυρισμό – έξι μήνες από την
κυκλοφορία του Under giant trees ενός μίνι album, που κατά τους ίδιους σε μια πρόσφατη συνέντευξη
που διάβασα, αποτύπωνε τις εμπειρίες τους από τα τραγούδια που δημιουργήθηκαν
και τους πειραματισμούς με τις διάφορες μουσικές μεθόδους που ασχολήθηκαν κατά
την τελευταία τους περιοδεία, ήρθε το Parades.
Ένας δίσκος αλλόκοτα
όμορφος, με τέτοιο πλούτο ηχοχρωμάτων που πλησιάζει τον ιμπρεσσιονισμό – αν
μπορώ να χρησιμοποιήσω μία λέξη από των χώρο της ζωγραφικής, ώστε να μπορέσω να
περιγράψω την μουσική τους – γεμάτος κρυφά μονοπάτια που απαιτούν από τον
ακροατή να τα ανακαλύψει.
Η μουσική τους κάπου
πολύ κοντά σε αυτό που θα ονομάζαμε Ευρωπαϊκή νεοκλασσική με έντονη την παρουσία των εγχόρδων ( στα
έγχορδα συμμετέχουν οι ίδιοι μουσικοί που συμμετέχουν και στους δίσκους των Sigur
Ros),
αρκετά συχνά υπονομεύεται από την διάθεση τους να πειραματιστούν με
ηλεκτρονικούς ήχους – κοντά σε αυτό που κάποτε θα ονομάζαμε trip hop - με τα φωνητικά σε πολλές περιπτώσεις να
χρησιμοποιούνται και αυτά σαν μουσικά όργανα, ώστε να δημιουργήσουν αυτό το
μουσικό παζλ το οποίο καλούμαστε να δημιουργήσουμε.
Κρουστά που
παραμπέμπουν σε εμβατήρια , διπλά φωνητικά ( αντρικά γυναικεία), χορωδιακές
ελεγείες που σέρνουν το χορό και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς υπάρχουν
σε αυτό τον δίσκο, όπου οι μουσικές ανατροπές είναι συνεχόμενες. Ο κόσμος τους
είναι ένα μουσικό παραμύθι, ας πούμε η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων όπου όλα
είναι αντεστραμμένα, ένας κόσμος που είναι γεμάτος κρυφά νοήματα , γεμάτος
φωτεινότητα και ζεστασιά καθώς η δραματικότητα του Tripper έχει υποχωρήσει και
απλά αχνοφαίνεται στον μουσικό τους ορίζοντα.
Οι Efterklang χαράζουν έναν δρόμο όπου πριν από αυτούς,
οδηγήθηκαν συγκροτήματα όπως οι Dead Can Dance ή οι Legendary Pink Dots.
Στα αναπάντεχα του
δίσκου η χρησιμοποίηση ενός κομματιού του Chris Watson
( ναι, των Cabaret Voltaire)
στο illuminant.
Μα αγοράστε επιτέλους αυτόν τον δίσκο.
Εν κατακλείδι έχουμε
εδώ έναν από τους πιο ιδιαίτερους και ενδιαφέροντες δίσκους αυτής της χρονιάς –
αναζητήστε και τον καινούριο δίσκο των Ισλανδών Mum όπου αισθητικά πλησιάζουν
τους Efterklang αλλά κινούνται σε περισσότερο Pop φόρμες - και αν καταφέρει τελικά ο ακροατής να
ξεπεράσει τα όποια μουσικά στερεότυπα του έχουν καλλιεργήσει θα ανοίξει μία
πόρτα σε έναν κόσμο πρωτόγνωρο και μαγευτικό όπου ο πλούτος της μουσικής που
μας προσφέρουν είναι ατελείωτος, άλλωστε οι Efterklang είναι ένα ναρκωτικό
που επιδρά σιγά-σιγά στην ψυχή του
ακροατή.
Ειδική μνεία αξίζει στο εξαιρετικό artwork του δίσκου – συνέχεια του
Under giant trees - , που αισθητικά
ολοκληρώνει το περιεχόμενο του, και αποδεικνύει για μια ακόμη φορά το γούστο
των μικρών ανεξάρτητων εταιριών καθώς και των καλλιτεχνών που επιμένουν να μας
προσφέρουν όμορφα διαμαντάκια στην εποχή του άχρωμου και άγευστου mp3.
Rating: 8 / 10
Κώστας Λιμνιάτης
Efterklang - mirador video
Pages