Ειλικρινά δεν περίμενα ότι θα ξαναέγραφα για τον Sal-Ocin ή αλλιώς Empusae τόσο σύντομα. Δεν μου αφήνει, όμως, άλλη έντιμη επιλογή. Σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς μεγάλες φανφάρες, βγάζει αν όχι την καλύτερη κυκλοφορία του (γιατί η σύγκριση με το Error 404: Metaphorical Loss θα τον στοιχειώνει πάντα), σίγουρα την πιο προσβάσιμη στο ευρύτερο κοινό της σκοτεινής εναλλακτικής μουσικής.
Χωρίς φανφάρες λοιπόν, παρά την ύπαρξη γνωστών ονομάτων στις συνεργασίες αυτού του δίσκου. Ονόματα που μετασχηματίζουν το δίσκο από το συνηθισμένο μελωδικό σκοτεινό και ρυθμικό ταξίδι σε κάτι ακόμα πιο φορτισμένο συναισθηματικά. Η ψυχρότητα υποχωρεί λίγο, αλλά η μοναξιά παραμένει. Οι Ordo Rosarius Equilibrio στο υπέροχο σχεδόν 9λεπτο one and the same, αν και ακούγονται λίγο πνιγμένοι πίσω από την μέτρια παραγωγή, εμφανίζονται σαφώς λιγότερο βατοί από ότι στον τελευταίο τους δίσκο. Υπνωτικοί και ανατριχιαστικοί όπως πάντα, ακούγονται αυτή τη φορά μαζί με (και όχι μπροστά από) βαριά και δυνατά τελετουργικά drums. Το αποτέλεσμα βυθίζει τον ακροατή σε κατακόμβες και μυστήρια όχι πολύ διαφορετικά από αυτά που περιγράφει το κόμιξ Extra-Muros στο οποίο αποφασίζει να ξανααποδώσει φόρο τιμής ο Sal-Ocin.
Πιο ταξιδιάρικοι και μελωδικοί οι Arcana δίνουν μια ethereal νότα στον ήχο των Empusae. Εδώ η παραγωγή δουλεύει πολύ πιο καλά, μετατρέποντας τις φωνές σε άλλο ένα μακρόσυρτο και πένθιμο όργανο, χωρίς όμως να γίνεται αργός ο ρυθμός. Αυτός ακριβώς ο σχετικά γρήγορος ρυθμός που συνδυάζεται με τα μακρόσυρτα φωνητικά και μελωδίες κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια αυτού του άλμπουμ, και το κάνει να κυλάει αβίαστα. Και ακόμα και για τους πιο επιρρεπείς στην υπνηλία, η σκληρότητα των In Slaughter Natives δίνει μια ανατριχιαστική και απειλητική χροιά στα ηχοχρώματα του δίσκου. Το La Rivière Noire αποφορτίζει αυτή την ένταση, με ψιθύρους στα γαλλικά που δίνουν μια αίσθηση soundtrack.
Το ρεπερτόριο του Sal-Ocin, όμως, δεν έχει εξαντληθεί. Ξαναδοκιμάζει τη συνεργασία με τον Nick Grey και αυτή τη φορά του βγαίνει. Πολύ πιάνο, μια πολύ ενδιαφέρουσα συναισθηματική ερμηνεία και μέχρι να το καταλάβουμε έχουν περάσει άλλα 9 λεπτά. Τα 12 tribal-ambient του Kralizec είναι το κερασάκι στην τούρτα: έχει περάσει όλος ο δίσκος και πάμε για repeat γιατί αφαιρεθήκαμε κάπου στη μέση!
Ποτέ άλλοτε ένας δίσκος των Empusae δεν ακουγόταν τόσο εύκολα από την αρχή μέχρι το τέλος, έχοντας τόσο μεγάλο εύρος. Οι συνεργασίες είναι όλες διαμάντια, αν και θα ήθελα να περνούσε λίγο παραπάνω χρόνο ο Sal-Ocin με την παραγωγή για να ξεχωρίζουν καλύτερα οι ήχοι και οι φωνές σε κάποια σημεία. Επίσης, τόσα κόμιξ βγάζει το Βέλγιο, καιρός να ασχοληθεί με κάποιο άλλο στην επόμενη κυκλοφορία του ;).
Πέρα όμως από την πλάκα, ελάτε στις 5/5 που έρχεται στην Αθήνα. Με αυτή την κυκλοφορία απέδειξε ότι αξίζει να ξεπεράσει τα στενά όρια του κύκλου των λίγων μυημένων στην σκοτεινή ατμοσφαιρική μουσική.
Rating: 7,9 / 10
tec-goblin
Dubshit. Μου αρέσει περισσότερο από το πώς ακούγεται στο αυτί μου ο όρος dubstep ή 2-step. Αυτό το είδος έχει καταφέρει στα λίγα χρόνια ύπαρξής του να το ακούν άτομα που σε άλλες περιπτώσεις δεν θα είχαν τίποτα κοινό -όσον αφορά τα μουσικά τους ενδιαφέροντα. Τώρα γιατί εμένα μου αρέσει να το ονομάζω dubshit και όχι όπως το έχουν ονομάσει... ίσως να μην μπορώ να δώσω και μία σοβαρή εξήγηση. Και ασφαλώς δεν το αποκαλώ με ειρωνικό τρόπο. Ίσως, αν ακούγατε το Summons να το αποκαλούσατε και εσείς έτσι από εδώ και στο εξής. Ίσως...
Ο Dan Richmond επέστρεψε. Οι Clubroot επέστρεψαν και το "III - MMXII" κυκλοφορεί ύστερα από δύο χρόνια μετά το επιτυχημένο "II - MMX". Πολύς κόσμος τον γνώρισε με την πρώτη του δουλειά, ακόμη περισσότερος με την δεύτερη και έτσι οι προσδοκίες τού κοινού μεγάλωσαν. Όλοι μας περιμέναμε να ακούσουμε τα νέα Physicality, Closure, Talisman και να αποθεώσουμε για ακόμη μία φορά τον νεαρό Άγγλο. Ναι...
Όλη αυτή η ιστορία μου θυμίζει εκείνες τις αμερικάνικες ταινίες, που ο πρωταγωνιστής πηγαίνει στο μπαρ και λέει στο μπάρμαν: «το γνωστό». Ή από την καθημερινή μας ζωή όπου δεν τολμάμε να πειραματιστούμε λίγο με το φαγητό μην και χαλάσει η γεύση που έχουμε γευτεί εκατοντάδες φορές. Κακό είναι αυτό θα μου πείτε; Όχι απαραίτητα θα σας απαντήσω. Αλλά σκεφτείτε -στο θέμα της τέχνης φυσικά- να βρίσκαμε μία φόρμουλα και να την αναπαρήγαμε.
Οι Clubroot, όπως και όλοι οι καλλιτέχνες από το συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα, προσπαθούν να αναπαραστήσουν με τον πιο παραστατικό τρόπο, τον αστικό τρόπο ζωής τής σύγχρονης νεοφιλελεύθερης κοινωνίας. Κατά την γνώμη μου το καταφέρνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Περιγράφουν δηλαδή αυτή την απομόνωση τού ατόμου από την κοινωνία, που το μεταμορφώνει σε ένα άβουλο, νευρωτικό, αμοραλιστικό ον, που αδιαφορεί για τα κοινά και μέσα από την εγωπάθειά του βγάζει όλες τις αρνητικές πτυχές τής σκέψης του. Στην Αγγλία, που δημιουργήθηκε η dubstep, τα παραπάνω φαινόμενα είναι πολύ πιο έντονα και έτσι όλα αυτά τα παιδιά που μεγάλωσαν με το όραμα να στήσουν την δική τους acid σκηνή -αφού στα τέλη του '80 και στις αρχές του '90 ήταν απλά βρέφη- θα βγάλουν είτε θυμό (Kryptic Minds), είτε αισιοδοξία (Synkro), είτε περισυλλογή (Clubroot), για να καταφέρει επιτέλους αυτή η κοινωνία να πετάξει τα δεσμά τού αυτισμού της.
Το "III - MMXII" δεν είναι η συνέχεια τού "II - MMX", αλλά ούτε και του πρώτου ομώνυμου άλμπουμ. Ακούγοντάς το όμως καταλαβαίνεις ότι είναι Clubroot, και χωρίς να έχει τις στιγμές που χαρακτήρισαν τα προηγούμενα δύο άλμπουμ. Ο Richmond βρίσκεται στο δικό του μονοπάτι και δημιουργεί ένα άλμπουμ 14 κομματιών που το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ο ρυθμός. Κάτι μας είπες τώρα θα πείτε! Dubstep χωρίς ρυθμό είναι σαν να λέμε ροκ χωρίς κιθάρα. Ασφαλώς, αλλά η διαφορά είναι ότι εδώ έχει δώσει μεγάλη έμφαση στον τομέα των κρουστών και με οδηγό λοιπόν τον ρυθμό που δημιουργούν, συνθέτει ένα αμάλγαμα ήχων το οποίο μεταφράζεται διαφορετικά σε κάθε ένα από τα κομμάτια. Στο Garrison η tribal διάθεση δίνει την θέση της στις dubstep φόρμες τού Left-Hand Path, και το Untitled μας φέρνει στο μυαλό το μνημειώδες Closure, πώς θα ακουγόταν με λιγότερα bpm. Στο εισαγωγικό κομμάτι τού άλμπουμ Ennio's Eden, μία εποποιία που ακούγοντάς την σου δημιουργείται η εντύπωση ότι από κάπου θα εμφανιστεί ο Roy Batty από το Βlade Runner, θα σκεφτόμαστε ότι ο φουτουρισμός είναι σε παράλληλη τροχιά με το παράδοξο. Ίσως όμως το Faith In Her να είναι το κομμάτι τού άλμπουμ και αυτό που γενικώς χαρακτηρίζει από μόνο του τον ήχο τού καλλιτέχνη με τα μελωδικά περάσματα και τα κοψίματα που έχει, αλλά το αντιεμπορικό Summons θα κλέψει την παράσταση σε έναν πιο έμπειρο ακροατή. Το κομμάτι αυτό δεν είναι Clubroot -παρόλο που έχει στοιχεία του ήχου του- αλλά Kryptic Minds με ολίγον Scorn. Αν τα κρουστά ακουγόταν πιο στακάτα, θα νόμιζε κανείς ότι ο Mick Harris πρέπει να συμμετείχε στην παραγωγή. Με λίγα λόγια... dub. Και όπως έγραφα και στον πρόλογο: dubshit.
Νίκος Τσίνος
Όπως όλοι οι μουσικοί όροι -και όχι μόνο- μού ακούγονται από αδιάφοροι έως γελοίοι, έτσι και ο μουσικό όρος "industrial" δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Ήθελα να ήξερα ποιοι είναι αυτοί που βάζουν ταμπέλες και όρια στις μουσικές και τις κρίνουν με μία εγωκεντρική αντίληψη. Μεγάλη κουβέντα η οποία όμως δεν θα γίνει εδώ. Ας ασχοληθούμε όμως με την ίδια την μουσική που μας ενδιαφέρει και ας αφήσουμε, έστω και για λίγο, τις απανταχού ονοματοδοσίες στο περιθώριο.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό τού βιομηχανικού ήχου (και του μινιμαλισμού) είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ήχου και μουσικής. Η μουσική είναι απλά ένα μέρος του όλου, ενώ ο ήχος στην ολότητά του έχει πολύ περισσότερες συχνότητες, που σε ορισμένες περιπτώσεις οι ανθρώπινες αισθήσεις δεν είναι ικανές να αντιληφθούν -πράγμα που δεν συμβαίνει με τα ζώα. Στον περιβάλλοντα χώρο που ζούμε επί καθημερινής βάσεως γινόμαστε μάρτυρες διαφόρων ήχων που σε κάποιους απλά είναι αδιάφοροι, σε κάποιους άλλους ενοχλητικοί, ενώ υπάρχουν μερικοί που τους βρίσκουν σκανδαλωδώς ενδιαφέροντες. Ένας από το τελευταίο δείγμα είναι και ο Μάνος Χρυσοβέργης. Η πορεία του ξεκίνησε με τους Last Days Of S.E.X. και συνεχίστηκε με το project Libido Formandi. Ό,τι έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα με τα δύο αυτά ονόματα είναι από την Γερμανική Hands Productions, μία εταιρεία που ξεκίνησε ως το αντίπαλο δέος για την εκ Regensburg Ant-Zen, αλλά στην πορεία εκτροχιάστηκαν και οι δύο με την εξέλιξη τού power noise movement -τι έγραφα περί γελοιότητας των μουσικών όρων; Ένα socialistic λείπει για μας θυμίσει την βιομηχανική έκδοση τού Πασόκ.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο Μάνος είναι παιδί θα καθίσει να αφουγκραστεί τον ήχο τού απορριματοφόρου, θα ακούσει με κριτικό αυτί την οχλαγωγία μιας συζήτησης πολιτικών στην τηλεόραση, θα σαμπλάρει (sic) την λούπα από τον ηλεκτρικό και γενικώς θα νιώσει πολύ άνετα μέσα στο ίδιο του το περιβάλλον.
Όταν κάτι δεν ηχεί καλά στα αυτιά μας, αυτομάτως παίρνει τον χαρακτηρισμό τού «θορύβου». Aυτό δείχνει μία διάθεση απόρριψης μέρος τού ίδιου μας του εαυτού, μέσα σε όλο αυτό το φαντασιακό που εμείς οι ίδιοι έχουμε δημιουργήσει. «For me, noises have a strong musical content» θα δηλώσει ο Carsten Nicolai των Alva Noto και ο Chris Watson των The Hafler Trio θα στραφεί για τα καλά στο field recordings -εδώ και δεκαετίες-, αφού τα ηχοτοπία που μας προσφέρονται είναι εντελώς παρθένα και ανεξερεύνητα. Ο άνθρωπος έχει καθίσει πάνω σε συγκεκριμένες φόρμες αναμασώντας τες. Από την μία υπάρχει αυτή η δύναμη μόρφωσης (vis formandi), από την άλλη όμως υπάρχει και το πάθος μόρφωσης (libido formandi). Αυτή η δύναμη και αυτό το πάθος είναι που ονομάζει ο Καστοριάδης ποιητικό στοιχείο τού ανθρώπου. Αυτό συμβαίνει και με τους Libido Formandi. Στο "Insignificancy Rising" ενυπάρχει αυτό το ποιητικό στοιχείο. Και όταν αναφέρομαι στο ποιητικό στοιχείο, μην σαν πάει ο νους στο T.S. Eliot ή στον Καβάφη.
Ο ήχος των Libido Formandi προσπαθεί να δώσει μία μορφή στο ίδιο το χάος. Ένα νόημα με λίγα λόγια. Το Uncanny με τον πολύ ταιριαστό τίτλο έχει αυτό τον ρόλο και στο Vis (Hydrone remix), ο επίσης Έλληνας Hydrone, βρίσκει αυτή την δημιουργική έκφανση τού κομματιού και διοχετεύοντας το δικό του πάθος θα δημιουργήσει κάτι καινούργιο που θα παραπέμψει συνάμα τον ακροατή στο Synthetic Form των Gridlock. Ακούγοντας το άλμπουμ συναντάμε ήχους που παραπέμπουν σε διάφορες σκηνές και διάφορους καλλιτέχνες. Από το Isdn των Future Sound Of London μέχρι τους Ουαλούς Somatic Responses.
Μετά λοιπόν από τον πρόλογο που έκανα, μην περιμένετε να κατηγοριοποιήσω τον ήχο των Libido Formandi. Αν τελικά είστε πολύ πιεστικοί και θέλετε όπως και δήποτε να διαβάσετε εκείνους τους βαρύγδουπους όρους, όπως rhythm n' noise, intelligent dance music, power noise movement, τότε λέω να σας κάνω το χατίρι. Κατά το... ήμισυ. Other. Εκεί ανήκει η μουσική των Libido Formandi. Υπάρχει και κομμάτι άλλωστε στο άλμπουμ με αυτό τον τίτλο. Ένα το αυθεντικό και ένα το remix από τους Subheim. Ακούστε τα και ευελπιστώ να αντιληφθείτε τις διαφορές...
Νίκος Τσίνος
Ανέκαθεν έτρεφα μια συμπάθεια για τη Madonna. Χωρίς να ακυρώνω τα εύλογα επιχειρήματα των απανταχού "εχθρών" της, πάντα προσπαθούσα (και κατάφερνα) να βρω σημεία επαφής, να ξεχωρίσω τα καλά στοιχεία της μουσικής της, να εντοπίσω τις καινοτομίες της, να αναγνωρίσω την εφευρετικότητά της. Σε κάθε κυκλοφορία της ήμουν θετικά προδιατεθειμένος, γνωρίζοντας πως μετά από τόσα χρόνια πορείας, το όνομά της αποτελεί εγγύηση. Εγγύηση όχι για ποιοτική μουσική (αν και έχει δώσει και τέτοια δείγματα γραφής), αλλά για μία pop γεμάτη από φρέσκιες ιδέες, ικανή για να σε ξεσηκώσει σε κάποιο καλοκαιρινό club, να κρατήσει το βλέμμα σου στο video clip καθώς κάνεις zapping ή να σε κάνει να σφυρίζεις ανέμελα στο αυτοκίνητο πηγμένος στην κίνηση.
Με τέτοια θετική διάθεση περίμενα και το νέο της album, το οποίο, όμως, όπως θα έχουν καταλάβει όσοι προέτρεξαν και κοίταξαν τη βαθμολογία, με γείωσε κανονικότατα. Διότι πολύ απλά, το MDNA αποτελεί μάλλον το χειρότερο album της 30ετούς καριέρας της.
Η βασίλισσα της pop κάνει την επιστροφή της μετά από 4 χρόνια με το νέο αυτό πόνημα, αποφασισμένη να ανακτήσει το στέμμα της. Έτσι, διαμορφώνει ένα πολυμελές team συνεργατών με αποτέλεσμα μια παραγωγή δουλεμένη στην εντέλεια, επιστρατεύει μερικούς από τους καλύτερους house producers για να δημιουργήσουν δυνατούς ρυθμούς, προσθέτει hip hop verses από hot ονόματα όπως η Nicki Minaj και η M.I.A. και χώνει κάπου κάπου και dubstep γέφυρες, αφουγκραζόμενη όπως πάντα το hype της εποχής. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, το κλασσικό songwriting της Madonna δε χάνει το στίγμα του και παραμένει απόλυτα αναγνωρίσιμο.
Πρόκειται για ένα φιλόδοξο εγχείρημα, το οποίο όμως αποτυγχάνει παταγωδώς, απέχοντας χιλιόμετρα από την ποιότητα του αντίστοιχης λογικής χορευτικού Confessions On A Dancefloor ή των υπόλοιπων albums της, που λίγο ή πολύ τα περισσότερα είχαν κάτι να πουν. Ενώ πάντα η Madonna κατάφερνε να είναι μερικά επίπεδα πιο πάνω από τις αντίστοιχες εμπορικές pop τραγουδίστριες κάθε εποχής, εδώ παλιμπαιδίζει και ανταγωνίζεται τις κατά 20 και 30 χρόνια νεότερές της στο (χαμηλό) επίπεδό τους. Η μουσική γίνεται για πρώτη φορά τόσο ευτελής και άτεχνη, οι στίχοι αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας, ενώ η πρόκληση πλέον φτάνει σε τέτοια επίπεδα επιτήδευσης, που καταντά αποκρουστική. Κάτι η εμμονή της με την κορυφή, κάτι ο διαρκής χαμαιλεοντισμός, αυτή τη φορά βλέπουμε μια Madonna κουρασμένη, που μοιάζει να έχει χάσει εντελώς πια τον εαυτό της.
Στην πορεία των 12 κομματιών του δίσκου αυτού η μια ψυχρολουσία ακολουθεί την άλλη. Από τη μία κομμάτια βαρετά και αδιάφορα (Some Girls, Superstar, Falling Free). Από την άλλη, αποτυχημένες προσπάθειες για πρωτοτυπία, όπως το country/disco/house εξάμβλωμα που ακούει στο όνομα Love Spent. Κάπου εκεί σου κλείνει το μάτι και η αιώνια Madonna (I'm Addicted, I'm A Sinner), που σε κάνει να αναρωτιέσαι σε τι επιπέδου ακροατές μπορεί να απευθύνεται όταν τραγουδάει το στίχο "I'm a sinner" μέσα στη χαρά και το σκέρτσο. Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, στο MDNA έχουμε και την αναβίωση του techno/rave/whatever ήχου μέσα από το "Gang Bang", το οποίο και καταλήγει στο βαθυστόχαστο στίχο "Now if you're gonna act like a bitch, then you're gonna die like a bitch". Τα singles ασφαλώς δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το σκηνικό (θα έλεγα πως το Give Me All Your Luvin' είναι το χειρότερο single που έχει κυκλοφορήσει την τελευταία δεκαετία), ενώ οι φιλόδοξες προσπάθειες των πιασάρικων Masterpiece και I Don't Give A, παρά τη μετριότητά τους, είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να μας αφήσει ο εν λόγω δίσκος.
Και επειδή λένε ότι τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, η λέξη που συνοψίζει καλύτερα τις εντυπώσεις από το MDNA είναι η "απογοήτευση". Με φθηνή αισθητική, τριτοκλασάτα pop κομμάτια, στίχους πιο ανούσιους από ποτέ και μηδενική διαχρονικότητα, το MDNA πείθει εύκολα ότι πρόκειται για ένα από τα χειρότερά της album, ίσως και το χειρότερο...
Rating : 2,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
I NEED, U NEED, WE NEED more artists like this
Η διαδικασία της πρώτης ακρόασης ενός άλμπουμ θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη του πρώτου ραντεβού. Ασυγκράτητος ενθουσιασμός, αλλά και καχυποψία, φόβος ανεκπλήρωτων πόθων και προσδοκίες που άλλοτε βρίσκουν τοίχο και άλλοτε (λιγότερο συχνά) ξεπερνούν και τα πιο αισιόδοξα σενάρια της φαντασίας σου.
Στην περίπτωση του νέου άλμπουμ της Όλγας Κουκλάκη "Ι U Need" my ears fell in love with the first listening, καθώς τα 11 τραγούδια που εμπεριέχονται στο δίσκο ξεπέρασαν τις δικές μου τουλάχιστον προσδοκίες και ήδη νομίζω ότι θα περάσει κάποιος καιρός μέχρι να βγάλω το δίσκο αυτό από το cd player μου...
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Την Όλγα Κουκλάκη την είχα γνωρίσει από τον πρώτο δίσκο της «Get a Life» και η εντύπωση που μου είχε μείνει ήταν θετική. Ατμοσφαιρικά electro beats, σαγηνευτικά dark φωνητικά, minimal συνθέσεις και γενικά μια αξιόλογη προσπάθεια, που από την άλλη όμως δε με κόλλησε. Αυτό όμως έμελλε να γίνει 4 χρόνια μετά με την εξέλιξη (γιατί για εμένα για εξέλιξη πρόκειται) της Όλγας Κουκλάκη και το δεύτερο άλμπουμ της «I U Need» (KWAIDAN/EMI) σε παραγωγή και πάλι του μόνιμου τα τελευταία χρόνια συνεργάτη της Marc Collin των Νοuvelle Vague.
Το "I U Need" είναι σαφώς πιο "ανάλαφρος" σαν δίσκος και αυτό φαίνεται από το πρώτο κιόλας track, το ομώνυμο "Ι U Need", το οποίο πατάει σε αρκετά pop και catchy μελωδίες, γεγονός που σε κάποιους θα αρέσει πολύ, ενώ άλλους θα τους ξινίσει, ιδίως τους φαν του πρώτου άλμπουμ. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για ένα αρκετά radio friendly pop κομμάτι, που προσωπικά μου φάνηκε συμπαθές και καλογραμμένο, κυρίως όμως μου κίνησε την περιέργεια για το τι θα μπορούσε να ακολουθεί. Μήπως η Όλγα Κουκλάκη αποφάσισε να το γυρίσει στην mainstream pop?
Το "Hollow Lives" όμως που ακολουθεί αποκαθιστά τα πράγματα με τον καλύτερο τρόπο. Από τα πρώτα beats καταλαβαίνεις ότι εδώ βαδίζουμε σε πιο γνώριμα electro μονοπάτια. Υπέροχη μελωδία με πολύ έντονες dance διαθέσεις, με τη Liset Alea να δίνει τον απαραίτητο όγκο στα backing vocals και την Όλγα Κουκλάκη να ακούγεται πιο θηλυκή από ποτέ με την βαθιά φωνή της να προσδίδει την πρέπουσα ατμόσφαιρα. Σε electro ύφος διαφορετικών ταχυτήτων θα κινηθούν και άλλα τραγούδια, όπως το "Antivirus" (από τα πολύ δυνατά επίσης κομμάτια του άλμπουμ), το "Gazstation" (που ξεγελάει στην εισαγωγή με τις κιθάρες του), το πιο dark & aggressive "Stop" (το οποίο θα μπορούσε άνετα να παίζει Σάββατο βράδυ στο Dark Sun ανάμεσα σε ebm dance anthems) και το αλά nine inch nails "Ready".
Και μετά έρχεται η ανατροπή και η έκπληξη ( η ευχάριστη), καθώς οι υπόλοιπες συνθέσεις του άλμπουμ περιέχουν τόσο διαφορετικές μουσικές φόρμες από εκείνες που μας είχε συνηθίσει η Όλγα, που όχι μόνο δε χαλάνε την όλη συνταγή, αλλά αντίθετα αναδεικνύουν ακόμα πιο περίτεχνα τη noir αισθητική του δίσκου συμπληρώνοντας το πάζλ με τέτοια έμπνευση, που θα ζήλευε και ο ...David Lynch.
Η επιλογή του σκηνοθέτη τυχαία? Δε νομίζω.... Ακούγοντας κομμάτια σαν το εκπληκτικό "Who are you" (όπου η μπάσα φωνή του Tim Keegan φλερτάρει με έντονο ερωτισμό αυτή της Όλγας), το cabaret/avant garde "Sweetheart" (με τη συμμετοχή της γλυκιάς «γατούλας» Melanie Pain ) ή το instrumental "Jukebox" (στο οποίο μου ήρθαν κατευθείαν και μόνο εικόνες από τη «Χαμένη Λεωφόρο»), με κάνει να πιστεύω πως ο Lynch υπήρξε μία από τις βασικές επιρροές της Κουκλάκη για την ατμόσφαιρα και τον πολυδιάστατο χαρακτήρα που ήθελε να περάσει στο "I U Need". Η ωραία τέλος μπασογραμμή του "One Way" δίνει όλο το ρυθμό σε αυτό το επηρεασμένο από το new wave κομμάτι, ενώ στο κύκνειο άσμα του δίσκου "Time goes by", η Όλγα αφήνει για πρώτη φορά ίσως να φανούν οι ικανότητες της στο ακουστικό πιάνο, που πηγάζουν σαφώς από τις κλασικές της σπουδές, τραγουδώντας με πολύ λυρισμό και πηγαία μελαγχολία για το στίγμα που αφήνει πάνω μας ο χρόνος που περνάει...
Εν κατακλείδι το "I U NEED" είναι ένας δίσκος που μοιάζει εύκολος, αλλά δεν είναι. Μοιάζει διχασμένος στα δύο, αλλά δεν είναι. Κι αυτό γιατί μπορεί η Όλγα Κουκλάκη από τη μία να συνεχίζει να τιμά την electro που τόσο αγαπά, από την άλλη όμως δε φοβάται να πειραματιστεί και να πάει ένα βήμα παραπέρα, εισάγοντας επιτυχώς και άλλα στοιχεία στη μουσική της, που φαίνεται να της ταιριάζουν εξίσου αν όχι περισσότερο. Και αν τα τραγούδια μεταξύ τους φανούν σε κάποιους ανόμοια ή παράταιρα, θα χρειαστούν απλά μερικές ακροάσεις επιπλέον για να καταλάβει κανείς ότι καθένα από τα τραγούδια αυτά αποτελούν μία μικρή ιστορία ενός σεναρίου, που και έρωτα και απογοήτευση έχει και φως και σκοτάδι. Για μένα το «Ι U Need" αποτελεί το πραγματικό starting point για την καριέρα της Όλγας και αποτελεί το βήμα εκείνο που θα τη βοηθήσει να ανακαλύψει ακόμα περισσότερα πράγματα για τη μουσική της περσόνα, ώστε να δώσει ακόμα περισσότερα στην επόμενη κυκλοφορία της. Το εξωτερικό την έχει ανακαλύψει ήδη, ο Lynch εύχομαι να το κάνει σύντομα συμπεριλαμβάνοντας κάποιο κομμάτι της στην επόμενη ταινία του, εσείς όμως ελπίζω να το κάνετε πάνω από όλους, γιατί και ο δίσκος είναι πολύ αξιόλογος, αλλά και αξίζει πραγματικά να ψαχνόμαστε λίγο παραπάνω στην εγχώρια αγορά, καθώς ιδίως τα τελευταία χρόνια βγαίνουν πολύ ωραίες δουλειές από την Ελλάδα. Support your local music scene!
Rating: 8 / 10
Μπέση Σπηλιωτοπούλου
Δεν υπήρχε περίπτωση να ακούσω το "Iradelphic" και να πω ότι για αυτό είναι υπεύθυνος ο Chris Clark, χωρίς να το γνωρίζω εξ' αρχής. Το ίδιο νομίζω ότι θα συνέβαινε και με όσους παρακολουθούν την πορεία τού Άγγλου μουσικού από την εποχή τού "Clarence Park". Aυτό τώρα είναι καλό ή κακό θα αναρωτηθείτε; Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα, ούτε το ένα, αλλά ούτε και το άλλο. Γνώμη μου είναι ότι πρέπει να κρίνεται το άλμπουμ αυτό καθαυτό, χωρίς όμως να αδιαφορούμε για το παρελθόν τού εκάστοτε καλλιτέχνη.
Έκτο άλμπουμ σε έντεκα χρόνια για τον καλλιτέχνη από το St Albans, και ενώ μέχρι την κυκλοφορία τού "Iradelphic" είχε δώσει το δικό του στίγμα στον ήχο τής Warp, έρχεται η νέα του δουλειά για να κάνει αρκετό κόσμο σκεπτικό -τουλάχιστον. Τα χαρακτηριστικά τής μουσικής τού Clark είναι ένας συμπαγής ήχος να διαχέεται μέσα από την χοάνη διαμορφώνοντας ένα μείγμα ρευστότητας, το οποίο εξελίσσεται ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Από τα εκρηκτικά Growls Garden και Wolf -'09 και ‘03 αντιστοίχως-, στην electronica των Boards Of Canada με το Herzog του '06. Υπάρχουν και άλλα στοιχεία, αλλά κάπου εκεί κυμαίνεται η μέχρι τώρα πορεία του. Και γράφω η μέχρι τώρα γιατί κυριολεκτώ. Δεν ξέρω αν ήταν η βοήθεια που είχε από τον Stephen James Wilkinson (Bibio), ή πολύ απλά αποφάσισε να αλλάξει δραστικά τον ήχο του, το σίγουρο είναι ότι αυτά που ακούγατε στις προηγούμενες κυκλοφορίες του να τα ξεχάσετε.
Το "Iradelphic" είναι ένα σχετικά μπερδεμένο άλμπουμ -όπως νομίζω ότι είναι και ο Clark. Τα πολλά στοιχεία τής folktronica θυμίζουν την πρώιμη εποχή των Bibio, ενώ ο τρόπος που χρησιμοποιεί τα synths στο Tooth Moves μας φέρνει στον νου μία 70's ψυχεδέλεια. Κάτι ακόμη καινούργιο στην μουσική του είναι η προσθήκη γυναικείων φωνητικών. Το ρόλο αυτό έχει αναλάβει η Martina Gillian Topley-Bird που είναι γνωστή από τις συνεργασίες της με τον Tricky -και αναρωτιόμουν τι μου θυμίζει.. Έτσι στα δύο κομμάτια που συμμετέχει έχουμε πάλι ένα περίεργο αποτέλεσμα. Στο μεν Open σου δημιουργείται η αίσθηση ότι ακούς Savath & Savalas της εποχής "Aprora't", απλά με αγγλικό στίχο, στο δε Secret τα πράγματα είναι ακόμη πιο μπερδεμένα. Ξεκινώντας νομίζεις ότι ακούς μία παραλλαγή των Portishead και κάπου στην μέση τραβάει μία γραμμή, και από το μελαγχολικό ύφος του κομματιού πηγαίνει σε πιο ανέμελους ρυθμούς που θυμίζουν Bibio τού "Ambivalence Avenue". Ίσως το μοναδικό κομμάτι που αξίζει την προσοχή, αφού καινοτομεί σε πολλούς τομείς είναι το The Pining Pt2 που έχει αυτή την δυναμική τού "The Empty Bones Of You" καθώς και την ειρωνική διάθεση που θυμίζει πολύ τους Plaid. Tέλος στο δίλεπτο Black Stone, ένα κομμάτι που κινείται στον χώρο τής modern classical, βάζεις στοίχημα ότι αυτό που ακούς είναι Nils Frahm.
Δεν ξέρω αν μπερδευτήκατε όπως εγώ ή αν δεν σας ενοχλεί καθόλου αυτή ή μη γραμμική πορεία που έχει το "Iradelphic", το σίγουρο όμως είναι ότι αυτή η δουλειά του θα δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά. Το να προσπαθήσεις να ακουστείς όπως ένας συνάδελφός σου (Βibio) που μοιράζεστε την ίδια δισκογραφική, αλλάζοντας τον ήχο που είχες δημιουργήσει τόσα χρόνια πριν δεν είναι απαραιτήτως κακό. Το να προσπαθείς όμως να το κάνεις αυτό επιτηδευμένα για να ακουστείς όπως πρέπει να ακούγεται ένα άλμπουμ folktronica, αυτό είναι κακό.
Νίκος Τσίνος
Ο Mark Lanegan, πρώην τραγουδιστής των αγαπημένων Screaming Trees, επιστρέφει με το πρώτο solo album του εδώ και 8 χρόνια. Κι ενώ κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για έλλειψη παραγωγικότητας -έχοντας συνεργαστεί τα τελευταία χρόνια με καλλιτέχνες όπως ο Greg Dulli, η Isobel Campbell, ο Josh Homme και οι Soulsavers- παρά μάλλον για αρκετή εσωστρέφεια και μετριοφροσύνη, φαίνεται πως έφτασε η στιγμή να ξαναπάρει τη θέση του κάτω απ' το spotlight, χωρίς να το μοιράζεται αυτή τη φορά. Μια θέση που στο νέο album του μοιάζει συχνά με το μάτι του κυκλώνα, το κέντρο γύρω απ' το οποίο στροβιλίζονται μέσα απ' τις ιστορίες του Lanegan τα blues, οι «μπλέ διάβολοι» της μελαγχολίας και της θλίψης, για να καταλήξουν στην τελική κάθαρση: μία blues funeral.
Και πώς αλλιώς να ξεκινήσει μια «κηδεία» παρά με σκάψιμο: το Gravedigger's Song, που είναι και το πρώτο single του δίσκου, κάνει μια δυναμική βουτιά σε συναισθηματικές -και μη- εμπειρίες τύπου "six feet under"/ " eight miles high", σε σχέσεις ή γεγονότα καταλύτες που ενώ μας άφησαν νωρίς, ίσως και να μην μας "άφησαν" ποτέ, τουλάχιστον όχι ακριβώς ίδιους.
"to the stars my love,
to the sea.
to the wheels my love,
till they roll over me."
Το εναρκτήριο κομμάτι λειτουργεί εύστοχα σαν το στοιχείο που ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα και αναταράσσει τις ισορροπίες. Είναι η καταιγίδα που μετά το πέρας της φουσκώνουν τα θολά νερά και αναδύεται ό,τι ήταν αρκετά βαρύ και σκοτεινό για να κατακάτσει στον πάτο..
"lord now the rain done come
muddy water rising up."
Το Bleeding Muddy Water, μια απ' τις πιο εσώστρεφες στιγμές του album, "ζωγραφίζει" με την υπνωτιστική μελωδία του ένα τοπίο γκρι αποχρώσεων, μια φαινομενικά νεκρή φύση, στο υπέδαφος της οποίας σιγοβράζουν οι σκοτεινοί χυμοί της καταστροφής και της δημιουργίας: το γκρι που γίνεται μαύρο, και το μαύρο που γίνεται τραγούδι.
Και τι τραγούδι... Το Gray Goes Black, ένα απ' τα πιο όμορφα κομμάτια του δίσκου, παραπέμπει σε συχνότητες που δεν πιάνει όποιος δεν έχει κάνει τουλάχιστον τις εισαγωγικές συστάσεις με το "αποκοιμισμένο θεριό", τον σκιώδη "ξένο" μέσα του. Στιχουργικά ο Lanegan παίζει με την ιδέα ενός συμβολικού πομπού που εκπέμπει από και πρός την αιωνιότητα, διυλίζοντάς την μέσα απ' τους υλικούς και χρονικούς περιορισμούς της ίδιας του της πεπερασμένης ύπαρξης. Και είναι απ' αυτήν ακριβώς τη φθαρτότητα, που φαίνεται να αντλεί την έμπνευση και τη θεματολογία του. Διατηρώντας τις ποιότητές του σαν "ήρεμη δύναμη", ο Lanegan προβάλλει στα τραγούδια του τα alter-egos της Σκιάς του, αυτοσαρκάζεται, αναπολεί, και αγγίζει δύσκολα θέματα χωρίς να γίνεται μελό ή μίζερος, αλλά με νεύρο και δυναμισμό. Είναι άλλωστε κι ο ίδιος ένας αρκετά παλιός στο κουρμπέτι "shadow king":
"so long light, you're bound to fall
now isn't that a shame
casting shadows on the wall
too late to learn another game."
Μουσικά, ολόκληρο το Blues Funeral δείχνει τη διάθεση του Lanegan να πειραματιστεί και να εξελίξει τον ήχο του - από εκεί που τον άφησε με το Bubblegum του 2004- εμπλουτίζοντάς τον με στοιχεία και επιρροές που αποκόμισε τόσο από την προσωπική του διαδρομή όσο και απ'τις ενδιάμεσες συνεργασίες του. Σύμφωνα με δηλώσεις του, είναι η πρώτη φορά που δοκίμασε να αφήσει στην άκρη την κιθάρα του και να χρησιμοποιήσει πλήκτρα και drum machine για την αρχική σύνθεση κάποιων απ' τα κομμάτια του δίσκου. Και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι κιθάρες παραμελούνται -κάθε άλλο- η χρήση ηλεκτρονικών στοιχείων και η αρμονική τους ενσωμάτωση στην bluesy ατμόσφαιρα του album φαίνεται να του πάει καλά και να δίνει μια φρεσκάδα στο όλο εγχείρημα. O Lanegan, κάτω απ' τον ενωτικό μανδύα των blues, προσφέρει μια ποικιλία ηχοχρωμάτων στον ακροατή του: απ' τον rock δυναμισμό των Riot in my House και Quiver Syndrome μέχρι την gospel αισθητική του St. Louis Elegy, κι απ' τα "voodoo" blues του υπέροχου Leviathan μέχρι τη μελαγχολική synthpop του Ode to Sad Disco. Υπάρχουν βέβαια στιγμές που το αποτέλεσμα παρουσιάζει λιγότερο ενδιαφέρον απ' αυτό της πλειοψηφίας των τραγουδιών, όπως στο Harborview Hospital (που U2-ίζει αρκετά για τα γούστα μου) ή στο σχετικά μέτριο Tiny Grain of Truth, που εξυπηρετεί μεν το ρόλο του στο κλείσιμο του δίσκου αλλά δεν έχει να επιδείξει κάτι το ιδιαίτερο ως ξεχωριστό κομμάτι. Παρόλα αυτά, το γενικό επίπεδο του album, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, και η επιτυχημένη και αφοπλιστικά ανθρώπινη απόδοση του έξυπνου concept του, καθιστούν το Blues Funeral μια απ' τις καλύτερες μέχρι στιγμής κυκλοφορίες του 2012.
Rating: 8,5 / 10
Κωνσταντίνα Μπασκουρέλου
Εάν θέλει κάποιος να περιγράψει με μια ολοκληρωμένη πρόταση την νέα δουλειά των Transistor μπορεί να αντιμετωπίσει δυο θέματα. Ποια είναι αυτά; Το πρώτο και αναπόφευκτο είναι η σύγκριση, που θα έκανε ο καθένας μας, με τον προηγούμενο δίσκο και το δεύτερο είναι το λεγόμενο «πρόβλημα μη συνοχής των λέξεων» για την δημιουργία μιας πρότασης ή μιας παραγράφου... and yes, this is actually a good thing.
Οι λέξεις συνήθως αποτυγχάνουν στην προσπάθεια να προσεγγίσουν, να μαγειρέψουν και να βάλουν όρια σε μια νοητική οπτικοποίηση της μουσικής. Αυτό γίνεται διότι παρόλο που κάθε άλμπουμ αποτελεί ένα νέο μονοκύτταρο οργανισμό, η μουσική μπορεί να συνεχίσει να εξελίσσει τον ίδιο της τον εαυτό εφόσον κάθε κύτταρο ξεχωριστά καταφέρει να μεταλλάσσεται από μόνο του. Έτσι σαν αποτέλεσμα καταφέρνει να θέσει ένα νέο ορισμό ή ένα καινούργιο αντίδοτο στο δηλητήριο της ρουτίνας. Θα μπορούσαμε επίσης να κάνουμε μια παράφραση και να αναφέρουμε ότι «ξαφνικά το όλο ξεπερνά σε ομορφιά το άθροισμα των επιμέρους μερών του». Στον Resting in the shade of the family tree μπορείς να ανακαλύψεις με την φαντασία σου πάμπολλους χρωματικούς συνδυασμούς και παρόλο που το εξώφυλλο έχει άσπρο φόντο με γκρι γράμματα έχει τόσο πολλά χρώματα ακούγοντας το που είναι ικανό να σου προκαλέσει μια μικρή μουσική επιληπτική κρίση.
Η μουσική του group σου αφήνει μια αίσθηση ότι ανοίγει διάπλατα, σχεδόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανθίζει, εκπέμπει φως, γίνεται πιο σταθερό και αρμονικά κυματιστό από άποψη παραγωγής (μάλλον απόρροια της σχεδόν απόλυτης έκφρασης;) ξεφεύγοντας από την φόρμα του "hit" διότι έχει μια πιο indie, χαρωπή και βρετανική αισθητική ακόμη και στα πιο slow κομμάτια. Αγγίζει τα περίεργα και άγρια καθαριστικά όρια του rock, καθώς δεν χάνει τον προσανατολισμό του έχοντας post στοιχεία και ηλεκτρονικά ξεσπάσματα. Πολύ απλά σε ωθεί σε μια ψυχαναγκαστικά καλαίσθητη αυτοκαταστροφική μανία... "You should love me to death" ή "Don't raise that flag, your name is written nowhere".
Η κυκλοφορία αυτού του δίσκου εκτός από την χαρά μιας πολύ ευχάριστης ακρόασης με έκανε να πιστέψω ότι αυτό που καλώς ή κακώς ονομάζεται αγγλόφωνη ανεξάρτητη μουσική σκηνή στην Ελλάδα, δεν σταματά σε "one hit wonders", αλλά έχει ονόματα που φαίνεται ότι έχουν καλλιτεχνικό μέλλον και εφ'όσον δεν έχουμε λεφτά να γεμίσουμε το στομάχι μας, ας ταΐσουμε το μυαλό και την φαντασία μας, μπας και πάρουν μπροστά και τα υπόλοιπα.
Rating : 8 / 10
Δημήτριος Balidor Κουτσομιχάλης
Είχα διαβάσει κάποτε σε ένα περιοδικό τού εξωτερικού για τις μουσικές τάσεις που επικρατούν σε διάφορες χώρες τού κόσμου -καταλαβαίνεται ότι το άρθρο αναφέρονταν στις μεγάλες αγορές τις μουσικής βιομηχανίας. Το διάβαζα όπως διαβάζει ο μέσος Έλληνας όλα αυτά τα περιοδικά τού lifestyle -κουράγιο «αγωνιστή» Κωστόπουλε-, δηλαδή γυρίζοντας βαριεστημένα τις σελίδες, με την διαφορά ότι στην θέση των σελίδων ήταν οι παράγραφοι του άρθρου. Μέχρι που έφτασα στην Ιαπωνία. Με λίγα λόγια έγραφε ότι την φετινή χρονιά θα ακουστεί πάρα πολύ ο Elvis "The King" Prisley και μπόλικη noise.
Μετά το πρώτο σοκ και τα κλασσικά γέλια άρχισα να αποκρυπτογραφώ διάφορα σημεία της ιστορίας και της κουλτούρας αυτού του λαού, για να προσεγγίσω καλύτερα. Πώς είναι δυνατόν σε ένα σεβαστό ποσοστό τού πληθυσμού να ακούγεται κάτι εύηχο, ενώ για μερικούς άλλους να μην θεωρείται καν μουσική; Δεν θα κάνω εδώ μία κοινωνιολογική / ανθρωπολογική ανάλυση για τους Γιαπωνέζους, αλλά ασφαλώς το φεουδαλικό παρελθόν τους με την βίαιη αμερικανοποίησή τους, έπαιξε σημαντικότερο ρόλο σε αυτό το αμάγαλμα πολιτιστικής κουλτούρας.
Και όπως έχετε καταλάβει οι Jesse Ruins έρχονται από την χώρα του ανατέλλοντος ηλίου και πιο συγκεκριμένα από το Τόκυο. Είναι ένα νεοσύστατο σχήμα, που αρχικώς ξεκίνησε ως σόλο με τον Nobuyuki Sakuma, αλλά στην πορεία η Nah έγινε το δεύτερο μέλος. Η μουσική τους ασφαλώς δεν έχει ουδεμία σχέση με τον πολιτιστικό εκπρόσωπο των γελαδάρηδων, ούτε όμως και με τον «θόρυβο» -αν και θα ήθελα να έχει λίγο σχέση με το τελευταίο. Στα έξι κομμάτια τού 12΄΄ "Dream Machine" που μας παρουσιάζουν ως δεύτερη δουλειά μετά από ένα 7΄΄, είναι εύκολο να διακρίνουμε μία dream pop με την σφραγίδα των 80's. Από την άλλη υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι ακούς τα κομμάτια που έμειναν έξω από τα sessions τού "Before The Dawn Heals Us" των M83. Ο καταλυτικός παράγοντας όμως που κάνει τον ήχο αυτό ξεχωριστό είναι η χρήση των φωνητικών. Χωρίς να είναι ούτε καθαρά, αλλά ούτε και παραμορφωμένα, έχουν μία θολούρα που σε κάνει να μην θέλεις να καθαρίσει, αλλά να συνεχίσεις να περιπλανιέσαι μέσα στο ομιχλώδες τοπίο των Jesse Ruins, οδηγούμενος από τις νεορομαντικές νότες των αναλογικών synths και τις φωνές ενός παρελθόντος που τουλάχιστον θα αγγίξει όσους βίωσαν αυτόν τον ήχο.
Τα συστατικά αυτού του ήχου είναι ιδιαίτερα. Όχι τόσο γιατί ήταν κάτι το ρηξικέλευθο στην μουσική, αλλά η αμεσότητα αυτών των μελωδιών, καθώς και η ξεχωριστή χρήση τους, ενέπνευσε, διασκέδασε και γενικώς χάρισε όμορφες στιγμές σε ένα κοινό με ιδιαιτέρως ρομαντική αντίληψη.
Το "Dream Machine" είναι ένα εύπεπτο ΕΡ, χωρίς να προσπαθεί να εντυπωσιάσει ούτε με γυαλισμένες παραγωγές, αλλά ούτε και να ενδιαφέρεται για το αν θα τύχει μιας μαζικής απήχησης. Έτσι δεν νομίζω αν οι Jesse Ruins προβληματίζονται γιατί δεν μαζεύουν πολύ κόσμο στις συναυλίες τους, αυτό που μετράει είναι οι αγνές προθέσεις τους για μία μουσική δημιουργία που κάποιοι θα εκτιμήσουν εκεί έξω.
Νίκος Τσίνος
Barock. Έτσι ονομάζει το πρώτο προσωπικό της album η Nalyssa Green, μέλος της κολεκτίβας του Λεών. Όπως εξηγεί, ο τίτλος του δίσκου είναι ένας υβριδικός συνδυασμός των λέξεων baroque και rock και δημιουργήθηκε για να ορίσει το ύφος του δίσκου, ως μια μίξη υποβλητικής ατμόσφαιρας που μυρίζει παρελθόν και σκονισμένα ανάκτορα με μια δυναμική κάπως πιο σύγχρονη και ροκ.
Το δεύτερο σκέλος είναι μάλλον και το πιο εύληπτο, μιας και ο ήχος κατευθείαν παραπέμπει σε εναλλακτικό rock, αναμεμειγμένο με indie pop στοιχεία, ενίοτε post-punk ρυθμούς, υποψίες folk, χωρίς να λείπουν και τα electropop περάσματα. Η μουσική της είναι καθαρά βασισμένη στο στιχουργικό και φωνητικό κομμάτι, με τη μουσική, λιτή και απέριττη, να περιορίζεται σε συνοδευτικό ρόλο. Κιθάρες (κυρίως ακουστικές ή ηλεκτρικές σε χαμηλούς τόνους), πλήκτρα, θέρεμιν και διάφορα κρουστά στολίζουν ηχητικά το σκελετό των κομματιών.
Η Nalyssa δεν έχει σπουδάσει μουσική, αλλά γράφει τραγούδια γιατί νιώθει την ανάγκη να το κάνει. Η πηγαία αυτή έκφρασή είναι έκδηλη αν ρίξει κανείς μια ματιά στους στίχους, το μεγαλύτερο ίσως ατού του δίσκου. Ιδιαίτερα προσωπικοί και ειλικρινείς, ορισμένες φορές εικονοπλαστικοί, πάντα συναισθηματικοί, αλλά ποτέ υπερβολικοί, αποτελούν τον πιθανότερο λόγο για να δεθείς με τη συγκεκριμένη δουλειά. Τα όμορφα φωνητικά δένουν άψογα με το σύνολο και προσθέτουν αρκετά στο όλο αποτέλεσμα.
Αντίθετα, η μουσική μάλλον υστερεί και άρα στερεί από το δίσκο αρκετή από τη δυναμική που θα μπορούσε να έχει. Η αυθορμητισμός της έκφρασης (πιθανότατα σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες) οδήγησε σε μια εντελώς handmade παραγωγή, γνωστό δίκοπο μαχαίρι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα "αρχαία" μέσα ηχογράφησης (εκεί έγκειται το baroque;) και η αδιαφορία για την "επαγγελματική, πεπατημένη οδό", που επικαλείται η καλλιτέχνης, έχουν ως αποτέλεσμα έναν ήχο άδειο και άψυχο, που δυσκολεύεται να μεταδώσει στον ακροατή τα συναισθήματα που διαπραγματεύονται οι στίχοι.
Πέρα όμως από το ηχητικό ενδιαφέρον που θα είχε μια καλύτερη παραγωγή, οι συνθέσεις αυτές καθ' αυτές δεν καταφέρουν να ξεπεράσουν τα επίπεδα του "αξιοπρεπούς" (χωρίς βέβαια να πέφτουν ποτέ κάτω από αυτό). Δηλαδή, ναι μεν πρόκειται για τραγουδοποιία ώριμη και με την καλώς εννοούμενη απαραίτητη σοβαρότητα, αλλά πολλές από τις συνθέσεις είναι αδύναμες μελωδικά ή γίνονται μονότονες. Άλλες πάλι παραείναι απλοϊκές και σε συνδυασμό με τη λιτή ενορχήστρωση νιώθεις τελικά ότι κάτι λείπει.
Εξαιρέσεις, βέβαια, υπάρχουν, αν μη τι άλλο ο δίσκος έχει αξιόλογο υλικό. Το "Indagattah", για παράδειγμα, είναι ολοκληρωμένο και στρωτό κομμάτι, με κλιμάκωση και κορύφωση και με όμορφη μελωδία που μένει. Πολύ καλή μπαλάντα είναι και το "Thick Air" , απλό και ουσιαστικό και με κάτι το ελληνικό στον ήχο του. Από εκεί και πέρα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ιδιαίτερο "Let Them Eat Cake", με τις εναλλαγές των συγχορδιών.
Γενικά, το Barock πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια, με ορισμένες πολύ καλές στιγμές. Με τους στίχους ανά χείρας και με λίγη υπομονή έχει αρκετά να δώσει. Ωστόσο, δεδομένου ότι η έμπνευση, τα ερεθίσματα και η καλλιτεχνική φλέβα υπάρχουν, η Nalyssa Green σίγουρα μπορεί να πετύχει πολύ καλύτερα πράγματα αν βελτιώσει το μουσικό και τεχνικό κομμάτι μελλοντικά.
Rating : 6,5 / 10
Άρης Καζακόπουλος
Pages