Οι DIIV (μέχρι πρότινος γνωστοί με το όνομα Dive) είναι η μπάντα του κιθαρίστα των Beach Fossils, Zachary Cole Smith. Οι φίλοι του χώρου της indie rock τους γνώρισαν μέσω των singles που κυκλοφορούσαν τακτικά κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου. Ωστόσο, η κυκλοφορία του ντεμπούτου δίσκου τους "Oshin" τον περασμένο μήνα, ο οποίος απέσπασε γενικά πολύ καλές κριτικές, ήταν αυτή που τους κατέστησε ευρέως γνωστούς.
Στο ντεμπούτο αυτό των DIIV, η γνωστή post punk εκδοχή της indie rock συναντά τις shoegaze φόρμες και τα dream pop φωνητικά, υπό τη retro ατμόσφαιρα της lo-fi παραγωγής. Η ιστορία μοιάζει (και είναι) χιλιοακουσμένη. Σε πόσες ακόμα "indie μπαντούλες" θα δώσει υπόσταση η περίοδος 80's - early 90's; Πόσο ακόμα θα βομβαρδιζόμαστε με αυτά τα ξεψυχισμένα (και ως ένα βαθμό δήθεν) φωνητικά; Πότε θα αφήσουμε πίσω μας την εποχή της αναβίωσης και θα ξαναπεράσουμε στην εποχή της επιρροής; Ως πότε θα καλύπτει το κενό δημιουργικότητας της εποχής μας αυτή η "instagram" λογική του retro και του vintage, που ωραιοποιεί τις μετριότητες;
Αν ξεπεράσει κανείς τα παραπάνω (σχεδόν) φιλοσοφικά ερωτήματα και αν δεχτεί ότι το συγκρότημα ουσιαστικά δε φέρνει τίποτα καινούριο και δεν εισάγει το παραμικρό προσωπικό στοιχείο που θα του προσέδιδε ενδεχομένως ταυτότητα, τότε μπορεί να βρει αρκετό ενδιαφέρον στον εν λόγω δίσκο. Είναι δίσκος απόλυτα συνειδητοποιημένος και αξιοπρόσεκτα καλός σε αυτό που είναι, όσο περιορισμένο και αν είναι το πλαίσιο αυτό. Τα κομμάτια δεν ξεφεύγουν καθόλου από το μοτίβο του είδους, εκπλήξεις δεν υπάρχουν, συχνά η μουσική φλερτάρει με τη μονοτονία, ωστόσο δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η ατμόσφαιρά του σε ταξιδεύει, ούτε ότι η κιθάρα (που αποτελεί τη βάση και το σημαντικότερο συστατικό όλων των κομματιών) κάνει μικρά θαύματα, ιδιαίτερα στα instrumental μέρη.
Με τέτοιο instrumental κομμάτι ανοίγει ο δίσκος, ονόματι "Druun", ενώ έχουμε και τη συνέχειά του με το part II λίγο αργότερα στην tracklist. Θα λέγαμε ότι είναι από τις λίγες φορές που τέτοιου είδους κομμάτια είναι από τα πιο ενδιαφέροντα στο σύνολο του δίσκου! Από την άλλη, το "Doused" ακολουθεί μια διαφορετική δομή και αποδεικνύεται ίσως το αστεράκι του album. Ανελέητα σπινταρισμένος ρυθμός, σύνθεση που ξεφεύγει λίγο από τα κλισέ του είδους, hooky όσο πρέπει και κιθαριστική κατάληξη από τη μέση και μετά, για να απογειώσει ένα από τα πιο δυνατά και εθιστικά κομμάτια που ακούσαμε φέτος. Σε υψηλά επίπεδα και το "How Long Have You Known" (με το όμορφο guitar solo), αλλά και το πιο ονειρικό "Human". Κατά τα άλλα ιδιαίτερες εκπλήξεις δεν υπάρχουν, μιας και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, όλα τα κομμάτια ακολουθούν λίγο πολύ την ίδια λογική.
Εν ολίγοις, το Oshin είναι ένας δίσκος που ξεχωρίζει σε ένα είδος υπερκορεσμένο. Για όσους αγαπούν τη συγκεκριμένη μουσική και αισθητική, προτείνεται ανεπιφύλακτα. Για όσους δεν έχουν έρθει σε επαφή με κάτι τέτοιο, είναι μία πολύ καλή πρώτη γνωριμία. Για τους υπόλοιπους, ένα ακόμα αξιοπρεπές debut album που θα μπορούσε να προοικονομεί μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέχεια...
Rating : 7 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Αν και δεν ήμουν φανατικός των Wolfsheim παλιότερα, είχα απλά αρκεστεί σε μερικές από τις πολύ καλές στιγμές τους. Με το πρώτο του προσωπικό δίσκο όμως ο Peter Heppner με κέρδισε ολοκληρωτικά. Ήταν ένας δίσκος που είχε όλα όσα ζητούσα.. Ανάλαφρος, μελωδικός, ρυθμικός, μελαγχολικός αλλά και ανεβαστικός, ισορροπώντας με μαεστρία πάνω σε ποπ φόρμες.
Με την ιδιαίτερη του φωνή και ερμηνεία ο Peter Heppner κατάφερε να σταθεί μόνος του έξω από τους Wolfsheim, έχοντας ήδη δημιουργήσει ένα πλούσιο portofolio με πάμπολλες συνεργασίες, που περιέχει ονόματα όπως οι Goethes Erben, Joachim Witt, Schiller, Paul van Dyk, Jose Alvarez-Brill και Nena. Πολλοί ίσως τον κατηγορούν ότι άφησε το συγκρότημα που τον ανέδειξε, αφήνοντας μόνο τον Markus Reinhardt, αλλά ίσως να έκανε την πιο κατάλληλη κίνηση, προχωρώντας μπροστά, μην θέλοντας απλά να αναλώνεται στα ίδια νιώθοντας ότι ο κύκλος των Wolfsheim είχε κλείσει.
Εδώ λοιπόν με το δεύτερο του σόλο δίσκο, ο Heppner καταφέρνει για μια ακόμη φορά να μας παρουσιάσει ένα πολύ καλό σύνολο τραγουδιών, με το πρώτο σίνγκλ που προηγήθηκε, το "Meine Welt", να είναι μόνο μια πτυχή για το τι θα ακολουθούσε στο άλμπουμ. Ένα κομμάτι που επιλέχτηκε φαντάζομαι περισσότερο για την Γερμανική αγορά και σου κολλάει όλο και περισσότερο με την κάθε ακρόαση. Εδώ ο Heppner μας λεει για το πως θέλει να βλέπει ο ίδιος τον κόσμο και πως θα τον ζωγράφιζε με την παλέτα του: "Και η αγάπη θα είναι κόκκινο, Και το μίσος μαύρο σαν το θάνατο, Θα το κάνω με τον τρόπο μου αρέσει, Γιατί ξέρω τον κόσμο μου". Το αγγλόφωνο "God Smoked" που ετοιμάζεται για δεύτερο σίνγκλ, φαντάζομαι θα κάνει περισσότεροι διεθνή αίσθηση. Ηχεί αρκετά σαν Depeche Mode εποχής "Violator" με την μεθυστική φωνή του Heppner να εναρμονίζεται άψογα με τις σκοτεινές ηλεκτρονικές ατμόσφαιρες της ενορχήστρωσης.
Ο δίσκος γενικά είναι στημένος να έχει concept και μουσικά και θεματολογικά. Με τίτλο "My Heart Of Stone" μας προϊδεάζει για το συναισθηματικό φορτίο που θέλει να επιβάλει. Μουσικά έχει τρεις ομάδες τραγουδιών. Έχουμε τέσσερα instrumentals που λειτουργούν σαν διαχωριστικά ενοτήτων. Το καθένα όμορφο και ατμοσφαιρικό, όμως δυστυχώς πολύ μικρά σε διάρκεια αφήνοντας μία γεύση του ανολοκλήρωτου. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τα πιο συναισθηματικά και low tempo "Deserve To Be Alone" (ντουέτο με την Kim Sanders), "Whenever I Miss You", "A Love Divine", "Noch Nicht Soweit" και "Epilogue". Σε αυτά βρίσκουμε τον Heppner να κάνει αυτό που ξέρει καλά, δηλαδή να ερμηνεύει με συναίσθημα και την κατάλληλη δόση μελαγχολίας.
Στην τρίτη ομάδα έχουμε όλα τα ποιο ρυθμικά και δυναμικά τραγούδια σαν τα "I Won't Give Up" (που αποτελεί και προσωπική μου αδυναμία και αγαπημένο), "Letter From Africa, "Cry Tonight" και το "Alles Klar!" που θα μπορούσαν όλα να κάνουν επιτυχία. Στο σύνολο έχουμε ένα όμορφο αποτέλεσμα, το οποίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως synthpop μιας και το στυλ του Heppner έχει ξεφύγει από την στενή έννοια του ιδιώματος. Ένας δίσκος φρέσκος, μοντέρνος, παντός καιρού θα έλεγα, που εμένα με εκφράζει απόλυτα. Φαντάζομαι θα αρέσει σε όσους τους έχει αγγίξει η φωνή του Heppner και παλιότερα. Προτείνεται και σε όποιον δεν τον γνωρίζει και ψάχνει να ακούσει ένα όμορφο ποπ δίσκο με μελαγχολική διάθεση.
Κυκλοφορεί και μια limited έκδοση του "My Heart Of Stone" στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και δεύτερο cd με σχεδόν όλες του τις συνεργασίες που αναφέραμε και παραπάνω, εκτός από αυτές με τον Schiller. Μια πολύ καλή κίνηση μιας και όλα αυτά τα διάσπαρτα τραγούδια συγκεντρώνονται μαζί.
Rating: 7,8 / 10
Νίκος Δρίβας
Δύο είναι τα ονόματα που έρχονται κατευθείαν στο μυαλό στο άκουσμα της φράσης "ισλανδική μουσική": Bjork και Sigur Rós. H μεν Bjork μεσουράνησε στα 90's (αλλά βγήκε σχετικά αλώβητη και από τα 00's), οι δε Sigur Rós είδαν τη φήμη τους σταδιακά να γιγαντώνεται κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας.
Στη νέα, πλέον, δεκαετία, όπου λαμβάνει χώρα μία μεταβατική περίοδος μουσικού "επαναπροσδιορισμού" για αρκετούς παλιότερους καλλιτέχνες, τα πράγματα έμελλε να αλλάξουν και για τους δύο, όπως άλλωστε επέβαλλαν οι περιστάσεις. Έτσι, είδαμε την Bjork να επιστρέφει πιο εκκεντρική και avant-garde από ποτέ, με αμφιλεγόμενα όμως αποτελέσματα, ενώ τώρα διαπιστώνουμε ότι και οι Sigur Rós έχουν ακολουθήσει μία πιο δύσβατη και λιγότερο "φιλική προς τον ακροατή" οδό.
Ας ξεκαθαρίσουμε σιγά σιγά το τοπίο, ξεκινώντας από τα βασικά: όταν ένα album φέρει την υπογραφή των Sigur Rós, είναι εγγυημένο ότι δε θα ακούσεις κάτι κακό. Η ποιότητα των καλλιτεχνών και η ηχητική αρτιότητα της μουσικής τους δεν τους επιτρέπει να δημιουργήσουν κάτι που να περνάει αδιάφορο. Έτσι λοιπόν και σε αυτό το νέο album, τα στοιχεία που συνιστούν την ταυτότητα των Ισλανδών δηλώνουν το παρόν και συνεχίζουν να ξεχωρίζουν, οδηγώντας σε ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα.
Παρόλα αυτά, δεν χρειάζονται πολλές ακροάσεις για να διαπιστώσει κανείς ότι κάτι διαφέρει εδώ. Πού είναι οι επικές μελωδίες; Πού είναι τα κομμάτια που άκουγες πρώτη φορά, αλλά ένιωθες ότι κρύβονταν στο υποσυνείδητό σου επί χρόνια; Πού είναι οι ανατριχίλες; Ο ακροατής αρχίζει να μπερδεύεται: μήπως οι Sigur Rós έχουν εξελιχθεί τόσο πολύ, που αδυνατεί να τους κατανοήσει;
Μάλλον όχι! Η πραγματικότητα είναι ότι το συγκρότημα συνεχίζει να δημιουργεί όμορφη μουσική, αλλά δείχνει να έχει χάσει το ταλέντο να μαγεύει. Κάτι σαν τους Radiohead στο The King Of Limbs. Η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με τις παλαιότερες δουλειές τους είναι ότι αυτή τη φορά έχει ακολουθηθεί μία ακόμα πιο ambient κατεύθυνση. Τόσο, που ο δίσκος γίνεται αρκετά απρόσιτος και ο ακροατής κάπου χάνεται. Πασχίζει να πιαστεί από κάποιο σημείο επαφής.
Οι ακατανόητοι στίχοι ανέκαθεν δε βοηθούσαν, αλλά μέχρι πρότινος αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα, γιατί μιλούσε (και με το παραπάνω) η μουσική. Τώρα και αυτή δείχνει να μας προδίδει. Οι συνθέσεις είναι σχετικά αδύναμες, αν συγκρίνουμε με τα standards που οι ίδιοι έθεσαν σε δίσκους όπως το Ágætis Byrjun ή το Takk, ενώ τα κομμάτια εμφανίζονται στην πλειοψηφία τους άνευρα, μη συγκροτημένα και υπερβολικά υποτονικά. Κορυφαία εξαίρεση αποτελεί το καταπληκτικό Varúð, που μοιάζει με όαση ανάμεσα στην tracklist, κυρίως χάρη στο ηδονικό post-rock ξέσπασμα στο δεύτερο μέρος του.
Συνυπολογίζοντας, όμως, όλα τα στοιχεία και τη γενικότερη αίσθηση που δίνει, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το Valtari ικανοποιεί. Είναι σαν μια συνταγή στην οποία έχεις χρησιμοποιήσει τα σωστά υλικά, έχεις ακολουθήσει τις οδηγίες μαγειρέματος, έχεις προσέξει την παρουσίαση του πιάτου, αλλά έχεις ξεχάσει να βάλεις αλάτι. Όσο καλαίσθητο, καλοφτιαγμένο και προσεγμένο κι αν είναι, δεν μπορείς να το απολαύσεις. Δεν είναι ότι οι Sigur Rós έπεσαν χαμηλά... Είναι ότι για πρώτη φορά αυτό που ακούμε είναι περισσότερο ήχος, παρά μουσική.
Rating : 6,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Άμα αγαπάς κάποιον, συνήθως πρέπει να σου κάνει κάτι πολύ κακό για να πάψεις. Οι And Also The Trees ευτυχώς δεν έχουν προκαλέσει την απαξίωσή μου.
Επίσης συνήθως όταν αγαπάς κάποιον από τον οποίο έχεις να μάθεις νέα πολύ καιρό, συνήθως χαίρεσαι πολύ όταν σου ξαναμιλήσει ή τον/την ξαναδείς. Δεδομένων των παραπάνω, τα γνώριμα πλέον αρπίσματα στην κιθάρα, μαζί με τα tremble και η πολύ σαγηνευτική μελωδία του ‘Only' μαζί με την επανάληψη του ‘Oh come to me' στο ρεφρέν, μου προκάλεσε την ίδια ζεστασιά συναισθημάτων με αυτήν που έχω ξανασυναντώντας οικείους ανθρώπους. Η εισαγωγή του δεύτερου τραγουδιού προκάλεσε κάτι αντίστοιχο με το αίσθημα που έχει κανείς όταν επιστρέφει στην αγαπημένη του πόλη μετά από πολύ καιρό.
Με τις πρώτες νότες του ‘Only' αμέσως μεταφέρθηκα στο χώρο που είδα την τελευταία φορά ζωντανά τους And Also the Τrees το 2009 στο ‘Luminaire' στην περιοχή Kilburn του Λονδίνου. Μετά από λίγο καιρό το μέρος αυτό έπαψε να υπάρχει, έτσι για να γίνει θορυβώδης και η δισκογραφική απουσία των And Also Τhe Τrees (ως το 2011) και να αποτυπωθεί με άλλη βαρύτητα πλέον εκείνο το live μέσα μου.
Ξεπερνώντας προσωρινά αυτή τη διάθεση, σας εκμυστηρεύομαι πως το άλμπουμ με αυτό τον εξαιρετικό τίτλο ‘Hunter not the hunted' (ο οποίος με βρίσκει όχι απλά σύμφωνη αλλά μυστηριωδώς ‘ έτοιμη' να τον δεχτώ με διάφορους τρόπους) δεν είναι ανάλογο των παλιότερων ‘Klaxon', ‘The Millpond years', ‘Farewell to the shade' , όμως διατηρεί το χαρακτήρα της μπάντας χωρίς ποιοτικές εκπτώσεις στη μουσική. Δεν έχει τα χορευτικά και ρυθμικά ξεσπάσματα του ‘Dialogue' ούτε τη σπαρακτική δυναμική του ‘So this is silence' που ανατρίχιαζαν και τον πιο αναίσθητο. Πρόκειται για ένα άλμπουμ σε απόλυτη συμφωνία, τουλάχιστον ρυθμικά και ερμηνευτικά με το προηγούμενό του, ‘Driftwood'. Εκείνο πέρασε από διάφορα άλμπουμ των AATT της δεκαετίας του '80, προσφέροντας πιο ακουστικές αλλά πολύ ενδιαφέρουσες εκδοχές αγαπημένων παλιότερων κομματιών.
Το ‘Hunter not the hunted' είναι ιδεολογικά πιο πονηρό, υποχθόνιο και με διάθεση να ‘ασχοληθεί' με τα εσώψυχά σας.
Προσωπικά με βρήκε σε μια πολύ μυστήρια ψυχολογική περίοδο κατά την οποία μόνο μελωδικά και τέτοιου είδους εναύσματα μου κινούν την προσοχή. Επίσης τυχαίο ή όχι, αυτό το άλμπουμ από την αρχή ως το τέλος είναι κάτι σαν τη μουσική εικόνα του Λονδίνου τον τελευταίο μήνα.
Πέρα απ' αυτό όμως, είτε μένετε σε αυτή την μαύρη, γκρίζα, βροχερή, ‘βίαιη' και κρύα πρωτεύουσα είτε όχι, αρπάξτε ένα malt whiskey (καπνιστό κατά προτίμηση) ή ό,τι ανάλογο σας αρέσει, χαμηλώστε τα φώτα, διαλέξτε παρέα (μικρή αριθμητικά) για να επικοινωνήσετε ό,τι σας προκαλέσουν τα τραγούδια και οι στίχοι και...βυθιστείτε.
...burn down this town, BURN DOWN THIS TOWN...
Αν βλέπατε αυτούς τους στίχους χωρίς να έχετε ακούσει τη μουσική που τους περιβάλλει και χωρίς να ξέρατε σε ποιό συγκρότημα αναφερόμαστε και σας προκαλούσε κάποιος να φανταστείτε τί είδους ρυθμοί και φωνητικά τους περιγράφουν τί θα απαντούσατε? Punk rock, heavy metal?
Ε λοιπόν οι AATT προσφέρουν τον ΠΙΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ τρόπο να ειπωθεί μια τέτοια φράση. Χωρίς καμία έκδηλη φανφάρα, χωρίς πάταγο ‘...αλλά με ένα λυγμό...' όπως έλεγε και ο T.S Elliott. Και ταυτόχρονα κρύβοντας μια δυναμική που όσο και να προσπαθούσε να την αποδώσει ο πιο παθιασμένος metal τραγουδιστής, δε θα μπορούσε όχι με το ίδιο αποτέλεσμα. Το ρεφρέν του τραγουδιού σαν κάποιου είδους μηχανή ελέγχου της σκέψης, ‘καρφώνει' την τελευταία νότα μέσα μου με τρόπο που αντηχεί μαζί με την επανάληψη της φράσης ‘Burn down this town'...
Οι ΑΑΤΤ ανέκαθεν έκαναν σαφή (σ' εμένα τουλάχιστον) την έμπνευσή τους από τον Nick Cave και το ‘Hunter not the hunted' το αποδεικνύει αυτό, με σαφή τρόπο. Μουσικά με το να είναι πιστό στο ύφος αρκετών αργών κομματιών του Cave και ερμηνευτικά με την θαυμαστή ομοιότητα που αποκαλύπτει ο Simon. Δεν περνούν απαρατήρητες ούτε οι επιρροές της country μπαλάντας σε κομμάτια όπως το ‘ Whisky bride'. Παρ' όλ'αυτά το άλμπουμ διατηρεί σε όλη τη διάρκειά του τη διάθεση να μας στοιχειώσει με σκέψεις και κυρίως διαθέσεις πολύ μυστήριες. Ειδικά όσους μένουν αυτό τον καιρό στη συννεφιασμένη και πολύ μαύρη Αγγλία. Οι ποιητικοί και μυστηριώδεις στίχοι του συμβάλλουν έντονα σε αυτό.
...and sometimes when I'm lying here with you, we control the light of the moon...
Χωρίς εντυπωσιασμούς, αυτό το άλμπουμ μάλιστα νομίζω ότι παράχθηκε για ν'αποκτήσει αξία μόνο μέσω όσων ακροατών καταφέρουν ν'αγγίξουν οι στίχοι και η διάθεση της μουσικής. Επομένως με αντικειμενικά κριτήρια ούτε ευχάριστο είναι, ούτε πολύ ενδιαφέρον αν δεν υπάρχουν μέσα σας ήδη ως σκέψεις όλα όσα πραγματεύεται. Για την ακρίβεια πρόκειται για ένα μικρό μουσικό τέρας το οποίο ακουμπά και επιδρά μόνο σε όσους μπορούν να το ‘δουν' να περνάει από δίπλα τους. Όσοι είναι απασχολημένοι με άλλα πράγματα ούτε καν θα το παρατηρήσουν.
Δεν είναι πολύ διαφορετικό από το ‘ The Millpond years' με εξαίρεση την έλλειψη των synth και των πνευστών. Τα αρπίσματα που κυριαρχούν στο ‘Hunter not the hunted' μπορεί να κουράζουν λίγο, αλλά ο δίσκος αποκτά το δικό του ενδιαφέρον με τις πολύ ωραίες μουσικές φράσεις μέσα στα κομμάτια και τον δεξιοτεχνή τρόπο παιξίματος των οργάνων με γυρίσματα μελωδίας, ύφους και ρυθμού, όπως π.χ στα ‘Bloodline', ‘Angel Devil Man and Beast,' γεγονός που από τη μια μεριά ‘σώζει' το άλμπουμ και από την άλλη αποδεικνύει τη δημιουργικότητα των AATT. Το τελευταίο, επιβεβαιώνει πως η θέση τους όχι μόνο δεν βρίσκεται ούτε χιλιοστό δίπλα σε κάποιο μουσικό χρονοντούλαπο, ίσα ίσα το αντίθετο. Το ίδιο επιβεβαιώνει και το δικό μου αγαπημένο και κατά τη γνώμη μου ΠΟΛΥ ωραίο κομμάτι του άλμπουμ το οποίο θα έπρεπε να είναι και το τελευταίο του. Ο λόγος για το ‘The Knave' με την πονηρή ατμόσφαιρα του οποίου και σας αφήνω.
...when I came to your house there was noone around so I went to your room...
Rating: 7 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Πείτε την αλήθεια τώρα: σας τράβηξε την προσοχή το εξώφυλλο! Μιλάμε για ένα από τα καλύτερα ονόματα συγκροτημάτων, και αυτή τη φορά περιέστρεψαν την αισθητική τους γύρω από αυτό το όνομα. Βέβαια, οι πιθανότητες να τους γνωρίζατε ήδη ήταν πολύ μεγάλες. Τα δύο μανιτάρια από το Ισραήλ είναι τακτικοί περαστικοί από τον ελληνικό χώρο - και ας μένουν πια πολύ μακριά, στο Λος Άντζελες.
Τα πιο γνωστά παιδιά της psychedelic trance επιστρέφουν λοιπόν. Μόνο που δεν παίζουν πια trance. Δεν εκπλήσσει βέβαια αυτό όσους έχουν παρατηρήσει την εξέλιξή τους: οι επιρροές από άλλα είδη ήταν πάντα πολύ ισχυρές, και ήταν το δυνατό σημείο του συγκροτήματος. Μόνο που τώρα πια δεν μιλάμε για επιρροές, μιλάμε για «κάτι άλλο» με επιρροές από psy trance. Είναι κάτι πιο αργό, με πάρα πολλές αλλαγές στο ρυθμό, που, όπως είδαμε και στο πρόσφατο live τους στην Αθήνα, δεν επιτρέπει στον ακροατή να κλείσει τα μάτια και να ταξιδέψει. Αντιθέτως, γίνεται πιο δυνατό για ραδιόφωνο και πιο εντυπωσιακό. Μπορεί πιο εύκολα να τραβήξει ένα ροκ κοινό.
Είναι κακό αυτό; Ο Tiësto το έκανε με μεγάλη επιτυχία, αν και αυτός βρέθηκε πιο κοντά στην ποπ. Οι Infected Mushroom όμως ελκύονται αυτή τη φορά πιο πολύ από τη dubstep, βάζοντας διάφορα περίεργα σπασίματα, δυνατά μπάσα και kicks. Δεν θα κρύψω ότι δεν συμπάθησα ποτέ τη χαρούμενη dubstep. Δεν πλησίασα καν στο να βρω το νόημα, αφού το σώμα δεν μπορεί να παρακολουθήσει το ρυθμό, οπότε αποτυγχάνει και ως χορευτική μουσική και ως μελωδία. Ευτυχώς οι Infected Mushroom θυμούνται κάτι από τη psy ως προς το ρυθμό, και δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση και στη μελωδία, με αποτέλεσμα να φτιάχνουν ένα τελικό σύνολο που έχει κάτι να πει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Wanted To. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο οποίο αποτυγχάνουν είναι το single U R So Fucked (ένα έκτρωμα χαζομάρας που παραλίγο να με κάνει να μην ακούσω το άλμπουμ).
Οι εκλεκτικές περιπλανήσεις των δυο μουσικών δεν περιορίζονται, ευτυχώς, στη dubstep. Όπως είχε ήδη φανεί και στις δυο προηγούμενες κυκλοφορίες τους, κάνουν ένα άνοιγμα προς τη ροκ, διασκευάζοντας Foo Fighters (με το Pretender) και αρκετά πιο πετυχημένα και μελωδικά (αν σας αρέσει ο ήχος της Εβραϊκής γλώσσας) στο Send Me an Angel. Τα πειράματα και τα σπασίματά τους έχουν σαφές ενδιαφέρον για μια ακρόαση εκτός club, κρατώντας το μυαλό του ακροατή σε εγρήγορση. Είναι μια συνειδητή προσπάθεια για πιο «περίπλοκη» μουσική, αν και όταν δεν τους βγαίνει γέρνει πολύ προς μια αποτυχημένη προσπάθεια εντυπωσιασμού που σκοτώνει το groove. Αχ, το groove... Αυτό ακριβώς που λείπει περισσότερο από αυτή την κυκλοφορία, αυτό που κάνει το σώμα να κινείται παιχνιδιάρικα. Ευτυχώς που υπάρχει και το The Rat.
Εν τέλει, είναι μια σειρά πειραματισμών που σε κάποια σημεία πετυχαίνουν και σε άλλα όχι, ένας μεταβατικός δίσκος μέχρι να βρει το συγκρότημα ποιον νέο ήχο θέλει και να χτίσει γύρω από αυτό. Είναι μια κίνηση που έπρεπε να γίνει, γιατί ήταν καιρός να φύγουν από την πετυχημένη συνταγή του Vicious Delicious. Μες στην προσπάθεια, μας δίνει κάποια πρωτότυπα κομμάτια και ωραίες στιγμές, αν και θα απογοητεύσει τους φανατικούς της trance.
Rating: 7,3 / 10
tec-goblin
Είναι δύσκολο να σε συγκρίνουν με ένα αριστούργημα. Και αυτό ήταν μάλλον αναπόφευκτο για το νέο album των Beach House, μιας και με το Teen Dream του 2010 το συγκρότημα κατέθεσε όχι μόνο έναν από τους καλύτερους σύγχρονους pop δίσκους, αλλά και έναν από τους κορυφαίους dream pop δίσκους όλων των εποχών. Έτσι, αν και στο τέταρτο πλέον δισκογραφικό τους βήμα, οι Beach House είχαν να αντιμετωπίσουν κάτι ανάλογο με το "δύσκολο δεύτερο album" που παραδοσιακά χαντακώνει τόσες και τόσες μπάντες.
Υπό αυτή την έννοια, το Bloom αδικείται από το παρελθόν του και "απογοητεύει", διότι δεν πρόκειται για κάτι αντάξιο του Teen Dream. Λίγο η παρουσία κάποιων μέτριων κομματιών στην tracklist, φαινόμενο που έμοιαζε να έχει εκλείψει για το συγκρότημα. Λίγο ο ήχος, που εδώ είναι κάπως πιο ηλεκτρονικός και λόγω παραγωγής/ενορχήστρωσης υπερβολικά γεμάτος, με αποτέλεσμα συχνά να μην αφήνει χώρο στη μουσική για να αναπνεύσει. Λίγο που η προσπάθεια για πιο προσιτή και ίσως "πιασάρικη" μουσική βγάζει μάτι, ενώ στο παρελθόν τα κομμάτια αποκάλυπταν με το χρόνο το κάλος και το βάθος τους. Ναι, το Bloom υστερεί στη σύγκριση, δε χωράει αμφιβολία...
Για μισό λεπτό όμως! Είναι άδικο να λειτουργούμε συγκριτικά και να διυλίζουμε τον κώνωπα... Θεωρώντας το ως αυθύπαρκτη κυκλοφορία, το Bloom σίγουρα αποτελεί έναν πολύ καλό δίσκο. Καταρχάς, περιέχει ορισμένα κομμάτια που εύκολα ξεχωρίζουν στη δισκογραφία των δημιουργών του. Να αναφέρουμε το εναρκτήριο Myth; Διαμάντι από τα λίγα. Lazuli και Troublemaker; Από τις μελωδίες που στοιχειώνουν το μυαλό. New Year; Wishes; Καθόλου άσχημα... Οι νοσταλγικές μελωδίες και η μελαγχολική ατμόσφαιρα, τα στοιχεία δηλαδή που μας έκαναν να αγαπήσουμε τους Beach House, βροντοφωνάζουν την παρουσία τους και πάλι. Ίσως να μην είναι δοσμένα με τόσο ιδιοφυή τρόπο, ίσως να μην σε αγγίζουν τόσο βαθιά, αλλά υπάρχουν! Όπως υπάρχει και μία Victoria Legrand, η οποία παραμένει μαγευτική ερμηνεύτρια, δίνοντας το δικό της στίγμα σε κάθε τι που τραγουδάει.
Αν η "επιτυχία" της μουσικής κρίνεται από την ικανότητα της να σε ταξιδεύει, τότε οι Beach House ήταν και είναι πρωταθλητές. Και αν το προηγούμενο album τους ανέβασε στην κορυφή, τότε αυτό εδώ τους κρατάει εκεί. Τι άλλο χρειαζόμαστε, λοιπόν, για να αγκαλιάσουμε και αυτή τη δουλειά; Εξάλλου, με τόση μετριότητα που κυκλοφορεί στη φετινή δισκογραφία, δεν χωράει αμφισβήτηση ότι το Bloom αποτελεί μία από τις μουσικές οάσεις και έναν από τους δίσκους που θα κατέχουν αξιοσέβαστη θέση στις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς.
Rating : 8 / 10
Άρης Καζακόπουλος
...ή αλλιώς μια διαβεβαίωση ότι αυτό το συγκρότημα μάλλον εξαντλεί την έμπνευσή του.
Μας συστήθηκαν το 1989 με το ομώνυμο άλμπουμ τους και αρκετά ελπιδοφόρο ήχο, ως μια post punk synthpop, new wave μπάντα συγγενή τόσο στον ήχο των Chameleons και των Sad Lovers and Giants όσο και σε αυτόν των Depeche Mode με προεκτάσεις φυσικά στη μουσική του David Bowie. Το κομμάτι ‘Somebody' το οποίο έχει αποδείξει τη διαχρονική του αξία, φάνηκε να στοίχειωνε για αρκετά χρόνια το συγκρότημα το οποίο στα μεταγενέστερα άλμπουμ έγραφε κομμάτια που είχαν το βασικό μουσικό και ερμηνευτικό μοτίβο αυτού του κομματιού.
Παράλληλα έθεταν και αυτοί ακούσια από τα πρώτα τους άλμπουμ τις βάσεις για τη μετέπειτα εμφάνιση της indie με κομμάτια όπως το ‘Girl from another space', ‘White room' κ.α Πρέπει επίσης να μην αγνοούμε το γεγονός ότι οι EWR δεν βρήκαν ποτέ το δικό τους ήχο αποκτώντας μοναδικά ερμηνευτικά, ρυθμικά ή μελωδικά χαρακτηριστικά μέχρι σήμερα απλά ήταν πιστοί ακολουθητές των μουσικών ρευμάτων των εποχών.
Τυχαίο ή όχι με την αλλαγή της δισκογραφικής τους εταιρείας μετατοπίζεται και το μουσικό τους ύφος προς την πλευρά του mainstream wave μάλλον επειδή αρχίζει να μπαίνει στο χρονοντούλαπο της μουσικής ιστορίας η new wave ως ένα είδος που είχε ρόλο μεταβατικό και ίσως αντιδραστικό μέχρι να βρεθεί το νέο μουσικό είδος που θα απευθυνόταν σε ευρύτερα πλήθη και θα ήταν κάπως πιο χαρούμενο!
Εν τω μεταξύ φτάσαμε στο 2012 και το νέο τους δίσκο μετά από 5 χρόνια με τίτλο ‘Samsara', όπου τα synth που κυριαρχούσαν κάποτε με darkwave διαθέσεις, τώρα προβάλλουν με τρόπο που δε θα μπορούσε να ήταν προσβλητικότερος για τo παρελθόν των EWR. Τα ντραμς σε συνδυασμό με τα solo των μπάσων που μας διαβεβαίωναν παλιότερα από άποψη ρυθμού ότι ακούγαμε μια synthpop μπάντα, τώρα μάλλον κρίθηκαν ως ανεπαρκή να εκφράσουν τις διαθέσεις της εναπομείνουσας σύνθεσης του συγκροτήματος. Ας είναι.
‘Music is dead'...
...όπως έλεγε και το ομώνυμο κομμάτι τους το 1993. Παρ'όλ'αυτά έμελλε να περάσει σχεδόν μια δεκαετία πριν αυτοπαγιδευτούν σε αυτή τους τη δήλωση. Οι ακριβείς λόγοι, παραμένουν άγνωστοι.
Όσοι ακολουθούσατε το συγκρότημα και τους παρατήσατε κάπου στις αρχές του 2000 ή και μετά το ‘Psalms of survival' νομίζω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου στο ότι τα ‘Love eternally' και ‘Psalms of survival' διατήρησαν ένα ιδιαίτερο ύφος παρ' ό,τι είχαν περισσότερα κομμάτια τα οποία έκαναν αντιληπτή τη μετάβαση σε πιο εμπορικά μουσικά είδη. Όσοι ακούσατε από τότε και μετά τη μουσική τους, μάλλον θα διαφωνήσετε μ'αυτό το κείμενο γιατί δεν αναγνωρίζει τίποτα το αξιόλογο σε αυτό το άλμπουμ κυρίως μουσικά.
Συγκεκριμένα πιστεύω πως το ‘Samsara' με την σχεδόν ολοκληρωτική μεταστροφή του στα εμπορικά είδη της shoegaze και indie/british pop και rock περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο σκοπεύει στο να ξεγράψει την ‘ιστορία' της μπάντας και να προσελκύσει νέο κοινό. Εξετάζοντας τα κομμάτια από άποψη ρυθμού, μελωδίας (ανύπαρκτης), ερμηνείας και εναλλαγών επιβεβαιώνεται πως το άλμπουμ είναι ο χειρότερος εφιάλτης των προγενέστερων ‘Escape with Romeo', ‘Autumn on Venus', ‘Love eternally'. Μα, θα μου πείτε, ‘η σύνθεση της μπάντας έχει εξανεμιστεί έκτοτε'. Σε αυτή την περίπτωση ας μη χρησιμοποιούσαν τα 3 εναπομείναντα μέλη το όνομα ενός συγκροτήματος που κατ' ουσίαν έχει διαλυθεί. Το κοινό στο οποίο απευθύνεται το ‘Samsara', έχει στα γούστα του συγκροτήματα όπως οι Muse και οι Editors όμως σίγουρα ακούει και λίγο Rihanna και Lady Gaga.
Από στιχουργικής πλευράς επίσης δεν προσφέρει κάτι το αξιόλογο το άλμπουμ αυτό αν και η αλήθεια είναι πως με τη συγκεκριμένη εύπεπτη, ανούσια και βαρετή μουσική του (π.χ Sie Liebt Dich(Nicht), Ground control, Spring auf den zug) και οι καλύτεροι στίχοι ΜΟΝΟ με πολύ τύχη θα κέρδιζαν την προσοχή μου. Οι EWR άλλωστε ποτέ δεν επέδειξαν στιχουργική ευφυΐα, η μουσική τους και η ερμηνεία τους ήταν τα ενδιαφέροντα στοιχεία συνήθως. Κομμάτια σαν το ‘Freier fall' για παράδειγμα γράφει σήμερα ο οποιοσδήποτε ξεκινάει να πειραματίζεται με τη μουσική τεχνολογία στο δωμάτιό του κι όποιος ακούει τις πιο αργές εκδοχές r'n'b κομματιών στα εμπορικά κέντρα.
...in this world under the sun all we hear is the sound is the sound of a gun, everyone against everyone...
Μια πιο προσεκτική ακρόαση προηγούμενων άλμπουμ τους μου έκανε κατανοητό το εξής: Οι EWR είναι ένα συγκρότημα χαμαιλέοντας, όπως και στην καθημερινότητα υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν πάντα να γίνονται αρεστοί συνήθως δίνοντας της ψευδαίσθηση πως συμβαδίζουν με το ‘ρεύμα' ή προβάλλοντας μια, χωρίς επιχειρήματα, συμφωνία απόψεων. Έτσι και οι EWR από μουσικής πλευράς, πάντα προσπαθούσαν να εντάσσουν στη μουσική τους στοιχεία που αφ' ενός ήταν αποτέλεσμα της δημιουργικότητάς τους από την άλλη αποκάλυπταν την ανάγκη να αποδείξουν πως ακολουθούν τις τάσεις κάθε δεκαετίας. Για παράδειγμα μετά το 2000 αυξάνεται η παρουσία των solo με σκληρές ηλεκτρικές κιθάρες που συνόδευαν ερμηνείες με στυλ συγκροτημάτων της alternative rock. Ταυτόχρονα στο ίδιο άλμπουμ εμφανίζονται κάτι μυστήρια samples που ακούμε στη μινιμαλιστική ηλεκτρονική μουσική και συγκροτήματα τύπου Front Line assembly. Έχοντας αυτό υπ' όψη μου αναρωτιέμαι αν το ‘Samsara' αποτελεί κάποιου είδους καταγραφή των μουσικών τάσεων της εποχής μας . Αν ναι τότε μάλλον επιτυχής είναι.
Από την άλλη πλευρά το ότι επέλεξαν να απευθυνθούν σε αυτές τις ανούσιες μουσικές τάσεις, παραμερίζοντας τη δική τους τάση για πειραματισμό αντί να εξελίξουν το προσωπικό τους μουσικό ύφος ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό, είναι ένα τελείως άλλης βαρύτητας ζήτημα.
Το ‘Samsara' είναι ένα άλμπουμ με 14 κομμάτια τα οποία με κάνουν να εκνευρίζομαι για το χρόνο που τους αφιέρωσα και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δε θα τα ξανακούσω ΠΟΤΕ!
Τελειώνω με την εξής σκέψη, όντως οι μουσικές των ‘80s και ‘90s δεν είναι εύκολο να ξαναγραφτούν σήμερα και ίσως δεν έχει νόημα η αναβίωσή τους. Η σημερινή εποχή όμως έχει έξοχες πηγές έμπνευσης και σίγουρα η μουσική των clubs της Μυκόνου ΔΕΝ είναι ένα μια από αυτές!
...master our lips are sealed...
έλεγαν σε ένα πολύ ωραίο και μελωδικό παλιότερό τους κομμάτι...κι επειδή όπως πάντα η ελπίδα ανήκει στο εγγύς μέλλον. Προς το παρόν όμως...
Rating: 4 / 10
Νάντια Σαββοπούλου
Sage, Muse, sag dem Dichter,
Wie er den es machen soll!
Denn der wunderlichsten Richter
Ist die liebe Welt so voll.
Μούσα, πες στον συγγραφέα
τι στο καλό να κάνει!
Μιας και περίεργοι κριτές
τον κόσμο έχουν γεμίσει.
Αν το Όνομα είναι Οιωνός (Nomen est Omen), τότε τι πρέπει να περιμένουμε από τους Schwarzblut; Τι κυλάει στο αίμα τους και το κάνει μαύρο; Τι τριγυρίζει στο μυαλό αυτής της παρέας Ολλανδών που μελοποιεί κλασσικούς γερμανούς ρομαντικούς; Σίγουρα κάτι σκοτεινό...
Και σκοτεινές με άκακο τρόπο είναι οι επιλογές των ποιημάτων που μελοποιεί για άλλη μια φορά αυτή η δεμένη ομάδα. Όπως πάντα τους εντυπωσιάζει ο θάνατος, η ψυχή και άλλες μεταφυσικές έννοιες, όμως αυτή τη φορά μεταφέρουν το σκηνικό στη βιομηχανική επανάσταση. Η αισθητική των φωτογραφίσεων και αργά βιομηχανικά κομμάτια όπως το Die Fabrik, που περιγράφει τις συνθήκες στα εργοστάσια του 1910, μας μεταφέρουν σε σκηνικά στα οποία μοιάζει φυσικός ο συνδυασμός βιομηχανικών ήχων με δραματικές φωνές. Αυτός ο συνδυασμός είναι που κάνει τον ήχο των Schwarzblut τόσο χαρακτηριστικό.
Όσοι ξέρετε το συγκρότημα μόνο από το Mandat ("Deutsche Lyrik und dunkler Tanzmusik") μπορεί να μην μπορείτε να φανταστείτε τι είναι το τόσο χαρακτηριστικό στον ήχο τους. Όχι, δεν είναι μόνο τα γυναικεία φωνητικά στα ρεφραίν. Όπως διαφαινόταν από το πρώτο τους EP και γίνεται πολύ πιο έντονο πια, είναι πολύ έντονη η πρόθεση να συνδυάσουν στοιχεία από τις ρομαντικές συνθέσεις του 19ου αιώνα με τη σημερινή βιομηχανική σκληρότητα των club. Αυτό φαίνεται στις υπερ-εντυπωσιακές αλλαγές, τα πολυφωνικά ρεφραίν, τα εμβατηριακά τύμπανα και τα νευστά - τυπικό παράδειγμα αυτών είναι το Heimfahrt. Σε αυτό όμως το άλμπουμ, έχοντας μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, πάνε ένα βήμα παραπέρα, με τα μιλιταριστικά κρουστά και την εξαιρετική χορωδία του Nomen est Omen αλλά και το 10λεπτο Gesang der Geister über den Wassern, όπου μελοποιούν το έργο του Γκαίτε με πολύ διαφορετικό τρόπο απ' ότι ο Schubert.
Des Menschen Seele
Gleicht dem Wasser:
Von Himmel kommt es,
Zum Himmel steigt es...
Η ψυχή των ανθρώπων
με το νερό ομοιάζει:
απ' τον ουρανό πηγάζει
και στον ουρανό ανεβαίνει...
Οι ενδιαφέρουσες συνθέσεις, αλλαγές και φωνές υπερ-αναπληρώνουν για τη μέτρια επιλογή ποιημάτων. Και αν θέλετε κάτι παραπάνω, στον έξτρα δίσκο της περιορισμένης έκδοσης υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα remix, από συγκροτήματα που διαλέγουν να σεβαστούν το λυρισμό του πρωτοτύπου, αφαιρώντας συχνά λίγη από τη σκληρότητα. Ξεχώρισαν για μένα οι προσεγγίσεις των Psy'Aviah, ο χορο-θρίαμβος από Consumer Junk και η προσέγγιση του Carsten Altena, ο οποίος μετατρέπει το Gesang... σε ένα υπέροχο ηλεκτρονικό soundtrack με αναφορές σε Μπαχ.
Συνολικά, έχουμε μια ώριμη δουλειά, από ένα συγκρότημα που γεμίζει επάξια το κενό που άφησαν οι Fleshfield, αν και έχει πολύ διαφορετική και πιο ρομαντική διάθεση.
Rating: 8,2 / 10
tec-goblin
Τα road trips ανέκαθεν είχαν την δική τους μαγεία. Χωρίς κανέναν προορισμό και με οδηγό μόνο την χαρά της παρέας προσπαθούσες να μην αφήσεις ούτε μία στιγμή να πάει χαμένη. Από τον άνεμο που σου χαϊδεύει το πρόσωπο μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου κάνοντας κύματα με το χέρι σου, μέχρι τα πειράγματα της παρέας και τις μελωδίες τής μουσικής που σε συνόδευε καθ' όλη την διάρκεια τού ταξιδιού. Πόσο όμορφο είναι άραγε το συναίσθημα αυτής της εμπειρίας όταν θα σου εμφανιστούν όλες αυτές οι εικόνες μέσα σε ένα κλάσμα τού δευτερολέπτου ακούγοντας χρόνια αργότερα μία μελωδία από εκείνο το soundtrack της διαδρομής; Θα κατακλυστείς από την ευφορία εκείνων των αξέχαστων στιγμών που θα σου δείξουν τον δρόμο για το πώς πρέπει να βλέπεις την ζωή σου.
Ιδέα δεν έχω αν ο Joe Corrales Jr. είχε στο μυαλό του τα παραπάνω όταν έγραφε την μουσική για το "Eighty One" των Yppah, αλλά το σίγουρο είναι ότι ήθελε να συνεχίσει την πορεία που ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια με ένα άλμπουμ γεμάτο αισιοδοξία, νοσταλγία, αυτοπεποίθηση και γενικότερα να μην αφήσει τον ακροατή να νοιώσει άβολα με το άκουσμά του, αλλά να του δημιουργήσει την αίσθηση τής ελευθερίας. Μία ελευθερία που προφανώς την βρήκε στα κύματα του Ειρηνικού και στις ακτές τής California, όταν και μετακόμισε από το Texas. Το αν σκεφτόταν το "My California Dream Only Exists In The Minds Of Surfers Before 1978" που έχει γράψει ο Kenneth James Gibson των Eight Frozen Modules, ή αν αναπολούσε το υποτιμημένο σήριαλ John From Cincinnati, δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. Ασφαλώς και όμως τις ώρες που έκανε surf στα κύματα δημιουργούσε τα ηχοτοπία που βίωνε εκείνες τις στιγμές. Το "Eighty One" είναι λοιπόν γεμάτο από μελωδίες που σε κατακλύζουν από την πρώτη ακρόαση και ο καθένας από εμάς αναπόφευκτα θα κάνει τις μουσικές του συγκρίσεις. Ο ένας θα διακρίνει την down-tempo τού DJ Shadow. Κάποιος άλλος την trip-hop τού Bristol, και κάποιος άλλος θα διαβάσει τις μελωδίες τού Robin Guthrie, του Ulrich Schnauss και του Anthony Golzales. Ο κατάλογος των καλλιτεχνών που μας έρχονται στο μυαλό μπορεί να συνεχιστεί και θα είναι πολύ μεγάλος, από τους American Dollar -ειδικά στο κομμάτι Never Mess With Sunday- και τους Epic45, μέχρι τα hip-hop στοιχεία τού Sixtoo. To ζητούμενο όμως στην τρίτη δουλειά των Yppah δεν είναι πόσα σχήματα μας θυμίζει, αλλά τι μας αφήνει ως παρακαταθήκη ο ίδιος ο μουσικός.
Τι πιο ομορφότερη εισαγωγή από το Blue Schwinn με τις παιδικές φωνές να σε καλούν να παίξεις μαζί τους! Σε τέσσερα κομμάτια εμφανίζεται και η Anomie Belle στα φωνητικά, όπου με την φωνή της κάνει ακόμα πιο εμφανής την επιρροή τής trip-hop. Ενώ στο R.Mullen -ίσως το κομμάτι με την περισσότερη ζωή στο άλμπουμ- η πορεία του οποίου μας αποκαλύπτει με τον πιο θαυμαστό τρόπο, πώς ο καλλιτέχνης παντρεύει διάφορες μουσικές που είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, με τόσο αρμονικό τρόπο. Αυτό ίσως είναι και το μυστικό τού άλμπουμ, δηλαδή μία ισορροπία σε όλα. Εύκολο βέβαια να το λέμε, αλλά γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι στην πράξη, γι' αυτό και τα εύσημα πηγαίνουν στον συμπαθή Joe Corrales Jr. Το εξώφυλλο αποτυπώνει αυτό που δήλωσε ο τελευταίος: «Όταν ήσουν παιδί ένιωθες την ζωή σου να έχει μία συγκεκριμένη μελωδία που δεν μπορούσες να βάλεις το δάχτυλό σου και σχεδόν να την ακούσεις, αλλά αυτή δεν ήταν κάτι αντίστοιχο που είχες ακούσει πριν». Το "Eighty One" είναι ένα εγχείρημα να συλλάβει εκείνες τις μελωδίες. Εμείς από την άλλη γνωρίζουμε ότι τα 13 κομμάτια τού άλμπουμ θα μας συνοδέψουν σε κάποιο από τα επικείμενα ταξίδια τού καλοκαιριού και θα παίζουν στο repeat. Κάποιοι από εμάς θα κάνουν υπόρρητα δικό τους κάποιο από αυτά και θα δεθούν λίγο περισσότερο μαζί τους. Προσωπικά διαλέγω το R.Mullen για το road trip της ίδιας της ζωής.
Νίκος Τσίνος
Η underground σκηνή ανέκαθεν μας πρόσφερε δουλειές που άξιζαν της προσοχής μας, ανεξάρτητα από ποιον χώρο προέρχεται ο καλλιτέχνης. Το βασικό στοιχείο σε αυτή την περίπτωση, που διακατέχει τον εκάστοτε μουσικό, είναι η ανιδιοτέλεια. Και αυτό μεταφράζεται από τις ίδιες τις κυκλοφορίες που βγαίνουν στην αγορά. Είτε είναι σε περιορισμένης έκδοσης βινύλια, είτε σε ακόμη λιγότερα cdr, είτε σε καμιά 30αριά κασσέτες. Το τελευταίο μην σας κάνει εντύπωση, δηλαδή η κασσέτα, αφού πλέον είναι πολλές εταιρείες που την προτιμούν. Μία από αυτές είναι και η Hospital Productions τού Dominick Fernow. Ο κύριος αυτός λοιπόν, που πλέον μετακόμισε στην δυτική ακτή των Η.Π.Α. από την ανατολική, έχει βαλθεί να σπάσει κάθε ρεκόρ σε κυκλοφορίες και σε projects. Από το 1998 που είναι ενεργός στην παραγωγή μουσικής έχει κυκλοφορήσει γύρω στις ογδόντα δουλειές με τα διάφορα projects που διατηρεί, τα οποία είναι πάνω από είκοσι! Και μην φανταστείτε ότι είναι κανένας γερόλυκος. Γύρω στα 30 είναι ο άνθρωπος.
Το πεδίο δράσης του, τόσο ως καλλιτέχνη, αλλά και ως ιδιοκτήτη τής παραπάνω εταιρείας, κινείται στον χώρο τού βιομηχανικού ήχου, των power electronics και του πειραματισμού. Συνεχίζει όμως να μας εκπλήσσει με το γεγονός ότι είναι και ένα από τα μέλη των new wavers Cold Cave. Άλλωστε έχουν κυκλοφορήσει από την εταιρεία του και μερικές δουλειές τους.
Άρα όπως καταλάβατε, έχουμε να κάνουμε με ένα πολυάσχολο, όσο και πολυτάλαντο άτομο. Μπορεί το βασικό του project να είναι οι Putrient, με το οποίο έχει εντρυφήσει σε όλο το εύρος τού noise, οι Vatican Shadow πάραυτα είναι αυτοί που τον έκαναν γνωστό και σε ένα κοινό που δεν ασχολείται και τόσο με την underground σκηνή. Σε αυτό βέβαια συνέβαλε και η βρετανική εταιρεία Type, των John Twells (Xela) και Stefan Lewandowski, που στην ουσία επανακυκλοφόρησε το "Kneel Before Religious Icons" μετά από ένα χρόνο, αφού είχε προηγηθεί η κυκλοφορία του σε τετραπλή κασσέτα από την Hospital Productions.
Και φτάνουμε στο διαταύτα που έχει πολύ ενδιαφέρον. Αφενός, γιατί οι Vatican Shadow μέσα σε δύο χρόνια και με μερικές κασσέτες κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν πολύ δυνατό πυρήνα γύρω από την μουσική τους, αφετέρου, γιατί έχουμε μία σαφής αναφορά στην post-industrial εποχή.
Προσωπικά και τα δύο αυτά θέματα, μου κεντρίζουν την περιέργεια να δω τα πράγματα από μία διαφορετική σκοπιά. Αυτή του παρατηρητή και όχι αυτή του ακροατή. Για το ίδιο το σχήμα λοιπόν. Όπως αρκετά συγκροτήματα από τον συγκεκριμένο χώρο, πίσω στην δεκαετία τού '80, ασχολούνταν με θέματα της Μέσης Ανατολής, έτσι και οι Vatican Shadow έχουν την ίδια ακριβώς θεματολογία. Αναπόφευκτα το μυαλό πηγαίνει σε έναν και μόνο καλλιτέχνη που δυστυχώς δεν βρίσκεται στην ζωή από το 1999. Αναφέρομαι στον Bryn Jones των Muslimgauze. Είναι τόσα πολλά τα στοιχεία που έχει δανειστεί ο Fernow, που τείνει να κατηγορηθεί για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Δεν είναι μόνο οι ομοιότητες σε κάποια σημεία τής μουσικής, αλλά κυρίως η θεματολογία. Ο Jones είχε κατ' επανάληψη αγωνισθεί μέσα από τις συνθέσεις του για την απελευθέρωση τής Παλαιστίνης και γενικώς ήταν γνωστή η τάση του να έχει πολιτικό λόγο για θέματα που άπτονταν με το τι συνέβαινε σε εκείνα τα εδάφη με σαφή αναφορά στα τεκτενόμενα τού Ιράν λόγω Khomeini -λογικό γιατί έχουμε να κάνουμε με τα πολιτικά δρώμενα της δεκαετίας τού ‘80. Παρεμφερή είναι και τα θέματα που καταπιάνεται ο Fernow -κάτι που γίνεται αντιληπτό και από τους τίτλους και τα εξώφυλλα- με την διαφορά ότι έχει εντάξει και την θρησκεία, αλλά και την αμερικάνικη διπλωματία. Αν και βέβαια είχε προηγηθεί και ο Scott Beebe των Αμερικανών Savak με μία παρεμφερή θεματολογία, η οποία όμως άρχιζε και τελείωνε με την νεότερη ιστορία τού Ιράκ.
Η μουσική από την άλλη, όπως ανέφερα έχει πολλά δάνεια από αυτή των Muslimgauze, αλλά δεν στέκεται μόνο εκεί. Αυτό είναι φανερό από το πώς χρησιμοποιεί τα κρουστά σε κάποιες περιπτώσεις. Εξού και οι αντίστοιχες ομοιότητες. Η επανάληψη μεταλλικών ήχων, σε μία παραγωγή που σέβεται τις αρχές τής post-industrial εποχής, φέρνει στο μυαλό το "Leichnschrei" των S.P.K. σε κομμάτια όπως τα Gods Representive On Earth και Shooter In The Same Uniform As The Soldier. Ειδικά το δεύτερο διέπεται από μία άκρως χορευτική διάθεση, στην οποία ενυπάρχει τόσο ο μινιμαλισμός όσο και ωμή πραγματικότητα που βιώνουμε μέσα από ένα πολεμικό ρεπορτάζ, κάνοντας πολλά κομμάτια της επονομαζόμενης industrial σκηνής να ακούγονται τόσο αδιάφορα, όσο και ψεύτικα με τις γυαλισμένες παραγωγές απλά για να ξεσηκώνουν όλους τους wannabe industrialers. Οι ενορχηστρώσεις του όμως δεν σταματούν μόνο εκεί, αλλά ξεδιπλώνονται και μπορούμε να διακρίνουμε μέσα από αυτές τον αρχετυπικό ήχο των Throbbing Gristle, την οξυδέρκεια των Cabaret Voltaire και την βιομηχανική πλευρά των Demdike Stare.
Το ερώτημα που εύλογα γεννιέται ύστερα από την ακρόαση τού "Kneel Before Religious Icons", είναι το εξής: Θα έχουμε κάποια αναβίωση αυτού του τόσο πρωτοποριακού ήχου που έκανε την εμφάνισή του στα τέλη της δεκαετίας τού '70 και συνέχισε μέχρι τα μέσα της επόμενης; Προσωπικά θα ήθελα πάρα πολύ να το δω και μακάρι να βρεθούν και άλλοι να μιμηθούν αντίστοιχες προσπάθειες όπως αυτή των Vatican Shadow.
Νίκος Τσίνος
Pages